Τετάρτη 12 Ιουνίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Λυσιστράτη (1189-1215)

ΧΟ. στρωμάτων δὲ ποικίλων καὶ [ἀντ. α]
1190 χλανιδίων καὶ ξυστίδων καὶ
χρυσίων, ὅσ᾽ ἐστί μοι,
οὐ φθόνος ἔνεστί μοι πᾶσι παρέχειν φέρειν τοῖς
παισίν, ὁπόταν τε θυγάτηρ τινὶ κανηφορῇ.
πᾶσιν ὑμῖν λέγω λαμβάνειν τῶν ἐμῶν
1195 χρημάτων νῦν ἔνδοθεν, καὶ
μηδὲν οὕτως εὖ σεσημάν-
θαι τὸ μὴ οὐχὶ
τοὺς ῥύπους ἀνασπάσαι,
χἄττ᾽ ‹ἂν› ἔνδον ᾖ φορεῖν.
1200 ὄψεται δ᾽ οὐδὲν σκοπῶν, εἰ
μή τις ὑμῶν
ὀξύτερον ἐμοῦ βλέπει.

εἰ δέ τῳ μὴ σῖτος ὑμῶν [ἀντ. β]
ἐστι, βόσκει δ᾽ οἰκέτας καὶ
1205 σμικρὰ πολλὰ παιδία,
ἔστι παρ᾽ ἐμοῦ λαβεῖν πυρίδια λεπτὰ μέν, ὁ δ᾽
ἄρτος ἀπὸ χοίνικος ἰδεῖν μάλα νεανίας.
ὅστις οὖν βούλεται τῶν πενήτων ἴτω
εἰς ἐμοῦ σάκους ἔχων καὶ
1210 κωρύκους· ὡς λήψεται πυ-
ρούς. ὁ Μανῆς δ᾽
οὑμὸς αὐτοῖς ἐμβαλεῖ.
πρός γε μέντοι τὴν θύραν
προαγορεύω μὴ βαδίζειν
τὴν ἐμήν, ἀλλ᾽
1215 εὐλαβεῖσθαι τὴν κύνα.

***
ΗΜΙΧ. ΓΥΝ. Ολοκέντητα στρωσίδια, [αντ. 1]
1190 διάφανα πουκαμισάκια
και χρυσαφικά, ό,τι έχω,
σ᾽ ολουνούς θα τα μοιράσω να τα πάτε στα παιδιά σας,
στο κορίτσι του, όποιος έχει, για όταν θα κανηφορήσει.
Σας καλώ στο σπίτι ομάδι να μου αδειάστε τις κασέλες.
Ό,τι λαχταρά καθένας
όλα φόρα! Και κρυμμένο
τίποτα. Κι όπου σφραγίδες,
εύκολα τις σπα που θέλει
και σηκώνει ό,τι γουστάρει.
1200 Αν δε βλέπει όμως καλά,
σαν κι εμένα, τότε ο δόλιος
τίποτα δε θά βρει μέσα.

ΗΜΙΧ. ΓΥΝ. Που φαγώσιμα στερείται [αντ. 2]
κι έχει στόματα να θρέψει,
σκλάβους και μικρά παιδάκια,
λεύτερα μπορεί να πάρει φίνο αλεύρι· κι αν καρβέλια
προτιμά, έχω φρέσκα μέσα στο ντουλάπι μου κι ας πάρει.
Χάιντε όποιος φτωχός ας τρέξει να γεμίσει τα σακιά του
τα σακιά και τα δισάκια
1210 με καρβέλια, όσα κι αν θέλει.
Κι ο Μανής θα τους βοηθήσει
να φουσκώνουν τα τσουβάλια.
Σας ειδοποιώ μονάχα
μη ζυγώνετε πολύ
στην οξώπορτα, δαγκάνει
το μαντρόσκυλό μου μέσα.
(Χτυπώντας την πόρτα της Ακρόπολης)
Μωρ᾽ ανοίγε την πόρτ᾽, αργείς πολύ!

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΑΝΤΕΙΣ - ΣΙΒΥΛΛΑ

Αν βέβαια ήταν απλό να ειπή κανείς πως η μανία είναι κάτι κακό, τότε ο προηγούμενος λόγος θα ήταν καλά ειπωμένος· μα εδώ τα μεγαλύτερα καλά μας έρχονται από τη μανία, που μας χαρίζεται σαν ένα θείο δώρο. Γιατί και η προφήτισσα στους Δελφούς και οι ιέρειες στη Δωδώνη, όταν τις έπιασε η μανία, έκαμαν στην Ελλάδα πολλά και καλά και σε ανθρώπους και σε πόλεις, ενώ όταν ήτανε φρόνιμες έκαμαν λίγα ή και τίποτε. Κι αν βέβαια αρχίσωμε να λέμε και για τη Σίβυλλα και για τους άλλους, όσοι με τη μαντική τέχνη προφήτεψαν πολλά σε πολλούς και τους έκαμαν καλό στο μέλλον τους, θα μακραίναμε το λόγο μας λέγοντας πράγματα φανερά στον καθένα. (Πλ., Φαίδρος 244a)

Οὐχ ὁρᾷς .., ὅσην χάριν ἔχει τὰ Σαπφικὰ μέλη, κηλοῦντα καὶ καταθέλγοντα τοὺς ἀκροωμένους; Σίβυλλα δὲ μαινομένῳ στόματι καθ᾽ Ἡράκλειτον ἀγέλαστα καὶ ἀκαλλώπιστα καὶ ἀμύριστα φθεγγομένη χιλίων ἐτῶν ἐξικνεῖται τῇ φωνῇ διὰ τὸν θεόν. (Ηράκλειτος, Fr. 92.1-5)
 
[Δεν βλέπεις πόσο ευχάριστα είναι τα τραγούδια της Σαπφώς, που γοητεύουν και καταθέλγουν τους ακροατές; Ενώ η Σίβυλλα, με την ένθεη φωνή της, κατά τον Ηράκλειτο, αν και μιλάει αγέλαστα, ακαλλώπιστα και χωρίς αρώματα με τη φωνή της φθάνει χίλια χρόνια μακριά, χάρη στον θεό της.
 
Ορισμός, Χαρακτηριστικά
 
Σίβυλλα ονομαζόταν κάθε γυναίκα με μαντική ικανότητα που, σε κατάσταση έκστασης και κατειλημμένη από θεϊκό πνεύμα, προφήτευε μελλοντικά συμβάντα με τρόπο αυθόρμητο και όχι ύστερα από ερώτηση, όπως για παράδειγμα η Πυθία στους Δελφούς. Σίβυλλα οὐκ ἄνευ θεοῦ προεθέσπισεν, η Σίβυλλα προφήτευσε με τη θέληση του θεού, λέει ο Παυσανίας (7.8.8.6).
 
Τα αρχαιότερα ελληνικά κείμενα, που δεν φτάνουν πριν τον 6ο αι. π.Χ., κάνουν λόγο για μία και μοναδική Σίβυλλα (Ηράκλ., Fr. 92.3-5, Πλ., Φαίδρος 244a, Θεαγ. 124d9, Αριστοφ., Ειρήνη 1095, 1116, κ.ά.). Ο πρώτος που κάνει λόγο για «Σίβυλλες» στον πληθυντικό αριθμό είναι ο Αριστοτέλης (Πρβλ. 954a36).
 
Ο πολιτικός και συγγραφέας Μάρκος Τερέντιος Βάρρωνας (116 π.Χ.-27 μ.Χ.) θεώρησε τη λέξη Σίβυλλα σύνθετη και κράμα δωρικών και αιολικών τύπων, από το δωρικό σιός (= θεός) και τον αιολικό τύπο της λέξης βουλή (=θέληση), βόλλα. Σίβυλλα, λοιπόν, είναι εκείνη που αποκαλύπτει τη θέληση του θεού. Η ετυμολογία αυτή, πολύ βολική για το έργο και με το έργο που πρόσφεραν οι Σίβυλλες, επινοήθηκε στο τέλος του ελληνορωμαϊκού κόσμου και διασώζεται μόνο από τον χριστιανό συγγραφέα Λακτάντιο (4ος αι. μ.Χ.) από τη Β. Αφρική (Divinarum Institutionum 6). Νεότερες έρευνες αμφισβητούν την ετυμολογία αυτή.
 
Οι Σίβυλλες είχαν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά:
 
1. Γεννιόντουσαν με το προφητικό χάρισμα, και γι' αυτό θεωρούνταν υπάρξεις ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους.
2. Ζούσαν πολύ περισσότερο από τους ανθρώπους.
3. Οι Σίβυλλες παρέμεναν παρθένες, αναγκαία προϋπόθεση για την επαφή τους με το θείο.
4. Αντίστοιχα με τον θεό της μαντικής Απόλλωνα που κρατούσε λύρα, αυτές κρατούσαν τη σαμβύκη (είδος τριγωνικής λύρας).
5. Ενίοτε προφήτευαν στη φύση, είτε μέσα σε σπήλαια (Κυμαία Σιβυλλα) είτε πάνω σε μια πέτρα που την κουβαλούσαν μαζί τους (Ηροφίλη).
 
Σίβυλλα και Σίβυλλες

Οι μετά τον Αριστοτέλη πηγές αναφέρουν τρεις, τέσσερις ή και δέκα Σίβυλλες, συνολικά, δηλαδή, δώδεκα Σίβυλλες σε όλη την αρχαιότητα.
 
1. Πρώτη Σίβυλλα θεωρούνταν μια νέα με το όνομα αυτό, κόρη του Δάρδανου από την Τροία και της Νησώς, κόρης του Τεύκρου, φημισμένη για τις μαντικές της ικανότητες. Από αυτήν ονομάστηκαν Σίβυλλες όλες οι μάντισσες. Άλλες παραδόσεις θέλουν πρώτη Σίβυλα μια κόρη του Δία και της Λάμιας, κόρης του Ποσειδώνα, που ονομάστηκε Σίβυλλα από τους Λίβυες.
 
2. Δεύτερη Σίβυλλα ήταν η Ηροφίλη. Γεννήθηκε στη Μαρπησσό της Τρωάδας από μια Νύμφη και ένα βοσκό της Ίδης, τον Θεόδωρο. Δεύτερη ηλικιακά από τις Σίβυλλες προέβλεψε ότι η καταστροφή της Τροίας θα ερχόταν από γυναίκα της Σπάρτης. Επιπλέον, όταν οι μάντεις, κυρίως ο Αίσακος, γιος του Πρίαμου από άλλη γυναίκα, την Αρίσβη, προέβλεψαν ερμηνεύοντας όνειρο* της Εκάβης, πως το παιδί που θα γεννιόταν μια ορισμένη μέρα θα προκαλούσε την καταστροφή της Τροίας και ότι όφειλαν να σκοτώσουν μητέρα και παιδί, η Ηροφίλη, ιέρεια του Απόλλωνα, προέτρεψε να σκοτώσουν τον Πάρη που είχε γεννηθεί εκείνη την ημέρα πριν να νυχτώσει. Όμως ο Πρίαμος λυπήθηκε το παιδί του και στη θέση του σκότωσε τον Μούνιππο, που επίσης γεννήθηκε την καθορισμένη και προορισμένη ημέρα, γιο της Κίλλας από τον Θυμοίτη, αδελφό ή κουνιάδο του Πριάμου (Ευφορίων, απ. 55).
 
Σε ύμνο της Δήλου, που η ίδια συνέθεσε προς τιμή του Απόλλωνα, αποκαλούσε τον εαυτό της νόμιμη γυναίκα του θεού αλλά και κόρη του.
 
Η Ηροφίλη ταξίδεψε σε πολλά μέρη, την Κλάρο, τη Σάμο, όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της, τη Δήλο, τους Δελφούς, και προφήτευε κάθε φορά πάνω σε μια πέτρα που κουβαλούσε μαζί της. Πέθανε στην Τρωάδα και έδειχναν τον τάφο της στο δάσος του Σμινθίου Απόλλωνα. Όμως η πέτρα πάνω στην οποία προφήτευε βρισκόταν στους Δελφούς. (Ηράκλ., fr. 92· Παυσ. 10.12.1-3)**
 
3. Ἐκ δ᾽ Ἐρυθρῶν Σίβυλλά ἐστιν, ἔνθους καὶ μαντικὴ γυνὴ τῶν ἀρχαίων τις· κατ᾽ Ἀλέξανδρον δὲ ἄλλη ἦν τὸν αὐτὸν τρόπον μαντική, καλουμένη Ἀθηναΐς, ἐκ τῆς αὐτῆς πόλεως (Στρ. 14.1.34.1-4). Αυτή η Ερυθραία Σίβυλλα της Λυδίας, για την οποία μιλά ο Στράβων, ήταν η πιο διάσημη ελληνίδα Σίβυλλα. Κόρη νύμφης και ενός θνητού, του Θεόδωρου, γεννήθηκε σε σπηλιά του όρους Κώρυκος. Αμέσως μόλις γεννήθηκε, μεγάλωσε απότομα και άρχισε να προφητεύει έμμετρα. Οι γονείς της την αφιέρωσαν στον Απόλλωνα παρά τη θέλησή της, ενώ προφήτευσε και το τέλος της από ένα βέλος του θεού της. Έζησε εννέα ανθρώπινες ζωές από εκατόν δέκα χρόνια η καθεμιά.
 
4. Η Ερυθραία Σίβυλλα συγχέεται ενίοτε με την Κυμαία της Καμπανίας, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στους ρωμαϊκούς μύθους. Της αποδίδονται τα ονόματα Δημοφίλη, Αμάλθεια, Ηροφίλη. Προφήτευε μέσα σε σπήλαιο. Ο Απόλλωνας της επέτρεψε να ζήσει τόσα χρόνια όσα οι κόκκοι της άμμου που θα μπορούσε να συγκρατήσει στη χούφτα της, αρκεί να μην επέστρεφε στις Ερυθρές. Πέθανε όταν οι Ερυθραίοι της έστειλαν ένα γράμμα σφραγισμένο με πηλό της πατρίδας τους. Άλλες παραδόσεις θέλουν τη Σίβυλλα αυτή να ζητά από τον θεό της μακροζωΐα, λησμονώντας να ζητήσει και νεότητα. Ο Απόλλωνας της παραχώρησε αυτό το δικαίωμα με αντάλλαγμα την παρθενιά της, εκείνη όμως αρνήθηκε. Έτσι, καθώς γερνούσε και γινόταν όλο και πιο αδύναμη, όλο και πιο μικρόσωμη, έφτασε στο σημείο να μοιάζει με τζιτζίκι κρεμασμένο σε κλουβί όπως τα πουλιά στο ιερό του Κυμαίου Απόλλωνα. Όταν τα παιδιά τη ρωτούσαν τι θα ήθελε, εκείνη απαντούσε: «Θέλω να πεθάνω».
 
Αυτή η Σιβυλλα πήγε στη Ρώμη επί Ταρκύνιου του Υπερήφανου και έφερε εννέα συλλογές χρησμών, τις οποίες προθυμοποιήθηκε να πουλήσει στον βασιλιά. Εκείνος βρήκε υπερβολική την τιμή και η Σίβυλλα έκαψε την πρώτη τριάδα, στη συνέχεια και μια δεύτερη τριάδα ύστερα από δεύτερη άρνηση του Ταρκύνιου. Τελικά ο Ταρκύνιος αγόρασε την τελευταία τριάδα και την τοποθέτησε στο ιερό του Δία του Καπιτωλίου. Η Σίβυλλα τότε εξαφανίστηκε. Τα σιβυλλικά βιβλία άσκησαν επίδραση στη ρωμαϊκή θρησκεία στη διάρκεια της Δημοκρατίας και μέχρι την εποχή του Αυγούστου (πρώτες δεκαετίες του 1ου μ.Χ. αι.). Τα συμβουλεύονταν κυρίως σε δύσκολες, σε κρίσιμες καταστάσεις. Σε αυτά έβρισκαν θρησκευτικές εντολές (εισαγωγή νέας λατρείας, εξιλαστήριες θυσίες…), προκειμένου να αντιμετωπίσουν την απρόβλεπτη κατάσταση. Ειδικοί φύλαγαν και συμβουλεύονταν τα βιβλία.
 
Η Σίβυλλα της Κύμης συνόδευσε τον Αινεία στον Κάτω Κόσμο.
 
5. Η Φυτώ από τη Σάμο
 
6. Η Σάββη, εβραϊκής καταγωγής, κόρη του Βήρωσου ή Βυρωσσού και της Ερυμάνθης, ήταν Σίβυλλα στη Βαβυλώνα.
 
Σύμφωνα με τον Λακτάντιο, που όπως είπαμε μεταφέρει πληροφορίες από τον Βάρρωνα, οι Σίβυλλες ήταν δέκα. Η πρώτη ήταν από την Περσία, η δεύτερη από τη Λιβύη, η τρίτη από τους Δελφούς, η τέταρτη των Κιμμερίων στην Ιταλία, η πέμπτη από την Ερυθραία, η έκτη από τη Σάμο, η έβδομη, από την Κύμη της Καμπανίας, ονομαζόταν Αμάλθεια, Ηροφίλη ή Δημοφίλη· η όγδοη ήταν από τη Μαρπησσό της τρωικής επικράτειας στον Ελλήσποντο, η ένατη από τη Φρυγία· η δέκατη από το Τιβούρ (Τίβολι) στην επαρχία Λάτιο, ονομαζόταν Αλμπουνέα, λατρευόταν σαν θεά κοντά στις όχθες του ποταμού Anio< στο Λάτιο και λεγόταν ότι στην κοίτη του βρέθηκε άγαλμά της με βιβλίο στο χέρι.
 
Από την καταγωγή τους φαίνεται ότι οι σχετικές με τις παραδόσεις Σίβυλλες ξεκίνησαν από την Ανατολή. Με την πάροδο του χρόνου, και κάτω από την επίδραση πολιτικοθρησκευτικών παραγόντων και σκοπιμοτήτων, δημιουργήθηκε μια πλούσια συλλογή από σιβυλλικούς χρησμούς, των οποίων η επίδραση έφτασε μέχρι τον Μεσαίωνα αλλά και την Αναγέννηση, κάτι που αποτυπώνεται στις τοιχογραφίες του Μιχαήλ Αγγέλου στην Καπέλα Σιξτίνα στο Βατικανό - ζωγράφισε πέντε Σίβυλλες - και του Ραφαήλ στον ναό της Παναγίας της Ειρήνης στη Ρώμη - ζωγράφισε τέσσερις Σίβυλλες. Κυκλοφόρησαν στη διάρκεια της Αναγέννησης πλήθος συλλογών με Σίβυλλες, των οποίων ο αριθμός, ως συνήθως, ανέρχεται στις δώδεκα.
-------------------------
*Το όνειρο της Εκάβης
Όταν ήταν να γεννήσει το δεύτερο παιδί η Εκάβη, είδε στον ύπνο της ότι γέννησε ένα δαυλό αναμμένο που διαμοιραζόταν σε ολόκληρη την πόλη και την έκαιγε. Όταν ο Πρίαμος έμαθε από την Εκάβη το όνειρό της, κάλεσε τον γιο του Αίσακο· γιατί ήξερε να εξηγεί τα όνειρα, τέχνη που έμαθε από τον Μέροπα, παππού του, από την πλευρά της μάνας του. Αυτός είπε ότι το παιδί θα γινόταν η καταστροφή της πατρίδας του και τον συμβούλευσε να το αφήσει έκθετο. Και ο Πρίαμος, όταν γεννήθηκε το παιδί, το έδωσε σε έναν δούλο, που ονομαζόταν Αγέλαος, να το μεταφέρει στην Ίδη και να το αφήσει εκεί. (Απολλόδωρος 3.12)
 
**Ηροφίλη Σίβυλλα και Ηροφίλη Ερυθραία
[1] Υπάρχει πέτρα που εξέχει πάνω από τη γη. Πάνω σ’ η αυτή την πέτρα οι Δελφοί λένε ότι στεκόταν και έψαλλε τους χρησμούς της κάποια Ηροφίλη, με την επωνυμία Σίβυλλα. Την παλιά Σίβυλλα, που ήταν και η πιο μεγάλη απ’ όλες, οι Έλληνες έλεγαν ότι ήταν κόρη του Δία και της Λαμίας, της κόρης του Ποσειδώνα και ότι ήταν η πρώτη γυναίκα που έψαλλε χρησμούς, καθώς και ότι πήρε το όνομα Σίβυλλα από τους Λίβυες.
[2] Η Ηροφίλη, όμως, ήταν νεότερη απ΄ αυτή, έστω κι αν φαίνεται ότι έζησε πριν από τον Τρωικό πόλεμο και ότι έδωσε χρησμό για την Ελένη, ότι θα ανατραφεί στη Σπάρτη για τον όλεθρο της Ασίας και της Ευρώπης και ότι εξαιτίας της θα κυριευτεί το Ίλιο από τους Έλληνες. Οι Δήλιοι μνημονεύουν και ύμνο της γυναίκας αυτής προς τιμήν του Απόλλωνα. Στα έπη της αποκαλεί τον εαυτό της όχι μόνο Ηροφίλη, αλλά και Άρτεμη. Και λέει ότι ήταν σύζυγος του Απόλλωνα, άλλοτε αδελφή και αλλού λέει ότι είναι κόρη του.
[3] Αυτά τα έγραψε ενώ βρισκόταν σε κατάσταση μανίας και την κατείχε ο θεός. Σε άλλο μέρος των χρησμών της είπε ότι ήταν κόρη αθάνατης μητέρας, μιας από τις νύμφες της Ίδης, και θνητού πατέρα· έτσι λένε οι στίχοι:
Γεννήθηκα μισή θνητή και μισή θεά, από αθάνατη
νύμφη και από πατέρα σιτοφάγο. Από τη μητέρα είμαι
από την Ίδη και πατρική μου χώρα είναι η ερυθρή
Μάρπησσος, μητρὸς ἱερή, ποταμός <τ᾽> Ἀιδωνεύς.
Μάρπησσος, ιερή της μητέρας, και ο ποταμός Αϊδωνέας.
[5] Αυτοί που κατοικούν στην Αλεξάνδρεια λένε ότι η Ηροφίλη ήταν φύλακας του ναού του Σμινθέα Απόλλωνα. Εκεί με αφορμή το όνειρο της Εκάβης είχε προφητέψει όσα γνωρίζουμε πως πραγματοποιήθηκαν. Η Σίβυλλα αυτή έζησε τον περισσότερο χρόνο της ζωής της στη Σάμο, αλλά έφτασε στην Κλάρο των Κολοφωνίων, στη Δήλο και στους Δελφούς. Κάθε φορά που ερχόταν στους Δελφούς, στεκόταν πάνω σ’ αυτό τον βράχο και έψαλλε.
[6] Πέθανε στην Τρωάδα και το μνήμα της είναι στο άλσος του Σμινθέα.Το ελεγείο πάνω στη στήλη είναι το εξής:
Είμαι η Σίβυλλα, αλάνθαστη προφήτισσα του Φοίβου,
θαμμένη κάτω από τον πέτρινο τάφο παρθένα,
που πριν είχα φωνή και τώρα για πάντα άφωνη,
αφού η φοβερή μοίρα μ’ έριξε σ’ αυτά τα δεσμά.
Είμαι όμως θαμμένη κοντά στις Νύμφες και στον Ερμή,
έχοντας μέρος της παλιάς κυριαρχίας μου και
στον κάτω κόσμο.
[7] Οι Ερυθραίοι –γιατί αυτοί φιλονικούν περισσότερο απ’ όλους τους Έλληνες για την Ηροφίλη– δείχνουν το βουνό που λέγεται Κώρυκο και στο βουνό σπήλαιο, όπου λένε ότι γεννήθηκε η Ηροφίλη και ότι είναι κόρη του ντόπιου βοσκού Θεοδώρου και μιας νύμφης· η νύμφη είχε την επωνυμία Ιδαία, όχι για άλλο λόγο, αλλά επειδή τότε έλεγαν τις περιοχές με τα πολλά δέντρα «ίδες». Τον στίχο που αναφέρεται στη Μάρπησσο και στον ποταμό Αΐδωνέα οι Ερυθραίοι τον αφαιρούν από τους χρησμούς. (Παυσ. 10.12.1-7)

Να καλωσορίζεις κάθε «τέλος» που έρχεται στη ζωή σου

Οτιδήποτε τελειώνει στη ζωή μας, μας κάνει να αισθανόμαστε εξαιρετικά άβολα. Ένα όμορφο ταξίδι, μια σχέση, μια δουλειά.

Μας έχουν λανθασμένα μάθει να εκλαμβάνουμε κάθε τέλος σαν ένα μικρό θάνατο και να μην το αποδεχόμαστε. Γι αυτό το λόγο σε πολλές γλώσσες του κόσμου, για αποχαιρετισμό, αντί για τη λέξη αντίο, χρησιμοποιούμε τη φράση «εις το επανιδείν». Προσπαθούμε να διατηρήσουμε την ψευδαίσθηση ότι τίποτα δεν τελειώνει. Η φύση όμως μας διδάσκει ότι οι εξωτερικές μορφές, αργά ή γρήγορα, καταρρέουν.

Όταν οποιαδήποτε εμπειρία μας, φτάνει στο τέλος, μια ερωτική σχέση, οι καλοκαιρινές διακοπές, το παιδί που φεύγει από το σπίτι για να σπουδάσει, η απόλυση ή η συνταξιοδότηση από την εργασία, ζούμε ένα μικρό θάνατο.

Η «μορφή» που αναδύθηκε ως η συγκεκριμένη εμπειρία μέσα από τη συνειδητότητά μας με την οποία ταυτιστήκαμε, διαλύεται. Η διάλυση αυτή συχνά αφήνει πίσω της ένα αίσθημα κενότητας, το οποίο οι περισσότεροι άνθρωποι προσπαθούν μάταια να μην το νιώσουν, να μην το αντιμετωπίσουν, να το αποφύγουν. Η ταύτισή μας με αυτή τη μορφή ενισχύει την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας, ενισχύει το «εγώ» μας.

Αν μπορέσεις να μάθεις να αποδέχεσαι ή ακόμη περισσότερο να καλωσορίζεις κάθε «τέλος» που έρχεται στη ζωή σου, τότε μπορεί να εντυπωσιαστείς παρακολουθώντας το αίσθημα της κενότητας να μετασχηματίζεται σε μια αίσθηση εσωτερικής γαλήνης και ηρεμίας.

Μαθαίνοντας να πεθαίνεις καθημερινά με αυτό τον τρόπο, ανοίγεσαι στην Αληθινή Ζωή και αναγνωρίζεις δειλά-δειλά το Άμορφο και Αμετάβλητο που κρύβεται πίσω από την προσωρινότητα και την ψευδαίσθηση των πάσης φύσεως μορφών.

Δεν προέκυψαν νέα στοιχεία για τις κοσμικές ανωμαλίες σύμφωνα με τα τελευταία ευρήματα το δορυφόρου Planck της ESA

Ο δορυφόρος Planck της ESA δεν βρήκε νέα στοιχεία για τις αινιγματικές κοσμικές ανωμαλίες που εμφανίζονται στο χάρτη θερμοκρασιών του σύμπαντος. Η τελευταία μελέτη δεν αποκλείει τη δυνητική συσχέτιση των ανωμαλιών, όμως σημαίνουν ότι οι αστρονόμοι πρέπει να εργαστούν ακόμη πιο σκληρά για να κατανοήσουν την προέλευση αυτών των αινιγματικών χαρακτηριστικών. Τα νεότερα αποτελέσματα του Planck προέρχονται από μια ανάλυση της πόλωσης της Κοσμικής Μικροκυματικής Ακτινοβολίας Υποβάθρου (CMB) – το πιο αρχαίο φως στην κοσμική ιστορία, που απελευθερώθηκε όταν το σύμπαν ήταν ηλικίας μόνο 380000 ετών.

Η αρχική ανάλυση του δορυφόρου, η οποία δημοσιοποιήθηκε το 2013, εστιάστηκε στη θερμοκρασία αυτής της ακτινοβολίας σε όλη της ουράνια σφαίρα. Αυτό επιτρέπει στους αστρονόμους να ερευνήσουν την προέλευση και την εξέλιξη του Κόσμου. Ενώ κυρίως επιβεβαιώθηκε η τυπική εικόνα για το πώς εξελίχθηκε το σύμπαν μας, ο πρώτος χάρτης του Planck αποκάλυψε επίσης έναν αριθμό ανωμαλιών που είναι δύσκολο να εξηγηθούν μέσα στο πλαίσιο του καθιερωμένου μοντέλου της κοσμολογίας.

Οι ανωμαλίες είναι αδύναμα χαρακτηριστικά στον ουρανό που εμφανίζονται σε μεγάλες γωνιακές κλίμακες. Δεν είναι σίγουρα ατέλεια που παράγεται από τη συμπεριφορά του δορυφόρου ή την επεξεργασία των δεδομένων, όμως είναι αρκετά αδύναμα που θα μπορούσε να είναι στατιστικές τυχαιότητες – διακυμάνσεις που είναι σπάνιες αλλά δεν αποκλείονται τελείως από το καθιερωμένο μοντέλο. Εναλλακτικά, οι ανωμαλίες μπορεί να είναι ένα σημάδι μιας «νέας φυσικής», όρος που χρησιμοποιείται για μη αναγνωρίσιμες από εμάς φυσικές διεργασίες που θα επέκτειναν τους γνωστούς νόμους της φυσικής.

Για να διερευνήσουν περαιτέρω την φύση των ανωμαλιών, η ομάδα του Planck «κοίταξε» την πόλωση της CMB, η οποία αποκαλύφθηκε μετά από μια επίπονη ανάλυση των δεδομένων πολλαπλής συχνότητας που σχεδιάστηκε για να εξαλείψει πηγές πρώτου πλάνου μικροκυματικής εκπομπής, συμπεριλαμβανομένων αερίων και σκόνης στον ίδιο τον Γαλαξία μας. Το σήμα αυτό είναι η καλύτερη μέτρηση μέχρι σήμερα της έτσι αποκαλούμενης E-modes πόλωσης της CMB και χρονολογείται από την περίοδο όταν τα πρώτα άτομα διαμορφώθηκαν στο σύμπαν και η CMB απελευθερώθηκε. Παράγεται από τον τρόπο που το φως σκεδάστηκε στα σωμάτια των ηλεκτρονίων, λίγο πριν τα ηλεκτρόνια συσσωρευτούν στα άτομα υδρογόνου.

Η πόλωση παρέχει μια ανεξάρτητη σχεδόν οπτική της CMB, έτσι αν οι ανωμαλίες υπήρχαν επίσης για να εμφανιστούν εκεί, αυτό θα αύξανε την εμπιστοσύνη των αστρονόμων στο ότι θα μπορούσαν να προκαλούνται από μια νέα φυσική μάλλον παρά από την ύπαρξη στατιστικής συγκυρίας. Ενώ ο Planck δεν σχεδιάστηκε αρχικά για να εστιάσει στην πόλωση, οι παρατηρήσεις του χρησιμοποιήθηκαν για να δημιουργηθούν οι πιο ακριβείς μέχρι σήμερα χάρτες πόλωσης της CMB, του όλου ουρανού. Αυτοί δημοσιεύθηκαν το 2018, βελτιώνοντας πάρα πολύ την ποιότητα των πρώτων χαρτών πόλωσης του Planck, που δημοσιεύθηκαν το 2015.

Όταν η ομάδα του Planck κοίταξε αυτά τα δεδομένα, δεν είδε προφανή σήματα των ανωμαλιών. Το καλύτερο, η ανάλυση, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο Astronomy and Astrophysics, αποκάλυψε μερικά αδύναμα στοιχεία ότι ορισμένες από τις ανωμαλίες μπορεί να είναι παρούσες. «Οι μετρήσεις πόλωσης του Planck είναι φανταστικές», λέει ο επιστήμονας της ESA στο πρόγραμμα Planck, Jan Tauber. «Ακόμη παρά τα μεγάλα δεδομένα που έχουμε, δεν βλέπουμε κανένα σημαντικό ίχνος των ανωμαλιών».

Εκ πρώτης όψεως, αυτό φαίνεται να καθιστά τις ανωμαλίες πιο πιθανά να είναι στατιστική συγκυρία, όμως στην πραγματικότητα δεν αποκλείει τη νέα φυσική επειδή η φύση μπορεί να είναι πιο περίπλοκη από ότι φανταζόμαστε. Μέχρι στιγμή, δεν υπάρχει πειστική υπόθεση για το τι είδους νέα φυσική θα μπορούσε να προκαλεί τις ανωμαλίες. Έτσι, θα μπορούσε να είναι ότι το υπεύθυνο φαινόμενο επηρεάζει μόνο τη θερμοκρασία της CMB, αλλά όχι την πόλωση. Από αυτή την οπτική, ενώ η νέα ανάλυση δεν επιβεβαιώνει ότι λαμβάνει χώρα νέα φυσική, λαμβάνουν χώρα σημαντικοί περιορισμοί σε αυτήν.

Η πιο σοβαρή ανωμαλία που εμφανίζεται στο χάρτη θερμοκρασίας της CMB είναι ένα έλλειμμα στο σήμα που παρατηρήθηκε σε μεγάλες γωνιακές κλίμακες στον ουρανό, περίπου πέντε βαθμοί – ως σύγκριση, η πανσέληνος αγγίζει περίπου το μισό βαθμό. Σε αυτές τις μεγάλες κλίμακες, οι μετρήσεις του Planck είναι 10% πιο αδύναμες από ότι θα προέβλεπε το καθιερωμένο μοντέλο της κοσμολογίας. Το πρόγραμμα Planck επιβεβαίωσε επίσης, με υψηλή στατιστική εμπιστοσύνη, άλλα ανώμαλα γνωρίσματα το οποία είχαν υπονοηθεί στις προηγούμενες παρατηρήσεις της θερμοκρασίας της CMB, όπως μια σημαντική απόκλιση του σήματος όπως παρατηρήθηκε στα δυο αντίθετα ημισφαίρια του ουρανού, και μια αποκαλούμενη «ψυχρή κηλίδα» – μια ευρεία, χαμηλής θερμοκρασίας κηλίδα με ένα ασυνήθιστης κατακρήμνισης θερμοκρασιακό προφίλ.

Δυστυχώς, τα νέα δεδομένα δεν πάνε παραπέρα τη συζήτηση, καθώς τα τελευταία αποτελέσματα ούτε επιβεβαιώνουν ούτε αμφισβητούν τη φύση των ανωμαλιών. «Έχουμε ορισμένες ενδείξεις ότι, στους χάρτες πόλωσης, θα μπορούσε να υπάρχει μια ασυμμετρία ισχύος παρόμοια με αυτή που παρατηρήθηκε στους χάρτες θερμοκρασίας, αν και παραμένει στατιστικά μη πειστική», αναφέρει ο Enrique Martínez González, ένας από τους συγγραφείς που υπογράφουν τη μελέτη.

Ενώ θα υπάρξει περαιτέρω ανάλυση των αποτελεσμάτων που έγιναν από τον Planck, είναι απίθανο ότι θα αποδώσουν νέα σημαντικά αποτελέσματα σε αυτό το αντικείμενο. Η προφανής πορεία προς μια πρόοδο είναι μια ειδική αποστολή, σχεδιασμένη ειδικά και με βελτιστοποιημένη μελέτη, για να μελετήσει την πόλωση της CMB. Όμως αυτό θα μπορεί να γίνει τουλάχιστον στα 10 με 15 επόμενα χρόνια. Σύμφωνα με συντελεστές της έρευνας, ο Planck μας έχει δώσει τα καλύτερα δεδομένα που θα έχουμε για τουλάχιστον μια δεκαετία. Εν τω μεταξύ, το μυστήριο των ανωμαλιών συνεχίζει να υπάρχει.

Εντοπίσθηκε μια τεράστια μυστηριώδης μεταλλική μάζα κάτω από τη σκοτεινή πλευρά της Σελήνης

Κάτι πολύ παράξενο και πολύ πυκνό κρύβεται στα έγκατα της Σελήνης. Μια μυστηριώδης -πιθανότατα μεταλλική- ανώμαλη μάζα τεραστίων διαστάσεων εντοπίσθηκε κάτω από την επιφάνεια της "σκοτεινής" (μόνιμα αόρατης από τη Γη) πλευράς του φεγγαριού. Βρίσκεται κάτω από τον μεγαλύτερο κρατήρα πρόσκρουσης του ηλιακού μας συστήματος, τη σεληνιακή λεκάνη Νοτίου Πόλου-'Αιτκεν, διαμέτρου περίπου 2.000 χιλιομέτρων.

Πιθανώς η ανεξήγητη μάζα αποτελεί απομεινάρι από...

ουράνιο σώμα, ίσως κάποιον μεγάλο μεταλλικό αστεροειδή, που κάποτε συγκρούστηκε κατακλυσμικά με τη Σελήνη και δημιούργησε τον κρατήρα 'Αιτκεν πριν περίπου τέσσερα δισεκατομμύρια χρόνια. Ένα μέρος του αστεροειδούς πιθανώς βρίσκεται ενσωματωμένο ακόμη στον μανδύα του φεγγαριού (το ενδιάμεσο στρώμα μεταξύ φλοιού και πυρήνα).

Μπορεί όμως να πρόκειται και για κάτι άλλο, σύμφωνα με τους επιστήμονες που έκαναν την ανακάλυψη και δεν ξέρουν ακόμη ούτε για τι υλικό ακριβώς πρόκειται, ούτε από πού προέρχεται. Μια εναλλακτική εξήγηση είναι ότι η μάζα δημιουργήθηκε μέσα στην ίδια τη Σελήνη, από τη συσσώρευση και συμπύκνωση πυκνών αερίων.

"Φανταστείτε ένα όγκο μετάλλου πέντε φορές μεγαλύτερο από το μεγάλο νησί της Χαβάης και θαμμένο κάτω από το έδαφος. Αυτή χονδρικά είναι η τελείως απρόσμενη μάζα που ανιχνεύσαμε", δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής Πίτερ Τζέιμς, επίκουρος καθηγητής πλανητικής γεωφυσικής του Κολλεγίου Μπέιλορ του Τέξας, που έκανε τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό γεωφυσικής "Geophysical Research Letters", σύμφωνα με τη βρετανική "Ιντιπέντεντ" και το Space.com.

Η υπόγεια μάζα, που φθάνει σε βάθος 300 χιλιομέτρων, έγινε αντιληπτή από την ανάλυση των στοιχείων της αποστολής GRAIL και του σεληνιακού δορυφόρου LRO της NASA.

Julius Evola: Η διδασκαλία των Αρίων

Η «γνώση» παράγει «απόσπαση»
 
O Julius Evola [Ιούλιος Έβολα] υπήρξε ακέραιος στοχαστής και φιλόσοφος μιας πνευματικής παρακαταθήκης και ενός ηρωικού τρόπου ζωής στα πρότυπα των αρχαίων ευγενών πολεμιστών. Μιας ασκητικής διδασκαλίας, διαχωρισμένης με τον πλέον αυτάρκη τρόπο, από το μη – αυθύπαρκτο και αδρανές υλιστικό πνεύμα της σύγχρονης μαζικοποίησης, στρεφόμενης καθαρά προς ένα υπερβατικό κέντρο έξω και πέρα από την αιτιότητα και την αναγκαιότητα της εξαρτημένης δημιουργίας και καταστροφής. Το πνεύμα ενός Ολύμπιου, αξονικού νου ο οποίος ατάραχος και γαλήνιος φωτίζει σαν ήλιος τις πλάνες και τις ψευδαισθήσεις των απέραντων δημιουργιών και του κύκλου της ζωής.
 
Σ’ αυτήν την καθοδική πορεία του ανθρώπινου πολιτισμού, την οποία ο Έβολα παρομοίωσε με την σκοτεινή εποχή της Ινδουιστικής Κάλι Γιούνγκα, το σιδηρούν γένος του Ησίοδου, αλλά και ως το Λυκόφως των Θεών, παρέθεσε ένα πλήθος «υπερβατικών σημείων αναφοράς» προτείνοντας στην ουσία τόσο το δρόμο της ατομικής δράσης, όσο και τον δρόμο του «Γνώθι σ’ Αυτόν».
 
Σκοπός του ήταν η αφύπνιση και η απελευθέρωση της ενεργητικής αρχής του ανθρώπου και το άλμα αυτού προς το εσωτερικό του κέντρο, το ενστικτώδες. Στον πυρήνα του οποίου βρίσκεται το πρόβλημα του “απαραβίαστου της ύπαρξης”, το Είναι, η Ψυχή, πρόσωπο με πρόσωπο με το αδηφάγο κι ακόρεστο Γίγνεσθαι που μας περιβάλλει.
 
«Ο καθένας είναι άρχοντας του εαυτού του, δεν υπάρχει κανένας άλλος άρχοντας και με το να κυριεύσεις τον εαυτό σου θα έχεις έναν αφέντη όμοια του οποίου είναι δύσκολο να βρεις»
Ο βρυχηθμός του λιονταριού
 
«Αν, από τη μια μεριά, αυτός ο πολιτισμός θερίζει περισσότερα θύματα από κάθε άλλο γνωστό παγανιστικό είδωλο, από την άλλη μεριά, η φύση του είναι τέτοια που μέσα σ’ αυτόν, ακόμα και ο ηρωισμός, η θυσία και ο αγώνας, επιδεικνύουν σχεδόν χωρίς εξαίρεση, έναν σκοτεινό “στοιχειώδη” και απλά γήινο χαρακτήρα, ακριβώς εξαιτίας της ελλείψεως κάποιου ανώτερου, υπερβατικού στοιχείου αναφοράς»
 
Οι τεχνικές της πνευματικής πραγμάτωσης που παραθέτει στα βιβλία του μπορούν να θεωρηθούν ως απόπειρες, άλλες φορές σε εξωτερικό και άλλες φορές σε εσωτερικό επίπεδο, να προάγει μια αλλαγή στη νοοτροπία του Ιταλού, τον οποίο σκιαγραφεί στερεότυπα σαν τον τύπο που παίζει μαντολίνο, τρώει μακαρόνια και είναι όλο πίτσα, μαφία-πολιτική και εκκλησία. Αντίστοιχες περιγραφές μπορούν να γίνουν αυθόρμητα για τον σύγχρονο Έλληνα αστό, υποταγμένο στις προδιαθέσεις του για άρτο και θεάματα, με την συνοδεία εκκλησιαστικών ύμνων και λαϊκών ασμάτων.
 
«Άπαξ και η απόσπαση ερμηνευτεί κυρίως με αυτή την εσωτερική αίσθηση, φαίνεται ίσως ευκολότερο να επιτευχθεί σήμερα σε κάποιο πιο φυσιολογικό και παραδοσιακό πολιτισμό. Αυτός που είναι ακόμα ένα “Άριο” πνεύμα σε μια μεγάλη Ευρωπαϊκή ή Αμερικάνικη πόλη, με τους ουρανοξύστες και την άσφαλτο, με τα πολιτικά και τα σπορ, με τα πλήθη που χορεύουν και κραυγάζουν, με του υποστηρικτές της κοσμικής κουλτούρας και της άψυχης επιστήμης και ούτω καθεξής – ανάμεσα σε όλα αυτά μπορεί να νιώσει τον εαυτό του πιο μόνο, αποσπασμένο και περιπλανώμενο από ότι θα ήταν στην εποχή του Βούδα σε συνθήκες φυσικής απομόνωσης και πραγματικής περιπλάνησης.
 
Η μεγαλύτερη δυσκολία, από αυτή την άποψη, βρίσκεται στο να δώσει κανείς, σε αυτή την αίσθηση της εσωτερικής απομόνωσης, που σήμερα μπορεί να συμβαίνει σε πολλούς σχεδόν αυθόρμητα, ένα θετικά γεμάτο, απλό και διάφανο χαρακτήρα, με εξάλειψη κάθε ίχνους κενότητας, μελαγχολίας, διχόνοιας ή άγχους. Η απομόνωση και η μοναξιά δεν θα πρέπει να είναι βάρος, δυστυχία, κάτι το οποίο κάποιος πάσχει, το οποίο γεννιέται άθελα, ακούσια, ούτε ένα είδος καταφυγίου ή ασύλου που μεταφέρεσαι με τη βία ή κάτω από περιστάσεις, αλλά απεναντίας, μια φυσική, απλή και ελεύθερη ψυχική διάθεση. Σε ένα κείμενο διαβάζουμε: «Η μοναξιά αποκαλείται σοφία, αυτός ο οποίος είναι μόνος θα ανακαλύψει ότι είναι χαρούμενος»
 
Κατεξοχήν νεοπλατωνικός φιλόσοφος, πολέμιος του χριστιανικού πνεύματος αλλά και των σύγχρονων κοινωνικοπολιτικών επαναστάσεων που οδήγησαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην αστικοποίηση και ισοπέδωση της ιδιαίτερης ατομικής αρχής του ανθρώπου, ο σύγχρονος αυτός Ηράκλειτος, ακολούθησε μια γραμμή ελεύθερη προκαταλήψεων από φιλοσοφικές, πολιτικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις.
 
Ως προς αυτές, ενστερνίστηκε την άποψη του Νίτσε, ότι οι πεποιθήσεις είναι οι εχθροί της αλήθειας, χειρότεροι από τα ψεύδη, διότι οποιοδήποτε ψεύδος, με όση τέχνη και να υφανθεί, πάντα έχει σαν εχθρό την κριτική ανάλυση, την ικανότητα για Δ Ι Α Κ Ρ Ι Σ Η.
 
Η οξύτατη και ψυχρή αναλυτική ικανότητά του θεωρεί και ξεπερνά πολιτικοκοινωνικά συστήματα, όπως θρησκευτικό-μοναρχικά, πρωτόγονα και ανιμιστικά, πεφωτισμένα και φεουδαρχικά, αστικό – εμπορικά και επιλεκτικά, κολλεκτιβιστικά και καπιταλιστικά. Απολύτως η θεωρητική του ανάλυση ίσταται υπεράνω του καλού και του κακού και στέκεται σαν πρόταση για άμεση δράση και εξέγερση ενάντια στο σύγχρονο κατεστημένο, ανεξάρτητα από πολιτικές πεποιθήσεις, δόγματα και δοξασίες.
 
«Ένα γήινο τελλουρικό πνεύμα μπορεί να θεωρήσει εντελώς φυσιολογικό ένα σκοτεινό αυτοπροσδιορισμό με τη δημιουργία και τις στοιχειώδεις δυνάμεις της, σε τέτοια έκταση που ούτε καν αντιλαμβάνεται την τραγική της άποψη – όπως συμβαίνει κάποιες φορές μεταξύ των Νέγρων, των άγριων, πρωτόγονων και απολίτιστων λαών, ακόμα και μεταξύ συγκεκριμένων Σλάβων. Ένα «Διονυσιακό» πνεύμα μπορεί να θεωρήσει την καθολική παροδικότητα, μικρής σημασίας, αντιπαραθέτοντας σε αυτή το carpediem (το άδραγμα της μέρας), τη χαρά της στιγμής, τον ενθουσιασμό ενός διεφθαρμένου όντος που απολαμβάνει από στιγμή σε στιγμή διεφθαρμένα πράγματα, μια χαρά όλο και πιο έντονη μέσα σε αυτά.
 
Ένα «σεληνιακό» πνεύμα, θρησκευτικά προδιαθετημένο, μπορεί με τη σειρά του να δει στο απροσδόκητο της ζωής μια εξιλέωση ή μια εξέταση, στην αντιμετώπιση της οποίας οφείλει να συμπεριφερθεί με μετριοφροσύνη και μοιρολατρία, έχοντας πίστη στην αδιαπέραστη και ανεξιχνίαστη θεία θέληση, διατηρώντας την αίσθηση του »πλάσματος» που δημιουργήθηκε απ” το τίποτα. Από άλλους πάλι ο θάνατος μας, θεωρείται ένα απόλυτα φυσικό και τελικό φαινόμενο, η σκέψη του οποίου δεν θα έπρεπε ούτε για μια στιγμή να αναστατώσει μια ζωή προσανατολισμένη προς γήινες φιλοδοξίες. Τέλος ένα «Φαουστιανό», «τιτανικό» ή Νιτσεϊκό πνεύμα μπορεί να πιστεύει και να διακηρύσσει έναν «τραγικό ηρωισμό», να επιθυμεί δημιουργία κι ακόμα να επιθυμεί την «αιώνια επιστροφή». Και ούτω καθεξής.
 
Από τα παραπάνω παραδείγματα φαίνεται εύκολα ότι η Γνώση παράγει Απόσπαση, μονάχα στη περίπτωση μιας ιδιαίτερης φυλής ενός πνεύματος, εκείνη την οποία με μια ιδιαίτερη ευθυκρισία έχουμε αποκαλέσει ΗΡΩΙΚΗ. Μονάχα σε εκείνους τους οποίους αυτή η φυλή επιβιώνει και οι οποίοι το επιθυμούν, είναι δυνατόν το θέαμα του καθολικού απροσδόκητου να γίνει η αρχή της αφυπνίσεως, να καθορίσει την επιλογή των κλίσεων, να προκαλέσει και να διεγείρει την αντίδραση που ακολουθείται από το «Όχι, δεν θέλω άλλο από αυτό», όπως και από το «Αυτό δεν ανήκει σε μένα, δεν είμαι αυτό, αυτό δεν είναι ο εαυτός μου» επεκταμένα σε όλες τις καταστάσεις της σαμσαρικής ύπαρξης.
 
Η εργασία τότε έχει μία και μοναδική δικαιολογία – δικαίωση: πρέπει να γίνει, δηλαδή, για το ευγενές και ηρωικό πνεύμα δεν υπάρχει εναλλακτική επιλογή. «Εκείνο το οποίο είναι να γίνει έχει γίνει» – αυτή είναι η καθολική επαναλαμβανόμενη φράση που αναφέρεται στους Αρίους οι οποίοι έχουν καταστρέψει την άγνοια και έχουν επιτύχει την αφύπνιση»
 
«Η διδασκαλία των Αρίων αποκαλείται πέραν της φαντασίας και είναι ανεπίδεκτη αφομοίωσης από κάθε διαδικασία συλλογισμού. Εκείνο το οποίο δεν μπορεί να κατανοηθεί με την λογική. Αντίθετα παρουσιάζεται ως μια »αφύπνιση». Κάποιος μπορεί να δει με μιας, την αντιστοιχία ανάμεσα σε αυτή τη μέθοδο και τις απόψεις του Πλάτωνα περί αναμνήσεως, αναπόλησης ή αναθύμισης, υπερνικώντας την κατάσταση της λήθης. Στην διδασκαλία της αφυπνίσεως, ο Έβολα παρουσίασε τον αρχέγονο ασκητικό Βουδισμό με ένα αριστοκρατικό χαρακτήρα, ο οποίος ορίζει μέσα στον άνθρωπο ένα ουσιαστικό πυρήνα μεταφυσικό και προκαταρκτικό.
 
«Ο βρυχηθμός του λιονταριού» είναι ο προσδιορισμός του πρίγκιπα Σιντάρτα – του Βούδα. Αυτός που ανήκει στην κάστα των πολεμιστών, ένας ασκητικός πολεμιστής ο οποίος άνοιγε ένα μονοπάτι μόνος του με την δικιά του δύναμη. Σε αντίθεση με την ερμηνεία που δόθηκε απ’ τους θρησκευτικούς αντιπροσώπους του βουδισμού, «σαν απλός ηθικός κώδικας βασισμένος στην ευσπλαχνία, τον ανθρωπισμό και έχοντας αποδράσει απ’ τη ζωή επειδή αυτή είναι «δεινοπάθημα» η οποία θεωρήθηκε εξωγενής, βέβηλη και επιφανειακή.
 
Η πρωταρχική σημασία του όρου άσκηση – από το ασκέω, »να εκγυμνάζομαι» – ήταν απλά εκγύμναση και κατά τη Ρωμαϊκή έννοια πειθαρχία. Ο αντίστοιχος Ινδο – Άριος όρος είναι tapas και έχει μια αντίστοιχη σημασία, με εξαίρεση το ότι, η ρίζα tap, που σημαίνει «είμαι καυτός» ή «λάμπω» περιέχει επίσης την ιδέα μιας έντονης και σφοδρής συγκέντρωσης λάμψης, σαν από φωτιά.
 
Με την ανάπτυξη του δυτικού πολιτισμού, ωστόσο, ο όρος άσκηση έχει πάρει μια ιδιαίτερη σημασία που διαφέρει απ την αρχική. Όχι μόνο υποθέτει μια αποκλειστικά θρησκευτική σημασία, αλλά απ’ το γενικό ύφος της πίστης και του θρησκευτικού δόγματος που έχει έρθει να κυριαρχήσει ανάμεσα στον δυτικό κόσμο, ο ασκητισμός είναι άρρηκτα δεμένος με ιδέες που έχουν να κάνουν με νέκρωση και ταπείνωση της σάρκας, καθώς και με επίπονη, οδυνηρή απάρνηση του κόσμου: έχει έτσι φτάσει να αντιπροσωπεύει τη μέθοδο με την οποία αυτή η πίστη συνήθως συνηγορεί και υποστηρίζεται σαν την πλέον κατάλληλη για την απόκτηση »σωτηρίας» και την συμφιλίωση του ανθρώπου με τον δημιουργό του, παραφορτωμένος πάντα με πρωταρχικές αμαρτίες.
 
«To μίσος του πρωταρχικού χριστιανισμού για κάθε μορφή γονιμοποιού πνευματικότητας, το στιγματίζειν του σαν παραφροσύνη και αμάρτημα υπερηφάνειας όλων αυτών των πραγμάτων που μπορούν να βοηθήσουν σε μια ενεργή υπέρβαση της ανθρώπινης κατάστασης, εκφράζουν με τρόπο καθαρό την μη κατανόηση για το ηρωικό σύμβολο.
 
Το δυναμικό που η νέα πίστη γνώρισε να παράγει μεταξύ αυτών που αισθάνονταν το ζωντανό μυστήριο του χριστού, του σωτήρα και απ αυτό ήλξαν την δύναμη για μια φρενίτιδα του μαρτυρίου, δεν εμποδίζει το ότι η έλευση του χριστιανισμού σημαίνει μια πτώση. Με αυτό το δυναμικό συνολικά, πραγματοποιήθηκε μια ειδική μορφή εκείνου του ευνουχισμού που ανήκει στους κύκλους σεληνιακού-ιερατικού τύπου.
 
Η παρούσα κρίση των δυτικών θρησκειών βασισμένες στην πίστη, είναι γνωστή σε όλους και δεν χρειάζεται να επισημάνουμε τον ολοκληρωτικά κοσμικό, υλιστικό και σαμσαρικό χαρακτήρα της νοοτροπίας η οποία δεσπόζει στους σύγχρονους καιρούς μας. Έχουμε την δικαιοδοσία να ρωτήσουμε τους εαυτούς μας, κάτω από αυτές τις συνθήκες, ποιο σύστημα, βασισμένο αυστηρά στη γνώση, ελεύθερο από στοιχεία τόσο πίστεως όσο και νοησιαρχίας, όχι δεμένο με μια τοπικά οργανωμένη παράδοση, αλλά στην πραγματικότητα κατευθυνόμενο προς το ενστικτώδες, θα μπορούσε να προσφέρει. Είναι προφανές ότι αυτό το μονοπάτι ταιριάζει μόνο σε μια πολύ μικρή μειονότητα, που έχει το χάρισμα μιας εξέχουσας εσωτερικής δύναμης»
 
Η προσπάθεια του Έβολα να παρουσιάσει τον άνθρωπο ως Άτομο εξ’ ολοκλήρου πνευματικό, που αγωνίζεται στο πεδίο της μάχης και δεν παραιτείται άνανδρα από τις περιπέτειες της ζωής, είναι σύμφωνη με το ιδεώδες του να ξεπερνά κάποιος τις φυσικές αντιστάσεις με την δύναμη της θέλησης του και με σκοπό να αφυπνιστεί από τις πλάνες. Η αποφασιστικότητα του – είναι καλύτερα να πεθάνεις μαχόμενος παρά να ζεις νικημένος – φέρνει τον άνθρωπο αντιμέτωπο με την ευθύνη της ύπαρξής του, αποσπώντας τον από το μη – αυθύπαρκτο και εξαρτημένο πνεύμα του υλισμού.
 
«Η γνώση σε ένα κείμενο παρομοιάζεται με την λάμψη μιας αστραπής. Κάποιος προτρέπεται να «ανυψωθεί και να αφυπνιστεί» όταν αντιληφθεί την ίδια του την παθητικότητα, την ίδια του την νωθρότητα, το ότι δεν αφήνει την στιγμή να περάσει – αν η κατάλληλη στιγμή αφεθεί να περάσει, εκείνη τη στιγμή κατά την οποία κάποιος θα ήταν σε θέση να υπερνικήσει την δύναμη στην οποία τόσο οι άνθρωποι, όσο και οι θεοί υπόκεινται, ο δαίμονας του θανάτου θα επιβεβαίωνε την ισχύ του. Πρέπει να μπαίνουμε στην μάχη καθημερινά – αύριο ίσως να μην υπάρχουμε. Δεν υπάρχει ανακωχή για μας με τον μεγάλο στρατό του θανάτου. Μονάχα, κάποιος που ζει μ” αυτόν τον τρόπο, που αγωνίζεται ακούραστα μέρα και νύχτα, επιτυγχάνει την ευδαιμονία, επιτυγχάνει την μακαριότητα και αποκαλείται ευλογημένος σοφός»
 
Η φύση του ανυπόστατου και παροδικού γίγνεσθαι νοείται ως μια ροή, ένα ρεύμα, κάτι το οποίο δεν ξεκινάει με την γέννηση ούτε διακόπτεται από τον θάνατο. Όταν οι συνθήκες, οι οποίες έχουν καθορίσει τον συνδυασμό των στοιχείων και των καταστάσεων σε ένα βλαστό, δεν είναι πλέον αποτελεσματικές, το άτομο ως τέτοιο – δηλαδή ως συγκεκριμένο άτομο – διαλύεται, καταναλώνεται και επιστρέφει, ανάλογα με τις κλίσεις και τις προδιαθέσεις, σε νέο “όνομα και μορφή”, όχι απόλυτα όμοιο, ούτε απόλυτα διαφορετικό – διαμορφωμένο, καθορισμένο και εξαρτημένο από περιεχόμενο, το οποίο είναι παροδικό. Η ίδια η ζωή λοιπόν, μορφοποιεί και αναλώνει τον εαυτό της, αυτοστιγμεί, ακατάπαυστα και απεριόριστα, σε ένα απρόσωπο και αιώνιο κύκλο επιθυμίας και δίψας για δημιουργία και καταστροφή. Τον κύκλο των γεννήσεων, της ειμαρμένης και της αναγκαιότητας.

«Αυτό το ρεύμα είναι μια φαντασμαγορία κενή από ουσία: πέρα από αυτό ο ασκητής, ο οποίος προχωράει σαν εκείνον του οποίου το κεφάλι φλέγεται, αναζητά την «ακλόνητη κατοικία»
 
Έτσι λοιπόν βλέπουμε ότι η κληρονομιά, πέρα από τους υπαινιγμούς μιας γήινης βιολογικής κατεύθυνσης, θεωρείται κάτι πολύ πιο αχανές. Μέσα στα ευρύτερα πλαίσια μιας διαδικασίας καύσης και αναζωπύρωσης, όπου τα γένη, οι φυλές, τα είδη τοποθετούνται πλέον, σε μια αλυσίδα προδιαθέσεων και επιθυμιών, ταυτιζόμενες με την πλάνη του Εγώ, αλλά υποκείμενες ουσιαστικά στο μη αυθύπαρκτο.
 
Επίσης, γίνεται αντιληπτή από το υπεραισθητό μάτι, η παρουσία μιας οντότητας, ενός »δαίμονα», ο οποίος έχει μια προ- και μια αλληλογενέθλια ύπαρξη, τρεφόμενη από την »επιθυμία» και μεταφερόμενη από τις παρορμήσεις τροφοδοτούμενες από άλλες ζωές και η οποία αναζητά να φανερωθεί σε μια νέα ύπαρξη μέσω της διαδικασίας μιας νέας »καύσης». Πρόκειται για μια ζωή η οποία δεν εξαντλείται ανάμεσα στα όρια του ατόμου, αλλά η οποία θεωρείται μάλλον ως η »ζωή» αυτής της ζωής και η οποία σχετίζεται με τις αντιλήψεις του »δαίμονα», του »σωσία» και του «μεγαλοφυή» στις διάφορες μυθολογίες και καταγράφεται ως παρουσία απαραίτητη, επιπρόσθετα σ” αυτή των γονέων, για να συμβεί μια γέννηση.
 
«Αν επιθυμούμε να βρούμε την καταγωγή της φωτιάς η οποία καίει με κάποιο ιδιαίτερο κούτσουρο, θα ήταν παράλογο να αναζητήσουμε την καταγωγή του δέντρου από το οποίο το κούτσουρο προήλθε, και του δάσους στο οποίο το δέντρο ανήκε και πάει λέγοντας – το πολύ πολύ να μπορούσαμε να ανακαλύψουμε την ποιότητα της καύσιμης ύλης. Η καταγωγή της φωτιάς, αντίθετα, θα έπρεπε να αναζητηθεί στην φύση της φωτιάς αυτής καθαυτής, και όχι σ’ αυτή του ξύλου, αναζητώντας την σπίθα που άναψε την φλόγα και μετά την φλόγα από την οποία η σπίθα προήλθε και ούτω καθεξής. Όμοια, η πιο ουσιαστική και αληθινή «άμεση» κληρονομιά ενός ατόμου δεν βρίσκεται στην γενεαλογία των γήινων γονέων του. Τα ανθρώπινα όντα είναι κληρονόμοι, διάδοχοι και υιοί πράξεων και όχι κάποιου πατέρα και μητέρας. Δίπλα από την κληρονομία του σώματος κάποιου, υπάρχει η σαμσαρική κληρονομιά και τελικώς υπάρχει η κληρονομιά του, η οποία είναι η αρχή »εκ των άνω» επισκιασμένη από την άγνοια»
 
«Με την βασική προϋπόθεση ότι ο ασκούμενος στη διδασκαλία είναι πραγματικά άνθρωπος, και λαμβάνοντας υπόψη την περίπτωση ότι δεν είναι όλοι που φαίνεται να είναι άνθρωποι, πραγματικά »άνθρωποι», ανάλογα με το πως οι στοιχειώδεις δυνάμεις διαμορφώνουν τα διάφορα καλούπια των ειδών, έχουμε την πρωταρχική ώθηση για αφύπνιση. Αυτή η πιθανότητα είναι εφικτή ακριβώς στον άνθρωπο και συνδέεται με μια ουσιαστική θεμελιώδη ελευθερία η οποία ξεπερνάει ακόμα και το επίπεδο των «θεών». Αυτό, λόγω της διττότητας της φύσης του, εν μέρει θνητός, εξαρτημένος και υπό κατοχή και εν μέρει και ουσιαστικά αθάνατος, του δίνει την ευκαιρία να φτάσει στο υπερθεϊστικό αποκορύφωμα, το οποίο πράγματι είναι μια «μεγαλειώδης απελευθέρωση».
 
«Υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι σε συγκεκριμένες στιγμές είναι ικανοί να αποσπαστούν απ’ τους εαυτούς τους, να βρεθούν κάτω από την επιφάνεια, κάτω στα σκοτεινά βάθη της δυνάμεως που κυβερνά το σώμα τους και εκεί όπου αυτή η δύναμη χάνει το όνομα και την ταυτότητά της. Έχουν την αίσθηση αυτής της δύναμης να εκτείνεται και να εσωκλείει το »εγώ» και το »μη εγώ», διαποτίζοντας όλη τη φύση, στηρίζοντας και τεκμηριώνοντας τον χρόνο, υποστηρίζοντας μυριάδες όντα σαν να ήταν μεθυσμένα ή σε παραίσθηση από τοξικές ουσίες, επανεγκαθιστώντας τον εαυτό της σε χιλιάδες μορφές, ακαταμάχητη, ατίθαση, ανεξάντλητη, ακατάπαυστη, απεριόριστη, φλέγουσα με αιώνια ανεπάρκεια και αίσθημα πείνας.
 
Αυτός ο οποίος φτάνει σ” αυτή την τρομερή αντίληψη, σαν μια άβυσσο που ξαφνικά ανοίγει, αρπάζει το μυστήριο της samsara και της σαμσαρικής συνείδησης και αντιλαμβάνεται και ζει πλήρως την διδασκαλία της μη αυθυπαρξίας, του «μη εγώ». Το πέρασμα από την καθαρή ατομική συνείδηση σε αυτή την σαμσαρική συνείδηση που εμπεριέχει αόριστες πιθανότητες διαβίωσης, τόσο καταχθόνιες, όσο και ουράνιες – αυτή, ουσιαστικά, είναι η βάση της Διδασκαλίας της Αφυπνίσεως.»
 
«Υπάρχουν έντονες, οργανικές μορφές φόβου, μορφές τις οποίες μπορούμε σχεδόν να τις αποκαλέσουμε υπερβατικές από την στιγμή που δεν περιορίζονται σε απλές ψυχολογικές καταστάσεις ενός ατόμου αλλά οι οποίες προέρχονται από συγκεκριμένες αβυσσαλέες επαφές»
 
Ο ίδιος ο Έβολα έδρασε σε μια εποχή αποϊεροποιημένη από το παραδοσιακό πνεύμα των αρχαίων ηρωικών πολιτισμών. Το ανθρώπινο γένος, έχοντας αφομοιώσει ως αληθινή, την προσκόλλησή του σε ένα θρησκευτικό πνεύμα παθητικού, σεληνιακού τύπου, υπέστη στον πυρήνα του μια ισοπέδωση της ενεργητικής ηλιακής του αρχής και αποποιήθηκε τις δυνατότητές του για άμεση απελευθέρωση. Η ψυχή του σύγχρονου ανθρώπου έπαψε να αντιλαμβάνεται και να διακρίνει ενστικτωδώς και άμεσα τις ενέργειες εκείνες που τον τοποθετούσαν στο πάνθεον των ηρώων και κατέπεσε σε μια μαζική φρενίτιδα πλάνης, μαρτυρίου, βίας και εξιλέωσης από παράγοντες εξωγενείς και βέβηλους. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο ο άνθρωπος, οικειοθελώς εξαγοράστηκε, δημιουργώντας ο ίδιος και διαιωνίζοντας την περίτεχνη κοσμική φυλακή του με τον ανεύθυνο και αδρανοποιημένο τρόπο ζωής ή κατά πόσο εκδιώχθηκε από το μεταφυσικό κέντρο του, κατακερματισμένος και εξόριστος από το ένστικτο και την πηγή.
 
«Μιλούν για το «ανάχωμα, πέρα από το οποίο ακόμα και η νύχτα μοιάζει με μέρα, αφού ο κόσμος του brahman είναι αμετάβλητο φως», ένα ανάχωμα αποτελούμενο από το atma εναντίον εκείνου το οποίο ούτε η σήψη, ούτε ο θάνατος, ούτε ο πόνος, ούτε οι καλές πράξεις, ούτε οι κακές πράξεις μπορούν να επικρατήσουν. Μιλούν για τον «δρόμο των θεών» που οδηγεί κάποιον μετά το θάνατο προς το απόλυτο και ενστικτώδες, όπου δεν υπάρχει επιστροφή. Αλλά την ίδια στιγμή ένας άλλος δρόμος λαμβάνεται υπόψη, κατά μήκος του οποίου κάποιος επιστρέφει, ΤΟ ΑΤΟΜΟ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ ΘΥΣΙΑΖΕΤΑΙ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΘΕΟΤΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΤΡΟΦΗ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΜΦΑΝΙΣΤΕΙ ΤΕΛΙΚΑ ΞΑΝΑ ΣΤΗ ΓΗ. Στα αρχαία κείμενα η πιθανότητα μιας απελευθέρωσης δεν εξετάζεται για αυτούς που πηγαίνουν σε εκείνον τον δεύτερο δρόμο»
 
«Βρισκόμαστε, σήμερα, στό τέλος ἑνός κύκλου. Ἀπό αἰῶνες, χωρίς στήν ἀρχή νά γίνη ἀντιληπτό, πολλαπλές ἐξελίξεις κατέστρεψαν στήν Δύσι κάθε φυσική καί νομική τάξι, νόθευσαν κάθε ὑψηλή ἀντίληψι γιά τήν ζωή, τήν δρᾶσι, τήν γνῶσι, τόν ἀγῶνα. Ἡ κίνησις αὐτῆς τῆς πτώσεως, ἡ ταχύτης της, ὁ παραλογισμός της ὀνομάστηκαν πρόοδος. Σήμερα βρισκόμαστε στό μέσον ἑνός κόσμου ἐρειπίων. Τό ἐρώτημα εἶναι τό ἑξῆς: ὑπάρχουν ἄνθρωποι ὀρθοί στά πόδια τους ἀνάμεσα σ᾽ αυτά τά ερείπια; Καί τί πρέπει, τί μποροῦν νά κάνουν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί;
 
Σάν πνεῦμα ὑπάρχει κάτι πού μπορεῖ νά χρησιμεύση σάν ἀχνάρι στίς δυνάμεις μας, δυνάμεις Ἐξεγέρσεως καί Ἀνορθώσεως: εἶναι τό Ἱπποτικό Πνεῦμα. Εἶναι ἡ στάσις ἐκείνων πού ἤξεραν νά ἀγωνίζωνται ἔστω και ἂν γνώριζαν ὃτι ἡ μάχη ἦταν «ὑλικά» χαμένη. Ἐκείνων πού ἤξεραν νά δώσουν ἰσχύ στίς λέξεις τοῦ ἀρχαίου ρητοῦ «ἡ πίστης εἶναι πιό δυνατή από τήν φωτιά. Πρέπει να δοκιμαστοῦμε. Ὀφείλουμε νά γνωρίζουμε ποῖοι εἴμαστε. Μπροστά σ᾿ ἓναν κόσμο πλημμυρισμένο ἀπό βόρβορο καί μέ ἀρχή του τό ὃτι «πρῶτα ἔρχεται το στομάχι καί ὕστερα οἱ Ἀρχές» πρέπει νά αντιταχθοῦμε. Ἐμείς δέν μποροῦμε νά κάνουμε διαφορετικά. Αὐτός εἶναι ὁ Δρόμος μας. Αὐτή ἡ «Υπαρξίς μας» -Julius Evola

Αρχαία Ελληνική Γραμματεία: ΗΣΙΟΔΟΣ - Ἀσπὶς Ἡρακλέους (264-295)

πὰρ δ᾽ Ἀχλὺς εἱστήκει ἐπισμυγερή τε καὶ αἰνή,
265 χλωρὴ ἀυσταλέη λιμῷ καταπεπτηυῖα,
γουνοπαχής, μακροὶ δ᾽ ὄνυχες χείρεσσιν ὑπῆσαν·
τῆς ἐκ μὲν ῥινῶν μύξαι ῥέον, ἐκ δὲ παρειῶν
αἷμ᾽ ἀπελείβετ᾽ ἔραζ᾽· ἣ δ᾽ ἄπλητον σεσαρυῖα
εἱστήκει, πολλὴ δὲ κόνις κατενήνοθεν ὤμους,
270 δάκρυσι μυδαλέη. παρὰ δ᾽ εὔπυργος πόλις ἀνδρῶν,
χρύσειαι δέ μιν εἶχον ὑπερθυρίοις ἀραρυῖαι
ἑπτὰ πύλαι· τοὶ δ᾽ ἄνδρες ἐν ἀγλαΐαις τε χοροῖς τε
τέρψιν ἔχον· τοὶ μὲν γὰρ ἐυσσώτρου ἐπ᾽ ἀπήνης
ἤγοντ᾽ ἀνδρὶ γυναῖκα, πολὺς δ᾽ ὑμέναιος ὀρώρει·
275 τῆλε δ᾽ ἀπ᾽ αἰθομένων δαΐδων σέλας εἰλύφαζε
χερσὶν ἐνὶ δμῳῶν· ταὶ δ᾽ ἀγλαΐῃ τεθαλυῖαι
πρόσθ᾽ ἔκιον, τῇσιν δὲ χοροὶ παίζοντες ἕποντο·
τοὶ μὲν ὑπὸ λιγυρῶν συρίγγων ἵεσαν αὐδὴν
ἐξ ἁπαλῶν στομάτων, περὶ δέ σφισιν ἄγνυτο ἠχώ·
280 αἳ δ᾽ ὑπὸ φορμίγγων ἄναγον χορὸν ἱμερόεντα.
ἔνθεν δ᾽ αὖθ᾽ ἑτέρωθε νέοι κώμαζον ὑπ᾽ αὐλοῦ.
τοί γε μὲν αὖ παίζοντες ὑπ᾽ ὀρχηθμῷ καὶ ἀοιδῇ
[τοί γε μὲν αὖ γελόωντες ὑπ᾽ αὐλητῆρι ἕκαστος]
πρόσθ᾽ ἔκιον· πᾶσαν δὲ πόλιν θαλίαι τε χοροί τε
285 ἀγλαΐαι τ᾽ εἶχον. τοὶ δ᾽ αὖ προπάροιθε πόληος
νῶθ᾽ ἵππων ἐπιβάντες ἐθύνεον. οἱ δ᾽ ἀροτῆρες
ἤρεικον χθόνα δῖαν, ἐπιστολάδην δὲ χιτῶνας
ἐστάλατ᾽. αὐτὰρ ἔην βαθὺ λήιον· οἵ γε μὲν ἤμων
αἰχμῇς ὀξείῃσι κορωνιόωντα πέτηλα
290 βριθόμενα σταχύων, ὡς εἰ Δημήτερος ἀκτήν·
οἳ δ᾽ ἄρ᾽ ἐν ἐλλεδανοῖσι δέον καὶ ἔπιτνον ἀλωῇ·
οἳ δ᾽ ἐτρύγων οἴνας, δρεπάνας ἐν χερσὶν ἔχοντες·
[οἳ δ᾽ αὖτ᾽ ἐς ταλάρους ἐφόρευν ὑπὸ τρυγητήρων
λευκοὺς καὶ μέλανας βότρυας μεγάλων ἀπὸ ὄρχων,
295 βριθομένων φύλλοισι καὶ ἀργυρέῃς ἑλίκεσσιν.]

***
Στο πλάι στεκότανε κι η Καταχνιά, ελεεινή και φοβερή,
ωχρή, ξερή, από την πείνα ζαρωμένη,
με γόνατα παχιά. Νύχια μακριά στα χέρια της φωλιάζαν.
Απ᾽ τα ρουθούνια της τής τρέχαν μύξες κι από τα μάγουλα
έσταζε αίμα καταγής. Στεκότανε εκείνη κι έδειχνε με μορφασμό τα δόντια
ακατάπαυστα, κι άφθονη σκόνη κατέβαινε στους ώμους της,
270 στα δάκρυα μουσκεμένη. Δίπλα υπήρχε ανθρώπων πόλη
με ωραίους πύργους. Πύλες εφτά την κλείνανε χρυσές στ᾽ ανώφλια τους
καλόκλειστες. Κι ο κόσμος σε πανηγύρια και χορούς
χαιρόταν. Άλλοι σε άμαξα με ωραίους τροχούς
γυναίκα στο σπίτι του γαμπρού οδηγούσανε και το νυφιάτικο τραγούδι ζωηρό υψωνόταν.
Μακριά απ᾽ τα φλεγόμενα δαδιά το φως τους στριφογύρναγε ,
σαν τα κρατάγανε στα χέρια τους οι δούλες. Κι εκείνες, με τη γιορτή χαρούμενες,
πηγαίναν μπρος και πίσω τους ακολουθούσαν παίζοντας χοροί.
Οι άντρες κάτω απ᾽ τον ήχο των γλυκόφωνων συρίγγων αφήνανε φωνή
απ᾽ τα απαλά τους στόματα και γύρω τους η ηχώ σκορπούσε.
280 Και οι γυναίκες κάτω απ᾽ της φόρμιγγας τον ήχο εράσμιο έσερναν χορό.
Από άλλο μέρος πάλι νέοι γλεντώντας τριγυρνούσαν με τον ήχο των αυλών.
Και τούτοι πάλι με χορούς και με τραγούδια παίζοντας,
[άλλοι πάλι γελώντας πλάι στον αυλητή ο καθένας τους]
προχώραγαν. Κι όλη την πόλη τραπέζια και χοροί
και γλέντια την είχαν κυριέψει. Άλλοι, μπροστά στην πόλη,
καβάλα στις ράχες των αλόγων όρμαγαν. Ενώ οι γεωργοί
οργώνανε τη θεία γη και μαζεμένους τους χιτώνες τους ψηλά
φορούσαν. Όμως υπήρχε και αγρός που ᾽χε τα στάχυα του ψηλά. Κι άλλοι
με κοφτερά δρεπάνια θέριζαν τις καλαμιές που γέρνανε βαριές
290 στο στάχυ. Κι έμοιαζε αυτό σαν να ᾽ταν πράγματι ο καρπός της Δήμητρας.
Άλλοι δέναν τα στάχια με σκοινιά και τ᾽ άπλωναν στ᾽ αλώνι.
Κι άλλοι τριγούσανε τ᾽ αμπέλια και στα χέρια τους κρατούσαν κλαδευτήρια.
[Άλλοι μες σε κοφίνια κουβαλούσαν απ᾽ τους τρυγητές
σταφύλια μαύρα και λευκά από μακριές σειρές κλημάτων
που ᾽ταν βαριά απ᾽ τα φύλλα και τις αργυρές ψαλίδες.]