Τετάρτη 22 Μαΐου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Λυσιστράτη (286-318)

ἀλλ᾽ αὐτὸ γάρ μοι τῆς ὁδοῦ [στρ.]
λοιπόν ἐστι χωρίον
τὸ πρὸς πόλιν τὸ σιμόν, οἷ σπουδὴν ἔχω.
χὤπως ποτ᾽ ἐξαμπρεύσομεν
290 τοῦτ᾽ ἄνευ κανθηλίου·
ὡς ἐμοῦ γε τὼ ξύλω τὸν ὦμον ἐξιπώκατον.
ἀλλ᾽ ὅμως βαδιστέον,
καὶ τὸ πῦρ φυσητέον,
μή μ᾽ ἀποσβεσθὲν λάθῃ πρὸς τῇ τελευτῇ τῆς ὁδοῦ.
φῦ φῦ.
295 ἰοὺ ἰοὺ τοῦ καπνοῦ.

ὡς δεινόν, ὦναξ Ἡράκλεις, [ἀντ.]
προσπεσόν μ᾽ ἐκ τῆς χύτρας
ὥσπερ κύων λυττῶσα τὠφθαλμὼ δάκνει.
κἄστιν γε Λήμνιον τὸ πῦρ
300 τοῦτο πάσῃ μηχανῇ·
οὐ γὰρ ‹ἄν› ποθ᾽ ὧδ᾽ ὀδὰξ ἔβρυκε τὰς λήμας ἐμοῦ.
σπεῦδε πρόσθεν εἰς πόλιν
καὶ βοήθει τῇ θεῷ.
ἢ πότ᾽ αὐτῇ μᾶλλον ἢ νῦν, ὦ Λάχης, ἀρήξομεν;
φῦ φῦ.
305 ἰοὺ ἰοὺ τοῦ καπνοῦ.

τουτὶ τὸ πῦρ ἐγρήγορεν θεῶν ἕκατι καὶ ζῇ.
οὔκουν ἄν, εἰ τὼ μὲν ξύλω θείμεσθα πρῶτον αὐτοῦ,
τῆς ἀμπέλου δ᾽ εἰς τὴν χύτραν τὸν φανὸν ἐγκαθέντες
ἅψαντες εἶτ᾽ εἰς τὴν θύραν κριηδὸν ἐμπέσοιμεν,
310 κἂν μὴ καλούντων τοὺς μοχλοὺς χαλῶσιν αἱ γυναῖκες,
ἐμπιμπράναι χρὴ τὰς θύρας καὶ τῷ καπνῷ πιέζειν.
θώμεσθα δὴ τὸ φορτίον. φεῦ τοῦ καπνοῦ, βαβαιάξ.
τίς ξυλλάβοιτ᾽ ἂν τοῦ ξύλου τῶν ἐν Σάμῳ στρατηγῶν;
ταυτὶ μὲν ἤδη τὴν ῥάχιν θλίβοντά μου πέπαυται.
315 σὸν δ᾽ ἔργον ἐστίν, ὦ χύρτα, τὸν ἄνθρακ᾽ ἐξεγείρειν,
τὴν λαμπάδ᾽ ἡμμένην ὅπως παρὼν ἐμοὶ προσοίσει.
δέσποινα Νίκη, ξυγγενοῦ τῶν τ᾽ ἐν πόλει γυναικῶν
τοῦ νῦν παρεστῶτος θράσους θέσθαι τροπαῖον ἡμᾶς.

***
Α’ ΗΜΙ. Χάιντε, γέρο, λίγος δρόμος [στρ.]
μας απόμεινε ακόμα.
Πολύ ζόρικη ανηφόρα!
Πώς απάνου θ᾽ ανεβούμε
290 χωρίς κάποιο αβασταγό;
Με ξεκατινιάσαν τα παλιόξυλα
κι όμως όλο κι ανεβαίνω
τη φωτιά φυσώντας κάθε τόσο,
μην και σβήσει, πριν να φτάσω.
(Φυσάει)
Φου! Φου!
Ώχου! Τί καπνούρα!

Β’ ΗΜΙ. Η καπνούρα τούτη, θε μου, [αντ.]
πώς πετιέται λυσσασμένη,
σαν τη σκύλα, και τα μάτια
μου δαγκώνει. Λες της Λήμνου
300 την ξερνάει καρβουναριό.
Μου ᾽φαγε τις τσίμπλες κι όμως, Λάχη μου,
όλο τρέχω να βοηθήσω
την Παλλάδα, τώρα πὄχει ανάγκη,
τώρα πιότερο από πάντα.
(Φυσάει)
Φου! Φου!
Ώχου! Τί καπνούρα!

ΚΟΡ. Το θέλουν σίγουρα οι θεοί κι η φλόγα μας κρατιέται.
Άι τώρα ν᾽ απιθώσουμε τα κούτσουρά μας χάμου.
Απ᾽ τη φοφού προσάναμμα μ᾽ αμπελοκλάδια πάρτε
κι ανάβοντας φωτιά στην πύλη ομπρός, ριχτείτε απάνου
σαν καστροπολεμίτικα δοκάρι᾽ ατσαλωμένα.
310 Κι αν την αμπάρα δε σηκώσουν με το καλό οι κυράτσες,
με τον καπνό τις πνίγουμε, με τη φωτιά τις καίμε.
Πετάχτε χάμου το φορτιό! Πωπώ! καπνούρα αλιά μου!
Ρε ποιός θα μπόρειε στρατηγός ν᾽ ασκώσει τόσα ξύλα!
(Ξεφορτώνονται τα ξύλα)
Ξαλάφρωσα! Της ράχης μου σταμάτησαν οι πόνοι!
Τώρα, φοφού μου, έχεις σειρά, δυνάμωσε τη θράκα
και κάνε αυτό μου το δαυλό γερά να λαμπαδιάσει!
Κι ω Νίκη αφέντρα, βόηθ᾽, αφού τα κανονίσουμε άξια
τα ξεσκισμένα θηλυκά, τρόπαιο να στήσουμε όρθιο.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΑΝΤΕΙΣ - ΓΑΛΕΩΤΗΣ, ΔΑΦΝΗ

ΓΑΛΕΩΤΗΣ

Ο Γαλεώτης ήταν γιος του θεού Απόλλωνα και της Θεμιστώς, θυγατέρας του βασιλιά των Υπερβορείων Ζάβιου. Με τον υπερβόρειο Τελμισσό πήγαν στο μαντείο του Δία στη Δωδώνη, για να ζητήσουν χρησμό. Το μαντείο τους είπε να βαδίσουν ο ένας στην Ανατολή, ο Τελμισσός, και ο άλλος στη Δύση, ο Γαλεώτης. Εκεί όπου ένας αετός θα άρπαζε το κρέας στη διάρκεια μιας θυσίας, εκεί έπρεπε να σταματήσουν και να ιδρύσουν βωμό. Ο Τελμισσός πήγε στην Καρία και ο Γαλεώτης στη Σικελία, στην πόλη που λεγόταν Ύβλα και αργότερα Γελεάτις, στην νότια πλαγιά της Αίτνας. Εκεί έγινε γενάρχης μιας σειράς μάντεων, των Γαλεωτών.

ΔΑΦΝΗ

Η νύμφη Δάφνη δεν εμπλέκεται άμεσα στον κύκλο των μάντεων παρά μόνο ως η αγαπημένη του θεού της μαντικής Απόλλωνα, ως το ομώνυμο φυτό στο οποίο μεταμορφώθηκε αναπόσπαστο στοιχείο του φυσικού τοπίου των Δελφών, προϋπόθεση για τη μαντική διαδικασία εκεί.
 
Και στην περίπτωση της Δάφνης της αποδίδονται διαφορετικοί γονείς. Άλλοτε είναι κόρη του ποταμού Λάδωνα της Πελοποννήσου και της Γης, άλλοτε του θεσσαλικού ποταμού Πηνειού άλλοτε του βασιλιά Αμύκλα της Λακωνίας.
 
Η Δάφνη είναι το αντιπρότυπο της κόρης που υπόκειται στους κοινωνικούς κανόνες του γάμου. Σαν θηλυκός Ιππόλυτος και αγαπημένη νύμφη της Άρτεμης, αδελφής του Απόλλωνα, περνούσε τον χρόνο της στα βουνά, αποφεύγοντας τη συναναστροφή των ανδρών και κυνηγώντας. Και γι' αυτή την παρθένο νύμφη τα προβλήματα ανακύπτουν με τον έρωτα. Την ερωτεύτηκε ο Λεύκιππος, ο γιος του βασιλιά της Ήλιδας Οινόμαου. Ο νέος γρήγορα παραιτήθηκε από την προσπάθεια να την κάνει γυναίκα του, επινόησε όμως ένα τέχνασμα για να βρίσκεται κοντά της: Έπλεξε κοτσίδα τα μαλλιά του, που τα άφησε να μακρύνουν για να τα προσφέρει στον ποταμό Αλφειό, ντύθηκε σαν κόρη, παρουσιάστηκε στη Δάφνη ως κόρη του πατέρα του και την παρακάλεσε να τον/την αφήνει να κυνηγά μαζί της.

Η φιλία που αναπτύχθηκε μεταξύ τους ξύπνησε τη ζήλια του Απόλλωνα που, θέλοντας να εκδικηθεί, εμφύσησε στις κοπέλες την επιθυμία να κάνουν μπάνιο στα νερά του ποταμού. Εκείνες υποχρέωσαν τον διστακτικό Λεύκιππο να ξεντυθεί, ανακάλυψαν το πραγματικό του φύλο και τον σκότωσαν με τα ακόντια και τα μαχαίρια τους. Σύμφωνα με άλλες εκδοχές, οι θεοί τον έκαναν αόρατο. Ο Απόλλωνας τότε όρμηξε να αρπάξει τη Δάφνη. Κυνηγημένη η κόρη, έτρεχε ως τη στιγμή που, καθώς θα την έπιανε, ζήτησε από τον πατέρα της να τη μεταμορφώσει. Μεταμορφώθηκε σε δάφνη, το αγαπημένο φυτό του θεού, το οποίο θα έφερε στο εξής στην κεφαλή του. Η δαφνηφορία θα έφτανε μέχρι την κεφαλή της πολιτικής εξουσίας στη Ρώμη. (Οβ., Μετ. 1.452-567)*
 
Η σημασία του δέντρου που διατηρείται σε διάφορα μαντεία, όπως στη Δωδώνη με τη δρυ ή στους Δελφούς και στα Δίδυμα της Μιλήτου με τη δάφνη του Απόλλωνα, είναι πολύ πιθανό ότι εκφράζει ένα παλαιότατο λατρευτικό στάδιο δενδρολατρείας, του οποίου τα νεότερα μαντεία παρέμεναν φορείς.
--------------------------
*Η μεταμόρφωση της Δάφνης στις «Μεταμορφώσεις» του Οβιδίου. Έρως και πολιτική.
 
Η Δάφνη, θυγατέρα του Πηνειού, η πρώτη του Απόλλωνα αγάπη -
δεν το 'φερε η τύχη στα τυφλά, μόνο του Έρωτα θυμός αγριεμένος.
Ήταν οι μέρες κείνες που ο θεός καμάρωνε σα νικητής του δράκου·
της Αφροδίτης σύντυχε το γιο, που τάνυζε χορδή πάνω στο τόξο,
και «τι μπερδεύεσαι με τ' άρματα εσύ, παλιόπαιδο», του είπε, «τ'
αντριωμένα;
Τέτοια μονάχα οι άντρες τα φορούν και στις δικές μου πρέπουνε τις
πλάτες.
Έχω σημάδι αλάθευτο - εχτρούς λαβώνω και θεριά αγριεμένα·
να τώρα δα τον Πύθωνα αυτόν, που σπειρωτός εμόλευε τον τόπο,
με σαϊτιές αμέτρητες εγώ τον έστρωσα στη γη τουμπανιασμένο.
Μόνη δουλειά σου εσένα το δαδί - ν' ανάβεις τις καρδιές, κι αυτό
σου φτάνει!
Μη θες απ' τα δικά μου μερτικό, κι εκεί που δε σε σπέρνουν μη φυτρώνεις!»
Είπε της Αφροδίτης το παιδί «ρίξε σαϊτιές στους πάντες και στα πάντα,
κι εγώ σ' εσένα, Απόλλωνα. Θεού κατώτερα τα ζωντανά της πλάσης,
κι η δόξα στο δικό σου μερτικό κατώτερη απ' τη δικά μου δόξα».
Τέτοια τα λόγια του Έρωτα. Μετά χτυπώντας τα φτερά του ανελήφθη
και με σβελτάδα στήθηκε ψηλά στου Παρνασσού τη δασωμένη ράχη.
Μες στη φαρέτρα βέλη δυο λογιώ, γι' άλλη δουλειά φκιαγμένο το καθένα:
φέρνει τον έρωτα το ένα στις καρδιές, τον έρωτα τον αποδιώχνει τ' άλλο.
Αυτό που φέρνει έρωτα χρυσό κι αστραφτερή στην άκρια του η μύτη,
το δεύτερο δεν είναι σουβλερό κι η αιχμή του στομωμένη με μολύβι.
Το στομωμένο το 'ριξε ο θεός στην Πηνειάδα κόρη, και το άλλο
τον Φοίβο βρήκε, κι η λαβωματιά πήγε βαθιά, ως μέσα στο μεδούλι.
Εκείνος νιώθει έρωτα, αυτή για έρωτες μήτε ν' ακούσει στέργει,
για τα βαθιά ρουμάνια έχει καημό, για τα θεριά που αγρεύει λάφυρά της,
και της παρθένας Άρτεμης πιστή, της Άρτεμης παθαίνεται να μοιάσει,
με την κορδέλα πιάνοντας ψηλά τ' ανάκατα κι αχτένιστα μαλλιά της.
Άντρες τη Δάφνη γύρεψαν πολλοί, μα σε πολλούς εγύρισε την πλάτη·
μακριά απ' των αντρών τη συντροφιά σε απάτητα λημέρια τριγυρνούσε,
Υμέναιος, αγάπες, παντρειά τι πα' να πει δεν έβαζε στο νου της.
Κι όλο ο γονιός της έλεγε «γαμπρό θα καρτερώ να φέρεις, θυγατέρα»,
κι όλο ο γονιός της έλεγε «ξεχνάς που μου χρωστάς εγγόνια, θυγατέρα».
 
Της φαίνονταν βαριά η παντρειά κι απόδιωχνε τη σκέψη της σα κρίμα
και της ντροπής μια ρόδινη χροιά απλώνονταν στην όμορφη θωριά της.
Σφίγγονταν στου πατέρα το λαιμό, τον χάιδευε με λόγια μελωμένα:
«Μια χάρη, πατερούλη, σου ζητώ, κόρη να μείνω πάντα και παρθένα·
το γύρεψε κι η Άρτεμη παλιά, κι είδε τέτοια χάρη απ' τον γονιό της».
Της έκανε κι εκείνος την καρδιά - μόνο που εσένα η ομορφιά σου, Δάφνη,
εμπόδιο θα σταθεί σ' αυτό που θες· είσαι ωραία, δε θα πιάσει η ευχή σου.
Την είδε ο Φοίβος και τη λαχταρά και θέλει για γυναίκα του τη Δάφνη -
ό,τι ποθεί το ελπίζει ο θεός, κι αν είναι ο ίδιος μάντης ξεγελιέται.
Πώς καίγονται οι καλαμιές μετά που οι θεριστές μαζώνουνε τα στάρια,
πώς καίγονται στους φράχτες τα ξερά από δαδί που άφηκε διαβάτης
ή στρατοκόπος που άναψε φωτιά και κίνησε χαράματα να φύγει,
παρόμοια και του Φοίβου η πυρκαγιά, ολάκερη η καρδιά του ένα καμίνι.
Από μακριά προσώρας την ποθεί κι η αγάπη του κρεμιέται στην ελπίδα.
Βλέπει τ' αχτένιστά της τα μαλλιά - «αν χτενιζόταν κιόλας», συλλογιέται,
«τι όμορφη θα φάνταζε!» Θωρεί τα δυο μεγάλα φωτεινά της μάτια
που λάμπουν σαν τ' αστέρια τ' ουρανού· το στόμα της θωρεί, τα δυο της
χείλη
που δε χορταίνει μόνο να κοιτά. Τα χέρια της, κι εκείνα τα παινεύει,
δάχτυλα σαν τα κρίνα και καρποί και μπράτσα γυμνωμένα ως απάνω,
και πιο πολύ παινεύει τα κρυφά. Όλα καλά, μόνο που εκείνη φεύγει
γρήγορη σαν τον άνεμο - θεού δεν την κρατούν τα χίλια παρακάλια:
«Νύμφη ωραία, κόρη ποταμού, δεν είμαι εχτρός για να σε κυνηγήσω!
Μακριά απ' τον λύκο τρέχουνε τ' αρνιά, τα ελάφια μακριά απ' το
λιοντάρι,
οι περιστέρες τρέμουν στο φτερό όταν πλακώσει άρπαγας γεράκι -
τρέχουνε να ξεφύγουν τον εχτρό· εγώ σ' ακολουθώ από αγάπη.
Πόσο φοβάμαι, πόσο ανησυχώ μη πέσεις καταγής, βάτοι κι αγκάθια
αναίτια μη σου βλάψουν τα σφυρά, να μην πονέσεις κι είμαι εγώ η αιτία.
Δύσβατος είναι ο τόπος και τραχύς· χαλάρωσε, μη παίρνεις τόση φόρα,
για φρέναρε κομμάτι το φευγιό, κι εγώ ξοπίσω αγάλια ακολουθάω.
Στάσου και ρώτα ποιος σ' αποζητά. Δεν είμαι εγώ χοντράνθρωπος
βουνίσιος,
μήτε τσομπάνης άξεστος· εγώ δε σαλαγάω κοπάδια με γελάδες.
Αστόχαστο κορίτσι, βιαστικό, ποιος είναι αυτός που αρνιέσαι, δεν το
ξέρεις·
αν ήξερες δε θα 'φευγες μακριά. Εγώ είμαι εκείνος που η Κλάρος,
η Τένεδος, τα Πάταρα, οι Δελφοί με ξέρουνε θεό και άρχοντά τους.
Γονιός μου ο Δίας· όσα έχουν συμβεί, συμβαίνουνε και μέλλουν να
συμβούνε
όλα τα φανερώνω - μουσική, τραγούδι, λύρα εγώ τα συνταιριάζω.
Σκοπεύω κι έχω σίγουρη σαϊτιά, μόνο που τώρα αλλουνού σαΐτα
πιο σίγουρη με πήρε στην καρδιά που έγνοια δεν τη βάραινε ως τα τώρα.
Εφεύρημα δικό μου η γιατρική, όλος ο κόσμος για γιατρό με ξέρει,
και τα βοτάνια τα ξαρρωστικά, όπου της γης όλα στους ορισμούς μου.
Όμως, για της αγάπης τον καημό, αλίμονο, δεν βρίσκεται βοτάνι,
κι εκείνος που γιατρεύει αλλουνούς, τον εαυτό του δεν μπορεί να γιάνει».
 
Ήθελε κι άλλα να της πει· εκείνη σκιάχτηκε και το 'βαλε στα πόδια,
άφηκε πίσω τον θεό, και του θεού ημιτελή παράτησε τα λόγια.
Πιο όμορφη απάνω στο φευγιό: ο άνεμος φαινόταν να τη γδύνει,
φυσώντας τη λεπτή της φορεσιά κατάσαρκα στου τρέξιμου τη δίνη,
κι οι αύρες από πίσω μαλακές ανέμιζαν της κεφαλής την κόμη -
όμορφη κόρη, έτρεχε γοργά και γίνονταν πιο όμορφη ακόμη.
Στέρεψε του θεού η υπομονή, «χάνω τα λόγια μου», είπε, «κι είναι κρίμα»,
κι όπως του έδινε το πάθος του ορμή εχύμηξε και άνοιξε το βήμα.
Πώς το ζευγάρι το γαλατικό σβέλτο λαγό στο ίσιωμα ξανοίγει,
κι ενώ τρεχάτο τον ακολουθεί, εκείνος πολεμάει να ξεφύγει·
του πλάκωσε τα πισινά, θαρρείς, λίγο ακόμα και τον έχει φτάσει,
τανύζει τη μουσούδα του μπροστά, λίγο ακόμα και θα τον δαγκάσει.
Τρέχει ο λαγός - ξεφεύγει απ' το σκυλί για πιάστηκε, δεν το γνωρίζει
ακόμα,
τραβιέται απ' τα σαγόνια του εχθρού και ξεμακραίνει απ' τ' ανοιχτό του
στόμα.
Όμοια τρέχαν κόρη και θεός - με πόθο αυτός, εκείνη από τρόμο,
μόνο που ο Φοίβος τρέχει πιο καλά με τα φτερά του Έρωτα στον ώμο.
Δε βρίσκει πια η κόρη ανασασμό, ξοπίσω αυτός κι αυτή ξεθεωμένη
τον νιώθει πως στη ράχη της σιμά και τα λυτά μαλλιά βαριανασαίνει.
Η δύναμή της σώθηκε, χλομή, κατάκοπη απ' της φυγής το μόχθο
έβγαλε απ' τα στήθια της φωνή στρεφόμενη στου Πηνειού τον όχτο:
«Πατέρα, βόηθα. Αν οι ποταμοί λογιάζονται μες στων θεών την τάξη,
απ' τη μορφή που άρεσε πολύ απάλλαξέ με, καν' την να χαλάσει!»
Το λόγο αυτό δεν πρόκανε να πει και λήθαργος τα μέλη της πλακώνει,
λεπτή δεντρίσια φλούδα τρυφερά τύλιξε το κορμάκι της σα ζώνη.
Γίνεται τώρα η κόμη φυλλωσιά, μπράτσα και χέρια γίνονται κλωνάρια,
κι ασάλευτα ριζώνουν μες στη γη τα δυο της γοργοκίνητα ποδάρια.
Η κεφαλή της έγινε κορφή, η λάμψη της επέρασε στο φύλλο.
Δεν παύει ο Φοίβος να την αγαπά, και ακουμπώντας του κορμού το ξύλο,
κάτω απ' τη φρέσκια φλούδα του κορμού νιώθει καρδιά που χτύπαγε
ακόμα.
Τους κλώνους τότε αγκάλιασε σφιχτά, σα να 'τανε τ' αλλοτινό της σώμα
κι έκανε να της δώσει ένα φιλί· κι όπως το ξύλο αποτραβιόταν πίσω,
«σ' αγάπησα», της είπε ο θεός, «κι αφού γυναίκα δε θα σ' αγαπήσω,
το δέντρο που 'χεις γίνει θ' αγαπώ, κι έτσι, σα δάφνη, πάντοτε δικιά μου,
θα στεφανώνεις πάντα εν τιμή κιθάρα και φαρέτρα και μαλλιά μου.
Όπου του Λάτιου οι άρχοντες, κι εσύ, κι όπου κραυγή της νίκης
βακχεμένη
με δάφνινο στεφάνι ο νικητής στο Καπιτώλιο πάντα θ' ανεβαίνει.
Σύμβολο και πιστός φρουρός εσύ θα σημαδεύεις του Αύγουστου το θρόνο,
του ηγεμόνα θα 'σαι θυρεός αγκαλιαστής με της δρυός τον κλώνο.
Σαν το μακρύ κι ακούρευτο μαλλί στου Απόλλωνα το αγέραστο κεφάλι,
όμοια της φυλλωσιάς σου η ομορφιά παντοτινή κι ολόφρεσικα θα
θάλλει!»
Σειώντας αυτή στα λόγια του θεού κλαριά που ήταν νιόβγαλτα ακόμη
της φυλλωσιάς της νεύει την κορφή σα να 'στερξε του Απόλλωνα τη
γνώμη.
(Οβ., Μετ. 1. 452-567)

Ενθουσιασμός κι έρωτας, η σπίθα κι η φωτιά

Κάτω από ένα φεγγάρι ή έναν ήλιο, σε μια παραλία ή σε ένα μαγαζί, σε έναν χειμώνα ή ένα καλοκαίρι, κάπου και κάποτε τα βλέμματα συναντιούνται κι η σπίθα δημιουργείται. Κάποιος είναι ο κυνηγός κι ένας άλλος παίρνει αυτομάτως τη θέση του τροπαίου. Ο κυνηγός, λοιπόν, –σαν τα παραμύθια– θα επιστρατεύσει κάθε τεχνική κι όπλο για να αποκτήσει το πολυπόθητο εκείνο τρόπαιο. Οι πρίγκιπες κι οι νεράιδες που ‘γιναν στόχοι και πολύτιμα ζητούμενα κολακεύονται τόσο πολύ που την προσπάθεια αυτή τη βαφτίζουν έρωτα και πάθος.

Όλοι μας έχουμε βρεθεί πάνω μία φορές και στις δύο πλευρές της μάχης. Διεκδικούμε με πείσμα και σθένος, γιατί αυτό που επιθυμούμε πρέπει να ‘ρθει στην κατοχή μας. Οι ρομαντικοί θα το βαφτίσουν έρωτα και θα πείσουν πως γι’ αυτόν θα έκαναν τα πάντα. Οι πιο ρεαλιστές θα μιλήσουν για έναν εγωιστή ενθουσιασμό, που για χατίρι του θα έκαναν ό,τι περνάει απ’ το χέρι τους.

Έχεις αναρωτηθεί, όμως, ποτέ εσύ που κυνηγάς τόσον καιρό τάζοντας ουρανούς κι άστρα, αν όλα αυτά που λες πως νιώθεις και τα στολίζεις με λόγια μεγάλα, όντως τα νιώθεις; Μήπως έχεις τυφλωθεί απ’ τη δίψα σου για νίκη; Γιατί μια νίκη θα ‘ναι αν θα αποκτήσεις το πρόσωπο που βάφτισες «καψούρα» κι ήττα αν στο πάρει άλλος, αν το ‘χάσεις.

Και τι είναι αυτό που ερωτεύτηκες, όπως λες; Ερωτεύτηκες δύο μάτια, απαντάς. Εκείνα που συνάντησες ένα βράδυ κάτω από μια πανσέληνο. Μήπως, όμως, ήταν η πανσέληνος που τα έκανε να μοιάζουν έτσι ερωτεύσιμα; Μην κοροϊδεύεις τον εαυτό σου, ούτε τον άλλον. Γιατί ο έρωτας με τον ενθουσιασμό απέχουν σύμπαντα ολόκληρα.

Όταν είσαι ενθουσιασμένος με κάποιον, ναι, θες να ‘σαι μαζί του όλη την ώρα, γιατί πεταρίζει ίσως η καρδιά σου στο «μαζί» κι απογειώνεται. Στον έρωτα, όμως, δε ζητάς απλά την παρουσία, αλλά καίγεσαι στην απουσία του άλλου. Ο έρωτας είναι φωτιά κι ο ενθουσιασμός μια απλή σπίθα. Τι να την κάνεις τη σπίθα, όμως, αν μπορείς να ‘χεις ολόκληρη τη φωτιά; Φωτιά ικανή να σε ζεστάνει αλλά και να σε κάψει. Είδες; Πάντα υπάρχει παγίδα.

Προσπαθώντας τόσο καιρό, λοιπόν, να καταλάβεις τι νιώθει για ‘σένα, σηκώνεις άμυνες και βάζεις τεστ. Μα προσπαθώντας με μανία να καταλάβεις αν και τι αισθάνεται για ‘σένα, ξέχασες στην εξίσωση αυτή τα δικά σου συναισθήματα. Μέσα σε αυτή τη μάχη βρέθηκες σε μόνιμη άμυνα χωρίς να ‘χεις όπλα.

Μπαίνοντας σε ρόλους, χάνουμε πολλή απ’ την ουσία, που δεν είναι άλλη απ’ το ότι δεν ξέρουμε πώς νιώθουμε γιατί απλά ο φόβος σκεπάζει όλα τα άλλα. Γιατί η απόρριψη πονάει περισσότερο, κι όταν αυτή έρχεται απ’ τον ίδιο σου τον εαυτό, στο πλαίσιο της διάψευσης όσων πίστευες πως ένιωθες, πώς τον αντικρίζεις; Η διαρκής προσπάθειά μας για νίκη –ακόμα και συναισθημάτων– μας εξαντλεί, καταλήγοντας να μην ξέρουμε ποια είναι τα αληθινά, εκείνα τα ατόφια, που αμφιβολίες δε δέχονται. Γιατί πολύ απλά τα ειλικρινά από τη στόφα τους συναισθήματα δε χρειάζονται φεγγάρι και βεγγαλικά για να φανούν, φωτίζουν από μόνα τους.

Προσπάθησε, λοιπόν, να πάρεις τον χρόνο εκείνο που χρειάζεσαι πριν παίξεις το παιχνίδι, γιατί όταν παίζεις με συναισθήματα –για καλό δικό σου– πρέπει να παίζεις καθαρά και τίμια.

Δε συζητιούνται εύκολα οι φαντασιώσεις

Φαντασιώσεις. Κι η πρώτη σκέψη που περνά απ’ το μυαλό μου είναι πώς γράφουν για φαντασιώσεις σ’ έναν κόσμο που πάσχει από κυνισμό; Κι, ύστερα, έκανα τη σύνδεση. Ο κύριος τρόπος να χρησιμοποιούμε τη φαντασία μας ως ενήλικες καταντά να ‘ναι το σεξ; Λυπηρό. Ας είναι κι έτσι. Κάποιος εκστασιασμός πρέπει να υπάρχει σ’ αυτόν τον κόσμο, κι ας είναι αυτός κυρίως βασισμένος στην ηδονή. Κι έπειτα τι σου είναι ο έρωτας αν είναι ικανός να κρατήσει ζωντανά μέρη του εγκεφάλου, όπως η φαντασία, στη ρεαλιστική πραγματικότητα ενός κοινού έτους 2019.

Μπορούμε να διαχωρίσουμε τις φαντασιώσεις σε τρεις κύριες κατηγορίες.
Κατηγορία πρώτη: Σ’ αυτήν εντάσσονται οι φαντασιώσεις που είναι πρακτικά αδύνατο να πραγματοποιήσουμε, όπως για παράδειγμα με κάποιον διάσημο.
Κατηγορία δεύτερη: Φαντασιώσεις με άτομα απ’ τον γνωστό κύκλο μας, που θα μπορούσαμε να πραγματοποιήσουμε.
Κατηγορία τρίτη: Φαντασιώσεις που δεν εστιάζουν συγκεκριμένα στο άτομο αλλά στον χρόνο, τον τόπο και την πράξη.

Κι εδώ προκύπτουν διάφορα ερωτήματα. Τουτέστιν, αν είμαστε σε σχέση και δηλώνουμε ερωτευμένοι, κατά πόσο θεωρείται φυσιολογικό να ‘χουμε φαντασιώσεις της πρώτης και της δεύτερης κατηγορίας, που εμπλέκουν δηλαδή άλλα άτομα; Για πολλούς φαντασίωση της δεύτερης κατηγορίας, μπορεί να θεωρηθεί απιστία. Είναι; Είμαστε υπόλογοι για τις σκέψεις μας; Κι αν δεν μπορούμε να ελέγξουμε το μυαλό, μήπως οι φαντασιώσεις μας υποδηλώνουν αλήθειες που δεν είμαστε έτοιμοι να πούμε; Μήπως στη φαντασίωση με τρίτο άτομο κρύβεται η ανεπάρκεια της σχέσης μας να γεμίσει τα κενά μας;

Κι αν εμείς είμαστε πεπεισμένοι για τη φυσικότητα της κατάστασης κι άνετοι με το θέμα, δε σημαίνει ότι είναι κι η σχέση μας. Οπότε τίθεται το ερώτημα του κατά πόσο είμαστε διατεθειμένοι να συζητήσουμε και τι. Πέρα απ’ την ντροπή του τσαλακώματος. Γιατί θέλει ένα κάποιο θάρρος να αραδιάσεις τις ενδόμυχες επιθυμίες σου στο φως μέρα μεσημέρι, και πόσο μάλλον μπροστά στον άνθρωπο που σε ενδιαφέρει η εικόνα που έχει για ‘σένα πιο πολύ απ’ την εικόνα που σχηματίζει οποιοσδήποτε άλλος.

Κι αν αποφασίσεις να αποκαλύψεις φαντασιώσεις πρώτης κατηγορίας, σίγουρα θα λάβεις καλύτερες αντιδράσεις από αυτές της δεύτερης, αλλά μήπως υποβάλλεις τον σύντροφό σου σε έναν αγώνα δρόμου που είναι αδύνατο να κερδίσει; Μπαίνει αυτόματα και μόνος του σε μία διαδικασία σύγκρισης με το δικό σου άπιαστο απωθημένο το οποίο εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να φτάσει. Άρα αναγκάζεται να νιώθει ανεπαρκής. Εν τέλει, μήπως το μόνο που μπορείς να προκαλέσεις είναι σύγχυση; Απ’ την άλλη, αν μάθαινε με άλλο τρόπο ότι είχες φαντασιώσεις που δε συζητούσες, δε θα ήταν χειρότερο; Πώς μπορείς να είσαι σίγουρος ότι δε θα το πάρει εντελώς ανάποδα και δε θα ‘ναι αυτό κάτι που, στην τελική, θα μπει ανάμεσά σας; Φαντάζομαι δεν μπορείς.

Έπειτα, πάμε στην περίπτωση της τρίτης και πιο αθώας κατηγορίας, όπου η φαντασίωσή μας μπορεί να συμπεριλαμβάνει και τον σύντροφό μας. Ακόμα κι αν είμαστε έτοιμοι να μιλήσουμε γι’ αυτήν, πώς ξέρουμε ότι ο σύντροφός μας είναι έτοιμος να ακούσει; Είμαστε σε θέση να βιώσουμε ένα βλέμμα υποτίμησης, ντροπής ή και κατάκρισης; Κι αν είναι κι αυτός δεκτικός, το τελευταίο και πιο κρίσιμο ερώτημα είναι αν είμαστε ικανοί να την πραγματοποιήσουμε. Αν μπορούμε να διαθέσουμε τα ρίσκα που χρειάζονται για να περάσουμε τη γραμμή που διαχωρίζει τη φαντασία απ’ την πραγματικότητα.

Γιατί όσο είναι σκέψη, μπορεί να συσταλεί και να διαπλαστεί και να πάρει ό,τι σχήμα και μορφή θέλουμε να έχει. Είναι καθαρά δικό μας δημιούργημα, γέννημα θρέμμα του μυαλού μας. Αν, όμως, εφαρμοστεί, είναι πλέον πραγματικότητα. Γεγονός. Με πραγματικές διαστάσεις που δεν μπορούμε να μεταβάλουμε. Και μπορεί να μην είναι η πραγματικότητα αντάξια των προσδοκιών μας. Μπορεί, βέβαια, και να τις ξεπεράσει. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δε θα εντάσσεται στην ενότητα «φαντασιώσεις», πλέον θα θεωρείται κι επίσημα εμπειρία.

Το θέμα είναι αν θεωρούμε αντάξια την ανταλλαγή φαντασίας για πραγματικότητα κι αν μετά δε θα ζητάμε αποζημιώσεις. Πάντως, αν η απάντηση είναι «ναι», δε θα έπρεπε να μας προβληματίζει ότι είμαστε έτοιμοι να ανταλλάξουμε τα τελευταία υπολείμματα φαντασίας που διαθέτουμε για ακόμα λίγη δόση πραγματικότητας; Θα μου πείτε καλύτερα να τα ζούμε στον κόσμο κι όχι στο υποσυνείδητό μας. Τι να πω; Στην τελική, εναπόκειται στον καθένα από μας κι είναι ακόμα μία προσωπική επιλογή που έχουμε να κάνουμε.

Η ήττα και η νίκη είναι οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος

Η ίδια η γέννηση ενός ανθρώπου εξελίσσεται κάποιες φορές σε αγώνα ζωής και θανάτου. Κι όμως αυτό αποτελεί απλώς μια πρόγευση εκείνου που ακολουθεί μετά. Η πείνα, η δίψα ή το κρύο αποτελούν μέρος απ’ τις συνθήκες, μέσω των οποίων συνεχώς η ζωή μάς προκαλεί να ενεργοποιήσουμε τις δικές μας δυνάμεις και να εντείνουμε τις προσπάθειές μας.

Στο πατρικό μας σπίτι, στο νηπιαγωγείο, στο σχολείο ή αργότερα στον χώρο εργασίας, παντού αναγκαζόμαστε και πρέπει να επικρατήσουμε. Ακόμη και στη συμβίωση με τον αγαπημένο μας σύντροφο δεν λείπουν οι περιορισμοί, η τριβή και οι συγκρούσεις. Συχνά στο τέλος της ημέρας βρίσκουμε τον εαυτό μας αποκαμωμένο απ’ όλα αυτά να ονειρεύεται στο ηλιοβασίλεμα έναν παραδεισένιο κόσμο και να νοσταλγεί τη μόνιμη ειρήνη.

Κι όμως η πρώτη αχτίδα της νέας ημέρας καταστρέφει τη νυχτερινή μας ησυχία και μας κινητοποιεί προς νέες πράξεις. Ποτέ δεν ησυχάζουμε, ποτέ δεν χαλαρώνουμε πλήρως και ποτέ δεν βρίσκουμε αληθινή ειρήνη. Έτσι αισθανόμαστε –ειδικά προς τα μέσα τη ζωής– κυνηγημένοι από το πεπρωμένο και συχνά χωρίς να γνωρίζουμε –χωρίς να έχουμε την παραμικρή ιδέα– προς τα πού οδηγεί όλο αυτό το ταξίδι.

Έχει όλος αυτός ο αγώνας κάποιον στόχο; Ή αγωνιζόμαστε τελικά, απλώς για να αγωνιζόμαστε; Τέτοια ερωτήματα μπορεί να έθεταν στον εαυτό τους και οι ήρωες της Τροίας. Μετά από διάρκεια δέκα ετών ο αγώνας δεν έχει πλέον ούτε υψηλότερο στόχο ούτε αληθινό νόημα. Ο αγώνας και η σχετική μ’ αυτόν στάση γίνεται τότε καθημερινότητα.

Παρομοίως συμβαίνει και με εμάς. Είτε το θέλουμε είτε όχι, η ζωή μάς οδηγεί στον αγώνα, μας κάνει αγωνιστές –τον καθένα με τον δικό του διαφορετικό τρόπο. Όποιος δεν έχει το θάρρος να πολεμήσει ευθέως, πολεμά καλυμμένα. Όποιος όντας μόνος αισθάνεται πολύ αδύναμος, αναζητά συμμάχους. Όποιος θεωρεί τον εαυτό του πολύ άπειρο, παραχωρεί την ηγεσία σε άλλους. Ένα ισχύει ωστόσο για όλους: η νοοτροπία του αγωνιζόμενου.

Η σκέψη μας λειτουργεί στο πλαίσιο κατηγοριών: του καλού και κακού, φίλου και εχθρού, νίκης και ήττας. Ο κόσμος μάς φαντάζει χωρισμένος σε δύο διαφορετικά στρατόπεδα –εμείς ανήκουμε στο ένα, οι εχθροί μας στο άλλο. Μέσα σε έναν τέτοιο διχασμό του κόσμου μας, δεν εκπλήσσει η διαδεδομένη πεποίθηση, ότι μόνο μια απόλυτη νίκη επί του υποτιθέμενου εχθρού θα έφερνε την πολυπόθητη ειρήνη.

Ωστόσο μια τέτοια πεποίθηση αποτελεί αυταπάτη. Ήδη γνωρίζουμε από τον Όμηρο στην Οδύσσεια ότι ο στρατηγός των Ελλήνων, ο Αγαμέμνων, δολοφονείται αισχρά κατά την επιστροφή του μετά τη μεγάλη νίκη. Και για τον Οδυσσέα τα πράγματα δεν είναι πολύ καλύτερα. Τον περιμένει μια δεκαετής περιπλάνηση προτού φτάσει στο σπίτι του, για να αντικρίσει μια ορδή από θρασείς μνηστήρες να τρώνε το βιός του. Και άλλοι γενναίοι αγωνιστές της Τροίας δεν περνούν καλύτερα. Σε πολύ λίγους μόνο ήταν γραφτό να επιστρέψουν με ευκολία και τύχη.

Κι εμάς ο αγώνας μάς οδηγεί κάποτε πολύ μακριά από την πατρίδα. Κι εμείς βλέπουμε στον αγώνα μόνο ένα νόημα: τη νίκη. Αν κάποιος μας έλεγε –προς τη μέση της ζωής– ότι η ήττα είναι το ίδιο πολύτιμη με τη νίκη, θα τον περιγελούσαμε ή ενδεχομένως και να τον αντιμετωπίζαμε αφ’ υψηλού με κάποιου είδους λύπηση. Μια ήττα –σε αυτό είμαστε όλοι σίγουροι– δεν μπορεί να «εξυμνηθεί», είναι αναγκαστική και χρειάζεται να κρυφτεί όσο γίνεται καλύτερα.

Ισχύει κάτι τέτοιο ή μήπως είμαστε θύματα μιας απάτης των αισθήσεών μας; Υπάρχει κάτι τέτοιο: μια ευτυχής ήττα; Μία πολύτιμη; Ή μήπως μια ευλογημένη; Ας θυμηθούμε κάποιες εμπειρίες μας. Φυσικά και χρειάστηκε να βιώσουμε ήττες –επαγγελματικές, ιδιωτικές, προσωπικές. Τι μας έφεραν όμως εκτός από πόνο και έννοιες; Ας τις αφήσουμε να περάσουν σιγά σιγά ως ανασκόπηση μπροστά μας και γρήγορα θα ανακαλύψουμε πόσο πολύ επηρέασαν τη ζωή μας. Οι ήττες αποτελούν κατά κανόνα απογοητεύσεις και ως τέτοιες μάς απελευθερώνουν από διάφορες «γοητείες».

Έτσι θα μπορούσαμε μετά από κάθε απογοήτευση να αφήνουμε πίσω μας και μια αυταπάτη, επιλογή η οποία –χωρίς καμία αμφιβολία– θα ακόνιζε τη ματιά μας ως προς την πραγματικότητα. Μια νίκη μαρτυρά τις αγωνιστικές μας ικανότητες, ενώ μια ήττα μάς πληροφορεί ως προς τις αυταπάτες μας. Ποιος τολμά να πει τι είναι πολυτιμότερο; Η ήττα και η νίκη είναι οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Και οι δύο πλευρές είναι σημαντικές για τον δρόμο της ζωής μας.

Στους Κίκονες ο Οδυσσέας πρέπει να αποδεχτεί την πρώτη του μεγάλη ήττα, στ’ αλήθεια όχι απλώς και μόνο λόγω της μεγάλης νίκης στην Τροία. Έχει εδώ και καιρό αποδείξει ότι μπορεί να αγωνίζεται και να νικά. Στους Κίκονες το ουσιώδες είναι να δείξει αν μπορεί να αποφεύγει πολέμους και να διαχειρίζεται ήττες. Τη συμβουλή της Αθηνάς την κατάλαβε –ωστόσο τα πολεμικά του ένστικτα υπερίσχυσαν της ευφυούς σύνεσης.

Η ήττα αποτέλεσε το μοναδικό δυνατό μέσο ίασης γι’ αυτόν. Κατάφερε κάποτε μέσω του τεχνάσματός του να επιφέρει μια πικρή ήττα στους Τρώες. Ήρθε η σειρά του να καταπιεί το ίδιο πικρό χάπι –ακριβώς βάσει της ομοιοπαθητικής αρχής, σύμφωνα με την οποία όμοια θεραπεύονται από όμοια.

Η συνέχεια της Οδύσσειας μας δείχνει ότι ο Οδυσσέας έμαθε από την απογοήτευση και την ήττα. Ο δρόμος του στην Τρωική εκστρατεία είναι στεφανωμένος από νίκες, ενώ στον δρόμο της επιστροφής για την Ιθάκη βιώνει μπόλικες απογοητεύσεις. Ωστόσο ούτε απογοήτευση ούτε πόνος μπόρεσαν να τον αποθαρρύνουν. Αντιθέτως στο ταξίδι της επιστροφής κερδίζει επάξια το προσωνύμιο «ταλασίφρων» ή «πολύπαθος».

Το πουλί που γεννήθηκε στο κλουβί νομίζει ότι το πέταγμα είναι αρρώστια

Κάθε πουλάκι γεννιέται για να είναι ελεύθερο∙ εάν εμείς το εγκλωβίσουμε σε ένα κλουβί, θα νιώσει περιορισμένο, παγιδευμένο σε έναν χώρο στενό, κλειστό και κρύο.

Θα αισθανθεί σα να του κόβει κάποιος τα φτερά, στερώντας του αυτό που του χαρίζει την ταυτότητά του: την δυνατότητα να πετά.

Η φράση του τίτλου ανήκει στον Alejandro Jodorowsky και είναι το σημείο από το οποίο θα ξεκινήσουμε για να δούμε αν αυτό ισχύει και με τους ανθρώπους.

Αυτό βέβαια είναι μια μεταφορά, ένα σχήμα λόγου, που δείχνει ότι όταν κάποιος ζει μέσα σε ένα κλουβί, σαν πουλάκι παγιδευμένο, δεν έχει τη δυνατότητα μιας ευρείας προοπτικής της ίδιας της ζωής.

Υπάρχουν άνθρωποι που είναι ικανοποιημένοι με ό,τι έχουν αποκτήσει, με τις πεποιθήσεις που θεωρούν ασφαλείς και βέβαιες και δεν έχουν την ανάγκη, ή την επιθυμία να ταξιδέψουν σε άλλα λιβάδια, να γνωρίσουν νέες εμπειρίες.

Αυτό δε σημαίνει ότι είναι κάτι κακό∙ από τη στιγμή που είναι δική μας επιλογή και δεν υπάρχουν συνέπειες κανείς δεν μπορεί να μας κατηγορήσει.

Το πρόβλημα προκύπτει από τη στιγμή που το πουλάκι θεωρεί ότι όλοι οι υπόλοιποι, ακόμη κι οι συγγενείς του, σφάλουν εάν ανοίξουν τα φτερά τους και πετάξουν μακριά από τη φωλιά. 
«Το αηδόνι δεν φτιάχνει τη φωλιά του μέσα σε κλουβί, διότι δεν θέλει η σκλαβιά να είναι η μοίρα των μικρών του». Khalil Gibran

 

Ένα πουλάκι που παραμένει μέσα στο κλουβί ακόμη κι όταν η πόρτα του κλουβιού είναι ανοιχτή, είναι ένα πουλάκι εγκλωβισμένο, φοβισμένο…


Με τον ίδιο τρόπο, εμείς, οι άνθρωποι, γεννηθήκαμε για να πάμε εκεί που μας οδηγεί η επιθυμία μας, ελεύθερα και αυτόνομα.

Ωστόσο, για πολλούς διαφορετικούς λόγους, όπως η παιδεία ή η κοινωνική επιρροή, υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι, μεγαλώνοντας αγκυροβολούν σε μία, αποκαλούμενη, «ζώνη ασφάλειας», από την οποία δεν έχουν την ικανότητα να βγουν, ακόμη κι εάν κάποιος τους σπρώξει προς τα έξω.

Αυτή η «ζώνη ασφάλειας» συνδέεται με κάτι που μας είναι οικείο και μας γεννά ένα αίσθημα ασφάλειας, προστασίας, όταν η καθημερινότητά μας και κάθε εδραιωμένη πραγματικότητα κάνουν τα πάντα για εμάς.

Στην ουσία, πολλές φορές αντιμετωπίζουμε περισσότερες δυσκολίες για να πετάξουμε από πάνω μας αυτά τα συμπεριφορικά πρότυπα και τις αξίες που έχουμε αποκτήσει, ενώ αισθανόμαστε ξένοι με κάθε νέα αξία, διαφορετική από τη δική μας.

Από τη στιγμή που είμαστε ελεύθεροι, κανένα πουλάκι δεν είναι υποχρεωμένο να βγει από το κλουβί του και να πετάξει. Όπως επίσης και κανένας από εμάς δεν είναι υποχρεωμένος να παραμείνει μέσα στο κλουβί πλέον.

Η κατανόηση ενός διαφορετικού τρόπου ζωής είναι μια επωφελής στάση που μας βοηθά να διατηρήσουμε τις προσωπικές μας σχέσεις.
«Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, πρέπει να είναι ελεύθερος».
«Η πρωταρχική του αρετή, η πιο λαμπερή του ομορφιά, ο μεγαλύτερός του έρωτας είναι η ελευθερία». Juan Ramón Jiménez

 

Δύο μάτια  δεμένα με επιδέσμους δεν βλέπουν παρά μόνο ένα τυφλό πνεύμα.


Μία από τις πιο δημοφιλείς και σημαντικές προσωπικότητες του κόσμου, ο Nelson Mandela, πίστευε πάνω από όλα στην ελευθερία του πνεύματος.

Όταν φοράμε στα μάτια παρωπίδες, μπορούμε  – εάν θέλουμε –  να τις πετάξουμε μακριά και να δούμε τους ανοιχτούς ορίζοντες, αλλά αυτό είναι πιο περίπλοκο για ένα τυφλό πνεύμα.

Αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι δεν έχουν την ικανότητα να αντιληφθούν ότι βρίσκονται μέσα σε ένα κλουβί, αισθάνονται να πέφτουν πάνω τους κριτικά σχόλια άλλων πλασμάτων, που έχουν ένα πνεύμα ακόμη πιο άκαμπτο: «είσαι τρελός», «δεν είναι σωστή συμπεριφορά», «είναι λάθος αυτό που κάνεις», «τι θα πουν οι άλλοι για εσένα;» είναι φράσεις που ακούμε όταν τολμάμε να ανοίξουμε τα φτερά μας.

Εκείνος που βρίσκεται μέσα στο κλουβί αντιλαμβάνεται πάντοτε ότι ο κόσμος είναι γεμάτος χρώματα και προκλήσεις! Εκείνος που δεν πιστεύει ότι είναι πουλί φυτεύει τα όνειρά του στο έδαφος και μπλέκεται σε έναν φαύλο κύκλο, από τον οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει.

Εκείνος που δεν αμφισβητεί την ικανότητά του να πετάει αναρωτιέται εάν οι άλλοι μπορούν να πετάξουν και μαζί με εκείνους και τα όνειρά τους.

Πρέπει να προκαλούμε το πνεύμα μας να δοκιμάσει νέες εμπειρίες, όχι να το θεωρούμε χορτασμένο.


Εάν ένα πουλάκι έχει φτερά που του επιτρέπουν να πετάξει, ο άνθρωπος έχει ένα πνεύμα που του επιτρέπει να απογειώνεται.

Ωστόσο, θα πρέπει να προκαλούμε το πνεύμα μας, να το ταΐζουμε όμορφες σκέψεις, να το βοηθήσουμε να σκέφτεται χωρίς να το γεμίζουμε προκαταλήψεις.

Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν σαν πουλιά, περνώντας τη ζωή τους μέσα σε ένα κλουβί, επειδή φοβούνται να πετάξουν όταν ξαφνικά η πόρτα ανοίξει.

Δε σημαίνει ότι το πουλάκι κρατάει κακία στους συγγενείς του που πετούν, απλώς δεν τολμάει να το κάνει και το ίδιο. Όλα αυτά έχουν τη δική τους αιτία και σε αυτή την περίπτωση, το μόνο που αυτά τα πουλάκια χρειάζονται είναι τόλμη και γενναιότητα.

«Sapere aude», όπως είπε και ο φιλόσοφος Kant: τόλμα να είσαι σοφός, τόλμα να γνωρίσεις, χρησιμοποίησε τον λόγο για να το πετύχεις.
«Η ελευθερία μας φοβίζει όταν δε συνηθίζουμε να την χρησιμοποιούμε». -Robert Schuman

Αρχαία Ελληνική Γραμματεία: ΟΜΗΡΟΣ – Ἰλιὰς Σ 478-508, 541-549, 561-572, 590-608

Η ασπίδα του Αχιλλέα

Όταν ο Αχιλλέας πληροφορείται τον θάνατο του Πατρόκλου, θρηνεί γοερά γιa τον χαμό του. Στα βάθη της θαλάσσης η μητέρα του, η Θέτις, ακούει τον θρήνο του και έρχεται να τον παρηγορήσει, συνοδευόμενη από τις αδελφές της, τις Νηρηίδες. Ο Αχιλλέας είναι αποφασισμένος να εκδικηθεί τον Έκτορα. Η μητέρα του πηγαίνει στον Όλυμπο για να του εξασφαλίσει όπλα, επειδή τα όπλα του, που τα είχαν χαρίσει άλλοτε οι θεοί στον Πηλέα, όταν παντρεύτηκε τη Θέτιδα, τα είχε δώσει στον Πάτροκλο και τώρα βρίσκονται στα χέρια του Έκτορα.

Ικανό τμήμα της ραψωδίας Σ, στην οποία οι Αλεξανδρινοί έδωσαν τον τίτλο Ὁπλοποιία, αφιερώνεται στην περιγραφή της καινούργιας ασπίδας (κατασκευή και -κυρίως- διακόσμηση), ενώ στα υπόλοιπα όπλα γίνεται απλώς σύντομη αναφορά. Φαίνεται ότι η ασπίδα είχε σχήμα κυκλικό και ότι οι παραστάσεις που την κοσμούσαν ήσαν διατεταγμένες σε ομόκεντρους κύκλους. Αντίθετα από ό,τι συμβαίνει σε ανάλογες περιγραφές, οι παραστάσεις της ασπίδας, που δεν αντλούν τα θέματά τους από τον μύθο, δεν έχουν επιλεγεί με σκοπό να εμβάλουν φόβο στους αντιπάλους, αλλά συγκροτούν μια ισορροπημένη επιλογή σκηνών από την καθημερινή ζωή, που πλαισιώνονται από την εικόνα του "σύμπαντος" (στο κέντρο) και την εικόνα του Ωκεανού (στην περιφέρεια). Ενδιαμέσως περιγράφονται με τη σειρά οι εξής παραστάσεις: 1) δύο πολιτείες, από τις οποίες η πρώτη (α) παρουσιάζεται σε ειρηνικές ασχολίες (γάμος, "δικαστήριο"), ενώ η δεύτερη (β) σε στιγμές πολέμου (πολιορκία, μάχη)· 2) όργωμα· 3) θερισμός· 4) τρύγος· 5) επίθεση λεόντων σε αγέλη βοδιών· 6) βοσκότοπος· 7) χορός. (Στο απόσπασμα που ακολουθεί παραλείπονται οι σκηνές 2β, 3, 5 και 6).

Η επιλογή του ποιητή να παρουσιάσει πάνω στην ασπίδα καθημερινές σκηνές του επιτρέπει να εισαγάγει στην επική αφήγηση, που αναφέρεται στο "εκεί" και το "τότε", στοιχεία από τον σύγχρονό του κόσμο, από το "εδώ" και το "τώρα". Ένα μέρος από τη γοητεία της περιγραφής απορρέει από το γεγονός ότι ο ποιητής, αντί να περιγράφει στατικές εικόνες, τις μετατρέπει σε ιστορίες γεμάτες ζωή και κίνηση.

Ἰλιὰς Σ 478-508, 541-549, 561-572, 590-608
ποίει δὲ πρώτιστα σάκος μέγα τε στιβαρόν τε
πάντοσε δαιδάλλων, περὶ δ᾽ ἄντυγα βάλλε φαεινὴν
480 τρίπλακα μαρμαρέην, ἐκ δ᾽ ἀργύρεον τελαμῶνα.
πέντε δ᾽ ἄρ᾽ αὐτοῦ ἔσαν σάκεος πτύχες· αὐτὰρ ἐν αὐτῷ
ποίει δαίδαλα πολλὰ ἰδυίῃσι πραπίδεσσιν.
ἐν μὲν γαῖαν ἔτευξ᾽, ἐν δ᾽ οὐρανόν, ἐν δὲ θάλασσαν,
ἠέλιόν τ᾽ ἀκάμαντα σελήνην τε πλήθουσαν,
485 ἐν δὲ τὰ τείρεα πάντα, τά τ᾽ οὐρανὸς ἐστεφάνωται,
Πληϊάδας θ᾽ Ὑάδας τε τό τε σθένος Ὠρίωνος
Ἄρκτον θ᾽, ἣν καὶ Ἄμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν,
ἥ τ᾽ αὐτοῦ στρέφεται καί τ᾽ Ὠρίωνα δοκεύει,
οἴη δ᾽ ἄμμορός ἐστι λοετρῶν Ὠκεανοῖο.
490 ἐν δὲ δύω ποίησε πόλεις μερόπων ἀνθρώπων
καλάς. ἐν τῇ μέν ῥα γάμοι τ᾽ ἔσαν εἰλαπίναι τε,
νύμφας δ᾽ ἐκ θαλάμων δαΐδων ὕπο λαμπομενάων
ἠγίνεον ἀνὰ ἄστυ, πολὺς δ᾽ ὑμέναιος ὀρώρει·
κοῦροι δ᾽ ὀρχηστῆρες ἐδίνεον, ἐν δ᾽ ἄρα τοῖσιν
495 αὐλοὶ φόρμιγγές τε βοὴν ἔχον· αἱ δὲ γυναῖκες
ἱστάμεναι θαύμαζον ἐπὶ προθύροισιν ἑκάστη.
λαοὶ δ᾽ εἰν ἀγορῇ ἔσαν ἀθρόοι· ἔνθα δὲ νεῖκος
ὠρώρει, δύο δ᾽ ἄνδρες ἐνείκεον εἵνεκα ποινῆς
ἀνδρὸς ἀποφθιμένου· ὁ μὲν εὔχετο πάντ᾽ ἀποδοῦναι
500 δήμῳ πιφαύσκων, ὁ δ᾽ ἀναίνετο μηδὲν ἑλέσθαι·
ἄμφω δ᾽ ἱέσθην ἐπὶ ἴστορι πεῖραρ ἑλέσθαι.
λαοὶ δ᾽ ἀμφοτέροισιν ἐπήπυον, ἀμφὶς ἀρωγοί·
κήρυκες δ᾽ ἄρα λαὸν ἐρήτυον· οἱ δὲ γέροντες
ἥατ᾽ ἐπὶ ξεστοῖσι λίθοις ἱερῷ ἐνὶ κύκλῳ,
505 σκῆπτρα δὲ κηρύκων ἐν χέρσ᾽ ἔχον ἠεροφώνων·
τοῖσιν ἔπειτ᾽ ἤϊσσον, ἀμοιβηδὶς δὲ δίκαζον.
κεῖτο δ᾽ ἄρ᾽ ἐν μέσσοισι δύω χρυσοῖο τάλαντα,
τῷ δόμεν ὃς μετὰ τοῖσι δίκην ἰθύντατα εἴποι.
541 ἐν δ᾽ ἐτίθει νειὸν μαλακήν, πίειραν ἄρουραν,
εὐρεῖαν τρίπολον· πολλοὶ δ᾽ ἀροτῆρες ἐν αὐτῇ
ζεύγεα δινεύοντες ἐλάστρεον ἔνθα καὶ ἔνθα.
οἱ δ᾽ ὁπότε στρέψαντες ἱκοίατο τέλσον ἀρούρης,
545 τοῖσι δ᾽ ἔπειτ᾽ ἐν χερσὶ δέπας μελιηδέος οἴνου
δόσκεν ἀνὴρ ἐπιών· τοὶ δὲ στρέψασκον ἀν᾽ ὄγμους,
ἱέμενοι νειοῖο βαθείης τέλσον ἱκέσθαι.
ἡ δὲ μελαίνετ᾽ ὄπισθεν, ἀρηρομένῃ δὲ ἐῴκει,
χρυσείη περ ἐοῦσα· τὸ δὴ περὶ θαῦμα τέτυκτο.
561 ἐν δὲ τίθει σταφυλῇσι μέγα βρίθουσαν ἀλωὴν
καλὴν χρυσείην· μέλανες δ᾽ ἀνὰ βότρυες ἦσαν,
ἑστήκει δὲ κάμαξι διαμπερὲς ἀργυρέῃσιν.
ἀμφὶ δὲ κυανέην κάπετον, περὶ δ᾽ ἕρκος ἔλασσε
565 κασσιτέρου· μία δ᾽ οἴη ἀταρπιτὸς ἦεν ἐπ᾽ αὐτήν,
τῇ νίσοντο φορῆες, ὅτε τρυγόῳεν ἀλωήν.
παρθενικαὶ δὲ καὶ ἠΐθεοι ἀταλὰ φρονέοντες
πλεκτοῖς ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν.
τοῖσιν δ᾽ ἐν μέσσοισι πάϊς φόρμιγγι λιγείῃ
570 ἱμερόεν κιθάριζε, λίνον δ᾽ ὑπὸ καλὸν ἄειδε
λεπταλέῃ φωνῇ· τοὶ δὲ ῥήσσοντες ἁμαρτῇ
μολπῇ τ᾽ ἰυγμῷ τε ποσὶ σκαίροντες ἕποντο.
590 ἐν δὲ χορὸν ποίκιλλε περικλυτὸς ἀμφιγυήεις,
τῷ ἴκελον οἷόν ποτ᾽ ἐνὶ Κνωσῷ εὐρείῃ
Δαίδαλος ἤσκησεν καλλιπλοκάμῳ Ἀριάδνῃ.
ἔνθα μὲν ἠΐθεοι καὶ παρθένοι ἀλφεσίβοιαι
ὠρχεῦντ᾽, ἀλλήλων ἐπὶ καρπῷ χεῖρας ἔχοντες.
595 τῶν δ᾽ αἱ μὲν λεπτὰς ὀθόνας ἔχον, οἱ δὲ χιτῶνας
εἵατ᾽ ἐϋννήτους, ἦκα στίλβοντας ἐλαίῳ·
καί ῥ᾽ αἱ μὲν καλὰς στεφάνας ἔχον, οἱ δὲ μαχαίρας
εἶχον χρυσείας ἐξ ἀργυρέων τελαμώνων.
οἱ δ᾽ ὁτὲ μὲν θρέξασκον ἐπισταμένοισι πόδεσσι
600 ῥεῖα μάλ᾽, ὡς ὅτε τις τροχὸν ἄρμενον ἐν παλάμῃσιν
ἑζόμενος κεραμεὺς πειρήσεται, αἴ κε θέῃσιν·
ἄλλοτε δ᾽ αὖ θρέξασκον ἐπὶ στίχας ἀλλήλοισι.
603 πολλὸς δ᾽ ἱμερόεντα χορὸν περιίσταθ᾽ ὅμιλος
605 τερπόμενοι· δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ᾽ αὐτοὺς
μολπῆς ἐξάρχοντες ἐδίνευον κατὰ μέσσους.
ἐν δὲ τίθει ποταμοῖο μέγα σθένος Ὠκεανοῖο
ἄντυγα πὰρ πυμάτην σάκεος πύκα ποιητοῖο.

***
Επήρε πρώτα πρώτα κι έφτιαξε ασπίδα στέρεη, γιγάντια,
δουλεύοντάς τη ολόκληρη με τέχνη·
την έδεσε ολόγυρα με λαμπερό τριπλό στεφάνι που άστραφτε
και απ᾽ αυτό εκρέμασε λουρί ασημένιο.

480
Το σώμα της ασπίδας το έστρωσε πέντε φορές
και πάνω του χάραξε πολλά στολίδια με το σοφό μυαλό του.

Έβαλε μέσα τη γης, έβαλε τον ουρανό, έβαλε τη θάλασσα,
έβαλε τον ήλιο τον ακάμαντο και το φεγγάρι ολόγιομο,
κι όλα τα αστέρια που στεφανώνουν τον ουρανό,
τις Πλειάδες,1 τις Υάδες, τον στιβαρό Ωρίωνα,

485
την Άρκτο, που τήνε λεν και Αμάξι,
που μένει εκεί γυρνώντας γύρω γύρω και παραφυλάει τον Ωρίωνα,
αυτή που μόνη δεν μοιράζεται τα λουτρά του Ωκεανού.1
Έφτιαξε και δυο θεσπέσιες πολιτείες ανθρώπων

490
που τους δαμάζει ο θάνατος.
Στη μια γίνονταν γάμοι και ξεφάντωναν·
με λαμπάδες που φεγγοβολούσαν
έπαιρναν από τα δώματα τις νύφες
και τις οδηγούσαν μέσα από την πόλη,
ενώ ξεχυνόταν πλούσιο το τραγούδι του υμεναίου· 2
νεαροί χορευτές στροβιλίζονταν,

495
και ανάμεσά τους ηχούσαν αυλοί και φόρμιγγες.
Οι γυναίκες στέκονταν στις πόρτες και θαύμαζαν.
Οι άντρες ήσαν συναθροισμένοι στον τόπο που συνάζονται·
εκεί είχε ξεσπάσει μια φιλονικία·
φιλονικούσαν δύο για το τίμημα κάποιου που σκοτώθηκε·
ο ένας προσφερόταν να το πληρώσει στο ακέραιο
και αυτό το έλεγε ανοιχτά στον κόσμο,

500
όμως ο άλλος δεν δεχόταν τίποτα,3
και οι δύο ήθελαν να πάνε σε κριτή να κρίνει.
Το πλήθος μοιρασμένο εκραύγαζε
βοηθώντας και τον ένα και τον άλλο.
Και οι κήρυκες εκεί επάλευαν να κρατήσουν τον κόσμο·
οι γέροντες εκάθονταν πάνω σε λαξεμένες πέτρες
μέσα στον ιερό κύκλο4
και από τους κήρυκες με τις φωνές που γεμίζουν τον αέρα

505
έπαιρναν και κρατούσαν στα χέρια τους σκήπτρα.
Οι δυο που μάλωναν έτρεχαν τότε μπροστά τους,
και αυτοί εκρίναν ένας ένας.
Στη μέση εκεί ακουμπισμένα στο χώμα
περίμεναν δυο τάλαντα χρυσάφι,
για να δοθούν σ᾽ εκείνον από τους κριτές
που θα ᾽βγαζε την πιο δίκαιη κρίση.
...
Έβαλε και ένα νέο χωράφι ήμερο,

541
γη καρπερή, απλόχωρη, οργωμένη τρεις φορές.
Πολλοί ζευγάδες εκεί μέσα πήγαιναν κι έρχονταν,
οδηγώντας τα ζευγάρια τους πέρα δώθε.
Και όταν γυρίζοντας έφταναν στην άκρη του χωραφιού,
ερχόταν τότες ένας άντρας και τους έδινε κρασί γλυκό σα μέλι·

545
εκείνοι εγύριζαν στον όργο πάλι και πάλι,
γυρεύοντας να φτάσουν ως την άκρη του νέου χωραφιού
με το βαθύ χώμα.
Και το χωράφι πίσω τους εμαύριζε κι έμοιαζε οργωμένο,
ας ήτανε από χρυσάφι· ήτανε ένα θαύμα αυτό που έφτιαξε.
...
Έβαλε αμπέλι όμορφο, χρυσό,
με κλήματα που ελύγιζαν από το βάρος του καρπού·
ήτανε μαύρα τα σταφύλια του και τα κλήματα πέρα ώς την άκρη
έγερναν πάνω σε ασημένιες βέργες.
Από τη μια κι από την άλλη έβαλε αυλάκι εβένινο
και γύρω το έκλεισε με φράχτη από κασσίτερο.
Εκεί οδηγούσε μονάχα ένα μονοπάτι,

565
απ᾽ όπου περνούσαν εκείνοι που μετέφεραν τον καρπό,
όταν τρυγούσαν το αμπέλι.
Παρθενικά κορίτσια και νέοι ανύμφευτοι και ανέμελοι
σήκωναν σε πλεχτά καλάθια τον καρπό γλυκό σα μέλι.
Εκεί στη μέση κάποιο αγόρι έπαιζε με τη λιγυρή φόρμιγγα
μελωδίες που ξυπνούν τον πόθο και με την ηδυπάθεια της φωνής του570
τραγουδούσε θεσπέσια το τραγούδι του Λίνου.5
Εκείνοι ακολουθούσαν χτυπώντας όλοι με τα πόδια τους το χώμα
και λικνίζονταν τραγουδώντας και αλαλάζοντας.
...
 
Εσκάλισε κι ένα χορό ο φημισμένος τεχνίτης με τα κυρτά πόδια

590
όμοιο μ᾽ εκείνον που έφτιαξε κάποτε στην απλόχωρη Κνωσσό
ο Δαίδαλος για την καλλίκομη Αριάδνη.
Εκεί εχορεύαν νέοι ανύπαντροι και παρθένες βαρύτιμες,
κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου στον καρπό.
Οι γυναίκες φορούσαν αραχνοΰφαντα φορέματα,

595
οι άντρες χιτώνες με τέλεια ύφανση, που αχνοφέγγιζαν από το λάδι.6
Εκείνες έφεραν ωραία στεφάνια, εκείνοι είχανε χρυσά μαχαίρια
που κρέμονταν από αλυσίδες ασημένιες·
με ασκημένα πόδια άλλοτες έτρεχαν αβίαστα,
όπως όταν ένας κεραμέας καθιστός

600
δοκιμάζει ανάμεσα στις παλάμες του
το ζυγισμένο τροχό
να δει αν γυρίζει·
άλλοτε πάλι έτρεχαν σε δυο σειρές αντικρυστά.
Μέγα πλήθος όρθιο γύρω τους χαίρονταν τον χορό
που ξυπνάει τον πόθο· και δίπλα τους δυο ακροβάτες

605
άρχιζαν το τραγούδι και στροβιλίζονταν εκεί στη μέση.

Έβαλε τέλος και το ακατάλυτο ποτάμι του Ωκεανού
πλάι στο ακρότατο στεφάνι της στερεής ασπίδας.
--------------------------
1 Οι Πλειάδες (Πούλια) και οι Υάδες (πιθανώς από το ὕω = βρέχω) είναι αστερισμοί που βρίσκονται κοντά στον Ωρίωνα. Κατά τον Ησίοδο με την εμφάνιση των Πλειάδων αρχίζει ο θερισμός και με τη δύση τους το όργωμα. Έχει επισημανθεί ότι η εμφάνιση και η δύση των τριών αυτών αστερισμών καλύπτει το διάστημα από τον Μάιο έως τον Νοέμβριο, δηλαδή την περίοδο κατά την οποία λαμβάνουν χώρα οι τρεις γεωργικές δραστηριότητες που περιγράφονται στη συνέχεια σε σκηνές της ασπίδας (θερισμός, τρύγος, όργωμα). Δεδομένου ότι για τους αρχαίους η (επίπεδη) γη περιβρέχεται από τον ποταμό Ωκεανό, όλα τα αστέρια ανατέλλουν από τον Ωκεανό και δύουν στον Ωκεανό. Η (Μεγάλη) Άρκτος δεν δύει στον Ωκεανό, επειδή για τους κατοίκους του βορείου ημισφαιρίου είναι ορατή καθ᾽ όλο το έτος.
2 Το τραγούδι του γάμου. Ονομάζεται υμέναιος από την τελετουργικώς επαναλαμβανόμενη κραυγή ὑμήν.
3 Πιθανώς η διαφωνία των δύο είχε να κάνει με το ότι ο ένας (ο δράστης) προσφερόταν να καταβάλει το τίμημα, ενώ ο άλλος (ο συγγενής του θύματος) επέμενε στην αντεκδίκηση.
4 Ο κύκλος χαρακτηρίζεται ιερός, επειδή ο ίδιος ο Ζευς εποπτεύει την απονομή δικαιοσύνης και επειδή κοντά στον χώρο που συγκεντρώνονται πρέπει να υπήρχαν βωμοί.
5 Το (θρηνητικό) τραγούδι του Λίνου και η ίδια η μυθική μορφή του Λίνου έχουν ίσως την αφετηρία τους στην πιθανώς ανατολικής προελεύσεως πένθιμη κραυγή αἴλινον. Στην αρχαιότητα υπήρχαν διάφορες παραδόσεις σχετικά με τον Λίνο, με κοινό χαρακτηριστικό τους ότι τον θάνατό του τον ακολουθούσε καθολικός θρήνος. Σύμφωνα με μία εκδοχή, ανταγωνιζόταν τον Απόλλωνα στο τραγούδι και ο θεός τον σκότωσε.
6 Κατά την ύφανση χρησιμοποιούσαν λάδι για να γυαλίζουν τα ρούχα και ίσως για να γίνονται πιο απαλά.