Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Βάτραχοι (1099-1118)

ΧΟ. μέγα τὸ πρᾶγμα, πολὺ τὸ νεῖκος, ἁδρὸς ὁ πόλεμος ἔρχεται. [στρ.]
1100 χαλεπὸν οὖν ἔργον διαιρεῖν,
ὅταν ὁ μὲν τείνῃ βιαίως,
ὁ δ᾽ ἐπαναστρέφειν δύνηται κἀπερείδεσθαι τορῶς.
Ἀλλὰ μὴ ᾽ν ταὐτῷ κάθησθον·
εἰσβολαὶ γάρ εἰσι πολλαὶ χἄτεραι σοφισμάτων.
1105 ὅ τι περ οὖν ἔχετον ἐρίζειν,
λέγετον, ἔπιτον, ἀνὰ ‹δὲ› δέρετον
τά τε παλαιὰ καὶ τὰ καινά,
κἀποκινδυνεύετον λεπτόν τι καὶ σοφὸν λέγειν

εἰ δὲ τοῦτο καταφοβεῖσθον, μή τις ἀμαθία προσῇ [ἀντ.]
1110 τοῖς θεωμένοισιν, ὡς τὰ
λεπτὰ μὴ γνῶναι λεγόντοιν,
μηδὲν ὀρρωδεῖτε τοῦθ᾽· ὡς οὐκέθ᾽ οὕτω ταῦτ᾽ ἔχει.
ἐστρατευμένοι γάρ εἰσι,
βιβλίον τ᾽ ἔχων ἕκαστος μανθάνει τὰ δεξιά·
1115  αἱ φύσεις τ᾽ ἄλλως κράτισται,
νῦν δὲ καὶ παρηκόνηνται.
μηδὲν οὖν δείσητον, ἀλλὰ
πάντ᾽ ἐπέξιτον, θεατῶν γ᾽ οὕνεχ᾽, ὡς ὄντων σοφῶν.

***
ΧΟΡ. Βίαιη ρήξη, αγώνας λάβρος, σύγκρουση έρχεται βαριά.
1100 Είναι δύσκολο να κρίνεις,
όταν ο ένας άγριος πέφτει,
κι ο άλλος, στρίβοντας, με τέχνη και με οξύτητα χτυπά.
Όμως μην κολλάτε στα ίδια·
χίλιους τρόπους βρίσκει ο άξιος αθλητής για να βαρά.
Στον αγών᾽ αυτόν ριχτείτε,
πέστε τα όλα, ξεσκεπάστε
τα παλιά και τα καινούρια,
μη διστάζετε να λέτε τα έξυπνα και τα σοφά.

Κι αν φοβάστε πως δεν έχουν ίσως μόρφωση αρκετή
1110 οι θεατές, ώστε να νιώσουν
τη λεπτή συζήτησή σας,
μη δειλιάζετε καθόλου, κι άλλαξαν πολύ οι καιροί.
Πήγανε όλοι σ᾽ εκστρατείες
και βιβλίο κρατά ο καθένας κι εννοεί το καθετί·
έμφυτη έχουνε ξυπνάδα,
την περάσαν και στ᾽ ακόνι.
Ε λοιπόν, κανένας φόβος·
πιάστε κι ερευνήστε τα όλα· οι θεατές είναι σοφοί.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΛΑΒΔΑΚΙΔΕΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ω φως τελευταίον σε προσβλέψαιμι νυν,
όστις πέφασμαι φυς τ' αφ' ων ου χρην, ξυν οις τ'
ου χρην ομιλών, ους τε μ' ουκ έδει κτανών.
(στ. 1183-1185)
 
Στην τραγωδία του Σοφοκλή Οιδίπους Τύραννος ως μία από τις αιτίες της πτώσης του ο ίδιος ο ήρωας αναφέρει την καταγωγή του (στ. 1184), ότι «γεννήθηκε από αυτούς που δεν έπρεπε» (φύς τ' ἀφ' ὧν οὐ χρῆν) (Το γενεαλογικό αυτό δέντρο μπορεί κανείς να το ακούσει από την Ελένη Χατζηαργύρη / Ιοκάστη στον πρόλογο της τραγωδίας Φοίνισσες του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή (Εθνικό Θέατρο, 1978)).
 
Με το γενεαλογικό δέντρο των Λαβδακιδών παρακολουθούμε την ιστορία της Θήβας, από την ίδρυσή της από τον Κάδμο μέχρι την πολιορκία της από τους Επτά από το Άργος και την άλωσή της από τους Επιγόνους. Ο τόπος είναι συνυφασμένος με τη λατρεία του Διόνυσου αλλά και την απάρνησή της, τη γέννηση του Ηρακλή από τον Δία και την Αλκμήνη και τη νίκη του ήρωα επί του λέοντος του Κιθαιρώνα.
 
Ο πρώτος της γενιάς, ο Κάδμος, εγγονός του Ποσειδώνα, ξεκινώντας από την πατρίδα του Φοινίκη διατρέχει την Ελλάδα αναζητώντας την αδελφή του Ευρώπη που άρπαξε ο Δίας και διαδίδει το φοινικικό αλφάβητο. Εγκαθίσταται στη Βοιωτία και την ονομάζει από την αγελάδα (βοῦς) που ακολούθησε καθ' υπόδειξη του Δία, μέχρις ότου αυτή καθίσει σε ένα συγκεκριμένο σημείο, όπου και ίδρυσε τη Θήβα και την ακρόπολή της Καδμεία. Μετατρέπεται μαζί με τη γυναίκα του Αρμονία σε φίδι, γιατί φίδι, προστατευόμενο του Άρη, ήταν το θεριό που σκότωσε στην Αρεία πηγή. Τα φίδια όμως θεωρούνται και χθόνιες θεότητες που συνδέουν τον κόσμο των ζωντανών με των νεκρών κάτω από τη γη. Μετά τον θάνατό τους ο Δίας τους στέλνει στα Ηλύσια πεδία, προφανώς γιατί η αμαρτία του Κάδμου, ο φόνος του φιδιού του Άρη, ήταν αναπόφευκτη, με την έννοια ότι, αν δεν τη διέπραττε, δεν θα μπορούσε να εκπληρώσει τη βούληση του άλλου θεού που τον καθοδηγούσε, του Δία - οι άνθρωποι μοιάζουν παγιδευμένοι στα όρια των αρμοδιοτήτων των διαφόρων θεών.
 
Πολύδωρος και Λάβδακος (από το φοινικικό γράμμα Λάβδα) αρνούνται τη λατρεία του Διόνυσου και πεθαίνουν όπως ο Πενθέας. Ο Λάιος εισήγαγε την παιδεραστία αρπάζοντας τον Χρύσιππο, ο Οιδίποδας σκότωσε σε άμυνα τον πατέρα του Λάιο, χωρίς να γνωρίζει ότι είναι πατέρας του, παντρεύτηκε τη μητέρα του Ιοκάστη, χωρίς να γνωρίζει ότι είναι μητέρα του, και, σύμφωνα με τον Σοφοκλή, απέκτησε μαζί της τέσσερα παιδιά (Αντιγόνη, Ισμήνη, Ετεοκλής, Πολυνείκης). Με την αποκάλυψη της αλήθειας, η Ιοκάστη αυτοκτονεί (απαγχονίζεται, όπως ταιριάζει στις αρχόντισσες), Ετεοκλής και Πολυνείκης συγκρούστηκαν μεταξύ τους για την εξουσία, η Αντιγόνη δεν δέχτηκε να υπακούσει στην εντολή του θείου της, αδελφού της μητέρας της, Κρέοντα να μην ταφεί ο Πολυνείκης που είχε επιτεθεί στην πόλη του, υφίσταται την τιμωρία για την παράβαση του νόμου που είχε εκδώσει ο Κρέων, εγκλείεται σε υπόγεια φυλακή, αυτοκτονεί όπως η μητέρα της, ενώ στον θάνατo την ακολουθεί και ο αρραβωνιαστικός της και γιος του Κρέοντα Αίμονας που αυτοκτονεί με ξίφος, όπως συνήθιζαν οι άνδρες. Στον θάνατό του θα τον ακολουθήσει η μητέρα του και σύζυγος του Κρέοντα Ευρυδίκη, που αυτοκτονεί με ξίφος, αντίθετα με τις συνήθειες.
 
Στο γενεαλογικό δέντρο του Κάδμου, που ήλθε από τη Φοινίκη, διαπιστώνουμε ότι απόγονοί του συνάπτουν γάμο με απογόνους των Σπαρτών, που προήλθαν από τη σπορά των δοντιών του δράκου, από τη γενιά του Άρη, που φυλούσε τη μοναδική πηγή της περιοχής, την Πηγή του Άρη.
 
Με τέχνασμα του Κάδμου αυτοί, τα αυτόχθονα δημιουργήματα της γης των Θηβών, αλληλοσκοτώθηκαν εκτός από πέντε. Από αυτούς, ο Εχίονας παντρεύτηκε την Αγαύη, κόρη του Κάδμου, η εγγονή του Χθόνιου και κόρη του Νυκτέα Νυκτηίς παντρεύτηκε τον Πολύδωρο. Γηγενείς και επήλυδες αναμειγνύονται. Ίσως με τον τρόπο αυτό επιδιωκόταν η αναγνώριση εξωγενών και τοπικών στοιχείων αλλά και η ενσωμάτωση/αφομοίωση παλαιότερων και νεότερων θρησκευτικών στοιχείων που είχαν πλέον την ευλογία της επίσημης και κυρίαρχης ιδεολογίας.
 
Οι γυναίκες της γενιάς του Κάδμου εμπλέκονται στον κύκλο της διονυσιακής λατρείας, είτε ως μητέρες, φυσικές (Σεμέλη) και θετές (Ινώ), είτε ως αδελφές τους (Αγαύη, Αυτονόη) που αρνούνται τη θεότητα του Διόνυσου. Όλες τους γεννούν αρσενικά παιδιά που όμως χάνονται σχεδόν όλα από τους γονείς τους. Η γενιά συνεχίζει μόνο από το ζεύγος Νυκτηίς - Πολύδωρος, ενώ αξιοπερίεργο είναι ότι δεν σώζεται το όνομα της συζύγου του Λάβδακου. Να υποθέσουμε αιμομικτικές σχέσεις με τη μητέρα του Νυκτηίδα; (Το όνομά της προδίδει ότι ανήκει στις πρωταρχικές θεότητες.) Αν δεχθούμε την υπόθεση αυτή, τότε ό,τι γίνεται με το τρίγωνο Νυκτηίς - Πολύδωρος - Λάβδακος επαναλαμβάνεται με το τρίγωνο Ιοκάστη - Λάιος - Οιδίπους. Το θηλυκό μοιάζει να αποτελεί στοιχείο αντιπαλότητας, ενώ η απουσία πληροφοριών για την οικογένεια του Λάιου δημιουργεί απορίες, όπως επίσης και η συγγένεια των ονομάτων Λάβδακος-Λάιος. Το γένος των Λαβδακιδών με αυτόν τον τρόπο αφανίστηκε.
 
Οι μύθοι γύρω από τα πρόσωπα της βοιωτικής αριστοκρατίας:
 
1. δείχνουν τον αγώνα για τη συσσωμάτωση παλαιότερων γηγενών στοιχείων και οικογενειών (Σπαρτοί) με νεότερα επείσακτα (Κάδμος)·
2. αποκαλύπτουν σχέσεις της Βοιωτίας με την Πελοπόννησο γενικά, και την Πίσα ειδικότερα, τόσο μέσα από αρπαγές γυναικών και ανδρών, συγγενών μεταξύ τους, από τον ένα στον άλλον τόπο αλλά και γάμους όσο και μέσα από πολέμους για την ανάκτηση του αρπαγμένου και τη διεκδίκηση της εξουσίας·
3. αποκαλύπτουν διαδικασίες μύησης, εκπαίδευσης δηλαδή στη στρατιωτική τέχνη από συγγενείς σε άλλους τόπους (ο νέος πρέπει να απομακρυνθεί από τον τόπο και την οικογένειά του), σε εποχές που η στρατιωτική εκπαίδευση δεν ήταν υπόθεση του κράτους (ο Λάβδακος αρπάζει τον γιο του Πέλοπα Χρύσιππο και τον φέρνει στη Θήβα ή τον πηγαίνει στη Νεμέα, στη ΒΑ Πελοπόννησο, να πάρει μέρος στους αγώνες, ενώ ο γιος του Λάιος, διωγμένος από τη Θήβα, ανατρέφεται στο παλάτι του Πέλοπα).

Σκληροί Άνθρωποι

Πιστεύουν πως έχουν χρέος να είναι δυνατοί. Μα αυτό το χρέος δεν ξεπληρώνεται ποτέ.

Καταδικάζουν την αδυναμία, εκλογικεύοντας και αναλύοντας τα συναισθήματά τους, μέχρι να μπορούν να ζήσουν με τον εαυτό τους.

Παρουσιάζουν μια απίστευτη σκληρότητα προς τον εαυτό τους και προς τους άλλους. Δεν θέλουν ν' απαλλαγούν από ότι τους προσφέρει ασφάλεια και γνώση/την ανάγκη να ξέρουν.

Νομίζουν πως παίρνουν αποφάσεις κατόπιν "μεγάλου προβληματισμού" αλλά ο φόβος αποφασίζει ουσιαστικά γι' αυτούς. Πουθενά και ποτέ δεν αισθάνονται σιγουριά και γαλήνη μέσα τους.

Αγωνιούν για απαντήσεις ενώ συνεχίζουν να μην ακούν και να μη θέλουν να μετακινηθούν από τη θέση τους.

Φοβούνται να βρεθούν στο πουθενά, ν' αντιμετωπίσουν το άγνωστο. Προσπαθούν να κρατηθούν από το γνώριμο, να ελέγξουν τη ζωή αλλά και τους άλλους γύρω τους.

Παρουσιάζονται συχνά ως θύματα ή ως αλτρουιστές που δεν τους εκτιμούν οι άλλοι, κρύβοντας τη σκληρότητα και την ανάγκη επιβολής της άποψής τους.

Από φόβο και χρέος πρέπει να κυριαρχούν για να αισθάνονται ασφαλείς, έτσι βάζουν τάξη στη ζωή τους για να μη βλέπουν το χάος κάτω από την αταραξία.

Η αυτοκριτική είναι ανάλογη με τη σκληρότητα και την αυτο-αμφισβήτηση που δεν αφήνουν να φανεί.

Αναγκάζουν τον εαυτό τους ν' αντέχει, πιστεύοντας πως έχουν χρέος να ζουν μαρτυρική ζωή. Αναζητούν τη θεραπεία ενώ δεν πιστεύουν πως αυτή υπάρχει, όπως δεν πιστεύουν πως υπάρχει ζωή πέρα από το χρέος και την τιμωρία.

Το παρόν παραμένει άγνωστο, καθώς αδυνατούν να δουν πραγματικά τον εαυτό τους, ενώ συνεχίζουν ν' ακολουθούν τις προσταγές του νου τους. Όλα όσα έχουν καταφέρει, τα πληρώνουν με το αίμα και το σώμα του Εαυτού τους, Τον οποίο θυσιάζουν στο βωμό του φόβου και της υποτιθέμενης αλήθειας τους.

Δεν υπάρχουν "δύσκολες ασθένειες", υπάρχουν δύσκολοι ασθενείς, που είναι απρόθυμοι να εγκαταλείψουν τον πρωταρχικό προγραμματισμό τους. Είναι απρόθυμοι να θυσιάσουν την υποτιθέμενη αυτάρκειά τους.

Προτιμούν να κάθονται και να παρακολουθούν, βουβοί και πανικοβλημένοι, τη θυσία του Εαυτού τους και της αλήθειας τους, που οι ίδιοι ζητάνε. Ανίκανοι να εγκαταλείψουν το δράμα τους, τις αιματηρές συγκρούσεις μέσα τους, που φανερώνουν την παράνοια της κατήχησης τους, υπομένουν, αναζητώντας συμμάχους, μάρτυρες που θ' απαλύνουν τον πόνο τους.

Παραμένουν κριτές, βολεμένοι αναλυτές της πραγματικότητάς τους, που όμως συνεχίζει ζοφερή, ελλιπής, καθώς απουσιάζει το πάθος, ο αυθορμητισμός στη σκέψη και στη δράση τους.

Στοιχίζει ακριβά το βάρος της υποτιθέμενης ιστορίας τους, την οποία φυλάνε σαν κόρη οφθαλμού, στη σύνθεση της ασθένειας τους. Όσο περισσότερο σείονται τα θεμέλια της ίδιας της ύπαρξής τους, τόσο γαντζώνονται από την κεκτημένη γνώση τους, που αρνούνται να αμφισβητήσουν.

Και πιστεύουν πως είναι μόνοι. Πως αποφασίζουν για τον εαυτό τους, πως "δεν αφορά άλλον" η σκέψη τους, πως λειτουργούν με "θυσία" και αλτρουισμό για τους άλλους, γιατί το "καλό", για το "σωστό", πάντα στη μοναξιά τους.

Και λένε ψέματα στον εαυτό τους, θεωρώντας πως η αλήθεια θα τους αναγκάσει να υποφέρουν, συνηθισμένοι να βλέπουν μέσα από φίλτρα αυτό-καταστροφής και διάλυσης της στημένης ζωής τους.

Μα τίποτα δεν γκρεμίζεται ακαριαία, όπως τίποτα δεν δημιουργείται ακαριαία στον χωροχρόνο μας. Ξοδεύουμε αμύθητα ποσοστά ενέργειας, τοποθετώντας το κάθε λιθαράκι της ψευδαίσθησης μας. Την ενέργεια αυτή την πληρώνουμε με την ίδια τη ζωή μας, όπως πληρώνουμε - δικαίως - την ενέργεια που διατηρεί τον ευάλωτο πολιτισμό μας. Δεν αντιλαμβανόμαστε οτιδήποτε διαφορετικό από αυτό που επιμένουμε να ενισχύουμε.

Και κάπου κάπου, εμφανίζονται μία - μία οι θαρραλέες ψυχές που τολμούν να σπάσουν τα δεσμά τους, απελευθερώνοντας το πνεύμα τους. Πάντα υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν.

Δεν είναι απλό, όπως υπόσχονται οι εύπεπτες θεωρίες της σύγχρονης αγοράς, μα ούτε και χαρίζεται η άλλη θέαση που οφείλουμε στον Εαυτό μας.

Απαιτεί θάρρος η μετακίνηση, πολύ περισσότερο η εσωτερική. Μα οι θαρραλέοι άνθρωποι γνωρίζουν πως κάθε μικρό βήμα αντιστοιχεί με ένα τεράστιο άνοιγμα της θέασής τους. Τίποτα δεν μπορεί να τους πείσει πια πως αξίζει να ζουν τυφλοί, τραβώντας μαρτυρικούς σταυρούς, που μόνο το εγώ τους, τούς επιβάλλει.

Η σκληρότητα δίνει τη θέση της στην κατανόηση, η επιβολή μετατρέπεται σε συμπόνια και η προηγούμενη γνώση αποδεικνύεται λίγη, μπροστά στη φανέρωση που πλέον δεν έχει λόγο να παραμένει κρυφή.

Είναι μια πορεία κοινή, καταργώντας την εγωιστική μοναξιά που φάνταζε πραγματική. Είναι μια πορεία θεραπείας της ζωής, τιμώντας την ίδια την Ύπαρξή.

Κι όταν ένας σκληρός άνθρωπος καταφέρνει να αποδεσμευτεί από την ίδια τη σκληρότητα και όλες τις παρανοήσεις της, όταν συναντά την αθωότητα, τη χαρά και το πάθος, τότε θεραπεύονται πολλοί γύρω του, τότε αγγίζει μαγικά, διαχρονικά τη ζωή, με την τόλμη του.

Είναι σταδιακή, εξελικτική πορεία, προς όλες τις κατευθύνσεις, που περιλαμβάνει όλες τις λειτουργίες που χρησιμοποιήσαμε για την οικοδόμηση των ψευδαισθήσεων μας και ακόμα περισσότερες, με σκοπό να πορευτούμε με τον αναστημένο μας Εαυτό.

Μα όσοι διαθέτουν τη θεία σπίθα της θέλησης, της πειθαρχίας, του πάθους, αμείβονται, θεραπεύονται, ζουν μια άλλη ζωή, σ' έναν άλλο κόσμο, λυτρωμένοι από τον φτιαχτό, μάταιο κόσμο του πλανεμένου εγώ.

Κυκλοφορούν αθόρυβα μα σταθερά, με ταπεινότητα και μεγαλοπρέπεια, σε δρόμους νέους, ανύπαρκτους για τους πολλούς. Κάθε στιγμή γίνεται ευκαιρία, κάθε εμπόδιο πρόκληση ενός ακόμα πετάγματος ψηλότερα, μακρύτερα. Ενωμένοι μόνο με τους ομοίους τους, με αστείρευτη συμπόνια για την άγνοια γύρω τους.

Ιουλιανός: Τους ανόητους πρέπει να τους διδάσκεις κι όχι να τους τιμωρείς

Επιστολή 42*: Σωστή παιδεία, νομίζω, δεν σημαίνει το να χειρίζεσαι τις λέ­ξεις και τη γλώσσα με ευρυθμία, αλλά το να σε διακρίνει η υγιής νοητική διάθεση να σκέφτεσαι λογικά, να ’χεις σωστές απόψεις για το καλό και το κακό, το ωραίο και το αισχρό.

Αυτός, λοι­πόν, που άλλα πιστεύει και άλλα διδάσκει σ’ όσους μαθητεύουν πλάι του, νομίζω έχει απομακρυνθεί τόσο από την παιδεία όσο και από την τιμιότητα. Και αν η διαφορά ανάμεσα στις σκέψεις και στα λόγια αφορά σε μικροζητήματα, τότε είναι κάπως υπο­φερτό το κακό. Στα μεγάλα ζητήματα όμως, αν κάποιος διδά­σκει τα αντίθετα απ’ αυτά που πιστεύει, πώς να μη θεωρηθεί άν­θρωπος πανούργος, κάθε άλλο παρά έντιμος και ευσυνείδητος, που μιλάει με πολύ καλά λόγια για πράγματα που τα θεωρεί τι­ποτένια, εξαπατώντας και δελεάζοντας με επαίνους εκείνους στους οποίους επιδιώκει να μεταδώσει τις δικές του ασχήμιες;

Όσοι λοιπόν θέλουν να επαγγέλονται τον δάσκαλο πρέπει να είναι άνθρωποι δίκαιοι και λογικοί, κι οι ιδέες που έχουν ενστερ­νιστεί να μην έρχονται σε σύγκρουση με το δημόσιο λειτούργημά τους. Και πολύ περισσότερο απ’ όλους, θα ’πρεπε τέτοιας ποιότη­τας άνθρωποι να είναι όλοι όσοι ασχολούνται με την ερμηνεία των αρχαίων κειμένων στους νέους, είτε ρήτορες είναι αυτοί είτε απλοί δάσκαλοι είτε σοφιστές —και πολύ περισσότερο αυτοί οι τε­λευταίοι, που φιλοδοξούν να διδάξουν όχι μονάχα τη γλώσσα αλ­λά και την ηθική, και διατείνονται ότι ειδικότητά τους είναι η πολιτική φιλοσοφία.

Αν τώρα αυτό είναι αλήθεια ή όχι, ας το αφήσουμε για την ώ­ρα· τους επαινώ που έχουν τη φιλοδοξία να ασκούν ένα τόσο ω­ραίο επάγγελμα, αλλά θα τους επαινούσα ακόμα περισσότερο αν δεν ήταν ψεύτες και αν δεν έδιναν λαβή να θεωρηθεί ότι άλλα πιστεύουν και άλλα διδάσκουν στους μαθητές τους. Τι λέτε λοι­πόν; Για τον Όμηρο, τον Ησίοδο, το Δημοσθένη, τον Ηρόδοτο, το Θουκυδίδη, τον Ισοκράτη και το Λυσία, δεν ήσαν κεφαλές της παιδείας οι θεοί; Μήπως δεν θεωρούσαν προστάτες τους, άλλοι τον Ερμή και άλλοι τις Μούσες;

Είναι λοιπόν παράλογο, έτσι νο­μίζω, κάποιοι που δουλειά τους είναι να ερμηνεύουν τα έργα ό­λων αυτών, συγχρόνως να καταφρονούν τους θεούς που εκείνοι τίμησαν. Και παρ’ όλο που το θεωρώ παράδοξο αυτό, δεν ισχυρί­ζομαι ότι πρέπει να αλλάξουν ιδέες οι δάσκαλοι της νεολαίας. Τους αφήνω να επιλέξουν ανάμεσα στο να μη διδάσκουν αυτά που δεν θεωρούν αξιόλογα και σημαντικά ή, αν επιθυμούν να συνεχίσουν τη διδασκαλία, πρώτα απ’ όλα να κηρύξουν στους μα­θητές ότι ούτε ο Όμηρος ούτε ο Ησίοδος ούτε κανείς από όσους ερμηνεύουν [λείπουν λέξεις] αφού μέχρι και για ασέβεια τους έ­χουν κατηγορήσει και για ανοησία και θεολογικές πλάνες. Κι α­φού χάρη στα συγγράμματα εκείνων κερδίζουν χρήματα και ζουν ετούτοι εδώ, είναι σα να το παραδέχονται πως είναι αισχροκερ­δείς και για λίγες δραχμές είναι ικανοί για όλα. 

 Μέχρι τώρα, πολλά ήσαν τα αίτια που ο κόσμος δεν επισκε­πτόταν τα ιερά, και ο φόβος που επικρεμόταν από παντού συγ­χωρούσε την απόκρυψη της αληθινής γνώμης για τους θεούς. Τώ­ρα όμως που οι θεοί μάς έδωσαν την ελευθερία, μου φαίνεται πα­ράλογο το να διδάσκει κανείς τους ανθρώπους αυτά που δεν εγ­κρίνει. Μα αν θεωρούν ότι είναι σοφοί εκείνοι των οποίων τα έρ­γα ερμηνεύουν και τους οποίους αναγνωρίζουν ως προφήτες, ας μιμηθούν πρώτα την ευσέβεια εκείνων προς τους θεούς- αν όμως υποστηρίζουν ότι εκείνοι που αξίζουν τις μεγαλύτερες τιμές είχαν πλανηθεί, τότε ας πάνε στις εκκλησίες των χριστιανών να ερμη­νεύσουν Ματθαίο και Λουκά...

Οι δικοί σας νόμοι σας απαγορεύουν να τρώτε από τα ζώα που θυσιάζονται. Εγώ όμως θα προτιμούσα να "ξαναγεννηθεί", ό­πως θα λέγατε και σεις, και η ακοή και η γλώσσα σας /λείπουν λέξεις].


Ιδού λοιπόν ο νέος νόμος που ισχύει για τους καθηγητές και διδασκάλους. Κανένας νέος που θέλει να φοιτήσει δεν αποκλείε­ται. Δεν θα ήταν ούτε λογικό ούτε δίκαιο, να κλείσω το δρόμο σε παιδιά που ακόμα δεν ξέρουν τι κατεύθυνση να ακολουθήσουν — από φόβο μήπως τα σπρώξω προς τα πατροπαράδοτα χωρίς να το θέλουν παρ’ όλο που θα ήταν δίκαιο, όπως τους τρελούς, έτσι κι αυτούς να τους θεραπεύσουμε παρά τη θέλησή τους. Πιστεύω όμως πως τους ανόητους πρέπει να τους διδάσκεις κι όχι να τους τιμωρείς.
-------------
*Επιστολή 42: Ο Ιουλιανός επιχειρεί να δικαιολογήσει το μέ­τρο που πήρε, να απαγορέψει στους χριστιανούς ρητοροδιδασκάλους και γραμματικούς να διδάσκουν ελληνική φιλολογία. Η όλη στάση του απέναντι τους συνοψίζεται στην φράση του: «Πηγαίνε­τε στις εκκλησίες σας, να ερμηνεύσετε Ματθαίο και Λουκά»... Οι χριστιανοί θεώρησαν ότι το μέτρο εκείνο κατ' επέκταση απαγό­ρευε και στα παιδιά τους να σπουδάζουν. Ως προς αυτό όμως ο Ιουλιανός, προς το τέλος της επιστολής, είναι σαφής.

Ιουλιανός, Κατά Χριστιανών, Μισοπώγων, Επιστολές

Όταν η ευτυχία δεν αρκεί: Το φαινόμενο της ηδονικής προσαρμογής

Ἐσεῖς ποὺ βρήκατε τὸν ἄνθρωπό σας
κι ἔχετε ἕνα χέρι νὰ σᾶς σφίγγει τρυφερά,
ἕναν ὦμο ν᾿ ἀκουμπᾶτε τὴν πίκρα σας,
ἕνα κορμὶ νὰ ὑπερασπίζει τὴν ἔξαψή σας,
κοκκινίσατε ἄραγε γιὰ τὴν τόση εὐτυχία σας,
ἔστω καὶ μία φορά;
Εἴπατε νὰ κρατήσετε ἑνὸς λεπτοῦ σιγή
γιὰ τοὺς ἀπεγνωσμένους; - Ντῖνος Χριστιανόπουλος
      
Άραγε κοκκινίζουμε από την τόση ευτυχία μας; Χαιρόμαστε πραγματικά και βαθιά όταν όλα πάνε καλά; Όταν η γνωστή επωδός των παραμυθιών «Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» πραγματοποιείται;
 
Όχι, η ζωή δεν είναι μόνο κλάμα, δράματα, πληγές και κακουχίες. Το νόμισμα συχνά πεισματικά αρνείται να μας δείξει την άσχημη όψη του και βιώνουμε ημέρες όμορφες, ήρεμες που όντως δε μας λείπει τίποτα. Αλλά ακόμα και τότε, εμείς οι άνθρωποι, ως μεμψίμοιρα όντα, δε νιώθουμε ευχαριστημένοι.
 
Γιατί συμβαίνει όμως αυτό;
Όλα κυλούν ομαλά, είμαστε ευτυχισμένοι με μια όμορφη ζωή, δουλειά, ανθρώπους που μας αγαπούν, έχουμε όλα όσα θα θέλαμε. Αυτό σταδιακά γίνεται ρουτίνα, η ευτυχία γίνεται απλά μια επανάληψη και συνήθεια. Όπως αναφέρει και η Σιμόν ντε Μποβουάρ, «οι ακίνητοι παράδεισοι δεν μας υπόσχονται παρά μια αιώνια πλήξη».
 
«Δύο είναι οι εχθροί της ανθρώπινης ευτυχίας: πόνος και ανία», λέει ο Άρθουρ Σοπενχάουερ.
 
Η ανία λοιπόν... Ίσως ακουστεί παράξενο, αλλά μπορεί να προκύψει από την ευτυχία. Ο άνθρωπος βαριέται εύκολα και είναι ικανός να βαρεθεί ακόμα και σε μια κατάσταση ευτυχίας. Μιλώντας πιο επιστημονικά, με όρους θετικής ψυχολογίας, ουσιαστικά αναφερόμαστε στην ηδονική προσαρμογή (hedonic adaptation).
 
Σύμφωνα με την ψυχολόγο Σόνια Λιουμπομίρσκι, «οι άνθρωποι έχουν μια τεράστια ικανότητα να προσαρμόζονται σε νέες σχέσεις, θέσεις εργασίας και επίπεδα πλούτου, με αποτέλεσμα ακόμη και τέτοιες θετικές αλλαγές ζωής να αποφέρουν όλο και μικρότερες ανταμοιβές με την πάροδο του χρόνου. Η τάση μας να συνηθίζουμε σε σχεδόν οτιδήποτε θετικό μας συμβαίνει είναι ένα πολύ σημαντικό εμπόδιο για την ευτυχία μας. Πραγματικά, αν τελικά αρχίζουμε να παίρνουμε ως δεδομένη τη νέα καλύτερη δουλειά μας, το νέο μας έρωτα, το νέο μας σπίτι, τις νέες επιτυχίες μας, πώς είναι δυνατόν να διαρκέσει η χαρά και η ικανοποίησή μας από αυτά τα πράγματα;»
 
Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τι πραγματικά σημαίνει ευτυχία για μας. Να θέσουμε τους δικούς μας στόχους και να σταματήσουμε να υφαρπάζουμε τους κοινωνικά κατασκευασμένους. Η ευτυχία είναι προσωπική υπόθεση και δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως κατάσταση με οικουμενικά χαρακτηριστικά. Δεν πρέπει να συγκρίνουμε τις ζωές μας με των άλλων, ούτε το επίπεδο διαβίωσής μας με το κοινωνικά αποδεκτό και προβεβλημένο. Τα ιδανικά και τα όνειρά μας οφείλουμε να τα προστατεύουμε και να τα ανακαλύπτουμε όπως προκύπτουν μέσα από τη συνειδητοποίηση του εαυτού μας.
 
Είναι σημαντικό όσα έχουμε να μην τα θεωρούμε δεδομένα. Να αφουγκραστούμε την ευμεταβλητότητα, τη ρευστότητα που μας περιβάλλει. Να μην φτάνουμε στο σημείο να αναγνωρίζουμε την αξία των πραγμάτων όταν τα χάνουμε, πλημμυρισμένοι από μια αίσθηση ανικανοποίητου, ματαιοδοξία και απουσία πραγματικής γνώσης του εαυτού μας.
 
«Το βασικό σφάλμα είναι ότι υπερτιμάμε τη διάρκεια και την ένταση της απελπισίας που θα μας προκαλέσει ένα συγκεκριμένο αρνητικό γεγονός αλλά και τη διάρκεια και την ένταση της αγαλλίασης που θα μας προκαλέσει ένα συγκεκριμένο θετικό γεγονός. Ο κύριος λόγος για τον οποίο συμβαίνει αυτό συνοψίζεται εξαιρετικά στο απόφθεγμα: “Τίποτα στη ζωή δεν είναι τόσο σημαντικό όσο νομίζεις όταν το σκέφτεσαι”. Με άλλα λόγια δίνουμε υπερβολική σημασία στην επίδραση που θα ασκήσει στην ευτυχία μας μια αλλαγή στη ζωή μας, επειδή δεν μπορούμε να προβλέψουμε ότι δε θα την σκεφτόμαστε πάντα», όπως αναφέρει η ίδια ψυχολόγος.
 
Περιμένουμε με τόσο ενθουσιασμό και ανυπομονησία να έρθουν κάποια πράγματα στη ζωή μας, αλλά μόλις αυτά γίνουν πραγματικότητα δε μας αποδίδουν την ικανοποίηση που περιμέναμε και αυτό ίσως γιατί δεν υπήρξαν ποτέ πραγματικές μας ανάγκες και επιθυμίες. Έτσι, ο αρχικός ενθουσιασμός για ένα σπουδαίο γεγονός και απωθημένο φθίνει και μετατρέπεται σε κεκτημένο λάβαρο, σε νίκη, που πλέον έχει πάψει να επιτελεί το ρόλο της. Ακόμα, οι προσδοκίες μας πρέπει να τίθενται σε ρεαλιστικές βάσεις. Μεγαλοποιούμε τόσο τα θέλω και τις επικείμενες «νίκες» μας που όταν τις γευτούμε απογοητευόμαστε από τη θνητότητα που τις προσδιορίζει.
 
Όπως αποτυπώνει στο βιβλίο της «Οι Μύθοι της Ευτυχίας», αρκεί να καταλάβουμε πως «ευτυχισμένος δεν είναι αυτός που βιώνει μια σειρά συγκεκριμένων καταστάσεων, αλλά εκείνος που έχει συγκεκριμένους τρόπους αντιμετώπισης των καταστάσεων της ζωής».
 
«Αυτός που δεν είναι ευχαριστημένος με αυτό που έχει, δεν θα ήταν ευχαριστημένος και με αυτό που θα ήθελε να έχει» -Σωκράτης

Σε επαφή με τα συναισθήματά μου

Συναισθήματα είναι όλα όσα νοιώθω.

Χαρά, λύπη, ευτυχία, δυστυχία, στεναχώρια, θλίψη, θυμό, ευχαρίστηση, αγανάκτηση είναι μερικά από τα πιο »διάσημα» συναισθήματα...

Το να τα νοιώθω είναι αναπόφευκτο. Έτσι είμαστε φτιαγμένοι, αυτό είναι το φυσιολογικό.

Το να είμαι σε επαφή με αυτό που κάθε φορά νοιώθω είναι το ζητούμενο.

Να μπορώ να αναγνωρίζω, να αποδέχομαι και να διαχειρίζομαι τα συναισθήματά μου.

Συχνά αυτήν την διαδικασία την μπλοκάρουμε.

Αναγνωρίζουμε επιφανειακά το τι νοιώθουμε και το αφήνουμε μέσα μας, δεν το βγάζουμε, δεν το κάνουμε κάτι...

Συνήθως γίνετε αυτό με τα δυσάρεστα συναισθήματα, συχνά όμως μας συμβαίνει και με τα ευχάριστα: ούτε αυτά δεν ξέρουμε τι να τα κάνουμε καμιά φορά!

Τα κλείνουμε μέσα λοιπόν... Μέσα κι αυτά – όλα μέσα!

Και μπλοκάρουμε...

Δεν είναι ότι δεν νοιώθουμε, αλλά έχουμε μπλοκάρει τα συναισθήματά μας.

Κάτι σαν το stop control, μόνο που εδώ το προκαλούμε εμείς οι ίδιοι στον εαυτό μας.

Καταλαβαίνω ότι είναι πολύ απλοϊκό να πει κανείς «απελευθερώσου», «ανοίξου», «εκφράσου», απλοϊκό υπό την έννοια του ευχολόγιου...

Ωστόσο η απάντηση (λύση) στο μπλοκάρισμα -σε πάσης φύσεως μπλοκάρισμα- δεν μπορεί παρά να είναι το άνοιγμα, η αλλαγή, η μετατόπιση...

Τα συμπεράσματα δικά σας.

Δ. Λιαντίνης: Η απόκριση του Φάουστ στην ξακουστή ερώτηση της Μαργαρίτας

Πιστεύεις στον θεό;
Glaubst du an Gott?

Αυτή είναι η ξακουστή Ερώτηση της Μαργαρίτας.
Το βάρος και την αξία της, που την έκαμαν οδηγητική για τη μέθοδο έρευνας του προβλήματος του θεού από τη σκοπιά της επιστήμης, η ερώτηση τα οφείλει στην απόκριση κυρίως που έδωκε ο Φάουστ.

Με άλλα λόγια είναι, όχι η ερώτηση της Μαργαρίτας αλλά η απόκριση του Φάουστ που γεννά το βαθύπλουτο του προβλήματος.

Παρόμοια, όπως είναι, όχι ο έρωτας του Δία για τη Λήδα στον Ευρώτα που γέννησε την αθάνατη Ιλιάδα, αλλά η Ελένη. Η απάντηση, δηλαδή, που έδωκε η Λήδα στον έρωτα του Δία.

Ποιος τολμάει να ειπεί πιστεύω στον θεό;
Ποιος τολμάει να ειπεί δεν πιστεύω στον θεό;

Έτσι αποκρίθηκε ο Φάουστ στην ερώτηση της Μαργαρίτας.
Η θέση αυτή ανθρώπινα συνιστά τη μόνη δυνατή απόκριση που μπορεί να δοθεί στο ερώτημα. Είναι η απόκριση, σύμφωνα με τη Λογική επιστήμη, που καταργώντας την αρχή της αντίφασης δέχεται το τρίτο, καθώς αλληλοαναιρεί το πρώτο και το δεύτερο. Όπως έδειξε και στη Φυσική εντελώς πρόσφατα η αρχή της Απροσδιοριστίας. Στο tertium non datur ο Φάουστ θα απαντήσει: tertium datur, τρίτον χωρεί. Κάπου ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα, που είπε ο Ελύτης προτού γεράσει. Και τα χάσει.

Εάν είμαι άνθρωπος, κατά την έννοια ότι έχω συνείδηση των ορίων μου και επίγνωση του πόσο βαθύ είναι το πρόβλημα του όντος, δεν είναι δυνατό να δώσω άλλη απόκριση στην ερώτηση της Μαργαρίτας.

Όταν στην ερώτηση αποκριθώ, ναι! πιστεύω στον θεό, γίνομαι αυτοστιγμεί μωρός. Γιατί δέχομαι στενόκαρδα και στενόμυαλα, κάτι που δεν το ξέρω, σαν αληθινό. Καταντώ δογματικός. Και η επιστήμη θα με πετάξει αυτόματα έξω από τα όρια της με την παρατήρηση: διότι λες ανοησίες.

Όταν στην ερώτηση αποκριθώ, όχι! δεν πιστεύω στον θεό, γίνομαι αυτοστιγμεί μωρός. Γιατί δέχομαι στενόκαρδα και στενόμυαλα, κάτι που δεν το ξέρω, σαν αληθινό. Καταντώ δογματικός. Και η επιστήμη θα με πετάξει αυτόματα έξω από τα όρια της με την παρατήρηση: διότι λες ανοησίες.

Τι απομένει να αποκριθώ; Αυτό ακριβώς είναι το λεπτό σημείο, που γεννά την ανεξάντλητη γονιμότητα του προβλήματος.

Το πνεύμα και το νεύμα του Γκαίτε είναι το εξής. Ό,τι σου μένει και ό,τι σου δίνεται είναι εκείνο το σημείο, το άπειρα ελάχιστο ανάμεσα στο όχι και το ναι, να το ευρύνεις, να το πλατύνεις, να το βαθύνεις, να το εκτείνεις. Να το μεταχειριστείς μ' έναν τέτοιον τρόπο απόπειρας, και δοκιμασίας, και βασανισμού, και αγωνίας, ώστε από το απειροελάχιστο σημείο να δημιουργήσεις διάσταση, και έκταση, και διάρκεια, χώρο και χρόνο.

Να πλάσεις, δηλαδή, από το ανάμεσα στο ναι και στο όχι ζωή, αλήθεια, και ύπαρξη.

Είναι χρεία το σημείο το ελάχιστο της αδυνατότητας και της ουτοπίας ανάμεσα στο ναι και στο όχι να το κοιτάξουμε έτσι, ώστε να απορροφήσει σε όλη τη ζωή τη ζωή μας. Τη βιοτική μας μέριμνα, δηλαδή, την πνευματική ορμή, την υπαρκτική ετοιμότητα, την ηθική πράξη.

Σ' ένα επίπεδο σημάνσεων μυθικών, το πνεύμα και το νεύμα του Γκαίτε θα το μεταγλώττιζα ως εξής:

Είσαι μέσα στις Συμπληγάδες πέτρες της αναζήτησης σου, που ανοιγοκλείνουν ακατάπαυστα. Κάμε να μη σε συντρίψουν. Μαζί με τους Αργοναύτες.

Ανεβάζεις το βράχο της απορίας σου από τη βάση του όρους στην κορυφή, και γκρεμίζεται ακατάπαυστα. Κάμε να μην παραιτηθείς. Μαζί με τον Σίσυφο.

Δεμένος πιστάγκωνα σκύβεις στη λίμνη να πιείς, και κάτωθέ σου το νερό υποχωρεί ακατάπαυστα. Κάμε να μην πεθάνεις από τη δίψα σου. Μαζί με τον Τάνταλο.

Και σ' ένα πλαίσιο καταλογισμού ευθυνών αναφορικά με την ατομική μας προαίρεση, στην ερώτηση της Μαργαρίτας η απόκριση του Φάουστ θα είχε να μας ειπεί:

Όποιος πιστεύει στον θεό, έχει μέσα του έναν νεκρό θεό.
Όποιος δεν πιστεύει στον θεό, έχει μέσα του έναν νεκρό άνθρωπο.
Όποιος πιστεύει αλλά και δεν πιστεύει στον θεό, έχει μέσα του ζωντανό τον νόμο της φύσης. Απλά, καταληπτά, και στα μέτρα του ανθρώπου ζει το θαύμα του κόσμου.

Το κρίνω απλό και αυτονόητο, πως εκείνος ο θεός, στην αναζήτηση του οποίου μας προάγει η Ερώτηση της Μαργαρίτας, δεν έχει καμία σχέση με τους θεούς φαντάσματα, που κατά καιρούς έπλασαν οι ποικίλες ιστορικές θρησκείες. Οι πολυώνυμοι, δηλαδή, όπως ο Δίας στους έλληνες και ο διάβολος στους ινδούς, εκείνοι Μωυσής, και Μωάμεθ, και Βούδας και Κομφούκιος, και Μαρδούκ και Κυβέλη και Μίθρας, και Βάαλ και Αστάρτη και Λούθηρος. Οι βραχμάνες, οι ραββίνοι, οι μουφτήδες, οι μουλάδες, ο πατριάρχης κι ο πάπας. Ο Πετράκης κι ο Παυλάρας, μ' έναν λόγο. Εκείνοι οι γυρολόγοι με τη λατέρνα.

Το άρωμα του ζητούμενου θεού, που αναδίνεται από το λουλούδι της Μαργαρίτας, απευθύνεται στον δίκαιο άνθρωπο. Στον φρόνιμο, δηλαδή, τον λογικό και τον πάσχοντα.

Εάν η υπαρκτική μας εφόπλιση, η λογική δηλαδή το βίωμα η φαντασία η διαίσθηση το συναίσθημα και τα πάθη μας, δεν υπερβαίνει τη χωρητικότητα των φυσικών μας ορίων· εάν γνωρίζει και καταφέρνει να μας συγκρατεί στα μέτρα της φυσικής μας κατασκευής· εάν δε διαχέεται στο χάος της υπερβολής, σ' εκείνη την τύφλα που οι έλληνες τραγικοί την είπανε Ύβρι, τότε δεν υπάρχει άλλος δρόμος, παρά να παραδεχτεί την απόκριση που έδωκε ο Φάουστ στη Μαργαρίτα:

Ζήτα το άγνωστο. Χτύπα να σου ανοίξει να περάσεις ο τοίχος που δεν έχει πόρτα. Κάμε να μεταλλάξεις την απορία σου σε δημιουργία, και το ανθρωπινό σου σε λύτρωση.

Γιατί ο θεός για τα μέτρα του ανθρώπου είναι και δεν είναι να υπάρχει, που λέει ο Φάουστ. Έχει και δεν έχει όνομα, που είπε ο Ηράκλειτος. Βρίσκεται άγνωστος, και τέτοιος θα παραμένει, όπως μας παρακινεί η επιγραφή στη βάση του βωμού στην Αγορά της αρχαίας Αθήνας: τῷ Ἀγνώστῳ.

Για τον δίκαιο άνθρωπο ο θεός, το υπέρτατο ον, θα μένει ανάμεσα στο ναι και στο όχι. Θα δηλώνει το σημείο της αιώνιας αναζήτησης, και της αιώνιας απορίας. Θα είναι το ον, τό ἀεὶ ζητούμενον καί ἀεὶ ἀπορούμενον, που γράφει ο Αριστοτέλης στα Μετά τά Φυσικά του.

Αυτόν τον δίκαιο, που στέκεται στο χαλεπό μεταίχμιο του ναι και του όχι, οι άλλοι άνθρωποι του καιρού του και του τόπου του, άνθρωποι μικρόνοες και μίζεροι, χαμοζωήδες και θελωζήσηδες στη γλώσσα του Λασκαράτου, θα τον δικάζουνε για άθεο. Όπως δικάσανε τον δίκαιο Σωκράτη, και τον δίκαιο Αριστοτέλη, και τον δίκαιο Τζορντάνο Μπρούνο.

Δύο γενεές μετά τον Γκαίτε, που χάραξε στην πέτρα του μόνιμου την Ερώτηση της Μαργαρίτας, ένας άλλος ευρωπαίος ποιητής, ίδιο μπόι και ίδιο σθένος, θα επαναλάβει στερεότυπα την ερώτηση, τραβώντας τον ιδικό του κακοτράχαλο δρόμο.

Ο σλάβος Ντοστογιέβσκι στην ερώτηση της Μαργαρίτας θα δώσει την ίδια απόκριση που έδωσε και ο Γκαίτε:

Εάν ο Σταυρόγκιν πιστεύει, δεν πιστεύει ότι πιστεύει·
εάν ο Σταυρόγκιν δεν πιστεύει, δεν πιστεύει ότι δεν πιστεύει.

Ο Σταυρόγκιν, λοιπόν, ο πρίγκιπας Νικολάι Σταυρόγκιν. Ο Σταυρόγκιν με το καθαρό ήθος. Ο Σταυρόγκιν, που νέος τριάντα χρονώ αρπάζει με το χέρι το ηλεκτροφόρο καλώδιο της αυτοκτονίας του, πιστεύει, ή δεν πιστεύει;

Μιλάμε για τον Σταυρόγκιν, την ώρα που κοιτάει στα μάτια έναν άλλον δαίμονα. Τον αριστογείτονα Κυρίλωφ, τον μηχανικό.

Αλλά δεν ενεούργησαν ούτε ο Γκαίτε, ούτε ο Ντοστογιέβσκι. Και οι δύο στο ερώτημα των ερωτημάτων διάβηκαν πύλες ανοιχτές.

Είκοσι αιώνες παλαιότερα και τους δύο τους είχε προφτάξει ένας μεγάλος έλληνας. Την Ερώτηση της Μαργαρίτας την απάγγειλε πρώτος σε ιαμβικά μέτρα ο Ευριπίδης ο αθηναίος στην τραγωδία του Ελένη:

Τί είναι θεός, και τί μη θεός, και τί ανάμεσα τους;
Ποιος άνθρωπος τό 'ψαξε, και βρήκε μακρυνότερο τέλος;

Ο θεός του Ευριπίδη είναι το «πιστεύω» του Φάουστ και του Σταυρόγκιν. Ο μη θεός του Ευριπίδη είναι το «δεν πιστεύω» του Φάουστ και του Σταυρόγκιν. Και το ανάμεσα στο θεός και μη θεός του Ευριπίδη είναι το ανάμεσα στο ναι και στο όχι του Φάουστ και του Σταυρόγκιν. Είναι ο άνθρωπος της γης που, καθώς βρίσκεται ανάμεσα σε ζωή και σε θάνατο, αγωνίζεται να κατανοήσει το νόημα της ύπαρξής του μέσα στο σύμπαν.

Δ. Λιαντίνης, Γκέμμα - Η Ερώτηση της Μαργαρίτας

Θα είστε βέβαιοι για την ακεραιότητά σας όταν θα αισθάνεστε καλά, όταν θα νιώθετε ευτυχισμένοι

Για να ανακτήσει κανείς την ακεραιότητά του, πρέπει να χρησιμοποιεί άμεμπτα το λόγο του. Απωλέσαμε την ακεραιότητά μας την πρώτη φορά που δεν κρατήσαμε μια υπόσχεση, την πρώτη φορά που κινηθήκαμε εναντίον του ίδιου του εαυτού μας. Η προδοσία από τον ίδιο μας τον εαυτό, είναι που διασπά την ακεραιότητά μας. Ακόμη και έννοιες όπως ομορφιά ή ασχήμια, είναι, στην πραγματικότητα, συμφωνίες που ελέγχουν την κοινωνία κι αργότερα ελέγχουν τον ατομικό νου. Επενδύουμε τη δύναμή μας σ’ αυτές τις συμφωνίες, γινόμαστε σκλάβοι τους – έπειτα, άλλοι άνθρωποι χρησιμοποιούν τις αξίες αυτές για να μας χειριστούν.

Πρέπει να εμπιστευτείτε τον εαυτό σας. Δεν μπορείτε να πηγαίνετε σε κάποιον και να ρωτάτε, «Είναι σωστό αυτό που κάνω; Είναι λάθος αυτό που κάνω;» Όχι. Είστε μόνοι, και ευτυχώς είστε μόνοι επειδή είστε επιτέλους ελεύθεροι να είστε ο εαυτός σας, συνεπώς η ακεραιότητά σας δεν θα σας επιτρέψει να εναντιωθείτε στον ίδιο σας τον εαυτό. Θα είστε βέβαιοι ότι έχετε ανακτήσει την ακεραιότητά σας όταν θα αισθάνεστε καλά, όταν θα νιώθετε ευτυχισμένοι.

Οι Τέσσερις Συμφωνίες μάς βοηθούν να ευθυγραμμιστούμε με την ακεραιότητά μας.

Η πρώτη συμφωνία, η άμεμπτη χρήση του λόγου, είναι απολύτως ευθυγραμμισμένη με την ακεραιότητά σας.

Η δεύτερη και η τρίτη, μην παίρνετε τίποτα προσωπικά και μην κάνετε υποθέσεις, μας κάνουν απρόσβλητους στη Νομοθεσία και σε όλους τους άλλους γύρω μας. Με την ανοσία που έχουμε αποκτήσει, εξασφαλίζουμε ότι το εξωτερικό όνειρο δεν θα κάνει πλέον τις επιλογές μας αντί για εμάς.

Και η τέταρτη συμφωνία, δίνετε πάντα τον καλύτερο εαυτό σας, είναι η κινητήρια δύναμη που μας βοηθά να προχωρήσουμε: είναι η δράση.

Δεν χρειάζεται να γίνετε κάτι που δεν είστε, γιατί είστε ήδη τέλειοι

Έχουμε ξεχάσει ποιοι είμαστε στην πραγματικότητα και έχουμε υιοθετήσει μια νέα ταυτότητα η οποία, επειδή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητά μας, δημιουργεί πάντα μια αίσθηση κενού μέσα μας.

Για να πάψουμε να αισθανόμαστε αυτή την έλλειψη, προσπαθούμε να στολίσουμε την ταυτότητα που έχουμε δημιουργήσει, ώστε να φαντάζει εντυπωσιακή και πολύτιμη. Γι’ αυτό και ονειρευόμαστε συχνά τι θα θέλαμε να είμαστε και πώς θα μας άρεσε να φερόμαστε.

Ο προσωπικός και κοινωνικός μας κόσμος είναι γεμάτος “θα έπρεπε”, “δεν θα έπρεπε”, “είναι ανάγκη” και “δεν είναι ανάγκη”. Με βάση αυτή τη συλλογιστική λοιπόν, οφείλουμε να είμαστε περισσότερο προσεκτικοί και όχι τόσο αφελείς. Επιπροσθέτως, είναι ανάγκη να είμαστε προετοιμασμένοι και να μην είμαστε τόσο εύπιστοι. Όλες αυτές οι απαιτήσεις έχουν νόημα, όταν θεωρούμε τον εαυτό μας ελαττωματικό και ατελή, αλλά δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα, όταν κατανοούμε πως αυτό που υπάρχει πέρα από τη φαινομενική ταυτότητα είναι μια ουσία γεμάτη ευφυΐα, δημιουργικότητα και αγάπη και που εκ φύσεως είναι τέλεια, δηλαδή ολοκληρωμένη.

Για τον λόγο αυτόν, η άσκηση που πραγματικά φέρνει αποτελέσματα δεν είναι εκείνη που μας βοηθά να βελτιώσουμε την ψεύτικη ταυτότητά μας για να είμαστε όπως εμείς ή άλλοι νομίζουν πως θα έπρεπε να είμαστε, αλλά εκείνη που μας βοηθά να την υπερβούμε, ώστε να ξαναβρούμε την αληθινή μας ταυτότητα.

Δεν χρειάζεται να γίνετε κάτι που δεν είστε, διότι ουσιαστικά είστε ήδη τέλειοι, δηλαδή ολοκληρωμένοι. Το μόνο που ίσως χρειάζεστε είναι να ανακαλύψετε τι πραγματικά υπάρχει πίσω από τις λέξεις: ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ.

Το λάθος γίνεται με πολλούς τρόπους, το σωστό όμως γίνεται με έναν μόνο τρόπο

Το λάθος γίνεται με πολλούς τρόπους (γιατί το κακό και το άπειρο πάνε μαζί, όπως δίδασκαν οι Πυθαγόρειοι, ενώ το καλό πάει μαζί με το πεπερασμένο), το σωστό όμως γίνεται με έναν μόνο τρόπο (γι’ αυτό και το πρώτο είναι εύκολο, ενώ το άλλο είναι δύσκολο: είναι εύκολο, πράγματι να αποτύχεις στον στόχο σου και είναι δύσκολο να τον πετύχεις)- να γιατί η υπερβολή και η έλλειψη είναι χαρακτηριστικά της κακίας και η μεσότητα της αρετής: «καλοί με έναν μόνο τρόπο, κακοί με χίλιους τόσους τρόπους». Η αρετή λοιπόν είναι μια έξη, που:

α) επιλέγεται ελεύθερα από το άτομο.
β) βρίσκεται στο μέσον, στο μέσον όμως το «σε σχέση προς εμάς»

Το μέσον αυτό καθορίζεται από τη λογική -πιο συγκεκριμένα, από τη λογική, πιστεύω, που καθορίζει ο φρόνιμος άνθρωπος- είναι μεσότητα μεταξύ δύο κακιών, που η μία βρίσκεται από την πλευρά της υπερβολής και η άλλη από την πλευρά της έλλειψης- και ακόμη με το νόημα ότι ορισμένες κακίες αποτελούν έλλειψη και άλλες πάλι υπερβολή σε σχέση με αυτό που πρέπει, είτε στα πάθη είτε στις πράξεις, ενώ η αρετή και βρίσκει και επιλέγει το μέσον.

Από την άποψη λοιπόν της ουσίας της, και όσο μας ενδιαφέρει ο ορισμός της φύσης της, η αρετή είναι μεσότητα, από την άποψη όμως του σωστού και του άριστου είναι, ασφαλώς, κάτι που βρίσκεται στο ψηλότερο σκαλί.

Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια

Η κατάπτωσή μας

Αηδία. Μία ανυπέρβλητη προσβλητική ανθρώπινη αηδία.
Αυτό ήμασταν χρόνια τώρα.
Καθώς ξεκίνησε, ποτέ κανείς δεν το σταμάτησε.

Το άφησαν για χιλιάδες χρόνια να αναπαράγεται με κάθε κόστος. Με κάθε αναδυόμενο ηλίθιο κανόνα ηθικής συμπεριφοράς. Λογιζόμαστε για ΕΝ – ΛΟΓΑ ζώα. Καταλαβαίνεις; Καταλαβαίνεις τη σοβαρότητα της κατάστασης; Δεν υπήρξαμε ποτέ έν-λογα παρά μόνο όταν οι αποφάσεις που πάρθηκαν για τις ζωές μας θα ήταν η μόνη μας καταστροφή. Η καταστροφή μας για την λεγόμενη εξέλιξη. Η καταστροφή μας στο όνομα μιας ενωμένης κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που κάθε τι είναι λάθος όταν αντιτίθεται σε κράτη και θρησκείες.

Σε κοινωνίες που τα “θέλω” της ψυχής οφείλουν να κατατάσσονται με τα “πρέπει” τους.

Κι αυτό δεν ήταν ποτέ ούτε στο ελάχιστο η καταστροφή μας. Εκείνη η οποία μας διαλύει χρόνια τώρα, ύπουλα και κρυφά, καθώς όλοι οι αγωνιστές είναι ελεεινοί πλεονέκτες και οι πολιτικοί φρικτοί υποκριτές είναι η μάταιη αγωγή. Η μάταιη παιδαγωγική αγωγή, που ως μόνον αποτέλεσμα καταφέρνει να θωρακίζει τα παιδιά σε ένα σύστημα που τους αποκλείει από τον ίδιο τους τον εαυτό. Τους απαγορεύει κάθε ουσιαστική επαφή με τον εσωτερικό τους κόσμο και με κάθε είδους χαρά. Μεγαλώνουμε λοιπόν.

Η ζωή μας γίνεται το μεγαλύτερο βασανιστήριο της ύπαρξής μας. Η κάθε ξεχωριστή μέρα βιώνεται ουσιαστικά λες και είμαστε κινούμενα ζόμπι. Στερούμε κάθε δυνατότητα πραγματικής ευχαρίστησης στο όνομα μιας καλύτερης μέρας. Μιας μέρας που δεν προβλέπεται ποτέ να έρθει. Γίναμε το χειρότερο είδος σε όλη τη φύση όταν έπρεπε να μάθουμε απ’ αυτήν.

Γίναμε οι εχθροί του εαυτού μας. Χάσαμε κάθε επαφή με το παιδί μέσα μας που πάλευε για χρόνια μέχρι να ενηλικιωθούμε να μας σώσει. Ένα παιδί που η μόνη του ανάγκη ήταν μία ειλικρινής ελευθερία που του την κλέψανε με το που γεννήθηκε. Ως μόνη συνέπεια ήταν και είναι η συνεχόμενη κατάπτωσή μας. Λυγίζεις μπροστά σε αυτό που φοβάσαι. Λυγίζεις μπροστά σε μία αλήθεια που το μόνο που μπορεί να κάνει είναι σε σώσει. Μα ασφαλώς… δημιούργησαν ένα είδος γεμάτο δειλία και απάθεια.

Αντικρίζεις τη ζωή με ένα συνεχόμενο μόχθο και τρόμο.
Λες και είναι η αιτία των προβλημάτων σου.

Γιατί; Γιατί ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙΣ στον εαυτό σου να δει πως το λάθος στην πραγματικότητα υπήρξε μόνο δικό ΣΟΥ. Περιπλέκεις τη ζωή σου. Ψάχνεις συνεχώς τι πρέπει να κάνεις. Πώς πρέπει να φτιάξεις το μέλλον σου, όσο πιο υλιστικά επιτυχώς γίνεται. Παλεύεις να πολεμήσεις όλες τις καθημερινές ηλιθιότητες που ακούς. Αρνείσαι να ακούσεις ωστόσο μία αληθινή κουβέντα που ενδέχεται να είναι η σωτηρία σου. Αποφασίζεις να παραμείνεις ένας άπραγος ηλίθιος που μανιωδώς κρύβει την αλήθεια από το “είναι” του. Δικάζεις και κρίνεις όλους τριγύρω σου στη προσπάθεια να νιώσεις ολοκληρωμένος.

Για μία στιγμή όμως. Τι στα αλήθεια φταίει τελικά; Πώς μπορείς τόσο απελπιστικά να διαλύεις κάθε νέα ζωή που μπορεί να σου δώσει το κατάλληλο μάθημα; Δυστυχώς είναι κι αυτό απλό.. Δεν το σκέφτηκες ποτέ πως από φόβο και μόνο στο νέο και στο πραγματικό αποφασίζεις και διατάζεις τη νέα ζωή να μπει στα δικά σου τετραγωνάκια. Στο δικό σου τρόπο σκέψης. Δυσκολεύεις τη ζωή σου, γιατί μόνο έτσι νιώθεις πως θα τα καταφέρεις. Ενώ όλα στη φύση έρχονται και φεύγουν με τον πιο απλό και όμορφο τρόπο. Μα όχι! Στο ανθρώπινο είδος δεν έφτασε ποτέ αυτή η απλότητα.

Φαύλος Κύκλος
Μη κάνεις τον κόπο να ρωτήσεις γιατί αναπαράγεις ένα φαύλο κύκλο. Πάλι θα φροντίσεις να δώσεις την απάντηση με την οποία ΔΕΝ θα έρθεις σε ρήξη. Μετά από χρόνια υποκρισίας απέναντι στον ίδιο σου τον εαυτό, έμαθες να δίνεις απαντήσεις με τις οποίες βολεύεσαι. Απαντήσεις οι οποίες θα φέρουν την θεωρητικά καταλληλότερη λύση. Μα εφήμερη. Έγινες μία φθηνή απομίμηση που το παιδί μέσα σου θα σιχαινόταν να αντικρίσει στα μάτια. Κι αν είχε φωνή για να ουρλιάξει θα ήταν μόνο μία κουβέντα: “Εσύ μας κατάντησες έτσι!”.

Δεν έχω κάποια ελπίδα να καταλάβουν οι άνθρωποι τα φρικαλέα πράγματα που αναπαράγουν. Έχω ωστόσο ένα μικρό παραθυράκι στο μυαλό μου που λέει πως ίσως κάποιος, κάποια μέρα δει την ανθρώπινη εσωτερική σωτηρία στα μάτια και στις πράξεις των παιδιών. Πασχίζεις να συνεχίσεις το είδος μόνο και μόνο για λόγους εγωιστικούς, δήθεν ανθρωπιστικούς.

Δήθεν πως σε ενδιαφέρει να βοηθήσεις το παιδί σου να χτίσει ένα νέο, καλύτερο και ορθότερο μέλλον. Το προσδίδεις σε μία έμφυτη ανάγκη σου ν’ αναπαραχθείς και όχι στην ανάγκη σου να εξιλεωθείς από τις αμαρτίες σου. Αμαρτίες που τόσο απλόχερα θα παραδώσεις στο παιδί σου, διδάσκοντάς το να κάνει το ίδιο. Διδάσκοντάς το, πως το σωστό είναι η φυγή από την αλήθεια, πως το σωστό είναι αυτό που ορίζει η κάθε κοινωνική επιταγή. Τι γίνεται όταν το παιδί σου όμως όλα αυτά δεν τα βρίσκει σωστά;

Μα φυσικά… είναι παιδί και δεν έχει τη δική σου τη φωνή, τη δική σου πυγμή. Έχεις τόσα πολλά μέσα να το υποτάξεις σε αυτά που εσύ ήθελες να κάνεις στη ζωή σου, σε αυτά που εσύ από επιλογή απέρριψες για ένα “καλύτερο” αύριο. Και χωρίς ποτέ να το συνειδητοποιείς οδεύεις το ίδιο σου το σπλάχνο να κάνει το ακριβώς αντίθετο. Το μαθαίνεις να κρύβει τις ορμές του, – τις φυσικές – ορμές του. Εκείνες που η φύση επιτάσσει, εκείνες που ονομάζεις “κακές”. Δημιουργείς ένα χάος στη ψυχή του, μία βρώμα που το αποκαλείς αγάπη.

Ζητάει ελευθερία και θαρρείς πως ζητάει εκατομμύρια. Θεωρείς τόσο δεδομένο πως οι κοινωνικοί και ηθικοί κανόνες, έχουν στόχο να βελτιώσουν τη συμπεριφορά του, να τον μάθουν να “διαβάζει” τους ανθρώπους, όταν ΕΣΥ ο ίδιος, με το ίδιο μέσο απέτυχες παταγωδώς να το κάνεις.

ΚΑΙ ΑΚΟΜΑ ΔΕΝ ΕΜΑΘΕΣ.

Δεν έμαθες πως το κάθε παιδί πράττοντας ελεύθερα και ψυχικά καθαρά έχει την ικανότητα χωρίς διδαχή να τα κάνει αυτά. Εν τέλει το ζήτημα ποιο είναι; Εσύ ή τα παιδιά; Πώς θα μιλούσαμε για τα παιδιά όταν ως άνθρωπος καθημερινά βαδίζεις σε μία συνεχή κατάπτωση του εαυτού σου αρνούμενος να δεις πως σφάλλεις. Ζητάς συγχώρεση. Ζητάς αγάπη. Ζητάς μία χαρούμενη ζωή. Ορμάς στον γκρεμό, οραματίζοντας τον ως παράδεισο. Συγχέεις κάθε νόημα των λέξεων, κάθε φορά με τον τρόπου που σε συμφέρει. Καταστρέφεις τη φύση σου, διότι την τρέμεις. Τρέμεις εκείνα που δεν γνωρίζεις. Γνωρίζεις μόνο εκείνα που σε συμφέρουν και πορεύεσαι έτσι.

Θα έλεγα πως ήταν δικαίωμα σου. Μα δεν είναι πλέον. Όχι όταν εσύ και το μεγαλύτερο ανθρώπινο ποσοστό των τελευταίων 100 χρόνων, ορθώνετε τοίχος στο μέλλον. Σ’ ένα μέλλον που δεν καταφέρατε να προσθέσετε ένα μικρό τουβλάκι προς την ανθρώπινη βελτίωση. Μία βελτίωση που όλοι σας ονομάσατε οικονομική. Μα κανένας σας ψυχική. Κανένας σας ενεργειακή.

Βαδίσατε σε ένα κάστρο που χτίσατε από άμμο και έχετε την απαίτηση να κυβερνήσουμε εμείς πλέον σε αυτό. Διαλύθηκε δεν το βλέπετε; Όσο και να χτίζετε στην άμμο, πάντα θα διαλύεται. Δεν χτίσατε πότε σε κάτι ουσιαστικό. Επιστήμες, θρησκείες, νόμοι, κοινωνίες… μα που είναι εκείνο το οποίο απαρτίζει τη φύση σου; Σε ποιον ακριβώς κλάδο τον τοποθέτησες και τον ξέχασες; Πώς το ξέχασες; Πώς το άφησες;

Η δειλία είναι σκληρό πράγμα. Υποτάσσει και το πιο δυνατό ζώο. Μακάρι να ήμασταν από τα δυνατά. Μα αναπάραξατε μία γενιά μέσα στην αδυναμία. Προσβολή σε αυτό που είχαμε την δυνατότητα να είμαστε και το στερήσατε. Αηδία γι΄ αυτό που θελήσατε να κατασκευάσετε.

Για μία στιγμή μόνο σκέψου. Μιλάς για ελευθερία και καταπιέζεις την πρώτη κύρια ανάγκη σου να εναρμονίζεσαι με την φύση. Μιλάς για αλλαγή, όταν αποφασίζεις ρητά να μείνεις στάσιμος. Διογκώνεις το “εγώ” σου, κάνοντας αποτρόπαιες πράξεις.

Ιωάννης ο Βαπτιστής και ευαγγελικοί τραγέλαφοι

Όπως μαθαίνουμε από τις «ιερές» γραφές, ο άνθρωπος που προετοίμασε το έδαφος για τον ερχομό και την διδασκαλία του Ιησού, ήταν ο γιος του Ζαχαρία και της Ελισάβετ, ο Ιωάννης. Ο Ιωάννης (που αξίζει ν’ αναφερθεί ότι γεννήθηκε «θαυματουργικώς» από στείρα γυναίκα, μετά από παρέμβαση «αγγέλου Κυρίου») για τον λόγο αυτόν ονομάστηκε «Πρόδρομος». Προς τον σκοπό αυτό, ζώντας σαν ασκητής και τρώγοντας ακρίδες, κήρυττε το «Μετανοείτε, ήγγικεν γαρ η βασιλεία των ουρανών» κι άρχισε να βαπτίζει τον κόσμο και να τον προετοιμάζει για την «βασιλεία των ουρανών». Κατ’ εντολήν του ίδιου του Θεού, ανέλαβε να βαπτίσει τον Ιησού και γι’ αυτό ονομάστηκε και «Βαπτιστής».

Ο Ιωάννης, που ήταν σχεδόν συνομήλικος του Ιησού, δεν γνώριζε προσωπικά τον «Μεσσία». Σύμφωνα με το «Κατά Ιωάννην» ευαγγέλιο (1: 33), ο Θεός του είπε ότι θα τον αναγνώριζε από το Άγιο Πνεύμα που θα καθόταν πάνω από το κεφάλι του, όταν θα τον βάπτιζε. Όπως και συνέβη, σύμφωνα με τα «Κατά Ματθαίον» (3: 16-17), «Κατά Μάρκον» (1: 10-11) και «Κατά Λουκάν» (3: 21-22) ευαγγέλια… Το Άγιο Πνεύμα κατέβηκε με την μορφή περιστεριού και κάθησε πάνω από τον Ιησού, ενώ την ίδια στιγμή ακούστηκε η φωνή του Θεού να λέει: «Αυτός είναι ο γιος μου ο αγαπητός, στον οποίο δείχνω την εύνοιά μου». Το «Κατά Ιωάννην» όμως, παρ’ ότι κάνει κι αυτό αναφορά στο «πουλί», δεν λέει λέξη για την «φωνή Κυρίου». Επιπλέον, σύμφωνα με το ίδιο ευαγγέλιο, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, δεν φαίνεται να περιμένει καθόλου την εμφάνιση του «πουλιού» για να αναγνωρίσει ποιον πραγματικά βαπτίζει. Χωρίς, όπως έχει προαναφερθεί, να γνωρίζει τον Ιησού, με το που τον βλέπει, λέει: «Αυτός είναι ο αμνός του Θεού!» (1: 29).

Βέβαια, εδώ προκύπτει ένα ουσιώδες ερώτημα: Γιατί θα έπρεπε να βαπτιστεί ο Ιησούς; Ως γνωστόν, η βάπτιση τελείται προς εξαγνισμό των ανθρώπων από το «προπατορικό αμάρτημα», το οποίο -σύμφωνα με την ιουδαιοχριστιανική παράδοση- φέρουν όλοι όσοι έρχονται στη ζωή. Όλοι δηλαδή, οι άνθρωποι, γεννιούνται «αμαρτωλοί». Ο Ιησούς όμως, όπως λένε, δεν γεννήθηκε όπως οι κοινοί θνητοί, αλλά μέσω της «αμώμου συλλήψεως» διά του Αγίου Πνεύματος, από «παρθένα» μητέρα. Αφού λοιπόν ο Ιησούς, ως «μονογενής υιός του Θεού» γεννήθηκε αναμάρτητος, προς τι η χρεία της βάπτισης; Για ποιο πράγμα θα έπρεπε να «μετανοήσει»; Μήπως θα μπορούσε να μας διαφωτίσει σ’ αυτό το σημείο ο «Ύψιστος»; ή μήπως ήταν μύηση; και σε τι;

Ο τραγέλαφος και οι «ιερές» αντιφάσεις όμως, συνεχίζονται λίγο παρακάτω, όπου ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, παρ’ ότι έχει δει αυτά τα θεΐκά σημάδια (ή σύμφωνα με το «Κατά Ιωάννην» δεν τα χρειάστηκε καν), λίγο αργότερα κι ενώ βρίσκεται στη φυλακή, στέλνει δύο απ’ τους μαθητές του Ιησού, να τον ρωτήσουν, τι, λέτε; Άκουσον, άκουσον! Εάν «Εσύ είσαι ο Mεσσίας που είναι να έρθει ή περιμένουμε άλλον;»!!! («Κατά Ματθαίον» 11: 2-3 και «Κατά Λουκάν» 7: 19). Ο άνθρωπος που κατά θείαν εντολή, προετοίμαζε το έδαφος για τον ερχομό του «Μεσσία»· ο άνθρωπος που τον βάπτισε· ο άνθρωπος που είδε -κι όχι μόνο αυτός- το «πουλί» να κάθεται πάνω στον Ιησού· ο άνθρωπος που άκουσε -όπως και όλοι οι παρεβρισκόμενοι- την φωνή του Θεού να εκδηλώνει την εύνοιά του στον «γιο» του, εμφανίζεται κλονισμένος και εκφράζει αμφιβολίες! Γιατί άραγε; Τι άλλο ήθελε για να πειστεί;

Οι ευαγγελικοί τραγέλαφοι δεν σταματούν εδώ. Ο Ιησούς αναλαμβάνει να διαλύσει τις αμφιβολίες του Ιωάννη. Η απλή λογική λέει πως, τι καλύτερο επιχείρημα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει εκτός από τα ίδια τα θεΐκά σημάδια; Το «πουλί» και την «φωνή Κυρίου» που ακούστηκε; Είναι γνωστόν όμως ότι οι «ιερές» γραφές στερούνται πάσης λογικής, οπότε θα ήταν ευσεβής πόθος και κάτι το ανεδαφικό, να την συναντούσαμε εδώ, ακόμη κι απ’ τον ίδιο τον Ιησού. Έτσι, ο «Μεσσίας» αντί να επικαλεστεί αυτά τα «σημάδια», προτιμά να επικαλεστεί τα…ανύπαρκτα «θαύματά» του… («Κατά Ματθαίον» 11: 4-5 και «Κατά Λουκάν» 7: 22-23). Πιάσ’ τ’ αβγό και κούρευ’ το δηλαδή…

Τελικά, αν δεν πάρει κάποιος μερικά χαπάκια ή δεν κτυπήσει ενέσεις, δεν υπάρχει περίπτωση να βρει ειρμό και λογική συνέχεια στις «θεόπνευστες» και «ιερές» γραφές…

ΔΕΣ: Χριστιανισμός, η θρησκεία των θαυμάτων - Τα θαύματα στην Καινή Διαθήκη και σκέψεις για την συνέπεια και ιστορικότητά της

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Η ΟΜΗΡΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΕΠΗ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ, Η μυκηναϊκή κοινωνία

Η μυκηναϊκή κοινωνία μέσα από τα αρχαιολογικά ευρήματα

Πληροφορίες για τον τρόπο οργάνωσης της μυκηναϊκής κοινωνίας μπορεί να αντληθούν από τέσσερις περιοχές:
 
α) Από τα αποκρυπτογραφημένα κείμενα της Γραμμικής Β γραφής, τα οποία «διαβάστηκαν» στις πινακίδες της Πύλου, της Κνωσού, αλλά και τις πιο πρόσφατα ανακαλυφθείσες στη Θήβα.
β) Από τα δεδομένα από την υλική αποτύπωση των κοινωνικών σχέσεων στον χώρο, δηλαδή από την οργάνωση και την αρχιτεκτονική των κτισμάτων και των οικισμών.
γ) Από την ανάλυση των ταφικών εθίμων και πρακτικών.
δ) Από την εικονογραφία της μυκηναϊκής εποχής, τοιχογραφίες και παραστάσεις σε αγγεία και σε άλλα έργα τέχνης.
 
Το ανάκτορο και οι ακροπόλεις

Η εικόνα που προκύπτει από τα αρχαιολογικά ευρήματα για τη μυκηναϊκή κοινωνία αποκαλύπτει τη σημαντικότατη θέση σε αυτήν του ανακτόρου. Όπως σημειώνει ένας ειδικός ερευνητής:
«Είναι το επίκεντρο των πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών, ιδεολογικών, ιστορικών και μυθολογικών-ιστορικών πρακτικών και πεποιθήσεων» (Wright 2006: 37).
 
Σε αυτό κατοικούν και δρουν οι ηγεμονικές τάξεις της μυκηναϊκής κοινωνίας. Παλαιότερα πίστευαν ότι σε αυτό ζούσε ο μυκηναίος ηγεμόνας, ο άναξ, με την οικογένειά του. Νεότερες έρευνες εξετάζουν την πιθανότητα να κατοικούσαν σε αυτό και αξιωματούχοι, τεχνίτες και άλλα εξέχοντα μέλη της μυκηναϊκής κοινωνίας ή ακόμα και να ήταν το μέρος όπου έμεναν ευρύτερες ομάδες ανθρώπων με εξουσία, ίσως κάποιες εκτεταμένες οικογένειες. Το μυκηναϊκό ανάκτορο, συνιστά, παράλληλα, και σύμβολο ενίσχυσης και αναπαραγωγής της καθεστηκυίας, της υπάρχουσας δηλαδή, κοινωνικής πραγματικότητας.
 
Η ομοιομορφία των μυκηναϊκών ακροπόλεων στη νότια Ελλάδα -με τα περίκλειστα σε κυκλώπεια τείχη μέγαρα, τα ανάκτορα, τις αυλές και τους υπόλοιπους χώρους- οδηγούν στην αντίληψη της ύπαρξης ισότιμων, ανεξάρτητων «κρατών» που οι ηγεμόνες τους, οι «άνακτες» των πινακίδων της Γραμμικής Β γραφής, έχουν σχέσεις αμοιβαιότητας και συνεργασίας μεταξύ τους. Δεν είναι απόλυτα σίγουρο αν υπάρχει κάποιος ηγεμόνας ανάμεσά τους που αναγνωρίζεται ως κυρίαρχος των υπόλοιπων, όπως υπονοείται για τον ρόλο του Αγαμέμνονα στην Ιλιάδα. Οι οικογένειες των ηγεμόνων, πιθανόν οι αξιωματούχοι, οι τεχνίτες και οι δούλοι των ανακτόρων που τους υπηρετούν είχαν τους δικούς τους χώρους και εργαστήρια για να κατοικούν και να εργάζονται μέσα στα ανάκτορα, αλλά βρέθηκαν ανάλογοι χώροι και έξω από αυτά.
 
Μέσα στο ανάκτορο φαίνεται πως τελούνταν και όλες εκείνες οι θρησκευτικές και κοινωνικές τελετουργίες που ενίσχυαν τους δεσμούς των υπηκόων αυτών των «κρατών» με την ηγεμονική κοινωνική τάξη. Η παρατήρηση αυτή δεν αφορά μόνο χώρους λατρείας, όπως, για παράδειγμα, το λεγόμενο «Θρησκευτικό κέντρο» των Μυκηνών. Ακόμα και οι τοιχογραφίες που βρέθηκαν σε όλα τα ανάκτορα δεν αναπαριστούν απλά έναν κόσμο πραγματικό ή φανταστικό, αλλά μεταφέρουν συμβολικά μηνύματα θεσμοποίησης και αναπαραγωγής της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων στη μυκηναϊκή κοινωνία. Οι ηγεμόνες που κατοικούν στα ανάκτορα χρησιμοποιούν, έτσι, τον χώρο για να μεταδώσουν μηνύματα στους άλλους ανθρώπους, τόσο μέσα στην ίδια την κοινωνική τους τάξη όσο και έξω από αυτήν, προκαλώντας σε αυτούς από σεβασμό και θαυμασμό, μέχρι φόβο.