Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2019

Δημήτρης Λιαντίνης: Μηδέν και μηδενισμός

Προκαταβολικά πρέπει να ειπωθεί ότι εκείνος πού δεν έχει καμία σχέση με το μηδενισμό είναι ό Νίτσε. Εάν o ευρωπαϊκός μηδενισμός σημαίνει την άρνηση και την παρακμή, τον εκφυλισμό, τη σήψη, τη φθορά, και την απαισιοδοξία, το πνεύμα του Νίτσε είναι σε όλα αυτά το ακριβώς αντίθετο. Η ομολογία είναι ρητή και γίνεται με το στόμα του ίδιου του Νίτσε:

Αναιρώ, όπως δεν αναίρεσε ποτέ κανείς, και είμαι εντούτοις το αντίθετο ενός αρνητικού πνεύματος. Είμαι ό χαρού­μενος μαντατοφόρος στο βαθμό πού κανείς δεν υπήρξε ως τώρα, και κατέχω την έννοια μιας τόσο ψηλής αποστολής, πού κανείς δεν έφτασε να συλλάβει ως σήμερα οι ελπίδες ξαναρχίζουν με μένα.

Το γεγονός ότι του φόρτωσαν ό,τι ακριβώς δεν έχει, και ό,τι καταμήνυσε στους άλλους, πηγάζει από την ψυχολογία του κλέφτη, που φωνάζει για να φοβηθεί ο νοικοκύρης.

Ο βαθμός κατανόησης του προσωκρατικού πνεύματος από το Νίτσε είναι ευθέως ανάλογος με το βαθμό παρανόησης του Νίτσε από το σύγχρονο πνεύμα. Όση, δηλαδή, φυσικότητα και ρώμη είδε ο Νίτσε στο στοχασμό των Προσωκρατικών, τόση αρρώστια και επιτήδευση είδε ό σύγχρονος άνθρωπος στο στοχασμό του Νίτσε. Το πράγμα έχει και την αιτία και την ερμηνεία του.

Η αιτία εντοπίζεται στη διαφορά και στην αντίθεση ανάμεσα στην προσωκρατική και στη σύγχρονη αντίληψη αναφορικά με τη βουλητική δύναμη πού χρειάζεται, προκειμένου να αντιμετωπίσει ό άνθρωπος με φυσικό τρόπο — πού είναι ό μόνος ορθός — τη φυσική πραγματικότητα.

Οι Προσωκρατικοί συντονίζουνται με τη σκληρότητα του κόσμου. Στην κτηνωδία της φύσης, σαν μόνο ισοδύναμο, αντιτάσ­σουν τη σταθερότητα του άνθρωπου. Πρόκειται για μια σκληρό­τητα όχι απάνθρωπη — όπως παρανοώντας και παρανοϊκά χαρα­κτήρισαν τη σκληρότητα του Νίτσε — αλλά κατεξοχήν ανθρώπινη. Υπάρχει άλλος συγγραφέας πού να ‘χει δώσει σε βιβλίο του τον τίτλο

Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο!

Ή σκληρότητα του Νίτσε είναι του εξής τύπου: αν είναι, προκειμένου να στεριώσει το γεφύρι, να πεθάνει ή όμορφη γυναίκα του πρωτομάστορα, τότε να πεθάνει. αν είναι, προκειμένου να μη μεταδοθεί στην πόλη ή πανούκλα πού κομίζει, να βουλιάξει το καράβι, τότε να βουλιάξει, αν είναι, προκειμένου να μην ατιμασθεί από την αραπιά, να καεί το Μισολόγγι, τότε να καεί.

Αυτή, βέβαια, η διαλεκτική του είτε... είτε δεν αποκλείει και την άλλη του τόσο... όσο. Και από τη σκοπιά αυτή ο Νίτσε θα μας έλεγε:

Μπροστά στο λιοντάρι αν θέλεις να σωθείς, και προπαντός να σώσεις το φιλότιμο σου, άλλος τρόπος από το να γίνεις θηριοδαμα­στής δεν υπάρχει. Να βρεις τρόπο δηλαδή να το παλέψεις, και αν φτάνεις να το ημερώσεις, χωρίς ούτε να το βάλεις στα πόδια αγνάντια του, ούτε να το κλείσεις στο κλουβί με παγίδες λάκκους.

Το έξοχα έξοχο, συνεχίζει ό Νίτσε, και τότε ο άνθρωπος γίνεται Άνθρωπος — Ubermensch είναι ή νέα λέξη, με την οποία ο Νίτσε πλούτισε την ανθρώπινη γλώσσα — θα 'ταν να το σπρώ­ξεις στο κλουβί, και να μπεις μέσα κι ο ίδιος.

Είναι γνωστό oτι ό Νίτσε το πρότυπο του άνθρωπου πού σάρκωσε το ιδεώδες της βούλησης για δύναμη το ‘βλέπε στο Βοναπάρτη. Και είναι γνωστή ακόμη η φράση του Κουτούζωφ προς τον τσάρο Αλέξανδρο, όταν ό Ναπολέων σφηνώθηκε στα δόντια του ρώσικου χειμώνα. — Ό Βοναπάρτης κλείστηκε μαζί με την αρκούδα στο κλουβί, και σφάληξε πίσω του την πόρτα. Καλά είναι τώρα!

Ό άνθρωπος του Νίτσε είναι ό τύπος του Βοναπάρτη πού πρέπει εντούτοις να νικήσει το ρωσικό χειμώνα. Εάν ή ανύψωση του άνθρωπου σε τέτοιο ύψος βουλητικής δύναμης φαίνεται δεινή, είναι μύριες φορές χειρότερα τα δεινά πού τον περιμένουν, εφόσον συνεχίζει το δρόμο της απάτης πού τραβάει. Αυτή είναι η λογική συνέπεια της φυσικής αφετηρίας του Νίτσε, και κατά τούτο ό Νίτσε γίνεται προφήτης κακών για τούς ανθρώπους. Εκήρυξε, όπως λένε, τον ευρωπαϊκό μηδενισμό.

Μα τι θα 'πρεπε να ακούσουμε ακόμη, όταν βλέπουμε να καίγεται το σπίτι μας, και μείς δεν εννοούμε να ξεπορτίσουμε-, για. να μη γίνουμε τάχατες ανέστιοι!

Απέναντι σ' αυτή τη στάση του Νίτσε, την αυθεντική δηλαδή ερμηνεία του στοχασμού των Προσωκρατικών, ο σύγχρονος άνθρωπος έχει υιοθετήσει τη στάση του δειλού κυνηγού με τα ναρκοβόλα — τα ναρκωτικά άλλωστε είναι ή σημαία ευκαιρίας του καιρού μας — πού έκλεισε το λιοντάρι στο κλουβί — κι όπου λιοντάρι διάβαζε φύση — και κάθεται απέξω και το περιπαίζει, όπως από τον αψηλό του τόπο το γνωστό ερίφιο κορόιδευε το λύκο του Αίσωπου.

'Αλλά κάτω από τέτοιους αφύσικους όρους οι εκδοχές είναι δύο: ή το λιοντάρι θα ψοφήσει οπότε θα ψοφήσουμε κι εμείς, ή θα σπάσει το κλουβί οπότε θα γιομίσει ο κόσμος με όσα κόκκαλα δεν εχώρεσε ή περιγραφή του Ιεζεκιήλ:

Και έθηκε με έν μέσω τον πεδίου, και τούτο ήν μεστόν όστέων ανθρωπίνων.

Στην πρώτη περίπτωση οσμίζεται κιόλας κανείς τα σημάδια στον αέρα: στα καυσαέρια δηλαδή. (Στα ρουθούνια μου κρύβεται ή μεγαλοφυΐα μου, έλεγε ο Νίτσε).

Στη δεύτερη περίπτωση ακούμε τούς σπλαγχνοσκόπους και τούς νεκρομάντες να μελετούν τους οιωνούς εξετάζοντας τα σωθικά των πυρηνικών οπλοστασίων. Η απειλή του μαζικού ολέθρου στέκεται ante portas.

Αυτά για την αιτία. Οσο για την ερμηνεία το πράγμα εντο­πίζεται στη διαφορά και την αντίθεση ανάμεσα στο Νίτσε και στο σύγχρονο άνθρωπο, αναφορικά με την ειλικρίνεια πού πλησιάζουν και ενστερνίζουνται τους Προσωκρατικούς.Η στάση του Νίτσε είναι ή στάση της πράξης και της ζωής. Η στάση του σύγχρονου πνεύματος είναι ή στάση της θεωρίας και των λόγων.

Περιγράφοντας στο πρώτο κεφάλαιο το δράμα της σύγχρονης παιδείας αναφέρθηκα συνοπτικά στην οντολογική απάτη και στην ηθική υποκρισία σαν τυπικά συμπτώματα του σύγχρονου πολιτι­σμού.

O Νίτσε για να διαστείλει την ειλικρίνεια από την ψευτιά σαν τρόπους με τούς οποίους αντίκρυσε τον προσωκρατικό στοχασμό ό ίδιος από το ένα μέρος, και ολόκληρη η σύγχρονη ανθρωπότητα από το άλλο, χρησιμοποιεί την εικόνα των Άντιαλεξάνδρων.

Από τότε πού ο Μακεδών τράβηξε το ξίφος στη χώρα του Μίδα, οι άνθρωποι άλλο δεν κάνουν παρά να λύνουν γόρδιους δεσμούς. Φτάσαμε στο σημείο πού οι νέοι βασιλιάδες μετράνε λι­γότερο από τούς στρατιώτες του Αλέξανδρου. Τι να πεις πια για τούς στρατιώτες πού σέρνουν. Ο καιρός μας χρειάζεται τούς Αντιαλεξάνδρους, πού θα ξαναδέσουν τη ζωή στο αξεδιάλυτο και νικηφόρο σύμπλεγμα του μηδενός και του είναι.Το φθέγμα της προσωκρατικής φιλοσοφίας, αναφορικά με το μηδέν και το είναι, άφηκε μια ηχώ πού έφτασε έντονη ως τον Πλάτωνα και άτονη ως τον Αριστοτέλη. Ύστερα έσβησε μέσα στο χάσμα πού ανοίχτηκε.
 
 Δημήτρης Λιαντίνης, Homo Educandus

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου