Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἄλκηστις (606-674)

ΑΔ. ἀνδρῶν Φεραίων εὐμενὴς παρουσία,
νέκυν μὲν ἤδη πάντ᾽ ἔχοντα πρόσπολοι
φέρουσιν ἄρδην εἰς τάφον τε καὶ πυράν·
ὑμεῖς δὲ τὴν θανοῦσαν, ὡς νομίζεται,
610 προσείπατ᾽ ἐξιοῦσαν ὑστάτην ὁδόν.
ΧΟ. καὶ μὴν ὁρῶ σὸν πατέρα γηραιῷ ποδὶ
στείχοντ᾽, ὀπαδούς τ᾽ ἐν χεροῖν δάμαρτι σῇ
κόσμον φέροντας, νερτέρων ἀγάλματα.
ΦΕΡΗΣ
ἥκω κακοῖσι σοῖσι συγκάμνων, τέκνον·
615 ἐσθλῆς γάρ, οὐδεὶς ἀντερεῖ, καὶ σώφρονος
γυναικὸς ἡμάρτηκας. ἀλλὰ ταῦτα μὲν
φέρειν ἀνάγκη καίπερ ὄντα δύσφορα.
δέχου δὲ κόσμον τόνδε, καὶ κατὰ χθονὸς
ἴτω. τὸ ταύτης σῶμα τιμᾶσθαι χρεών,
620 ἥτις γε τῆς σῆς προύθανε ψυχῆς, τέκνον,
καί μ᾽ οὐκ ἄπαιδ᾽ ἔθηκεν οὐδ᾽ εἴασε σοῦ
στερέντα γήρᾳ πενθίμῳ καταφθίνειν,
πάσαις δ᾽ ἔθηκεν εὐκλεέστερον βίον
γυναιξίν, ἔργον τλᾶσα γενναῖον τόδε.
625 ὦ τόνδε μὲν σώσασ᾽, ἀναστήσασα δὲ
ἡμᾶς πίτνοντας, χαῖρε, κἀν Ἅιδου δόμοις
εὖ σοι γένοιτο. φημὶ τοιούτους γάμους
λύειν βροτοῖσιν, ἢ γαμεῖν οὐκ ἄξιον.
ΑΔ. οὔτ᾽ ἦλθες ἐς τόνδ᾽ ἐξ ἐμοῦ κληθεὶς τάφον,
630 οὔτ᾽ ἐν φίλοισι σὴν παρουσίαν λέγω.
κόσμον δὲ τὸν σὸν οὔποθ᾽ ἥδ᾽ ἐνδύσεται.
οὐ γάρ τι τῶν σῶν ἐνδεὴς ταφήσεται.
τότε ξυναλγεῖν χρῆν σ᾽ ὅτ᾽ ὠλλύμην ἐγώ.
σὺ δ᾽ ἐκποδὼν στὰς καὶ παρεὶς ἄλλῳ θανεῖν
635 νέῳ γέρων ὤν, τόνδ᾽ ἀποιμώξῃ νεκρόν;
οὐκ ἦσθ᾽ ἄρ᾽ ὀρθῶς τοῦδε σώματος πατήρ;
οὐδ᾽ ἡ τεκεῖν φάσκουσα καὶ κεκλημένη
μήτηρ μ᾽ ἔτικτε; δουλίου δ᾽ ἀφ᾽ αἵματος
μαστῷ γυναικὸς σῆς ὑπεβλήθην λάθρᾳ;
640 ἔδειξας εἰς ἔλεγχον ἐξελθὼν ὃς εἶ,
καί μ᾽ οὐ νομίζω παῖδα σὸν πεφυκέναι.
ἦ τἄρα πάντων διαπρέπεις ἀψυχίᾳ,
ὃς τηλικόσδ᾽ ὢν κἀπὶ τέρμ᾽ ἥκων βίου
οὐκ ἠθέλησας οὐδ᾽ ἐτόλμησας θανεῖν
645 τοῦ σοῦ πρὸ παιδός, ἀλλὰ τήνδ᾽ εἰάσατε
γυναῖκ᾽ ὀθνείαν, ἣν ἐγὼ καὶ μητέρα
πατέρα τ᾽ ἂν ἐνδίκως ἂν ἡγοίμην μόνην.
καίτοι καλόν γ᾽ ἂν τόνδ᾽ ἀγῶν᾽ ἠγωνίσω,
τοῦ σοῦ πρὸ παιδὸς κατθανών, βραχὺς δέ σοι
650 πάντως ὁ λοιπὸς ἦν βιώσιμος χρόνος.
[κἀγώ τ᾽ ἂν ἔζων χἥδε τὸν λοιπὸν χρόνον,
κοὐκ ἂν μονωθεὶς ἔστενον κακοῖς ἐμοῖς.]
καὶ μὴν ὅσ᾽ ἄνδρα χρὴ παθεῖν εὐδαίμονα
πέπονθας· ἥβησας μὲν ἐν τυραννίδι,
655 παῖς δ᾽ ἦν ἐγώ σοι τῶνδε διάδοχος δόμων,
ὥστ᾽ οὐκ ἄτεκνος κατθανὼν ἄλλοις δόμον
λείψειν ἔμελλες ὀρφανὸν διαρπάσαι.
οὐ μὴν ἐρεῖς γέ μ᾽ ὡς ἀτιμάζων σὸν
γῆρας θανεῖν προύδωκας, ὅστις αἰδόφρων
660 πρὸς σ᾽ ἦ μάλιστα· κἀντὶ τῶνδέ μοι χάριν
τοιάνδε καὶ σὺ χἡ τεκοῦσ᾽ ἠλλαξάτην.
τοιγὰρ φυτεύων παῖδας οὐκέτ᾽ ἂν φθάνοις,
οἳ γηροβοσκήσουσι καὶ θανόντα σε
περιστελοῦσι καὶ προθήσονται νεκρόν.
665 οὐ γάρ σ᾽ ἔγωγε τῇδ᾽ ἐμῇ θάψω χερί·
τέθνηκα γὰρ δὴ τοὐπὶ σέ· εἰ δ᾽ ἄλλου τυχὼν
σωτῆρος αὐγὰς εἰσορῶ, κείνου λέγω
καὶ παῖδά μ᾽ εἶναι καὶ φίλον γηροτρόφον.
μάτην ἄρ᾽ οἱ γέροντες εὔχονται θανεῖν,
670 γῆρας ψέγοντες καὶ μακρὸν χρόνον βίου·
ἢν δ᾽ ἐγγὺς ἔλθῃ θάνατος, οὐδεὶς βούλεται
θνῄσκειν, τὸ γῆρας δ᾽ οὐκέτ᾽ ἔστ᾽ αὐτοῖς βαρύ.
ΧΟ. παύσασθ᾽, ἅλις γὰρ ἡ παροῦσα συμφορά,
ὦ παῖ, πατρὸς δὲ μὴ παροξύνῃς φρένας.

***
Αρχίζει η εκφορά της νεκρής· βγαίνουν από το παλάτι, ο Άδμητος, υπηρέτες με το νεκροκρέβατο και άλλοι με πρόσφορα.

ΑΔΜ. Φεραίοι, εσείς που βρίσκεστε κοντά μου
με αγάπη, τη νεκρή, με όλα όσα πρέπει,
σηκώνουν οι υπηρέτες, να την πάνε
για ταφή και πυρά· και ως είναι η τάξη,
εσείς την πεθαμένη χαιρετίστε,
610 που παίρνει τώρα το στερνό της δρόμο.
ΚΟΡ. Μα με το γέρικό του βήμα, βλέπω,
έρχεται δω ο πατέρας σου· στολίδια
στα χέρια τους κρατούν οι ακόλουθοί του,
προσφορές νεκρικές για την κυρά μας.
Έρχεται ο Φέρης με ακολουθία δούλων.
ΦΕΡΗΣ
Ο πόνος σου είναι, γιε μου, και δικός μου·
και φρόνιμη και ενάρετη γυναίκα
χάνεις· αυτό κανένας δεν τ᾽ αρνιέται.
Μα όσο βαρύ και να ᾽ναι, υπομονή.
Πάρ᾽ τα στολίδια τούτα κι ας θαφτούνε
μαζί μ᾽ αυτήν· κάθε τιμή τής πρέπει,
που τη ζωή της πρόσφερε για σένα,
620 κι έτσι άκληρος δεν έμεινα, παιδί μου,
δε μ᾽ άφησε χωρίς εσέ να λιώνω
σε μαύρα γερατειά· η γενναία της πράξη
δόξα μεγάλη για όλες τις γυναίκες.
Πλησιάζει στο φέρετρο.
Ω που έσωσες το γιο μου, που κι εμένα
μ᾽ αναστύλωσες μες στο πέσιμό μου,
στο καλό· κι ευτυχία να βρεις στον Άδη.
Ναι, στους θνητούς, αλήθεια, τέτοιος γάμος
κάνει πολύ καλό· ειδεμή να λείπει.
ΑΔΜ. Στην κηδεία δε σε κάλεσα, κι ούτε είναι
630 συμπαράσταση φίλου ο ερχομός σου·
κι απάνω της, ποτέ δικό σου δώρο·
έχει αρκετά για να θαφτούν μαζί της.
Σαν πέθαινα χρειαζόμουν τη συμπόνια σου.
Κι αφού τότε τραβήχτηκες, και γέρος,
άφησες να χαθεί ένας νέος, μας πιάνεις
τους θρήνους; Μη δεν είσαι εσύ ο γονιός μου,
ο γνήσιος; Δε με γέννησε η γυναίκα
που με γέννησε λέει και που μητέρα
την κράζω; Μήπως μ᾽ έκαμε μια δούλη
και στης γριάς σου κλεφτά τον κόρφο μπήκα;
640 Στην κρίσιμη ώρα το ᾽δειξες ποιός είσαι·
δεν το πιστεύω πια πως είμαι γιος σου.
Ή τόσο είσαι δειλός, που, ενώ έχεις φτάσει
στα χρόνια που είσαι, στης ζωής το τέρμα,
τη θέληση δεν είχες και το θάρρος
για το παιδί σου να πεθάνεις, κι έτσι
πέθανε κείνη που αίμα μου δεν είναι·
αυτή, και μόνο αυτή είναι τώρα δίκιο
να λογαριάζω μάνα και πατέρα.
Κι όμως θα ᾽ταν ωραίος για σένα αγώνας
στο γιο σου να προσφέρεις τη ζωή σου,
650 αφού πια λίγο σου ᾽μενε να ζήσεις.
[Θα ζούσα εγώ, μαζί κι αυτή, κι έτσι έρμος
δε θα ᾽κλαια τώρα εγώ τη συμφορά μου].
Όσα μπορεί ένας άνθρωπος να ελπίσει
τα ᾽χεις χαρεί· της νιότης σου τα χρόνια
τα πέρασες στο θρόνο· διάδοχο είχες,
για να κληρονομήσει αυτό το σπίτι,
εμένα· δε θα μέναν τ᾽ αγαθά σου,
μετά το θάνατό σου, λεία των ξένων.
Κι ούτε θα πεις πως μ᾽ άφησες να σβήσω
γιατί τα γερατειά σου εγώ αψηφούσα·
όσο κανένας άλλος τα σεβόμουν·
660 και νά η ευγνωμοσύνη για όλα τούτα,
κι εκείνης που μ᾽ εγέννα και η δική σου.
Εμπρός λοιπόν, κάμε παιδιά, κι αμέσως,
να σε γεροκομήσουν, να φροντίσουν
για σάβανα και τάφο σαν πεθάνεις·
αυτά από μένα πια να μην τα ελπίζεις·
για σένα είμαι νεκρός· κι αν μ᾽ έσωσε άλλος
και βλέπω αυτό το φως, εκείνου λέω
πως είμαι γιος, για κείνον η έγνοια μου όλη.
Ψέματα λένε οι γέροι, σα γρινιάζουν
για της ζωής το μάκρος και ποθούνε
670 τάχατες να τελειώσουν· σα σιμώσει
ο θάνατος, δε θέλουν να πεθάνουν,
τα γερατειά πια δεν τους είναι βάρος.
ΚΟΡ. Άδμητε, αρκεί τ᾽ άλλο κακό· μη θέλεις
το θυμό να ξανάβεις του γονιού σου.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου