Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἄλκηστις (132-212)

ΧΟ. πάντα γὰρ ἤδη τετέλεσται βασιλεῦσι,
πάντων δὲ θεῶν ἐπὶ βωμοῖς
αἱμόρραντοι θυσίαι πλήρεις·
135 οὐδ᾽ ἔστι κακῶν ἄκος οὐδέν.
ἀλλ᾽ ἥδ᾽ ὀπαδῶν ἐκ δόμων τις ἔρχεται
δακρυρροοῦσα, τίνα τύχην ἀκούσομαι;
πενθεῖν μέν, εἴ τι δεσπόταισι τυγχάνει,
συγγνωστόν· εἰ δ᾽ ἔτ᾽ ἐστὶν ἔμψυχος γυνὴ
140 εἴτ᾽ οὖν ὄλωλεν εἰδέναι βουλοίμεθ᾽ ἄν.

ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ
καὶ ζῶσαν εἰπεῖν καὶ θανοῦσαν ἔστι σοι.
ΧΟ. καὶ πῶς ἂν αὑτὸς κατθάνοι τε καὶ βλέποι;
ΘΕ. ἤδη προνωπής ἐστι καὶ ψυχορραγεῖ.
ΧΟ. ὦ τλῆμον, οἵας οἷος ὢν ἁμαρτάνεις.
145 ΘΕ. οὔπω τόδ᾽ οἶδε δεσπότης, πρὶν ἂν πάθῃ.
ΧΟ. ἐλπὶς μὲν οὐκέτ᾽ ἐστὶ σῴζεσθαι βίον;
ΘΕ. πεπρωμένη γὰρ ἡμέρα βιάζεται.
ΧΟ. οὔκουν ἐπ᾽ αὐτῇ πράσσεται τὰ πρόσφορα;
ΘΕ. κόσμος γ᾽ ἕτοιμος, ᾧ σφε συνθάψει πόσις.
150 ΧΟ. ἴστω νυν εὐκλεής γε κατθανουμένη
γυνή τ᾽ ἀρίστη τῶν ὑφ᾽ ἡλίῳ, μακρῷ.
ΘΕ. πῶς δ᾽ οὐκ ἀρίστη; τίς δ᾽ ἐναντιώσεται;
τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην
γυναῖκα; πῶς δ᾽ ἂν μᾶλλον ἐνδείξαιτό τις
155 πόσιν προτιμῶσ᾽ ἢ θέλουσ᾽ ὑπερθανεῖν;
καὶ ταῦτα μὲν δὴ πᾶσ᾽ ἐπίσταται πόλις·
ἃ δ᾽ ἐν δόμοις ἔδρασε θαυμάσῃ κλύων.
ἐπεὶ γὰρ ᾔσθεθ᾽ ἡμέραν τὴν κυρίαν
ἥκουσαν, ὕδασι ποταμίοις λευκὸν χρόα
160 ἐλούσατ᾽, ἐκ δ᾽ ἑλοῦσα κεδρίνων δόμων
ἐσθῆτα κόσμον τ᾽ εὐπρεπῶς ἠσκήσατο,
καὶ στᾶσα πρόσθεν Ἑστίας κατηύξατο·
Δέσποιν᾽, ἐγὼ γὰρ ἔρχομαι κατὰ χθονός,
πανύστατόν σε προσπίτνουσ᾽ αἰτήσομαι,
165 τέκν᾽ ὀρφανεῦσαι τἀμά· καὶ τῷ μὲν φίλην
σύζευξον ἄλοχον, τῇ δὲ γενναῖον πόσιν.
μηδ᾽ ὥσπερ αὐτῶν ἡ τεκοῦσ᾽ ἀπόλλυμαι
θανεῖν ἀώρους παῖδας, ἀλλ᾽ εὐδαίμονας
ἐν γῇ πατρῴᾳ τερπνὸν ἐκπλῆσαι βίον.
170 πάντας δὲ βωμούς, οἳ κατ᾽ Ἀδμήτου δόμους,
προσῆλθε κἀξέστεψε καὶ προσηύξατο,
πτόρθων ἀποσχίζουσα μυρσίνης φόβην,
ἄκλαυστος ἀστένακτος, οὐδὲ τοὐπιὸν
κακὸν μεθίστη χρωτὸς εὐειδῆ φύσιν.
175 κἄπειτα θάλαμον εἰσπεσοῦσα καὶ λέχος,
ἐνταῦθα δὴ ᾽δάκρυσε καὶ λέγει τάδε·
Ὦ λέκτρον, ἔνθα παρθένει᾽ ἔλυσ᾽ ἐγὼ
κορεύματ᾽ ἐκ τοῦδ᾽ ἀνδρός, οὗ θνήσκω πέρι,
χαῖρ᾽· οὐ γὰρ ἐχθαίρω σ᾽· ἀπώλεσας δ᾽ ἐμὲ
180 μόνην· προδοῦναι γάρ σ᾽ ὀκνοῦσα καὶ πόσιν
θνήσκω. σὲ δ᾽ ἄλλη τις γυνὴ κεκτήσεται,
σώφρων μὲν οὐκ ἂν μᾶλλον, εὐτυχὴς δ᾽ ἴσως.
κυνεῖ δὲ προσπίτνουσα, πᾶν δὲ δέμνιον
ὀφθαλμοτέγκτῳ δεύεται πλημμυρίδι.
185 ἐπεὶ δὲ πολλῶν δακρύων εἶχεν κόρον,
στείχει προνωπὴς ἐκπεσοῦσα δεμνίων,
καὶ πολλὰ θαλάμων ἐξιοῦσ᾽ ἐπεστράφη
κἄρριψεν αὑτὴν αὖθις εἰς κοίτην πάλιν.
παῖδες δὲ πέπλων μητρὸς ἐξηρτημένοι
190 ἔκλαιον· ἣ δὲ λαμβάνουσ᾽ ἐς ἀγκάλας
ἠσπάζετ᾽ ἄλλοτ᾽ ἄλλον, ὡς θανουμένη.
πάντες δ᾽ ἔκλαιον οἰκέται κατὰ στέγας
δέσποιναν οἰκτείροντες. ἣ δὲ δεξιὰν
προύτειν᾽ ἑκάστῳ, κοὔτις ἦν οὕτω κακὸς
195 ὃν οὐ προσεῖπε καὶ προσερρήθη πάλιν.
τοιαῦτ᾽ ἐν οἴκοις ἐστὶν Ἀδμήτου κακά.
καὶ κατθανών τἂν ᾤλετ᾽, ἐκφυγὼν δ᾽ ἔχει
τοσοῦτον ἄλγος, οὗ ποτ᾽ — οὐ λελήσεται.
ΧΟ. ἦ που στενάζει τοισίδ᾽ Ἄδμητος κακοῖς,
200 ἐσθλῆς γυναικὸς εἰ στερηθῆναί σφε χρή;
ΘΕ. κλαίει γ᾽ ἄκοιτιν ἐν χεροῖν φίλην ἔχων,
καὶ μὴ προδοῦναι λίσσεται, τἀμήχανα
ζητῶν· φθίνει γὰρ καὶ μαραίνεται νόσῳ.
παρειμένη δέ, χειρὸς ἄθλιον βάρος.
205 ὅμως δὲ καίπερ σμικρὸν ἐμπνέουσ᾽ ἔτι
βλέψαι πρὸς αὐγὰς βούλεται τὰς ἡλίου
ὡς οὔποτ᾽ αὖθις, ἀλλὰ νῦν πανύστατον.
[ἀκτῖνα κύκλον θ᾽ ἡλίου προσόψεται.]
ἀλλ᾽ εἶμι καὶ σὴν ἀγγελῶ παρουσίαν·
210 οὐ γάρ τι πάντες εὖ φρονοῦσι κοιράνοις,
ὥστ᾽ ἐν κακοῖσιν εὐμενεῖς παρεστάναι·
σὺ δ᾽ εἶ παλαιὸς δεσπόταις ἐμοῖς φίλος.

***
Από το παλάτι βγαίνει, κλαμένη, μια θεράπαινα. Συνεχίζει ο κορυφαίος.
ΚΟΡ. Μα απ᾽ το παλάτι βγαίνει δακρυσμένη
μια βάγια· τί μου μέλλεται ν᾽ ακούσω;
Στη γυναίκα που βγήκε.
Νιώθω τη θλίψη σου, αν στ᾽ αφεντικά σου
κάτι κακό έχει γίνει· θέλουμε όμως
140 να ξέρουμε: Ζει ακόμα; Έχει τελειώσει;
Η ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ
Ή το ᾽να ή τ᾽ άλλο πεις, δε θα ᾽ναι λάθος.
ΚΟΡ. Πώς; Ζωντανή μαζί και πεθαμένη;
ΘΕΡ. Ψυχομαχά, γερμένη χάμω. ΚΟΡ. Δόλιε!
Σκληρός χαμός για τη γενναία καρδιά σου.
ΘΕΡ. Ο αφέντης θα το νιώσει, σαν το πάθει.
ΚΟΡ. Και δεν υπάρχει ελπίδα να γλιτώσει;
ΘΕΡ. Η μοιρόγραφτη μέρα τη βαραίνει.
ΚΟΡ. Κι αυτά που πρέπει δεν της τα ετοιμάζουν;
ΘΕΡ. Όλα έτοιμα, όσα θα θαφτούν μαζί της.
150 ΚΟΡ. Πεθαίνει δοξασμένη· πάνω απ᾽ όλων
των γυναικών του κόσμου η αρετή της.
ΘΕΡ. Πώς όχι; Ποιός μπορεί να τ᾽ αρνηθεί;
Τέλεια γυναίκα ποιά θα πεις πως είναι;
Πώς μια θα δείξει πως τιμά τον άντρα
πιο φανερά παρά έτσι; Τη ζωή της
θυσιάζει για να σώσει τη δική του.
Σ᾽ όλους γνωστά είν᾽ αυτά, μα θα θαυμάσεις,
αν ακούσεις όσα έκαμε στο σπίτι.
Σαν ένιωσε πως έχει φτάσει η μέρα
που ᾽χε οριστεί, με ποταμίσιο πλένει
160 νερό τ᾽ άσπρο κορμί της· παίρνει ρούχα
και στολίδια απ᾽ τις κέδρινες κασέλες
και ντύνεται σεμνά· και πάει και στέκει
μπρος στην Εστία και τέτοια δέηση κάνει:
«Θεά μου, εγώ στον Άδη κατεβαίνω·
στερνή φορά προσπέφτοντας σ᾽ εσένα
να γνοιαστείς σε ικετεύω τα ορφανά μου·
στο γιο μου μια συντρόφισσα να δώσεις
που να τον αγαπά, και τίμιον άντρα
δώσε στη θυγατέρα μου· η ζωή τους
πρόωρα να μην κοπεί σαν τη δική μου,
της μάνας που τα γέννησε· ως το τέρμα
καλότυχα να ζήσουν τη ζωή τους
και με χαρά στην πατρική τους χώρα.»
170 Και σ᾽ όλους τους βωμούς μες στο παλάτι
πήγε και προσευχήθηκε· κλωνάρια
χωρίζοντας μυρτιάς, τους στόλισε όλους,
χωρίς ν᾽ αναστενάξει ή να θρηνήσει·
το κακό που την πρόσμενε καθόλου
δεν άλλαξε την όμορφή της όψη.
Στο θάλαμο σα γύρισε μονάχα
κι έπεσε στο κρεβάτι της, τα δάκρυα
τότε την πήραν και είπε: «Κλίνη, ω κλίνη,
όπου τη ζώνη μου έλυσα για κείνον
που και τώρα για χάρη του πεθαίνω,
σ᾽ αφήνω γεια· δε σε μισώ· εγώ μόνο
180 χάνομαι· δεν το βάσταξε η καρδιά μου
τον άντρα μου κι εσένα να προδώσω,
κι έτσι πεθαίνω. Εσένα τώρα μια άλλη
θα σε ορίζει· πιο ενάρετη από μένα
βέβαια ποτέ, μα πιο καλότυχη ίσως.»
Πέφτει, φιλεί το στρώμα, και η πλημμύρα
από τα δυο της μάτια το ᾽βρεξε όλο.
Σα χόρτασε τα δάκρυα, κατεβαίνει,
σκυμμένη, απ᾽ το κρεβάτι, τριγυρίζει
το σπίτι, και στο θάλαμο γυρνώντας
έπεσε πάλι πάνω στα στρωσίδια.
Τα παιδιά της, πιασμένα από τους πέπλους
190 της μάνας, έκλαιαν· μες στην αγκαλιά της
τα ᾽σφιγγε εκείνη, και σα μελλοθάνατη
φιλούσε πότε το ένα πότε το άλλο.
Πονώντας την κυρά τους όλοι οι δούλοι
έκλαιαν στο σπίτι μέσα. Και η καημένη
τους έδινε το χέρι, σε έναν ένα·
είπε «έχε γεια» κι ως στο μικρότερό τους,
κι όλοι της είπαν «στο καλό». Νά, ποιές
οι συμφορές μες στου Άδμητου το σπίτι.
Αν είχε αυτός πεθάνει, θα χανόταν·
τώρα που ξέφυγε, έχει τέτοιον πόνο,
που δε θα τον ξεχάσει όσο κι αν ζήσει.
ΚΟΡ. Βέβαια θα κλαίει αυτός και θα βογκάει,
200 που χάνει τόσο ενάρετη γυναίκα.
ΘΕΡ. Στην αγκαλιά κρατώντας τη θρηνεί,
«μη μ᾽ αφήσεις» της λέει, κι όλο ικετεύει
ζητώντας τ᾽ ακατόρθωτα· η αρρώστια
τη μαραίνει, τη λιώνει· αποσωμένη,
θλιβερό βάρος των χεριών, ωστόσο,
με τη λίγη πνοή που πια της μένει,
θέλει για μια φορά, την τελευταία,
να βγει, τη λάμψη του ήλιου ν᾽ αντικρίσει.
Θα πάω τον ερχομό σου ν᾽ αναγγείλω·
των βασιλιάδων δεν είν᾽ όλοι φίλοι,
210 έτσι, που αν τους χτυπήσει δυστυχία,
να συμπαρασταθούνε με συμπάθεια·
μα εσύ ᾽σαι παλιός φίλος του δικού μας.
Μπαίνει στο παλάτι.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου