Δευτέρα 26 Αυγούστου 2019

Ιδέ ο Άνθρωπος

Ο «πραγματικός κόσμος» και ο «φαινομενικός κόσμος».
 
Δηλαδή: ο ψευδόκοσμος και η πραγματικότητα.
 
Το ψεύδος τού ιδανικού ήταν μέχρι σήμερα κατάρα γιά την πραγματικότητα. Το ίδιο το ανθρώπινο γένος κατέστη κίβδηλο και ψευδές μέχρι το βάθος των κατώτατων ενστίκτων του, μέχρι το σημείο να προσκυνά τις αξίες που είναι αντίθετες προς εκείνες, οι οποίες παλιότερα τού εξασφάλιζαν μιά άνθιση, ένα μέλλον, ένα υπερυψωμένο δικαίωμα στο μέλλον. Το τελευταίο πράγμα, που θα υποσχόμουν, θα ήταν να «διορθώσω» το ανθρώπινο γένος. Δεν πρόκειται να υψώσω νέα είδωλα, ενώ τα παλιά ας διδαχτούν τι σημαίνει να στηρίζεσαι σε πήλινα πόδια. Τα είδωλα – αυτή είναι η λέξη μου γιά τα «ιδανικά» – πρέπει να γκρεμίζονται. Αυτή είναι η τέχνη μου. Παραχάραξαν στον μέγιστο βαθμό την αξία, την έννοια και την αληθοφάνεια τής πραγματικότητας, εμφανίζοντας έναν ψεύτικο ιδεώδη κόσμο.
 
Η φιλοσοφία – έτσι όπως εγώ την βίωσα και την αισθάνθηκα – είναι η εκούσια ζωή στους πόλους και στα βουνά, η διερεύνηση τού κάθε ξένου και άξιου απορίας πράγματος τής ζωής, τού κάθε πράγματος που μέχρι σήμερα ήταν δέσμιο τής ηθικής. Η εμπειρία τής μακρόχρονης περιπλάνησης στον χώρο τού απαγορευμένου μού δίδαξε τις αιτίες, με βάση τις οποίες ηθικολογούσαν κ’ εξιδανίκευαν ως τώρα, και τούτες οι αιτίες ήταν πολύ πιο διαφορετικές από εκείνες που κάποιος θα ήθελε. Μ’ αυτόν τον τρόπο ήρθε γιά μένα στο φως η απόκρυφη ιστορία των φιλοσόφων και η ψυχολογία των μεγάλων ονομάτων τους.
 
Πόση αλήθεια μπορεί να σηκώσει, πόση αλήθεια μπορεί να τολμήσει ένα πνεύμα; Γιά μένα τούτο υπήρξε πάντοτε το καθαυτό μέτρο τής αξίας. Το λάθος, δηλαδή η πίστη στα ιδανικά, δεν είναι τυφλότητα. Το λάθος είναι δειλία. Κάθε κατάκτηση, κάθε βήμα προς την γνώση, οφείλεται στο θάρρος, στην σκληρότητα απέναντι στον εαυτό μας, στην καθαρότητα τού εαυτού μας. Δεν πολεμώ τα ιδανικά. Απλά, ενώπιόν τους φορώ τα χειρόκτιά μου. Κλίνουμε προς το απαγορευμένο. Με τούτο το σύνθημα θα επιβληθεί κάποτε η φιλοσοφία μου, αφού μέχρι τώρα κυριολεκτικά απαγορευόταν μόνον η αλήθεια.
 
Υπό την συνοπτική προϋπόθεση ότι κατεβαίνω στον κόσμο με μια τόσο βαρειά αξίωση, που μέχρι τώρα κανείς δεν του πρόβαλε, κρίνω απαραίτητο να πω, ποιος είμαι. Κατά βάση θα ‘πρεπε κανείς να το ξέρει. Γιατί δεν άφησα τον εαυτό μου «αμάρτυρο». Η απόσταση όμως ανάμεσα στο μέγεθος της αποστολής μου και στην μικρότητα των συγκαιρινών μου έλαβε τέτοια μορφή, ώστε κανείς να μη μ’ έχει ακούσει και κανείς να μη μ’ έχει ιδεί. Ζω αντλώντας από τις πιστώσεις μου. Είναι ίσως μια απλή προκατάληψη το ότι ζω;
 
Δεν χρειάζομαι παρά να μιλήσω με κάποιον «μορφωμένο», που ανεβαίνει στην Άνω Ενγκαντίν, για να με κάμει να πιστέψω ότι δεν ζω. Κάτω από τις συνθήκες αυτές υπάρχει ένα χρέος, απέναντι στο οποίο στην ουσία ξεσηκώνονται και οι συνήθειες, και πολύ περισσότερο η περηφάνεια των ενστίκτων μου, δηλαδή να πω: «ακούστε με, γιατί ‘μαι αυτός κι αυτός. Προπαντός μη με περάστε γι’ άλλονε. Όσοι δε θα με καταλάβουν, θα πηδήξω στην τραχηλιά τους και θα γκρεμιστούν στην άβυσσο. Και 'μεις, αλάθευτοι μα την απάτη, καταλάβαμε καλά. Δύο πόλεμοι, που οι οιμωγές τους έκαμαν να συγκλονισθούντα τα φρύδια του Ολύμπου, είναι άραγε αρκετοί για να σχολιάσουν αυτά τα δύο τελεσίγραφα; –Εγώ δεν είμαι άνθρωπος, εγώ ’μαι δυναμίτης. -ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΝΙΤΣΕ
 
Όταν δεν υπάρχει γύρω μας τίποτα το αληθινό, πώς να υποψιαστούμε ότι όλα είναι ψεύτικα;» Δημήτρης Λιαντίνης
 
Μετάφραση του έργου του Φρίντριχ Νίτσε «Ιδέ ο άνθρωπος – Πώς κανείς γίνεται εκείνο που είναι» (πρωτ. τίτλος: Ecce Homo – Wie man wird, was man ist). Χαρακτηριστικό είναι οτι για την μεταφορά του εν λόγω έργου από τα γερμανικά στα ελληνικά ο Λιαντίνης αποφεύγει τον όρο «μετέφρασε» και χρησιμοποιεί τον όρο «ελλήνισε».
 
Το Ιδέ ο άνθρωπος, πώς κανείς γίνεται εκείνο που είναι, ο Nietzsche το έγραψε από τις 15 Οχτώβρη ως τις 4 Νοέμβρη του 1888 στο Τουρίνο. Ύστερα από εξήντα μερόνυχτα τρελάθηκε. Ένας ποιητής στην δική του γλώσσα θα ‘λεγε ότι ο ίδιος έβαλε φωτιά στον δυναμίτη του μυαλού του. Ανατινάξεις διαφορετικού οντολογικού γένους, που δεν γίνεται να προσομοιασθούν με τους λαγουμιτζήδες της Ακρόπολης στα 1826, όπως τους ανιστορεί ο Μακρυγιάννης
 
Ο Nietzsche δεν είναι ούτε ο νομοθέτης, ούτε ο φιλόσοφος, ούτε ο ποιητής. Είναι ο μέγας Ερωτικός. Τα γραφτά του Nietzsche μιλούν για έναν εξαιρετικά ευαίσθητον άντρα. Για έναν από εκείνους που μπορούν ν’ ακούσουν, πώς ο ρόχθος του νερού στρογγυλεύει τα λιθάρια.
 
Μιλώντας για την ερωτική αγνότητα του Nietzsche, την υλοποιημένη δηλαδή κατάσταση της ευαισθησίας του, εννοώ το μυστήριο της λειτουργίας εκείνης, που αφού έσωσε από ευαισθησία να μετατραπεί σε ύλη, έπρεπε να ξαναδιαλυθεί ακολουθώντας τον αντίστροφο δρόμο. Κι εδώ βρίσκεται ο κόμπος. Γιατί ερωτική αγνότητα σημαίνει το φραγμό του δρόμου στη χύδην, στη χυδαία εκτόνωση.
 
Δεν ξέρω, αν ωφελεί να κυττάξει κανείς από την άλλη πλαγιά του μεσονυχτιού. Εννοώ την αναγνώριση και την κατανόηση. Το μέγα Μεσημέρι στη γλώσσα του άγιου πρωτότυπου. Αν εκεί που’ ριξε το αγκίστρι του δεν πιάστηκε τίποτα, δεν είναι γιατί έλειψαν τα ψάρια. Τα κότσια έλειψαν. Τι πάει να πει ότι για ν’ ανοίξεις το Nietzsche χρειάζεται να’ χεις γερά κότσια;
 
Να μη ζητιανεύεις τον πόρο ούτε στο χαμαιτυπείο, ούτε στον αυνανισμό, όταν σου λείπει η γυναίκα. Αλλά να φτάνεις να πιαστείς από τα ράχτα της θάλασσας, που’ ναι σκληρά – ουδείς λόγος – σωσίβια όμως για το ναυαγό. Σαν κάποιας αρκαδικής νύφης το νεύμα, που σαρκοπλάθει το όνειρο. Ή κάποιας αλαργινής ονείρωξης το πνεύμα, που φυσάει και σαρώνει τα σύννεφα, όπως εφύσηξε εκείνη η πρωϊνή αύρα, που αναστάτωσε τα κοριτσίστικα σεντόνια της Ναυσικάς: η δ’ ανέμου ως πνοή επέσσυτο δέμνια κούρης.
 
Αυτό πάει να πει νά ‘ χεις γερά κότσια. Να χαιρετάς από καρδιάς κάθε πρωϊ τον ήλιο και το γείτονα. Αλλά να μην ξεχνάς το θάνατο, που στέκεται σιμώτερα απ’ το γείτονα. Όσο λιγότερο σκέπτεσαι πως ο θάνατος είναι ο παντοτινός σου πιστός, ο ίσκιος σου, που ούτε να τον πιάσεις μπορείς ούτε να του ξεφύγεις γίνεται – ακόμη και υπό σκιάν σε παραστέκει – τόσο περισσότερο σου λείπουν τα κότσια. Ο θάνατος είναι ο γόρδιος δεσμός της φιλοσοφίας του Nietzsche. Ολόκληρη η περίφημη θεωρία για τη “μεταξίωση όλων των αξιών” στηρίζεται και ξεκινάει απ’αυτό το ελαφρό σημείο, τούτο το “πάτημα του περιστεριού”. Ο θάνατος είναι το άλλο μάτι, που το ένα, εκεί που κανείς δεν το περιμένει, τα κάνει δύο, και ο Κύκλωπας γίνεται άνθρωπος.
 
Να ξεντυθείς όλες τις προλήψεις που παραμόρφωσαν με τον καιρό ο διάφανο σώμα του ελληνικού θεού σε κύλινδρο κουτσουροκορμό. Να γδάρεις μόνος σου τα εφτά τους δέρματα που φιδοντύνουν το κορμί σου – και λέγοντας προλήψεις μη θαρρείς καμώματα των αστρολόγων και του Καζαμία, αλλά φιλοσοφίες, και θρησκείες, και τέχνες, και επιστήμη, και συστήματα, και πολιτικές – και μόνο τότε θα παραδεχθεί ο Απόλλωνας τη μουσική του. Μπορεί μάλιστα – αντί για να σε γδάρει όπως το Μαρσύα – να σπάσει και την κιθάρα του. Να σταθείς έτσι γυμνός κάτου από την παγωνιά του ήλιου και τη λάμψη του τίποτα. Αυτό θα πει νά’ χεις γερά κότσια.
 
Όλα τα κακά τα γέννησε ένα λανθασμένο βήμα, ένα αδέξιο τσάκισμα στη δίπλη του ανθρώπινου χορού: Γιατί ο άνθρωπος προτιμά από το να μη θέλει τίποτα, να θέλει το τίποτα.
 
Χρεωστώ τούτη την εξομολόγηση: Υπάρχουν ώρες, που ανοίγοντας να διαβάσω Nietzsche δεν καταλαβαίνω λέξη. Σα ν’ ακούω να κρώζει απάνου στο κεφάλι μου εκείνο το μαύρο περιστέρι του Ηροδότου, που έρχοντας από την Αίγυπτο έχτισε το μαντείο της Δωδώνης. Και υπάρχουν πάλι άλλες στιγμές, που ανοίγοντας το Nietzsche νομίζω ότι διαβάζω ελληνική γλώσσα. Για να μεταφράσω το Ecce homo, την αυτοπροσωπογραφία του Nietzsche, χρειάστηκε, υπομένοντας την τυραγνία του απρόοπτου, να κρατήσω και να κρατηθώ σ’αυτές τις δεύτερες στιγμές.
 
Διόνυσος εναντίον Εσταυρωμένου· ισχυρίζεται ότι δύο αντίρροπες δυνάμεις ισοζυγιάζονται απάνου στην ακμή της σύγκρουσης. Αν ημπορώ κάτι ν’ακούσω απ’ αυτό το περιώνυμο εναντίον είναι η φωνή του Ηράκλειτου για τον πόλεμο, τον πατέρα των όντων. Ύστερα από είκοσι αιώνες ο στοχασμός του Nietzsche ανανεώνει τη δύναμη του ανθρώπου να συνεχίσει την πορεία του πνεύματος. Παρόμοια, όπως ο πόλεμος των όντων – εννοώ του βοριά και της αχτίνας – ανανεώνει το κουράγιο της φύσης να συνεχίσει την πορεία της ζωής. Έτσι κατανοώ· δεν ξέροντας πώς τελείωσε η αντιδικία του ειδωλολάτρη και του χριστιανού, που άρχισε σε κάποιο καπηλειό στην Αϊδελβέργη 24.11.1978.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου