Κυριακή 2 Ιουνίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Λυσιστράτη (781-828)

Χ. ΓΕ. μῦθον βούλομαι λέξαι τιν᾽ ὑμῖν, [στρ.]
ὅν ποτ᾽ ἤκουσ᾽ αὐτὸς ἔτι παῖς ὤν.
785 οὕτως ἦν νεανίσκος Μελανίων τις, ὃς φεύ-
γων γάμον ἀφίκετ᾽ ἐς ἐρημίαν, κἀν
τοῖς ὄρεσιν ᾤκει·
κᾆτ᾽ ἐλαγοθήρει
790 πλεξάμενος ἄρκυς,
[καὶ κύνα τιν᾽ εἶχεν]
κοὐκέτι κατῆλθε πάλιν οἴκαδ᾽ ὑπὸ μίσους.
795 οὕτω τὰς γυναῖκας ἐβδελύχθη κεῖνος, ἡμεῖς δ᾽
οὐδὲν ἧττον τοῦ Μελανίωνος, οἱ σώφρονες.

ΓΕ. βούλομαί σε, γραῦ, κύσαι—
ΓΥ. κρομμύων τἄρ᾽ οὔ σε δεῖ.
ΓΕ. κἀνατείνας λακτίσαι.
800 ΓΥ. τὴν λόχμην πολλὴν φορεῖς.
ΓΕ. καὶ Μυρωνίδης γὰρ ἦν
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυ-
γός τε τοῖς ἐχθροῖς ἐπᾴσσειν·
ὣς δὲ καὶ Φορμίων.

805 Χ. ΓΥ. κἀγὼ βούλομαι μῦθόν τιν᾽ ὑμῖν [ἀντ.]
ἀντιλέξαι τῷ Μελανίωνι.
Τίμων ἦν τις ἀίδρυτος ἀβάτοισι τὸ πρόσ-
810 ωπον εὖ σκώλοισι περιειργμένος, Ἐ-
ρινύων ἀπορρώξ.
οὗτος οὖν ὁ Τίμων
ᾤχεθ᾽ ὑπὸ μίσους
815 πολλὰ καταρασάμενος ἀνδράσι πονηροῖς.
οὕτω κεῖνος ἡμῖν ἀντεμίσει τοὺς πονηροὺς
820 ἄνδρας ἀεί, ταῖσι δὲ γυναιξὶν ἦν φίλτατος.

ΓΥ. τὴν γνάθον βούλει θένω;
ΓΕ. μηδαμῶς· ἔδεισα γάρ.
ΓΥ. ἀλλὰ κρούσω τῷ σκέλει;
ΓΕ. τὸν σάκανδρον ἐκφανεῖς.
825 ΓΥ. ἀλλ᾽ ὅμως ἂν οὐκ ἴδοις
καίπερ οὔσης γραὸς ὄντ᾽ αὐ-
τὸν κομήτην, ἀλλ᾽ ἀπεψι-
λωμένον τῷ λύχνῳ.

***
ΧΟΡ. ΓΕΡ. Θα σας πω ένα παραμύθι [στρ.]
όπου τ᾽ άκουσα παιδί.
Ήταν ένα παλικάρι, Μελανίων,
κι από σιχαμάρα της γυναίκας
πήε στην ερημιά να ζήσει.
Σε βουνά και σε λαγκάδια
790 με τα δίχτυα κι ένα σκύλο
κυνηγούσε τους λαγούς.
Και δεν ξαναγύρισε στον κόσμο.
Τόσο σας σιχάθηκε όλες,
όσο εμείς οι μυαλωμένοι!
ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΣ (Σε μια γριά)
Μου ᾽ρχεται να σε φιλήσω!
ΓΡΙΑ
Αν γυρεύεις τον μπελά σου.
ΓΕΡ. (Σηκώνει το πόδι)
Κι έναν κλότσο να σου δώσω.
800 ΓΡΙ. Ρε τί μαύρη φούντα βλέπω!
ΓΕΡ. Πιο πολλά ᾽χε ο Μυρωνίδης,
ο μαυρόκωλος. Οι οχτροί,
όντας είδαν τόσες τρίχες,
φοβηθήκανε. Όμοιος ήταν
κι ο Φορμίων ο καπετάνιος.

ΧΟΡ. ΓΥΝ. Τώρα ακούστε και το δικό μου [αντ.]
παραμύθι μυθικό.
Ήταν ένας Τίμωνας, παλιομαγκούφης,
810 άσπιτος, λερός κι αγκαθογένης
ίδιο απόβγαλμα Ερινύων.
Το λοιπόν αυτός ο Τίμων
καταράστηκε τους άντρες
τους κακούς και πονηρούς.
Και δεν ξαναγύρισε στον κόσμο.
Τόσο σας πολυμισούσε
820 όσο αγάπαε τις γυναίκες!
ΜΙΑ ΓΡΙΑ (Σ᾽ ένα γέρο)
Θες τα μούτρα να σου σπάσω;
ΓΕΡ. Μπα! Τα χέρια τα φοβούμαι.
ΓΡΙ. Τότες κλότσο να σου δώσω.
ΓΕΡ. Θα φανεί σου η μαύρη φούντα.
ΓΡΙ. Όχι δα! Και μην ελπίζεις.
Όσο να ᾽μαι γερασμένη
κι είν᾽ ετούτο μου φλοκάτο!
Το αποτρίχωσα στο λύχνο.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου