Τρίτη 18 Ιουνίου 2019

Αρχαία Ελληνική Γραμματεία: ΗΣΙΟΔΟΣ - Ἀσπὶς Ἡρακλέους (424-449)

Τὸν μὲν ἔπειτ᾽ εἴασε Διὸς ταλακάρδιος υἱός,
425 αὐτὸς δὲ βροτολοιγὸν Ἄρην προσιόντα δοκεύσας,
δεινὸν ὁρῶν ὄσσοισι, λέων ὣς σώματι κύρσας,
ὅς τε μάλ᾽ ἐνδυκέως ῥινὸν κρατεροῖς ὀνύχεσσι
σχίσσας ὅττι τάχιστα μελίφρονα θυμὸν ἀπηύρα·
ἐμ μένεος δ᾽ ἄρα τοῦ γε κελαινὸν πίμπλαται ἦτορ·
430 γλαυκιόων δ᾽ ὄσσοις δεινὸν πλευράς τε καὶ ὤμους
οὐρῇ μαστιόων ποσσὶν γλάφει, οὐδέ τις αὐτὸν
ἔτλη ἐς ἄντα ἰδὼν σχεδὸν ἐλθέμεν οὐδὲ μάχεσθαι·
τοῖος ἄρ᾽ Ἀμφιτρυωνιάδης, ἀκόρητος ἀυτῆς,
ἀντίος ἔστη Ἄρηος, ἐνὶ φρεσὶ θάρσος ἀέξων,
435 ἐσσυμένως· ὃ δέ οἱ σχεδὸν ἤλυθεν ἀχνύμενος κῆρ.
[ἀμφότεροι δ᾽ ἰάχοντες ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ὄρουσαν.]
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀπὸ μεγάλου πέτρη πρηῶνος ὀρούσῃ,
μακρὰ δ᾽ ἐπιθρώσκουσα κυλίνδεται, ἣ δέ τε ἠχῇ
ἔρχεται ἐμμεμαυῖα· πάγος δέ οἱ ἀντεβόλησεν
440 ὑψηλός, τῷ δὴ συνενείκεται, ἔνθα μιν ἴσχει·
τὼς ‹ἄρ᾽› ὃ μὲν ἰαχῇ βρισάρματος οὔλιος Ἄρης
κεκληγὼς ἐπόρουσεν, ὃ δ᾽ ἐμμαπέως ὑπέδεκτο.
αὐτὰρ Ἀθηναίη, κούρη Διὸς αἰγιόχοιο,
ἀντίη ἦλθεν Ἄρηος ἐρεμνὴν αἰγίδ᾽ ἔχουσα·
445 δεινὰ δ᾽ ὑπόδρα ἰδοῦσ᾽ ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Ἆρες, ἔπισχε μένος κρατερὸν καὶ χεῖρας ἀάπτους·
οὐ γάρ τοι θέμις ἐστὶν ἀπὸ κλυτὰ τεύχεα δῦσαι
Ἡρακλέα κτείναντα, Διὸς θρασυκάρδιον υἱόν·
ἀλλ᾽ ἄγε παῦε μάχης, μηδ᾽ ἀντίος ἵστασ᾽ ἐμεῖο.»

***
Έτσι σωριάστηκε. Κι ολόγυρά του βρόντησαν τα όπλα τα πλουμισμένα με χαλκό.
Αυτόν τον άφησε του Δία ο γιος με την καρτερική καρδιά,
κι ο ίδιος τον Άρη τον ανθρωποφθόρο παραφύλαξε καθώς πλησίαζε.
Με μάτια φοβερά τον κοίταζε, καθώς λιοντάρι που πέτυχε ένα ζωντανό
και με τα δυνατά τα νύχια του όλο όρεξη το δέρμα του το σκίζει
κι αμέσως τη γλυκιά ζωή του παίρνει.
Μ᾽ ορμή γεμίζοντας μαυρίζει μέσα του η καρδιά.
430 Και φοβερά αγριοκοιτάζει με τα μάτια του, με την ουρά του μαστιγώνει
ώμους και πλευρά, το χώμα σκάβει με τα πόδια του. Κι ούτε κανείς
θα τόλμαγε κοντά του να ᾽ρθει να το δει πρόσωπο με πρόσωπο,
ούτε ν᾽ αγωνιστεί μαζί του.
Τέτοιος κι ο γιος του Αμφιτρύωνα μ᾽ ορμή απέναντι στον Άρη στάθηκε,
αχόρταγος γι᾽ αλαλαγμούς, και στην ψυχή του θάρρος έδινε.
Κι ο Άρης ήρθε πλάι του με πόνο στην καρδιά.
[Οι δυο τους όρμησαν με ιαχές ο ένας εναντίον του άλλου.]
Όπως από ψηλή βουνοκορφή ορμά μια πέτρα,
κι αναπηδώντας μακριά κατρακυλά και προχωρά με ηχώ,
καθώς ορμά. Μα βράχος τη συναντά ψηλός,
440 συγκρούεται μαζί του κι εκεί τη συγκρατεί.
Έτσι κι ο Άρης, ο ολέθριος, που βαραίνει τ᾽ άρμα,
όρμησε με κραυγές, ενώ ο Ηρακλής όλο ετοιμότητα τον υποδέχτηκε.
Μα η Αθηνά, του Δία που βαστά αιγίδα η κόρη,
στον Άρη ενάντια ήρθε τη σκοτεινή βαστώντας την αιγίδα.
Με βλέμμα φοβερό τον λοξοκοίταξε και του ᾽πε λόγια φτερωτά:
«Άρη, συγκράτησε το μένος σου το κρατερό, τ᾽ ανίκητα τα χέρια σου.
Δεν είναι δίκαιο να αφαιρέσεις τα ξακουστά τα όπλα
σκοτώνοντας τον Ηρακλή, του Δία το γιο τον γενναιόκαρδο.
Μα εμπρός πάψε τη μάχη και μη στέκεσαι ενάντιά μου.»

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου