Κυριακή 9 Ιουνίου 2019

Αρχαία Ελληνική Γραμματεία: ΗΣΙΟΔΟΣ - Ἀσπὶς Ἡρακλέους (168-196)

Ἐν δὲ συῶν ἀγέλαι χλούνων ἔσαν ἠδὲ λεόντων
ἐς σφέας δερκομένων, κοτεόντων θ᾽ ἱεμένων τε.
170 τῶν καὶ ὁμιληδὸν στίχες ἤισαν, οὐδέ νυ τώ γε
οὐδέτεροι τρεέτην, φρῖσσόν γε μὲν αὐχένας ἄμφω.
ἤδη γάρ σφιν ἔκειτο μέγας λῖς, ἀμφὶ δὲ κάπροι
δοιοί, ἀπουράμενοι ψυχάς· κατὰ δέ σφι κελαινὸν
αἷμ᾽ ἀπελείβετ᾽ ἔραζ᾽· οἳ δ᾽ αὐχένας ἐξεριπόντες
175 κείατο τεθνηῶτες ὑπὸ βλοσυροῖσι λέουσιν·
τοὶ δ᾽ ἔτι μᾶλλον ἐγειρέσθην κοτέοντε μάχεσθαι,
ἀμφότεροι, χλοῦναί τε σύες χαροποί τε λέοντες.
Ἐν δ᾽ ἦν ὑσμίνη Λαπιθάων αἰχμητάων
Καινέα τ᾽ ἀμφὶ ἄνακτα Δρύαντά τε Πειρίθοόν τε
180 Ὁπλέα τ᾽ Ἐξάδιόν τε Φάληρόν τε Πρόλοχόν τε
Μόψον τ᾽ Ἀμπυκίδην, Τιταρήσιον, ὄζον Ἄρηος
Θησέα τ᾽ Αἰγεΐδην, ἐπιείκελον ἀθανάτοισιν·
ἀργύρεοι, χρύσεια περὶ χροῒ τεύχε᾽ ἔχοντες.
Κένταυροι δ᾽ ἑτέρωθεν ἐναντίοι ἠγερέθοντο
185 ἀμφὶ μέγαν Πετραῖον ἰδ᾽ Ἄσβολον οἰωνιστὴν
Ἄρκτον τ᾽ Οὔρειόν τε μελαγχαίτην τε Μίμαντα
καὶ δύο Πευκεΐδας, Περιμήδεά τε Δρύαλόν τε,
ἀργύρεοι, χρυσέας ἐλάτας ἐν χερσὶν ἔχοντες.
καί τε συναΐγδην ὡς εἰ ζωοί περ ἐόντες
190 ἔγχεσιν ἠδ᾽ ἐλάτῃς αὐτοσχεδὸν ὠριγνῶντο.
Ἐν δ᾽ Ἄρεος βλοσυροῖο ποδώκεες ἕστασαν ἵπποι
χρύσεοι, ἐν δὲ καὶ αὐτὸς ἐναρσφόρος οὔλιος Ἄρης,
αἰχμὴν ἐν χείρεσσιν ἔχων, πρυλέεσσι κελεύων,
αἵματι φοινικόεις ὡς εἰ ζωοὺς ἐναρίζων,
195 δίφρου ἐπεμβεβαώς· παρὰ δὲ Δεῖμός τε Φόβος τε
ἕστασαν ἱέμενοι πόλεμον καταδύμεναι ἀνδρῶν.

***
Εκεί κι αγέλες κάπρων άγριων βρίσκονταν και λιονταριών
που αλληλοκοιτάζονταν κι ορμούσαν οργισμένα.
170 Κινούσαν οι γραμμές τους μαζικά, καμιά απ᾽ τις δυο πλευρές
δε δείλιαζε απ᾽ το φόβο, μα ανόρθωναν τις χαίτες τους στο σβέρκο.
Κιόλας ένα λιοντάρι μέγα κείτονταν και γύρω του δυο κάπροι,
έχοντας χάσει τις ζωές τους. Και μαύρο αίμα έσταζε απ᾽ αυτούς
κατάχαμα. Κι αυτοί με τους λαιμούς στη γη πεσμένους
κείτονταν σκοτωμένοι από τα βλοσυρά λιοντάρια.
Μα και οι δυο πλευρές, οι άγριοι κάπροι και τα λιοντάρια με τα λαμπρά
τα μάτια, ακόμα περισσότερο διεγείρονταν για μάχη οργισμένα.
Ήταν εκεί και μάχη δοριμάχων Λαπιθών
γύρω από τον Καινέα, το βασιλιά τους, το Δρύαντα και τον Πειρίθοο
180 τον Οπλέα, τον Εξάδιο, τον Φάληρο, τον Πρόλοχο,
το Μόψο, γιο του Άμπυκα, Τιταρήσιο, βλαστό τού Άρη,
και το Θησέα, γιο του Αιγέα, όμοιο με τους αθανάτους.
Από ασήμι ήταν κι είχαν τα όπλα γύρω από το κορμί τους χάλκινα.
Οι Κένταυροι απ᾽ την άλλη ενάντιοι συγκεντρώνονταν
γύρω απ᾽ το μέγα Πετραίο και τον οιωνοσκόπο Άσβολο,
τον Άρκτο, τον Ούρειο, το Μίμαντα με τη μαύρη χαίτη,
και τους δυο του Πευκέα γιους, τον Περιμήδη και τον Δρύαλο,
190 ασημένιοι, έλατα χρυσά στα χέρια τους κρατώντας.
Κι όλοι μαζί ορμητικά, σαν να ᾽ταν ζωντανοί,
από κοντά με απλωμένα δόρατα κι έλατα πολεμούσαν.
Στέκανε εκεί και τα γοργόποδα άλογα του βλοσυρού τού Άρη,
χρυσά, εκεί κι ο ίδιος ο λαφυροφόρος ο ολέθριος Άρης.
Δόρυ στα χέρια κράταγε, ενθάρρυνε τους πεζομάχους,
από το αίμα κόκκινος, σαν να φονεύει ζωντανούς.
Μέσα σε δίφρο επέβαινε. Δίπλα του έστεκαν ο Δείμος και ο Φόβος,
με πόθο στη μάχη να χωθούνε των ανθρώπων.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου