Κυριακή 9 Ιουνίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Λυσιστράτη (1072-1107)

καὶ μὴν ἀπὸ τῆς Σπάρτης οἱδὶ πρέσβεις ἕλκοντες ὑπήνας
χωροῦσ᾽, ὥσπερ χοιροκομεῖον περὶ τοῖς μηροῖσιν ἔχοντες.
ἄνδρες Λάκωνες, πρῶτα μέν μοι χαίρετε,
1075 εἶτ᾽ εἴπαθ᾽ ἡμῖν πῶς ἔχοντες ἥκετε.

ΛΑΚΩΝ
τί δεῖ ποθ᾽ ὑμὲ πολλὰ μυσίδδην ἔπη;
ὁρῆν γὰρ ἔξεσθ᾽ ὡς ἔχοντες ἵκομες.
ΧΟ. βαβαί· νενεύρωται μὲν ἥδε συμφορὰ
δεινῶς τεθερμῶσθαί τε χεῖρον φαίνεται.
1080 ΛΑ. ἄφατα. τί κα λέγοι τις; ἀλλ᾽ ὅπα σέλει
παντᾶ τις ἐλσὼν ἁμὶν εἰράναν σέτω.
ΧΟ. καὶ μὴν ὁρῶ καὶ τούσδε τοὺς αὐτόχθονας
ὥσπερ παλαιστὰς ἄνδρας ἀπὸ τῶν γαστέρων
θαἰμάτι᾽ ἀποστέλλοντας· ὥστε φαίνεται
1085 ἀσκητικὸν τὸ χρῆμα τοῦ νοσήματος.
ΠΡΥ. τίς ἂν φράσειε ποῦ ᾽στιν ἡ Λυσιστράτη;
ὡς ἅνδρες ἡμεῖς οὑτοιὶ τοιουτοιί.
ΧΟ. χαὔτη ξυνᾴδει θἀτέρᾳ ταύτῃ νόσος.
ἦ που πρὸς ὄρθρον σπασμὸς ὑμᾶς λαμβάνει;
1090 ΠΡΥ. μὰ Δί᾽ ἀλλὰ ταυτὶ δρῶντες ἐπιτετρίμμεθα.
ὥστ᾽ εἴ τις ἡμᾶς μὴ διαλλάξει ταχύ,
οὐκ ἔσθ᾽ ὅπως οὐ Κλεισθένη βινήσομεν.
ΧΟ. εἰ σωφρονεῖτε, θαἰμάτια λήψεσθ᾽, ὅπως
τῶν ἑρμοκοπιδῶν μή τις ὑμᾶς ὄψεται.
1095 ΠΡΥ. νὴ τὸν Δί᾽ εὖ μέντοι λέγεις. ΛΑ. ναὶ τὼ σιὼ
παντᾶ γα. φέρε τὸ ἔσθος ἀμβαλώμεθα.
ΠΡΥ. ὦ χαίρεθ᾽, οἱ Λάκωνες· αἰσχρά γ᾽ ἐπάθομεν.
ΛΑ. ὦ πολυχαρείδα, δεινά γ᾽ αὖ πεπόνθαμες,
αἰκ εἶδον ἁμὲ τὤνδρες ἀμπεφλασμένως.
1100 ΠΡΥ. ἄγε δή, Λάκωνες, αὔθ᾽ ἕκαστα χρὴ λέγειν.
ἐπὶ τί πάρεστε δεῦρο; ΛΑ. περὶ διαλλαγᾶν
πρέσβης. ΠΡΥ. καλῶς δὴ λέγετε· χἠμεῖς τουτογί.
τί οὐ καλοῦμεν δῆτα τὴν Λυσιστράτην,
ἥπερ διαλλάξειεν ἡμᾶς ἂν μόνη;
1105 ΛΑ. ναὶ τὼ σιώ, καἰ λῆτε, τὸν Λυἵστρατον.
ΠΡΥ. ἀλλ᾽ οὐδὲν ἡμᾶς, ὡς ἔοικε, δεῖ καλεῖν·
αὐτὴ γάρ, ὡς ἤκουσεν, ἥδ᾽ ἐξέρχεται.

***
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Αλλά νά την η πρεσβεία της Σπάρτης με τα γένια πήχυ,
πάνε ζόρικα, λες κι έχουν σκαντζοχέρους μες στα σκέλια.
Γεια σας, πρώτα, λεβέντες του Μοριά.
Και κατόπι τα χάλια σας ξηγήστε μας.
ΛΑΚΩΝ
Τα λόγια περιττά ᾽ναι, έχετε μάτια
και μπορείτε τα χάλια μας να ιδείτε.
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Πωπώ! Τεζαρισμέν᾽ η συφορά σας!
Κι όλο πιότερο ανάβει και φουντώνει.
1080 ΛΑΚ. Δε λέγεται! Τώρ᾽ από κάθε μέρος
οι δικοί σας να ᾽ρθούνε να φιλιώσουμε.
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Νά τους, έρχονται οι ντόπιοι. Σηκωμένο
το ρούχο πάνου απ᾽ την κοιλιά, σα να ᾽ναι
παλαιστάδες — αθλητικιά η αρρώστια!
ΠΡΥ. Ρε, πού ᾽ναι η Λυσιστράτη; εμάς τους άντρες
μουτζώστε μας στα χάλια που βρισκόμαστε.
(Ανοίγει το μαντύα του)
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Την ίδια αρρώστια πάσκουμε κι οι δυο μας!
Σας πιάνουνε σπασμοί τα ξημερώματα;
1090 ΠΡΥ. Ναι, μά το Δία, και ξεχαρβαλωθήκαμε·
κι αν δεν κάνουμε ειρήνη, θα χτυπήσουμε
την πόρτα του γυναικωτού Κλειστένη.
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Το νου σας! Τους μαντύες ξαναφορέστε,
μπας και σας δει κανείς Ερμοκοπίδης
και κόψει τα κεφάλια. ΠΡΥ. Δίκιον έχεις!
ΛΑΚ. Πολύ σωστά. Φορέστε τους μαντύες.
ΠΡΥ. Λεβέντες του Μοριά, ρεζιλευτήκαμε!
ΛΑΚ. (Σ᾽ έναν συμπατριώτη του)
Έχεις δίκιο καημένε, τόσοι άνθρωποι
μας είδανε φριχτά τσελικωμένους.
1100 ΠΡΥ. Χάι! τώρα, ξηγηθείτε, Μοραΐτες,
για ποιό λόγο κοπιάσατε στην πόλη μας.
ΛΑΚ. Για να κάνουμε ειρήνη. Είμαστε πρέσβεις.
ΠΡΥ. Δόξα ο Θεός! Αυτό κι εμείς ποθούμε.
Καλέστε το λοιπόν τη Λυσιστράτη.
Μονάχ᾽ αυτή μπορεί να τα βολέψει.
ΛΑΚ. Κι αν όχι Λυσιστράτη, έναν Λυσίστρατο!
ΠΡΥ. Δεν είναι ανάγκη εμείς να την καλέσουμε.
Μας άκουσε και βγήκε μοναχή της.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου