Δευτέρα 13 Μαΐου 2019

Λιαντίνης: Ο άνθρωπος είναι ίσκιος ονείρου

Ο Μαρτίνος Χάιντεγγερ, ο δάσκαλος του Σαρτρ, ο πιο γνήσιος από τους πέντε φιλοσόφους της Φιλοσοφίας της Ύπαρξης, είναι ο κατεξοχήν φιλόσοφος που είδε τους ανθρώπους στη σχέση τους με τη μέριμνα. Και με βάση τη σχέση του κάθε ανθρώπου με τη μέριμνα, τους διαιρεί σε δύο κατηγορίες.
 
Η μια κατηγορία είναι οι Πλείστοι. Είναι αυτοί που τους έχει απορροφήσει η μέριμνα. Την κατηγορία αυτή ο Χάιντεγγερ την ονομάζει «Ο δημώδης υποστασιακός τύπος», ή το Man. Η λέξη man στη γερμανική γλώσσα είναι αόριστη αντωνυμία και σημαίνει τις, κάποιος.

Η δεύτερη κατηγορία είναι οι Ελάχιστοι. Ποσοστό ένας στους μύριους ή ένας στις εκατό μυριάδες.

Είναι εκείνοι που ο καημός και το μεράκι τους για τον άνθρωπο και τη μοίρα του τους απορροφά σε τέτοιο βαθμό, ώστε αντιστρέφοντας το σχήμα ζουν έξω από τη μέριμνα και την οντολογική λήθη. Ζουν, δηλαδή, μέσα στην αλήθεια της ύπαρξης.

Ετούτοι, οι δεύτεροι, ζουν και τους δέρνει μια τρέλα ιερή. Βασανίζουνται, υποφέρνουν, αγωνιούν. Βοούν μόνοι τους στην ερημιά, στα άγρια μεσάνυχτα, στις απόγκρεμνες σπηλιές του «τι είναι;» και στις κώχες του «τι πρέπει;» Είναι η φυσική σχιζοφρένεια της μεγαλοφυίας.

Οι περισσότεροι μένουν έξω από την ευδοκίμηση και την πρόοδο, όπως την εννοεί ο πολύς κόσμος. Άλλοι τρελαίνουνται, άλλοι αυτοκτονούν, άλλοι κόβουν το αυτί τους σαν τον Βαν Γκογκ, που πέθανε στα τριάντα εφτά του από «πυρετό ύπαρξης».

Αυτή τη δεύτερη κατηγορία ο Χάιντεγγερ την ονομάζει «Η με αυθεντικό τρόπο εννοούμενη ύπαρξη», ή η Existenz.
 
Η πρώτη κατηγορία, το man που σημαίνει κάποιος, σημαίνει και κανείς. Λέμε λ.χ. την πρόταση: ημπορεί να ειπεί κάποιος ότι η ζωή είναι έμορφη. Αλλά την ίδια πρόταση τη λέμε κι έτσι: ημπορεί να ειπεί κανείς ότι η ζωή είναι έμορφη.
 
Επομένως το man, το κάποιος του Χάιντεγγερ, είναι και το κανένας.
 
Αυτή είναι η έννοια ότι ζούμε στην οντολογική λήθη, ότι ζούμε αλλά δεν υπάρχουμε. Ότι είμαστε ο κανένας.
 
Φιλοσοφικά, τη θεώρηση της ζωής μας από τη σκοπιά του ένας ή του κανένας, του τις ή του οντις, μας την έδωκε με τρόπο ακραία αδρό και λακωνίζοντα ο Πίνδαρος στον όγδοο Πυθιόνικο. Εκεί, αυτός ο πρίγκιπας ανάμεσα στους εννέα επιφανείς έλληνες λυρικούς, σε μια στιγμή του υψηλή λέει,
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ᾽ οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος.
Δηλαδή: είμαστε της στιγμής· τι είναι, τι δεν είναι κανείς; Ο άνθρωπος είναι ίσκιος ονείρου.
Όταν ο Οδυσσέας έφτασε στο νησί του κύκλωπα Πολύφημου, έμελλε να ζήσει μια περιπέτεια φρίκης που δεν είχε το όμοιο της.

Καθότανε και κοίταζε ετούτον τον θηριάνθρωπο, πού 'χε στη μέση το κούτελο ένα μάτι σαν μαύρο φεγγάρι. Περιδιάβαζε την ατελείωτη κατεβασιά της κεφάλας του, και τις ζαρωματιές της που κατέβαιναν σαν ρέματα, και πάσχιζε να τηνε ξεχωρίσει από τους γύρω βράχους. Έκανε να κοιτάξει τα δέρματα των αυτιών του, και κατέβαζε τα μάτια σαν δαρμένο σκυλί. Κι όταν άνοιγε το στόμα του, όταν άνοιγε εκείνο τον καιάδα, χασμουρητά ρινόκερου και κροκόδειλου τον έκαναν να πισωπατά.
 
Αλλά σαν είδε σε λίγο το γιγάντιο εκτόπισμα ν' αρπάζει τα συντρόφια του δύο δύο, να τα χτυπά στην πέτρα σαν κουτάβια, να συντρίβουνται και να καταρρέουν τα κόκαλα τους με το σαλαγητό σπιτιού που θρουβαλιάζεται συθέμελο· σαν είδε να ρουφάει από το σπασμένο κρανίο τα μυαλά τους, σαν νά 'πινε το γάλα καρύδας, τότε... Ε' τότε ήταν που του λύθηκαν τα μέλη. Χέρια, πόδια, μυαλό, γλώσσα, νεύρα, τά 'χασε ούλα. Και τα δόντια του να χτυπάνε σαν βουρλισμένα κρόταλα.
 
- Τωώρα... βατάρισε. Τώρα ούτε η Αθηνά δε με σώνει.
 
Ζάρωσε απόμακρα, καθότανε, και περίμενε χωρίς να περιμένει.

Και το μάτι του Κύκλωπα να λουχτουκιά ανάμεσα στα τσίνορα από φύλλα φραγκοσυκιάς. Και το στόμα του, λαγκάδα σκοτεινή, να ξερνοβολά ογκανητά, ερευγμούς, ανθρώπινα κρέατα και κρασιά.
 
- Ποσειδώνα μου, η χάρη σου. Τι πήγες και γέννησες! τραύλισε. Με ποια δράκαινα έσμιξες και τό 'καμες ετούτο το αμπλάκημα; Ετούτο το κολοσσαίον πανικού;
 
Εκοίταζε πολλή ώρα, και συλλογιότανε πάλι.

- Κι ακούς εκεί; Να τονε λένε Πολύφημο! Εξακουστό, δηλαδή, και φημισμένο στον ντουνιά. Αυτό δεν είναι όνομα, μπόγια μου. Αυτό είναι ο ανθός των ονομάτων. Σαν όλους τους δοξασμένους ανθρώπους της εποχής μου. Που τους ακούει ο κόσμος στα ράδια και στις εφημερίδες. Το όνομα του είναι τίτλος και κατάθεση της φήμης και της δόξας.
Ετότες ήταν που βρήκε το δικό του όνομα. Από ψυχολογία φόβου και εναντίωσης τού 'ρθε η έμπνευση για το δικό του όνομα, που θά 'λεγε στον Κύκλωπα, εάν τον ερωτούσε. Αφού αυτός είναι το άπαντο της φήμης, εγώ θα είμαι το τίποτα.
 
Εκεί τον εξεχώρισε ο Κύκλωπας ανάμεσα στο παραλοϊσμένο κοπάδι των συντρόφων του. Και τον ερώτησε.

- Και πώς σε λένε εσένα, λεβέντη μου; Πού 'σαι και τσιρβελής.
 
Ο Οδυσσέας μάτιασε καρσί το χαλκωματένιο ταψί της μουσούδας του Κύκλωπα και αποκρίθηκε.

- Κανένα. Κανένα με φωνάζουνε, Κύκλωπα, η μάνα κι ο πατέρας μου, κι όλοι μου οι σύντροφοι.
Οὖτις ἐμοί γ' ὄνομα· Οὖτιν δέ με κικλήσκουσιμήτηρ ἠδὲ πατὴρ ἠδ' ἄλλοι πάντες ἑταῖροι.
Ο Κύκλωπας εγέλασε με τη σαγόνα, με τις πλάτες, και με την παραυτίδα του.

- Όνομα και τούτο. Ακούς Κανένας! Μα κι ο βλάκας στους βλάκες να ήσουνε, καημένε, κι ο βασιλιάς των ποντικών, θά 'χες ένα όνομα της προκοπής.
 
Ύστερα τα πράγματα επήρανε κατεβασιά ορυμαγδού. Ο Οδυσσέας έβλεπε και μέτραε. Μια βραδυά δύο σύντροφοι. Δύο βραδυές τέσσερες σύντροφοι. Τρεις βραδυές έξι σύντροφοι. Και τελευταίος εγώ, απόσωσε αχνός σαν την άχνα. Έτσι μου είπε.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου