Τρίτη 30 Απριλίου 2019

VIRGINIA SATIR: Κάθε παιδί γεννιέται διαφορετικό από τ’ άλλα, ακόμα κι αν προέρχεται απ’ τους ίδιους γονείς

Κάθε παιδί γεννιέται διαφορετικό από τ’ άλλα, ακόμα κι αν προέρχεται απ’ τους ίδιους γονείς. Και από γενετική λοιπόν άποψη, κάθε παιδί έρχεται στον κόσμο με εφόδια διαφορετικά από κάθε άλλο παιδί. Ώστε κάθε παιδί παρουσιάζει για τους γονείς μια ευκαιρία για μια μοναδική περιπέτεια, καθώς αναπτύσσεται και εξελίσσεται.

Με ποιον τρόπο λοιπόν θα διδάξεις το παιδί σου για τη δική του ανομοιότητα; Πώς θα διδάξεις τα παιδιά να ξεχωρίζουν τις θετικές από τις αρνητικές διαφορές; Πώς θα τα διδάξεις να κρίνουν ποιες από τις διαφορές των άλλων πρέπει να υποστηρίζουν και ποιες να επηρεάζουν με σκοπό την αλλαγή; Πώς θα μπορούσες να τα διδάξεις ότι δεν υποχρεώνονται να καταστρέφουν τους ανθρώπους που είναι διαφορετικοί, ούτε να λατρεύουν αυτούς που βασίζονται στην ομοιότητα; Όλοι μας, ξέρεις, έχουμε τέτοιες τάσεις.

Το ασυνήθιστο και η ανομοιότητα μπορεί να φοβίζουν, αλλά περιέχουν τους σπόρους της ανάπτυξης. Κάθε φορά που συναντώ μια νέα ή περίεργη κατάσταση (εκφράσεις, που σημαίνουν απλώς διαφορετική), βρίσκω την ευκαιρία να μάθω καινούργια πράγματα. Δε μου αρέσουν, ούτε περίμενα να μου αρέσουν όλα, μα κάτι μαθαίνω, έστω και άθελά μου.

Το ’χω ήδη πει και είναι σημαντικό. Αδύνατο να χειριστεί κανείς με επιτυχία την ανομοιότητα, αν δεν έχει εκτιμήσει την ομοιότητα. Οι ομοιότητες των ανθρώπων είναι λίγες, αλλά βασικές και θεμελιακές, προβλέψιμες και πάντα παρούσες, μόλο που δεν είναι πάντα φανερές. Κάθε ανθρώπινο πλάσμα βιώνει συναισθήματα σ’ όλη του τη ζωή, από τη γέννηση ως το θάνατο. Ο καθένας μπορεί να νιώσει θυμό, λύπη, χαρά, ταπείνωση, ντροπή, φόβο, αδυναμία, απελπισία και αγάπη. Αυτή είναι η βάση που μας ενώνει εκ των προτέρων μ’ όλα τα ανθρώπινα όντα, σ’ οποιαδήποτε στιγμή, στη ζωή μας ή στη δική τους.

Τα παιδιά αισθάνονται.

Οι ενήλικες αισθάνονται.

Οι άντρες αισθάνονται.

Οι γυναίκες αισθάνονται.

Μαύροι, καστανοί, κίτρινοι, άσπροι κι ερυθρόδερμοι, όλοι αισθάνονται.

Οι πλούσιοι αισθάνονται.

Οι φτωχοί αισθάνονται.

Εβραίοι, Βουδιστές, Προτεστάντες, Μουσουλμάνοι, Καθολικοί και Ινδουιστές αισθάνονται.

Οι άνθρωποι στην εξουσία αισθάνονται.

Οι εξουσιαζόμενοι αισθάνονται.

Κάθε ανθρώπινο πλάσμα αισθάνεται. Το αίσθημα πάντα υπάρχει, ακόμη κι όταν δε φαίνεται. Και η πίστη πως υπάρχει, μπορεί να σε σπρώξει να ενεργήσεις διαφορετικά απ’ ό,τι θα ενεργούσες αν αντιδρούσες μόνο σ’ ό,τι φαίνεται. Στην απόλυτη βεβαιότητα πως όλοι αισθάνονται, βασίζεται η αποδοτικότητα των γονέων και των θεραπευτών.

Η αναπτυγμένη λοιπόν συναίσθηση της μοναδικότητας παίζει βασικό ρόλο στην ανάπτυξη ανώτερης αυτοεκτίμησης. Χωρίς συναίσθηση της μοναδικότητάς μας γινόμαστε σκλάβοι, ρομπότ, κομπιούτερ και τύραννοι – όχι ανθρώπινα όντα.

H κυριαρχία, η ευθύνη και η λήψη αποφάσεων συνδέονται με τη δύναμη. Στο σημείο αυτό προβάλλουν ξανά τα ερωτήματα: πόση κυριαρχία ασκώ στον εαυτό μου, σε σένα ή στην κατάσταση όπου βρίσκομαι και πώς χρησιμοποιώ αυτή την κυριαρχία. Αν θέλω να καταλάβω με ποιο τρόπο δρουν δύο άτομα μεταξύ τους μια συγκεκριμένη στιγμή θα ψάξω σε τρία σημεία.

Το πρώτο είναι το επίπεδο της αυτοεκτίμησης του κάθε ατόμου (πώς αισθάνεται για τον εαυτό του αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή). Το δεύτερο είναι η ανταπόκριση του καθενός στον άλλο (πώς φαίνομαι και πώς ακούγομαι και τι λέω) και το τρίτο είναι η γνώση του κάθε ατόμου για το πρόσφορο των συνθηκών στο δοσμένο χρόνο (πού είμαι, ποια στιγμή και τι χώρος είναι αυτός, ποια είναι η κατάσταση όπου βρίσκομαι, ποιος είναι εδώ, τι θέλω να γίνει και ποιες δυνατότητες υπάρχουν πραγματικά).

Είναι καλή ιδέα να διαχωρίζεις αυτά στα οποία κυριαρχείς από αυτά τα οποία επηρεάζεις μονάχα. Κυριαρχώ στις αποφάσεις μου, αν θα δράσω ή όχι και με ποιον τρόπο θα δράσω. Είμαι λοιπόν υπεύθυνος απέναντι στον εαυτό μου γι’ αυτό. Δεν μπορεί να είμαι υπεύθυνος για ό,τι μού παρουσιάζεται, αλλά μόνο για την ανταπόκρισή μου σ’ αυτό. Δεν μπορώ να θεωρώ τον εαυτό μου υπεύθυνο για τη βροχή που πέφτει, καθώς περπατάω, είμαι υπεύθυνος μόνο για τον τρόπο με τον οποίο θα αντιδράσω σ’ αυτή την κατάσταση.

Δεν μπορώ να θεωρώ τον εαυτό μου υπεύθυνο για τα δάκρυά σου. Μπορεί να έχω μόνο την ευθύνη για τον τρόπο με τον οποίο θα ανταποκριθώ σ’ αυτά. Το είδος της δικής μου ανταπόκρισης θα επιδράσει στη δίκη σου εμπειρία που κλαις, αλλά δε θα της δώσει λύσεις. Την απόφαση θα την πάρεις εσύ. Μπορεί να άσκησα ισχυρή επιρροή επάνω σου και εσύ αισθάνθηκες ότι έπρεπε να ανταποκριθείς σ’ αυτό κλαίγοντας. Ο καθένας μας, νομίζω, έχει την ευθύνη να συνειδητοποιεί τι προβάλλει στα άλλα πρόσωπα. Αν είμαι 28 χρονών και είμαι η μητέρα σου και είσαι 3 χρονών, χωρίς καμιά αμφιβολία ο δικός μου τρόπος αντίδρασης σε επηρεάζει περισσότερο απ’ ό,τι αν ήσουν εσύ 28 χρονών και αντιμετώπιζες ένα συνάδελφό σου. Μερικές καταστάσεις και μερικές ανταποκρίσεις έχουν μεγαλύτερη επίδραση από άλλες και είναι δουλειά δική μου να το ξέρω και αυτό. Αυτό σημαίνει πως έχω ηθική και κοινωνική υποχρέωση να σε μεταχειριστώ ανθρώπινα.

Νομίζω ότι υπάρχει μαύρο σκοτάδι γύρω από το θέμα της ευθύνης, τι σημαίνει και πώς πρέπει να ασκείται. Θα ήθελα να σου πω πού έχω φτάσει εγώ σε σχέση με την ευθύνη μου. Πρώτον, είναι δικό μου και μου ανήκει ξεκάθαρα ό,τι προέρχεται από μένα: τα λόγια μου, οι σκέψεις μου, οι κινήσεις μου και οι πράξεις μου. Ίσως να επηρεάστηκα από σένα, αλλά δέχομαι πως εγώ αποφάσισα να ενεργήσω σύμφωνα με την επίδρασή σου, ώστε αυτές οι ενέργειες είναι έργο αποκλειστικά δικό μου.

Οτιδήποτε προέρχεται από σένα είναι δικό σου έργο και αντιπροσωπεύει την απόφασή σου να χρησιμοποιήσεις οποιαδήποτε επίδραση δέχτηκες. Όταν το παραδέχομαι, αναλαμβάνω την ευθύνη. Μπορώ να σε χρησιμοποιήσω για να με επηρεάσεις, αλλά μόνον εγώ μπορώ να αποφασίσω ότι θα ενεργήσω σύμφωνα μ’ αυτή την την επίδραση. Τρεις περιπτώσεις εξαιρούνται: τα νήπια, τα άτομα σε κατάσταση αναισθησίας και όσοι είναι βαριά άρρωστοι. Ακόμη, αισθάνομαι ελεύθερος να δεχτώ και να κατευθύνω την επιρροή σου πάνω μου, μόνο αν έχω συναίσθηση ανώτερης αυτοεκτίμησης.

Αν δεν ξέρουμε πως εμείς επιλέγουμε με ποιον τρόπο θα χρησιμοποιήσουμε ό,τι μας επηρεάζει, τότε είναι εύκολο να αισθανόμαστε ανασφαλείς και να δημιουργούμε με τους άλλους σχέσεις επιλήψιμες, που δε μας ικανοποιούν και μας αφήνουν σε αμηχανία και σε ακόμα μεγαλύτερη ανασφάλεια.

Θα ήθελα να επισημάνω σ’ αυτό το σημείο πως ένα στοιχείο της αντικειμενικής πραγματικότητας δεν αλλάζει απαραίτητα εξαιτίας των επιλογών μας. Ας πάρουμε την αντικειμενική πραγματικότητα της τύφλωσης. Αν τα μάτια σου δε βλέπουν, δε βλέπουν — τελεία και παύλα. Όσο ασχολείσαι να κατηγορείς τον κόσμο για την τύφλωσή σου, ξοδεύεις την ενέργειά σου μισώντας τον κόσμο και νιώθοντας οίκτο για τον εαυτό σου και συνεπώς εσύ ο ίδιος, ως ανθρώπινο πλάσμα, μαραίνεσαι. Φυσικά, όσο επιμένεις σ’ αυτό, δεν αναλαμβάνεις την ευθύνη να αναγνωρίσεις εκείνο που πραγματικά υπάρχει. Μόλις το κατορθώσεις, θα μπορείς πια να χρησιμοποιείς την ενεργητικότητά σου για να δημιουργήσεις και να ωριμάσεις.

Να κι ένα παράδειγμα, που είναι παραλλαγή στο ίδιο θέμα.

Ένας σύζυγος φωνάζει στη γυναίκα του στις 5.30 το απόγευμα: «Είσαι θεότρελη!» Άσχετα αν έπρεπε, αν το ήθελε ή ακόμη κι αν ξέρει τι λέει, πρέπει η γυναίκα του να το αντιμετωπίσει εκείνη τη στιγμή. Μπορεί, κι ας μην το ξέρει ίσως, να διαλέξει με ποιον τρόπο θ’ αντιδράσει. Μπορεί να μην είναι καθόλου πιο ευχάριστο απ’ την τύφλωση, μα σίγουρα έχει επιλογές. Εσύ θα θυμάσαι τις πιθανότητες που ανοίγονται μπροστά της, από το κεφάλαιο για την επικοινωνία.

«Με συγχωρείς, έχεις δίκιο.» (συμβιβασμός)

«Μη με βρίζεις, ηλίθιε.» (ανταπόδοση μομφής)

«Υποθέτω ότι στο γάμο θα πρέπει κανείς να περιμένει τέτοιες στιγμές.» (στάση υπολογιστή)

«Τηλεφώνησε ο γιατρός και είπε να του τηλεφωνήσεις κι εσύ.» (παραπλάνηση)

«Φαίνεσαι αποκαμωμένος», ή «πληγώθηκα όταν το πες αυτό», – Και τα δύο αποτελούν ανταπόκριση με ευθύτητα. Με την πρώτη φράση ανταποκρίνεται στον πόνο του, με τη δεύτερη ανταποκρίνεται στο δικό της.

Καθεμιά απ’ αυτές τις ανταποκρίσεις μπορεί να επηρεάσει την αντίδραση του συζύγου της. Αφού διαφέρουν μεταξύ τους, θα είναι φυσικό να προκαλέσουν διαφορετικές συνέπειες. Αλλά και πάλι, ο τρόπος με τον οποίο αντιδρά εκείνη, δεν καθορίζει κατ’ ανάγκη και τη δική του αντίδραση.

Είναι δυστυχώς αλήθεια ότι στις περισσότερες οικογένειες πρωταρχική αρμοδιότητα των γονιών θεωρείται η διοίκηση και η εξουσία. «Εγώ (ο γονιός) κυβερνάω εσένα (το παιδί μου).» Έτσι το παιδί δεν αναπτύσσει καμιά εκτίμηση για τις θετικές χρήσεις της εξουσίας και θα μπορεί να μπλέξει σε άσχημους μπελάδες όταν μεγαλώσει. Υπάρχουν δύο τρόποι για να χρησιμοποιήσεις το κύρος σου, που φαίνονται να διαφοροποιούνται εδώ. Ο γονιός μιλά σαν εμψυχωτής ή σαν αυταρχικός ηγέτης; Αν μιλάει σαν εμψυχωτής, τότε η κυριαρχία του μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν μέσο διδασκαλίας καθώς και εφαρμογής. Μπορεί επίσης να χρησιμέψει και σαν διδακτικό υπόδειγμα εξουσίας.

Ενώ η αυταρχική συμπεριφορά του γονιού δε διδάσκει στο παιδί πολλά πράγματα σχετικά με την εποικοδομητική ανάπτυξη προσωπικής εξουσίας. Το κύριο αποτέλεσμα του αυταρχισμού είναι να μειώνεται ο αυτοσεβασμός του παιδιού και να προετοιμάζεται άλλη μια περίπτωση χάσματος ανάμεσα στις γενιές.

Στην πραγματικότητα, τους γονείς τούς φοβίζει η ανάπτυξη των ψυχικών δυνάμεων του παιδιού – των βασικών συναισθημάτων μοναξιάς, πόνου, αγάπης, χαράς, θυμού, φόβου, αποκαρδίωσης, ταπείνωσης και ντροπής.

«Μη θυμώνεις.»

«Πώς μπορείς και την αγαπάς; Είναι… (Καθολική, Εβραία, μαύρη ή άσπρη).»

«Τα μεγάλα παιδιά δε φοβούνται.»

«Μόνο τα μωρά παραπονιούνται.»

«Αν έκανες ό,τι σου έλεγα, δε θα ένιωθες μοναξιά.»

«Οφείλεις να ντρέπεσαι για τον εαυτό σου.»

«Μη φανερώνεις τα αισθήματά σου.»

«Κράτα χαρακτήρα.»

Αυτά τα τυπικά σχόλια δείχνουν το είδος της διδασκαλίας που γίνεται στις οικογένειες σχετικά με τα συναισθήματα. Με τα συναισθήματά μας βιώνουμε την εμπειρία τού να αισθανόμαστε άνθρωποι. Τα συναισθήματά μας περιέχουν την ενέργεια της ζωής. Για να μας είναι χρήσιμα πρέπει να τα εκτιμήσουμε, να τ’ αναγνωρίσουμε και να έχουμε κατάλληλους τρόπους έκφρασής τους. Δεν υπάρχει βάσιμη αντίρρηση σε ό,τι αισθάνεται κανείς. Αισθάνεται αυτό που αισθάνεται. Το κρίσιμο λάθος είναι να χρησιμοποιείται το συναίσθημα σαν πρωταρχική βάση για τη συμπεριφορά (“Είμαι θυμωμένος μαζί σου, γι’ αυτό σε χτυπάω”)

Δυστυχώς, λίγοι γονείς έχουν αναπτύξει τις ψυχικές τους δυνάμεις τόσο ώστε να μπορούν, αν όχι να τις αναπτύξουν στα παιδιά τους, τουλάχιστον να τις ανεχθούν. Οι ψυχικές δυνάμεις μάλιστα φαίνεται να προκαλούν τέτοιο φόβο που συχνά, συνειδητά τις καταπνίγουμε. Ο φόβος αυτός βασίζεται κυρίως στην άγνοια.

Αισθάνομαι πως αν οι ενήλικοι ήξεραν πώς να χρησιμοποιήσουν εποικοδομητικά τις δικές τους ψυχικές δυνάμεις θα έδειχναν μεγαλύτερη προθυμία στην προσπάθεια να τις αναπτύξουν στα παιδιά τους.

ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ ΣΑΤΙΡ, ΠΛΑΘΟΝΤΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου