Κυριακή 14 Απριλίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Ἱππῆς (97-149)

ΟΙ. Β’ οἴμοι, τί ποθ᾽ ἡμᾶς ἐργάσει τῷ σῷ ποτῷ;
ΟΙ. Α’ ἀγάθ᾽· ἀλλ᾽ ἔνεγκ᾽· ἐγὼ δὲ κατακλινήσομαι.
ἢν γὰρ μεθυσθῶ, πάντα ταυτὶ καταπάσω
100 βουλευματίων καὶ γνωμιδίων καὶ νοιδίων.
ΟΙ. Β’ ὡς εὐτυχῶς ὅτι οὐκ ἐλήφθην ἔνδοθεν
κλέπτων τὸν οἶνον. ΟΙ. Α’ εἰπέ μοι, Παφλαγών τί δρᾷ;
ΟΙ. Β’ ἐπίπαστα λείξας δημιόπραθ᾽ ὁ βάσκανος
ῥέγκει μεθύων ἐν ταῖσι βύρσαις ὕπτιος.
105 ΟΙ. Α’ ἴθι νυν, ἄκρατον ἐγκάναξόν μοι πολὺν
σπονδήν. ΟΙ. Β’ λαβὲ δὴ καὶ σπεῖσον ἀγαθοῦ δαίμονος.
ΟΙ. Α’ ἕλχ᾽, ἕλκε τὴν τοῦ δαίμονος τοῦ Πραμνίου.
ὦ δαῖμον ἀγαθέ, σὸν τὸ βούλευμ᾽, οὐκ ἐμόν.
ΟΙ. Β’ εἴπ᾽, ἀντιβολῶ, τί ἐστι; ΟΙ. Α’ τοὺς χρησμοὺς ταχὺ
110 κλέψας ἔνεγκε τοῦ Παφλαγόνος ἔνδοθεν,
ἕως καθεύδει. ΟΙ. Β’ ταῦτ᾽. ἀτὰρ τοῦ δαίμονος
δέδοιχ᾽ ὅπως μὴ τεύξομαι κακοδαίμονος.
ΟΙ. Α’ φέρε νυν, ἐγὼ ᾽μαυτῷ προσαγάγω τὸν χοᾶ,
τὸν νοῦν ἵν᾽ ἄρδω καὶ λέγω τι δεξιόν.
115 ΟΙ. Β’ ὡς μεγάλ᾽ ὁ Παφλαγὼν πέρδεται καὶ ῥέγκεται,
ὥστ᾽ ἔλαθον αὐτὸν τὸν ἱερὸν χρησμὸν λαβών,
ὅνπερ μάλιστ᾽ ἐφύλαττεν. ΟΙ. Α’ ὦ σοφώτατε.—
φέρ᾽ αὐτόν, ἵν᾽ ἀναγνῶ· σὺ δ᾽ ἔγχεον πιεῖν
ἁνύσας τι. φέρ᾽ ἴδω, τί ἄρ᾽ ἔνεστιν αὐτόθι;
120 ὦ λόγια. δός μοι, δὸς τὸ ποτήριον ταχύ.
ΟΙ. Β’ ἰδού. τί φησ᾽ ὁ χρησμός; ΟΙ. Α’ ἑτέραν ἔγχεον.
ΟΙ. Β’ ἐν τοῖς λογίοις ἔνεστιν· «ἑτέραν ἔγχεον;»
ΟΙ. Α’ ὦ Βάκι. ΟΙ. Β’ τί ἐστι; ΟΙ. Α’ δὸς τὸ ποτήριον ταχύ.
ΟΙ. Β’ πολλῷ γ᾽ ὁ Βάκις ἐχρῆτο τῷ ποτηρίῳ.
125 ΟΙ. Α’ ὦ μιαρὲ Παφλαγών, ταῦτ᾽ ἄρ᾽ ἐφυλάττου πάλαι,
τὸν περὶ σεαυτοῦ χρησμὸν ὀρρωδῶν. ΟΙ. Β’ τιή;
ΟΙ. Α’ ἐνταῦθ᾽ ἔνεστιν, αὐτὸς ὡς ἀπόλλυται.
ΟΙ. Β’ καὶ πῶς; ΟΙ. Α’ ὅπως; ὁ χρησμὸς ἄντικρυς λέγει
ὡς πρῶτα μὲν στυππειοπώλης γίγνεται,
130 ὃς πρῶτος ἕξει τῆς πόλεως τὰ πράγματα.
ΟΙ. Β’ εἷς οὑτοσὶ πώλης. τί τοὐντεῦθεν; λέγε.
ΟΙ. Α’ μετὰ τοῦτον αὖθις προβατοπώλης δεύτερος.
ΟΙ. Β’ δύο τώδε πώλα. καὶ τί τόνδε χρὴ παθεῖν;
ΟΙ. Α’ κρατεῖν, ἕως ἕτερος ἀνὴρ βδελυρώτερος
135 αὐτοῦ γένοιτο· μετὰ δὲ ταῦτ᾽ ἀπόλλυται.
ἐπιγίγνεται γὰρ βυρσοπώλης ὁ Παφλαγών,
ἅρπαξ, κεκράκτης, Κυκλοβόρου φωνὴν ἔχων.
ΟΙ. Β’ τὸν προβατοπώλην ἦν ἄρ᾽ ἀπολέσθαι χρεὼν
ὑπὸ βυρσοπώλου; ΟΙ. Α’ νὴ Δί᾽. ΟΙ. Β’ οἴμοι δείλαιος.
140 πόθεν οὖν ἂν ἔτι γένοιτο πώλης εἷς μόνος;
ΟΙ. Α’ ἔτ᾽ ἔστιν εἷς ὑπερφυᾶ τέχνην ἔχων.
ΟΙ. Β’ εἴπ᾽, ἀντιβολῶ, τίς ἐστιν; ΟΙ. Α’ εἴπω; ΟΙ. Β’ νὴ Δία.
ΟΙ. Α’ ἀλλαντοπώλης ἔσθ᾽ ὁ τοῦτον ἐξελῶν.
ΟΙ. Β’ ἀλλαντοπώλης; ὦ Πόσειδον, τῆς τέχνης.
145 φέρε, ποῦ τὸν ἄνδρα τοῦτον ἐξευρήσομεν;
ΟΙ. Α’ ζητῶμεν αὐτόν. ἀλλ᾽ ὁδὶ προσέρχεται
ὥσπερ κατὰ θεὸν εἰς ἀγοράν. ὦ μακάριε
ἀλλαντοπῶλα, δεῦρο δεῦρ᾽, ὦ φίλτατε,
ἀνάβαινε σωτὴρ τῇ πόλει καὶ νῷν φανείς.

***
ΔΕ. Δ. Κακό που μας βρήκε! πού θα μας βγάλει το πιοτί σου!
ΠΡ. Δ. Σε καλό· μόνο φέρ᾽ το. (Ο Δεύτ. Δούλος μπαίνει στο σπίτι.) Εγώ θα ξαπλώσω. Γιατί, έτσι και γεμίσω το κεφάλι, θα πασπαλίσω με τα δυο μου χέρια όλα εδώ έναν γύρο (δείχνει το έδαφος της ορχήστρας)
[100] με σκεψούλες και γνωμούλες κι εμπνευσούλες.
ΔΕ. Δ. (Επιστρέφει κρατώντας ένα κανάτι με κρασί κι ένα ποτήρι). Τύχη μια φορά, που δεν μ᾽ έπιασαν μέσα να κλέβω κρασί!
ΠΡ. Δ. Γιά πες μου, τί κάνει ο Παφλαγόνας;
ΔΕ. Δ. Ο γρουσούζης ροκάνισε γαλέτες που τις βούτηξε από τις κατασχέσεις και τώρα τύφλα στο μεθύσι ροχαλίζει ξαπλωμένος ανάσκελα πάνω στα δέρματά του.
ΠΡ. Δ. Τότε μπρος, χύσε μες στην κούπα μου μπόλικο, να κάνουμε σπονδή.
ΔΕ. Δ. Νά, πάρε και κάνε σπονδή στον Αγαθοδαίμονα.
ΠΡ. Δ. Κατέβασ᾽ την μονορούφι, κατέβασ᾽ την τη σπονδή του Πραμνιώτη θεού. (Αδειάζει το ποτήρι μονορούφι). Αγαθοδαίμονά μου, δική σου είναι αυτή η σκέψη, όχι δική μου.
ΔΕ. Δ. Για όνομα του θεού, πες μου τί συμβαίνει.
ΠΡ. Δ. Στα γρήγορα,
[110] μπες μέσα, κλέψε και φέρε μου τους χρησμούς του Παφλαγόνα, όσο κοιμάται.
ΔΕ. Δ. Έγινε. Μόνο που τρέμω μήπως ο δαίμονάς σου μου βγει κακοδαίμονας. (Ξαναμπαίνει στο σπίτι, αφήνοντας μόνον με το κρασί τον Πρώτο Δούλο).
ΠΡ. Δ. Για να δούμε, ας κεράσω μόνος μου την αφεντιά μου φέρνοντας στα χείλια την κανάτα, για ν᾽ αρδέψω το μυαλό μου και να πω καμιά έξυπνη ιδέα.
ΔΕ. Δ. (Μπαίνει τρεχάτος κρατώντας τον κύλινδρο με τις προφητείες που έκλεψε). Πω πω, πορδή και ροχαλητό που αμολά ο Παφλαγόνας! κι έτσι χωρίς να με πάρει μυρουδιά τού πήρα τον ιερό χρησμό που τον φύλαγε σαν τα μάτια του.
ΠΡ. Δ. Γεια σου, τετραπέρατε! Φέρ᾽ τον εδώ να τον διαβάσω. Και βάλε μου να πιω, κάνε γρήγορα. Γιά να δούμε, τί να ᾽ναι άραγε γραμμένο εδώ μέσα;
[120] Ολαλά, προφητείες! Δώσ᾽ μου, δώσ᾽ μου το ποτήρι αμέσως.
ΔΕ. Δ. Ορίστε. Τί λέει ο χρησμός;
ΠΡ. Δ. Κι άλλο ποτήρι κρασί! (Το ρουφά).
ΔΕ. Δ. Ο χρησμός το γράφει «κι άλλο ποτήρι κρασί;»
ΠΡ. Δ. Βάκη μου, μεγάλε μου προφήτη!
ΔΕ. Δ. Τί τρέχει;
ΠΡ. Δ. Δώσ᾽ μου γρήγορα το ποτήρι.
ΔΕ. Δ. Σαν πολύ ο Βάκης να δούλευε το ποτήρι.
ΠΡ. Δ. Βρομιάρη Παφλαγόνα, γι᾽ αυτόν τον λόγο λοιπόν από παλιά έπαιρνες τα μέτρα σου; γιατί έτρεμες τον χρησμό που μιλούσε για την αφεντιά σου.
ΔΕ. Δ. Και ποιός ο λόγος;
ΠΡ. Δ. Εδώ μέσα είναι γραμμένο με ποιό τρόπο θα γκρεμιστεί.
ΔΕ. Δ. Με ποιό τρόπο λοιπόν;
ΠΡ. Δ. Με ποιό τρόπο; Ξεκάθαρα το λέει ο χρησμός, ότι πρώτος κάνει την εμφάνισή του ένας στουπιοπουλητής·
[130] στην αρχή αυτός θα πάρει στα χέρια του την εξουσία της πόλης.
ΔΕ. Δ. Έχουμε και λέμε· ένας πουλητής ετούτος. Από δω και πέρα; Μίλα.
ΠΡ. Δ. Αμέσως ύστερ᾽ απ᾽ αυτόν εμφανίζεται δεύτερος ένας προβατοπουλητής.
ΠΡ. Δ. Έχουμε και λέμε· δυο πουλητάδες ετούτοι. Και ποιά τύχη θα έχει αυτός;
ΠΡ. Δ. Να κυβερνά, ώσπου να κάνει την εμφάνισή του ένα μούτρο πιο πρόστυχο απ᾽ αυτόν — και τότε σβήνει κι αυτός. Γιατί τον διαδέχεται ο δερματοπουλητής ο Παφλαγόνας, αρπαδόρος, φωνακλάς — η φωνάρα του ίδια με τον Κυκλόβορο, το ξεροπόταμο.
ΔΕ. Δ. Μπήκα· ήταν γραμμένο ο προβατοπουλητής να γκρεμιστεί απ᾽τον δερματοπουλητή.
ΠΡ. Δ. Όπως τα λες, μά τον Δία.
ΔΕ. Δ. Αλίμονό μου, ο καψερός!
[140] Πούθε να βρούμε άλλον έναν πουλητή — ας ήταν κι έναν μόνο!
ΠΡ. Δ. (Διαβάζει τις προφητείες). Βλέπω ακόμα έναν, τέχνη που την έχει μάνα μου!
ΔΕ. Δ. Πες μου, σ᾽ εξορκίζω, ποιός είν᾽ αυτός;
ΠΡ. Δ. Να το πω;
ΔΕ. Δ. Πες το, μά τον Δία.
ΠΡ. Δ. Σαλαμοπουλητής — αυτός θα σβήσει από τον χάρτη τον δικό σου.
ΔΕ. Δ. Σαλαμοπουλητής; Ποσειδώνα μου, επάγγελμα να σου τύχει! Έλα τώρα, πού να ψάξουμε να βρούμε αυτόν τον κύριο;
ΠΡ. Δ. Να ψάξουμε να τον βρούμε! Αλλά νά τος, έρχεται προς τα δω για να πάει στην αγορά, λες και μας τον στέλνει κάποιος θεός. Ε, τυχερέ γαρδουμποπουλητή, έλα δω, έλα δω, πρώτε μου φίλε, ανέβα, μια και φάνηκες σωτήρας της πόλης και δικός μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου