Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2019

Οι δυσκολίες της ανάγνωσης και της γραφής

Η ανάγνωση και τα μυστικά της.

Η ανάπτυξη του προφορικού λόγου είναι μια εγγενής ικανότητα του ανθρώπου, η οποία ενισχύεται και ολοκληρώνεται μέσα στο κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο ο άνθρωπος μεγαλώνει και αναπτύσσεται. Ο προφορικός λόγος εμφανίζεται πρωτίστως και αναπτύσσεται μέσα από το παιχνίδι και τη μίμηση.

Από τον προφορικό λόγο στην ανάγνωση

Το πέρασμα από τον προφορικό λόγο στην ανάγνωση διευκολύνεται από τη μεταγλωσσική επίγνωση ή ενημερότητα, δηλαδή την ικανότητα του παιδιού να σκέφτεται και ταυτόχρονα να ελέγχει τη δομή του προφορικού λόγου, να χρησιμοποιεί τη μητρική του γλώσσα ως φορέα συλλογισμών και να εστιάζει την προσοχή του στο γλωσσικό τύπο και όχι στο νόημα της λέξης. Όταν αναφερόμαστε σε μεταγλωσσικές ικανότητες εννοούμε τα τέσσερα δομικά στοιχεία της γλώσσας, τη φωνολογική, τη σημασιολογική, τη συντακτική και τέλος την πραγματολογική επίγνωση.

Η ανάγνωση δεν είναι εγγενής δεξιότητα. Όλα τα παιδιά διέρχονται από συγκεκριμένα στάδια μέχρι να φτάσουν στην κατάκτησή της. Θα μπορούσαμε να ορίσουμε την ανάγνωση ως τη μεταφορά ενός κώδικα συμβόλων (γραφημάτων) σε ένα κώδικα ήχων (φωνημάτων). Η αποκωδικοποίηση αυτού του κώδικα αποτελεί την πρώτη γνωστική λειτουργία της ανάγνωσης. Η αναγνωστική λειτουργία επηρεάζεται επίσης και από γνωστικούς παράγοντες, γλωσσικούς και μη γλωσσικούς. Οι μη γλωσσικοί σχετίζονται με τη νοημοσύνη, την αντίληψη και τη μνήμη.

Η φωνολογική επίγνωση παίζει καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της αναγνωστικής ικανότητας. Περιλαμβάνει:

α) την κατάτμηση και τη σύνθεση των φωνημάτων σε συλλαβές και λέξεις,

β) την αναγνώριση των γραμμάτων του αλφάβητου και

γ) την ανάπτυξη της οπτικής μνήμης.
Μαθησιακές δυσκολίες

Στα περισσότερα παιδιά η διαδικασία αυτή εξελίσσεται ομαλά, χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες. Υπάρχει όμως και μια μερίδα παιδιών που εμφανίζουν δυσκολίες στην απόκτηση της αναγνωστικής ικανότητας, παρά την ικανοποιητική υποστήριξη από το οικογενειακό και το σχολικό περιβάλλον και ενώ παρατηρείται ικανοποιητική επίδοση σε άλλες περιοχές μάθησης. Οι μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες αντιμετωπίζουν συχνά δυσκολίες με τη μηχανική και κοινωνική χρήση της γλώσσας.

Συγκεκριμένα μηχανικές δυσκολίες παρουσιάζονται συχνά σε τρεις περιοχές:

Σύνταξη: Οι κανόνες του συστήματος που καθορίζουν το πώς οι λέξεις είναι οργανωμένες μέσα σε προτάσεις.
Σημασιολογία: Οι σημασίες των λέξεων.
Φωνολογία: Η εκμάθηση των ξεχωριστών ήχων που χαρακτηρίζουν την κάθε λέξη.

Η γλωσσική ανεπάρκεια εμφανίζεται στις περιοχές της προφορικής έκφρασης και ακουστικής κατανόησης. Αυτές οι δύο περιοχές ελέγχουν την ικανότητά μας να επικοινωνούμε με τους άλλους, οπότε η ανεπάρκεια σε έναν ή και στους δύο τομείς μπορεί να έχει μεγάλο αντίκτυπο στην ποιότητα της ζωής ενός παιδιού, όπως επίσης και στην εκπαίδευσή του.

Σε έρευνες έχει βρεθεί ότι περισσότερο από το 60% των μαθητών με μαθησιακές δυσκολίες έχει κάποια μορφή γλωσσικής ανεπάρκειας (Bryan et al., 1991).

Η ανάπτυξη του προφορικού λόγου αποτελεί τη βάση για την κατάκτηση της ανάγνωσης, αφού τα παιδιά μαθαίνοντας να μιλούν, αναπτύσσουν έναν μεγάλο αριθμό γενικών γνωστικών στρατηγικών μάθησης, καθώς επίσης, μαθαίνοντας να ακούν και να μιλούν, αποκτούν τα μέσα για να κατανοήσουν την ανάγνωση και τα βασικά της συστατικά, το λεξιλόγιο, τη σύνταξη και τους διάφορους τρόπους για τη μετάδοση των μηνυμάτων και τον έλεγχο των υποθέσεων που κάνουν διαβάζοντας.

Η σχέση του προφορικού και γραπτού λόγου και η αξιολόγηση τους

Η κατανόηση της σχέσης του προφορικού και γραπτού λόγου διευκολύνεται από τις οργανωμένες εμπειρίες γραμματισμού, όπως εμπλουτισμό του περιβάλλοντος του παιδιού με διάφορα είδη γραπτού λόγου, εξοικείωση με τα βιβλία και τα χαρακτηριστικά τους (εξώφυλλο, εικόνες, γραπτός κώδικας, φορά της γραφής, συντελεστές της συγγραφικής διαδικασίας, συγγραφέας, εικονογράφος κλπ.). Οι εμπειρίες αυτές σχετίζονται ακόμα με την κατανόηση της δομής μιας ιστορίας, την αντίληψη της έννοιας της λέξης, τη φωνολογική ενημερότητα και την ίδια την παραγωγή του γραπτού λόγου.

Μπορούμε να εκτιμήσουμε το επίπεδο του προφορικού λόγου του παιδιού αξιολογώντας την ομιλία του, όσο αφορά την ολοκληρωμένη άρθρωση των φθόγγων, τη δομή και τα μορφοσυντακτικά στοιχεία του λόγου του, την επάρκεια του λεξιλογίου που χρησιμοποιεί και γενικά την ευχέρεια στην ομιλία του. Ζητώντας από το παιδί να μας αναδιηγηθεί την ιστορία που μόλις άκουσε, μπορούμε να αξιολογήσουμε τον αριθμό και την ποιότητα του λεξιλογίου του, την πληρότητα των προτάσεων που χρησιμοποιεί, την ακρίβεια με την οποία παρουσιάζει τα γεγονότα της ιστορίας.

Ως προς το γραπτό λόγο η αξιολόγηση μπορεί να βασιστεί στο αν το παιδί αναγνωρίζει γραπτά μηνύματα του περιβάλλοντος του, αν αναγνωρίζει διάφορες λειτουργίες του γραπτού λόγου, όπως την επικοινωνιακή του λειτουργία, αν αναγνωρίζει τα βασικά μέρη του βιβλίου, τη φορά και την κατεύθυνση της ανάγνωσης, αλλά και τι είναι «λέξη», «γράμμα» καθώς και τα βασικά σημεία στίξης.

Επίσης, η αξιολόγηση βασίζεται στην αντίληψη του κειμένου, δηλαδή την ικανότητα να θυμάται τα στοιχεία της ιστορίας, να δημιουργεί καλά δομημένες ιστορίες, να διατηρεί τη δομή στην αναδιήγηση, να φαίνεται ότι διαθέτει φωνολογική ενημερότητα, να ξεχωρίζει τις λέξεις της πρότασης, τις συλλαβές μιας λέξης, τα φωνήματα μιας συλλαβής και την ομοιοκαταληξία.

Τέλος, βασίζεται στο να έχει σε σημαντικό βαθμό έλεγχο της ανάγνωσης - γραφής, συγκεκριμένα να προσπαθεί να διαβάσει και να γράψει, να γνωρίζει τα ονόματα των γραμμάτων, να γνωρίζει μερικές αντιστοιχίες γραφήματος - φωνήματος και να χρησιμοποιεί επινοημένη γραφή (να αυτοσχεδιάζει).

Όλα τα παραπάνω μπορούν να μας βοηθήσουν ώστε να αναγνωρίσουμε τυχόν δυσκολίες του παιδιού μας όσο αφορά την ανάγνωση και τη γραφή, σε σχέση βέβαια πάντα με την ηλικία του παιδιού και το ακαδημαϊκό του στάδιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου