Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2019

Αϊνστάιν – Φρόιντ, η συνάντηση

Συναντήθηκαν μόνο μία φορά. Το 1927, την περίοδο των διακοπών του Νέου Έτους, ο Άλμπερτ Αϊνστάιν επισκέφτηκε τον Ζίγκμουντ Φρόιντ, ο οποίος διέμενε στο σπίτι ενός από τους γιους του, στο Βερολίνο. Στα σαράντα επτά του ο Αϊνστάιν ήταν το κορυφαίο ζωντανό σύμβολο των φυσικών επιστημών, ενώ ο Φρόιντ, στα εβδομήντα του, το αντίστοιχό του στις κοινωνικές επιστήμες – ωστόσο, εκείνη η βραδιά δεν υπήρξε συνάντηση πνευμάτων. Όταν, λίγους μόλις μήνες αργότερα, ένας Αϊνστάιν τον συμβούλευσε να δοκιμάσει την ψυχανάλυση, εκείνος απάντησε: “Θα σε στεναχωρήσω φίλε μου- δυστυχώς δεν μπορώ να ικανοποιήσω το αίτημά σου, διότι προτιμώ σαφώς να παραμείνω στο σκοτάδι κάποιου που δεν έχει ψυχαναλυθεί”. Ή, όπως σημείωσε ο Φρόιντ σχετικά με τον Αϊνστάιν αμέσως μετά τη συνάντησή τους στο Βερολίνο, “Καταλαβαίνει από ψυχολογία όσο εγώ από φυσική, οπότε είχαμε μια πολύ ευχάριστη συζήτηση”.

Ο Φρόιντ και ο Αϊνστάιν είχαν κοινή μητρική γλώσσα, τα γερμανικά, όμως τα αντίστοιχα επαγγελματικά τους λεξιλόγια είχαν προ πολλού διαφοροποιηθεί, σε σημείο να φαίνονται πλέον ουσιαστικά ασύμβατα. Εντούτοις, οι δυο άντρες είχαν πολύ περισσότερα κοινά απ’ όσα θα μπορούσαν να φανταστούν. Πολλά χρόνια πριν, στο ξεκίνημα των αντίστοιχων επιστημονικών τους αναζητήσεων, είχαν και οι δύο φτάσει σε ένα συγκεκριμένο σημείο που για τον καθένα τους έμελλε να αποδειχτεί κομβικό. Οι δύο μεγάλοι διανοητές «άγγιξαν» και διερεύνησαν -ο καθένας στο δικό του πεδίο- ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της επιστήμης τους. Αμφότεροι αντιμετώπισαν το εμπόδιο πάνω στο οποίο είχαν προσκρούσει όλοι οι προηγούμενοι. Και στις δυο περιπτώσεις, το εμπόδιο ήταν το ίδιο: η έλλειψη περισσότερων αποδεικτικών στοιχείων. Ωστόσο, αντί να πτοηθούν από αυτή την έλλειψη και να στραφούν αλλού ή να παραδεχτούν την ήττα τους και να σταματήσουν τις έρευνες, ο Αϊνστάιν και ο Φρόιντ συνέχισαν να κοιτάζουν.

Αυτό άλλωστε κάνουν πάντα οι επιστήμονες: κοιτάζουν. Αυτό ήταν που καθόρισε την επιστημονική μέθοδο, κι αυτό οδήγησε στην Επιστημονική Επανάσταση, τρεις περίπου αιώνες πριν. Το 1610, ο Γαλιλαίος Γαλιλαίι ανέφερε ότι, κοιτάζοντας με ένα νέο όργανο το ουράνιο βασίλειο, είδε σαράντα αστέρες στο σύμπλεγμα των Πλειάδων -εκεί όπου μέχρι τότε όλοι έβλεπαν έξι-, πεντακόσιους νέους αστέρες στον αστερισμό του Ωρίωνος, «μια σωρεία αναρίθμητων αστέρων» σε μια άλλη περιοχή του νυχτερινού ουρανού και, τέλος, φεγγάρια γύρω από τον Δία. Το 1674, ο Άντον Βαν Λέιβενχουκ σημείωσε ότι, κοιτάζοντας μια σταγόνα νερού μέσω ενός άλλου νέου οργάνου, παρατήρησε στο εσωτερικό της «πάνω από ένα εκατομμύριο ζωντανά πλάσματα» -πλάσματα που ο αριθμός τους ξεπερνούσε «τον αριθμό των ανθρώπων στις Κάτω Χώρες». Επίσης, στην οδοντική πλάκα από το στόμα ενός ηλικιωμένου που δεν είχε ποτέ καθαρίσει τα δόντια του, παρατήρησε «έναν απίστευτα μεγάλο αριθμό μικροοργανισμών που κολυμπούσαν πιο επιδέξια από οτιδήποτε είχα δει μέχρι σήμερα».

Όμως, οι διαπιστώσεις αυτού του είδους έκρυβαν μια μικρή προϊστορία. Στην πραγματικότητα, ήρθαν στο τέλος της Εποχής των Ανακαλύψεων. Εφόσον ένας εξερευνητής των θαλασσών κατόρθωσε να ανακαλύψει έναν Νέο Κόσμο, γιατί ένας εξερευνητής των ουρανών να μην ανακαλύψει κι εκείνος νέους κόσμους; Και αν οι θαλάσσιες περιπλανήσεις αποκάλυψαν ότι τα πέρατα της Γης φιλοξενούν αναρίθμητα πλάσματα, άγνωστα έως τότε, γιατί να μη συμβαίνει το ίδιο και με την ίδια τη γη, το χώμα, το νερό ή τη σάρκα;

Εκείνο που ήταν πραγματικά καινοφανές στις ανακαλύψεις του Γαλιλαίου και του Λέιβενχουκ ήταν το μέσον με το οποίο τις πραγματοποίησαν. Στο διάστημα μεταξύ 1595 και 1609, κατασκευαστές διοπτρών στην Ολλανδία είχαν συνδυάσει τους φακούς με τέτοιο τρόπο ώστε να κατασκευάσουν δυο νέα όργανα, τα οποία επιτελούσαν παρόμοιες, αλλά εντελώς αντίθετες, οπτικές λειτουργίες. Ο συνδυασμός των φακών στο ένα όργανο έκανε τα μακρινά αντικείμενα να φαίνονται πλησιέστερα, ενώ στο δεύτερο ο αντίστοιχος συνδυασμός έκανε τα μικρά αντικείμενα να φαίνονται μεγαλύτερα.

Για πρώτη φορά στην Ιστορία, οι ερευνητές της φύσης είχαν στη διάθεσή τους εργαλεία που λειτουργούσαν σαν να ήταν προέκταση σε μία από τις πέντε ανθρώπινες αισθήσεις. Στη διάρκεια του δέκατου έβδομου αιώνα, η επανάσταση στην επιστήμη προέκυψε από την ανακάλυψη ενός νέου μέσου διερεύνησης και, κυρίως, από τη σημασία του: στο σύμπαν υπάρχουν πολύ περισσότερα από όσα φαίνονται διά γυμνού οφθαλμού.

Άραγε, ποιος ήξερε εκ των προτέρων; Στο κάτω κάτω, τα όργανα αυτά θα μπορούσαν κάλλιστα να μην είχαν αποκαλύψει τίποτε περισσότερο από όσα ήδη γνωρίζαμε, και τα «όσα ήδη γνωρίζαμε» ότι υπάρχουν θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελούν «παν το επιστητό». Κανείς δεν φανταζόταν ότι το γυμνό μάτι θα ήταν ανεπαρκές ως μέσον διερεύνησης της φύσης, όπως επίσης κανείς δεν περίμενε ότι η επινόηση των συγκεκριμένων οργάνων θα ωθούσε τη γνώση σε δύο νέα σύνορα. Τελικώς, όμως, αποδείχτηκε ότι αυτό ακριβώς συνέβαινε.

Οι αναζητήσεις του Αϊνστάιν και του Φρόιντ τους οδήγησαν στην, ως ένα βαθμό ακούσια, δημιουργία δυο νέων επιστημών: της κοσμολογίας και της ψυχανάλυσης. Στην περίπτωση του Αϊνστάιν, ο νέος τρόπος διεξαγωγής της επιστημονικής έρευνας έγινε η κυρίαρχη διεπιστημονική μεθοδολογία, ενώ στην περίπτωση του Φρόιντ, ο εναλλακτικός τρόπος διεξαγωγής της επιστημονικής έρευνας έγινε η κυρίαρχη εξαίρεση. Το έργο τους και η λειτουργία της σκέψης τους έχουν πλέον τα χαρακτηριστικά του τρόπου με τον οποίο μια διανοητική προσπάθεια μετονομάζεται σε επιστήμη. Οι Κόσμοι που αποκαλύφθηκαν είχαν τεράστια διαφορά από εκείνους που αντικατέστησαν -την ίδια διαφορά που είχαν οι Κόσμοι του τηλεσκοπίου και του μικροσκοπίου από εκείνους που προϋπήρχαν.

Και από αυτή την άποψη, η ιστορία του Αϊνστάιν και του Φρόιντ, όπως προηγουμένου του Γαλιλαίου και του Λέιβενχουκ, είναι η ιστορία μιας επανάστασης στη σκέψη. Η διαφορά ανάμεσα στη δίκη μας αντίληψη για το σύμπαν και στην αντίστοιχη του δέκατου ένατου αιώνα αποδείχτηκε ότι δεν εστιάζεται σε αυτό που επί τρεις αιώνες διαφοροποιούσε κάθε εποχή από την προγενέστερή της. Το να βλέπει κανείς μακρύτερα ή βαθύτερα, -το να βλέπει περισσότερα-, δεν είναι μια διαφορά στην προοπτική ή στο πόσα βλέπουμε. Αντιθέτως, εστία γίνεται η ίδια η θέαση -η αντίληψη του πώς βλέπουμε- και η σκέψη για τη θέαση (στη σύλληψη, στο πώς σκεφτόμαστε τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε).

Η αποκάλυψη των κρυμμένων Κόσμων άλλαξε τον τρόπο που διερευνούμε τη θέση μας (ως όντα που αισθάνονται) σε ένα συγκεκριμένο (συμπαντικό) περιβάλλον, στη χρονική περίοδο του εικοστού πρώτου αιώνα. Τι είδους όντα; Ποιο είναι αυτό το περιβάλλον; Στα χέρια μας κρατούμε πάντα εκείνο το μέσον ανακάλυψης -τη σημασία του οποίου μόλις σήμερα, εκατό χρόνια αργότερα, αρχίζουμε να κατανοούμε. Στο σύμπαν υπάρχουν πολλά περισσότερα από όσα θα βρίσκαμε αν περιοριζόμασταν απλώς στο να «κοιτάζουμε».

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου