Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2019

Η νευροβιολογία του τραύματος

Η γνώση της νευροβιολογίας του τραύματος μπορεί να οδηγήσει στην αποτελεσματική θεραπεία και ανάκαμψη του ατόμου. Η ανεπίλυτη διαταραχή μετατραυματικού στρες μπορεί να αφήσει τον άνθρωπο συναισθηματικά πολύ φορτισμένο και να τον κάνει να κλειστεί στον εαυτό του. Συνεπώς είναι πολύ χρήσιμο να γνωρίζει κανείς όχι μόνο γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο αλλά και ποιος είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος αντιμετώπισης.

Εφόσον έχετε ακούσει για το άγχος, ίσως είστε εξοικειωμένοι με την έννοια της αντίδρασης πάλης ή φυγής (fight or flight). Πρόκειται για τον έμφυτο μηχανισμό προστασίας του οργανισμού απέναντι σε μια επικίνδυνη κατάσταση. Οι ερευνητές και οι ειδικοί ψυχικής υγείας που ασχολούνται με τη θεραπεία της διαταραχής μετατραυματικού στρες, δείχνουν επίσης έντονο ενδιαφέρον για τις αποκρίσεις ακινητοποίησης που συμβαίνουν συνήθως όταν η αντίδραση πάλης ή φυγής δεν αποκαθιστά την ασφάλεια και τη σιγουριά.

Η ακινητοποίηση μπορεί να εκδηλωθεί με διαφορετικούς τρόπους. Μερικές φορές εκδηλώνεται ως υψηλής επιφυλακής ακινησία ή πάγωμα του σώματος, άλλες φορές ως μια κατάσταση φόβου ή ως αποστασιοποίηση σε αποκρίσεις εξουθένωσης ή λιποθυμίας.
«Πρέπει να κοιτάξουμε πέρα από την αντίδραση πάλης ή φυγής όταν καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε θεραπευτικά τη διαταραχή μετατραυματικού στρες. Η νευροβιολογία του τραύματος παρέχει πολύτιμες πληροφορίες όχι μόνο για την κατανόηση των συμπτωμάτων αλλά και για την καθοδήγηση αποτελεσματικής θεραπείας» επισημαίνει η κλινική ψυχολόγος Arielle Schwartz.

Το αυτόνομο νευρικό σύστημα και ο ρόλος του στο τραύμα.


Το αυτόνομο νευρικό σύστημα (ΑΝΣ) παίζει σημαντικό ρόλο στις συναισθηματικές και φυσιολογικές αντιδράσεις του ανθρώπου στο στρες και το τραύμα. Το AΝΣ διαθέτει δύο κύρια συστήματα: το συμπαθητικό νευρικό σύστημα και το παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα.

Το συμπαθητικό νευρικό σύστημα συνδέεται με την αντίδραση πάλης ή φυγής και την απελευθέρωση κορτιζόλης στην κυκλοφορία του αίματος.

Το παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα αναλαμβάνει να «φρενάρει» το συμπαθητικό νευρικό σύστημα, ούτως ώστε το σώμα να σταματήσει την απελευθέρωση χημικών ουσιών που ευθύνονται για το στρες, μετατοπίζοντας την προσοχή προς τη χαλάρωση, την πέψη και την αναγέννηση. Τα δύο αυτά νευρικά συστήματα προορίζονται να λειτουργούν σε μια ρυθμική εναλλαγή που υποστηρίζει την υγιή πέψη, τον ύπνο και τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.

Πέρα από την αντίδραση πάλης ή φυγής


Το τραύμα παρεμποδίζει τη ρυθμική ισορροπία των δράσεων του συμπαθητικού και του παρασυμπαθητικού νευρικού συστήματος. Επιπλέον, το παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα δεν συνδέεται μόνο με τις αναγεννητικές λειτουργίες αλλά εμπλέκεται με την ακινητοποίηση και την αποστασιοποίηση. Αυτές οι δύο πτυχές του παρασυμπαθητικού νευρικού συστήματος είναι σημαντικό να αναγνωρίζονται τόσο από τους θεραπευτές όσο και από τα άτομα που πάσχουν από διαταραχή μετατραυματικού στρες.

Είναι χρήσιμο να σκεφτούμε τη νευροβιολογία του τραύματος ως μία διαδικασία που συμβαίνει σε στάδια, με βαθμούς αποστασιοποίησης που παρατηρούνται όμως σε μεταγενέστερα στάδια.

Η αποστασιοποίηση είναι ένας μηχανισμός βιολογικής προστασίας που διαχωρίζει τη συνειδητή αντίληψη του ατόμου από συναισθήματα ή αναμνήσεις που προκαλούν έντονο φόβο.

Τα συμπτώματα βιώνονται σε μία συνέχεια και κυμαίνονται από σχετικά ήπιες αισθήσεις θολότητας του νου, υπνηλία ή δυσκολία συγκέντρωσης, μέχρι αίσθηση απάθειας ή αποκοπής. Στις πιο ακραίες καταστάσεις, το άτομο μπορεί να βιώνει κενά μνήμης ή να χάνει τον χρόνο. Οι Schauer και Elbert (2010) αναφέρουν τα έξι στάδια απόκρισης που βιώνει το άτομο απέναντι σε κάποιο τραύμα:

Πάγωμα: Το αρχικό στάδιο αντίδρασης σε πιθανό κίνδυνο περιλαμβάνει το πάγωμα. Όπως ένα ελάφι που συλλαμβάνεται στους προβολείς, το πάγωμα περιλαμβάνει το αντανακλαστικό προσανατολισμού, ένα εγγενές ένστικτο που στρέφει τα αισθητήρια όργανα του ατόμου προς μια πηγή διέγερσης. Εδώ ο στόχος είναι να «σταματήσουμε, να δούμε και να ακούσουμε» με σκοπό να κατανοήσουμε καλύτερα την κατάσταση και να διαπιστώσουμε εάν υπάρχει όντως κάποια απειλή. Οι κόρες των ματιών διαστέλλονται καθώς το άτομο στρέφει το κεφάλι του προς τον ήχο ή το οπτικό ερέθισμα που προκάλεσε το ενδιαφέρον ή την ανησυχία του. Το πάγωμα συμβαίνει κυρίως κατά την προετοιμασία για δράση και έχει σύντομη διάρκεια.

Φυγή και Πάλη: Το δεύτερο και το τρίτο στάδιο διατηρούνται από το συμπαθητικό νευρικό σύστημα, το οποίο οδηγεί το άτομο σε κατάσταση φυγής ή πάλης. Αυτή η διαδικασία περιλαμβάνει τις αρχικές προσπάθειες για την αποφυγή του κινδύνου. Ωστόσο, εάν η αποφυγή του κινδύνου δεν καθίσταται δυνατή, το άτομο καταφεύγει στην πάλη. Το συμπαθητικό νευρικό σύστημα αυξάνει τη ροή του αίματος προς την καρδιά και τους μυς των χεριών και των ποδιών και η αναπνοή γίνεται ταχύτερη και βαθύτερη. Ταυτόχρονα, το δέρμα κρυώνει και διαταράσσεται η φυσιολογική λειτουργία της πέψης.

Έντονος φόβος: Το τέταρτο στάδιο πραγματώνεται όταν η αντίδραση πάλης ή φυγής δεν αποκαθιστά την ασφάλεια και τη σιγουριά. Όταν δεν υπάρχει διαφυγή, το άτομο καταλαμβάνεται από έντονο φόβο και βιώνει συμπτώματα όπως ζάλη, πανικό, ναυτία, μυρμήγκιασμα και μούδιασμα και έχει λιποθυμικές τάσεις. Σύμφωνα με τους Schauer και Elbert (2010), το στάδιο αυτό θεωρείται ότι έχει «διπλή αυτόνομη ενεργοποίηση» που παρατηρείται σε απότομες και ασύνδετες μεταξύ τους εναλλαγές δράσεων του συμπαθητικού και παρασυμπαθητικού νευρικού συστήματος. Σε αυτό το στάδιο παρατηρούνται τα αρχικά συμπτώματα της αποστασιοποίησης.

Εξουθένωση: Εάν η απειλητική κατάσταση δεν έχει ακόμα διευθετηθεί, ακολουθεί το πέμπτο στάδιο όπου το άτομο καταρρέει, αισθάνεται αδυναμία και απελπισία και σηματοδοτείται η λειτουργία της αποστασιοποίησης, η οποία εδράζεται στο παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα. Σε αυτή τη φάση, οι αντιδράσεις αποστασιοποίησης έχουν τον κυρίαρχο ρόλο. Οι εθελοντικές κινήσεις, συμπεριλαμβανομένης της ομιλίας, γίνονται πιο δύσκολες, οι ήχοι μοιάζουν να απομακρύνονται, θολώνει η όραση και κυριαρχεί το μούδιασμα. Ο καρδιακός ρυθμός και η αρτηριακή πίεση πέφτουν, μερικές φορές ταχέως, κάτι που σε ορισμένες περιπτώσεις οδηγεί στο έκτο στάδιο, τη λιποθυμία.

Λιποθυμία: Η λιποθυμική απόκριση φαίνεται να εξυπηρετεί διάφορους σκοπούς τόσο από μία εξελικτική προοπτική όσο και για λόγους αυτοσυντήρησης. Όταν το σώμα βρεθεί σε οριζόντια θέση η παροχή αίματος στον εγκέφαλο αυξάνεται. Επιπλέον, η λιποθυμία συνδέεται με την απέχθεια, μία συναισθηματική απόκριση που απορρίπτει τοξικά ή δηλητηριώδη υλικά. Σύμφωνα με τους Schauer και Elbert, η εμπειρία, ή ακόμα και η θέαση, τρομακτικών γεγονότων, όπως η σωματική ή σεξουαλική βία, μπορεί να προκαλέσει νευροκαρδιογενή συγκοπή (απορρύθμιση του πνευμονογαστρικού νεύρου) που συνοδεύεται από ναυτία, απώλεια ελέγχου του εντέρου, έμετο και λιποθυμία.

Τι συμβαίνει όταν το τραύμα βιώνεται ξανά


Η χρόνια, συνεχιζόμενη έκθεση σε κάποιο τραύμα, όπως στην περίπτωση επαναλαμβανόμενης παιδικής κακοποίησης, μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη Σύνθετης Διαταραχής Μετατραυματικού Στρες. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι επαναλαμβανόμενες εμπειρίες που προκαλούν φόβο ή αποστασιοποίηση εδραιώνονται βαθιά στο νευρικό σύστημα. Στην ενήλικη ζωή, τα αγχωτικά γεγονότα, ακόμη και αυτά που έχουν διαχωριστεί επαρκώς από τα αρχικά τραυματικά γεγονότα, μπορούν να προκαλέσουν αρκετά συμπτώματα της διαταραχής μετατραυματικού στρες. Εάν τα αρχικά τραυματικά γεγονότα οδήγησαν στην πρωταρχική αντίδραση πάλης ή φυγής, κάποιο γεγονός ενεργοποίησης μπορεί να προκαλέσει άγχος και υψηλή διέγερση. Αντίθετα, εάν η αντίδραση ήταν ο έντονος φόβος, η εξουθένωση ή η λιποθυμία, είναι πιο πιθανό να εμφανιστούν συμπτώματα αποστασιοποίησης τα οποία μπορεί να περιλαμβάνουν αισθήματα όπως έντονη συναισθηματική φόρτιση, θολότητα, κούραση, ζάλη, ναυτία ή μούδιασμα. Όταν το άτομο βιώνει σε επανάληψη τα αισθήματα αυτά μπορεί να χρειαστεί αρκετά λεπτά, ακόμη και ώρες, για να ανακάμψει.

Η επανεμφάνιση των συμπτωμάτων μπορεί να οδηγήσει σε εκ νέου τραυματισμό ακόμη και μέσα σε ένα θεραπευτικό περιβάλλον. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο οι θεραπευτές να κατανοούν την αποστασιοποίηση και να γνωρίζουν τον τρόπο με τον οποίο οι θεραπευτικές παρεμβάσεις πρέπει να τίθενται σε λειτουργία ώστε να δημιουργηθεί ένα ασφαλές θεραπευτικό περιβάλλον.

Απαραίτητα σημεία–κλειδιά για επιτυχημένη θεραπεία του μετατραυματικού στρες


Αξιολόγηση της αποστασιοποίησης: Κατά τη διάρκεια της θεραπευτικής διαδικασίας είναι απαραίτητη η λήψη ενός λεπτομερούς ιστορικού τραυμάτων. Με άλλα λόγια, η ενδελεχής αξιολόγηση καταστάσεων που μπορεί να έχουν προκαλέσει αντιδράσεις παγώματος, πάλης ή φυγής, αλλά και η αξιολόγηση καταστάσεων που μπορεί να έχουν προκαλέσει τα μεταγενέστερα στάδια απόκρισης, όπως ο έντονος φόβος, η εξουθένωση και η λιποθυμία. Επίσης, σημαντική είναι και η διαδικασία προσδιορισμού τρεχόντων γεγονότων που προκαλούν επανεμφάνιση τραυματικών αναμνήσεων, συναισθήματα υψηλής διέγερσης, όπως άγχος ή πανικό, και συμπτώματα χαμηλής διέγερσης, συμπεριλαμβανομένης της αποστασιοποίησης.

Επίγνωση του «παραθύρου ανοχής»: Το «παράθυρο ανοχής» αναπτύχθηκε από τον κλινικό ψυχίατρο Daniel Siegel και αναφέρεται σε μια βέλτιστη ζώνη διέγερσης του νευρικού συστήματος, όπου το άτομο είναι σε θέση να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στα συναισθήματά του. Όταν το άτομο βρίσκεται έξω από το παράθυρο ανοχής του, οδηγείται σε λειτουργία επιβίωσης. Όταν αισθάνεται άγχος, έντονη συναισθηματική φόρτιση ή πανικό αυτά αποτελούν ενδείξεις υπερδιέγερσης. Αντίθετα, η αίσθηση του ατόμου ότι «έχει κατεβάσει ρολά», το μούδιασμα ή η αποσύνδεση είναι ενδείξεις υποτονικότητας. Η εύρεση ενός θεραπευτή που ασχολείται ενεργά με την παρακολούθηση των πρώτων ενδεικτικών συμπτωμάτων αποστασιοποίησης σχετικά με τις αποκρίσεις φυγής, εξουθένωσης και λιποθυμίας είναι βαρύνουσας σημασίας.

Σωματοκεντρική θεραπευτική παρέμβαση: Είναι απαραίτητο η θεραπεία να βοηθήσει το άτομο να καλλιεργήσει μία προσεκτική αντίληψη του σώματός του εν μέσω της τραυματικής επεξεργασίας. Η αντίληψη των αισθήσεων του σώματος μπορεί να βοηθήσει το άτομο να ρυθμίσει τη συναισθηματική ένταση (δηλαδή να ανταποκρίνεται αποτελεσματικά) αναγνωρίζοντας λεπτά μηνύματα συναισθηματικής φόρτισης ή διακοπής εύρυθμης λειτουργίας του οργανισμού, συνδράμοντας έτσι στο να παραμείνει εντός των ορίων ανοχής του. Η αντίληψη του σώματος συμβάλλει θετικά στη διαδικασία της θεραπείας του τραύματος. Η εισαγωγή σωματικών θεραπευτικών παρεμβάσεων (με επίκεντρο, δηλαδή, το σώμα) κατά τη διάρκεια της θεραπευτικής πρακτικής μπορεί να βοηθήσει στη μείωση της πιθανότητας μιας αντίδρασης ακινητοποίησης.

Για παράδειγμα, μπορεί να αντενδείκνυται η χρήση τεχνικών χαλάρωσης όταν υπάρχουν συμπτώματα αποστασιοποίησης. Σε μια τέτοια φάση, η ενεργοποίηση που γίνεται μέσα από την κίνηση των χεριών και των ποδιών φέρνει στο προσκήνιο την κινητοποίηση ώστε να εμποδιστεί η ακινητοποίηση και έχει ως αποτέλεσμα το άτομο να παραμένει καθηλωμένο στην παρούσα στιγμή.

Διπλή αντίληψη: Η θεραπεία EMDR (Eye Movement Desensitization and Reprocessing, ελληνιστί: Απευαισθητοποίηση και Επανεπεξεργασία Μέσω Οφθαλμικών Κινήσεων) υπογραμμίζει ότι η αποκατάσταση των τραυμάτων είναι το αποτέλεσμα της έμφυτης ικανότητας του ατόμου να προσαρμόζεται στις αντιξοότητες και να επεξεργάζεται τα δύσκολα συμβάντα της ζωής.

Η διαδικασία αυτή βασίζεται στην ανάπτυξη μιας κατάστασης διπλής αντίληψης. Κάτι τέτοιο μπορεί να κατανοηθεί ως εξής: το άτομο έχει τη μισή προσοχή του στραμμένη στην παρούσα στιγμή και την άλλη μισή στραμμένη στην παρελθοντική στιγμή του τραύματος. Εάν εστιάσει με όλη του την προσοχή στα συναισθήματα, τις αισθήσεις και τις εικόνες του τραυματικού παρελθόντος, είναι πιο πιθανό να βιώσει έντονη συναισθηματική φόρτιση, να νιώσει ότι κατακλύζεται από το παρελθοντικό τραυματικό γεγονός και τα επακόλουθά του και να εκδηλώσει συμπτώματα αποστασιοποίησης.

Στη θεραπεία EMDR, η κατάσταση διπλής αντίληψης επιτυγχάνεται με τη χρήση διμερούς διέγερσης καθώς το άτομο εστιάζει σε μια εικόνα που σχετίζεται με το τραύμα. Η διπλή αντίληψη μπορεί να αυξηθεί περαιτέρω ενισχύοντας την αισθητηριακή αντίληψη της παρούσας στιγμής μέσω της χρήσης μιας διεγερτικής μυρωδιάς, όπως ένα αιθέριο έλαιο, μέσω της γεύσης, όπως η χρήση μιας τσίχλας με μέντα ή μέσω του ήχου, με τη μουσική.
 
Κοινωνική ενασχόληση: Το άτομο για να ρυθμίσει το αυτόνομο νευρικό του σύστημα, πρέπει να ενεργοποιήσει τον πιο πρόσφατα εξελιγμένο παρασυμπαθητικό κλάδο του πνευμονογαστρικού νεύρου που ονομάζεται «κοιλιακό πνευμονογαστρικό σύμπλεγμα» ή «κοινωνικό νευρικό σύστημα». Αυτό λειτουργεί ως ένα εξαιρετικά εξευγενισμένο φρένο στην ενεργοποίηση του συμπαθητικού και μπορεί να μεσολαβεί στο απότομο και πρωτόγονο «κατέβασμα ρολών» του παρασυμπαθητικού.
Το κοινωνικό νευρικό σύστημα αυξάνει την ικανότητα του ατόμου να ανταποκρίνεται αποτελεσματικά όταν αισθάνεται να κυριεύεται από άγχος ή να αποκόβεται με την κατάθλιψη. Το κοινωνικό νευρικό σύστημα ενεργοποιείται όταν το άτομο εστιάζει στην παρούσα στιγμή, αναπνέει βαθιά, και συνδέεται με αγάπη με άλλους ανθρώπους, ζώα ή με τον ίδιο του τον εαυτό μέσω της αυτοσυμπόνιας και της αυτοφροντίδας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου