Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2019

Βορέας: ο Θεός με τα πορφυρά φτερά

Βορέας: Ο Βορέας ήταν ο Θεός με τα πορφυρά φτερά, Θεός του βόρειου ανέμου, του χειμώνα, του χιονιού και του πάγου. Ήταν κάτω από τον έλεγχο του Αιόλου. Μετά το γάμο του με την Ορειθυία έγινε προστάτης της Αθήνας. Αυτός ο ψυχρός και σφοδρός Θεός διέλυσε τον Περσικό στόλο που επιτιθόταν στην πόλη. Ο αθάνατος αυτός είχε δύο πρόσωπα: ένα που κοιτούσε μπροστά κι ένα που κοιτούσε πίσω.

Ο Θεός Βορέας ήταν ο Θεός των παγωμένων βοριάδων που φυσούσαν τον χειμώνα. Ήταν αδερφός 3 άλλων Θεών των ανέμων, του Ζέφυρου, του Εύρου και του Νότου. Δεν κατοικούσε με τους Ολύμπιους Θεούς αλλά έμενε μόνος στο λευκό του παλάτι στην Θράκη και καθημερινά ταξίδευε πετώντας και χάριζε με την πνοή του τον άνεμο στους ανθρώπους.

Ήταν γιός της Ηούς (Αυγής) και του Αστρέα. Κατοικούσε στη Θράκη, άλλοτε στην οροσειρά του Αίμου, άλλοτε στο όρος Βόρας (καιμάκτσαλάν) και άλλοτε κάπου κοντά στον Στρυμόνα. Ως προσωποποίηση του βορείου ανέμου ήταν αδελφός του Ζέφυρου (δυτικού), του Εύρου (νοτιοανατολικού) και του Νότου (νότιου). Παρουσιάζονταν ως γενειοφόρος με φτερά στα χέρια και τα πόδια.

Η Ηω ήταν η Θεά της αυγής. Ήταν η κόρη των Τιτάνων Θεία και Υπερίων. Τα παιδιά της ήταν τα αστέρια και οι άνεμοι του πρωινού: ο Ζέφυρος, ο Βορέας, ο Νότος και ο Εύρος. Από την οικία της στο νησί της Αιαίας, στον ποταμό Ωκεανό, ανέβαινε στον ουρανό κάθε πρωί μέσα σε ένα χρυσό άρμα που ελκόταν από φτερωτά άλογα και διέλυε τη νυχτερινή καταχνιά με τη ρόδινη χάρη της. Αγαπούσε τη νιότη και εκτιμούσε ιδιαίτερα αυτούς που ασχολούνταν με το κυνήγι και τις πολεμικές συρράξεις. Οι Ρωμαίοι την ονόμαζαν Aurora.

Όπως διαφαίνεται σε κάθε καλοπροαίρετο ερευνητή της Ελληνικής Μυθολογίας, όλοι οι ελληνικοί μύθοι είναι αλληγορική και εκλαϊκευμένη αναφορά σε πρώιμες παρατηρήσεις. Και εν προκειμένω οι μύθοι της Ηούς το επιβεβαιώνουν. Το όνομά της ως «ηριγένεια θεά» (γεννημένη το πρωί) έχει την ίδια ετυμολογία με την λατινική Aurora, απόγονη του Υπερίονα, (εκείνου που πορεύεται πάνω από τη Γη) και της «Ευρυφάεσσας» (η διαχέουσα τη λάμψη της μακριά) ή της «Θείας» (η τρέχουσα στον ουρανό) και οι συγγένειές της με τον Ήλιο, τη Σελήνη, τον Φαέθοντα, τον αρχαίο Εωσφόρο που ως πτερωτός «δαίμων» προηγείται του άρματος του Ηλίου, αλλά και τα επίθετά της, ομολογούν την ταύτισή της με την ανθρωπόμορφη ιδεατή αντίληψη της αυγής.

«Ροδοδάκτυλος» και «χρυσοδάκτυλος» είναι οι πρώτες ακτίνες του Ηλιου, χρυσόθρονος, χρυσήνιος, κροκόπεπλος, τα πρώτα χρώματα του ουρανού λίγο πριν τη ανατολή του Ήλιου. Αλλά και το «ερωτόληπτον» των μύθων της σε συνδυασμό με τη βραχεία απόλαυση παντός ωραίου τον οποίον αγάπησε δεν ξεφεύγει της πραγματικότητας. Οι ήρωες και οι κυνηγοί που φεύγουν από τα «άγρια χαράματα», που θα λέγαμε σήμερα, στους μύθους φαίνονται να απάγονται από τη θεά και να ερωτοτροπούν μ΄ αυτή! Ενώ εκείνη συνεχίζει μέχρι σήμερα να σκορπά γύρω της την παρατηρούμενη πρωινή δρόσο και θα συνεχίζει.

Η Ηώς εικονίζεται στην τέχνη ως μία ωραιότατη νέα, άλλοτε με φτερά και άλλοτε πάνω σε χρυσό άρμα που το σέρνουν άσπρα άλογα, να ραίνει τη Γη με δροσιά. Στις παραστάσεις που σώζονται (αγγεία κυρίως) εμφανίζεται να έχει φτερά, κάτι που είναι λογικό, ως Θεότητα που ακολουθεί τον Ήλιο και ταξιδεύει στον ουρανό.

ΒΟΡΕΑΣ & ΩΡΕΙΘΥΙΑ
Μια μέρα που ο Θεός πετούσε έξω από το ψηλό παλάτι του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα, είδε από ένα παράθυρο μια πανέμορφη κοπέλα που χτενιζόταν και κοιτούσε θλιμμένη τον ορίζοντα. Η κοπέλα αυτή ήταν η Ωρείθυια, η μικρότερη κόρη του βασιλιά της Αθήνας. Η νεαρή κοπέλα ήταν θλιμμένη γιατί ο πατέρας της αποφάσισε να μην την παντρέψει ποτέ για να τον φροντίσει όταν θα γεράσει αρκετά και θα είναι ανήμπορος. Για αυτό το λόγο της απαγόρευσε να βγαίνει από το παλάτι – φοβούμενος μήπως ερωτευτεί κάποιο νέο – και την έκλεισε σε ένα από τα πιο ψηλά δωμάτια του παλατιού.

Όταν ο Βορέας είδε την κοπέλα την ερωτεύτηκε αμέσως τόσο πολύ που αποφάσισε να παρουσιαστεί μπροστά στον πατέρα της για να του ζητήσει το χέρι της. Ο Ερεχθέας προσποιήθηκε πως χάρηκε πολύ που ένας Θεός θέλησε να παντρευτεί την κόρη του όμως στην ουσία δεν ήθελε να αποχωριστεί την Ωρείθυια. Σκεπτόμενος όμως την οργή του Θεού σε μια αρνητική απάντηση του αλλά και στην προσπάθεια να κερδίσει λίγο χρόνο, δέχθηκε την πρόταση του Βορέα με τον όρο να έρθει πάλι σε ένα μήνα για να προετοιμάσει την κόρη του για τον γάμο. Σ’ αυτό το διάστημα ο Βορέας επισκεπτόταν την κοπέλα η οποία τον ερωτεύτηκε τόσο πολύ, όσο την είχε ερωτευτεί εκείνος, κι ανυπομονούσε να περάσει ο καιρός για να γίνει ο γάμος. Όταν πέρασε ο ένας μήνας που είχε ορίσει ο Ερεχθέας, ο Βορέας παρουσιάστηκε ξανά στον βασιλιά για να ζητήσει την Ωρείθυια.

Όμως, έλαβε μια ακόμη αναβολή από τον Ερεχθέα κι όταν αυτή έληξε έλαβε κι άλλη κι άλλη. Ο Βορέας τότε κατάλαβε πως ο Ερεχθέας δεν είχε σκοπό να του δώσει την κόρη του και θύμωσε τόσο πολύ με την συμπεριφορά του που αποφάσισε να κλέψει την κοπέλα προκειμένου να την παντρευτεί. Ένας πολύ δυνατός άνεμος φύσηξε στο παλάτι του βασιλιά κι ο Βορέας μπήκε μέσα πετώντας γρήγορα, κατευθυνόμενος προς το δωμάτιο της αγαπημένης του. Γρήγορα την πήρε από το χέρι κι έφυγε μαζί της μακριά, κατευθυνόμενος προς την Θράκη και το παλάτι του.

Ο Βορέας κι η Ωρείθυια -η οποία έγινε αθάνατη όπως ήταν ο άνδρας της- παντρεύτηκαν κι έζησαν ευτυχισμένοι στο παλάτι τους στην Θράκη κι απέκτησαν πολλά παιδιά. Το ζευγάρι απέκτησε δίδυμους γιους, τους δυο Βορεάδες Αργοναύτες, τον Ζήτη και τον Κάλαϊ (τα δύο αυτά αδέρφια μάλιστα συντρόφευσαν τον Ιάσονα στην Αργοναυτική Εκστρατεία και τον βοήθησαν να εκδιώξει τις Άρπυϊες που ταλαιπωρούσαν τον Φινέα) καθώς και τους Αίμο, το Βούτη, το Λυκούργο, δύο κόρες, τη Χιόνη (θεά του χιονιού και μητέρα του Εύμολπου από τον Ποσειδώνα) και την Κλεοπάτρα (γυναίκα του Φινέα και μητέρα του Πλέξιπου και του Πανδίωνα).

Η αρπαγή της από τον Βορέα έγινε θέμα πολλών αγγειογράφων και ενέπνευσε τον Σοφοκλή και τον Αισχύλο να γράψουν σχετικά δράματα, από τα οποία όμως δεν σώζονται παρά μερικά αποσπάσματα. Ο Αισχύλος έγραψε ένα σατυρικό δράμα σχετικά με το περιστατικό, την «Ωρείθυια», το οποίο έχει χαθεί. Ο Πλάτων αναφέρει κάπως ειρωνικά ότι ίσως υπάρχει μία λογική εξήγηση της ιστορίας: η Ωρείθυια μπορεί να έπεσε και να σκοτώθηκε στα βράχια του Ιλισού όταν φύσηξε μια δυνατή ριπή βοριά, και έτσι να ειπώθηκε ότι «την πήρε ο Βορέας». Προσθέτει και μια άλλη εκδοχή, κατά την οποία η αρπαγή της Ωρειθυίας έγινε όχι στον Ιλισό αλλά στον Άρειο Πάγο.

Το σχετικό χωρίο: (Νεοελληνική απόδοση)
Φαίδρος- Για πες μου, Σωκράτη, δε λέει μια παράδοση πως κάπου από δω βέβαια,
από τον Ιλισό ο Βορέας άρπαξε την Ωρείθυια;
Σωκράτης- Ναι, το λέει η παράδοση.
– Λοιπόν, σίγουρα από δω; Και δες, το ρυάκι φαίνεται να κυλά με τα
χαριτωμένα και καθαρά και διάφανα νερά, ότι πρέπει να παίζουν
οι κορασιές στις όχθες του.
– Όχι, αλλά παρακάτω, περίπου δύο ή τρεις σταδίους, εκεί απ΄
όπου περνάμε στο ναό της Άγρας· μάλιστα κάπου εκεί βρίσκεται κι
ένας βωμός του Βορέα.
Φαίδρος- Δεν το συγκρατώ στο νού μου και πολύ καλά· αλλά, για
τ΄ όνομα του Δία πες μου, Σωκράτη, εσύ έχεις πειστεί ότι αυτό το μυθολόγημα
είναι αληθινό;
Σωκράτης- Αλλά, αν δεν του έδινα πίστη, όπως κάνουν οι σοφοί,
δε θα΄ κανα τίποτε το παράλογο· μάλιστα, επιστρατεύοντας σοφιστικά
επιχειρήματα θα ισχυριζόμουν ότι το φύσημα του Βοριά έσπρωξε την
Ωρείθυια, την ώρα που η κόρη έπαιζε μαζί με τη Φαρμακεία, πάνω
στους κοντινούς βράχους, κι αφού βρήκε το θάνατο μ΄ αυτό τον τρόπο,
είπαν ότι αρπάχτηκε από τον Βορέα και πάει ή από την περιοχή του
Αρείου Πάγου· γιατί ακούστηκε και αυτό…
Εγώ όμως δε διαθέτω γι΄ αυτό ελεύθερο χρόνο, ούτε στιγμή·

Όταν η Θεά Δήμητρα έχασε την Περσεφόνη
Κατά τη νεότητά της η Περσεφόνη ήταν κρυμμένη μακριά από τους Θεούς από τη μητέρα της Δήμητρα, αλλά ο Δίας βρήκε το κρησφύγετο της και την αποπλάνησε με τη μορφή ερπετού. Ο Δίας την έταξε έπειτα στον Άδη ως νύφη του και έτσι ο καταχθόνιος Θεός την απήγαγε στους κάμπους της Σικελίας και τη μετέφερε στα σκοτεινά του βασίλεια. Η μητέρα της, η Θεά Δήμητρα ήταν απελπισμένη εξαιτίας της εξαφάνισής της και έψαξε τον κόσμο για την άφαντη κόρη της με την Εκάτη στο πλευρό της. Όταν ανακάλυψε την τοποθεσία που βρισκόταν και έμαθε για τη συμμετοχή του Δία στην απαγωγή της, η Θεά οργισμένη αρνήθηκε να αφήσει τις σοδειές να μεγαλώσουν έως ότου η κόρη της επιστρεφόταν σε αυτή. Ο Δίας συναίνεσε, αλλά αφού η Περσεφόνη είχε ήδη γευτεί το φαγητό του Άδη -μία χούφτα σπόρους ροδιού- ήταν υποχρεωμένη να περνά μέρος του χρόνου, τον χειμώνα, με τον σύζυγό της στον κάτω κόσμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου