Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Εἰρήνη (868-921)

ΟΙ. ἡ παῖς λέλουται καὶ τὰ τῆς πυγῆς καλά·
ὁ πλακοῦς πέπεπται, σησαμῆ ξυμπλάττεται,
870 καὶ τἄλλ᾽ ἁπαξάπαντα· τοῦ πέους δὲ δεῖ.
ΤΡ. ἴθι νυν ἀποδῶμεν τήνδε τὴν Θεωρίαν
ἁνύσαντε τῇ βουλῇ. ΟΙ. τίς αὑτηί; τί φῄς;
ΤΡ. αὑτὴ Θεωρία ᾽στίν, ἣν ἡμεῖς ποτε
ἐπαίομεν Βραυρωνάδ᾽ ὑποπεπωκότες,
875 σάφ᾽ ἴσθι, κἀλήφθη γε μόλις. ΟΙ. ὦ δέσποτα,
ὅσην ἔχει τὴν πρωκτοπεντετηρίδα.
ΤΡ. εἶἑν· τίς ἐσθ᾽ ὑμῶν δίκαιος, τίς ποτε;
τίς διαφυλάξει τήνδε τῇ βουλῇ λαβών;
οὗτος, τί περιγράφεις; ΟΙ. τὸ δεῖν᾽, εἰς Ἴσθμια
880 σκηνὴν ἐμαυτοῦ τῷ πέει καταλαμβάνω.
ΤΡ. οὔπω λέγεθ᾽ ὑμεῖς τίς ὁ φυλάξων; δεῦρο σύ·
καταθήσομαι γὰρ αὐτὸς εἰς μέσους ‹σ᾽› ἄγων.
ΟΙ. ἐκεινοσὶ νεύει. ΤΡ. τίς; ΟΙ. ὅστις; Ἀριφράδης,
ἄγειν παρ᾽ αὐτὸν ἀντιβολῶν. ΤΡ. ἀλλ᾽, ὦ μέλε,
885 τὸν ζωμὸν αὐτῆς προσπεσὼν ἐκλάψεται.
ἄγε δὴ σὺ κατάθου πρῶτα τὰ σκεύη χαμαί.
βουλή, πρυτάνεις, ὁρᾶτε τὴν Θεωρίαν.
σκέψασθ᾽ ὅσ᾽ ὑμῖν ἀγαθὰ παραδώσω φέρων,
ὥστ᾽ εὐθέως ἄραντας ὑμᾶς τὼ σκέλει
890 ταύτης μετεώρω κᾆτ᾽ ἀγαγεῖν ἀνάρρυσιν.
τουτὶ δ᾽ ὁρᾶτε τοὐπτάνιον. ΟΙ. οἴμ᾽ ὡς καλόν.
διὰ ταῦτα καὶ κεκάπνικεν ἆρ᾽· ἐνταῦθα γὰρ
πρὸ τοῦ πολέμου τὰ λάσανα τῇ βουλῇ ποτ᾽ ἦν.
ΤΡ. ἔπειτ᾽ ἀγῶνά γ᾽ εὐθὺς ἐξέσται ποεῖν
895 ταύτην ἔχουσιν αὔριον καλὸν πάνυ,
896a [ἐπὶ γῆς παλαίειν, τετραποδηδὸν ἑστάναι,]
896b πλαγίαν καταβάλλειν, εἰς γόνατα κῦβδ᾽ ἱστάναι,
καὶ παγκράτιόν γ᾽ ὑπαλειψαμένοις νεανικῶς
παίειν, ὀρύττειν, πὺξ ὁμοῦ καὶ τῷ πέει·
τρίτῃ δὲ μετὰ ταῦθ᾽ ἱπποδρομίαν ἄξετε,
900 ἵνα δὴ κέλης κέλητα παρακελητιεῖ,
ἅρματα δ᾽ ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ἀνατετραμμένα
φυσῶντα καὶ πνέοντα προσκινήσεται·
ἕτεροι δὲ κείσονταί γ᾽ ἀπεψωλημένοι
περὶ ταῖσι καμπαῖς ἡνίοχοι πεπτωκότες.
905 ἀλλ᾽, ὦ πρυτάνεις, δέχεσθε τὴν Θεωρίαν.
θέασ᾽ ὡς προθύμως ὁ πρύτανις παρεδέξατο.
ἀλλ᾽ οὐκ ἄν, εἴ τι προῖκα προσαγαγεῖν σ᾽ ἔδει,
ἀλλ᾽ ηὗρον ἄν σ᾽ ὑπέχοντα τὴν ἐκεχειρίαν.

ΧΟ. ἦ χρηστὸς ἀνὴρ πολί- [ἀντ.]
910 της ἐστὶν ἅπασιν ὅσ-
τις γ᾽ ἐστὶ τοιοῦτος.
ΤΡ. ὅταν τρυγᾶτ᾽, εἴσεσθε πολλῷ μᾶλλον οἷός εἰμι.
ΧΟ. καὶ νῦν σύ γε δῆλος εἶ·
σωτὴρ γὰρ ἅπασιν ἀν-
915 θρώποις γεγένησαι.
ΤΡ. φήσεις ‹γ᾽›, ἐπειδὰν ἐκπίῃς οἴνου νέου λεπαστήν.
ΧΟ. καὶ πλήν γε τῶν θεῶν ἀεί σ᾽ ἡγησόμεσθα πρῶτον.
ΤΡ. πολλῶν γὰρ ὑμῖν ἄξιος
Τρυγαῖος Ἁθμονεὺς ἐγώ,
δεινῶν ἀπαλλάξας πόνων
920 τὸν δημότην ὅμιλον,
καὶ τὸν γεωργικὸν λεὼν
Ὑπέρβολόν τε παύσας.

***
ΥΠΗ., ξαναγυρίζοντας.
Πλυμένη η νύφη μπρος και πίσω· η πίτα
ψήθηκε· πλάθουν σουσαμάτα και όλα
870 που πρέπει· το γαμπρό προσμένει τώρα.
ΤΡΥ. Μπρος τότε, τη Θεωρία να παραδώσω
στη βουλή. ΥΠΗ. Ποιά είναι τούτη; Πώς την είπες;
ΤΡΥ. Είν᾽ η Θεωρία· τα τύμπανα βαρώντας
τη σέρναμε, παλιά, για τη Βραυρώνα,
μισοπιωμένοι· μη θαρρείς πως ήταν
εύκολο να την πιάσω. ΥΠΗ. Βρε καπούλια
για πεντάχρονο, αφέντη, πανηγύρι!
ΤΡΥ. Καλά. (Στους θεατές.) Ποιός από σας μπορεί, αλλά τίμια,
για τη βουλή να τη φυλάξει τούτη;
Στον υπηρέτη, που κάνει κάτι χειρονομίες.
Τί κύκλους γράφεις; ΥΠΗ. Να, … στο πανηγύρι
του Ισθμού θα πάω, και χρειάζομαι μια τέντα
880 για τούτη εδώ. ΤΡΥ. Λοιπόν, θα πει ποιός θέλει
να τη φυλάξει; Για έλα δω, κοπέλα·
στη μέση τους θα πάω και θα σε στήσω.
ΥΠΗ., δείχνοντας ένα θεατή.
Νά, εκείνος γνέφει. ΤΡΥ. Ποιός; ΥΠΗ. Νά, ο Αριφράδης·
παρακαλεί να του την πάμε. ΤΡΥ. Αλί μας·
θα της ρουφήξει το ζουμί ως τον πάτο.
Την ξεσκεπάζει.
Για πέτα αυτά. Νά, στέκει η Θεωρία,
βουλευτές και πρυτάνηδες, μπροστά σας.
Σκεφτείτε τί αγαθά σας παραδίνω.
Κι ευθύς αν της σηκώσετε τα σκέλια,
890 μπορεί η σπονδή για τη γιορτή να γίνει.
Να εδώ η φουφού. ΥΠΗ. Τι ωραία! Καπνιά έχει πιάσει·
εδώ η βουλή πριν απ᾽ τον πόλεμο είχε
την πυροστιά της. ΤΡΥ. Έπειτα μπορείτε
να κάνετε αγωνίσματα, αύριο κιόλας·
πάλη του εδάφους, κα τετράσκελη άλλη,
κλίση στο πλάι, σκυφτή γονυκλισία,
και, για παγκράτιο, άλειμμα με λάδι,
τράκο γερό και ψάξιμο μες στα όλα
με τη γροθιά και με άλλο κάτι· τέλος,
ιπποδρομίες την τρίτη μέρα· τα άτια
900 θα ξεπερνούνε τότε το ᾽να τ᾽ άλλο,
κουλουριασμένα ανάποδα τ᾽ αμάξια
θ᾽ αγκομαχούν, θα σμίγουν, θα κολλάνε,
κι άλλοι αμαξάδες, στις στροφές πεσμένοι,
θα μουρμουρίζουν «δεν αντέχω πια άλλο».
Πρυτάνηδες, νά, πάρτε τη Θεωρία.
Τι πρόθυμα που ο πρύτανης την πήρε!
Για κάποια υποθεσούλα αν σου μιλούσα
να τη δεχτείς και μ᾽ άδεια ερχόμουν χέρια,
θα ᾽λεγες: «Δεν μπορούμε· διακοπές!».

910 ΧΟΡ. Τί λαμπρός,
τί πολύτιμος για όλους βοηθός
ένας τέτοιος πολίτης!
ΤΡΥ. Σα θα τρυγάτε, πιο καλά θα νιώσετε τί αξίζω.
ΧΟΡ. Μα και τώρα είναι φως φανερό·
ω, του κόσμου είσ᾽ εσύ
ο σωτήρας, μεγάλος σωτήρας, αλήθεια.
ΤΡΥ. Και τί θα πεις, το νιο κρασί σαν πιεις με την κανάτα;
ΧΟΡ. Θα πω: μετά από τους θεούς πρώτο έχω τον Τρυγαίο.
ΤΡΥ. Και θα ᾽χεις δίκιο να το πεις·
ναι, ο Αθμονέας Τρυγαίος εγώ
από δεινά και βάσανα
και το δημότη το φτωχό
920 και τον ξωμάχο γλίτωσα,
και τον Υπέρβολο έβαλα
πέρα στην άκρη.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου