Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2019

Ο Αριστοτέλης και η εκπλήρωση προσδοκίας ως εγγύηση φιλίας

Το δεδομένο της ωφέλειας που λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος στις σχέσεις των ανθρώπων δεν είναι τίποτε άλλο από την προσδοκία της ισότιμης ανταλλαγής, που θα εξισορροπήσει τη δυναμική των διασυνδέσεων. Δεν μπορεί να υπάρξει σχέση ανάμεσα σε κάποιον που μόνο παίρνει και σε κάποιον που μόνο δίνει. Μια τέτοια εκδοχή είναι μοιραίο να επιφέρει παράπονα.
 
Η ολική δυσαρέσκεια που θα προκύψει (σχεδόν νομοτελειακά) θα διακόψει τις επαφές: «Όπως έχουμε ήδη πει, σε όλα τα είδη φιλίας ανάμεσα σε ανόμοιους ανθρώπους ισότητα δημιουργεί μεταξύ των δύο πλευρών και διασώζει τη φιλία η αναλογία στα ανταλλασσόμενα μεταξύ τους πράγματα» (1163b 1, 34-35).
 
Η λαϊκή ρήση που θέλει τους καλούς λογαριασμούς να κάνουν τους καλούς φίλους φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τον Αριστοτέλη, αφού οι ανόμοιοι σε αξία άνθρωποι συσχετίζονται μόνο στη βάση της ισάξιας προσφοράς του ενός προς τον άλλο: «Στη φιλία π.χ. που γεννιέται μεταξύ των συμπολιτών: ο παπουτσής παίρνει για τα παπούτσια που έφτιαξε την αμοιβή που του αξίζει· το ίδιο και ο υφαντής και όλοι οι άλλοι. Εδώ όμως έχει προβλεφθεί σαν κοινό υποχρεωτικό μέτρο το νόμισμα: όλα γίνονται σε αναφορά προς αυτό και με αυτό μετριούνται» (1163b 1, 36-37 και 1164a 1-3).
 
Οι καθημερινές δοσοληψίες της αγοράς αποτελούν ξεκάθαρη συνάφεια των ανθρώπων που αλληλοεξαρτώνται, ώστε να επιτευχθεί η αυτάρκεια όλων στο πλαίσιο της πόλης. Η εξασφάλιση της αυτάρκειας αποτελεί κύριο στοιχείο για τη συνύπαρξη που μέσω αυτής επιδιώκει την επίτευξη της ευτυχίας. Από αυτή την άποψη, οι συναλλαγές με τον παπουτσή ή το χασάπη αποτελούν μορφή φιλίας με την έννοια της επαφής που αποδίδει όφελος και στα δύο μέρη.
 
Η επαφή αυτή, για να συνεχιστεί, πρέπει διαρκώς να εκπληρώνει αυτό που υπόσχεται, δηλαδή την παροχή ποιοτικών προϊόντων σε απόλυτη αναλογία με την τιμή τους από τη μία πλευρά και την εξόφλησή τους με χρήμα από την άλλη. Αν η ποιότητα του παπουτσιού δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του αγοραστή ή αν ο αγοραστής δεν εξοφλεί το χρέος του, η σχέση είναι αδύνατο να συνεχιστεί.
 
Βεβαίως, στην περίπτωση αυτή η συνέχεια της σχέσης έχει να κάνει μόνο με τη διαρκή εξισορρόπηση της αναλογίας παπούτσια-χρήμα κι όχι με την αξία των συνδιαλεγόμενων ως προσωπικοτήτων. Η εκπλήρωση των προσδοκιών και από τα δύο μέρη είναι το μόνο που ενδιαφέρει. Το χρήμα και ο μόχθος που θα καταβληθούν είναι οι εγγυητές της ισοτιμίας και η μετατροπή αυτή των ανταλλασσόμενων αξιών (κόπου και χρήματος) πρέπει να γίνεται με βάση τη δικαιοσύνη. (Οι όροι που θα συμβεί αυτό επεξηγούνται από τον Αριστοτέλη στο πρώτο βιβλίο από τα «Πολιτικά»).

Τα πράγματα περιπλέκονται, όταν η αποτίμηση της ισάξιας προσφοράς και από τα δύο μέρη είναι δύσκολο να συμβεί: «στην ερωτική όμως φιλία άλλοτε παραπονιέται ο εραστής ότι, ενώ προσφέρει υπερβολική αγάπη δεν εισπράττει ως αντάλλαγμα ανάλογη αγάπη (μολονότι δε λείπουν και οι περιπτώσεις που δεν έχει τίποτε το αξιαγάπητο) και, από την άλλη μεριά, ο αγαπημένος παραπονιέται ότι, ενώ πρώτα ο εραστής του τού υποσχόταν τα πάντα, τώρα δεν εκτελεί τίποτε από όλα αυτά» (1164a 1, 3-7).
 
Σε τέτοιου είδους περιπτώσεις όπου η ανταλλαγή είναι πολυπλοκότερη (δεν αποτιμάται με την ευκολία της κοστολόγησης των παπουτσιών), αυτό που μένει είναι η συναισθηματική είσπραξη του καθενός, ανάλογα με το πόσο έχει επενδύσει στη σχέση. Σε τελική ανάλυση, πρόκειται και πάλι για αποτίμηση προσδοκίας σε κάποιο όφελος, όπου διερευνάται το κατά πόσο έχει εκπληρωθεί: «Όλα αυτά συμβαίνουν όταν ο εραστής αγαπάει τον αγαπημένο του για την ηδονή και εκείνος τον εραστή του για το όφελος και τα δύο αυτά στοιχεία δεν υπάρχουν στους δυο τους: αφού η φιλία τους βασιζόταν σ’ αυτά, η φιλία αυτή διαλύεται, όταν δεν εκπληρώνονται αυτά που ήταν ο σκοπός της φιλικής τους σχέσης· γιατί ο καθένας από τους δύο δεν αγαπούσε και δεν έκανε φίλο του τον άλλο γι’ αυτό που ήταν, αλλά για τις ιδιότητες που είχε, ιδιότητες όμως που δεν έχουν μονιμότητα και διάρκεια…» (1164a 1, 7-13).
 
Εν τέλει, όλες οι παρεξηγήσεις αφορούν την προσδοκώμενη ωφέλεια του καθενός, που άλλα υπολόγιζε κι άλλα βρήκε, δηλαδή που δεν εισέπραξε αυτά που επιθυμούσε: «Διενέξεις δημιουργούνται μεταξύ αυτών των φίλων όταν ο καθένας τους παίρνει από τη φιλία τους κάτι διαφορετικό και όχι αυτό που επιθυμεί· γιατί είναι σαν να μην παίρνει τίποτε, όταν δεν παίρνει αυτό που επιθυμεί…» (1164a 1, 15-17).
 
Το ερώτημα που προκύπτει, ιδίως στις σχέσεις όπου ανταλλάσσονται αξίες ασαφούς προσδιορισμού, δηλαδή μη μετρήσιμου με όρους ξεκάθαρα αντικειμενικούς (όπως στην περίπτωση των εραστών), αφορά το πρόσωπο που δικαιούται να καθορίσει την αξία, ώστε να προσδιοριστεί με σαφήνεια ποιος αδικείται από το να μην εισπράττει το όφελος που του αξίζει. Με άλλα λόγια, ποιος έχει το δικαίωμα να αποτιμήσει το ύψος της προσδοκίας, ώστε να διαπιστωθεί αν πράγματι εκπληρώθηκε ή όχι: «Τίνος όμως δουλειά είναι να καθορίσει την αξία; Αυτού που δίνει ή αυτού που παίρνει;» (1164a 1, 25-26).
 
Ως παράδειγμα επικαλείται τον Πρωταγόρα: «Γιατί αυτός που δίνει μοιάζει να αφήνει αυτό το πράγμα στον άλλο – κάτι που λένε ότι έκανε ο Πρωταγόρας· όταν, δηλαδή, δίδασκε σε κάποιον κάτι –ό,τι κι αν ήταν αυτό–, σύστηνε στο μαθητή του να εκτιμήσει αυτός την αξία αυτών που είχε μάθει, κι έπαιρνε τόσα» (1164a 1, 26-29). Άλλοι πάλι πιστεύουν ότι η αποτίμηση της αξίας πρέπει να είναι προσυμφωνημένη: «Σ’ αυτού όμως του είδους τις περιπτώσεις κάποιοι προτιμούν να ακολουθούν “στον καθένα η αμοιβή που συμφωνήθηκε”» (1164a 1, 30).
 
Η περίπτωση της είσπραξης πριν από την προσφορά της υπηρεσίας κρίνεται επίφοβη, αφού και πάλι μπορεί να προκαλέσει διενέξεις: «Αυτοί που παίρνουν από πριν τα χρήματα και ύστερα, λόγω των υπερβολικών τους υποσχέσεων, δεν κάνουν τίποτε από αυτά που επαγγέλθηκαν, είναι φυσικό να ξεσηκώνουν σε βάρος τους παράπονα, αφού δεν εκτελούν αυτά που συμφώνησαν» (1164a 1, 31-34).

Από κει και πέρα, σε περιπτώσεις όπου το όφελος δεν είναι αυστηρά προκαθορισμένο, επειδή δεν μπορεί διατυπωθεί επακριβώς (όπως στις σχέσεις των εραστών), ο καθένας θα λειτουργήσει ανάλογα με την ευχαρίστηση που εισπράττει ή τη δυσαρέσκεια. Το ότι η ερωτική σχέση δεν έχει την ευδιάκριτα ωφελιμιστική οπτική των τυπικών συναλλαγών, δε σημαίνει ότι απαλλάσσεται από τη διεκδίκηση της ωφέλειας. Το συναίσθημα που αντλείται ή το αίσθημα της ασφάλειας και της πληρότητας είναι η είσπραξη των συμμετεχόντων, κι όταν αυτά παύουν να εκπληρώνονται, οι διενέξεις θα οδηγήσουν στη διάλυση.
 
Σε κάθε περίπτωση, οι συνάφειες των ανθρώπων πρέπει να καθορίζονται από το όφελος που θα διεκδικήσουν όλες οι πλευρές. Το μονόπλευρο όφελος σε μία σχέση είναι η αδικία, που θα λειτουργήσει διασπαστικά. Και φυσικά, όλα αυτά αφορούν τις σχέσεις των ελεύθερων ανθρώπων. Γιατί οι δούλοι δεν έχουν δικαίωμα συμμετοχής στην ωφέλεια: «Όπου κάνει κανείς προσφορές με τη συμφωνία για κάποια ανταπόδοση, είναι ασφαλώς προτιμότερο η ανταπόδοση να γίνεται με έναν τρόπο που να τον βρίσκουν σωστό και οι δύο πλευρές» (1146b 1, 7-9).
 
Κι αν αυτό δεν είναι εφικτό, είναι προτιμότερο να έχει το προβάδισμα αυτός που δέχεται την προσφορά κι όχι αυτός που τη δίνει: «αν αυτό δεν είναι δυνατό, τότε θα φαινόταν όχι μόνο αναγκαίο, αλλά και δίκαιο, να ορίσει την αξία της προσφοράς αυτός που τη δέχτηκε» (1146b 1, 9-11).
 
Εξάλλου, αυτός είναι και ο τρόπος που λειτουργεί η αγορά. Ο παπουτσής που θα τιμολογήσει αστρονομικά τα παπούτσια του προφανώς δε θα τα πουλήσει. Πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη του τις τιμές της αγοράς και να προσαρμοστεί σ’ αυτές. Και οι τιμές της αγοράς είναι αλληλένδετες με τις προτεραιότητες και την οικονομική δυνατότητα των αγοραστών.
 
Αντιλαμβανόμενοι ότι οι φιλίες που σχετίζονται με την ωφέλεια έχουν να κάνουν πρωτίστως με την ισότιμη ανταπόδοση αυτών που λαμβάνει κανείς, καθίσταται σαφές ότι οι σχέσεις που ορίζονται από την αρετή, δηλαδή το ανώτερο είδος φιλίας, αν και δεν απαλλάσσονται από την ωφέλεια, δεν την προσμετρούν με τον ίδιο αυστηρά μελετημένο τρόπο: «Η φιλία που συνάπτεται για το όφελος δίνει ένα πλήθος από αφορμές για παράπονα· γιατί, καθώς η σχέση των δύο φίλων βασίζεται στο όφελος, ο καθένας τους απαιτεί πάντοτε το μεγαλύτερο μερτικό και θεωρεί ότι παίρνει λιγότερα από αυτά που θα έπρεπε, με αποτέλεσμα να κατηγορούν ο ένας τον άλλο ότι δεν παίρνουν όσα αξιώνουν, μολονότι τα αξίζουν. Αυτοί όμως που κάνουν καλό, δεν μπορούν να παρέχουν σ’ αυτούς που δέχονται το καλό τόσα όσα αυτοί αξιώνουν» (1162b 13, 18-24).
 
Και βέβαια, όταν κάποιος κάνει το καλό, εννοείται ότι ασκεί την αρετή. Ο Αριστοτέλης θα επαναδιατυπώσει την άποψη: «… αυτοί που δίνουν επειδή απλώς ο ένας θέλει το καλό του άλλου είναι, όπως το είπαμε ήδη, απαλλαγμένοι από παράπονα και κατηγόριες (αυτή είναι η φιλία που βασίζεται στην αρετή) και η ανταπόδοση πρέπει να γίνεται στη βάση των προθέσεων και των επιλογών τους (αυτές αποτελούν το κύριο χαρακτηριστικό του φίλου και της αρετής)» (1146a 1, 40 και 1146b 1, 1-3).

Οι γνήσιοι φίλοι δεν έχουν ανάγκη με μετρήσουν την ωφέλεια που μπορεί να προσφέρει ο ένας στον άλλο στη βάση της καθημερινής συναλλαγής. Δε θα υπολογίσουν, δηλαδή, αν το δώρο που έκανε ο ένας ήταν ακριβότερο από εκείνο που έκανε ο άλλος. Οι ωφέλειες αυτού του είδους δεν έχουν κανένα νόημα μπροστά στην ανεκτίμητη αμοιβαία ωφέλεια της αληθινής φιλίας που προσφέρει ο ένας στον άλλο. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι θα κάνει δώρα ή κεράσματα μόνο ο ένας και ποτέ ο άλλος, αφού μια τέτοια σχέση τείνει προς την εκμετάλλευση. Το αντάλλαγμα του γνήσιου φίλου δε χρειάζεται να είναι ισόποσο, αλλά ανάλογο των δυνατοτήτων του. Εξάλλου, και μόνο η πρόθεση είναι αρκετή.
 
Με τον ίδιο τρόπο αποτιμάται και η προσφορά της φιλοσοφίας, που ασφαλώς είναι επίσης αλληλένδετη με την αρετή: «Έτσι είναι αρμόζον να γίνονται τα πράγματα και μεταξύ αυτών που συνδέονται μεταξύ τους στο χώρο της φιλοσοφίας· γιατί εδώ η αξία της προσφοράς δε μετριέται με το χρήμα, και ούτε θα μπορούσε να υπάρξει τιμή ακριβώς αντίστοιχη προς αυτήν· ίσως είναι αρκετό να κάνει κανείς αυτό που μπορεί…» (1164b 1, 3-5).
 
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά στην περίπτωση που οι σχέσεις διέπονται από την αρετή υπάρχουν περιπτώσεις που δε θα έπρεπε να υπάρχει καμία ανταπόδοση, αφού μια τέτοια ανταποδοτική συμπεριφορά θα μπορούσε να εκληφθεί ως αποστασιοποίηση, ως μη επιθυμία αποδοχής ενός δώρου, υποβαθμίζοντας τη σχέση από το επίπεδο της αρετής στην κατώτερη μορφή της ωφέλειας. Μια τέτοια άκομψη ισότιμη ανταπόδοση θα έκανε κάποιος από τυπικότητα, για να δείξει ότι δεν αποδέχεται το άνοιγμα του άλλου. Ενδεχομένως να λειτουργούσε ακόμη και προσβλητικά: «… μερικές φορές δεν είναι καν σωστό να ανταποδίδει κανείς το ίσο για μια εξυπηρέτηση που προηγήθηκε, αν ο ένας έκανε την εξυπηρέτησή του σε κάποιον που ξέρει ότι είναι καλός άνθρωπος, αυτός όμως κάνει την ανταπόδοση σε έναν άνθρωπο για τον οποίο πιστεύει ότι είναι κακός» (1165a 2, 5-8).
 
Το ζήτημα της διάλυσης των φιλικών σχέσεων, όταν στηρίζονται στο όφελος ή την ευχαρίστηση, έχει σχεδόν απαντηθεί. Οι σχέσεις αυτές είναι εύθραυστες και μπορούν να διαλυθούν, όταν το αντικείμενο της ευχαρίστησης ή της ωφέλειας παύει να υφίσταται. Οι άνθρωποι που συνάπτουν φιλίες τέτοιου είδους ουσιαστικά δεν αγαπούν τους ανθρώπους που συναναστρέφονται, αλλά αυτά που απολαμβάνουν: «Οι άνθρωποι αυτοί ήταν, στην πραγματικότητα, φίλοι αυτών των πραγμάτων· όταν λοιπόν αυτά έλειψαν, φυσικά είναι να μην αγαπάει ο ένας τον άλλο» (1165b 3, 4-5).
 
Το θέμα είναι τι πρέπει να κάνει κανείς, όταν έρχεται σε διένεξη κι απογοητεύεται από κάποιον που θεωρεί αληθινό του φίλο: «Αν όμως δεχτεί κανείς κάποιον ως φίλο του πιστεύοντας πως είναι καλός άνθρωπος και αυτός γίνει κακός –ή έστω έτσι του φαίνεται–, άραγε πρέπει να εξακολουθήσει να τον αγαπάει και να τον έχει φίλο του;» (1165b 3, 14-16).
 
Για τον Αριστοτέλη μια τέτοια εκδοχή είναι αδύνατη, αφού κάποιος που είναι καλός άνθρωπος είναι αδύνατο να γίνει κακός. Αν γίνει αποδεκτό κάτι τέτοιο, τότε αίρεται η μονιμότητα της αρετής, η οποία μπορεί να έρχεται και να παρέρχεται: «Μήπως όμως αυτό δεν είναι καν δυνατό, δεδομένου ότι άξιο να αγαπηθεί δεν είναι το καθετί παρά μόνο το αγαθό; Το κακό ούτε άξιο να αγαπηθεί είναι ούτε και πρέπει. Φίλος του κακού κανείς δεν πρέπει να είναι, ούτε να μοιάζει με τον κακό· και εμείς έχουμε πει ότι το όμοιο αγαπάει το όμοιο» (1165b 3, 16-19).

Από αυτή την άποψη, ή και ο ίδιος που σύναψε φιλίες με έναν κακό είναι κακός ή δεν έχει σωστά κριτήρια στην επιλογή φίλων, ώστε τελικά να νιώθει προδομένος. Πρέπει κανείς να έχει ορθή κρίση και να μπορεί να διαβλέπει την κακή συμπεριφορά από τα πρώτα της σημάδια. Οι άνθρωποι που νιώθουν προδομένοι από τους φίλους τους κατά βάση προδίδονται από το ένστικτο και τα κριτήρια που οι ίδιοι έχουν στην επιλογή τους. Κι αυτή είναι ίσως η σκληρότερη ματαίωση της προσδοκίας που έχει κανείς από τον άλλο, αφού εν τέλει στρέφεται προς τον ίδιο του εαυτό.
 
Όμως, επειδή ακριβώς η αρετή δε φθείρεται, το ζήτημα μπορεί να τεθεί και διαφορετικά. Αν κάποιος είναι βέβαιος για την αρετή του άλλου, δεν πρέπει να διαλύσει τη φιλία με την πρώτη ανάρμοστη συμπεριφορά. Ίσως να υπάρχει λόγος που ο άλλος συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο. Ίσως να περνάει δυσκολίες που αδυνατεί να διαχειριστεί και βγάζει αρνητικότητα. Για να διακόψει κανείς τη φιλία με ένα τέτοιο άτομο, πρέπει να βεβαιωθεί ότι πρόκειται πράγματι για ανάξιο άτομο, δηλαδή να παραδεχτεί ότι έσφαλε στην μέχρι τώρα κρίση που είχε γι’ αυτό. Γενικά, η βιασύνη δεν είναι καλός σύμβουλος για τις ανθρώπινες σχέσεις ούτε στη σύναψη ούτε και στη διάλυση μιας φιλίας: «Πρέπει λοιπόν κανείς να διαλύει αμέσως τη φιλία; Ίσως όχι σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά μόνο στην περίπτωση που ο άλλος είναι αθεράπευτα κακός» (1165b 3, 20-21).
 
Αν, όμως, βρίσκει ακόμη σημεία της αρετής στον άλλον δεν πρέπει να διακόψει τη φιλία. Πρέπει να του σταθεί και να τον βοηθήσει να στραφεί προς την κατεύθυνση της αρετής. Κι αυτό ίσως είναι το χρέος του φίλου: «σ’ αυτούς που έχουν δυνατότητα βελτίωσης πρέπει να προσφέρουμε βοήθεια για τη βελτίωση του χαρακτήρα τους μεγαλύτερη από αυτή που τους προσφέρουμε για τη σωτηρία της περιουσίας τους, και αυτό για το λόγο ότι το πρώτο δείχνει μεγαλύτερη καλοσύνη και σχετίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό με την ουσία της φιλίας» (1165b 3, 21-24).
 
Από την άλλη, δεν είναι παράλογο το να εγκαταλείψει κανείς μια τέτοια φιλία. Ως ένα βαθμό το ζήτημα έχει να κάνει με τις δυνάμεις του ανθρώπου, που θα προσπαθήσει να παλέψει επαναφέροντας το φίλο στην αρχική του συμπεριφορά. Αν ξεπεραστεί το σημείο της ανοχής του, είναι προφανώς φυσιολογικό να διακόψει τις σχέσεις: «Αυτός, πάντως, που διαλύει μια τέτοια φιλία δε θεωρείται ότι κάνει κάτι το άτοπο· ο λόγος είναι ότι δεν ήταν φίλος ενός τέτοιου ανθρώπου· τώρα λοιπόν που ο άνθρωπος αυτός είναι πια ένας άλλος, και ο ίδιος βρίσκεται σε απόλυτη αδυναμία να τον σώσει και να τον επαναφέρει στην προηγούμενη κατάστασή του, απομακρύνεται από αυτόν» (1165b 3, 24-26).
 
Αυτό που μένει είναι η διερεύνηση της τελευταίας περίπτωσης που μπορεί να υπονομεύσει τη φιλία: «Αν όμως ο ένας φίλος μένει όπως ήταν, ενώ ο άλλος γίνεται καλύτερος και στο τέλος ξεπερνάει κατά πολύ τον πρώτο στην αρετή, τότε μπορεί άραγε ο δεύτερος να εξακολουθήσει να έχει φίλο του τον πρώτο; Σίγουρα αυτό δεν είναι δυνατό. Το πράγμα γίνεται ιδιαίτερα φανερό, αν η μεταξύ τους απόσταση γίνει πολύ μεγάλη, όπως συμβαίνει, επιπαραδείγματι, στις φιλίες μεταξύ παιδιών: αν ο ένας έχει παραμείνει στο μυαλό παιδί και ο άλλος έχει γίνει ένας τέλειος άντρας, πώς μπορούν πια να είναι φίλοι, αφού δε θα τους ευχαριστούν πια τα ίδια πράγματα και ούτε αισθάνονται χαρά ή λύπη για τα ίδια πράγματα;» (1165b 3, 27-33).
 
Οι παιδικές φιλίες (όπως και οι παιδικοί έρωτες) διακρίνονται από αβεβαιότητα με την έννοια ότι το αδιαμόρφωτο του παιδικού χαρακτήρα δεν μπορεί να εγγυηθεί την ποιότητα των επιλογών. Όμως και πέρα από αυτό, ακόμη κι αν οι επιλογές είναι σωστές, αυτό αφορά αποκλειστικά τη στιγμή που συμβαίνουν, χωρίς να μπορεί να προκαθοριστεί, αν θα παραμείνουν σωστές και στο μέλλον. Η διάπλαση των νέων ενδέχεται να επιφέρει αποστάσεις. Το έμπειρο μάτι ενός ενήλικα ίσως να διακρίνει (κι όχι με βεβαιότητα) ποιες παιδικές σχέσεις μπορούν να αντέξουν. Κάτι τέτοιο, όμως, κρίνεται αδύνατο για τα παιδιά. Από την άλλη, αν η παιδική φιλία αντέξει στο χρόνο, τότε είναι ίσως η γνησιότερη μορφή φιλίας που μπορεί να υπάρξει, αφού τα βιώματα που συνδέουν τα δύο μέρη κάνουν τη σχέση ανεξίτηλη.
 
Σε κάθε περίπτωση είναι ωραίο να κρατάει κανείς τις παιδικές του αναμνήσεις και να θυμάται τους φίλους εκείνης της εποχής, ασχέτως αν αργότερα η φιλία δεν αποδείχθηκε τόσο δυνατή στο χρόνο. Αρκεί βέβαια, να μη διαλύθηκε λόγω κακίας: «Σίγουρα πρέπει να διατηρήσει ανάμνηση της παλαιότερης φιλίας τους, και όπως ακριβώς θεωρούμε ότι πρέπει να κάνουμε χάρες μάλλον στους φίλους μας παρά στους ξένους, έτσι και σ’ αυτούς που υπήρξαν κάποτε φίλοι μας πρέπει να προσφέρουμε κάτι για χάρη της παλαιότερης φιλίας μας – φτάνει η διάλυση της φιλίας να μην έγινε λόγω υπερβολικής τους κακίας» (1165b 3, 37-41).
 
Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου