Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Βάτραχοι (1296-1324)

ΔΙ. τί τὸ φλαττοθρατ τοῦτ᾽ ἐστίν; ἐκ Μαραθῶνος ἢ
πόθεν συνέλεξας ἱμονιοστρόφου μέλη;
ΑΙ. ἀλλ᾽ οὖν ἐγὼ μὲν εἰς τὸ καλὸν ἐκ τοῦ καλοῦ
ἤνεγκον αὔθ᾽, ἵνα μὴ τὸν αὐτὸν Φρυνίχῳ
1300 λειμῶνα Μουσῶν ἱερὸν ὀφθείην δρέπων·
οὗτος δ᾽ ἀπὸ πάντων μὲν φέρει, πορνῳδιῶν,
σκολίων Μελήτου, Καρικῶν αὐλημάτων,
θρήνων, χορειῶν. τάχα δὲ δηλωθήσεται.
ἐνεγκάτω τις τὸ λύριον. καίτοι τί δεῖ
1305 λύρας ἐπὶ τοῦτον; ποῦ ᾽στιν ἡ τοῖς ὀστράκοις
αὕτη κροτοῦσα; δεῦρο, Μοῦσ᾽ Εὐριπίδου,
πρὸς ἥνπερ ἐπιτήδεια τάδ᾽ ἔστ᾽ ᾄδειν μέλη.
ΔΙ. αὕτη ποθ᾽ ἡ Μοῦσ᾽ οὐκ ἐλεσβίαζεν, οὔ.
ΑΙ. ἀλκυόνες, αἳ παρ᾽ ἀενάοις θαλάσσης
1310 κύμασι στωμύλλετε,
τέγγουσαι νοτίοις πτερῶν
ῥανίσι χρόα δροσιζόμεναι·
αἵ θ᾽ ὑπωρόφιοι κατὰ γωνίας
εἰειειειειειλίσσετε δακτύλοις φάλαγγες
1315 ἱστότονα πηνίσματα,
κερκίδος ἀοιδοῦ μελέτας,
ἵν᾽ ὁ φίλαυλος ἔπαλλε δελ-
φὶς πρῴραις κυανεμβόλοις
μαντεῖα καὶ σταδίους.
1320 οἰνάνθας γάνος ἀμπέλου,
βότρυος ἕλικα παυσίπονον.
περίβαλλ᾽, ὦ τέκνον, ὠλένας.
ὁρᾷς τὸν πόδα τοῦτον; ΔΙ. ὁρῶ.
ΑΙ. τί δέ; τοῦτον ὁρᾷς; ΕΥ. ὁρῶ.

***
ΔΙΟ. Μα τί ᾽ναι πάλι τούτο το φλαττόθρατ;
Στο Μαραθώνα τ᾽ άκουσες ή μήπως
το τραγουδούν όσοι νερό ανασέρνουν;
ΑΙΣ. Καλά κι από καλή μεριά το πήρα,
να μη λεν πως τρυγώ ιερό λιβάδι
1300 των Μουσών που κι ο Φρύνιχος τρυγούσε.
Δείχνει τον Ευριπίδη.
Τούτος σοδειάζει ολούθε· πορνωδίες,
καρικά σουραυλίσματα, τραγούδια
της τάβλας σαν του Μέλητου, τραγούδια
του χορού, μοιρολόγια. Θα το δείξω.
Φέρτε μια λύρα. Αλλά τί θέλει η λύρα
για τέτοια μουσική σαν τη δική του;
Φωνάξτε κείνη που χτυπά τα ζίλια.
Έρχεται μια που παίζει ζίλια.
Κόπιασε, Μούσα του Ευριπίδη· τέτοια
τραγούδια, τέτοια θέλουν συνοδεία.
ΔΙΟ. Η Μούσα τούτη δε λεσβίαζε, όχι.
ΑΙΣ. «Αλκυόνες,
1310 που όλο στ᾽ ασίγαστα κύματα δίπλα λαλάτε,
και τα κορμιά σας με στάλες δροσίζετε,
που απ᾽ τις φτερούγες σας στάζουν·
κι ω εσείς, αράχνες,
που σε ταβάνια από κάτω, σε κάθε γωνιά,
με δαχτυλιών αργαλειούς
τύτυτυτύτυτυλίγετε υφάδια, τα έργα
της κελαηδίστρας σαΐτας·
σε γαλαζόμυτες πλώρες τριγύρω
σκίρταε δελφίνι φιλόμουσο
κι ήταν χρησμοί για αρμενίσματα οι πήδοι του.
1320 Σαν του κλημάτου πασίχαρο ανθόκλαδο,
ω σαν ψαλίδα τσαμπιού που γλυκαίνει τον πόνο
γύρω μου σφίξε, παιδί μου, τα χέρια σου.»
Στο Διόνυσο.
Βλέπεις αυτόν τον πόδα; ΔΙΟ. Ναι, τον βλέπω.
ΑΙΣ., στον Ευριπίδη, σηκώνοντας το πόδι του, σα για να τον κλοτσήσει.
Κι αυτόν εδώ τον βλέπεις; ΕΥΡ. Ναι, τον βλέπω.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου