Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2018

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Χοηφόροι (908-934)

ΚΛ. ἐγώ σ᾽ ἔθρεψα, σὺν δὲ γηράναι θέλω.
ΟΡ. πατροκτονοῦσα γὰρ ξυνοικήσεις ἐμοί;
910 ΚΛ. ἡ Μοῖρα τούτων, ὦ τέκνον, παραιτία.
ΟΡ. καὶ τόνδε τοίνυν Μοῖρ᾽ ἐπόρσυνεν μόρον.
ΚΛ. οὐδὲν σεβίζῃ γενεθλίους ἀράς, τέκνον;
ΟΡ. τεκοῦσα γάρ μ᾽ ἔρριψας ἐς τὸ δυστυχές.
ΚΛ. οὔτοι σ᾽ ἀπέρριψ᾽ ἐς δόμους δορυξένους.
915 ΟΡ. αἰκῶς ἐπράθην ὢν ἐλευθέρου πατρός.
ΚΛ. ποῦ δῆθ᾽ ὁ τῖμος, ὅντιν᾽ ἀντεδεξάμην;
ΟΡ. αἰσχύνομαί σοι τοῦτ᾽ ὀνειδίσαι σαφῶς.
ΚΛ. [μὴ] ἀλλ᾽ εἴφ᾽ ὁμοίως καὶ πατρὸς τοῦ σοῦ μάτας.
ΟΡ. μὴ ἔλεγχε τὸν πονοῦντ᾽ ἔσω καθημένη.
920 ΚΛ. ἄλγος γυναιξὶν ἀνδρὸς εἴργεσθαι, τέκνον.
ΟΡ. τρέφει δέ γ᾽ ἀνδρὸς μόχθος ἡμένας ἔσω.
ΚΛ. κτενεῖν ἔοικας, ὦ τέκνον, τὴν μητέρα.
ΟΡ. σύ τοι σεαυτήν, οὐκ ἐγώ, κατακτενεῖς.
ΚΛ. ὅρα, φύλαξαι μητρὸς ἐγκότους κύνας.
925 ΟΡ. τὰς τοῦ πατρὸς δὲ πῶς φύγω, παρεὶς τάδε;
ΚΛ. ἔοικα θρηνεῖν ζῶσα πρὸς τύμβον μάτην.
ΟΡ. πατρὸς γὰρ αἶσα τόνδε σοὐρίζει μόρον.
ΚΛ. οἲ ᾽γὼ τεκοῦσα τόνδ᾽ ὄφιν ἐθρεψάμην.
ΟΡ. ἦ κάρτα μάντις οὑξ ὀνειράτων φόβος.
930 ἔκανες ὃν οὐ χρῆν, καὶ τὸ μὴ χρεὼν πάθε.
ΧΟ. στένω μὲν οὖν καὶ τῶνδε συμφορὰν διπλῆν.
ἐπεὶ δὲ πολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισε
τλήμων Ὀρέστης, τοῦθ᾽ ὅμως αἱρούμεθα,
ὀφθαλμὸν οἴκων μὴ πανώλεθρον πεσεῖν.

***
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Σ᾽ έθρεψα εγώ, μαζί σου να γεράσω θέλω.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Του πατέρα μου φόνισσα μ᾽ εμέ να ζήσεις;
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
910 Η Μοίρα, γιε μου, σ᾽ όλ᾽ αυτά είναι η αιτία.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Κι αυτόν σου ετοίμασε λοιπόν το φόνο η Μοίρα.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Καθόλου, γιε μου, δε ψηφάς κατάρες μάνας;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Με γέννησες στη συμφορά για να με ρίξεις.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Δε σ᾽ έριξα παρά σε σπίτια φιλικά μας.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Πουλήθηκ᾽ άτιμα, γιος λεύτερου πατέρα.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Και που ᾽ναι η πλερωμή που δέχτηκα για σένα;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ντρέπομαι αυτή σου την πομπή να πω ίσα πέρα.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Μα πες και του πατέρα σου τ᾽ άδικα τότε.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Μέσα στα σπίτια εσύ, μην κρίνεις το ξωμάχο.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
920 Να κλαις γυναίκες, που ο άντρας των, παιδί μου, λείπει.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Στην ησυχία τους ζουν κι ο κόπος των τις θρέφει.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Το ᾽χεις το βλέπω απόφαση να με σκοτώσεις.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Συ θα σκοτώσεις, όχι εγώ, τον εαυτό σου.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Φυλάξου από τις μάνας σου τις άγριες σκύλες.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Κι απ᾽ του πατέρα μου πώς θα σωθώ, αν σ᾽ αφήσω;
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Θαρρώ, του κάκου, ζωντανή κλαίω μπρος σε τάφο!
ΟΡΕΣΤΗΣ
Την καταδίκη σου όρισε πατέρα φόνος.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Αλί μου εγώ, που γέννησα κι έθρεψα φίδι!
ΟΡΕΣΤΗΣ
Τί μάντης βρήκε του ονείρου σου αλήθεια ο φόβος!
930 σκότωσες τον δεν έπρεπε· και τ᾽ όμοιο πάθε.
Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ
Κλαίω τη μαύρη, εγώ, τη μοίρα και των δυο των,
μ᾽ αφού στην κορφήν έφτασε τόσων αιμάτων
ο άθλιος ο Ορέστης, πιο καλά τουλάχιστο έχω
το μάτι των σπιτιών να μη σβήσει για πάντα.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΕΙΖΟΝΕΣ ΘΕΟΙ - ΑΠΟΛΛΩΝ ή ΑΠΕΛΛΩΝ - Έρωτες Απόλλωνα - Απόγονοι

Οι περισσότερες από τις ερωμένες του Απόλλωνα είναι Μούσες (Θάλεια, Καλλιόπη, Ουρανία…) ή μάντισσες (Μαντώ, Κασσάνδρα), ενώ τα παιδιά του ασχολούνται με τη μουσική (Λίνος, Ορφέας), τη μαντική (Μόψος), την ιατρική (Ασκληπιός) -γι' αυτό και Ασκληπιεία βρίσκονται συχνά κοντά σε ιερά του Απόλλωνα. Αρκετά από τα παιδιά του φανερώνουν τον ηλιακό χαρακτήρα του πατέρα τους (Λύκ-ωρος < ρίζα λύκ- = φως), με όλες τις ευεργετικές αλλά και καταστρεπτικές και καθαρτικές συνέπειες της ηλιακής ενέργειας· άλλα είναι ιδρυτές φυλών (Ίων, Δώρος) ή οικιστές (Δελφός, Μίλητος, Νάξος, Κύδων…) -εξάλλου, ο ίδιος κτίζει, μαζί με τον Ποσειδώνα, τα τείχη της Τροίας (Ιλ. Η, 451-453.· Ευρ., Τρ. 1 κ.ε.), ενώ το ιερό του στους Δελφούς χρησμοδοτεί για την ίδρυση πόλεων, επιβάλλοντας παράλληλα τη λατρεία του στις νεοϊδρυθείσες πόλεις (Ομηρικός ύμνος 247 κ.ε., 294 κ.ε.).
 
Απόλλων και Δάφνη
 
Η νύμφη Δάφνη είναι η αγαπημένη του θεού της μαντικής Απόλλωνα, το ομώνυμο φυτό στο οποίο μεταμορφώθηκε και υπήρξε αναπόσπαστο στοιχείο του φυσικού τοπίου των Δελφών, προϋπόθεση για την εκεί μαντική διαδικασία.
 
Και στη Δάφνη, όπως και σε πολλά πρόσωπα της μυθολογίας, αποδίδονται διαφορετικοί γονείς. Άλλοτε είναι κόρη του ποταμού Λάδωνα της Πελοποννήσου και της Γης, άλλοτε του θεσσαλικού ποταμού Πηνειού, άλλοτε του βασιλιά Αμύκλα της Λακωνίας.
 
Η Δάφνη είναι το αντιπρότυπο της κόρης που υπόκειται στους κοινωνικούς κανόνες του γάμου. Σαν θηλυκός Ιππόλυτος και αγαπημένη νύμφη της Άρτεμης, αδελφής του Απόλλωνα, περνούσε τον χρόνο της στα βουνά, αποφεύγοντας τη συναναστροφή των ανδρών και κυνηγώντας. Και γι' αυτή την παρθένο νύμφη τα προβλήματα ανακύπτουν με τον έρωτα. Την ερωτεύτηκε ο Λεύκιππος, ο γιος του βασιλιά της Ήλιδας Οινόμαου. Ο νέος γρήγορα παραιτήθηκε από την προσπάθεια να την κάνει γυναίκα του, επινόησε όμως ένα τέχνασμα για να βρίσκεται κοντά της: Έπλεξε κοτσίδα τα μαλλιά του, που τα άφησε να μακρύνουν για να τα προσφέρει στον ποταμό Αλφειό, ντύθηκε σαν κόρη, παρουσιάστηκε στη Δάφνη ως κόρη του πατέρα του και την παρακάλεσε να τον/την αφήνει να κυνηγά μαζί της. Η φιλία που αναπτύχθηκε μεταξύ τους ξύπνησε τη ζήλια του Απόλλωνα που, θέλοντας να εκδικηθεί, εμφύσησε στις κοπέλες την επιθυμία να κάνουν μπάνιο στα νερά του ποταμού. Εκείνες υποχρέωσαν τον διστακτικό Λεύκιππο να ξεντυθεί, ανακάλυψαν το πραγματικό του φύλο και τον σκότωσαν με τα ακόντια και τα μαχαίρια τους. Σύμφωνα με άλλες εκδοχές, οι θεοί τον έκαναν αόρατο. Ο Απόλλωνας τότε όρμηξε να αρπάξει τη Δάφνη. Κυνηγημένη η κόρη, έτρεχε ως τη στιγμή που, καθώς θα την έπιανε, ζήτησε από τον πατέρα της Πηνειό να τη μεταμορφώσει. Μεταμορφώθηκε σε δάφνη, το αγαπημένο φυτό του θεού, το οποίο θα έφερε στο εξής στην κεφαλή του. Η δαφνηφορία θα έφτανε μέχρι την κεφαλή της πολιτικής εξουσίας στη Ρώμη.
 
Απόλλων και Κασσάνδρα
 
Για την κόρη του Πρίαμου και της Εκάβης, υπήρχαν δύο εκδοχές για το πώς απέκτησε την ικανότητα της μαντικής. Η μία από αυτές θέλει τον Απόλλωνα ερωτευμένο με την Κασσάνδρα, να αγωνίζεται για να την αποκτήσει -σαν παλαιστής, τυλίγοντάς με με τον αέρα της γοητείας του (Αισχ., Αγ. 1206)- και να ζητά να του δοθεί δίνοντάς της ως αντάλλαγμα την τέχνη της μαντικής. Η Κασσάνδρα δέχθηκε αλλά πάτησε τη συμφωνία με τον θεό, δεν του δόθηκε, κι εκείνος έφτυσε στο στόμα της -ένα τελευταίο φιλί;- για να μη δίνει κανένας πίστη στις προφητείες της. Το χάρισμα της μαντικής παρέμεινε, όχι όμως της πειθώς.
 
Απόλλων και Ροιώ
 
Η Ροιώ ήταν κόρη κόρη της Χρυσοθέμιδας και του Στάφυλου, γιου του Διόνυσου και της Αριάδνης. Έμεινε έγκυος από τον Απόλλωνα, όμως ο πατέρας της, νομίζοντας ότι η εγκυμοσύνη της κόρης του προέκυψε από σχέση με κάποιον θνητό και μη πιστεύοντας τα σχετικά με τη θεϊκή ένωση, την έκλεισε μέσα σε μια λάρνακα και την έριξε στη θάλασσα. Η λάρνακα εκβράσθηκε στις ακτές της Εύβοιας, σύμφωνα με μια εκδοχή, όπου η Ροιώ γέννησε τον γιο της Άνιο. Αμέσως μετά ο Απόλλωνας πήρε μητέρα και παιδί στη Δήλο και έδωσε στον Άνιο την εξουσία του ιερού νησιού και το χάρισμα της μαντικής. Ο Διόδωρος Σικελιώτης παραδίδει ότι η λάρνακα ξεβράστηκε κατ' ευθείαν στη Δήλο, χωρίς την ευβοϊκή μεσολάβηση, και εκεί γέννησε η Ροιώ το παιδί της: […] άφησε το παιδί πάνω στον βωμό του Απόλλωνα και προσευχήθηκε στον θεό να σώσει τη ζωή του παιδιού αν εκείνο ήταν δικό του. Κι ο Απόλλων […] έκρυψε το παιδί αλλά αργότερα φρόντισε για την ανατροφή του, του έμαθε τη μαντική και το περιέβαλε με μεγάλες τιμές (5.62).
 
Απόλλων και Θυρείη
 
Από την κόρη του Αμφίνομου Θυρίη ο Απόλλωνας απέκτησε έναν ωραίο γιο, τον Κύκνο, ικανό κυνηγό, όμως δύστροπο και άξεστο. Πολλοί τον ερωτεύτηκαν για την ομορφιά του, όμως ο Κύκνος αλαζονικά τους απέρριπτε όλους και τους απογοήτευε, με αποτέλεσμα να τον εγκαταλείπουν ο ένας μετά τον άλλον, εκτός από τον ωραίο Φύλιο, που κι αυτόν όμως ο Κύκνος τον αντιμετώπιζε υπεροπτικά και κάθε φορά του έβαζε μια δοκιμασία, την οποία εκείνος έφερνε σε πέρας. Ο Κύκνος, από την ντροπή και την οργή του, έπεσε στη λίμνη Κωνώπη και χάθηκε. Από τη λύπη της για τον θάνατο του γιου της, η Θυρίη έπεσε κι αυτή στην ίδια λίμνη. Με απόφαση του Απόλλωνα οι δύο τους έγιναν πουλιά της λίμνης και οι άνθρωποι τη μετονόμασαν σε Κυκνείη. Σε αυτήν, την εποχή του οργώματος εμφανίζονταν πολλοί κύκνοι.
 
Απόλλων και Ακακαλλίδα ή Ακακαλλή ή Ακάλλη
 
Πλήθος επώνυμοι ήρωες και οικιστές συνδέθηκαν με τον μύθο της Ακάλλης, κόρης του Μίνωα και όλοι τους ήταν καρπός του έρωτα του Απόλλωνα για την κόρη. Όταν η κόρη έμεινε για πρώτη φορά έγκυος με τον θεό, ο Μίνωας, οργισμένος με το γεγονός, εξόρισε την κόρη του στη Λιβύη (Νότια Τυνησία), όπου γέννησε το παιδί Αμφιθέμη ή Γαράμαντα που έγινε γενάρχης του νομαδικού λαού των Γαραμάντων στις παρυφές της Σαχάρας. Γυναίκα του έγινε η νύμφη Τριτωνίδα που ζούσε στην ομώνυμη λίμνη της Λιβύης. Η Ακακαλλίδα, φοβισμένη από τη συμπεριφορά του πατέρα της Μίνωα προς την ίδια και τον γιο της Αμφιθέμη, γέννησε έναν άλλο γιο, τον Μίλητο, στο δάσος, στη σκιά ενός δέντρου, όπου και τον άφησε. Ο Απόλλωνας ζήτησε από λύκαινες να θρέψουν το μωρό μέχρι να το βρουν οι βοσκοί. Το παιδί έγινε άξιο και όμορφο και το ερωτεύτηκαν ο Μίνωας, ο παππούς του, και ο αδελφός του ο Σαρπηδόνας, τον οποίο και ακολούθησε στην Ασία, όπου παντρεύτηκε και έκανε παιδιά. (Αντωνίνος Λιβεράλις, 30.1-2) Ο Παυσανίας (10.16.5) αναφέρει και άλλα παιδιά που η μητέρα τους τα εγκατέλειψε, τον Φίλανδρο και τον Φυλακίδη, και αυτά από τον Απόλλωνα, και ότι οι κάτοικοι της κρητικής πόλης Έλυρος έστειλαν ως αφιέρωμα στους θεούς χάλκινη αίγα από το γάλα της οποίας τρέφονται δύο παιδιά. Και ο Νάξος, που βρίσκεται στην κορυφή του γενεαλογικού δέντρου των Ναξίων, όπως και ο Μίλητος των Μιλησίων, είναι ένας ακόμη γιος του Απόλλωνα και της κόρης από την Κρήτη.
 
Απόλλων και Μαντώ
 
Η Μαντώ ήταν Θηβαία ιέρεια του Απόλλωνα Ισμηνίου (από τον ποταμό Ισμηνό της πόλης), κόρη του μάντη Τειρεσία, και είχε προφητικές ικανότητες (Στρ. 9.522). Για το πώς βρέθηκε η Μαντώ στους Δελφούς υπάρχουν δύο παραδόσεις. Η μία λέει ότι η προφήτισσα κατέφυγε στους Δελφούς πριν οι Επίγονοι κυριεύσουν τη γενέθλια πόλη της· σύμφωνα με τη δεύτερη, όταν οι Επίγονοι κυρίευσαν τη Θήβα, αφιέρωσαν την προφήτισσα στον θεό. Οι αρχαιότεροι συγγραφείς αναφέρουν ότι από τον Απόλλωνα η Μαντώ απέκτησε ένα γιο, τον Μόψο. Άλλες πηγές ονομάζουν και ένα θνητό πατέρα, τον Μυκηναίο Ράκιο, τον οποίο η Μαντώ γνώρισε στους Δελφούς και με τον οποίο έφυγε για την Κλάρο· ή τον κρητικό Ράκιο που η Μαντώ συνάντησε στην περιοχή της Κλάρου και στον οποίο την οδήγησαν Κρήτες πειρατές που την απήγαγαν στον δρόμο για την Κλάρο. Ο μύθος θέλει τη Μαντώ να ιδρύει το περίφημο μαντικό ιερό του Απόλλωνα στην Κλάρο. Σύμφωνα με μια παράδοση η Κλάρος πήρε το όνομά της από το κλάμα της Μαντώς για τη χαμένη της πατρίδα Θήβα ή από τα κλαριά της ἀμπελόσεσσας Κλάρου. Όπως και να είναι τα πράγματα, ο Μόψος, ο γιος της, συγκαταλέγεται στη μεγάλη οικογένεια των μάντεων που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συνδέονται με δεσμούς συγγένειας με τον Απόλλωνα.
 
Απόλλων και Κορωνίδα (ή Αρσινόη)
 
1. Ο Πίνδαρος, στον Πυθιόνικο για τον Ιέρωνα τον Συρακόσιο, παραδίδει ότι ο Ασκληπιός ήταν καρπός του έρωτα του θεού της μαντικής για την Κορωνίδα, κόρη του Θεσσαλού βασιλιά Φλεγύα. Η κόρη, τον καιρό που περίμενε το παιδί της και ενάντια στη βούληση του πατέρα της που ήθελε άλλο γάμο, δόθηκε στον Ίσχη, γιο του Έλατου και αδελφό του Καινέα. Και ο Απόλλωνας την κουρούνα που του έφερε την είδηση (άλλοι λένε ότι η τέχνη του του αποκάλυψε την αλήθεια) την καταράστηκε και από άσπρη που ήταν την έκανε μαύρη. Όσο για την Κορωνίδα, τη σκότωσε για την απιστία της. Αλλά όπως ο Δίας δεν μπορούσε να αφήσει τον γιο του Διόνυσο να καεί μαζί με τη μητέρα του Σεμέλη και τράβηξε το παιδί από τα σπλάχνα της, το ίδιο και ο Απόλλωνας που άρπαξε το μωρό από την κοιλιά της μάνας του, την ώρα που το σώμα της Κορωνίδας καιγόταν στη νεκρική πυρά. Παραλλαγή στην εκδοχή του Πινδάρου θέλει την Άρτεμη να σκοτώνει την Κορωνίδα για την ύβρη που διέπραξε η θνητή απέναντι στον θεϊκό αδελφό της και τον Ερμή να σώζει το παιδί από την πυρά (Παυσ. 2.26.4).
 
2. Για να εξηγηθεί η έντονη παρουσία του Ασκληπιού στην Επίδαυρο της Πελοποννήσου, ο καταγωγικός μύθος του τροποποιήθηκε ελαφρά. Αφηγούνταν πως ο παππούς του Φλεγύας ήταν πολεμοχαρής ληστής που ήρθε στην Πελοπόννησο υποτίθεται για να την επισκεφθεί και να τη θαυμάσει, στην πραγματικότητα όμως για να διαπιστώσει το μάχιμο των κατοίκων και πόσοι ήταν, ώστε να καταστρώσει το σχέδιό του για να την καταλάβει. Τον συνόδευε η κόρη του που ήταν ήδη έγκυος από τον Απόλλωνα αλλά δεν είχε αποκαλύψει στον πατέρα της το γεγονός. Με το που έφτασαν στη γη των Επιδαυρίων, η Κορωνίδα γέννησε, στους πρόποδες του βουνού που τότε ονομαζόταν Μύρτιο, Τίτθιο στην εποχή του Παυσανία. Από τον φόβο του πατέρα της άφησε το παιδί που γέννησε εκτεθειμένο στο βουνό. Κι εκείνο επιβίωσε χάρη σε μια κατσίκα που το θήλασε και σε ένα σκύλο που το προστάτευε από άλλα ζώα.
 
3. Μητέρα του Ασκληπιού είναι η Αρσινόη, κόρη του Λεύκιππου και αδελφή της Ιλάειρας και της Φοίβης που τις άρπαξαν οι Διόσκουροι. Την εκδοχή αυτή, μεσσηνιακής προέλευσης, τη θεωρεί πλαστή ο Παυσανίας, πόσο μάλλον που τα επιφανέστερα Ασκληπιεία ήταν υπό τον έλεγχο της Επιδαύρου (2.26.7-8). Πάντως, μυθογράφοι, στην προσπάθεια να συνενώσουν τις παραδόσεις, βεβαίωναν πως το παιδί ήταν της Αρσινόης αλλά το ανέθρεψε η Κορωνίδα.
 
Όπως να είναι, ο Απόλλωνας εμπιστεύθηκε την ανατροφή του παιδιού του στον Κένταυρο Χείρωνα που του έμαθε τα μυστικά της ιατρικής. Ο θάνατος του Ασκληπιού προήλθε από τον Δία ή από τον Πλούτωνα, είτε γιατί διαταρασσόταν η κοσμική ισορροπία, καθώς παρατεινόταν η ζωή των θνητών με τις διάφορες θεραπείες, μέχρι και την επιδίωξη της αθανασίας που ήταν προνόμιο των θεών, είτε γιατί μειώθηκε ο πληθυσμός του Κάτω Κόσμου. Τον θάνατο του γιου του εκδικήθηκε ο Απόλλωνας σκοτώνοντας τους Κύκλωπες που είχαν κατασκευάσει τον κεραυνό για χάρη του Δία. Και ο Δίας σχεδίαζε να τον ρίξει στα Τάρταρα, όμως ύστερα από τη θερμή ικεσία της Λητώς διέταξε τον γιο του να μπει στη δουλική υπηρεσία κάποιου θνητού για ένα χρόνο. Και ο Απόλλωνας έφτασε στις Φερές, στον Άδμητο, τον γιο του Φέρητα, έγινε υπηρέτης του, βοσκός στα κοπάδια του, και έκανε τις αγελάδες να γεννούν δίδυμα. (Απολλόδωρος 3.10.4)
 
Απόλλων και Ψαμάθη
 
Η Ψαμάθη ήταν κόρη του βασιλιά της Αργολἰδας Κρότωπου ή Κρότιου. Από τον Απόλλωνα απέκτησε ένα γιο, τον Λίνο, αλλά επειδή φοβόταν τον πατέρα της άφησε το παιδί έκθετο. Μόνο που το κατασπάραξαν τα σκυλιά του βασιλιά, και ο Απόλλωνας για τιμωρία έστειλε στους Αργείους την Ποινή, που άρπαζε τα μωρά από την αγκαλιά των μανάδων τους. Μέχρι που ο Αργείος Κόροιβος την εξόντωσε. Ο Παυσανίας παραδίδει ότι πάνω στον τάφο του Κόροιβου στην αγορά των Μεγάρων ήταν χαραγμένοι ελεγειακοί στίχοι που ανέφεραν την ιστορία της Ψαμάθης και παράσταση του Κόροιβου την ώρα που σκότωνε την Ποινή. Η ιστορία του Κόροιβου μετά τον θάνατο της Ποινής συνδέεται με την ίδρυση της πόλης Τριποδίσκοι στα Γεράνια όρη και την ανέγερση ναού προς τιμή του θεού (Παυσ. 1.43.7).
 
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο πατέρας δεν πίστεψε πως το παιδί της κόρης του ήταν του Απόλλωνα, και γι' αυτό την καταδίκασε σε θάνατο. Οργισμένος ο Απόλλωνας έστειλε λοιμό στην περιοχή.
 
Απόλλων και Δρυόπη
 
Σύμφωνα με μια θεσσαλική εκδοχή του μύθου της Δρυόπης, η μοναχοκόρη του Δρύοπα έβοσκε κάθε μέρα τα πρόβατα του πατέρα της στην Οίτη παρέα με τις νύμφες Αμαδρυάδες, που την άφηναν να παίρνει μέρος στα παιχνίδια τους, της μάθαιναν, μάλιστα, να υμνεί τους θεούς και να χορεύει τους λατρευτικούς τους χορούς. Εκεί, την είδε να χορεύει ο θεός Απόλλωνας και την ερωτεύτηκε. Για να την κάνει δική του μεταμορφώθηκε αρχικά σε χελώνα, με την οποία άρχισαν να παίζουν οι Νύμφες και η κόρη σαν να ήταν μπάλα. Μόλις η Δρυόπη πήρε με τρυφερότητα το ζώο στην αγκαλιά της, ο Απόλλωνας μεταμορφώθηκε σε φίδι. Οι Νύμφες φοβήθηκαν κι έφυγαν τρέχοντας. Έτσι ο θεός Απόλλωνας κατάφερε να πετύχει τα σχέδιά του. Η Δρυόπη γύρισε τρομαγμένη στο παλάτι χωρίς να πει σε κανέναν τίποτε. Ύστερα από λίγο καιρό παντρεύτηκε τον Ανδραίμονα, γιο του Όξυλου, και γέννησε ένα παιδί τον Άμφισσο, που όμως είχε πατέρα τον Απόλλωνα. Ο Άμφισσος, όταν μεγάλωσε έγινε ο βασιλιάς της περιοχής και έχτισε μια πόλη που την ονόμασε Οίτη από το βουνό. Εκεί κοντά έχτισε και ναό για τον πατέρα του Απόλλωνα.
 
Απόλλων και Κυρήνη
 
Η Κυρήνη, κόρη της Χλιδανώπης και του Υψέα, βασιλιά των Λαπιθών, ήταν παθιασμένη με το κυνήγι και προστάτισσα των κοπαδιών του πατέρα της. Ο Απόλλωνας την είδε στο Πήλιο να σκοτώνει ένα λιοντάρι, ρώτησε τον Κένταυρο Χείρωνα ποια ήταν, εκείνος την πληροφόρησε και ο θεός αποφάσισε να την απαγάγει. Την άρπαξε την ώρα που η Κυρήνη έβοσκε τα πρόβατα του πατέρα της στις όχθες του ποταμού Πηνειού, την οδήγησε στη Λιβύη και την εμπιστεύτηκε στις Νύμφες του όρους Μύρτου, κοντά στην τοποθεσία όπου αργότερα ιδρύθηκε η πόλη Κυρήνεια. Από την ένωσή τους γεννήθηκε ο Αρισταίος που οι Νύμφες αποκαλούν «Αγραίο» (του αγρού) και «Νόμιο» (=βοσκό).
 
Άλλοι έρωτες με απογόνους επώνυμους ήρωες
 
Από τη Νύμφη Θυία (ή τη Μέλαινα ή την Κελαινώ) ο Απόλλωνας απέκτησε τον Δελφό, επώνυμο ήρωα των Δελφών και βασιλιά της περιοχής την εποχή που ο Απόλλωνας κατέφτασε για να την καταλάβει.
 
Ο θεός βίασε και την Κρέουσα, την κόρη του Ερεχθέα και της Πραξιθέας, σε σπηλιά στην Ακρόπολη της Αθήνας· στην ίδια αυτή σπηλιά άφησε έκθετο τον γιο της μέσα σε ένα καλάθι, τον οποίο αργότερα ο Ερμής μετέφερε στους Δελφούς και ανατράφηκε στον ναό.
 
Από τη Φθία απέκτησε τον Δώρο, που έδωσε το όνομά του στους Δωριείς, τον Πολυποίτη και τον Λαόδοκο· και τα τρία αδέλφια σκοτώθηκαν από τον γιο του Ενδυμίωνα, τον Αιτωλό, στα βόρεια του κορινθιακού κόλπου.
 
Από τη Θηρώ ή Θουρώ απέκτησε τον Χαίρωνα, επώνυμο ήρωα της Χαιρώνειας στη Φωκίδα.
Ο θεός αναφέρεται και ως πατέρας του Τένη ή Τέννη από την Πρόκλεια, επώνυμου ήρωα της Τενέδου, αλλά πιο πιθανή είναι η παράδοση που θέλει πατέρα του τον Κύκνο, βασιλιά της Κολώνης στην Τρωάδα.
 
Από τη νύμφη Κωρυκία απέκτησε τον Λύκωρο ή Λυκωρέα, από τον οποίο ονομάστηκε η Λυκώρεια της Φωκίδας. Άγνωστη είναι η μητέρα του Επίδαυρου
 
Και άλλοι έρωτες

Από τη Μούσα Θάλεια απέκτησε τους δαίμονες Κορύβαντες που μπήκαν στη συνοδεία του Διόνυσου, από την Καλλιόπη πιθανολογείται ότι απέκτησε τον Ορφέα και τον Υμέναιο, από την Ουρανία τον θηβαίο ποιητή Λίνο. Τέλος, σύμφωνα με μια εκδοχή ο Τρωίλος είναι γιος της Εκάβης από τον θεό και όχι από τον Πρίαμο.
 
Και ένας άκαρπος έρωτας
 
Ο Εύηνος απέκτησε μια κόρη, τη Μάρπησσα, που ενώ ήταν μνηστή του Απόλλωνα, την άρπαξε ο Ίδας, ο γιος του Αφάρεα, με άρμα φτερωτό, που το πήρε από τον Ποσειδώνα. Ο Εύηνος τους καταδίωξε πάνω σε άρμα και έφτασε μέχρι τον ποταμό Λυκόρμα αλλά επειδή δεν μπορούσε να τους φτάσει, έσφαξε τα άλογα και έπεσε στον ποταμό· από εκείνον ονομάστηκε Εύηνος ο ποταμός. Ο Ίδας έφτασε στη Μεσσήνη, αλλά τον βρήκε ο Απόλλωνας και του πήρε την κόρη. Κι εκεί που μάχονταν ποιος θα την παντρευτεί, ο Δίας μπήκε στη μέση και τους χώρισε και προέτρεψε την κόρη να διαλέξει με ποιον θέλει να μείνει· εκείνη, από φόβο μήπως ο Απόλλωνας την εγκαταλείψει όταν γεράσει, διάλεξε για άντρα της τον Ίδα. (Απολλόδωρος 1.60.1)
 
Απόλλων και Κυπάρισσος
 
Τον πανέμορφο νεαρό Κυπάρισσο, γιο του Τήλεφου από την Κέο, ερωτεύτηκε ο θεός Απόλλωνας (ή ο Ζέφυρος, ή και ο ρωμαίος θεός Σιλβανός ή Σιλουανός). Με σχέση άρρηκτη συνδεόταν με ένα εξημερωμένο ιερό ελάφι που τον συνόδευε πάντα. Γι' αυτό και όταν άθελά του σκότωσε με το ακόντιό του το ελάφι του που κοιμόταν στον ίσκιο ενός δέντρου, το πένθος του ήταν μεγάλο. Ζήτησε, λοιπόν, από τους θεούς να πεθάνει αλλά να κυλούν τα δάκρυά του αιώνια. Έτσι, οι θεοί τον μεταμόρφωσαν σε κυπαρίσσι. Το δέντρο με το σκούρο πράσινο χρώμα έγινε το δέντρο της θλίψης και οι καρποί του τα κρυσταλλωμένα δάκρυα του Κυπάρισσου. 

Απόλλων και Υάκινθος

Ένα από τα θύματα του έρωτα του Απόλλωνα ήταν και ο πανέμορφος Υάκινθος, το γενεαλογικό δέντρο του οποίου εμφανίζεται μπερδεμένο. Ο Απολλόδωρος διασώζει δύο παραδόσεις, μία θεσσαλική, η άλλη των Λακεδαιμονίων. Σύμφωνα με την πρώτη ο Υάκινθος ήταν γιος της Μούσας Κλειώς και του Πίερου. Η δεύτερη παράδοση θέλει τον Υάκινθο γιο του Αμύκλα και της Διομήδης, κόρης του Λαπίθη, εγγονό του Λακεδαίμονα και της Σπάρτης, δισέγγονο της Ταϋγέτης και του Δία. Και στις δύο εκδοχές ο Απόλλωνας ερωτεύεται τον όμορφο νέο και τον σκοτώνει άθελά του με τον δίσκο, είτε γιατί ο άνεμος παρέσυρε τον δίσκο προς άλλη κατεύθυνση· είτε γιατί προσέκρουσε σε βράχο και μετά αναπήδησε και χτύπησε τον Υάκινθο στο κεφάλι· είτε γιατί παρενέβη ο Ζέφυρος, ερωτικός αντίζηλος του Απόλλωνα και προκάλεσε την παρέκκλιση στην τροχιά του δίσκου -με αυτό τον τρόπο εκδικήθηκε και τους δυο, εραστή και ερωμένο, προκαλώντας αφενός τον θάνατο του ερωμένου και αφετέρου την θλίψη του εραστή. Άλλοι μυθογράφοι βάζουν στη θέση του Ζέφυρου τον Βορέα, και αυτός ερωτευμένος με τον Υάκινθο. Ο Απόλλωνας θέλησε να κάνει τουλάχιστον το όνομα του αγαπημένου φίλου αθάνατο, γι' αυτό και μετέτρεψε το αίμα που έτρεξε από την πληγή του Υάκινθου σε ένα νέο άνθος, τον υάκινθο (ροζ κρίνος;). Τα σημάδια στα πέταλα του λουλουδιού θύμιζαν την κραυγή πόνου του Υάκινου (ΑΪ) ή το αρχικό του ονόματός του (Υ).

Διαχείριση συναισθημάτων

Πώς «διαχειρίζομαι» τα συναισθήματά μου; Είναι μια πολύ συνηθισμένη απορία μα και αντίληψη ζωής η «διαχείριση συναισθημάτων», παράγωγο της Ψυχολογίας και τις Ιατρικής κυρίως.

Όλοι περνάμε από αυτό το στάδιο της «διαχείρισης», προσπαθώντας να ελέγξουμε ουσιαστικά ή να μετατρέψουμε τα αρνητικά συναισθήματά μας σε θετικά. Αυτός είναι ο σκοπός της όλης προσπάθειας και όλων των μεθόδων που αναπτύσσονται, προς αυτόν τον σκοπό. Στόχος, η εσωτερική γαλήνη και αταραξία.

Λειτουργεί όμως; Επιτυγχάνεται ποτέ ο πολυπόθητος σκοπός του απόλυτου αυτό-έλεγχου και διαχείριση συναισθημάτων, όπως τον εννοούμε; Επιτυγχάνουμε την ειρήνη με τα συναισθήματα και τον εαυτό μας; Τολμάμε άραγε ν’ απομακρύνουμε την εστίαση της προσοχής μας ώστε να συνθέσουμε μεγαλύτερα κομμάτια γνώσης και πληροφοριών, ώστε να δούμε μια πιο διευρυμένη θέαση των πραγμάτων; Τολμούμε να δούμε με αθωότητα και αγνότητα τα ουσιαστικά ερωτήματα της ζωής μας;

Η αλήθεια είναι σχετικά απλή στην αρχική οπτική που τολμάμε… φοβόμαστε τα συναισθήματά μας! Γιατί διαφορετικά θα τα τοποθετούσαμε απέναντι, προσπαθώντας να τα αλλάξουμε; Γιατί να τα εκλογικεύουμε αντί να τα αναγνωρίζουμε και να τα αποδεχόμαστε ως έχουν;

Η πρώτη παρανόηση που κάνουμε αλλά δεν εξετάζουμε ξανά στη συνέχεια είναι να διαχωρίζουμε τα συναισθήματα σε θετικά και αρνητικά. Αν το δούμε από τη πλευρά της αυτογνωσίας, ΟΛΑ τα συναισθήματα, μηδενός εξαιρουμένου, έχουν κάτι να μας πουν για τον εαυτό μας, κρύβουν μηνύματα του νου μας που διαφορετικά δεν θα μπορούσαμε ν’ αντιληφθούμε. Δεν υπάρχει «καλό» και «κακό» συναίσθημα, κάτι που υπονοεί η κατάταξη «θετικά – αρνητικά». Ενόσω επιμένουμε να υιοθετούμε αυτή την άποψη, ότι τα αρνητικά συναισθήματα μας εμποδίζουν, μας αρρωσταίνουν, χαλάνε τις σχέσεις μας κ.λ.π., τόσο παραμένουμε σε εμπόλεμη κατάσταση με τον εαυτό μας και στην άγνοια ουσιαστικά.

Η δεύτερη παρανόηση είναι ότι τα συναισθήματα προκύπτουν από το εξωτερικό περιβάλλον, όπου βρίσκονται και οι αιτίες τους. Συνηθίζουμε να υποθέτουμε ότι «ο άλλος με θύμωσε» ή ότι «ο οποιοσδήποτε με κάνει χαρούμενη» κ.λ.π., κάτι που φυσικά δεν ισχύει. Ο άλλος, το περιβάλλον, οι καταστάσεις, τα περιστατικά είναι απλά οι αφορμές που πυροδοτούν το συναίσθημα. Όμως οι αιτίες είναι πάντα εσωτερικές και βρίσκονται στις σκέψεις που διατηρούμε και ενισχύουμε.

Μια τρίτη παρανόηση είναι ότι αλλάζοντας είτε τις (επιφανειακές) σκέψεις μας είτε τον τρόπο που εκδηλώνουμε τα συναισθήματά μας, αυτό θα μας απαλλάξει και από τις αρνητικές συνέπειές τους, θα μας προφυλάξει από συγκεκριμένες εμπειρίες και τελικά θα «διαμορφώσει» το συναίσθημά μας. Τίποτα από όλ’ αυτά δεν λειτουργεί φυσικά, γιατί οι αιτίες που προκαλούν τα διάφορα συναισθήματα (είτε θετικά είτε αρνητικά) βρίσκονται βαθιά στο υποσυνείδητο, είναι θαμμένες στο παρόν και όχι στο παρελθόν που τις ψάχνουμε και είναι αδύνατον να αναδυθούν μέσω κριτικής και της ήδη διαμορφωμένης αντίληψής μας. Αυτό μας φέρνει σε μια άλλη παρανόηση...

Η τέταρτη παρανόηση είναι ότι πρέπει να αλλάξουμε το συναίσθημά μας (ή να το διατηρήσουμε) μέσω αυτοκριτικής και φυσικά… κατ’ επέκταση, κριτικής των άλλων: "αυτό μου αρέσει, αυτό δεν μου αρέσει, αυτό το θέλω, αυτό δεν το θέλω" κ.ο.κ. Δεν ξέρω αν το έχετε προσέξει, αλλά καθημερινά κρίνουμε τους άλλους, την κοινωνία, τον εαυτό μας... βλέπετε τίποτα ν' αλλάζει ή τ' αρνητικά συναισθήματα να μετατρέπονται σε θετικά;

Μια άλλη ισχυρή παρανόηση είναι ότι τα "αρνητικά" συναισθήματα πρέπει οπωσδήποτε ν' αλλάξουν και να μετατραπούν σε θετικά. Είναι μια αφοριστική άποψη που αφαιρεί την έννοια της διάκρισης, αφαιρεί τη μοναδικότητα της στιγμής, αφαιρεί την έννοια της δικαιοσύνης και πολλά άλλα, τα οποία παραμορφώνονται κάτω από το πέπλο μιας ψεύτικης ηθικής.
 
Υπάρχουν κι άλλες παρανοήσεις φυσικά... ο καθένας έχει τις δικές του, κρυμμένες μέσα στις απόψεις του, τις πεποιθήσεις και τις πρωταρχικές του ανάγκες. Χρειάζεται πάντα μια προσωπική διερεύνηση, για να διαπιστώσει ο καθένας μας τι χρειάζεται να επανεξετάσει, διαλύνοντας τις αντιφάσεις και τις παρανοήσεις μέσα του.

Η προσπάθεια της «διαχείρισης των συναισθημάτων» ενισχύει, μέσω του εσωτερικού κριτή, τον εσωτερικό πόλεμο, που άλλοτε τον εκτοξεύουμε προς τους άλλους και άλλοτε τον γυρνάμε προς τον εαυτό μας. Η έννοια του παρατηρητή είναι πρακτικά ακόμα άγνωστη σε μεγάλο βαθμό ως λειτουργία καθημερινή, διαχρονική. Αλλά η παρατήρηση συμπεριλαμβάνει και την αποδοχή, που είναι το πρώτο βήμα της αυτογνωσίας και είναι απαραίτητη για να πορευόμαστε εν ειρήνη, με τον εαυτό μας και για να καταλαβαίνουμε – μέσα από εμάς – τους άλλους.

Πώς γίνεται αυτό; Χρειάζεται μια «διόρθωση» κάποιων εννοιών, που έχουν καταγραφεί μέσα μας λανθασμένα και άρα διαστρεβλώνουν αυτά που κατανοούμε, επικοινωνούμε και τελικά λειτουργούμε. Επίσης, χρειάζεται να μάθουμε πώς λειτουργεί η σκέψη, πώς αναδύονται τα συναισθήματα, τη σημασία του γραμμικού χρόνου και της γραμμικότητας της σκέψης μας, πώς λειτουργεί η φαντασία, πόσες άλλες δυνατότητες διαθέτουμε αλλά αγνοούμε περιορίζοντας τον εαυτό μας και τους άλλους... 

Η ενεργοποίηση του παρατηρητή μέσα μας χρειάζεται δουλειά. Δεν το έχουμε μάθει άρα χρειάζεται να επιλέξουμε να το κατακτήσουμε, μαθαίνοντας τη μοναδική λειτουργία που θα μας οδηγήσει σε πολλές άλλες και σε μια διευρυμένη αντίληψη ζωής, χωρίς σύνορα. Είναι δουλειά, είναι σαφώς έξοδος από τη ζώνη άνεσης του κριτή και τις ψεύτικης ασφάλειάς του και χρειάζεται πειθαρχία και αφοσίωση. Χρειάζεται απόλυτη ειλικρίνεια με τον Εαυτό μας καθώς εισχωρούμε βαθύτερα στο νου και στο Είναι μας, αντλώντας τη δική μας, μοναδική αλήθεια και ειρηνική συνύπαρξη με τον κόσμο μας.

Τα συναισθήματα αποτελούν το κλειδί που ξεκλειδώνει τον εσωτερικό μας κόσμο. Είναι ένας κόσμος μαγικός, γεμάτος γνώση και σοφία, εφόσον είμαστε πρόθυμοι να εγκαταλείψουμε τις απόψεις που έχουμε υιοθετήσει και να προσπαθούμε μάταια να αλλάξουμε τον εαυτό μας (ή τους άλλους).  

ΔΙΠΡΟΣΩΠΙΑ: Ο κρυμμένος Ιανός

«Μισώ τον άνδρα τον διπλούν πεφυκότα, χρηστόν λόγοισι, πολέμιον δε τοις τρόποις»
Φωκυλίδης

           Ο άνθρωπος καθημερινά είναι υποχρεωμένος να συναναστρέφεται με άλλους ανθρώπους και να συνάπτει μαζί τους σχέσεις, φιλικές, επαγγελματικές, κοινωνικές. Στον απέναντι, στον «άλλο» αναζητά την ειλικρίνεια, την αλήθεια, την αυθεντικότητα, το πρόσωπο. Απεχθάνεται την υποκρισία, την προσποίηση, το ψέμα, το κίβδηλο και το προσωπείο. Ζητούμενο της επικοινωνίας και των ανθρώπινων επαφών η συνέπεια λόγων και έργων.

          Η προσωπικότητα και το πρόσωπο του ανθρώπου επηρεάζουν καταλυτικά τόσο την επικοινωνία όσο και την ποιότητα των διαπροσωπικών και κοινωνικών σχέσεων. Κι αυτό γιατί σε αυτά συμπυκνώνονται τα βασικά στοιχεία ενός ανθρώπου και δημιουργούν το κατάλληλο πλαίσιο – κλίμα για την προσέγγιση ή την αποστροφή. Οι πράξεις και η συμπεριφορά αντανακλούν το βαθύτερο «είναι» του ανθρώπου και ως ένα βαθμό αποτυπώνονται στην προσωπικότητα και το «πρόσωπο». Ζητούμενο η αρμονία ανάμεσα στο «εσωτερικό είναι» και στην εξωτερική εικόνα του ανθρώπου.

α. Το πρόσωπο και το προσωπείο
Όταν, όμως, υπάρχει ένας διχασμός ή μια διάσταση ανάμεσα στο «είναι» και το «φαίνεσθαι» τότε μιλάμε για διπροσωπία και για την κυριαρχία του προσωπείου έναντι του προσώπου που εκφράζει την αυθεντικότητα και τη γνησιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Κύριο γνώρισμα του διπρόσωπου είναι η υποκρισία και η προσποίηση. Ο διπρόσωπος, δηλαδή, προσποιείται ανύπαρκτα συναισθήματα ή αποκρύπτει τις πραγματικές προθέσεις. Εμφανίζεται φιλικός και ανιδιοτελής αλλά στο βάθος κρύβει την εχθρότητα και την ιδιοτέλεια. Προσπαθεί με τις κατάλληλες λέξεις να σκιάσει την αλήθεια των έργων, που κατά κύριο λόγο αποκαλύπτουν τις πραγματικές προθέσεις του υποκειμένου.

          «Πολλοί δρώντες τα αίσχιστα, λόγους τους αρίστους ασκέουσι» (Δημόκριτος)
Ο χαρακτηρολογικός τύπος του διπρόσωπου είναι συχνός αλλά δύσκολα διακρίνεται – εντοπίζεται. Οι ψυχολόγοι αναζητούν τη γενεσιουργό αιτία της ανάγκης του ανθρώπου να έχει δυο πρόσωπα. Η καταβύθιση στον ανθρώπινο ψυχισμό είναι πάντα δύσκολη και πιο δυσχερής ο εντοπισμός και η γενίκευση – απολυτοποίηση του στοιχείου που πυροδοτεί την ανθρώπινη συμπεριφορά.
Πολλοί διατείνονται πως η διπροσωπία ως φαινόμενο είναι ταυτισμένη με την ιδιοτέλεια που στοχεύει στην εξυπηρέτηση των προσωπικών συμφερόντων. Πολλοί άνθρωποι, παίζουν θέατρο για να ξεγελάσουν τους άλλους (γι’ αυτό και το προσωπείο), να αποκρύψουν τις ενδόμυχες προθέσεις (μη κοινωνικά αποδεκτές) και να πετύχουν τα μέγιστα προς ίδιον όφελος. Είναι μια συνήθης τακτική και χρειάζεται εκπαίδευση στην τέχνη του θεάτρου, την ηθοποιία.

β. Η ανασφάλεια και τα φοβικά σύνδρομα.
Ωστόσο, στο βάθος της διπροσωπίας και των πολλαπλών μεταμορφώσεων και μεταλλάξεων ενός ανθρώπου βρίσκεται η ανασφάλεια. Αυτή κατατρώγει τον ψυχικό κόσμο, αποδομεί την εσωτερική ισορροπία και προκαλεί φοβικά σύνδρομα. Ο διπρόσωπος χαρακτηρίζεται από χαμηλό δείκτη αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης. Γι’ αυτό καταφεύγει στη διπροσωπία και στις μεταμορφώσεις του που γι’ αυτόν λειτουργούν ως μηχανισμοί άμυνας που τις περισσότερες φορές είναι ασυνείδητοι (Άννα Φρόιντ).

          Το πρόβλημα έγκειται στην αδυναμία μας να αντιληφθούμε τη διπροσωπία του άλλου και να προφυλαχτούμε. Γιατί ο διπρόσωπος ξέρει να κρύβεται και να πείθει πως το «φαίνεσθαι» είναι και το «είναι». Επαγγελματικές, κοινωνικές σχέσεις και φιλίες κατέρρευσαν όταν αποκαλύφτηκε το πραγματικό πρόσωπο του διπρόσωπου. Γιατί δεν είναι εύκολο πάντα να διακρίνεις τα όρια του «προσώπου» και του «προσωπείου». Η δολιότητα και η προσποίηση σκιάζουν την αλήθεια:
«Στη γειτονιά τριαντάφυλλο και μες στο σπίτι αγκάθι» (παροιμία)

          Αυτή τη διπροσωπία, που λειτουργεί ως προστατευτικός κλοιός για το υποκείμενο, και τις συνεχείς μεταλλάξεις και μεταμορφώσεις την εντόπισαν και οι αρχαίοι Έλληνες και την απέδωσαν με τη μορφή του μυθικού Πρωτέα. Εξάλλου γνωστή είναι η φράση «Πρωτεϊκή μορφή», που χρησιμοποιείται σε ένα ευρύ φάσμα του λόγου μας (γλώσσα, καριέρα, εξουσία, πολιτική….). Ως επίθετο το «πρωτεϊκή» θα μπορούσε να έχει ως συνώνυμα τα: πολύμορφη, πολύχρωμη, άστατη, μεταβλητή, πολύπλευρη, μεταμορφωμένη…..

γ. Οι διπρόσωποι των μύθων.
Ο Πρωτέας, μυθικό πρόσωπο, ήταν ένας θαλάσσιος θεός στην υπηρεσία του θεού της θάλασσας, του Ποσειδώνα. Είχε την ικανότητα να προλέγει αλάνθαστα το μέλλον. Όταν κάποιος ήθελε να μάθει κάτι για το μέλλον του τότε πλησίαζε τον Πρωτέα ο οποίος με τη σειρά του για να αποφύγει αυτό το έργο άλλαζε μορφές και μεταμορφωνόταν σε κάθε είδος σχήμα και θαύμα της φύσης. Στον κοσμογονικό μύθο Πρωτέας σημαίνει ο Πρώτος, ο Πρωτογέννητος, μορφή δηλαδή που γεννά τις άλλες μορφές που συγκρατούν τον κόσμο, είναι, δηλαδή, η πρώτη μορφή ύλης (η γενετική δύναμη του νερού).

          Μια άλλη μορφή που σχετίζεται με τη διπροσωπία είναι και ο Ρωμαϊκός θεός, Ιανός. Ο Ιανός ήταν θεός με δυο πρόσωπα, τα οποία κοίταζαν, σε αντίθετες κατευθύνσεις, για αυτόν τον αποκαλούσαν και …. Jasus bifrons, δηλαδή, διπρόσωπο Ιανό. Τα δυο του πρόσωπα συμβόλιζαν την αρχή και το τέλος, τη νιότη και το γήρας, την είσοδο και την έξοδο. Γι’ αυτό και του αφιέρωσαν τον Ιανουάριο που σαν πρώτος μήνας του χρόνου, κοίταζε προς τον προηγούμενο χρόνο και προς τον επόμενο. Εμφανής είναι, λοιπόν, η «συγγένεια» της διπροσωπίας – διπρόσωπου με τον Ιανό.

            Τις πολλαπλές, όμως, μεταλλάξεις και μεταμορφώσεις του διπρόσωπου απέδωσε με το έργο του ο Λατίνος συγγραφέας Οβίδιος. Γνωστή εξάλλου είναι η φράση «οβιδιακές μεταμορφώσεις» που αποδίδεται ως μομφή ενάντια κάποιου που αλλάζει στάση ή συμπεριφορά για την εξυπηρέτηση με αθέμιτα μέσα του προσωπικού συμφέροντος.

          Ένα άλλο είδος διπροσωπίας συνιστά και ο χαμαιλέοντας (ερπετό που αλλάζει το χρώμα του για να προστατευθεί από τους εχθρούς του.) Μεταφορικά εννοούμε τον συμφεροντολόγο, τον υποκριτή και αναξιόπιστο που προσαρμόζει την εικόνα – πρόσωπό του, τις αρχές τις ιδέες σύμφωνα με τους επιδιωκόμενους – ιδιοτελείς τους στόχους.

δ. Διπροσωπία και λαϊκισμός.
«εσθλά αγορεύοντες, κακά δε φρεσί βυσσοδόμευον» (Όμηρος, Οδύσσεια ) (ενώ λένε τα καλά, σχεδιάζουν κρυφά τα κακά)

          Την αναντιστοιχία, επομένως, λόγων και έργων, προσώπου και προσωπείου, την υποκρισία και τη διπροσωπία εντόπισαν, περιέγραψαν και χλεύασαν οι αρχαίοι όσο και οι σύγχρονοι. Ιδιαίτερα δε απωθητική είναι η εικόνα και το φαινόμενο της διπροσωπίας και της βίαιης μετάλλαξης και μεταμόρφωσης των κομμάτων, της πολιτικής και των πολιτικών. Κι αυτό γιατί χρησιμοποιούνται τεχνικές ποδηγέτησης της βούλησης των πολιτών με απώτατο στόχο την κατάληψη ή παραμονή στην εξουσία.

          Η ανακολουθία άσκησης πολιτικής με τα υπεσχημένα και διακηρυγμένα (ιδεολογική προδοσία) καθίσταται συχνά αντικείμενο πολιτικών αντιπαραθέσεων και προσφιλές θέμα των γελοιογράφων και του θεάτρου. Η διακωμώδηση της διπροσωπίας και των οβιδιακών μεταμορφώσεων των πολιτικών και της πολιτικής τους αποτελεί την πρώτη και άμεση αντίδραση των πολιτών που αισθάνονται την έκπτωση της πολιτικής και βιώνουν τον αμοραλισμό των πολιτικών. Ως ένα βαθμό η διπροσωπία και οι οβιδιακές μεταμορφώσεις των πολιτικών συνθέτουν το περιεχόμενο του λαϊκισμού, που ως άλλος Ιανός υποσκάπτει τα θεμέλια της δημοκρατίας μας.

«Κίβδηλοι και αγαθοφανέες οι λόγω μεν άπαντα, έργω δε ουδέν έρδοντες» (Δημόκριτος) (ψεύτικοι και υποκριτές κάνουν τα πάντα με λόγια, με έργα δε τίποτα).

Το ένστικτό μας πάντα έχει δίκιο

Υπάρχουν μπροστά μας δύο γραμμές: η μία είναι πραγματική και οδηγεί στο σκοτάδι, η άλλη είναι φανταστική και οδηγεί στο φως. Πρέπει να επιλέξουμε, λοιπόν, ποια θ’ ακολουθήσουμε.

Ας υποθέσουμε πως επιλέγουμε ν’ ακολουθήσουμε τη φανταστική γραμμή που, όπως μάς φαίνεται, θα μας βγάλει στο φως. Πατώντας, λοιπόν, πάνω στη γραμμή που δεν υπάρχει στ’ αλήθεια, προκειμένου να πάμε στο φως, μπορεί να μας συμβούν τρία πράγματα:

Πρώτον, μπορεί να βρούμε πράγματι το φως. Δεύτερον, μπορεί ανά πάσα στιγμή να εξαφανιστεί η φανταστική γραμμή, αφού δε βρίσκεται παρά μόνο στη φαντασία μας. Και, τέλος, το χειρότερο που μπορεί να μας συμβεί, είναι η φανταστική γραμμή να μην επιφυλάσσει το φως, αλλά το σκοτάδι, που θα το βρίσκαμε, όμως, έτσι κι αλλιώς, αν ακολουθούσαμε την πραγματική γραμμή απ’ την αρχή.

Σ’ αυτό το σημείο, ας πούμε πως η πραγματική γραμμή συμβολίζει τη γραμμή της λογικής μας, που οδηγεί στο σκοτάδι καθώς μας υποδεικνύει πως τα πράγματα δε θα έχουν την έκβαση που θέλουμε. Η φανταστική γραμμή, απ’ την άλλη, είναι η γραμμή της καρδιάς μας ή του ενστίκτου μας, που μας δείχνει ότι στο τέλος μπορεί και να πάρουμε αυτό που θέλουμε. Αν επιλέγουμε, λοιπόν, ν’ ακολουθούμε το ένστικτό μας, τότε μπορεί να συμβούν όσα συνέβησαν κι όταν ακολουθήσαμε τη νοερή γραμμή στην αρχή του άρθρου μας.

Καταρχάς, όταν το ένστικτό μας μάς κάνει να βλέπουμε φως, όταν η λογική μας προεξοφλεί το σκοτάδι κι επιλέξουμε να το ακολουθήσουμε, τότε μπορεί στ’ αλήθεια να βρούμε το φως. Δεν είναι απίθανο, δηλαδή, πολλές καταστάσεις να μην μπορούν να εξηγηθούν λογικά και να είναι αδύνατον να καταφέρουμε να εκμαιεύσουμε μια αιτία, που ν’ αμφισβητεί ότι τα πράγματα θα εξελιχθούν έτσι όπως δε θα τα θέλαμε. Οι αιτίες, όμως, μπορεί να υπάρχουν κι ίσως να μην μπορούμε να τις αρθρώσουμε και να τους δώσουμε υπόσταση με ξεκάθαρες σκέψεις, αλλά να τις αισθανθούμε μόνο.

Αν ακολουθούμε το ένστικτό μας, τότε δε θα έχουμε να καταπιαστούμε πάνω σε τίποτα χειροπιαστό, αλλά θα στηριζόμαστε μόνο σε προαισθήματα και εικασίες. Δε θα μπορούμε, επομένως, να έχουμε μια εξασφαλισμένη βεβαιότητα πως θα βγούμε τελικά εκεί όπου θα θέλαμε. Αντιθέτως, σε κάθε βήμα μας θα καραδοκεί ο κίνδυνος ν’ αμφισβητηθεί το ένστικτό μας και να διαψευσθούν όσα πιστεύαμε πως υπήρχαν και να πάψει, έτσι, να υπάρχει κι η γραμμή που φανταστήκαμε.

Τέλος, το χειρότερο που μπορεί να μας συμβεί αν ακολουθήσουμε το ένστικτό μας, είναι να βρούμε αυτό που μας προμήνυε απ’ την αρχή η λογική μας, για το οποίο, όμως, θα είμαστε προετοιμασμένοι, αφού το μυαλό μας δε μας άφηνε να τ’ αποκλείσουμε ως ενδεχόμενο. Το μόνο για το οποίο θα έχουμε να μετανιώνουμε στην προκειμένη περίπτωση, είναι για το χρόνο που θα έχουμε χάσει, εμμένοντας σε μια κατάσταση που πιστεύαμε ότι θα μπορούσε να έχει θετική έκβαση.

Βλέπουμε, έτσι, πως οι γραμμές που μπορούμε ν’ ακολουθήσουμε όταν προμηνύεται σκοτάδι, είναι πάντα δύο: αυτή που θα μας κάνει ν’ αποδεχθούμε αμέσως το σκοτάδι κι εκείνη που θα μας δώσει ελπίδες, πως δεν είναι αδύνατον να βγούμε, με κάποιον τρόπο, στο φως. Η δεύτερη γραμμή, λοιπόν, έστω κι αν δεν έχει πολλές πιθανότητες επιτυχίας, ωστόσο μπορεί να μας βγάλει τελικά στο φως, όσο κι αν οι περισσότερες ενδείξεις το απέκλειαν ως ενδεχόμενο.

Είναι όντως πιο έξυπνες οι νεότερες γενιές απ’τις προηγούμενες;

Θα ’χεις αναρωτηθεί πολλές φορές, πώς μπορούσαν οι γενιές που προηγήθηκαν της δικής σου, να ζουν χωρίς όλ’ αυτά που διευκολύνουν την καθημερινότητά σου και την κάνουν πιο υποφερτή. Χωρίς την τεχνολογία που σου επιτρέπει να έχεις ελεύθερη πρόσβαση στις διάφορες γωνιές της γης -ακόμα κι αν δεν είναι τετράγωνη και σε κρατάει ενήμερο για ό,τι συμβαίνει στον πυρήνα τους. Χωρίς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που σε φέρνουν ακόμη πιο κοντά σε ανθρώπους που μπορεί και να μη γνώριζες ποτέ, υπό διαφορετικές συνθήκες. Χωρίς τα διάφορα μέσα μεταφοράς που διευκολύνουν τη μετάβασή σου σε όποιον προορισμό επιθυμεί η ψυχούλα σου, χωρίς τις οικιακές συσκευές που χρησιμοποιείς ευλαβικά για να μην παιδεύεσαι, χωρίς την πλειοψηφία των πραγμάτων που βρίσκονται αυτήν τη στιγμή γύρω σου.

Η άρνησή σου να φανταστείς τον εαυτό σου στη θέση τους κι ο τρόμος που νιώθεις να κατακλύζει το είναι σου όταν επιτρέπεις στο μυαλό σου να το κάνει, δεν περιγράφεται. Κι αυτό, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της επιρροής που έχουν σε ό,τι πρεσβεύεις ως άνθρωπος, γιατί δεν μπορείς να φανταστείς τη ζωή σου χωρίς την ύπαρξή τους. Η παγκοσμιοποίηση λοιπόν, έχει αλλάξει εντελώς τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε την πορεία μας σ’ αυτήν και το πόσο απαραίτητα μας έχουν γίνει. Και μετά από πολλή σκέψη, φτάνουμε- είτε το θέλουμε, είτε όχι- στο εξής ερώτημα: Είναι όντως η γενιά μας πιο έξυπνη απ’ τις προηγούμενες;

Οι απόψεις στο συγκεκριμένο θέμα διίστανται, γεγονός που έχει οδηγήσει στην παρερμήνευση της σημασίας του και στην παρεξηγημένη φύση του νοήματός του. Κάτι πρέπει να έκαναν σωστά οι προηγούμενοι για να φτάσουμε σε μια πιο ανεπτυγμένη εκδοχή του κόσμου στον οποίο έχουμε την τύχη να ζούμε. Κάθε προηγούμενη γενιά λοιπόν, έχει αφήσει πίσω της βάσεις για ν’ ακολουθήσουν οι επόμενες, έτσι ώστε να μη σταματήσουν ποτέ να ενισχύουν τα θεμέλιά της και να προσθέτουν τα δικά τους.

Το συγκεκριμένο ερώτημα έχει οδηγήσει τους επιστήμονες στην περαιτέρω ανάλυσή του, τόσο στο βιολογικό, όσο και στον ψυχολογικό τομέα. Η ικανότητα του ανθρώπινου είδους να εξελίσσεται και να προσαρμόζεται μ’ επιτυχία στις συνθήκες της εξέλιξής του είναι γεγονός αξιοθαύμαστο που κανένας ειδικός δεν έχει ακόμα καταφέρει να εξηγήσει. Δε βασίζεται όμως σ’ έναν συγκεκριμένο τομέα και χαρακτηρίζεται από μια πραγματικότητα πολύπλευρη, αλλά κι αξιοσημείωτη.

Οι επιστήμονες έχουν καταλήξει σε διάφορα συμπεράσματα, όσον αφορά την ευφυΐα του σύγχρονου ανθρώπου και το πώς αυτή συγκρίνεται με των προγόνων του. Ένα απ’ αυτά λοιπόν, είναι και η έκθεσή του στην τεχνολογία, ακόμα κι αν η έννοια της λειτουργεί σαν μια ομπρέλα, αφού συμπεριλαμβάνει ακόμη περισσότερες. Προσφέρει πρόσβαση σ’ ένα φάσμα γνώσης που δεν μπορεί κανείς από εμάς να υπολογίσει κι αν χρησιμοποιηθεί με το σωστό τρόπο, μπορεί να προσφέρει ευκαιρίες ζωής και να πραγματοποιήσει όνειρα που χωρίς αυτή, ίσως και να μην υπήρχαν.

Η τυφλή πίστη μας όμως σε κάτι που έχει τη δυνατότητα να μας καταστρέψει, αν του το επιτρέψουμε, έχει μειώσει την ικανότητά μας να βασιζόμαστε σε στοιχειώδη ένστικτα που θα ’πρεπε να είχαμε ήδη καλλιεργήσει. Οι χειρωνακτικές εργασίες αποτελούν πλέον είδος προς εξαφάνιση, οι άνθρωποι που διακατέχονται από μια ανεξήγητη ανάγκη να δημιουργήσουν περιθωριοποιούνται κι αυτοί που έχουν μετατραπεί σε πρότυπα έχουν χάσει την ουσία της ζωής κι αγγίζουν με τ’ ακροδάχτυλα, την επιφάνειά της.

Οι άνθρωποι του παρελθόντος θα διαφέρουν πάντα απ’ τους ανθρώπους του μέλλοντος. Αυτό είναι γεγονός και βασίζεται περισσότερο απ’ όσο πιστεύουμε στις συνθήκες υπό τις οποίες μεγάλωσαν. Έκαναν το καλύτερο που μπορούσαν για να προοδεύουν στους διάφορους τομείς της ζωής κι αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση ή και προς αποφυγή. Έμαθαν να διεκδικούν τα θέλω τους με νύχια και με δόντια, να κυνηγούν τα πιστεύω τους, να βρίσκουν την ευτυχία στις μικρές στιγμές που έκαναν τη ζωή να φαντάζει μεγάλη και να μετατρέπουν την κάθε δυσκολία της σ’ αυτό το λιθαράκι που θα τους οδηγούσε προς ένα καλύτερο αύριο.

Γιατί, όταν μια κοινωνία προοδεύει εξαιτίας των ανθρώπων που ζουν σε αυτήν, σου προσφέρει ευκολίες τις οποίες δεν μπαίνεις στη διαδικασία να επεξεργαστείς ή ακόμη και να σκεφτείς πως θα μπορούσες να είχες αποκτήσει διαφορετικά, γεγονός που κλέβει λίγη απ’ τη μαγεία της ύπαρξής τους. Αν το καλοσκεφτείς όμως, όλα απ’ τον άνθρωπο ξεκινούν κι όλα στον άνθρωπο τελειώνουν. Η ευφυΐα είναι εντελώς υποκειμενική και δεν μπορεί κανείς να κρίνει κατά πόσο επηρεάζεται απ’ το χρόνο, αν δε μελετήσει προσεκτικά κάθε πτυχή του.

Συνεξάρτηση

Αν και η αποτύπωση που έχει παρατηρηθεί στα παπάκια και στα πτηνά γενικότερα, δεν έχει παρατηρηθεί στο ανθρώπινο είδος, έχουν ωστόσο μελετηθεί σε μεγάλο βαθμό οι θεωρίες δεσμού που αφορούν την ανάπτυξη του δεσμού μεταξύ μητέρας, ή προσώπου φροντίδας, και βρέφους.

Ο πρωταρχικός δεσμός προσκόλλησης

Ο λόγος γίνεται για την έμφυτη τάση του βρέφους να συνδέεται και να δημιουργεί δεσμό με κάποιον ενήλικο του είδους του και έτσι να μπορεί να επιβιώνει και να αναπτύσσεται. Έτσι κατά τον πρώτο χρόνο ζωής του βρέφους μπαίνουν τα θεμέλια της εγγύτητας, του δεσμού και της μορφής του δεσμού που θα δημιουργηθεί με τον ή τους ενήλικους που βρίσκονται στη διάθεση του.

Η φύση μας προσφέρει την έμφυτη και δυναμική τάση για τη σύναψη δεσμού με τους σημαντικούς άλλους που μας περιβάλλουν και μας φροντίζουν, ενώ η ποιότητα του περιβάλλοντος εντός του οποίου θα βρεθεί το βρέφος, ενίοτε συνάδει με τη φύση του και άλλοτε όχι, γιατί η δεύτερη πολύ ισχυρή και έμφυτη τάση του βρέφους είναι να μπορεί να εκφράζει αβίαστα τα συναισθήματα του και τις επιθυμίες του σε ένα περιβάλλον που μπορεί να αφουγκραστεί τις ανάγκες του και να το κρατήσει με αποδοχή, όπως ακριβώς αυτό είναι.

Ο βαθμός εξάρτησης στον άνθρωπο και οι διαφορές από τα άλλα θηλαστικά

Ο άνθρωπος διαφέρει από τα υπόλοιπα θηλαστικά ως προς το βαθμό εξάρτησης του από τους άλλους προκειμένου να διατηρηθεί στη ζωή και να επιβιώσει, αλλά και ως προς το χρόνο που χρειάζεται για να ολοκληρωθεί η αυτονόμηση του. Εκτός από την σωματική φροντίδα που χρειάζεται το βρέφος για να επιβιώσει, χρειάζεται και το άτομο που φροντίζει για τις παραπάνω ανάγκες του να φροντίζει και για τις κοινωνικο-συναισθηματικές του ανάγκες.

Εδώ μπαίνουν τα θεμέλια του δεσμού. Έρευνες έχουν δείξει ότι τα μωρά που τα τάιζαν μεν, σε ιδρύματα της Ρουμανίας αρκετές δεκαετίες πριν, αλλά που ποτέ δεν τα κρατούσαν αγκαλιά, δεν τα κοιτούσαν στα μάτια και δεν τα άγγιζαν για χάρη και μόνο της χαράς που προσφέρει το σωματικό άγγιγμα, στρεσάρονταν σε τέτοιο βαθμό που η αυξημένη και συνεχής παραγωγή κορτιζόλης και αδρεναλίνης (ορμόνες του στρες) αποδυνάμωναν το αμυντικό τους σύστημα κάνοντας τα επιρρεπή σε λοιμώξεις, πολλές από τις οποίες οδηγούσαν στο θάνατο τους.

Οι έρευνες καταδεικνύουν επιπλέον ότι η αυξημένη παραγωγή των συγκεκριμμένων ορμονών που διατηρούν το στρές στον ανθρώπινο οργανισμό καθηλώνουν τη συναισθηματική ωρίμανση. Η περίπτωση όμως της Ρουμανίας δεν αποτελεί την εξαίρεση. Στη σημερινή εποχή οι γονείς σε μεγάλο βαθμό υποφέρουν οι ίδιοι από αυξημένα επίπεδα άγχους, κατάθλιψης και κυρίως θυμού, για διάφορους λόγους αν και συχνά λόγω της κοινωνικοπολιτικών συνθηκών που τους επιβάλλονται.

Ο συναισθηματικά μη διαθέσιμος γονιός

Όταν ο γονέας ή το πρόσωπο φροντίδας είναι στρεσαρισμένο, θυμωμένο, σε κατάθλιψη, ή απλά βυθισμένο για μακρά διαστήματα στις σκέψεις του, μπορεί να φροντίζει για το τάισμα και την καθαριότητα του παιδιού αλλά εκεί που απαιτείται να εμπλακεί με ουσιαστική παρουσία απέναντι στο παιδί του, συνήθως απουσιάζει είτε εν μέρει, είτε και ολοκληρωτικά.

Είναι σαν να μην αντέχει να δώσει κάτι από τον εαυτό του, είναι σαν να μην έχει κάτι να δώσει, σαν να μην απομένει διαθέσιμος χώρος και υπομονή για τα παιδιά του γιατί και ο ίδιος παραμένει σε κατάσταση «μη ολόκληρου».

Δεν είναι ότι δεν αγαπάει το παιδί του, απλά δεν είναι συναισθηματικά διαθέσιμος, δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις συναισθηματικές ανάγκες του παιδιού με υπομονή και επιμονή. Μπορεί να αναπτύσσει μια βλεμματική επαφή με το βρέφος αλλά να μην διατηρείται τόσο όσο χρειάζεται για να πάρει το μήνυμα το βρέφος ότι είναι αξιαγάπητο, ή να μην συντονίζεται η βλεμματική επαφή με το σωματικό άγγιγμα.

Το παιδί όμως ακόμα και ως βρέφος, αυτό που εισπράττει είναι ότι εκείνο δεν είναι αξιαγάπητο, ή εκείνο δεν λειτουργεί ικανοποιητικά γιατί το «εγώ» του δεν έχει εδραιωθεί και ολοκληρωθεί στο βαθμό που η σκέψη του να απελευθερωθεί από τον εγωκεντρισμό που χαρακτηρίζει υγιώς τα πρώτα χρόνια ζωής του ανθρώπου.

Δεν νιώθει ασφάλεια λοιπόν στον δεσμό με το πρόσωπο φροντίδας και επιπλέον αυτό που αντιλαμβάνεται το παιδί είναι ότι πρέπει να θυσιάσει την αυθεντικότητα του, αυτό που είναι δηλαδή, για να μπορέσει να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις και προϋποθέσεις του δεσμού, τις οποίες έχει από πριν ορίσει το ενήλικο μέρος και κυρίως η συναισθηματική του κατάσταση ή διαθεσιμότητα του.

Όταν η αποδοχή είναι υπό προϋποθέσεις λοιπόν, το βρέφος το εισπράττει και προκειμένου να διατηρήσει τον δεσμό με το πρόσωπο φροντίδας θυσιάζει τον αυθορμητισμό του και την αυθεντικότητα του και μπαίνει σε έναν προσαρμοσμένο ρόλο που πιστεύει ότι θα ικανοποιήσει τον άλλον, ενώ σε μεγαλύτερη ηλικία, συχνά υιοθετεί έναν ρόλο που αντανακλά τον θυμό του απέναντι στο πρόσωπο φροντίδας, τον θυμό που αντανακλά την οικειότητα που του έχει στερήσει. Μπορεί αρχικά να είναι το απόλυτα συμμορφωμένο παιδί, το παιδί που τα καταφέρνει σε όλα, το παιδί που είναι ιδιαίτερα ώριμο για την ηλικία του, το παιδί που φροντίζει πρώτα για τις ανάγκες των άλλων και στο τέλος τις δικές του, ενώ αργότερα να εμφανίζει αντιδραστικές και αντικοινωνικές συμπεριφορές.

Τα πρότυπα στις σχέσεις μας

Δυστυχώς αυτές οι πρώτες-πρώτες σχέσεις που δημιουργούμε και στις οποίες οι κανόνες επιβάλλονται από τους ενήλικες, εν αγνοία τους συνήθως, γίνονται τα πρότυπα που θα υιοθετήσουμε αργότερα στις υπόλοιπες σχέσεις μας. Όταν το παιδί δεν μπορεί να διατηρήσει την αυθεντικότητα του σε μια σχέση γιατί έχει μάθει κατ’ αυτό τον τρόπο από πολύ νωρίς και έχει δημιουργήσει και το αντίστοιχο μνημονικό αποτύπωμα που ισχυροποιεί αυτή του τη τάση ακριβώς επειδή είναι στην ανάπτυξη, μαθαίνει να βλέπει τον κόσμο μέσα από αυτό που ήδη γνωρίζει. Αυτό που ήδη γνωρίζει και εφόσον δεν έχει κερδίσει στην πορεία την πολυπόθητη ασφάλεια μέσα από τη στάση έστω και ενός κοντινού του ενήλικα, είναι να δημιουργεί σχέσεις μη αυθεντικές. Είναι η παθητικής ή ενεργητικής μορφής συμβιωτικές ενώσεις ή όπως ακούγεται συχνά, οι σχέσεις συνεξάρτησης που είναι ανώριμες μορφές αγάπης, κατά την ενήλικη φάση ζωής.

Το μαζοχιστικό άτομο

Η παθητική μορφή της συμβιωτικής ένωσης είναι η υποταγή, ο μαζοχισμός. Το μαζοχιστικό άτομο καταφέρνει να ξεφύγει από το ανυπόφορο αίσθημα του «μη ολόκληρου», που οδηγεί στη ψυχική κατάσταση της απομόνωσης και της αίσθησης ότι δεν ανήκει σε κάποιο σύνολο, με το να γίνεται μέρος και αντικείμενο ενός άλλου προσώπου που το κατευθύνει, το καθοδηγεί, το προστατεύει, που γίνεται η ζωή του και το οξυγόνο του. Αισθάνεται ότι δεν μπορεί να υπάρξει, είναι ένα τίποτα εάν δεν αποτελεί κομμάτι του άλλου.

Ως κομμάτι του άλλου μπορεί να συμμετέχει στο μεγαλείο του, στη σιγουριά του και στην ασφάλεια του, ακριβώς γιατί δεν έχει χορτάσει την ασφάλεια του δεσμού στην αρχή της ζωής του που θα τον οδηγούσε να αναγεννηθεί ως ολόκληρο ον. Αν το άτομο δεν έχει καταφέρει να «χορτάσει» εξάρτηση και ασφάλεια στα πρώτα χρόνια της ζωής του δεν θα μπορέσει να αυτονομηθεί συναισθηματικά εύκολα, ενώ πάντα θα έχει την τάση να ερμηνεύει καταστάσεις ως απειλές που υπονομεύουν την ασφάλεια του. Το κενό δηλαδή από τον πρώτο-πρώτο δεσμό παραμένει ανοιχτό μέχρι να αυξηθεί η επίγνωση επ’ αυτού και να αρχίσει η αποκατάσταση της ασφάλειας από το ίδιο το άτομο όμως  προς τον εαυτό του.

Η μαζοχιστική σχέση μπορεί ωστόσο να αναμιχθεί και με το σωματικό και σεξουαλικό πόθο όπου όχι μόνο το πνεύμα συμμετέχει αλλά και ολόκληρο το σώμα. Πρόκειται για την ύστατη ψευδαίσθηση της οικειότητας, μια κραυγή για οικειότητα που οδηγεί σε αίσθημα μεγαλύτερου κενού.

Το σαδιστικό άτομο

Η ενεργητική τώρα μορφή της συμβιωτικής ένωσης αφορά τη κυριαρχία ή αλλιώς, το σαδισμό. Το σαδιστικό άτομο στην προσπάθεια του να γλιτώσει από το αίσθημα μοναξιάς που το καταλαμβάνει βρίσκει ένα ταίρι που πληροί τις προϋποθέσεις, δηλαδή δεν είναι ολόκληρο και «χρειάζεται» εξίσου την εξωτερική έδρα ανεφοδιασμού και πλήρωσης του δικού του κενού, δηλαδή το μαζοχιστικό άτομο.

Όσο πιο ανώριμο είναι το άτομο τόσο πιο πολύ η έδρα ανεφοδιασμού των συναισθηματικών του αναγκών βρίσκεται έξω από το ίδιο, πράγμα που είναι φυσιολογικότατο και αναμενόμενο στα βρέφη και στην παιδική ηλικία, αλλά όχι στη ενήλικη ζωή. Όταν δεν έχει ολοκληρωθεί σε ικανοποιητικό βαθμό το συναισθηματικό τάισμα του ατόμου στα πρώτα χρόνια της ζωής, φαίνεται να δημιουργεί αρκετά σοβαρά προβλήματα, ακόμα και το υπόβαθρο για αρκετές "διαταραχές" αργότερα στη ζωή, όπως είναι οι εθισμοί.

Η τέχνη της αγάπης
 
Το σαδιστικό άτομο χρειάζεται τόσο το άτομο που λειτουργεί μαζοχιστικά όσο και το μαζοχιστικό άτομο το σαδιστικό. Το ένα είναι εξαρτημένο από το άλλο στον ίδιο βαθμό, ασχέτως εάν το ένα προβάλλει την εικόνα της κυριαρχίας. Η διαφορά εντοπίζεται μόνο στο ότι το σαδιστικό άτομο διατάζει, εκμεταλλεύεται, πληγώνει, ταπεινώνει και το μαζοχιστικό διατάζεται, πληγώνεται, υφίσταται την εκμετάλλευση, ταπεινώνεται.

Η διαφορά σε επίπεδο συναισθηματικής ανωριμότητας είναι ανύπαρκτη αλλά το σημαντικό σε αυτές τις καταστάσεις είναι το κοινό σημείο που έχουν τα δύο μέρη, που δεν είναι άλλο από μία σύνδεση που καθρεφτίζει την έλλειψη ακεραιότητας.

Μπορεί η βαθύτερη ανάγκη να είναι η οικειότητα αλλά το ασυνείδητο κίνητρο με το οποίο εισέρχονται αυτά τα άτομα σε μία σχέση είναι για να αρπάξουν ότι μπορούν από τον άλλον προκειμένου να γεμίσουν το κενό, στο όνομα πάντα της αγάπης. Οι δυο τους γίνονται ένα και παραμένουν ένα, άλλα όχι δύο όπως συμβαίνει στις ώριμες μορφές αγάπης.

Η τέχνη της αγάπης τελικά δεν είναι τίποτα παραπάνω από το γνώθι σαυτόν που οδηγεί πρώτα στην αγάπη του εαυτού και μετά στο πηγαίο ενδιαφέρον και την αγάπη για τους άλλους.

Αν ο νους σου είναι φρέσκος, είναι φρέσκος και ο κόσμος

Χάνε το παρόν και θα ζεις μια ζωή πληκτική, βαρετή, ανιαρή. Να είσαι στο παρόν και θα εκπλαγείς που τίποτα δεν είναι πληκτικό.
Άρχισε κοιτάζοντας γύρω σου λίγο περισσότερο σαν παιδί. Γίνε και πάλι παιδί! Έχεις ξεχάσει την αμεσότητα, την οικειότητα.
Έχεις κόψει τις γέφυρες. Η γνώση λειτουργεί σαν τοίχος. Η αθωότητα λειτουργεί σαν γέφυρα.
Άρχισε να κοιτάζεις πάλι σαν παιδί.
Πήγαινε στην παραλία κι άρχισε να μαζεύεις κοχύλια. Δες ένα παιδί που μαζεύει κοχύλια. Είναι τόσο συγκλονισμένο, λες κι έχει ανακαλύψει ολόκληρο ορυχείο διαμαντιών.
Δες το παιδί που φτιάχνει κάστρα από άμμο, πόσο απορροφημένο είναι, σαν να μην υπάρχει τίποτα σπουδαιότερο στον κόσμο από το να φτιάχνει κάστρα.
Μη ζεις σαν να γνωρίζεις. Δεν γνωρίζεις τίποτα! Τη στιγμή που γνωρίζεις κάτι, εμφανίζεται η πλήξη. Η διαδικασία της γνώσης είναι τέτοια περιπέτεια, στην οποία δεν μπορεί να υπάρξει η πλήξη. Με τη γνώση, ασφαλώς μπορεί να υπάρξει. Με τη διαδικασία της γνώσης όμως δεν υπάρχει.
Και να σου θυμίσω ότι δεν μιλάω για καμιά θεϊκή γνώση, για καμιά εσωτερική γνώση, απλώς μιλάω γι' αυτήν εδώ τη ζωή.
Απλώς κοίταξε γύρω σου με λίγο περισσότερη καθαρότητα, λίγο περισσότερη διαύγεια και θα δεις η ζωή δεν είναι καθόλου πληκτική, αλλά ότι είναι καταπληκτική.
Αν όλα σου φαίνονται παλιά, αυτό σημαίνει ο νους σου είναι παλιός, έχει μουχλιάσει.
Αν ο νους σου είναι φρέσκος, είναι φρέσκος και ο κόσμος. Το ζήτημα δεν είναι ο κόσμος, αλλά ο καθρέφτης.
Αν υπάρχει σκόνη πάνω στον καθρέφτη, τότε ο κόσμος είναι παλιός. Αν δεν υπάρχει σκόνη, τότε πως μπορεί να είναι παλιός;
Αν τα πράγματα παλιώνουν, τότε νιώθεις πλήξη. Όλοι νιώθουν πλήξη μέχρι θανάτου.
Κοίταξε τα πρόσωπα των ανθρώπων.
Κουβαλάνε τη ζωή σαν βάρος, τη βαριούνται, δεν έχει νόημα γι’ αυτούς, μοιάζει με εφιάλτη, με κακό αστείο, με κόλπο που κάνει κάποιος εναντίον τους για να τους βασανίσει. Έτσι, η ζωή δεν είναι γιορτή, δεν μπορεί να είναι. Πώς να είναι γιορτή, όταν ο νους είναι βαρύς, γεμάτος αναμνήσεις; Μα ακόμα κι όταν γελάς, το γέλιο σου κουβαλάει την πλήξη σου. Κάνεις προσπάθεια για να γελάσεις και γελάς μόνο από ευγένεια.

Πολλές φορές μας είναι ευκολότερο να ζούμε στην άγνοια, αυτό μας κάνει πιο ευτυχισμένους

Πολλές φορές μας είναι ευκολότερο να ζούμε στην άγνοια, γιατί, όπως λέει η παροιμία, αυτό μας κάνει πιο ευτυχισμένους.

Ωστόσο, ο μέγας στρατηγός Σουν Τζου, που οι διδαχές του εφαρμόζονται ακόμα και σήμερα, διαβεβαίωνε πως δεν μπορείς να κερδίσεις μια μάχη αν δε γνωρίζεις εκτός από τον εχθρό, και τον εαυτό σου.

“Αν γνωρίζεις τον εχθρό και γνωρίζεις και τον εαυτό σου, δεν πρέπει να φοβάσαι την έκβαση ούτε εκατό μαχών” διαβεβαίωνε ο συγγραφέας του βιβλίου “Η τέχνη του πολέμου”.

Αν γνωρίσουμε τον εαυτό μας σε βάθος μπορεί να τρομάξουμε, γιατί, αν ερευνήσουμε πολύ και φτάσουμε ως τις πιο βαθιές πτυχές του εαυτού μας, ίσως βρούμε πράγματα που δεν θα μας αρέσουν. Για παράδειγμα, διακινδυνεύουμε:

Να έρθουμε αντιμέτωποι με πλευρές μας που απεχθανόμαστε.
Να θυμηθούμε τις στιγμές εκείνες που ενεργήσαμε άσχημα.
Να αισθανθούμε ντροπή ή ενοχή για καταστάσεις που ζήσαμε καιρό πριν.
Να ανακαλύψουμε ότι αυτό που έχουμε τώρα δεν είναι αυτό που θέλουμε πραγματικά.
Να χάσουμε ένα μέρος από την αυτοεκτίμησή μας όταν συνειδητοποιήσουμε τις αδυναμίες μας.

Όλα αυτά ίσως να μας ωθήσουν ν’ αφήσουμε στη σκοτεινή κόγχη της ψυχής αυτό που δε θέλαμε να δείχνουμε στον εαυτό μας και, πολύ περισσότερο στους άλλους.

Ωστόσο, πρέπει να αποβάλουμε τον φόβο.

Όπως διαβεβαιώνουν ερευνητές και ψυχολόγοι, το πρώτο βήμα για να υπερνικάμε δυσκολίες ξεκινάει από μια πράξη ενδοσκόπησης κι από δουλειά μέσα μας προκειμένου να βελτιωθεί αυτό που υπάρχει έξω.

Η εμβάθυνση στην αυτογνωσία αυτή μπορεί να μας βοηθήσει, μεταξύ άλλων, να βελτιώσουμε τη ζωή μας εξουδετερώνοντας τις εσφαλμένες πεποιθήσεις μας, οι οποίες συχνά μας βασανίζουν και μας κρατάνε σε κατάσταση παράλυσης.

Ο ερευνητής Γκάρι Μάρκους, του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, διαβεβαιώνει πως οι αναμνήσεις που έρχονται στη μνήμη μας είναι αυτές που βρίσκονται σε αρμονία με τις πεποιθήσεις μας και πως εκείνες που δε συμφωνούν με τις τωρινές μας σκέψεις είναι πιο δύσκολο να τις θυμόμαστε. Γι’ αυτό, αν κάποιος έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση, του είναι ευκολότερο να θυμάται μόνο τις καταστάσεις που δηλώνουν αυτή την έλλειψη. Κι όταν θυμώνουμε με κάποιον, σίγουρα μας έρχονται στον νου ένα σωρό περιπτώσεις που μας πρόσβαλε, αφήνοντας στην άκρη όλες εκείνες κατά τις οποίες έκανε καλά πράγματα για μας.

Γι’ αυτό τον λόγο, μεταξύ πολλών άλλων, είναι τόσο σημαντικό να φτάνουμε στη γνώση του εαυτού μας.

Το να ξέρουμε ότι απλώς είμαστε θυμωμένοι ή ότι αυτή η έλλειψη ασφάλειας επηρεάζει τα όσα πιστεύουμε και θυμόμαστε μπορεί να συμβάλει να ξεπεράσουμε μια κατάσταση ή ακόμα και να πάρουμε τα αναγκαία μέτρα για να την επιλύσουμε οριστικά.

Όπως διαβεβαιώνει ο Μάρκους στο βιβλίο του Αυτό θα σε κάνει εξυπνότερο:
“Ο νους μας είναι πεπερασμένος και απέχει πολύ από το να είναι ευγενής. Το να γνωρίζουμε τα όριά του μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοούμε καλύτερα τα πράγματα”.