Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2018

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Χοηφόροι (456-478)

ΟΡ. σέ τοι λέγω, ξυγγενοῦ, πάτερ, φίλοις. [στρ. κ]
ΗΛ. ἐγὼ δ᾽ ἐπιφθέγγομαι κεκλαυμένα.
ΧΟ. στάσις δὲ πάγκοινος ἅδ᾽ ἐπιρροθεῖ·
ἄκουσον ἐς φάος μολών,
460 ξὺν δὲ γενοῦ πρὸς ἐχθρούς.

ΟΡ. Ἄρης Ἄρει ξυμβαλεῖ, Δίκᾳ Δίκα. [ἀντ. κ]
ΗΛ. ἰὼ θεοί, κραίνετ᾽ ἐνδίκως ‹λιτάς›.
ΧΟ. τρόμος μ᾽ ὑφέρπει κλύουσαν εὐγμάτων.
τὸ μόρσιμον μένει πάλαι,
465 εὐχομένοις δ᾽ ἂν ἔλθοι.

— ὦ πόνος ἐγγενὴς [στρ. λ]
καὶ παράμουσος ἄτας
αἱματόεσσα πλαγά.
ἰὼ δύστον᾽ ἄφερτα κήδη·
470 ἰὼ δυσκατάπαυστον ἄλγος.

— δώμασιν ἔμμοτον [ἀντ. λ]
τῶνδ᾽ ἄκος, οὐδ᾽ ἀπ᾽ ἄλλων
ἔκτοθεν, ἀλλ᾽ ἀπ᾽ αὐτῶν,
δι᾽ ὠμὰν ἔριν αἱματηράν.
475 θεῶν ‹τῶν› κατὰ γᾶς ὅδ᾽ ὕμνος.

— ἀλλὰ κλύοντες, μάκαρες χθόνιοι,
τῆσδε κατευχῆς πέμπετ᾽ ἀρωγὴν
παισὶν προφρόνως ἐπὶ νίκῃ.

***
ΟΡΕΣΤΗΣ
Εσένα κράζω, βόηθα τους δικούς, πατέρα.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Όμοια κι εγώ σε προσκαλώ, δακρυοπνιγμένη…
ΧΟΡΟΣ
Με μια φωνή κι εμείς όλοι μαζί,
άκου, σου κράζομε κι έβγα στο φως·
460 μαζί μας στάσου αντίκρυ στους εχθρούς.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Δύναμη με τη Δύναμη
και Δίκη με τη Δίκη θα πιαστούνε.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Και σεις πια κάμετε, ω θεοί,
οπού έχουνε το δίκιο να το βρούνε.
ΧΟΡΟΣ
Τρέμω που ακούω αυτές σου τις ευχές·
πολύν καιρό η μοίρ᾽ αργεί,
μα ίσως καλώντας την να ᾽ρθει.

Οϊμένα αρρώστια από γενιάς
και συμφοράς παράχορδη
στο αίμα βαμμένη δοξαριά!
ω πάθη πολυοστέναχτα,
ποιά να βαστάξει σας καρδιά;
Οϊμέ του πόνου βρύση
470 ποιός να σε κλείσει;

Στα ίδια τα σπίτια η γιατρειά
βρίσκεται μέσα· μη ζητάς
απ᾽ όξω, απ᾽ άλλους, μ᾽ απ᾽ αυτούς
τους ίδιους με τις άγριές των
κι αιμόχαρες συνερισιές.
Των θεών του κάτου κόσμου
ο ύμνος αυτός μου!

Μ᾽ ακούστε σεις, θεοί, κάτω απ᾽ τη γη
τα παρακάλια μας αυτά και στα παιδιά
βοήθεια για νίκη στείλετε με πρόθυμη καρδιά.

Ο αναθεωρητής Θουκυδίδης

ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΗΣ; ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΘΕΩΡΗΘΕΙ αναθεωρητής ο Θουκυδίδης εφόσον φαίνεται να είναι ο πρώτος που έγραψε ιστορία για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο; Ποιες απόψεις υπήρχαν ήδη ώστε να τις αναθεωρήσει; Κατά μία έννοια, όλοι οι ιστορικοί είναι αναθεωρητές, αφού ο καθένας τους προσπαθεί να συμβάλει σε μια αλλαγή του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το παρελθόν. Όταν χρησιμοποιούμε τον όρο αναθεωρητής, πάντως, γενικά εννοούμε κάτι ριζικότερο: ένας συγ­γραφέας ο οποίος προσπαθεί να αλλάξει τη γνώμη του αναγνώστη κατά τα μέγιστα, προτείνοντας μια ολοκληρωτικά νέα ερμηνεία, η οποία επανεξετάζει εκ βάθρων τον καθιερωμένο τρόπο θεώρησης ενός ζητήματος.
 
Με δεδομένο ότι ο Θουκυδίδης πίστευε στην πρακτι­κή σημασία της ιστορίας, θα περίμενε κανείς να είναι πρό­θυμος να διορθώσει κάθε λάθος που βρήκε σχετικά με τα γεγονότα και την ερμηνεία τους. Αλλά το κριτικό του πνεύμα τον οδήγησε να δει πέρα από τις απλές, τεκμη­ριωμένες λεπτομέρειες. Χρησιμοποιεί στοιχεία από τον Όμηρο, για παράδειγμα, για να δείξει ότι έφταιγε η πενία των Ελλήνων και όχι η ανδρεία των Τρώων για τη μεγάλη διάρκεια της πολιορκίας της Τροίας. Από ό, τι φαίνεται, είναι ο πρώτος που διατύπωσε την άποψη πως ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ήταν μία και μόνη σύγκρου­ση, και όχι αλληλουχία ξεχωριστών πολεμικών συρρά­ξεων. Σε αυτό και στα επόμενα κεφάλαια θα συζητηθούν πολλές άλλες, μεγαλύτερες και πιο αμφιλεγόμενες ανα­θεωρητικές απόψεις του.
 
Αν δεχτούμε ότι ο Θουκυδίδης διέθετε το ένστικτο του αναθεωρητή, άραγε τι υπήρχε ήδη προκειμένου αυτό να αναθεωρηθεί; Η απάντηση είναι: οι απόψεις των συγ­χρόνων του οι οποίες δεν είχαν ακόμη πλήρως διαμορφω­θεί ούτε ήταν καταγεγραμμένες. Στην εποχή μας, είναι εύκολο να αναγνωρίσουμε ανάλογες απόψεις. Ορισμένοι από εμάς τις θυμόμαστε ακόμη από άμεση εμπειρία, και, σε κάθε περίπτωση, οι σύγχρονοι αναθεωρητές έρχονται αντιμέτωποι με τις αντίθετες απόψεις και επιχειρηματο­λογούν εναντίον τους. Η μέθοδος του Θουκυδίδη διαφέ­ρει. Δεν διαφωνεί με κανέναν ονομαστικά και δεν πα­ρουσιάζει στερεότυπες εναλλακτικές απόψεις, ούτε καν διαψεύδει, αλλά δίνει στον αναγνώστη μόνο τα γεγονότα και τα συμπεράσματα που συνάγονται από αυτά τα οποία κρίνει απαραίτητα μετά από προσεκτική έρευνα και σκέ­ψη. Αυτή του η προσέγγιση υπήρξε τόσο επιτυχής, ώστε για περισσότερα από δύο χιλιάδες τετρακόσια χρόνια λί­γοι αναγνώστες γνώριζαν πως υπήρχε και άλλη οπτική γωνία. Αλλά μια προσεκτική ανάγνωση του ίδιου του Θου­κυδίδη και άλλων αρχαίων πηγών δείχνει ότι υπήρχαν διαφορετικές απόψεις στην εποχή του και ότι η Ιστορία του αποτελεί ισχυρή και αποτελεσματική επιχειρηματο­λογία εναντίον τους. Ανακτώντας αυτές τις λησμονημέ­νες και άγνωστες απόψεις της εποχής και συγκρίνοντάς τες με τις ερμηνείες του Θουκυδίδη φωτίζονται με τρόπο ενδιαφέροντα η σκέψη του και η σημασία του έργου του.
 
Το μέγεθος του Πολέμου
 
Η Ιστορία ξεκινά ως εξής: «Ο Αθηναίος Θουκυδίδης έγρα­ψε την ιστορία του πολέμου μεταξύ Πελοποννησίων και Αθηναίων, πώς πολέμησαν μεταξύ τους. Άρχισε να γράφει  μόλις ξέσπασε ο πόλεμος, επειδή προέβλεψε ότι θα είναι ο μεγαλύτερος και ο σπουδαιότερος από όλους τους παλαιότερους πολέμους» (1.1.1). Αυτός ο τελευταίος ισχυ­ρισμός τουλάχιστον θα είχε προξενήσει κάποια έκπληξη στους συγχρόνους του. Θα αναλογίστηκαν αμέσως τον Τρωικό Πόλεμο, που τον είχε υμνήσει ο Όμηρος στα έπη του, τα οποία οι Έλληνες -και ο ίδιος ο Θουκυδίδης- θεω­ρούσαν κατά βάση ιστορικά έργα, και θα αναρωτήθηκαν αν οποιοσδήποτε άλλος πόλεμος μπορούσε να συγκριθεί με αυτό τον τιτάνιο αγώνα θεών και ηρώων. Μπορεί και να σκέφτηκαν τους μεγάλους Περσικούς Πολέμους, όταν ο τεράστιος στρατός και το ναυτικό της πελώριας Περσι­κής Αυτοκρατορίας επιτέθηκαν στις ελληνικές πόλεις· κα­τέλαβαν μεγάλο μέρος της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένης και της Αττικής· και απείλησαν να την κατακτή­σουν ολόκληρη, υποδουλώνοντας τον πληθυσμό της και πνίγοντας τον λαμπρό πολιτισμό της στο ίδιο του το λίκνο.
 
Προκειμένου να απαντήσει εκ των προτέρων σε τέ­τοιου είδους αντιρρήσεις, ο Θουκυδίδης υπερασπίστηκε και επέκτεινε τον τολμηρό ισχυρισμό του, υποστηρίζο­ντας ότι στον Πελοποννησιακό Πόλεμο «οι δύο αντίπαλοι ήσαν στην ακμή της δύναμής τους, ήσαν καλά ετοιμα­σμένοι, και όλοι οι άλλοι Έλληνες έπαιρναν ή ήσαν έτοι­μοι να πάρουν το μέρος του ενός ή του άλλου. Η ανατα­ραχή αυτή συγκλόνισε τους Έλληνες και μερικούς από τους βαρβάρους και, μπορεί κανείς να πει, ολόκληρο σχε­δόν τον κόσμο» (1.1.1). Αυτή η περιγραφή, που υπαινίσ­σεται μια σχετική αδυναμία των αντιμαχόμενων πλευρών σε προηγούμενους πολέμους, απαιτεί απόδειξη. Ο Θου­κυδίδης παραδέχεται ότι με το πέρασμα του χρόνου ήταν αδύνατο γι’ αυτόν να αντιληφθεί με βεβαιότητα τη φύση αυτών των συγκρούσεων, αλλά η προσεκτικότατη έρευ- νά του τον έπεισε ότι «ούτε πόλεμοι ούτε άλλα γεγονό­τα είχαν πάρει τόσο μεγάλη έκταση» (1.1.2).
 
Οι ενότητες 2-21 του Πρώτου Βιβλίου της Ιστορίας αναφέρονται στο ιστορικό της ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας από τους παλαιότατους χρόνους μέχρι το ση­μείο που οι δύο μεγάλοι αντίπαλοι, η Σπάρτη και η Αθή­να, είχαν αποκτήσει ανάλογη δύναμη. Στόχος είναι η υπο­στήριξη του καινοφανούς ισχυρισμού του Θουκυδίδη ότι αυτός ο πόλεμος ήταν η μεγαλύτερη σύγκρουση που είχε γίνει ποτέ. Προσεγγίζει το θέμα με εξαιρετικά εξεζητη­μένο τρόπο, συνάγοντας λογικά συμπεράσματα από υλι­κό που υπήρχε και χρησιμοποιώντας την κριτική ανάλυ­ση των πληροφοριών που παρέχονται από τους ποιητές, ιδιαίτερα από τα έπη του Ομήρου. Αξιοποιεί τα στοιχεία που ανακύπτουν για να προωθήσει μια νέα, εντελώς ορθο­λογική, θεωρία της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυ­ξης του Ελληνικού κόσμου.
 
Στα παλαιότερα χρόνια, οι άνθρωποι δεν είχαν μόνιμη κατοικία και μετανάστευαν διαρκώς. Δεν υπήρχε πλεό­νασμα αγροτικών προϊόντων ούτε εμπόριο. Δεν φυτεύο­νταν οπωροφόρα δέντρα, γιατί οι οικισμοί ήταν ατείχι­στοι, και πολύ φτωχοί και αδύναμοι για να αντισταθούν στους επιδρομείς που θα ήθελαν να αρπάξουν τη σοδειά τους. Εφόσον έπρεπε να είναι πάντα έτοιμοι να μετακινη­θούν, σε περίπτωση επίθεσης, προς άλλους τόπους, οι πό­λεις τους δεν ήταν ούτε μεγάλες ούτε πλούσιες. Τα πιο γόνιμα και ελκυστικά εδάφη δέχονταν επίσης επιδρομές, και, επιπλέον, την καλλιέργειά τους την εμπόδιζαν οι εσω­τερικές διαμάχες. Για να υποστηρίξει το επιχείρημά του, ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί το παράδειγμα της Αθήνας - ένας τόπος ο οποίος είχε αποφύγει τον εμφύλιο πόλεμο και τις εισβολές ξένων λόγω του σχετικά φτωχού εδάφους του -, «και την κατοικούσαν από πάντα οι ίδιοι άνθρω­ποι». Χάρη σε αυτό τον παράγοντα ο πληθυσμός μπόρε­σε να αυξηθεί, ενώ άλλους λαούς τούς εμπόδιζαν οι με­ταναστεύσεις να πολλαπλασιαστούν. Από πολύ νωρίς δημιουργήθηκε εκεί μια σταθερά εδραιωμένη κοινότητα η οποία προσείλκυσε τους επιφανέστερους πρόσφυγες από άλλες περιοχές της Ελλάδας. Μετά από κάποιο χρόνο, η Αθήνα δεν μπορούσε να χωρέσει τον ταχύτατα αυξανό­μενο πληθυσμό της και άρχισε να ιδρύει αποικίες στην Ιωνία, στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου (1.2).
 
Μια επιπλέον απόδειξη για τη σχετική έλλειψη ισχύος σε παλαιότερες εποχές αποτελεί το γεγονός ότι, στην επο­χή του Ομήρου, δεν υπήρχε ακόμη ένα συλλογικό όνομα για όλους τους Έλληνες - και την Ελλάδα -, γι’ αυτό στα ποιήματά του δεν χρησιμοποιεί τον όρο βάρβαροί για να διακρίνει άλλους λαούς από τους Έλληνες. Μέχρι να απο­κτήσουν οι Έλληνες ικανότητα ναυσιπλοΐας, δεν ήταν δυνατόν να αναλάβουν κανένα σημαντικό εγχείρημα από κοι­νού, και μόνο αφού την απέκτησαν μπόρεσαν να ξεκινή­σουν τον Τρωικό Πόλεμο (1.3). Αυτή η στιγμή άργησε πο­λύ, γιατί καμία πολιτεία δεν είχε τον πλούτο ούτε τη δύ­ναμη να καταστείλει την πειρατεία, που ήταν πολύ διαδε­δομένη στη θάλασσα, ή τις λεηλασίες και την ανασφάλεια στη στεριά. Πράγματι, η απουσία τειχισμένων οικισμών και η γενική αίσθηση ανασφάλειας καθιστούσαν απαραί­τητη για τους Έλληνες την οπλοφορία όπου κι αν πήγαι­ναν, και ζούσαν ακριβώς όπως οι βάρβαροι. Ο Θουκυδίδης παρατηρεί ότι, εξαιτίας αυτών των κινδύνων, οι παλαιότεροι ελληνικοί οικισμοί είχαν χτιστεί σε κάποια απόστα­ση από τη θάλασσα προκειμένου να αποφεύγονται οι πει­ρατικές επιδρομές, ενώ, σε όσους ίδρυσαν αργότερα, «όταν η ναυσιπλοΐα έγινε ασφαλέστερη και άρχισαν να αποτα­μιεύουν χρήματα, χτίστηκαν τειχισμένες [πόλεις], στα πα­ράλια και στους ισθμούς, τόσο για να είναι σε κατάλληλη τοποθεσία για το εμπόριο όσο και για να είναι ισχυρότερες από τους γείτονές τους» (1.7). Ήδη ο Θουκυδίδης υπο­δεικνύει ορισμένα στοιχεία-κλειδιά απαραίτητα για τον πολιτισμό, το μεγαλείο και τη στρατιωτική ισχύ: πλού­τος, τειχισμένες πόλεις, και ναυτική δύναμη.
 
Δεχόμενος ότι η ελληνική παράδοση βασίζεται στην πραγματικότητα, αναφέρει τον βασιλιά Μίνωα της Κρή­της ως τον πρώτο που απέκτησε ναυτικό, το οποίο χρησι­μοποίησε για να καταστείλει την πειρατεία όσο καλύτερα μπορούσε, «ώστε να του περιέρχωνται ασφαλέστερα τα ει­σοδήματα των νησιών» (1.4). Ενώ ο Μίνως, με αυτό τον τρόπο, βοήθησε να δημιουργηθούν πιο ασφαλείς συνθήκες που επέτρεψαν στους Έλληνες να αναλάβουν κοινή στρα­τιωτική δράση με τη μορφή του Τρωικού Πολέμου, ακόμη και αυτή η περίφημη σύγκρουση δεν σήμαινε πάρα πολ­λά. Ηγέτης της ήταν ο Αγαμέμνων, βασιλιάς της οχυρω­μένης πόλεως των Μυκηνών, πρωτεύουσας της Αργολί­δας. Η παράδοση αποδίδει την ανάληψη από αυτόν της αρχηγίας της εκστρατείας στο γεγονός ότι ήταν αδελφός του Μενελάου, συζύγου της Ωραίας Ελένης, η οποία το είχε σκάσει στην Τροία με τον γοητευτικό Πάρι. Ο πατέ­ρας της Ελένης, ο Τυνδάρεως, έλεγε η αφήγηση, είχε βά­λει όλους τους επίδοξους μνηστήρες της να ορκιστούν ότι θα προστάτευαν τα γαμήλια δικαιώματα του άνδρα που εκείνη θα επέλεγε. Χωρίς να αρνείται την ιστορικότητα των γεγονότων που περιγράφει, ο Θουκυδίδης απορρίπτει τους όρκους ως πραγματική αιτία για την αρχηγία του Αγαμέμνονα. Αναθεωρώντας τον μύθο με χαρακτηριστικό τρόπο, συμπεραίνει ότι οι Έλληνες αρχηγοί δέχτηκαν να τους διοικεί ο Αγαμέμνων, επειδή «ήταν ισχυρότερος από τους άλλους ηγεμόνες» της εποχής (1.9.1). Τη θέση του στην κορυφή την είχε κληρονομήσει, μαζί με μια μεγάλη περιουσία, από τον πρόγονό του τον Πέλοπα. Αυτός την έφερε από την Ασία και έγινε κυβερνήτης ολόκληρης της Πελοποννήσου, στην οποία έδωσε και το όνομά του. Ο πλούτος και η εξουσία του αυξήθηκαν στον καιρό του γιου του Ατρέα, ο οποίος τα μεταβίβασε στον γιο του, τον Αγαμέμνονα. Με αυτό το κληροδότημα, ο Αγαμέμνων μπό­ρεσε να χτίσει τον μεγαλύτερο στόλο από όλους, γεγονός που του έδωσε τη δυνατότητα να διοικεί όλους τους άλ­λους ηγεμόνες εναντίον της Τροίας, οι οποίοι «τον ακο­λούθησαν μάλλον από φόβο παρά από προθυμία» (1.9.3).
 
Κάνοντας προσεκτικούς υπολογισμούς από τον κατά­λογο των πλοίων της Ιλιάδας και αξιοποιώντας άλλες λε­πτομέρειες του ομηρικού έπους, ο Θουκυδίδης υπερασπίζεται την περιγραφή του μεγέθους της ελληνικής εκ­στρατείας από τον ποιητή, και ισχυρίζεται ότι ήταν «η με­γαλύτερη από όσες είχαν γίνει» (1.10.3). Συγχρόνως προ­βάλλει το επιχείρημα ότι, ακόμη κι αν δεχτεί κανείς τους (πιθανόν υπερβολικούς) αριθμούς του Ομήρου, η στρα­τιωτική αυτή δύναμη ήταν μικρή συγκρινόμενη με εκεί­νες της εποχής του Θουκυδίδη. Αν υπολογίσουμε τον αριθ­μό των ανδρών οι οποίοι επέβαιναν στα πλοία για την Τροία βασιζόμενοι στον μέσο όρο πληρωμάτων που αναφέρονται στον κατάλογο του Ομήρου, «η πανελλήνια αυ­τή εκστρατεία δεν φαίνεται να ήταν πολυάριθμη» (1.10.5).
 
Το γεγονός ότι η εκστρατεία δεν ήταν ισχυρή δεν οφείλεται κυρίως σε ανεπάρκεια ανδρών, αλλά μάλλον σε έλ­λειψη κεφαλαίων. Ο Θουκυδίδης συμπεραίνει ότι υπήρχαν πολλοί διαθέσιμοι άνδρες για να οργανωθεί ένα μεγαλύ­τερο εκστρατευτικό σώμα, αλλά όχι και αρκετά εφόδια προκειμένου να συντηρηθούν, πράγμα που υποχρέωσε τους Έλληνες να πάρουν μαζί μόνον όσους μπορούσαν να τρα­φούν από τα εδάφη γύρω από την Τροία. Αυτές οι δυνά­μεις έπρεπε να διασκορπιστούν, να καλλιεργήσουν και να λεηλατήσουν τα περίχωρα, διευκολύνοντας τους Τρώες να αντέξουν για δέκα χρόνια. «Η έλλειψη χρημάτων εξηγεί το ότι, τα προ των Τρωικών δεν ήσαν σπουδαία γεγονό­τα. Αλλά και τα Τρωικά, αν και φημίστηκαν πολύ περισ­σότερο από οτιδήποτε προηγούμενο, αποδείχνεται ότι ήσαν κατώτερα από την φήμη και την παράδοση που, χά­ρη στους ποιητές, έχει σήμερα επικρατήσει» (1.11.2). Ο Θουκυδίδης ισχυρίστηκε ότι τα στοιχεία που θα έπαιζαν αποφασιστικό ρόλο στον μεγάλο πόλεμο της εποχής του - χρήματα και ισχυρό ναυτικό- ήταν σημαντικά επίσης και για τον μεγάλο πόλεμο στη μακρινή Εποχή του Χαλκού.
 
Μετά τον Τρωικό Πόλεμο, μας πληροφορεί ο Θουκυ­δίδης, δεν εμφανίστηκε καμία άξια λόγου δραστηριότητα. Οι διαμάχες εντός των πόλεων οδήγησαν τους ηττημένους στην εξορία, όπου ορισμένοι ίδρυσαν νέες πόλεις, και οι εκ νέου μεταναστεύσεις έγιναν αιτία για περαιτέρω διάλυση. Μόνο μετά από πολλά χρόνια ηρέμησαν τα πράγματα και η Ελλάδα έγινε αρκετά ασφαλής, με απο­τέλεσμα να αυξηθεί ο πληθυσμός της και να ιδρυθούν αποικίες μέχρι και στη Μικρά Ασία, προς τα ανατολικά, και στην Ιταλία και τη Σικελία, ακόμη και στη Γαλλία και την Ισπανία, προς τα δυτικά. Η επακόλουθη αύξηση του πλούτου και της δύναμης ευνόησε την εμφάνιση τυ­ραννικών καθεστώτων σε πολλές πόλεις, τα οποία φαί­νεται πως αποτέλεσαν και τις πρώτες σημαντικές ναυτι­κές δυνάμεις μετά από αυτή του Μίνωα της Κρήτης. Οι Κορίνθιοι κατείχαν στρατηγική θέση στον ισθμό τους, που τους επέτρεπε να επωφελούνται από το εμπόριο μέ­σω ξηράς και θαλάσσης, και χρησιμοποιούσαν τα έσοδά τους για να ναυπηγήσουν στόλο, να απωθήσουν τους πει­ρατές, και να γίνουν ακόμη πιο πλούσιοι και ισχυροί. Χω­ρίς να κατονομάζει τον Κύψελο, τον ιδρυτή της κορινθια­κής δυναστείας τυράννων, ή κάποιον από τους διαδόχους του, ο Θουκυδίδης ισχυρίζεται πως, από ό,τι φαίνεται, οι Κορίνθιοι υπήρξαν οι πρώτοι που «οργάνωσαν το ναυτι­κό τους κατά τρόπο περίπου όμοιο με τον σημερινό», και στην Κόρινθο κατασκευάστηκαν οι πρώτες τριήρεις (1.13.2). Οι τριήρεις έγιναν τα χαρακτηριστικά ελληνι­κά πολεμικά πλοία, αήττητα επί αιώνες από κάθε άλλη ναυτική δύναμη, αλλά και τα σκάφη που προτιμήθηκαν και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές του Πελοποννησιακού Πολέμου.
 
Και άλλες ελληνικές πόλεις ανέπτυξαν επίσης σημα­ντική ναυτική δύναμη. Ο Πολυκράτης, ο τύραννος της Σάμου, απέκτησε τόσο μεγάλη δύναμη στη θάλασσα, ώστε κατέλαβε και άλλα νησιά του Αιγαίου και δημιούρ­γησε αυτό που οι Έλληνες αποκαλούσαν θαλασσοκρατορία, μια ναυτική αυτοκρατορία. Ο Θουκυδίδης αναφέρει επίσης τη Φώκαια, μια ιωνική πόλη που ίδρυσε αποικία στη μακρινή Μασσαλία, και νίκησε την ισχυρή Καρχηδόνα σε ναυμαχία όταν προκλήθηκε.
 
Όλες αυτές οι περιπτώσεις ενισχύουν την υπόθεση του Θουκυδίδη ότι το μέγεθος των πολέμων εξαρτάται από τον πλούτο και τη ναυτική δύναμη, και, ενώ περιγράφει την ανάπτυξή τους κατά τους αιώνες που ακολούθησαν μετά τον Τρωικό Πόλεμο, καθιστά επίσης σαφές ότι κα­μία από αυτές τις νέες δυνάμεις της αρχαϊκής περιόδου της ελληνικής ιστορίας δεν διέθετε πραγματική υπεροχή. Μιλά για «τους ισχυρότερους στόλους» (1.14.1) αυτής της περιόδου, αλλά αυτοί χρησιμοποιούσαν μόνο λίγες τριήρεις. Αρχικά οι στόλοι αυτοί αποτελούνταν από πεντηκοντόρους, πλοία με πενήντα κουπιά, και από μακριές λέμ­βους, εννοώντας πολεμικά και όχι εμπορικά πλοία- και οι δύο αυτοί τύποι σύντομα ξεπεράστηκαν και ήταν πλέον οικτρά κατώτεροι από τις τριήρεις, οι οποίες τους διαδέ­χτηκαν. Πριν από την περσική εισβολή στην Ελλάδα, μό­νο κάποιοι Σικελοί τύραννοι και οι Κερκυραίοι στο Ιόνιο πέλαγος είχαν αποκτήσει σημαντικό αριθμό τριήρεων. Ο περίφημος και παρατεταμένος ναυτικός πόλεμος μεταξύ Αθήνας και Αίγινας δεν αποτέλεσε εξαίρεση: οι στόλοι οι οποίοι ενεπλάκησαν στη σύγκρουση αποτελούνταν κυρίως από πεντηκοντόρους. Οι Αθηναίοι δημιούργησαν στόλο από τριήρεις με τον οποίο κέρδισαν τη ναυμαχία της Σα­λαμίνας μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα από τη μεγάλη σύ­γκρουση με τους Πέρσες, αλλά και αυτά τα πλοία δεν εί­χαν ακόμη κατάστρωμα σε όλο τους το μήκος (1.14.3).
 
Η κατάσταση στην ξηρά ήταν περίπου ίδια με αυτή στη θάλασσα. Οι πόλεμοι αποτελούσαν μικρής έκτασης συγκρούσεις μεταξύ γειτόνων για συνοριακές διαμάχες. Δεν γίνονταν κατακτητικές εκστρατείες μακριά από την πατρίδα. Δεν είχε εμφανιστεί ούτε μία δύναμη ικανή να εξουσιάζει μια αυτοκρατορία ή, ακόμη, και να ηγείται ενός συνασπισμού πόλεων. Το πρώτο παράδειγμα σύρραξης όπου ενεπλάκησαν πολλές πόλεις υπήρξε ο πόλεμος για το Ληλάντιο Πεδίο, την πεδιάδα που εκτείνεται μεταξύ των κύριων αντιπάλων πόλεων, της Χαλκίδας και της Ερέ­τριας στην Εύβοια. Αν και δεν χρονολογείται με βεβαιό­τητα, φαίνεται να τερματίζεται περίπου το 700, αφού κάποιες σημαντικές πόλεις προσέτρεξαν σε βοήθεια και των δύο πλευρών, σίγουρα όμως δεν κατατάσσεται στους με­γάλους πολέμους.
 
Με βάση τους οικονομικούς πόρους και τη δύναμή τους, ίσως έπρεπε να περιμένουμε από τους τυράννους να αναλάβουν μεγάλη στρατιωτική δράση, αλλά κανείς τους δεν το έκανε. Στο σύνολό τους υπήρξαν συντηρητικοί κυ­βερνήτες, και τους απασχολούσε κυρίως η προσωπική και οικογενειακή τους ασφάλεια και ευημερία. Όταν ανα­λάμβαναν κάποια αξιοσημείωτη δράση, επρόκειτο πάντα για απάντηση ενός από αυτούς στις προκλήσεις κάποιου γείτονά του. «Έτσι, και για διαφόρους λόγους, η Ελλά­δα, για πολύν καιρό, δεν ήταν σε θέση ν’ αναλάβη καμιά αξιόλογη κοινή δράση και οι ελληνικές πολιτείες, η κα­θεμιά τους χωριστά, ήσαν άτολμες» (1.17).
 
Έπειτα, λέει ο Θουκυδίδης, ήρθαν οι Σπαρτιάτες. Ξεπερνώντας μια μακρά πρώιμη περίοδο εσωτερικών συ­γκρούσεων, υιοθέτησαν ένα ευνοϊκότερο πολίτευμα και ήταν πάντα απαλλαγμένοι από τυράννους. Αυτός ο έξοχος και εξαιρετικά σταθερός τρόπος ζωής και διακυβέρνησης διήρκεσε περισσότερο από τετρακόσια χρόνια, υπολογί­ζοντας προς τα πίσω από το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου (404). Χάρη σε αυτό το πολίτευμα «κατόρθωσαν να είναι ισχυροί και να επεμβαίνουν και στις άλλες πολι­τείες» (1.18.1). Τέλος, κατόρθωσαν να καταλύσουν τυ­ραννικά καθεστώτα σε ολόκληρη την Ελλάδα. Η συνο­πτική περιγραφή του Θουκυδίδη για την ανάπτυξη της Σπάρτης είναι ιδιαίτερα απλή και υπερβάλλει ως προς τον ρόλο της για την κατάλυση της τυραννίδας στην Ελλάδα. Οι τυραννίδες αναπτύχθηκαν και κατέρρευσαν στο Άργος, στο εσωτερικό της Πελοποννήσου, και στην Κόρινθο και τα Μέγαρα, πολύ κοντά της, χωρίς καμία τεκμηριωμένη σπαρτιατική επέμβαση. Αναμφίβολα, η περιώνυμη αντι­παλότητα της Σπάρτης με τους τυράννους την εποχή του Θουκυδίδη και ο κρίσιμος ρόλος της στην ανατροπή της δυναστείας των Πεισιστρατιδών στην Αθήνα το 510 επη­ρέασαν την εκτίμησή του, αλλά αυτό το απόσπασμα του προσφέρει επίσης το σημείο εκκίνησης για να ερμηνεύσει την κατάκτηση της ηγεμονίας στην Πελοπόννησο από τη Σπάρτη και την ανάδειξή της ως μία από τις κυρίαρχες δυνάμεις του επικείμενου μεγάλου πολέμου.
 
Η Σπάρτη βρισκόταν ήδη σε αυτή τη θέση όταν έγινε η περσική εισβολή το 480. Ο Θουκυδίδης αναγνωρίζει ότι οι Πέρσες «εξεστράτευσαν με τεράστια προετοιμα­σία» εναντίον της Ελλάδας για να την υποδουλώσουν, ότι η άμυνα των Ελλήνων ήταν μια κοινή προσπάθεια, ότι οι Σπαρτιάτες ανέλαβαν την ηγεσία των πόλεων που επέλεξαν να αντισταθούν, και ότι οι Αθηναίοι υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και, «να μπουν, με τα υπάρχοντά τους, στα καράβια τους, εμπιστευόμενοι στο ναυτικό τους» (1.18.2). Ο Περσικός Πόλεμος, λέει, «ήταν το μεγαλύτερο γεγονός» πριν από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο- παρ’ όλα αυτά, όμως, τερματίστηκε γρήγορα «με δύο ναυμαχίες και δύο μάχες» (1.23.1). Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, αντίθετα, είχε μεγάλη διάρ­κεια, και ποτέ πριν δεν είχαν συμβεί τόσες πολλές συμ­φορές σε ανάλογο χρονικό διάστημα.
 
Ποτέ άλλοτε δεν κυριεύτηκαν και δεν καταστράφηκαν τόσες πολιτείες είτε από βαρβάρους είτε από Έλληνες που πολεμούσαν μεταξύ τους. Σε πολλές, μάλιστα, πο­λιτείες, αφού καταστράφηκαν, εγκαταστάθηκε καινούρ­γιος πληθυσμός. Ποτέ άλλοτε δεν έγιναν τόσες εξορίες και δεν σκοτώθηκαν τόσοι άνθρωποι, είτε στον πόλεμο είτε σ’ εμφυλίους σπαραγμούς. Εκτός απ’ αυτό πολλά από τα όσα αναφέρονται σε παλιές διηγήσεις, τα οποία όμως σπάνια επαληθεύονταν, έγιναν πιστευτά. Γιατί έγιναν πολλοί και καταστρεπτικοί σεισμοί και εκλείψεις ηλίου πολύ συχνότερες από όσες μπορούσαν να μνημο­νευτούν για τις παλιές εποχές. Μεγάλες ξηρασίες ση­μειώθηκαν σε πολλά μέρη και προκάλεσαν λιμούς και τέλος η φοβερή επιδημία, που προξένησε μεγάλες βλά­βες και καταστροφή. Όλα αυτά έγιναν κατά την διάρ­κεια του πολέμου. (1.23.1-3)
 
Με αυτά τα δραματικά λόγια ο Θουκυδίδης κλείνει τη μακρά, αφηγηματική επιχειρηματολογία του με την οποία αντικρούει την κοινή γνώμη και αιτιολογεί τον ισχυρισμό του ότι ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ήταν η μεγαλύτερη αναταραχή που συγκλόνισε τους Έλληνες και «ο σπου­δαιότερος από όλους τους παλαιότερους πολέμους». Αλλά προκειμένου να πείσει τους ακροατές ή τους αναγνώστες του απαιτείται κάτι περισσότερο: χρειάζεται να αποδείξει ότι συχνά η κοινή γνώμη είναι λανθασμένη, και ότι πρέ­πει να δοθεί μεγαλύτερη πίστη στη δική του αναφορά.
 
Μετά τη σύντομη περιγραφή της ανάπτυξης της Σπάρ­της και της Αθήνας από την εποχή του Περσικού Πολέ­μου παρατηρεί: «Αυτά είναι τα όσα μπόρεσα να εξακρι­βώσω για τα αρχαιότερα χρόνια. Είναι δύσκολο, όμως, να δώσει κανείς πίστη σ’ όλες τις πληροφορίες, γιατί οι άν­θρωποι, όταν πρόκειται ακόμα και για την δική τους πα­τρίδα, δέχονται αβασάνιστα τα όσα ακούνε για το παρελ­θόν» (1.20.1). Φέρνει ως παράδειγμα το γεγονός ότι οι Αθηναίοι, στην πλειονότητά τους, εξακολουθούσαν να πι­στεύουν πως ο Ίππαρχος ήταν τύραννος όταν δολοφονήθηκε από τους τυραννοκτόνους Αρμόδιο και Αριστογείτονα. Δεν γνώριζαν ότι, στην πραγματικότητα, αυτός που βρισκόταν στον θρόνο μετά τον θάνατο του πατέρα τους, του Πεισίστρατου, ήταν ο Ιππίας, ο μεγαλύτερος αδελ­φός του, ούτε είχαν σωστή πληροφόρηση για άλλες λε­πτομέρειες του φόνου. Αλλά οι συνηθισμένοι άνθρωποι δεν είναι οι μόνοι παραπλανημένοι. «Υπάρχουν πολλά άλ­λα πράγματα, και σύγχρονα ακόμα, που δεν τα έχει θο­λώσει ο χρόνος, για τα οποία και οι άλλοι Έλληνες έχουν λανθασμένη ιδέα» (1.20.3). Πίστευαν, για παράδειγμα, ότι οι Σπαρτιάτες βασιλείς είχαν διπλή ψήφο, και όχι μία, και ότι υπήρχε κάτι στον σπαρτιατικό στρατό που το αποκαλούσαν λόχο Πιτανάτη, ενώ ποτέ δεν υπήρξε κάτι τέ­τοιο. Σίγουρα, πρόκειται για ασήμαντες λεπτομέρειες, όμως, στην πραγματικότητα, ο στόχος του Θουκυδίδη εδώ δεν είναι ο συνηθισμένος άνθρωπος, αλλά ο ίδιος ο Ηρό­δοτος, ο πατέρας της Ιστορίας. «Τέτοια είναι η αδιαφο­ρία των πολλών, που δεν κοπιάζουν να εξακριβώσουν την αλήθεια, αλλά προτιμούν τα έτοιμα σχήματα» (1.20.3).
 
Όχι, όμως, και ο Θουκυδίδης. Ο αναγνώστης του δεν θα κάνει λάθος αν δεχτεί τις ερμηνείες του, γιατί η περι­γραφή του είναι ανώτερη από αυτή των ποιητών, οι οποίοι υπερβάλλουν και εξωραΐζουν το θέμα τους, ή των αφηγη­τών, οι οποίοι είχαν σκοπό να ευχαριστήσουν το κοινό στις δημόσιες απαγγελίες μάλλον παρά να μεταφέρουν την αλήθεια. «Δεν υπάρχει τρόπος να ελεγχθούν τα γεγονότα αυτά που είναι τόσο παλιά, ώστε βρίσκονται στην περιοχή του μύθου» (1.21.1). Γνωρίζει ότι ο άνθρωπος, από τη φύ­ση του, όσο βρίσκεται σε εξέλιξη ένας πόλεμος, τον θεω­ρεί τον σπουδαιότερο στην Ιστορία, όταν όμως τελειώσει τον θαμπώνουν περισσότερο οι παλαιότερες συγκρούσεις. Επαναλαμβάνοντας τον ισχυρισμό του, πάντως, διαβεβαιώνει τους αναγνώστες του ότι, κρίνοντας τα ίδια τα γεγονό­τα, θα δουν ότι αυτός ο πόλεμος «ήταν ο μεγαλύτερος απ’ όλους τους προηγούμενους» (1.21.2).
 
Για να στηρίξει την άποψή του, ο Θουκυδίδης τώρα ξε­κινά να περιγράφει τις μεθόδους που χρησιμοποίησε στη συγγραφή της Ιστορίας του. Διαχωρίζει το έργο του σε δύο μέρη: στη μεταφορά των αγορεύσεων (λόγοι) και στην περιγραφή των «γεγονότων (έργα) του πολέμου» (1.22.1-2). Από αυτά τα αποσπάσματα γίνεται σαφές ότι ο Θουκυδίδης δηλώνει πως καταβάλλει επιμελή και απαι­τητική προσπάθεια ώστε να είναι ακριβής στην έρευνά του για την αλήθεια των γεγονότων που περιγράφει, και είναι δύσκολο για τον προσεκτικό μελετητή της Ιστορίας να τον αμφισβητήσει.
 
Αλλά γιατί μπαίνει στον κόπο να εξηγήσει με τόση σα­φήνεια και επιμονή τη μέθοδό του, τη στιγμή που κανείς άλλος ιστορικός της αρχαιότητας δεν έχει κάνει το ίδιο; Η εξήγηση βρίσκεται στον ακόμη πιο φιλόδοξο στόχο τον οποίο διατυπώνει στη συνέχεια: προορίζει το έργο του να γίνει «αιώνιο κτήμα» με σκοπό να φανεί χρήσιμο σε «όσους θελήσουν να έχουν ακριβή γνώση των γεγονότων που συνέβησαν και εκείνων που θα συμβούν στο μέλλον, τα οποία, από την πλευρά της ανθρώπινης φύσης, θα είναι όμοια ή παραπλήσια». Για να μπορέσει να πετύχει τον στόχο του, η περιγραφή του πρέπει να είναι σχολαστική και σωστή, αφού κάθε λάθος στα γεγονότα μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένη κατανόηση, η οποία θα παραπλανούσε τον εξειδικευμένο αναγνώστη που χρησιμοποιεί το έργο του προκειμένου να πάρει σωστές αποφάσεις. Δεδομένης της θέσης της, επιπλέον, αυτή η μοναδική περιγραφή των με­θόδων του παρέχει στον Θουκυδίδη το ύστατο επιχείρημα που του επιτρέπει να υποστηρίξει την εκτίμησή του ότι ο Πελοποννησιακός Πόλεμος αποτελεί εξέχον ιστορικό γε­γονός.
 
Αλλά τι ακριβώς συνέβη στον Πελοποννησιακό Πόλεμο; Ενώ κατά πάσα πιθανότητα ο Θουκυδίδης είναι ο πρώτος που ορίζει τα γεγονότα τα οποία εκτυλίχθηκαν από την άνοιξη του 431 μέχρι την άνοιξη του 404 ως αυτά που αποτέλεσαν έναν ξεχωριστό πόλεμο -τον πόλεμο μεταξύ Σπαρτιατών και Αθηναίων-, ο τρόπος με τον οποίο τα ερ­μηνεύει δεν είναι καν ο μοναδικός. Νωρίτερα, οι δύο πλευ­ρές είχαν πάρει μέρος σε αυτό που οι σύγχρονοι μελετη­τές αποκαλούν Πρώτο Πελοποννησιακό Πόλεμο περίπου μεταξύ του 460 και του 445, και ορισμένοι τον θεωρούν ως την πραγματικά πρώτη ενέργεια του μακροχρόνιου πολέ­μου που επεκτάθηκε σχεδόν μέχρι το τέλος του αιώνα. Από την άλλη, κάποιοι συγγραφείς σύγχρονοι του Θουκυ­δίδη, και στα χρόνια που ακολούθησαν, αντιμετώπισαν τα διάφορα πολεμικά επεισόδια μεταξύ του 431 και του 404 ως ανεξάρτητους πολέμους. Στο κείμενο που ονομάστη­κε δεύτερη εισαγωγή, αφού αναφέρει τη συνθήκη που έβα­λε τέλος στην πρώτη φάση του πολέμου το 421, ο Θου­κυδίδης δίνει επιχειρήματα υπέρ του ενιαίου χαρακτήρα του πολέμου, καθώς και την άποψή του για την έκτασή του με τόσο καυστικό και εμφαντικό τρόπο, ώστε αναιρεί κάθε αμφιβολία ότι πρόκειται για αναθεώρηση των όσων πίστευε η κοινή γνώμη της εποχής.
 
Ο ίδιος Θουκυδίδης ο Αθηναίος έγραψε και την ιστορία των γεγονότων αυτών, όπως συνέβησαν διαδοχικά, κατά χειμώνα και καλοκαίρι, μέχρι της στιγμής που οι Λακε­δαιμόνιοι και οι σύμμαχοί τους νίκησαν τους Αθηναίους και κυρίεψαν τα Μακρά Τείχη και τον Πειραιά. Η συ­νολική διάρκεια του πολέμου ήταν είκοσι επτά χρόνια. Θα ήταν σφάλμα να μην περιλάβει κανείς στον πόλεμο και την περίοδο της ανακωχής. (5.26.1-2)
 
Όπως είχε κάνει νωρίτερα για να υποστηρίξει την άπο­ψή του περί του διαμετρήματος του πολέμου, ο Θουκυδί­δης υπερασπίζεται την ερμηνεία του βασιζόμενος σε όσα γεγονότα θεωρεί ότι σχετίζονται με αυτόν. Πώς μπορεί κάποιος να θεωρεί γνήσια την ειρήνη όταν κανένα από τα μερη που συμφώνησαν την ανακωχή δεν εκτέλεσε τους εδαφικούς όρους, για να μην αναφερθούμε στο γεγονός ότι στη διάρκεια της υποτιθέμενης Νικίειου Ειρήνης σημειώθηκαν εχθροπραξίες μεταξύ των δύο πλευρών στη Μαντίνεια και την Επίδαυρο; Ή όταν οι σύμμαχοι των Πελοποννησίων στη Θράκη παρέμεναν ανοιχτά εχθρικοί προς τους Αθηναίους, και οι Βοιωτοί αρνούνταν να δεχτούν την ειρήνη αλλά συμφωνούσαν μόνο για ανακωχές που τις ανα­νέωναν κάθε δέκα ημέρες; Ο Θουκυδίδης συμπεραίνει ότι: 
 
«αν προσθέση κανείς στα δέκα πρώτα χρόνια του πολέ­μου την περίοδο της αμφίβολης ανακωχής και τον πόλε­μο που τη διαδέχτηκε, θα βρει ακριβώς όσα χρόνια ανάφερα και μερικές μέρες, αν υπολογίζει το χρονικό διάστη­μα με βάση την φυσική διαίρεση του χρόνου» (5.26.3).
 
Και εδώ, επίσης, έχοντας παρουσιάσει μια νέα και προ­κλητική ερμηνεία, αισθάνεται την ανάγκη να επιχειρη­ματολογήσει για την αξιοπιστία της:
 
Τον έζησα ολόκληρο [τον πόλεμο] και σε ηλικία που μου επέτρεπε να έχω ήρεμη κρίση και να παρακολουθώ τα γεγονότα με προσοχή, ώστε να μαθαίνω τα πράγματα με ακρίβεια. Μετά την στρατηγία μου στην Αμφίπολη, εξο­ρίστηκα είκοσι χρόνια από την πατρίδα μου, σχετίστηκα με τις δύο παρατάξεις, ιδίως με τους Πελοποννησίους, κ’ έτσι μπόρεσα να παρακολουθήσω με ηρεμία τα γεγονό­τα. (5.25.5)
 
Αυτές οι αναθεωρήσεις ήταν σημαντικές για τον Θου­κυδίδη, και τις υποστήριξε σθεναρά. Καμία, ωστόσο, δεν ήταν τόσο αμφιλεγόμενη όσο κάποιες άλλες που θα δού­με στη συνέχεια· δεν απαιτούν λιγότερο σθένος αλλά πο­λύ περισσότερη ευστροφία.

Συνέχεια καταπιέζεις το θυμό, το μίσος, τη ζήλια, τη κτητικότητα και σιγά σιγά βρίσκεις πως έχεις γίνει όλα όσα έχεις καταπιέσει

Ό,τι σε κάνει να ντρέπεσαι, το κρύβεις μέσα σου, στο ασυνείδητο. Αυτό κινείται βαθύτερα μέσα στο είναι σου, κυκλοφορεί μέσα στο αίμα σου και σε κουμαντάρει από τα παρασκήνια…..

Αν θέλεις να καταπιέζεις, καταπίεσε κάτι όμορφο. Ποτέ μην καταπιέζεις κάτι για το οποίο ντρέπεσαι, επειδή οτιδήποτε καταπιέζεις, πηγαίνει βαθύτερα και οτιδήποτε εκφράζεις, θα εξατμίζεται στον ουρανό.

Έτσι, ότι σε κάνει να ντρέπεσαι, εξέφρασε το, ώστε να τελειώνεις μαζί του. Ότι είναι όμορφο, κράτα το σαν θησαυρό μέσα σου, ώστε να συνεχίζει να επηρεάζει τη ζωή σου.

Εμείς όμως κάνουμε ακριβώς το αντίθετο. Ότι είναι όμορφο, το εκφράζουμε. Για την ακρίβεια, το εκφράζουμε υπερβολικά. Εκφράζουμε περισσότερο από όσο βρίσκεται εκεί. Λες συνέχεια «αγαπώ, αγαπώ, αγαπώ» και μπορεί να μην το εννοείς και τόσο πολύ. Συνέχεια καταπιέζεις το θυμό, το μίσος, τη ζήλια, τη κτητικότητα και σιγά σιγά βρίσκεις πως έχεις γίνει όλα όσα έχεις καταπιέσει. Και τότε εμφανίζεται βαθιά ενοχή.

Δεν χρειάζεται να ντρέπεσαι για τίποτα. Τα πάντα είναι τέλεια έτσι όπως είναι. Δεν μπορεί να υπάρξει πιο τέλειος κόσμος από αυτόν. Αυτή εδώ η στιγμή είναι το αποκορύφωμα ολόκληρης της ύπαρξης. Τίποτα δεν μπορεί να είναι πιο τέλειο, γι' αυτό απλώς χαλάρωσε και απόλαυσε το.

Άνοιξε τις πόρτες σου στον ήλιο και στον αέρα και στον ουρανό. Τότε, θα σε διαπερνά πάντοτε ένας καινούριος, φρέσκος αέρας, καινούριες ακτίνες του ήλιου θα σε διαπερνούν πάντοτε. Επίτρεψε στην κυκλοφορία της ύπαρξης να σε διαπεράσει. Ποτέ μην είσαι αδιέξοδος δρόμος, διαφορετικά μόνο θάνατος και σκόνη μαζεύονται. Απλώς παράτα κάθε αντίληψη ντροπής και ποτέ μην κρίνεις τίποτα…

Μόνο η Αντίληψη Υπάρχει

Η Μόνη Πραγματικότητα που μπορεί να συλλάβει η Αντίληψη είναι η Στιγμή που Ρέει, το Περιεχόμενο της Αντίληψης που μεταβάλλεται συνεχώς, η ροή των φαινομένων, η διαρκής αλλαγή. Συνεπώς η πραγματικότητα είναι το ίδιο το φαινόμενο της ροής, η Διαρκής Ροή, όχι τα φαινόμενα που έρχονται και φεύγουν. Αλλά πίσω από την ίδια τη Ροή είναι Αυτός που Αντιλαμβάνεται. Αυτός που αντιλαμβάνεται, η ροή των φαινομένων, τα φαινόμενα, δεν είναι κάτι διαφορετικό: Είναι μονάχα Δραστηριότητα της Αντίληψης.
 
Η Ηρεμία (η Απουσία Κίνησης, εξέλιξης, φαινομένων) κι η Δραστηριότητα Εδράζονται στην Αντίληψη, είναι Αντίληψη, δεν είναι κάτι διαφορετικό. Η Ίδια η Αντίληψη, Ελεύθερη, Ανεμπόδιστη, Έξω από τη Ροή της Δημιουργίας, ή μέσα στη ροή των φαινομένων, είναι Πέρα από όλα αυτά, πέρα από τον χρόνο, στην Αιωνιότητα που Ρέει έξω από τον χρόνο, αφού περιλαμβάνει τα πάντα, το πριν το τώρα, το μετά… έξω από το όνειρο μιας ξεχωριστής, «αντικειμενικής» δημιουργίας.
Μια Αντίληψη που Υψώθηκε πάνω από το όνειρο, είναι Μια Απεριόριστη Αντίληψη, Μια Αντίληψη που Είναι, αλλά ούτε έρχεται, ούτε πηγαίνει, γιατί είναι παντού, πάντα.
Αυτή η Αντίληψη είναι η ίδια η Δική σου Αντίληψη. Εσύ είσαι ο Απόλυτος Κυρίαρχος της Δράσης σου. Μπορείς να Ελευθερωθείς από όλες τις περιοριστικές δραστηριότητες, ή να καθυστερείς, ή να χάνεσαι σε αυτές τις δραστηριότητες. Οι Επιλογές είναι δικές σου. Κανένας δεν μπορεί να σου σταθεί εμπόδιο. Αλλά και κανένας δεν μπορεί να σε απαλλάξει από τις συνέπειες  των επιλογών σου.
Μόνο αντίληψη Υπάρχει. Όλα είναι Αντίληψη. Όλοι είναι Αυτή η Αντίληψη… κανένα ονειρικό εγώ δεν μπορεί να ορθωθεί σε πραγματικότητα… αργά ή γρήγορα θα καταρρεύσει.
Αν η Φύση της Συνείδησης Είναι Άπειρη, Ελεύθερη κι Αιώνια τότε έχουν δίκιο οι Σοφοί που μας το λένε από χρόνια… Αν η Αφύπνιση, η Φώτιση είναι Έμφυτη Δυνατότητα που Πηγάζει από τη Φύση μας τότε, αργά ή γρήγορα θα εκδηλωθεί…  Αν είναι έτσι, τότε αυτό που μας εμποδίζει από το σκοτάδι να Αναδυθούμε στο Φως, είναι μονάχα η άγνοια, που υψώνει τείχη ή λοξοδρομεί από τον Δρόμο της Φύσης χαράζοντας δύσβατα μονοπάτια στην ερημιά της ύπαρξης, μόνο και μόνο γιατί πιστεύει πως αυτό είναι ελευθερία…
Αν είναι αλήθεια όλα αυτά τότε η Αποδοχή της Φύσης μας, που ανθίζει μόνη της και χαράζει το δικό της δρόμο είναι Σοφία κι όχι μοίρα… Αν η Ταπεινότητα μας δείχνει την πορεία στο δρόμο που ανοίγει μόνος του τότε είναι Αληθινή Δράση κι όχι δουλικότητα… Αν η Βεβαιότητα ότι Βαδίζουμε το Δρόμο μας Ενώνει με Όλο το Σύμπαν, τότε είναι Εμπειρία κι όχι τυφλή πίστη…
Αν Βαδίζουμε το Δρόμο τότε έχουμε Φτάσει ήδη, οι Ορίζοντες είναι ανοιχτοί και τα μάτια μας αναπαύονται στην Απεραντοσύνη…

Σαρτρ: Ο άνθρωπος θα γίνει αυτό που έχει σχεδιάσει να γίνει. Όχι αυτό που θα θελήσει να γίνει

Ο άνθρωπος όπως τον συλλαμβάνει ο υπαρξιστής φιλόσοφος, δεν είναι προσδιορίσιμος, αυτό σημαίνει πώς στην αρχή απ' τα πριν, δεν είναι τίποτα. Θα γίνει μετά και θα γίνει αυτό πού θα φτιάξει ό ίδιος τον εαυτό του. Έτσι. δεν υπάρχει ανθρώπινη φύση. αφού δεν υπάρχει Θεός για να την συλλάβει.
 
Ο άνθρωπος είναι, όχι μόνο η αντίληψη που ο ίδιος έχει για τον εαυτό του· αλλά κι' αυτός πού θέλει να είναι. Κι όπως συλλαμβάνει τον εαυτό του, μετά την ύπαρξη κι όπως θέλει τον εαυτό του μετά από αυτή την ορμή προς την ύπαρξη, ο άνθρωπος δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά αυτό που ο ίδιος φτιάχνεται. Αυτή είναι η πρώτη αρχή του υπαρξισμού.
 
Αυτό ακριβώς είναι η λεγόμενη «υποκειμενικότητα», που με το ίδιο αυτό όνομα μας προσάπτουν. Αλλά τί άλλο θέλουμε να πούμε με τα παραπάνω, αν όχι πως ο άνθρωπος έχει μεγαλύτερη αξία, μεγαλύτερη αξιοπρέπεια απ' ό, τι ή πέτρα ή το τραπέζι; Γιατί αυτό πού θέλουμε να πούμε είναι ότι ό άνθρωπος υπάρχει πρώτα, δηλαδή ότι ό άνθρωπος είναι πριν απ' όλα αυτό πού ρίχνεται προς ένα μέλλον κι αυτό πού έχει συνείδηση πώς προβάλλεται στο μέλλον.
 
Ο άνθρωπος είναι στην αρχή ένα σχέδιο που βιώνεται υποκειμενικά αντί να είναι αφρός, ένα σκουπίδι ή ένα κουνουπίδι, τίποτα δεν υπάρχει προγενέστερα απ' αυτό το σχέδιο. Τίποτα το νοητά διαγνώσιμο δεν είναι χαραγμένο στον ουρανό κι ο άνθρωπος θα γίνει πάνω απ’ όλα αυτό που έχει σχεδιάσει να γίνει. Όχι αυτό που θα θελήσει να γίνει.
 
Γιατί αυτό που συνήθως εννοούμε με τη λέξη «θέληση» είναι μια συνειδητή απόφαση, πράγμα που για τους περισσότερους από μας έρχεται μεταγενέστερα άπ' ότι γίνεται από μόνο του. Μπορώ να θέλω να προσχωρήσω σ' ένα κόμμα, να γράψω ένα βιβλίο, να παντρευτώ. Όλ' αυτά δεν είναι παρά ή εκδήλωση μιας εκλογής πιο πρωταρχικής πιο αυθόρμητης απ' αυτό πού λέμε «θέληση».
 
Ζ. Π Σαρτρ, Ο Υπαρξισμός είναι ένας Ανθρωπισμός

Σεξουαλική «νοημοσύνη»

Θα αναρωτηθεί κανείς, και δίκαια, τι σχέση έχει η σεξουαλικότητα με τη νοημοσύνη και τι μπορεί να σημαίνει «σεξουαλική νοημοσύνη»;

Κι όμως, αν διευρύνουμε λίγο τον όρο «νοημοσύνη» και μπορέσουμε να τον κατανοήσουμε σαν μια ανθρώπινη ιδιότητα που δεν έχει να κάνει αποκλειστικά με την αριστερή πλευρά του εγκεφάλου μας, με τον καθαρά ορθολογιστικό δηλαδή, «σχολικό» τρόπο να βλέπουμε και να ερμηνεύουμε τον κόσμο, θα δούμε ότι, ναι, και στη σεξουαλικότητα μπορεί να υπάρχει νοημοσύνη, με τον ίδιο τρόπο που μιλάμε και για συναισθηματική νοημοσύνη.
 
Πράγματι, τη λέξη νοημοσύνη, ή, πιο απλά, εξυπνάδα, έχουμε μάθει να την συνδέουμε αυτόματα με γράμματα και αριθμούς και πέρα απ' αυτά τα δυο ίσως ακόμη με την ικανότητα και ταχύτητα αντίληψης, σε σχέση όμως πάντα με πληροφορίες και ερεθίσματα γνωστικού περιεχομένου.
 
Αυτά τα χαρακτηριστικά περιλαμβάνει ο δείκτης IQ. Επίσης θεωρείται δεδομένο ότι έξυπνος και ικανός είναι μόνο όποιος γεννήθηκε τέτοιος, ότι η νοημοσύνη είναι κάτι που δεν μαθαίνεται και δεν καλλιεργείται αν δεν την έχεις από «τα γεννοφάσκια σου».
 
Γύρω στη δεκαετία του 80, ένας ψυχολόγος και καθηγητής στην Παιδαγωγική Σχολή του Χάρβαρντ, ο Χάουαρντ Γκάρντνερ, με το βιβλίο του Frames of Mind (τα Όρια του Νου) αμφισβήτησε την τόσο μονοδιάστατη και περιορισμένη αυτή θεώρηση της ανθρώπινης νοημοσύνης.
 
Η δική του πεποίθηση ήταν ότι οι άνθρωποι διαθέτουν πολλαπλή νοημοσύνη, μια ευρεία γκάμα ικανοτήτων, δεξιοτήτων και ταλέντων, προσωπικών και κοινωνικών, που πάνε πολύ πιο πέρα απ' την ξερή μέτρηση του δείκτη νοημοσύνης και που, πράγμα πολύ σημαντικό, μαθαίνονται και καλλιεργούνται. Αυτή καθιερώθηκε να την αποκαλούμε «συναισθηματική νοημοσύνη».
 
Αυτή η «καινούργια» θεώρηση της ανθρώπινης εξυπνάδας εξηγεί σε μεγάλο βαθμό το πώς είναι δυνατόν, παιδιά ή ενήλικες με τόσο ψηλό δείκτη IQ, να καταλήγουν συχνά αποτυχημένοι, είτε στην προσωπική είτε στην επαγγελματική τους ζωή, είτε και στα δύο.
 
Ωραία όλα αυτά, αλλά θα αναρωτηθεί κανείς τι σχέση μπορεί να έχουν με την σεξουαλικότητα.
 
Όπως και με την εξυπνάδα, τείνουμε να έχουμε μία πολύ μονοδιάστατη αντίληψη για το τι σημαίνει σεξουαλικότητα και για το τι χαρακτηρίζει έναν άνθρωπο με υψηλή σεξουαλική ικανότητα. Βλέποντας έναν νέο άνθρωπο που έχει ορισμένα εξωτερικά χαρακτηριστικά, ελκυστικότητας, ομορφιάς και άνεση στη συνδιαλλαγή του με το άλλο φύλο τείνουμε να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι θα έχει επαρκή σεξουαλική ικανότητα και καλή σεξουαλική ζωή. Το να διαθέτει κανείς «από κούνια» τέτοια χαρακτηριστικά είναι σίγουρα μια πολύ καλή παρακαταθήκη.
 
Όμως, όπως το IQ δεν επαρκεί αν λείπουν βασικές προσωπικές και διαπροσωπικές δεξιότητες, αν με άλλα λόγια δεν υπάρχει ταυτόχρονα και στοιχειώδης συναισθηματική νοημοσύνη έτσι δεν φτάνει το, ας το ονομάσουμε, sex-appeal, αν δεν υπάρχει στοιχειώδης... σεξουαλική νοημοσύνη.
 
Ο όρος προέρχεται από δύο καθηγητές ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μασσαχουσέτης, τους Sheree Conrad και Michael Milburn οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η καλή σεξουαλικότητα βασίζεται στην καλή γνώση και κατανόηση του εαυτού μας, που είναι και η βασική οδός για να απαλλαγούμε από όσα μας εμποδίζουν να απολαύσουμε τη σεξουαλικότητα μας.
 
Τα καλά νέα για όσους αισθάνονται τη σεξουαλικότητα τους ανεπαρκή, αδέξια,
 
μη ικανοποιητική, δύσκολη είναι ότι δεν γεννιέσαι με σεξουαλική νοημοσύνη αλλά την αποκτάς κι ότι ποτέ δεν είναι αργά γι' αυτό.
 
Φυσικά δεν πρόκειται για την εκμάθηση κάποιων τεχνικών, αφού όλοι ξέρουμε ότι η σεξουαλικότητα είναι πολλά περισσότερα από μια απλή υπόθεση τεχνικής και τρόπου. Οι δυο επιστήμονες αναφέρουν τρεις βασικούς τομείς από τους οποίους πρέπει να ξεκινήσει κανείς για να ελευθερώσει και να βελτιώσει την σεξουαλικότητα του.
 
Αποδέσμευση από τα στερεότυπα
 
Ακόμη και τώρα, στην εποχή μας, 40 χρόνια σχεδόν μετά την λεγόμενη «σεξουαλική επανάσταση» εξακολουθούμε να είμαστε δέσμιοι στερεοτύπων και απόψεων κλισέ σχετικά με το σεξ, που καθορίζουν όχι μόνο την σεξουαλική μας συμπεριφορά αλλά και τις προσδοκίες και τις απαιτήσεις μας από το σεξ και κατά συνέπεια το πόσο ικανοποιούμαστε απ' αυτό. Τα στερεότυπα αυτά, που αναπαράγονται και ενισχύονται αενάως σε μυθιστορήματα, ταινίες, τηλεοπτική πραγματικότητα διαμορφώνουν μέσα μας το προφίλ του εραστή και του σεξ που φαντασιωνόμαστε σαν ιδανικό.
 
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός τέτοιου κλισέ είναι η ιδέα ότι το σεξ είναι ένα πράγμα εύκολο, μαγικό, αυθόρμητο, στιγμιαίο, ο μύθος δηλαδή του «κεραυνοβόλου σεξ». Στη φαντασίωση αυτή, ένα μόνο καυτό βλέμμα μέσα στο πλήθος, ένα παθιασμένο φιλί, ένας οργασμός μέσα στις τουαλέτες οδηγούν στον τέλειο και αιώνιο έρωτα... Κι επιπλέον αυτοί που τους συμβαίνουν όλα αυτά τα καταπληκτικά, όχι μόνο κάνουν έρωτα ασταμάτητα αλλά και χωρίς καθόλου προσπάθεια. Δεν έχουν να πολεμήσουν κανένα κόμπλεξ τους, δεν αισθάνονται την παραμικρή αναστολή κι αμφιβολία για τον εαυτό τους ή τον άλλο και ικανοποιούνται άμεσα και πλήρως απ' την πρώτη στιγμή (και ως την τελευταία)!
 
Το κακό είναι πώς πολλές φορές όχι μόνο δεν συνειδητοποιούμε ότι πρόκειται για στερεότυπα που καμία σχέση δεν έχουν με την πραγματικότητα αλλά αντίθετα υπερασπιζόμαστε τις αντιλήψεις αυτές σαν να πρόκειται για πολύτιμα ιδανικά και όνειρα με αποτέλεσμα να απογοητευόμαστε διαρκώς και πολλαπλά: απ' το σεξ, απ' τον εαυτό μας και απ' τον εκάστοτε ερωτικό μας σύντροφο.
 
Όσο δεν αναγνωρίζουμε όμως μέσα μας τους μύθους, δεν μπορούμε να απελευθερωθούμε απ' αυτούς, ενώ αντίθετα, όπως υποστηρίζουν οι δυο ειδικοί επί της σεξουαλικής νοημοσύνης ο καθένας μπορεί να έχει μια πλούσια και ανθηρή σεξουαλική ζωή αν καταβάλλει προσπάθεια να κατανοήσει και να διαφοροποιήσει μέσα του επαρκώς που τελειώνουν τα παραμύθια και τα κλισέ και που αρχίζει η δική του σεξουαλική πραγματικότητα. Η σεξουαλική νοημοσύνη δεν είναι ζήτημα τύχης, ομορφιάς ή sex-appeal αλλά εξαρτάται από ιδιότητες που μπορούμε να αποκτήσουμε να αναπτύξουμε και να βελτιώσουμε, έχοντας μάλιστα σύμμαχο σ' αυτό και όχι εχθρό μας, το χρόνο που περνάει.
 
Συνειδητοποίηση της προσωπικής μας σεξουαλικής ταυτότητας
 
Δυστυχώς δεν κουβαλάμε μόνο στερεότυπα κι επιρροές πολιτισμικές πάνω στο σεξ, αλλά και αυτές που έχουν να κάνουν με την προσωπική μας ιστορία, αυτές που είναι συνυφασμένες με τον βαθύτερο εαυτό μας. Ο τρόπος που οι γονείς μας αντιμετώπιζαν το θέμα σεξ, που μας μίλησαν ή όχι γι' αυτό, η ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο σπίτι μας και οι κώδικες σωματικής επαφής, η αγάπη και η τρυφερότητα που μας έδωσαν (ή όχι), η «πρώτη μας φορά» ίσως, η πίεση που ασκούν επάνω μας τα προσωπικά μας ταμπού.
 
Οι επιλογές που αφορούν την σεξουαλική μας ζωή, η επιλογή ερωτικού συντρόφου, οι σεξουαλικές μας προτιμήσεις, ο τρόπος, ο ρυθμός, η ποιότητα του σεξ που κάνουμε, βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σ αυτά τα προσωπικά βιώματα που έχουν διαμορφώσει και στιγματίσει μεν το σεξουαλικό μας προφίλ αλλά όχι με τρόπο μη αναστρέψιμο.
 
Το κλειδί για μια ικανοποιητική σεξουαλική ζωή δεν βρίσκεται σ' αυτό που κάνουμε στο κρεβάτι αλλά σ' αυτό που συμβαίνει μέσα στο κεφάλι μας όταν είμαστε στο κρεβάτι. Όταν καταφέρουμε να αναγνωρίζουμε αν και πότε οι σεξουαλικές μας επιθυμίες είναι υποκατάστατα συναισθηματικών αναγκών ή κατάλοιπα σεξουαλικών εμπειριών που βίωσαν άλλοι και αναγκαστικά μας μετέδωσαν, τότε μόνο μπορούμε να ζήσουμε πραγματικά τις δικές μας εμπειρίες.
 
Ένα παράδειγμα τέτοιων κατάλοιπων είναι η εμπειρία της Νίκης, 30 ετών: «Όταν τέλειωσε μια εφτάχρονη σχέση που είχα κι αφού έμεινα 2 χρόνια μόνη μου, ένιωθα μεν ακόμη «καμένη» και φοβόμουν να ξεκινήσω κάτι σοβαρό και σταθερό αλλά άρχισα να έχω περιστασιακές σχέσεις. Ένιωθα όμως τόσο χάλια μ' αυτό που έκανα που γεμάτη ενοχές, και δεν ευχαριστιόμουν, και σταματούσα πάρα πολύ γρήγορα τις σχέσεις αυτές. Κάποτε συνειδητοποίησα ότι ένιωθα έτσι γιατί απ' το σπίτι μου είχα μάθει ότι είναι «πουτανιά» να κάνεις ευκαιριακές σεξουαλικές σχέσεις χωρίς «σοβαρό σκοπό». Μόνο όταν μπόρεσα να παραμερίσω κάπως αυτό το ταμπού μπόρεσα να αφήσω σιγά-σιγά τον εαυτό μου να το ευχαριστηθεί και τελικά να μείνω σε μια τέτοια σχέση που εξελίχθηκε σε κάτι πολύ ωραίο και σταθερό».
 
Επαφή με τους άλλους
 
Φυσικά μια ικανοποιητική σεξουαλική ζωή δεν υπάρχει χωρίς ένα δεύτερο πρόσωπο και κυρίως χωρίς την ικανότητα να μιλάμε και να ακούμε πραγματικά τον άλλο. Η αντίληψη ότι τα σεξουαλικά μας προβλήματα δεν λέγονται, και ιδιαίτερα μάλιστα με τον σύντροφο μας είναι ένας από τους μύθους που ταλαιπωρούν εκατομμύρια ζευγάρια. Αν καταφέρουμε να σπάσουμε αυτό το «συμβόλαιο σιωπής» στο σεξ, έχουμε πολλές πιθανότητες να αποκτήσουμε ένα θαυμάσιο μέσο για να γνωρίσουμε και να προσεγγίσουμε σεξουαλικά τόσο το σύντροφο μας όσο και τον ίδιο μας τον εαυτό και να βελτιώσουμε σημαντικά τη σεξουαλική μας ζωή.
 
Προσοχή όμως, γιατί αυτό το «μιλάμε για το σεξ που κάνουμε» είναι ένα από τα πιο παρεξηγημένα πράγματα που αφορούν το σεξ κι έχει γίνει αφορμή να καταστραφούν πολλές ωραίες ερωτικές στιγμές (και σχέσεις). Ας μην ξεχνάμε μερικούς πολύ απλούς κανόνες σχετικά μ' αυτό:
 
-Πρέπει να συμβαδίζει με την οικειότητα που αποκτά σιγά-σιγά η σχέση.
-Πρέπει να έχει την ίδια διστακτικότητα, τρυφερότητα και απαλότητα προς τον άλλο που έχουν και τα πρώτα αγγίγματα.
-Πρέπει να σέβεται και να λαμβάνει υπόψη το πόσο άνετα νιώθουμε και οι δύο μ' αυτό το θέμα και να μην υπερβαίνει ούτε τα δικά μας όρια ούτε του άλλου.
-Αν δεν υπάρχει αυτονόητα στους κώδικες επικοινωνίας μας δεν γίνεται να το αποκτήσουμε απ' τη μια μέρα στην άλλη, αλλά χρειάζεται να αρχίσουμε πολύ προσεκτικά και να αφήσουμε ατελείωτα περιθώρια χρόνου στον εαυτό μας και στη σχέση μας για να μάθει να μιλάει για το σεξ.
-Μπορεί να πετύχει μόνο αν μπορούμε να αφήσουμε απ' έξω κάθε ίχνος κατηγορίας, επιθετικότητας, θυμού (προς τον άλλο και προς τον εαυτό μας), διαφορετικά... ας το αφήσουμε καλύτερα.
 
Η σεξουαλική νοημοσύνη, που προϋποθέτει μια ειλικρινή διερεύνηση -και αλλαγές ίσως- σ' αυτές τις τρεις ψυχικές «περιοχές», μας δίνει τη δυνατότητα, σύμφωνα με τους δυο αμερικανούς ψυχολόγους, να αλλάξουμε τη ζωή μας, όσον αφορά τη σεξουαλικότητα και όχι μόνο, γνωρίζοντας πιο βαθιά τον εαυτό μας, κάνοντας καλές επιλογές αλλά κυρίως, νιώθοντας καλά μέσα στο «πετσί μας».

Αγάπη είναι ο ήλιος για το προσωπικό σου λουλούδι

Όταν έχεις αγαπήσει πραγματικά δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα.

Όταν αφήνεις τα συναισθήματα σου να τρέξουν και εκφράζεσαι κάθε στιγμή αυθόρμητα και ειλικρινά σαν παιδί, απέναντι στον άνθρωπο που έτυχε με κάποιο τρόπο. Είσαι σε έναν πολύ όμορφο δρόμο, που ανθίζει σιγά – σιγά ένα όμορφο λουλούδι.

Οι στιγμές σου αποκτούν άλλο νόημα, ξέρεις ότι κουβαλάς κάθε στιγμή τον εαυτό σου και όχι τον άλλον, τον ψεύτικο, που πιστεύεις πως κάποιες φορές ίσως είναι πιο αρεστός. Οι άνθρωποι γύρω σου ξέρουν τι σημαίνει το όνομα σου και η μορφή σου, ειλικρινά. Άλλοι το εκτιμούν και άλλοι καταλαβαίνουν πως δεν τους ταιριάζεις, κι έτσι έχεις κερδίσει χρόνο ή πραγματικούς συντελεστές στη μονάδα σου.

Έτσι από αυτό το σημείο και μετά έρχεσαι όλο και πιο κοντά στην πραγματική αγάπη, που είναι η προσωπική σου ελευθερία, η στήριξη σου, η ασφάλεια σου, η έννοια σου, η φροντίδα σου, το γέλιο σου, το κλάμα σου, η ελπίδα σου, η σωτηρία σου, η πλάκα σου, η αλλαγή σου… το άνθος στο λουλούδι σου.

Θέλει λίγη βροχή, πιο πολύ ήλιο, πίστη και μια ανοιχτή πόρτα. Παρατήρησε πόσο έχει μεγαλώσει και ομορφύνει η ψυχή σου μετά από αυτή την ιεροτελεστία της αγάπης.

Συγχαρητήρια που διάλεξες να είσαι ΕΣΥ, κάθε στιγμή και να απελευθερώσεις τα συναισθήματα σου, να μεγαλώσεις ακόμη ένα ή και παραπάνω λουλούδια με την προσωπική σου τέχνη και έχω να σου πω πως πια, όποια κι αν είναι η κατάληξη μετά από αυτό, έχεις κερδίσει!

Όποιος έχει αγαπήσει πραγματικά λοιπόν, όποια και αν είναι η κατάληξη μπορεί στα αλήθεια να συγχωρέσει, μπορεί στα αλήθεια να απελευθερωθεί από τα αρνητικά συναισθήματα και να έχει πάντα ότι επιθυμεί από τον ήλιο και τη βροχή που του είχε δώσει η ψυχή που ανταλλάξανε κάποτε αγάπη. Καθώς βαθιά μέσα του γνωρίζει πως ότι έγινε είναι μόνο για καλό! Έχει κερδίσει στιγμές μεγαλειότητας ,είδε τους κόπους του να τυλίγονται με κάποιου είδους ευτυχία και είναι ο πρωταγωνιστής που κρατάει ότι θέλει από όλη αυτή την σπουδαία κατάσταση που δημιούργησε με οποιοδήποτε τέλος έχει μπει σε αυτό το παραμύθι!

Η πραγματική αγάπη έχει ριζώσει μέσα μας, έχει σπείρει καρπούς για το λουλούδι μας και θα ζει μέσα μας. ‘Όποτε πραγματικά την έχουμε ανάγκη θα είναι εκεί! Γι' αυτό λοιπόν μη φοβάσαι, η ενέργεια αυτή θα στέκεται πάντα δίπλα σου ευγνώμων.

Προσπάθησε να πραγματοποιείς ευχές και όνειρα στην πορεία της ζωής σου. Έχει ύψιστη σημασία…

Είναι οι χώροι μου και μπορώ να τους μοιραστώ, αλλά μόνο με όποιον και όποτε θέλω

Τα όρια. Ας δούμε τη σημασία, αν και σ’ αυτήν την περίπτωση θα έπρεπε να πω τις σημασίες, γιατί υπάρχουν τουλάχιστον δύο. Η πρώτη έχει να κάνει με την ιδέα του σαφούς καθορισμού ενός πεδίου, ενός τομέα, ενός συνόρου που χωρίζει μια ιδιωτική περιοχή από τις υπόλοιπες. Η δεύτερη σημασία συνδέεται με την έννοια της γειτνίασης, ως συνώνυμο του “συνόρου”. Το να θέτεις όρια είναι, τρόπον τινά, το άθροισμα αυτών των δύο εννοιών: ένας συνδυασμός της απόφασης να ορίσω πρώτα έναν δικό μου χώρο, κι από κει κι έπειτα να καθορίσω τη σχέση μου με τους άλλους.

Η έννοια αυτή μας οδηγεί στη σκέψη ότι τα όρια είναι μάλλον αναγκαία για να αισθανθούμε ότι αξίζουμε κι ότι μας σέβονται. Πρέπει να θέσω τα όρια του χώρου που καταλαμβάνω. Πρέπει να προασπίσω το γεγονός ότι υπάρχουν συγκεκριμένα μέρη που είναι ιδιωτικά (το δωμάτιό μου, η ντουλάπα μου, το συρτάρι μου στο τραπέζι εργασίας, η αλληλογραφία μου, οι τσέπες μου), κι ότι υπάρχουν άλλα μέρη, αφηρημένα, που μου ανήκουν αποκλειστικά (η ζωή μου, η προσωπική μου ιστορία, τα συναισθήματά μου, η σχέση μου με την οικογένειά μου, η ιδεολογία μου, τα σχέδιά μου, η πίστη μου). Είναι οι χώροι μου και μπορώ να τους μοιραστώ, αλλά μόνο με όποιον και όποτε θέλω.

Οφείλω να παραδεχτώ ότι ο άλλος μπορεί, σε σχέση με την απόφασή μου, να υιοθετήσει ορισμένες στάσεις. Μπορεί να πει τη γνώμη του, να ρωτήσει, να διαφωνήσει, να αμφισβητήσει, μέχρι και να εναντιωθεί, αλλά είναι δική μου ευθύνη να του δώσω να καταλάβει ότι θα μπορέσει να μπει σ’ αυτούς τους χώρους μόνο όταν εγώ το εγκρίνω, μέχρι εκεί που εγώ θέλω και με τον τρόπο που εγώ επιτρέπω. Άλλωστε, γι’ αυτό τους αποκαλώ “χώρους μου”.»

«Εμένα μου φαίνεται πως αυτό ισχύει για τις κοινές σχέσεις, όχι όμως και για τους ανθρώπους που αγαπάμε.»

«Μπορώ να καταλάβω γιατί το λες αυτό, είμαι όμως σίγουρος ότι δεν είναι έτσι. Το να ξέρω να βάζω όρια είναι κάτι που αποκτά σημασία ακριβώς με τα πρόσωπα που αγαπάμε, και ιδιαίτερα μ’ εκείνους με τους οποίους συζούμε. Αυτό συμβαίνει γιατί, ως επί το πλείστον, οι άνθρωποι με τους οποίους δεν σχετίζομαι ούτε καν σκέφτονται να παραβιάσουν τους χώρους μου. Αντιθέτως, αυτοί που βρίσκονται πιο κοντά μου και μ’ αγαπάνε, αυτοί είναι που μπορεί να φτάσουν στην παραβίαση, —άλλοτε χωρίς να το καταλαβαίνουν και άλλοτε έχοντας πλήρη συνείδηση του τι κάνουν—, πεπεισμένοι πως το κάνουν “για το καλό μου”.

«Δεν καταλαβαίνω. Τότε, κατά τη γνώμη σου, αν ο σύντροφός μου, που θέλει μ’ όλη του την ψυχή να με βοηθήσει, μου δώσει τη συμβουλή του χωρίς εγώ να τη θέλω ή χωρίς να περιμένει να του τη ζητήσω, η αντίδρασή μου θα πρέπει να είναι να του βάλω τις φωνές λέγοντάς του: Άκου να σου πω, κοίτα τη δουλειά σου και μην ανακατεύεσαι, δεν σου ζήτησε κανείς τη γνώμη σου!”.»

«Ξεκινάς από ένα ενδιαφέρον σύνολο προκαταλήψεων. Αφενός δεν χρειάζεται να γίνεις επιθετική για να θέσεις ένα όριο. Δεν είναι ανάγκη να φωνάξεις ούτε να θυμώσεις. Επιπλέον, μπορείς να είσαι πολύ τρυφερή, κι ευγενική ακόμη, και να πεις για παράδειγμα: “Σ’ ευχαριστώ, αναγνωρίζω κι εκτιμώ την πρόθεσή σου, η αλήθεια όμως είναι ότι για την ώρα δεν θα ήθελα να μιλήσω γι’ αυτό το θέμα…” Αφετέρου, για να χρησιμοποιήσω τα λόγια σου, όταν μου διευκρινίζεις αυτό που είπες για τον σύντροφό σου “που θέλει μ όλη του την ψυχή να σε βοηθήσει”, μοιάζει να υπαινίσσεσαι ότι, αν το κίνητρό τους είναι ευγενές όσοι είναι κοντά στην ψυχή σου μπορούν να πατάνε πάνω στη ζωή σου σαν να ήταν διάδρομος. Εγώ δεν πιστεύω πως είναι έτσι. Εν πάση περιπτώσει, δε μοιάζει να είναι και καμιά φοβερή παραβίαση να σου δώσει κάποιος τη γνώμη του για ένα προσωπικό ζήτημα, αν το κάνει με σεβασμό στη δική σου θέση.

«Εκείνοι που θέτουν σκληρά όρια, αντιδρούν έτσι γιατί δεν ξέρουν να το κάνουν με τρυφερότητα. Ανέχονται, ανέχονται κι ανέχονται… ώσπου έρχεται μια μέρα που δεν αντέχουν άλλο, εξοργίζονται, κάνουν την έκρηξη και θέλουν να τα διαλύσουν όλα. Μ’ αυτή τους τη συμπεριφορά, όμως, το μόνο που πετυχαίνουν είναι να δείξουν πως δεν ξέρουν να οριοθετήσουν το χώρο τους, αλλά ούτε και μπορούν να ζήσουν έξω από έναν οριοθετημένο χώρο.

Αυτός που φωνάζει και χτυπιέται τη στιγμή που προσπαθεί να θέσει τα όριά του, στην ουσία αμφιβάλλει για το κατά πόσο έχει το δικαίωμα να θέτει όρια. Κι αν λέει αυτά που θέλει φωνάζοντας, το κάνει για να δει αν μπορεί —με κάποιον τρόπο— να πείσει τους άλλους για κάτι που δεν πιστεύει ούτε ο ίδιος.

Βλέπεις ότι όλα αυτά σχετίζονται με τον αυτοσεβασμό, καθώς τότε μόνο (αν διαθέτουμε αυτοσεβασμό) μπορούμε και να εμπνεύσουμε σεβασμό στις σχέσεις μας με τον περίγυρο, και ειδικά σ’ εκείνους που μας αγαπάνε περισσότερο.

Πότε θεμελιώθηκε η Ελληνική Αστρονομία σύμφωνα με τους Ορφικούς Ύμνους;

Η μελέτη των  αποδεικνύει ότι τουλάχιστον χίλια χρόνια πριν από τους Ίωνες φιλοσόφους Θαλή, Αναξίμαδρο, Αναξιμένη κ.α. το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, με τη διεισδυτική και διαισθητική δύναμή του, πολύ πριν από κάθε λαό, προχώρησε στη θεμελίωση της επιστήμης της Αστρονομίας.

Οι Ορφικοί Ύμνοι μας πληροφορούν για τις γνώσεις των πανάρχαιων Ελλήνων, της δεύτερης, ακόμα και της τρίτης προ Χριστού χιλιετίας, τις σχετικές με την επιστήμη του ουρανού. Κυριαρχεί η άποψη ότι ο Ορφέας γεννήθηκε και έζησε πριν από την αργοναυτική εκστρατεία (1225 π.Χ.), δηλαδή γύρω στα μέσα της δεύτερης χιλιετίας, και μάλιστα στους βορειοανατολικούς πρόποδες του Ολύμπου.

Μεταξύ των ετών 527 και 514 π.Χ., όταν άρχοντας των Αθηνών ήταν ο Ίππαρχος (ο γιος του γνωστού Πεισίστρατου), έγινε η συγκέντρωση όλων των Ορφικών. Ο Ίππαρχος ανέθεσε το μεγάλο αυτό έργο στον Ονομάκριτο.
Ο Ονομάκριτος είχε ήδη μια μεγάλη προηγούμενη εμπειρία από τη συγκέντρωση και καταγραφή των ομηρικών επών, που είχε επιτελέσει με εντολή του Πεισίστρατου.

Τα Ορφικά κείμενα που διασώθηκαν είναι:

α) «Τα Αργοναυτικά»
β) «Οι Ύμνοι»
γ) «Τα Λιθικά»
δ) «Τα Αποσπάσματα και αι Επιγραφαί»

Μέσα σε αυτά τα Ορφικά κείμενα περιλαμβάνονται πάρα πολλές ιδέες των Ορφικών καθαρά αστρονομικές, που μερικές μάλιστα προκαλούν το θαυμασμό μας συγκρινόμενες με τις σημερινές αστρονομικές γνώσεις μας.

Περιέχονται, όμως, και πολλές από τις γνωστές θεογονικές κοσμολογικές απόψεις που επηρέασαν βαθιά τους μετέπειτα φιλοσόφους μέχρι και τον 4ο π.Χ. αιώνα.

Βαρυτικά κύματα από συγχώνευση [δυο άστρων νετρονίων] που διαμόρφωσε ένα μεγαλύτερης μάζας άστρο νετρονίων

Για πρώτη φορά αστρονόμοι έχουν ανιχνεύσει βαρυτικά κύματα από ένα τεράστιας μάζας – προϊόν συγχώνευσης – άστρο νετρονίων. Οι επιστήμονες Maurice van Putten, από το Πανεπιστήμιο Sejong, της Νότιας Κορέας και Massimo della Valle, από το Αστρονομικό Παρατηρητήριο Capodimonte στην Ιταλία, δημοσιοποίησαν τα αποτελέσματα της εργασίας τους σε επιστολή στο Monthly Notices of the Royal Astronomical Society: Letters.

Τα βαρυτικά κύματα (οι αναγνώστες του egno.gr έχουν πολλές φορές διαβάσει ότι) προβλέφθηκαν από τον Albert Einstein στη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας το 1915. Τα κύματα αυτά είναι διαταραχές στο χωρόχρονο που δημιουργήθηκαν από ταχύτατα κινούμενες μάζες, που διαδίδονται [προς τα έξω] από την πηγή τους. Την ώρα που φτάνουν τα κύματα στη Γη, είναι απίστευτα αδύναμα και η ανίχνευσή τους απαιτεί εξαιρετικά ευαίσθητα όργανα. Πήρε αρκετά χρόνια, μέχρι το 2016, τους επιστήμονες για να ανακοινώσουν την πρώτη παρατήρηση των βαρυτικών κυμάτων χρησιμοποιώντας τους ανιχνευτές LIGO (Laser Interferometer Gravitational Wave Observatory).

Μετά από αυτό το σημαντικό αρχικό αποτέλεσμα ανίχνευσης, τα βαρυτικά κύματα έχουν ανιχνευθεί σε έξι ακόμα περιπτώσεις. Μία από αυτές, το GW170817, προέκυψε από τη συγχώνευση δυο αστρικών υπολειμμάτων γνωστά ως άστρα νετρονίων. Τα αντικείμενα αυτά σχηματίζονται, μετά από όταν άστρα πιο μεγάλης μάζας από του Ήλιου μας εκρήγνυνται ως υπερκαινοφανείς (supernovae ή SN), αφήνοντας πίσω ένα πυρήνα υλικού συγκροτημένο σε εξαιρετικά μεγάλες πυκνότητες. Την ίδια στιγμή με την έκρηξη των βαρυτικών κυμάτων από τη συγχώνευση, παρατηρητήρια ανίχνευσαν εκπομπή ακτίνων-γ, ακτίνων-Χ, υπεριώδους, ορατού φωτός, υπέρυθρου και ραδιοκυμάτων – σε μια πρωτοφανή εκστρατεία παρατήρησης που επιβεβαίωσε τη θέση και τη φύση της πηγής.

Οι αρχικές παρατηρήσεις του GW170817 υποδείκνυαν ότι δυο άστρα νετρονίων συγχωνεύθηκαν σε μια μαύρη τρύπα, ένα αντικείμενο με βαρυτικό πεδίο τόσο ισχυρό που ακόμη και το φως που μπορεί να ταξιδεύει πολύ γρήγορα δεν μπορεί να ξεφύγει από την έλξη του. Οι Van Putten και della Valle ξεκίνησαν να ελέγξουν αυτή την υπόθεση χρησιμοποιώντας μια καινοτόμα τεχνική για να αναλύσουν τα δεδομένα από τα LIGO και το Virgo, τον ανιχνευτή βαρυτικών κυμάτων που βρίσκεται στην Ιταλία.

Οι λεπτομερείς αναλύσεις δείχνουν ότι οι H1 και L1 ανιχνευτές στα LIGO, που είναι χωρισμένοι κατά περισσότερο από 3000 χιλιόμετρα, ταυτόχρονα έπιασαν ένα αποσβενόμενο «τιτίβισμα» που διήρκησε περίπου 5 δευτερόλεπτα. Ιδιαιτέρως, το τιτίβισμα αυτό άρχισε μεταξύ του τέλους της αρχικής έκρηξης των βαρυτικών κυμάτων και μιας επακόλουθης έκρηξης ακτίνων-γ. Η χαμηλή συχνότητα (μικρότερη από 1 KHz, μειούμενη σε 49 Hz) υποδηλώνει ότι το συγχωνευμένο αντικείμενο περιστρέφεται έτσι που στη θέση να ταιριάζει ένα μεγαλύτερο άστρο νετρονίων , μάλλον, παρά μια μαύρη τρύπα.

Υπάρχουν άλλα αντικείμενα όπως αυτό, με την ολική τους μάζα τους να ταιριάζει σε γνωστά ζεύγη άστρων νετρονίων. Όμως οι van Putten και della Valle έχουν τώρα επιβεβαιώσει την προέλευσή τους. Ο van Putten σχολιάζει: «Είμαστε ακόμη στην πρωταρχική εποχή της αστρονομίας των βαρυτικών κυμάτων. Έτσι πρέπει να κοιτάξουμε τα δεδομένα με λεπτομέρεια. Αυτό πραγματικά μας αποζημίωσε και μπορέσαμε να επιβεβαιώσουμε ότι τα δυο άστρα νετρονίων συγχωνεύθηκαν για να διαμορφώσουν ένα μεγαλύτερο άστρο νετρονίων».

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Οδύσσεια: Το μεγάθεμα του "νόστου"

Εισαγωγικά

O "νόστος" είναι το μεγάθεμα που συντάσσει απαρχής μέχρι τέλους το έπος της Oδύσσειας, την οποία εντάσσει σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αφηγηματικών έργων με το ίδιο θέμα. H Oδύσσεια ωστόσο, εξαιτίας της πολύ υψηλής ποιητικής της τιμής, εκτιμήθηκε ήδη από την ελληνική αρχαιότητα ως θεμελιακό υπόδειγμα του νόστου και επηρέασε εφεξής στο κεφάλαιο αυτό την παγκόσμια λογοτεχνία.
 
H ετυμολογία της λέξης νόστος δεν θεωρείται απολύτως βέβαιη. Tα εγκυρότερα ετυμολογικά λεξικά την ανάγουν στο ρήμα νέομαι (συνήθως εμπρόθετο με την πρόθεση ἀπο-), στο οποίο, κατά πάσα πιθανότητα, υπόκειται το αμάρτυρο ρήμα *νέσομαι, ινδοευρωπαϊκής ρίζας και σημασίας. Tα δύο συγγενή ρήματα σημαίνουν: φτάνω κάπου ευτυχώς, σώζομαι από μεγάλο κίνδυνο ή βαριά αρρώστια, επιστρέφω, γυρίζω πίσω στην πατρίδα μου. Tο ουσιαστικό νόστος (και κατ' επέκταση και το επίθετο νόστιμος) συναιρεί τις προηγούμενες σημασίες, ανάμεσα στις οποίες εξέχει η τελευταία και τελεσίδικη. Nόστος, επομένως, σημαίνει κυρίως: γυρισμός στη γενέθλια γη.
 
Tο μεγάθεμα του νόστου θεωρείται αρχετυπικό και αναγνωρίζεται σε πολλές περιπετειώδεις αφηγήσεις, πεζόμορφες ή στιχουργημένες, όπου ένας ήρωας ξενιτεύεται για μακρό διάστημα, περιπλανάται σε στεριά και θάλασσα, αλλά τελικώς επιστρέφει στην πατρίδα του, όπου και αναγνωρίζεται. Tυπικό παράδειγμα μιας τέτοιας διήγησης είναι η γνωστή νεοελληνική παραλογή η οποία τιτλοφορείται "O γυρισμός του ξενιτεμένου".
 
Στην περίπτωση όμως της Oδύσσειας, το μεγάθεμα του νόστου συνδέθηκε άμεσα με τον τρωικό μύθο και πόλεμο, αποτέλεσε το μεταπολεμικό του κεφάλαιο, και επικεντρώθηκε τόσο στον Oδυσσέα όσο και σε άλλους επιφανείς επικούς ήρωες. Oι περιλήψεις του Πρόκλου από τον επικό κύκλο διέσωσαν τον τίτλο και το περιεχόμενο ενός μεταγενέστερου της Oδύσσειας έπους (Nόστοι), στο οποίο, κατά πάσα πιθανότητα, ενσωματώθηκε μια αρχαιότερη επική σύνθεση η οποία αφορούσε κυρίως στην Aτρειδών κάθοδον, στον νόστο δηλαδή του Aγαμέμνονα και του Mενελάου. Aυτό το υποθετικό αρχαιότερο έπος θεωρείται από πολλούς ομηριστές σήμερα συνθετικό πρότυπο της Oδύσσειας, υπό τον όρο, βεβαίως, ότι το κέντρο βάρους μετακινήθηκε από τους Aτρείδες στον Oδυσσέα.
 
Στον ποιητή της Oδύσσειας οφείλεται και μια άλλη σημαντικότερη καινοτομία: στο δικό του έπος το μεγάθεμα του νόστου μοιράζεται (κατά κάποιον τρόπο διχάζεται) σε κύρια και δευτερεύοντα, αντιθετικά ή συμπληρωματικά, ζεύγη. H κυριότερη πάντως διαίρεση του οδυσσειακού νόστου, η οποία διακρίνει το έπος σε δύο περίπου ισόστιχα μέρη, είναι εκείνη που διαχωρίζει τον εξωτερικό από τον εσωτερικό νόστο του Oδυσσέα: έτσι, ο εξωτερικός νόστος καλύπτει τις ραψωδίες α-μ, ο εσωτερικός τις ραψωδίες ν-ω· ο πρώτος αναφέρεται στις περιπέτειες του ήρωα εκτός Iθάκης, ο δεύτερος δραματοποιεί τις περιπέτειες του Oδυσσέα εντός της Iθάκης· ο εξωτερικός νόστος διαρκεί παρ' ολίγον δέκα χρόνια, ο εσωτερικός ελάχιστες ημέρες.
 
H προηγούμενη, ωστόσο, διχοτόμηση του οδυσσειακού νόστου δεν διασπά την αφηγηματική συνοχή του έπους: υπάρχουν πολλοί αρμοί οι οποίοι συνδέουν το πρώτο με το δεύτερο μέρος. Tέτοιο ρόλο λ.χ. αναλαμβάνει στην Oδύσσεια η θεά Aθηνά, στην οποία οφείλεται ο προγραμματισμός τόσο του εξωτερικού όσο και του εσωτερικού νόστου. Γενικότερα στην Oδύσσεια η Aθηνά φαίνεται να παίζει ανάλογο συνθετικό ρόλο με εκείνον του Διός στην Iλιάδα: αν η Διὸς βουλή, η απόφαση του Δία, καθορίζει την πλοκή της Iλιάδας, η βουλή της Aθηνάς, πίσω από την οποία αναγνωρίζεται η έμπνευση του ποιητή, ρυθμίζει την πλοκή της Oδύσσειας.
 
Στο εσωτερικό, εξάλλου, του πρώτου και του δεύτερου μέρους του έπους εμφανίζονται και άλλα, μερικότερα τώρα, ζεύγη με σταθερό πρώτο όρο τους τον νόστο. Tα κυριότερα είναι: νόστος και αναζήτηση· νόστος και απόλογοι· νόστος και θάνατος. Aντιστοίχως, στο δεύτερο μέρος της Oδύσσειας σχηματίζονται άλλα τρία ομόλογα ζεύγη: νόστος και ύπνος· νόστος και πόλεμος (στην εκδοχή της μνηστηροφονίας)· νόστος και αναγνωρισμός (σε συνδυασμό και με το θέμα της συζυγικής ομιλίας).
 
Mε τους όρους αυτούς, η αφηγηματική δράση της Oδύσσειας εντοπίζεται κυρίως σε τρία νησιά: στην εξωτική, προπολιτισμική Ωγυγία· στην υπερπολιτισμένη, σχεδόν ουτοπική, Σχερία· τέλος, στην πραγματική Iθάκη, όπου διακυβεύονται, εξαιτίας των μνηστήρων, η βασιλική περιουσία και εξουσία, αλλά και η συζυγική τιμή της ίδιας της Πηνελόπης. Tο έπος περατώνεται με την τελική κυριαρχία του Oδυσσέα και στα τρία αυτά αμφισβητούμενα κεφάλαια.
 
H αφηγηματική καμπύλη του οδυσσειακού νόστου ακολουθεί το σχήμα "καθήλωση-κίνηση" του ήρωα. Στο πρώτο μέρος του έπους η καθήλωση του ήρωα εντοπίζεται προπαντός στο νησί της Kαλυψώς· στο δεύτερο μέρος κυρίως στο καλύβι του Eύμαιου. Aπό το νησί της Kαλυψώς ο Oδυσσέας μετακινείται και, μετά από ένα έσχατο και συντριπτικό ναυάγιο, φτάνει τελικώς στο νησί των Φαιάκων όπου και εξασφαλίζει τον εσωτερικό του νόστο· από το καλύβι του Eύμαιου ο Oδυσσέας πορεύεται και εισέρχεται πλέον στην πόλη και στο παλάτι της Iθάκης, όπου και εκτελεί το χρέος της μνηστηροφονίας.
 
Γενικότερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αφηγηματική καμπύλη του οδυσσειακού νόστου διαδοχικώς συσπειρώνεται και αποσπειρώνεται, εντείνεται δηλαδή και χαλαρώνει. H μακρότερη και σημαντικότερη χαλάρωση αναγνωρίζεται στις τέσσερις ραψωδίες των Aπολόγων, οι οποίες αφιερώνονται στην εγκιβωτισμένη μακρά διήγηση του Oδυσσέα για τις προηγούμενες (από την Tροία έως το νησί της Kαλυψώς) επικίνδυνες και ριψοκίνδυνες περιπέτειες του ήρωα, που του στερούν τελικώς όλους τους εταίρους και τον αφήνουν μόνο.
 
Σημειώνεται ότι ο νόστος του Oδυσσέα στην Iθάκη δεν προδιαγράφεται οριστικός: σύμφωνα και με την προφητεία του Tειρεσία στον Kάτω Kόσμο, επιφυλάσσεται στον ήρωα ένας δεύτερος κύκλος αποδημίας και επιστροφής στην πατρίδα του. O δεύτερος αυτός κύκλος προσχηματίζεται μέσα στο έπος της Oδύσσειας, πέφτει όμως έξω από το αφηγηματικό της πλαίσιο· αποτελεί, επομένως, εκκρεμότητα της οδυσσειακής αφήγησης, με την οποία κατά κάποιον τρόπο επισκιάζεται ο οδυσσειακός νόστος του ήρωα. Aπό την άποψη αυτή η Oδύσσεια δεν έχει ακριβώς ευτυχές τέλος (happy end). Σε τούτο μάλιστα το σημείο αναγνωρίζεται μια πρόσθετη αφηγηματική αρετή του έπους: ο γενικότερα διφορούμενος χαρακτήρας του, κατά κάποιον τρόπο ειρωνικός. H διφορούμενη αυτή ειρωνεία εμφανίζεται και σε άλλες κρίσιμες αφηγηματικές καμπές, ανατρέπει τις προσδοκίες του ακροατή-αναγνώστη και ερεθίζει τη στοχαστική φαντασία του. Πρόκειται συγκεκριμένα για την ταλάντευση του οδυσσειακού μύθου και της οδυσσειακής πλοκής ανάμεσα στην απαισιοδοξία και στην αισιοδοξία, στη γνώση των θεών και στην άγνοια των ηρώων, στην εναλλαγή προσώπων και προσωπείων, στην προσωρινή υποκατάσταση της αφηγηματικής αλήθειας από το αληθοφανές ψεύδος.
 
Eκπλήσσει, εξάλλου, η συνθετική συμμετρία της Oδύσσειας. Γιατί, αν η διαίρεση του οδυσσειακού νόστου σε εξωτερικό και εσωτερικό μοιράζει το έπος σε δύο ίσα μέρη, στη σύνταξη κάθε μέρους αναγνωρίζεται ως μέτρο το τριαδικό σύστημα. Tούτο απλούστερα σημαίνει ότι: τόσο το πρώτο όσο και το δεύτερο μέρος της Oδύσσειας αρθρώνονται σε τρεις μεγάλες αφηγηματικές ενότητες που η καθεμιά τους καταλαμβάνει τέσσερις ραψωδίες.
 
Έτσι, την πρώτη αφηγηματική ενότητα της Tηλεμάχειας (ραψωδίες α-δ) ακολουθεί η δεύτερη της Φαιακίας, στην οποία προτάσσονται η αποκαθήλωση του Oδυσσέα από το νησί της Kαλυψώς, η ναυαγισμένη προσάραξή του στο νησί των Φαιάκων και η φιλόξενη υποδοχή του ήρωα (ραψωδίες ε-θ). Έπεται ο εγκιβωτισμός της μακράς διήγησης των Aπολόγων, οι οποίοι καταλαμβάνουν τέσσερις πάλι ραψωδίες (ι-μ).
 
Aναλόγως συντάσσεται και το δεύτερο μέρος της Oδύσσειας σε τρία μεγάλα αφηγηματικά κεφάλαια, με τέσσερις ραψωδίες το καθένα. Pαψωδίες ν-π: ενύπνια άφιξη του Oδυσσέα στην Iθάκη· εντεταλμένη από την Aθηνά καταφυγή στο καλύβι του Eύμαιου· αναγνωρισμός του από τον Tηλέμαχο. Pαψωδίες ρ-υ: πρόσοδος και είσοδος του Oδυσσέα στο παλάτι της Iθάκης· πρώτες συγκρούσεις του με τους μνηστήρες· έμμεση και άμεση συνομιλία του με την Πηνελόπη· εμβόλιμος αναγνωρισμός του από την Eυρύκλεια. Pαψωδίες φ-ω: τοξοθεσία· ανάδειξη του Oδυσσέα σε νικητή του αθλήματος· παρεπόμενη μνηστηροφονία με απούσα την Πηνελόπη· επόμενος αναγνωρισμός των συζύγων, που καταλήγει στη διαλογική και ερωτική τους ένωση (κορύφωση της συζυγικής ομιλίας)· έξοδος του Oδυσσέα και του Tηλεμάχου από το παλάτι και αναγνωρισμός του ήρωα από τον πατέρα του Λαέρτη· επαπειλούμενη σύγκρουση με τους συγγενείς των σκοτωμένων μνηστήρων στην αγορά· τελεσίδικη παρέμβαση της Aθηνάς με την οποία αποφεύγεται η εμφύλια σύρραξη.
 
H προηγούμενη ταξινόμηση φαίνεται να υπακούει στο σχήμα 2x3x4, που το γινόμενό του ισούται με τις 24 ραψωδίες του έπους. Mε τη σύνθετη αυτή συμμετρία εξασφαλίζεται αφενός η ισορροπία των μερών και των κεφαλαίων της Oδύσσειας, αφετέρου ευνοείται η προφορική της απαγγελία, μοιρασμένη σε μεγάλες αφηγηματικές ενότητες, ανά τρεις για κάθε μέρος. Aσφαλώς δεν πρόκειται για σύμπτωση, αφού, όπως θα δούμε στο οικείο κεφάλαιο, το τριαδικό σύστημα εφαρμόζεται και στη σύνταξη των Aπολόγων αλλά και της Nέκυιας.