Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Προμηθεὺς δεσμώτης (436-475)

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ


ΠΡ. μή τοι χλιδῇ δοκεῖτε μηδ᾽ αὐθαδίᾳ
σιγᾶν με· συννοίᾳ δὲ δάπτομαι κέαρ,
ὁρῶν ἐμαυτὸν ὧδε προυσελούμενον.
καίτοι θεοῖσι τοῖς νέοις τούτοις γέρα
440 τίς ἄλλος ἢ ᾽γὼ παντελῶς διώρισεν;
ἀλλ᾽ αὐτὰ σιγῶ. καὶ γὰρ εἰδυίαισιν ἂν
ὑμῖν λέγοιμι· τἀν βροτοῖς δὲ πήματα
ἀκούσαθ᾽, ὥς σφας νηπίους ὄντας τὸ πρὶν
ἔννους ἔθηκα καὶ φρενῶν ἐπηβόλους.
445 λέξω δέ, μέμψιν οὔτιν᾽ ἀνθρώποις ἔχων,
ἀλλ᾽ ὧν δέδωκ᾽ εὔνοιαν ἐξηγούμενος·
οἳ πρῶτα μὲν βλέποντες ἔβλεπον μάτην,
κλύοντες οὐκ ἤκουον, ἀλλ᾽ ὀνειράτων
ἀλίγκιοι μορφαῖσι τὸν μακρὸν βίον
450 ἔφυρον εἰκῇ πάντα, κοὔτε πλινθυφεῖς
δόμους προσείλους ᾖσαν, οὐ ξυλουργίαν·
κατώρυχες δ᾽ ἔναιον ὥστ᾽ ἀήσυροι
μύρμηκες ἄντρων ἐν μυχοῖς ἀνηλίοις.
ἦν δ᾽ οὐδὲν αὐτοῖς οὔτε χείματος τέκμαρ
455 οὔτ᾽ ἀνθεμώδους ἦρος οὔτε καρπίμου
θέρους βέβαιον, ἀλλ᾽ ἄτερ γνώμης τὸ πᾶν
ἔπρασσον, ἔστε δή σφιν ἀντολὰς ἐγὼ
ἄστρων ἔδειξα τάς τε δυσκρίτους δύσεις.
καὶ μὴν ἀριθμόν, ἔξοχον σοφισμάτων,
460 ἐξηῦρον αὐτοῖς, γραμμάτων τε συνθέσεις,
μνήμην ἁπάντων, μουσομήτορ᾽ ἐργάνην.
κἄζευξα πρῶτος ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα
ζεύγλαισι δουλεύοντα σώμασίν θ᾽ ὅπως
θνητοῖς μεγίστων διάδοχοι μοχθημάτων
465 γένοινθ᾽, ὑφ᾽ ἅρμα τ᾽ ἤγαγον φιληνίους
ἵππους, ἄγαλμα τῆς ὑπερπλούτου χλιδῆς.
θαλασσόπλαγκτα δ᾽ οὔτις ἄλλος ἀντ᾽ ἐμοῦ
λινόπτερ᾽ ηὗρε ναυτίλων ὀχήματα.
τοιαῦτα μηχανήματ᾽ ἐξευρὼν τάλας
470 βροτοῖσιν, αὐτὸς οὐκ ἔχω σόφισμ᾽ ὅτῳ
τῆς νῦν παρούσης πημονῆς ἀπαλλαγῶ.
ΧΟ. πέπονθας αἰκὲς πῆμ᾽ ἀποσφαλεὶς φρενῶν
πλάνῃ, κακὸς δ᾽ ἰατρὸς ὥς τις ἐς νόσον
πεσὼν ἀθυμεῖς καὶ σεαυτὸν οὐκ ἔχεις
475 εὑρεῖν ὁποίοις φαρμάκοις ἰάσιμος.

***
ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μην το θαρρείτε ξιπασιά μου ή περηφάνια
που δε μιλώ· μες στη βουβή τη συλλογή μου
σπαράζομαι να βλέπω αυτή μου την κατάντια.
Κι όμως, στο βάθος, σε ποιόν άλλο παρά εμένα
440 χρωστούνε οι νέοι αυτοί θεοί τις τιμές πὄχουν;
Μ᾽ αυτά τ᾽ αφήνω, κι είναι περιττό να κάνω
λόγο, γιατί τα ξέρετε· τώρα τα πάθη
των ανθρώπων ν᾽ ακούσετε, πώς, ενώ πρώτα
σαν τα μωρά ήταν, νου τούς έβαλα και φρένες·
κι όχι παράπονο μ᾽ αυτούς πως έχω, μόνο
για να σας δείξω την καλή προαίρεσή μου.
Και λοιπόν πρώτα βλέπαν και του κάκου εβλέπαν
άκουγαν και δεν άκουγαν, μα όμοιοι με ονείρων
μορφές σ᾽ όλο το μάκρος της ζωής των όλα
450 τα πάντα έτσι ανάκατα σύγχυζαν, κι ούτε
πλιθόχτιστα προσήλια σπίτια ξέραν, ούτε
τα ξύλα να δουλεύουν, μα σ᾽ ανήλια σπήλια
χωσμένοι ετρύπωναν σαν τ᾽ αχαμνά μερμήγκια.
Και ούτε χειμώνα εγνώριζαν βέβαιο σημάδι,
ούτε ανθοφόρας άνοιξης, ούτε του θέρους
του καρπερού κανένα, μα έτσι επορευόνταν
με δίχως κρίση, ώσπου τους έδειξα των άστρων
τις αξεδιάλυτες ανατολές και δύσεις.
Κι εγώ τον αριθμό, την πιο τρανή σοφία,
460 και των γραμμάτων τα συνθέματά τους βρήκα,
της μνήμης, της μητέρας των Μουσών, εργάτες.
Κι έζεψα πρώτος στο ζυγό τα ζώα σκυμμένα
κάτω από ζεύγλες και σαμάρια, για να παίρνουν
τους πιο μεγάλους πάνω των κόπους του ανθρώπου.
Κι έδεσα χαλινόστεργα τ᾽ άλογα στο άρμα,
της αρχοντιάς της μεγαλόπλουτης καμάρι·
και τα θαλασσοπλάνητα δε βρήκεν άλλος
πάρεξ εγώ λινόφτερα του ναύτη αμάξια.
Μα ο άμοιρος! ενώ ηύρα τέτοιες σοφές τέχνες
470 για τους ανθρώπους, τίποτε για με τον ίδιο
δεν έχω να σωθώ απ᾽ αυτές τις συμφορές μου.
ΧΟΡΟΣ
Δε σου ᾽πρεπε αυτό πὄπαθες· έξω απ᾽ το νου σου
παραστρατείς και σαν κακός γιατρός, που πέσει
σ᾽ αρρώστια, τα ᾽χασες και συ και δε γνωρίζεις
ποιά φάρμακα να γιατρευτείς έχεις ανάγκη.

Το θέμα της τιμής στο έργο του Θουκυδίδη

Αναγνωρίζουμε εύκολα στον Θουκυδίδη ένα πνεύμα ρεαλιστικό και θετικιστικό, έτοιμο να εξηγήσει όλες τις ανθρώπινες πράξεις με κίνητρο μόνο το συμφέρον. Το αποτέλεσμα, όμως, είναι πως, όταν εισάγει τυχαία την άποψη να υπολογιστούν κίνητρα, αν όχι ανιδιοτελή, τουλάχιστον αφιλοκερδή, που στοχεύουν σε οφέλη μη υλιστικά, είμαστε έτοιμοι να τα απομακρύνουμε σαν απλά θέματα ρητορικής. Είναι η περίπτωση όταν οι Αθηναίοι του, στο 1ο βιβλίο, ή ακόμη περισσότερο, ο Περικλής του, στο 2ο βιβλίο, περιγράφουν την επεκτατι­κή πολιτική τους σαν συνδεδεμένη με την επιδίωξη της τιμής. Επομένως, αν δεν εκλάβουμε αυτή τη μαρτυρία ως αξιόλογη, οδηγούμαστε στην άρνηση να διακρίνουμε διαφορετικές φάσεις στην ιστορία αυτού του επεκτατισμού, στο πλαίσιο του οποίου αυτή η τιμή θα διαδραμάτιζε, ανάλογα με τις περιστάσεις, ένα ρόλο σχετικά μεγάλο. Μια μελέτη για τη θέση που κατέχει η τιμή στο έργο του Θουκυδίδη γενικά και για τη φροντίδα με την οποία υπολογίζονται οι διαφορετικές μορφές ή οι μετα­βαλλόμενες αναλογίες, θα μας επέτρεπε να σχηματίσουμε, από την άποψη αυτή, μιαν εικόνα ακριβέστερη, που, συγχρόνως, συμβαίνει να ρίχνει κάποιο φως στις αντι­δράσεις, οι οποίες, στον τομέα αυτό, ήταν οι αντιδρά­σεις των Ελλήνων εκείνης της εποχής.
 
Καταρχήν, είναι εμφανές ότι το θέμα αναδύεται στο έργο, με τρόπο ενίοτε εκπληκτικό, με αφορμή πολλούς άλλους λαούς εκτός από τους Αθηναίους και πολλές άλ­λες πολιτικές εκτός από τον επεκτατισμό. 
   
Η πολιτική υπεροχή τόσο της Σπάρτης, όσο και της Αθήνας θεωρείται κανονικά ως μια μορφή τιμής. και αυ­τό δεν θα μπορούσε να μας εκπλήξει. Οι Κορίνθιοι, επι­καλούμενοι την έννοια των αρμοδιοτήτων της Σπάρτης, διακηρύσσουν ότι οφείλουν να επαγρυπνούν για ό, τι συμβαίνει περισσότερο από τους άλλους, «καθήκον τους είναι να έχουν την πρώτη ευθύνη για τα κοινά ζητήματα της συμμαχίας, όπως έχουν και τις πρώτες θέσεις στις τιμές» (1, 120, 1: προτιμῶνται). Στη συνέχεια, αν δύο κυρίαρχες Πολιτείες ενώνονται, αυτό γίνεται ίσως για να διαφυλά­ξουν καλύτερα την αμοιβαία τιμήν. Από αυτή την άποψη, η δημηγορία των Λακεδαιμονίων με αφορμή την Πύλο προσφέρει σαφέστατη μαρτυρία. 
   
Σύμφωνα με την άποψη των αγορητών, για την Σπάρτη σημασία έχει κυρίως να αποφύγει την ατιμωτική πράξη μιας ήττας: «οι Λακεδαιμόνιοι επιδιώκουν να διαφυλά­ξουν την αξιοπρέπεια της πόλης τους» (IV, 17, 1: κό­σμον). Η Σπάρτη απελάμβανε, όντως, το μεγαλύτερο κύ­ρος (18, 1: ξίωμα μέγιστον) μεταξύ των Ελλήνων. και «έπρεπε να αποφύγει την ταπείνωση της καταστροφής της, προτού συμβεί καμιά ανεπανόρθωτη συμφορά» (20, 2: πρό αισχρού τινός ξυμφοράς).
 
Για την Αθήνα, οι πρέσβεις επαναλαμβάνουν ότι η ει­ρήνη, διαφυλάσσοντας τα προνόμιά της, θα επαυξήσει την εύκλεια της πόλης. Με αυτή την τιμή, πρέπει εδώ να εν­νοήσουμε την ηθική υπόληψη της πόλης. έτσι, η λέξη δόξα συνενώνεται με την τιμήν, για να την παραγκωνίσει σε λί­γο. Η Αθήνα θα αποκτήσει, πράγματι, «τιμή και δόξα» (17, 4: προσλαβοϋσι δέ τιμήν και δόξαν). «η ειρήνη θα της αφήσει για τις επερχόμενες γενεές βέβαιη φήμη της δύνα­μης και της φρόνησής της» (18, 5: ἀκίνδυνον δόκησιν ἰσχύος και ξυνέσεως ἐς τό ἔπειτα καταλιπεῖν). και «θα αποκτήσει έτσι και δόξα, αν προχωρήσει συγχρόνως σε μιαν εποικοδομητική συμμαχία» (20, 2: δόξης καί ἡμετέ­ρας φιλίας προσγιγνομένης). Αυτή η δόξα θα αυξηθεί, γιατί θα θεωρήσουν, στην Ελλάδα, ότι στην Αθήνα οφεί­λουν αποκλειστικά την ευεργεσία για την ειρήνη (20, 3: την χάριν ὑμῖν προσθήσουσιν).
    
Αλλά η ειρήνη, κυρίως, θα συνδέσει την τιμήν, την οποία απολαύουν οι δύο πόλεις, και θα την αυξήσει πα­γιώνοντάς την. Γιατί το συμπέρασμα αυτού του δυαδικού προγράμματος βρίσκεται στην τελευταία φράση, στην τε­λευταία λέξη: η δημηγορία ολοκληρώνεται, πράγματι, με την υπόσχεση των πολλαπλών πλεονεκτημάτων, που είναι βέβαιο ότι θα προκύψουν και για τις δύο πλευρές (20, 4: τά ἐνόντα ἀγαθά σκοπεῖτε ὅσα εἰκός εἶναι) και που ανά­γονται, στην πραγματικότητα, σε ένα μόνο, εκπροσωπού­μενο από μια τιμήν αυξημένη: «αν εμείς και σεις συμφω­νήσουμε, ο υπόλοιπος ελληνικός κόσμος, του οποίου οι δυνάμεις είναι πολύ πιο μικρές από τις δικές μας, θα μας σέβεται εξαιρετικά και τους δύο» (20, 4: τα μέγιστα τιμή­σει). Η επεκτατική τιμή, λοιπόν, δεν απεμπολείται, αλλά κατανέμεται ανάμεσα στις δύο κυρίαρχες πόλεις, χωρίς πλέον δυνατότητα αμφισβήτησης. Άλλωστε, ο Αριστοφά­νης δεν κάνει λάθος στο σημείο αυτό, ο οποίος εκφράζει το ίδιο πρόγραμμα με όρους πιο σκληρούς (Ειρήνη, 1082): «αν και μπορούμε μαζί να κυβερνάμε την Ελλάδα δίνοντας τα χέρια» (ἐξόν σπεισαμένοις κοινῇ τῆς Ἑλλά­δος ἄρχειν). Η συμμαχία, όσο συνετή και αν είναι, αναζη­τεί τα ίδια προνόμια με την πιο ομολογημένη φιλοδοξία.
 
Πρόκειται, όμως, για τους φιλόδοξους μόνους; Το έρ­γο, ως προς αυτό, επιφυλάσσει εκπλήξεις, κάνοντας να παρεμβάλλεται η τιμή εκεί όπου δε θα μπορούσαμε καθό­λου να την φαντασθούμε ως αναμενόμενη.
 
Αν απομακρύνουμε την ἀληθεστάτην πρόφασιν και την Αθηναϊκή φιλοδοξία που την υποβαστάζει, μπορούμε να πούμε ότι ο πόλεμος αρχίζει με το επεισόδιο της Κέρ­κυρας. Ο Θουκυδίδης, λοιπόν, υπογραμμίζει ότι η Κόριν­θος εισέρχεται στη δράση συγχρόνως εν ονόματι του δι­καίου και από μίσος προς την Κέρκυρα. γιατί, όμως, αυ­τό το μίσος; Γιατί, λέει, οι Κερκυραίοι «αν και άποικοι της Κορίνθου παραμελούσαν τη μητρόπολή τους (παρημέ­λουν)- πραγματικά, οι Κερκυραίοι ούτε στις κοινές δημό­σιες τελετές τους έδιναν τα συνηθισμένα δώρα (γέρα τά νομιζόμενα), ούτε σε θυσίες πρόσφεραν σε Κορίνθιο τις πρώτες τιμές, όπως κάνουν οι άλλες αποικίες» (1, 25, 3­4). 'Οποια και αν είναι n ακριβής έννοια αυτών των δώ­ρων και αυτών των τιμών, πρόκειται, στο σημείο αυτό, για μια διαμάχη για την πρωτοκαθεδρία, n οποία φαίνε­ται αρκετά ευτελής για τους σύγχρονους. Και είναι δια­σκεδαστικό να βλέπουμε ότι ένας κριτικός τόσο ακριβο­λόγος όσο ο Α. W. Gomme φαίνεται να δυσαρεστείται από την πληροφορία που δίνει ο Θουκυδίδης και προ­σπαθεί να την διορθώσει, να την συμπληρώσει, με ένα πνεύμα καθαρά οικονομικό, και κατάλληλο να ικανοποιή­σει μια πιο σύγχρονη άποψη της ιστορικής αιτιοκρατίας: αφού μας πληροφόρησε ότι «υποπτεύεται» κανείς ένα κί­νητρο οικονομικό, επιδίδεται σε σχολιασμό για τα οικο­νομικά συμφέροντα της Κορίνθου στη Δύση και τα νομι­σματικά προβλήματα που συνδέονται με αυτά. Διαφορετι­κά διατυπωμένος υπάρχει εδώ ένας ρόλος της τιμῆς, που παραπλανά τους σύγχρονους ιστορικούς και ο οποίος τους φαίνεται ισχνός σε σχέση με το γεγονός, αλλά  είναι η εξήγηση που δίνει ο Θουκυδίδης. Η συνέχεια της φράσης του προσθέτει, είναι αλήθεια, πως οι Κερκυραίοι διέ­θεταν πολύ μεγάλα πλούτη και τεράστια ναυτική δύναμη. Να, λοιπόν, ποιο είναι το πιο σοβαρό, αλλά, θα παρατη­ρήσουμε ότι αυτές οι πιο ρεαλιστικές σκέψεις παρουσιά­ζονται με ένα πρίσμα που θέτει τον ανταγωνισμό της τι­μής: ο πλούτος των Κερκυραίων συνδέεται άμεσα με τηv περιφρονnτική τους στάση (περιφρονοῦντες δέ αὐτούς καί... ὄντες...) και η ναυτική τους υπεροπλία φαίνεται συγχρόνως ως λόγος έπαρσης (παιρόμενοι) και ως αφορ­μή ευκλείας (κλέος ἐχόντων). Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι n τι­μή, που δεν εμφανίζεται εδώ καθόλου τυχαία, υπαγορεύει, πράγματι, τη σύγκρουση των συμφερόντων.
 
Οπωσδήποτε, αυτή η τιμή είναι συνεχώς ανοιχτή για συζήτηση, και δεν εκπλησσόμεθα καθόλου να βλέπουμε τους Κορίνθιους, στην Αθήνα, να παραπονούνται γιατί οι Κερκυραίοι δεν τους αποδίδουν τις οφειλόμενες τιμές όπως έχουν υποχρέωση: η στάση τους είναι προσβλητική (38, 2: ὑβρίζεσθαι) και δεν ενεργούν όπως οι άλλες αποι­κίες οι οποίες αποδίδουν τιμές στην Κόρινθο (38, 3: τιμῶσιν). Και αυτές οι άλλες πόλεις έχουν δίκιο, γιατί, με μιαν ωραία γενίκευση, οι Κορίνθιοι διακnρύσσουν ότι κά­θε αποικισμός αποσκοπεί σ' αυτό το αποτέλεσμα: απο­στέλλουμε τους αποίκους για να είμαστε οι αρχηγοί τους και να μας σέβονται κατά τα πρέποντα: ἐπi τῷ ἡγεμόνες τε εἶναι καί τά εἰκότα θαυμάζεσθαι. Κάθε πόλη που έχει αποικίες αναπαράγει, λοιπόν, σε μικρογραφία τον Αθηναϊκό επεκτατισμό και δικαιολογεί, κατά συνέπεια, τον τρόπο με τον οποίο οι ρήτορες τον περιγράφουν.
 
Αλλά το συναίσθημα είναι γενικότερα πιο διαδεδομένο ακόμη. Και το ξαναβρίσκουμε σε λίγο ακόμη και στις υποταγμένες πολιτείες. Ορισμένες έχουν την τιμή να ταυ­τισθούν λίγο ως πολύ με την Αθήνα: αυτό συμβαίνει με τους ναύτες του στόλου στους οποίους ο Νικίας υπενθυ­μίζει ποιοι ήταν. Από το γεγονός αυτής της ταύτισης, «τους θαύμαζαν όλοι στην Ελλάδα» (ΥΙΙ, 63, 2: ἐθαυμάζε­σθε). Άλλοι (ή οι ίδιοι) μπορούν να απολαύσουν πιο συ­γκεκριμένη τιμή με τη μορφή μιας προνομιακής θέσης. Και είναι n περίπτωση που εμφανίζεται στο επεισόδιο της Mυτιλήνης, στο 3ο βιβλίο.
 
Σε αυτό το επεισόδιο, μόνο μία λέξη προκαλεί έκπληξη, και όχι πλέον μια ιστορική εξήγησή. Αλλά η σημασία αυτής της λέξης σ' όλη τη συνέχεια της αντιπαράθεσης δεν είναι αμελητέα. Είναι η λέξη που χαρακτηρίζει τη θέ­ση της Μυτιλήνης σε σχέση με τους Αθηναίους, δηλ. Ποιοι ήταν οι τιμώμενοι. 
   
Οι Μυτιληναίοι αναγνωρίζουν ότι η θέση τους δεν είναι επαινετή, «επειδή εγκαταλείπουν τους Αθηναίους στην ώρα του κινδύνου, ενώ αυτοί τους τιμούσαν σε καιρό ειρήνης» (9, 3: τιμώμενοι ὑπ' αὐτῶν). Η λέξη μπο­ρεί να συμπεριλάβει ορισμένες τιμές ευδιάκριτες, αλλά είναι φανερό ότι προσδιορίζει κυρίως την αυτονομία που δίνεται στους Μυτιληναίους, με ένα προνόμιο κατ' εξαίρεση. Άλλη μία φορά, συνεπώς, πρόκειται για ένα πρακτικό πλεονέκτημα, που είναι ουσιαστικό, αλλά που εμφανίζεται εδώ με τη μορφή με την οποία, ίσως, γινό­ταν αισθητό, και που είναι n τιμή. Οι Μυτιληναίοι δι­καιολογούνται για αυτή την εμφανή αδικία εξηγώντας ότι αυτές οι «τιμές» σημαίνουν μόνο ότι η Αθήνα διατη­ρεί τους πλέον ισχυρούς συμμάχους για τη στιγμή που αυτοί θα βρεθούν απομονωμένοι (10, 5-11, τέλος) 10, και προσθέτουν ότι και οι ίδιοι βοήθησαν στη δική τους προστασία, επειδή προσέφεραν συνεχώς περιποιήσεις στους Αθηναίους, κολακεύοντας το λαό και τους άρχο­ντές τους (11 ,7: ἀπό θεραπείας). Μια ανταλλαγή κο­λακειών καλύπτει, λοιπόν, και από τα δύο μέρη, μια σχέση ισχύος. και στην περίπτωση της Μυτιλήνης, τα προβλήματα της τιμής υπάρχει ο κίνδυνος να έχουν βα­ριές επιπτώσεις σε μια πολιτική απόφαση.
 
Επομένως, ο τρόπος αυτός να περιγράψουμε τη θέση της Μυτιλήνης επανευρίσκεται, με πολλή ακρίβεια, στην αθηναϊκή αντιπαράθεση τη σχετική με την τύχη της πόλης. και, όταν ο Κλέων θέλει να φέρει στο φως την ενοχή των κατοίκων της, τους κατηγορεί ότι απεστάτησαν, μο­λονότι ήταν ανεξάρτητοι και τιμώνταν από τους Aθηναί­ους, όπως κανένας άλλος: αὐτόνομοί τε οἰκοῦντες καί τι­μώμενοι ἐς τά πρῶτα ὑπό ἡμῶν (39, 2). 'Εχοντας ως αφε­τηρία επίσης αυτή την προνομιακή θέση, την χρnσιμοποιεί για να παρουσιάσει την συμπεριφορά των Mυτιληναίων σαν μια ενέργεια ύβρεως, προκαλούμενη από αυτά τα ίδια τα προνόμια: «θα έπρεπε από την αρχή», λέει, «να μην εί­χαμε τιμήσει τους Μυτιληναίους και να μην είχαμε κάνει καμιά διάκριση ανάμεσα σ' αυτούς και τους άλλους συμ­μάχους (39, 5: μηδέν διαφερόντως τῶν ἄλλων ὑφ' ἡμῶν τετιμῆσθαι). Και τότε τίποτε δε θα είχε συμβεί και δε θα είχαν φτάσει σε τέτοιο σημείο αλαζονείας». Η αυτονομία της Μυτιλήνης είναι, λοιπόν, όχι μόνο μια «τιμή», αλλά, κατά τον Κλέωνα, μια αληθινή υπέρβαση τιμής. 
   
Για να είμαστε ειλικρινείς, απομένει ένα σημείο που εκπλήσσει κάπως στην ανάλυση του Κλέωνα: είναι το απόφθεγμα που χρησιμοποιεί και που δείχνει την ύβρη σαν το συνηθισμένο αποτέλεσμα μιας ευτυχίας «αιφνιδίου καί απροσδοκήτου» ΙΙ, 61. Προφανώς, αυτά τα επίθετα δεν προσιδιάζουν στην ευτυχία να παραμείνουν αυτόνο­μοι. Και είναι αρκετά δύσκολο να παραδεχθούμε ότι ο Κλέων μπορεί να καταφεύγει σ' έναν κοινό τόπο χωρίς κανένα είδος σχέσης με την περίσταση. 'Ετσι, έχουν πα­ρουσιασθεί δύο διαφορετικές εξηγήσεις. Η μία είναι ότι η έκφραση θα είχε σαν στόχο την τύχη που ξαφνικά προ­σφέρεται στη Μυτιλήνη για δράση, χάρη στον πόλεμο και στο λοιμό: είναι, για παράδειγμα, αυτό που εννοεί ο Gomme και η έννοια ταιριάζει τέλεια, ακόμη και αν τί­ποτα, μέσα στο κείμενο, δεν την προετοιμάζει ή δεν την επιβεβαιώνει. Για το λόγο αυτό, άλλοι προτιμούν την άποψη ότι η σκέψη που διατυπώνεται από τον Κλέωνα θα είχε ως στόχο όχι τη Μυτιλήνη, αλλά, με ένα είδος τραγικής ειρωνείας, την Αθήνα και τον Κλέωνα τον ίδιο. Η υποβολή είναι χαριτωμένη και δεν είναι αδύνατο να την παραδεχθούμε. δεν φαίνεται, όμως, ότι αυτή η έμ­μεση πρόθεση - αν υποθέσουμε ότι υφίσταται - μπορεί να μας απαλλάξει να αναζητήσουμε στο λόγο του Κλέωνα και στο βαθμό των επιδιώξεών του ένα ελάχιστο όριο συ­νάφειας. Μας φαίνεται, λοιπόν, ότι, με τη μία ή την άλλη από τις αναφερθείσες εξηγήσεις (κυρίως με τις δύο), ο Κλέων αφήνεται να παρασυρθεί σε ένα ολίσθημα της σκέ­ψεις, αναμειγνύοντας την τιμήν της Μυτιλήνης με τις άλ­λες μορφές της τύχης που αναφέρουμε γενικά, που ο λοι­μός θα μπορούσε εδώ να προκαλέσει, και των οποίων η τύχη της εξέγερσης θα έκανε εμφανή τον κίνδυνο, Αλλά αυτό το ολίσθημα επιβεβαιώνει, κάθε φορά, Τη σημασία που συνάπτεται με αυτή την τιμήν, η οποία με το πνεύμα του Κλέωνα αποκτά αρκετή δύναμη για να ανοίξει την πόρτα σε κάθε τεκμηρίωση της ύβρης.
 
Η επιθυμία ή η ευχαρίστηση των διακρίσεων πάσης φύσεως καταλαμβάνει, λοιπόν, μεγάλη θέση στην πολιτική όλων των πόλεων, ιδιαίτερα των λιγότερο επεκτατικών. Και ξαναβρίσκουμε, σε επίπεδα πολύ διαφορετικά, την ίδια σημασία που συνάπτεται με την τιμήν, η οποία περι­λαμβάνει διάφορες μορφές, των οποίων ο επεκτατισμός δεν είναι παρά η ακραία κατάληξη.
 
Αντίθετα, αυτή η ίδια η τιμή ήταν επιδεκτική να προσλάβει μια μορφή ακριβώς αντίστροφη. Και ο Βρασίδας μπόρεσε να ενασχοληθεί αποδίδοντάς την αυτή την έννοια.
 
Πράγματι, το να είσαι ελεύθερος δεν είναι από μόνο του δόξα. Να παραμένεις μόνο ελεύθερος, όπως η Μυτι­λήνη, μπορούσε ήδη να είναι κολακευτικό. Αλλά να απε­λευθερώνεσαι; Να απελευθερώνεσαι πριν από τους άλ­λους; Να απελευθερώνεσαι αυθόρμητα; Με μιαν αξιοση­μείωτη επιμονή, ο Βρασίδας, στη Χαλκιδική, δε θα παύσει να μεταβάλει αυτές τις πολιτικές διαθέσεις σε πράξεις που αξίζουν την τιμήv. 
   
Στην Άκανθο, που προσπάθησε να την προσαρτήσει πρώτη, χρησιμοποιεί αυτή την σκέψη κυρίως για να υποβά­λει την ιδέα ότι θα αποτελέσει δόξα το να έχει απελευθε­ρωθεί πρώτη. Δόξα, ανιδιοτελής, ίσως, αλλά που, παρό­λα αυτά, παραμένει θελκτική. «Ενώπιον των Ελλήνων», τους λέει, «οι Ακάνθιοι θα αποκτήσουν αιώνια δόξα (IV, 87,6: ἀϊδιον δόξαν), για την πόλη, θα αποφύγουν κάθε ζημία και θα εξασφαλίσουν την καλύτερη φήμη». 
   
Στη Σκιώνη, η οποία είχε αποστατήσει αυθόρμητα, επαναλαμβάνει τα ίδια επιχειρήματα, αλλά εδώ προσθέτει υποσχέσεις ειδικών προνομίων, τα οποία υπενθυμίζουν τηρουμένων όλων των αναλογιών, αυτά που η Αθήνα πα­ρείχε στη Μυτιλήνη: αρχίζει, πράγματι, με απλές φιλο­φρονήσεις, λέγοντας ότι θα αξίζουν πολύ περισσότερο έπαινο (ΙV, 120, 3: ἀξιωτάτους αὐτούς εἶναι ἐπαίνου), έπειτα δίνει στην ευχαριστία του μορφή κάπως πιο συγκε­κριμένη, διασαφηνίζοντας ότι σκοπεύει να τους τιμήσει αργότερα με κάθε τρόπο (καί τἆλλα τιμήσειν).
 
Στο ένα στρατόπεδο όπως και στο άλλο, υπάρχει, λοι­πόν, ένας τρόπος, για την Αθήνα και για τη Σπάρτη, να τιμούν ορισμένες πόλεις. Και είναι επιπλέον τιμή να απε­λευθερωθεί κανείς, όπως ακριβώς είναι τιμή να κυβερνά.
 
Φαίνεται μάλιστα, είναι αλήθεια, ότι αυτή η επιθυμία της διάκρισης και του προνομίου, που χαρακτηρίζει όλες τις πόλεις, μεγάλες και μικρές, μπορεί, σε ορισμένες περι­πτώσεις, να έχει αντίθετο αποτέλεσμα. και ο Θουκυδίδης δεν το έχει παραγνωρίσει. Είναι τουλάχιστον αυτό που προκύπτει από τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει τις υποθέσεις της Σικελίας, στο 4ο βιβλίο της Ιστορίας του.
 
Στη δημηγορία του Ερμοκράτη, στη Γέλα, η οποία θε­ωρητικά απαντά σε μιαν απειλή, επικαλούμενη μία συμ­μαχία θεμελιωμένη σε μια κοινότητα συμφερόντων , ο αγο­ρητής καταγγέλλει, πράγματι, αυτό που μπορούσε να δια­τηρήσει τις διχόνοιες στην Σικελία: λοιπόν, ήταν το σημείο της τιμής, η επιθυμία να μην ενδίδουν καθόλου. Η ιδέα υποβάλλεται ολοκάθαρα από τον ίδιο τον Θουκυδίδη, όταν κάνει υπαινιγμό στο γεγονός ότι οι άνθρωποι αι­σθάνονται αδικημένοι (Ιν , 58: ἐλασσοῦσθαι). Και ο Ερμο­κράτης αρχίζει υπενθυμίζοντας ότι εκπροσωπεί μίαν πο­λιτεία σημαντικότατη και η οποία δεν έχει υποφέρει ιδιαί­τερα από τον πόλεμο. Αυτή η δήλωση, η οποία προφανώς έχει παραπλανήσει διάφορους αναγνώστες, επαναλαμβά­νεται στο κεφάλαιο 64, 1: πόλιν τήν μεγίστην παρεχόμε­νος. Δηλώνει ότι ο Ερμοκράτης δεν έχει τίποτα να κερδί­σει από μια συμφιλίωση. Και όμως αποδέχεται συμφωνίες - μολονότι πρόκειται για συμφωνίες ανάμεσα σε Σικελιώ­τες -, γιατί ενεργεί εν ονόματι ενός συμφέροντος σαφούς και γενικού. Δεν επιθυμεί, όταν ένας κοινός κίνδυνος απειλεί, να παρασυρθεί από τη φιλοδοξία και το πνεύμα της φιλονικίας (64, Ι: φιλονικῶν): είναι πρόθυμος να υποχωρήσει (ἡσσᾶσθαι, επαναλαμβάνεται δύο φορές). Το συναίσθημα που θα μπορούσε να αντιτεθεί στη συμφιλίω­ση διαγράφεται, λοιπόν, με σαφήνεια.
 
Αντίθετα, το ίδιο το κείμενο της δημηγορίας - χωρίς να απαριθμήσουμε τα πλεονεκτήματα της ειρήνης, όπως στη δημηγορία που ο Τίμαιος απέδιδε στον ίδιο Ερμοκρά­τη και στην οποία ασκεί τόση αυστηρή κριτική ο Πολύ­βιος (ΧΙΙ, 25-28) - ανακαλεί, εντούτοις, ένα μόνο πράγμα, θεωρούμενο ως προφανές: «η ειρήνη εξασφαλίζει καλύτε­ρα και μάλιστα χωρίς κινδύνους και τα πλεονεκτήματα και τις τιμές» (62, 2: τι ἀγαθόν... τάς τιμάς καί τάς λα­μπρότητας): προβάλλονται, λοιπόν, εδώ, ενώπιον όλων, οι δύο στόχοι της φιλοδοξίας. Και, όπως στη δημηγορία των Λακεδαιμονίων, με αφορμή την Πύλο, η σύνεση δεν είναι παρά ένας τρόπος να διασφαλισθεί καλύτερα, χάρη σε έναν ελιγμό, η διατήρηση αυτού του διπλού στόχου.
 
Μπορούμε, λοιπόν , να πούμε ότι, στον Θουκυδίδη, οι ελληνικές πόλεις, όποιες και αν είναι, φαίνονται πάντα να κινούνται, σε μεγάλο μέρος, από μιαν επιθυμία της τιμής -αυτή η επιθυμία που παρουσιάζεται παράλληλη με τη φροντίδα των συγκεκριμένων πλεονεκτημάτων τους.
 
Δεν υπάρχει εδώ, άλλωστε, τίποτα που να μπορεί να προκαλέσει έκπληξη σε οποιονδήποτε που είναι εξοικειω­μένος με τη λογοτεχνία της εποχής. Η επιθυμία της τιμής δεν είναι εδώ, πράγματι, καθόλου το προνόμιο μόνο των ηρώων που προέρχονται από το έπος: είναι ένα συναίσθημα που ο Ευριπίδης αποδίδει στην Aθήνα την οποία αναφέρει, και μάλιστα με την ίδια ευχαρίστηση όπως και ο Θουκυδίδης, για την πόλη της οποίας γράφει την ιστο­ρία. Είναι ακόμη ένα συναίσθημα που ο Αριστοφάνης της αποδίδει για να την διακωμωδήσει. Αντίθετα, εκτι­μούμε ότι είναι τόσο φυσιολογικό και ουσιαστικό που διάφορα κείμενα, ανάμεσα στα οποία δύο του Ευριπίδη, δε διστάζουν να το αποδώσουν στους θεούς τους ίδιους. Και όταν, στον Παλαμήδη του Γοργία, αναζητούμε ποια είναι τα συναισθήματα που θα μπορούσαν, εκ των προτέ­ρων, να οδηγήσουν τον Παλαμήδη να επιτελέσει την πρά­ξη που του προσάπτουν, το κείμενο αναγνωρίζει, με πολ­λή ακρίβεια, τα τρία σπουδαιότερα κίνητρα που επικαλούνται, στον Θουκυδίδη, οι πόλεις - δηλ. τη φροντίδα για το κέρδος ή την τιμή ή την ασφάλειά τους.
 
        Αυτά τα διάφορα τεκμήρια επιβάλλουν να μην αντιμε­τωπίσουμε επιπόλαια τις διάφορες παρατηρήσεις του Θουκυδίδη ή των αγορητών του για το ρόλο που διαδρα­ματίζει η τιμή στον πόλεμο, γενικά, και στην επεκτατική πολιτική, ειδικά. γιατί τα κίνητρα, και στη μία και στην άλλη περίπτωση, δεν είχαν πάντοτε για τους ανθρώπους της εποχής τον αυστηρά οικονομικό χαρακτήρα που φαίνεται συχνά να ισχύει σήμερα. 
   
Αυτά τα ίδια τεκμήρια  μπορούν, από το άλλο μέρος, να μας διαφωτίσουν λίγο καλύτερα για τη φύση αυτού του συναισθήματος - κάτι που, μια και η σημασία του αναγνωρίσθηκε, προσλαμβάνει ένα νέο ενδιαφέρον.
 
Συνεπώς - θα το έχουμε παρατηρήσει στο χωρίο - τα κείμενα στα οποία ο Θουκυδίδης αναφέρει την τιμήν την παρουσιάζουν, ανάλογα με την περίπτωση, με μορφές αρ­κετά διαφορετικές: αυτές μπορούν να κυμαίνονται από τις πλέον συγκεκριμένες ενδείξεις σεβασμού, δηλ. τις πιο ευτελείς, ως τον πλέον «ιδεαλιστικό» ιδεαλισμό. 
   
Η πρώτη μορφή μάς εμφανίζεται στην περίπτωση της Κορίνθου, με τα «συνηθισμένα δώρα» της, γέρα τα νομι­ζόμενα, και τα ερωτήματά της για τις απαρχές των θυ­σιών - που θυμίζουν αρκετά τις ανταμοιβές και τα προ­νόμια που απονέμονται στα άτομα, στον Ηρόδοτο. Και, σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι εκπληκτικό ότι αυτός ο ελληνικός λαός, από τον οποίο επιτελούνταν τόσα πράγ­ματα, στον τομέα του αθλητισμού, αλλά επίσης και σ' αυ­τόν της πολιτικής και ιδιαίτερα της τέχνης, για «στεφά­νους», δεν είναι λιγότερο ευαίσθητος σ' αυτά τα εύσημα της τιμής στις σχέσεις μεταξύ πόλεων. Στον Θουκυδίδη φαίνεται ότι αυτή η άποψη της τιμής εκφράζεται, αρκετά φυσιολογικά, με τον πληθυντικό τιμαi. Και είναι γεγονός ότι ο αθηναϊκός επεκτατισμός, στα δύο πρώτα βιβλία του έργου, παραδέχεται ότι επιδιώκει αυτές τις τιμές. Η πρώ­τη δημηγορία του Περικλή υπενθυμίζει, έτσι, ότι για μια πολιτεία όπως και για ένα άτομο, οι πιο μεγάλοι κίνδυ­νοι εξασφαλίζουν τις πιο μεγάλες τιμές (1, 144, 3). όσον αφορά το τελευταίο, υπενθυμίζει ότι ο καθένας κατασκευ­άζει ένα σύνολο τιμών «που οφείλoνται στην εκ της ηγε­μονίας υπόληψη της πόλης, για την οποία υπερηφaνεύο­νταν περισσότερο από κάθε άλλο» (ΙΙ, 63, 1 : τῷ τιμωμένῳ ἀπό τοῦ ἄρχειν, ᾧπερ ἅπαντες ἀγάλλεσθε), και ζητάει «να μην αποφεύγουν τους κόπους, γιατί τότε και τις τιμές δεν πρέπει να επιδιώκουν» (μή φεύγειν τούς πόνους ἤ μηδέ τάς τιμάς διώκειν). Ο τρόπος με τον οποίο εισάγονται αυτές οι ιδέες υπαγορεύει την επίκληση ενός συναισθήματος επίσημα και κοινά αποδεκτού. Και υπάρχει, εξάλ­λου, μια απήχηση αυτού που θα μπορούσε να αντιπροσω­πεύεται στο κείμενο της Αθηναίων Πολιτείας του Ψευδο­ξενοφώντα, όπου ο συγγραφέας δείχνει πόσο κερδίζει ο δήμος με την εκδίκαση των υποθέσεων των συμμαχικών πόλεων στην Aθήνα: διαφορετικά, οι ξένοι θα τιμούσαν μόνο τους ανώτερους υπαλλnλους (δηλ. στρατηγούς, τριη­ράρχους και πρέσβεις) που είχαν επαφές με αυτές τις πό­λεις (Ι, 18: ἐτίμων ἄν μόνους). Και σχολιάζει αυτή τη δήλωση περιγράφοντας τις λεπτές κολακείες που οι ξένοι οδηγούνται να πολλαπλασιάζουν προς τους Αθηναίους δι­καστές: αναγκάζονται να τους κολακεύουν, να σπεύδουν να τους συναντήσουν, να αρχίζουν τις χειραψίες (κολα­κεύειν, ἀντιβολῆσαι, ἐπιλαμβάνεσθαι τῆς χειρός). Η πε­ριγραφή αυτής της τιμής δε στερείται προφανώς ειρωνεί­ας, αλλά πολύ περισσότερο δε στερείται αληθείας. και μπορούμε να τη συγκρίνουμε με την αγαλλίαση που δεί­χνει ο γέρο Αθηναίος Φιλοκλέων, στους Σφήκες του Αρι­στοφάνη, με τη σκέψη όλων αυτών των ενδείξεων ­ φιλοφρόνησης των οποίων ήταν το αντικείμενο - ανάμεσα στις οποίες επαναλαμβάνεται ότι οι αριστοκράτες τον πλησίαζαν τείνοντάς του το λεπτό τους χέρι (χεῖρα ἀπαλήv). Σε αυτό το λαό, τον κυριευμένο από τιμή, πρέπει, λοιπόν, να παραδεχθούμε ότι η ηγεμονία προσέφε­ρε μικροχαρές υπερηφάνειας, που μπορεί να ήταν στα όρια του γελοίου, αλλά που αντανακλούσαν, με τρόπο συγκεκριμένο, την υψηλότερη χαράν περηφάνειας που συνδεόταν με την υπεροχή καθεαυτή. Οι εμπαιγμοί του ψευδο-Ξενοφώντα και του Αριστοφάνη παρέχουν ένα εί­δος γελοιογραφίας αυτής της αίσθησης των τιμών τις οποίες επικαλείται ο Περικλής.
 
Αλλά είναι προφανέστατο ότι, με την πιο αφηρημένη μορφή της, η τιμή δε συγχεόταν με τις απλές τιμές. Και έχουμε δει ότι ο ενικός είναι συνήθως συνδεδεμένος με την πιο ιδεαλιστική εικόνα της δόξας. Η τιμή που επικα­λούνταν οι Λακεδαιμόνιοι, κατά τη διάρκεια των γεγονό­των της Πύλου, συνέδεε έτσι τιμήv καί δόξαν. Το ίδιο και αυτή που ο Βρασίδας ανέφερε στην Άκανθο, Αυτή που προσέφερε στη Σκιώνη αναμείγνυε, με ανάλογο τρόπο, τιμήv καί ἔπαινον. Και αυτή που επεκαλείτο ο Ερμοκρά­της ανεμείγνυε τιμάς καί λαμπρότητας.    
 
Αυτή η συνένωση μας προκαλεί να διερωτηθούμε τι συμβαίνει όταν εξαφανίζονται οι τιμές. Με διαφορετική διατύπωση, υφίσταται μία τιμή των πόλεων που δεν συν­δέεται με τις τιμές, και αυτή η τιμή παρεμβάλλεται στο έργο του Θουκυδίδη;
 
Η περίπτωση των Ακανθίων, που δεν μιπoρoύν να επι­τύχουν παρά μόνο την ελευθερία τους, υποβάλλει ήδη μιαν απάντηση καταφατική, και η ίδια η ιστορία του πο­λέμου επιτρέπει να κατανoήσoυμε τον τρόπο με τον οποίο, στην περίπτωση της Ακάνθου, κατευθύνεται κανείς προς αυτή την κατάσταση. 
   
Το βλέπουμε ιδιαίτερα στο τέλος του 7ου βιβλίου, όταν αρχίζει να διαφαίνεται η καταστροφή της εκ­στρατείας.
 
Καταρχήν, η αλλαγή της κατάστασης αντανακλάται στη χροιά των ενθαρρύνσεων του Νικία πριν από την τε­λευταία μάχη. Γιατί, ενώπιον του κινδύνου, εξαίρει μια θέρμη που φαίνεται να στοχεύει σε πραγματικότητες του­λάχιστον εξίσου ηθικές, όσο και υλικές. Για τους ναύτες που δεν είναι Αθηναίοι, είναι η ευχαρίστηση να θεωρού­νται σχεδόν Αθηναίοι (ΥΙΙ, 63, 3: τήν ἡδονήν,  ἐθαυμάζε­οθε), και αυτό το συναίσθημα τίθεται παράλληλα με το πλεονέκτημα να μην ανησυχούν, γιατί τα δικαιώματα εί­ναι εξασφαλισμένα, και να μην πτοούνται από τις ατυ­χίες. Για τους Αθηναίους, πρόκειται και για τα δύο να επιβιώσουν και να διασώσουνν, όχι μόνο την τιμήv της Αθήνας, αλλά τό μέγα ὄνομα τῶν Αθηνῶν. Βεβαίως, ο Νικίας πιστεύει ακόμη ότι είναι δυνατό να αποκαταστήσει τα πράγματα. θα το πιστεύει ακόμη και μετά τη μάχη, όταν θα καλέσει τους Αθηναίους, με μιαν έκφραση πολύ έντονη, «να επανορθώσουν, - πάρολο ότι τώρα έχει μειω­θεί, τη μεγάλη δύναμη της πολιτείας τους» (καίπερ πε­πτωκυῖαν). Αλλά η λέξη ὄνομα ηχεί ήδη ιδεαλιστικά με ξεχωριστό τρόπο και οι φόβοι, που είχε εκφράσει ο Νι­κίας πριν από την εκστρατεία, καθώς και η συναίσθηση που είχε για τις ενδεχόμενες συνέπειες μιας ήττας, προσ­δίνουν σ' αυτή την αντικατάσταση της λέξης τιμή από τη λέξη όνομα αξία ακόμη πιο αποκαλυπτική.
 
Το ίδιο και η διήγηση δείχνει ότι η Αθήνα χάνει, στη Σικελία, όχι μόνο τη φήμη της αήττητης δύναμης που συγκρατούσε τους υποτελείς της σε υπακοή, αλλά το ίδιο το γόητρό της, δηλ. μίαν από τις όψεις της τιμής της. Η λαμπρότης, οπωσδήποτε, αλλάζει πεδίο. Η ανα­χώρηση για τη Σικελία περιβαλλόταν από μιαν αλησμό­νητη λάμψη (VΙ, 31: τόλμης τε θάμβει καί ὄψεως λα­μπρότητι περιβόητος), η λαμπρότης περνάει, με την ήττα, στους Συρακούσιους, γιατί ήταν εδώ, λέει ο Θουκυδίδης, «το κατόρθωμα (έργον) για τους νικητές νίκη περίλα­μπρη, για τους νικημένους τρομερή καταστροφή» (VΙΙ, 87, 5: (τοῖς τε κρατήσασι λαμπρότατον καί τοῖς διαφθα­ρεῖσι δυστυχέστατον). Πράγματι, από αυτό το συμβάν οι Αθηναίοι υποφέρουν περισσότερο: «σκέφτονταν με πόση λαμπρότητα και πόση υπερηφάνεια είχαν αρχίσει, για να καταλήξουν σε τέτοιο αποτέλεσμα και σε τέτοια ταπεί­νωση! Ποτέ άλλοτε δεν είχε συμβεί σε ελληνικό στρατό τόσο μεγάλη μεταστροφή της τύχης, γιατί ενώ είχαν πάει να υποδουλώσουν τους άλλους, τώρα έφευγαν με το φό­βο μήπως οι ίδιοι υποδουλωθούν...» (VΙΙ, 75, 6- 7: πό οἵας λαμπρότητος καί αὐχήματος τοῦ πρώτου ἐς οἵαν τελευτήv καί ταπεινότητα ἀφῖκτο...). 
   
Από τη μια μεριά η απώλεια της τιμής, και από την άλλη η απώλεια της λαμπρότητας, τι απομένει, λοιπόν, επιπλέον; Μένει κάποιο πράγμα πιο ιδεαλιστικό ακόμη, μένει η «φήμη» με την άφθαρτη μορφή της: μένει η δόξα. Και ο Θουκυδίδης επιφύλαξε στον Περικλή τη φροντίδα να την επικαλεσθεί στους δύο τελευταίους λόγους του. Εδώ, το αθηναϊκό γόητρο, που γίνεται δόξα, καθίσταται μαρτυρία για το μέλλον. Ο Επιτάφιος Λόγος αναφέρεται σ' αυτή την ιδέα κάνοντας λόγο για τους νεκρούς που έχασαν τη ζωή τους στον πόλεμο. Πρόκειται για ό,τι θα ειπωθεί για αυτούς και για τη δόξα τους, εδώ, «τη στιγμή όπου τους βρήκε το χτύπημα της μοίρας που δεν ήταν γι' αυτούς στιγμή φόβου αλλά δόξας», (ΙΙ, 42, 2: ο λόγος, 4: ἅμα ἀκμῇ δόξης), «για τον αθάνατο έπαινο που τους έλα­χε» (43, 2: ἡ δόξα αὐτῶν... ἀείμνηστος καταλείπεται). Τέ­λος, για την ανάμνησή τους που θα τους κρατάει αιώνι­ους, «άγραφη μένει ζωηρότερη μέσα στις ψυχές περισσό­τερο για την ανδρεία τους παρά για το έργο που έκαναν» (43, 3: μνήμη). Λοιπόν, από μια συγκυρία πολύ αποκα­λυπτική, τα ίδια θέματα ακριβώς επαναλαμβάνονται στον επίλογο του τελευταίου λόγου, αλλά, αυτή τη φορά, προς τιμή της Αθήνας (ΙΙ, 64, 3-6). Ο Περικλής αρχίζει επικα­λούμενος - όπως ο Νικίας στη Σικελία - το μεγάλο όνο­μα της Αθήνας (ὄνομα μέγιστον), αλλά προσθέτει, ευθύς αμέσως, ότι ακόμη και αν η αθηναϊκή δύναμη γνώριζε μια μέρα την παρακμή - γιατί τα πάντα, από τη φύση τους, είναι υποκείμενα στην παρακμή, κάποια μέρα -, θα παρέμενε αυτή η μεταθανάτια δόξα, η μνήμη, αυτή η ίδια που ανέμενε τους νεκρούς του Επιταφίου Λόγου. Εξάλλου, το Αθηναϊκό ιδεώδες, που καθορίσθηκε τότε από τον Περικλή, ενώνει σ' ένα σύνολο, άρρηκτα συγκροτημένο, με ένα μόνο συνδετικό στοιχείο, τα μόρια τε.., καί, αυτές τις δύο όψεις της τιμής, που προεκτείνονται η μία στην άλλη, δηλ, τη λαμπρότητα για το παρόν και τη δόξα για το μέλλον (64, 5: ἡ δέ παραυτίκα τε λαμπρότης καί ἐς τό ἔπειτα δόξα) και το καθορισμένο αυτό σύνολο, έκτοτε, επιβιώνει με την ίδια μορφή, αντίστοιχη με η δόξα των νεκρών του Επιταφίου Λόγου: ἀείμνηστος καταλείπεται.
 
Μια τέτοια φροντίδα για τη δόξα δεν είχε, βέβαια, αλ­λάξει σημείο αναφοράς, όταν μιλούσε ο Περικλής, Χωρίς να κάνουμε λόγο για μέτρα ειρηνικού επεκτατισμού, για τα οποία τα κείμενα παραμένουν αρκετά πενιχρά, δεν μπορούμε να σκεφθούμε αυτή τη μεγαλειώδη επιχείρηση, για να φτάσουμε ως τη μνήμη των μελλοντικών γενεών, που ήταν η ανέγερση των μνημείων της Ακρόπολης; Ο Πλούταρχος δεν ήταν μάρτυρας μιας τέτοιας πρόθεσης όταν βάζει τον Περικλή να εξηγεί ότι από το έργο του θα προέλθει διπλό αποτέλεσμα, που συνενώνει το άμεσο συμφέρον και τηv αιώνια δόξα: δόξα μέν γενομένων ἀϊδιος, εὐπορία δέ γιγνομένων ἑτοίμη; Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι αυτή η όψη της τιμής απαντάται, στο έργο του Θου­κυδίδn, σε αυτό το σημείο μόνο και σε κανένα άλλο.
 
Μπορούμε, άλλωστε, να προσθέσουμε ότι ο τρόπος με τον οποίο το θέμα παρουσιάζεται θα μπορούσε εξί­σου καλά να οφείλει κάτι στη χρονολογία συγγραφής του λόγου ή αυτού του τμήματος του λόγου, Γιατί, αν ήταν δυνατό να αποδείξουμε ότι η υπόθεση κυρίως του τέλους της ηγεμονίας θα υπέβαλε, για αυτό το χωρίο, μια χρονολογία συγγραφής μεταγενέστερη του 404, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτή η εντύπωση ενισχύε­ται ολοκάθαρα από το ίδιο το περιεχόμενο της ανάλυ­σης, που αποτελεί ένα είδος επιταφίου λόγου για την Αθήνα, παράλληλη με τον αντίστοιχο των νεκρών, και καθησυχάζει, κατά κάποιο τρόπο, αυτούς που η ίδια η ιστορία της Αθηναϊκής τιμής θα τους καθιστούσε αυστηρούς και ανικανοποίητους. Αν αυτή η εντύπωση ήταν ακριβής, θα συναντούσαμε εδώ το ίδιο φαινόμενο με το ανάλογο στο έργο του Δημοσθένη, όπου η τιμή απαντά με διάφορες μορφές, αλλά, όπου, μετά την ήττα, αναδύε­ται αιφνιδιαστικά, σε ένα χωρίο που είναι εμπνευσμένο κατευθείαν από τον Θουκυδίδη, ένα εγκώμιο παλλόμε­νο από αίγλη παρόλη την ήττα -δηλαδή από μια δόξα η οποία εξακολουθεί να υπάρχει. 
   
Όπως και αν έχουν τα πράγματα, είναι φανερό ότι ο Θουκυδίδης δεν αρκείται στο να υπογραμμίσει, σε διάφορα σημεία, το ρόλο που διαδραματίζει η τιμή: από το ένα χωρίο στο άλλο, βλέπουμε ότι η λέξη ποικίλλει, μεταβάλλεται, προσδιορίζεται με ακρίβεια. Πράγματι, το λεξιλόγιο του Θουκυδίδη είναι με τόση επιμέλεια διαφο­ροποιημένο, ώστε η απλή εξέταση ενός θέματος προ­σλαμβάνει άνετα τη χροιά μιας απόδειξης: τίποτα δεν είναι ποτέ ασαφές, ούτε τυχαίο, από την επιλογή των λέξεων μέχρι την αντίστοιχη των μορίων που ορίζουν με ακρίβεια τις σχέσεις τους. Ο Πρόδικος είχε, λοιπόν, λόγους να είναι ικανοποιημένος. 
   
Αλλά, αν είναι αλήθεια ότι n τιμή μπορεί έτσι να με­ταβάλλει τη φύση της και ότι αυτή η μεταβολή αντανακλά μιαν εξέλιξη στην ιστορία της αθηναϊκής πολιτικής, θα υπήρχε περιθώριο να διερωτηθούμε αν, στη διάρκεια αυ­τής της εξέλιξης, δεν μεταβάλλει επίσης σημασία. Και σ' αυτό το σημείο ιδιαίτερα πρέπει περισσότερο να διερωτη­θούμε αν υπάρχουν μέρη του λόγου απ' όπου το θέμα απουσιάζει.
Πράγματι, θα έχουμε, με βεβαιότητα, παρατηρήσει ότι εκτός από τις ενθαρρύνσεις του Νικία, ο οποίος, σε μια κρίσιμη κατάσταση, κάνει επίκληση σε όλα τα δυνατά κί­νητρα, τα διάφορα κείμενα που χρησιμοποιούνται εδώ για να αποδείξουν τη σημασία του θέματος της τιμής ανήκαν, στο σύνολό τους, στα τέσσερα πρώτα βιβλία του θουκυδί­δειου έργου.
 
Μπορούμε, όμως, να πούμε, αν επαναλάβουμε την εξέταση, ότι έχουμε την εντύπωση πως θα δούμε, από το ένα παράδειγμα στο άλλο, τη σημασία της τιμής να ελαττώνε­ται βαθμηδόν. Στην περίπτωση της Κορίνθου αποτελεί ένα αληθινό κίνητρο, που αναγνωρίζεται σαν τέτοιο από τον ιστορικό. Στην περίπτωση της Μυτιλήνης πρόκειται ήδη για μια περίπτωση που θα έπρεπε να συγκρατήσει τους Μυτιληναίους, αλλά, στην πραγματικότητα, δεν τους έχει συγκρατήσει. 'Οσον αφορά την Πύλο, οι Λακεδαιμό­νιοι επιμένουν στην τιμή, αλλά δεν εισακούγονται. Στην περίπτωση της Ακάνθου, όταν τα λόγια του Βρασίδα φαί­νονται πειστικά (88: ἐπαγωγά), η τιμή δεν επαναλαμβάνε­ται στην έκθεση των αληθινών κινήτρων που δίνεται από τον Θουκυδίδη.
 
Καλύτερα ακόμη: η διήγηση φαίνεται, πράγματι, να εξηγεί αυτή τη βαθμιαία εξάλειψη της τιμής.
 
Ήδn, στην περίπτωση της Κορίνθου, αν η τιμή δια­δραμάτιζε κάποιο ρόλο στους στόχους αυτής της πόλης, η Αθήνα, η ίδια, δε θα θορυβείτο παρά μόνο από τις απαι­τήσεις του πολέμου που προαναγγελλόταν (1, 44, 2: ἐδόκει γάρ πρός Πελοποννησίους πόλεμος καί ὡς ἔσεσθαι αὐτοῖς). Η Μυτιλήνη ήταν πέραν των τιμών που της απο­δίδονταν, εξαιτίας των απαιτήσεων μιας ολοένα πιο απει­λητικής κατάστασης, της οποίας ανέλυε επί μακρόν την ανάπτυξη και τις προοπτικές. Οι Ακάνθιοι έδιναν σημα­σία λιγότερο στην τιμή παρά στις απαιτήσεις της περίστα­σης, δηλ. στο φόβο για τη συγκομιδή τους (IV, 88: περί τοῦ καρποῦ φόβῳ) και στnν ελπίδα μιας ασφάλειας που τους υποσχόταν ο Βρασίδας. Τελικά και κυρίως ο Ερμο­κράτης εξηγούσε γιατί δεν ήταν η ώρα να φιλονικούν για την πρωτοκαθεδρία: οι απαιτήσεις που απέρρεαν από την Αθηναϊκή απειλή (IV, 60, 1: ἐπιβουλευομένην τήν πᾶσαν Σικελίαν) επέβαλλαν να αναβάλουν τις διεκδικήσεις για αργότερα: όταν η Σικελία θα ήταν ελεύθερη, θα μπορού­σαν να τις επαναλάβουν (64, 3).
 
Στην περίπτωση πόλεων διαφορετικών από την Αθή­να, τα πάντα, λοιπόν, συμβαίνουν σαν μια επείγουσα κα­τάσταση να επέβαλλε τον περιορισμό. «σε πίσω πλάνο», του πιο ανιδιοτελούς κινήτρου απ' όσα επικαλούνταν γε­νικά, δηλ. της τιμής, ώστε να διατηρούν μόνο το πιο επι­τακτικό, δηλ, την ἀσφάλειαν. Πρέπει να νιώθουμε έκπληξη γι' αυτό; Ο Θουκυδίδης ο ίδιος είπε: «Ο πόλεμος είναι ένας βίαιος διδάσκαλος, ο οποίος  εναρμονίζει γενικά το συναισθηματικό κόσμο των ανθρώπων με τις συνθήκες που επικρατούν» (ΙΙΙ, 82, 2).
 
Αυτή η εξήγηση που αναδύεται με τόση σαφήνεια από το έργο ισχύει το ίδιο για την Aθήνα; Γιατί φαίνεται ότι και για αυτήν η τιμή υποχωρεί στο έργo του Θουκυδίδη. 
   
Δεν μπορούμε καθόλου να χρησιμοποιήσουμε  σαν απόδειξη, σ' αυτό το σημείο, την άρνηση των σπαρτιατι­κών τιμών, στη διάρκεια των γεγονότων της Πύλου, γιατί αυτή η άρνηση μπορεί να δημιουργήσει την επιθυμία μιας τιμής που δε διανέμεται. Αλλά το γεγονός είναι ότι, αν η τιμή αναφέρεται από τον Περικλή ως κίνητρο για να αρ­χίσουν τον πόλεμο (1, 144. 31), έπειτα για να τον συνεχί­σουν (ΙΙ, 63, 1, 64, 3-6), αυτό δεν ισχύει στη συνέχεια και η τιμή δε μεσολαβεί για να δικαιολογήσει κανένα από τα Αθηναϊκά διαβήματα, ούτε καν εκείνα που επιβάλλονταν λιγότερο από τον πόλεμο. Δεν διαδραματίζει κανένα ρόλο στο διάλογο Αθηναίων και Μηλίων. Και προπάντων, δεν μνημονεύεται ούτε μια φορά όταν πρόκειται να εξηγή­σουν τους λόγους της επιχείρησης, όπου όμως, το κύρος θα έπρεπε να κατέχει θέση βαρύνουσα, εξαιτίας της από­φασης να εκστρατεύσουν για την κατάκτηση της Σικελίας. Ο Αλκιβιάδης εμμένει στη δυνατότητα της επιτυχίας και βεβαιώνει την ανάγκη επιδίωξης της επεκτατικής πολιτι­κής. Δεν κάνει λόγο, όμως για την τιμή. Ο Νικίας, το ίδιο, δεν κάνει λόγο γι' αυτήν και δεν αναφέρει, φυσικά, παρά μόνο τις δυσκολίες της επιχείρησης. Τελικά, κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας, ο Θουκυδίδης κάνει μνεία του πάθους που καταλαμβάνει τους ανθρώπους (VΙ, 24, 3: ἔρως) και ορίζει επακριβώς τις διάφορες μoρφές. Έστω, όμως, και αν πρόκειται για γέρους, για νέους, για το πλή­θος η τιμή δεν εμφανίζεται, Το ίδιο κατά την αναχώρηση για την εκστρατεία, όταν η λαμπρότης βρίσκεται στο απο­κορύφωμά της, τα αισθήματα των παρευρισκομένων ανα­λύονται, αλλά η ιδέα για την απόκτηση του γοήτρου δεν εμφανίζεται ανάμεσά τους. Δε θα εμφανιστεί περισσότερο στην έκθεση που κάνει ο Αλκιβιάδης στη Σπάρτη για το μεγάλο σχέδιο της Αθηναϊκής κατάκτησης. (VI, 90).
 
Για να είμαστε ειλικρινείς, γίνεται λόγος εντούτοις για την τιμήν σ' αυτά τα βιβλία και σ’ αυτές τις δημηγο­ρίες. Αλλά ας μην απατώμεθα : η τιμή που τίθεται υπό συζήτηση είναι σ’ αυτή την περίπτωση εκείνη των ατό­μων, και ιδιαίτερα ακόμη εκείνη του Αλκιβιάδη. Φροντί­ζει να εξηγήσει ότι η ατομική του τιμή μπορεί να συνι­στά ένα πλεονέκτημα για την πόλη. (VI. 16, 1: αυτό του προσδίδει δόξαν, αλλά στην πατρίδα και ὠφελίαν. VI, 16, 2: ό, τι αποτελεί, κατά την εκτίμησή του, τιμήν, κάνει να υποπτευόμαστε στην πράξη καί δύναμιν). Αυτή η αλλαγή της καταγραφής, που κάνει ώστε η τιμή της πό­λης να διαδέχεται εκείνη των ατόμων, είναι, σίγουρα, αποκαλυπτική: φανερώνει την κρίση της πολιτικής συ­νείδησης που καταγγέλλει ο Θουκυδίδης ο ίδιος στην κριτική του στο 2ο βιβλίο (ΙΙ, 65), όταν εγκαλεί ότι, μετά τον Περικλή, επιδιώκουν τέτοιους στόχους «που αν πε­τύχαιναν, θα προσεπόριζαν όφελος και τιμές σε άτομα (τιμή καί ὠφελία), αν όμως αποτύχαιναν, θα έβλαπταν την Αθήνα και τη διεξαγωγή του πολέμου». Χωρίς καμιά αμφιβολία, αυτή η εσωτερική εξέλιξη αποτελεί μιαν πρώτη εξήγηση για την εξαφάνιση της τιμής της Αθήνας, της οποίας το έργο αποτελεί μαρτυρία.
 
Εντούτοις, όμως, δεν είναι η μόνη. Και το φαινόμενο είναι πολύ γενικό για να εξηγηθεί παντού, και πριν απ’ όλα, με αυτή την κρίση της πολιτικής συνείδησης, Αντίθε­τα, η τιμή δεν είναι η μόνη υπό αμφισβήτηση. Και, αν σκε­φτούμε, ιδιαίτερα, την εκστρατεία της Σικελίας, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι το οικονομικό κίνητρο δεν είναι πιο ξεκάθαρα προσδιορισμένο: δεν παρεμβάλλεται παρά μόνο σε μία φράση σχετική με τον όχλο που ονειρεύεται πιθανούς μισθούς (VΙ, 24, 3: ἀργύριον οἴσειν...ἀίδιον μι­σθοφοράν). Φαίνεται, λοιπόν, ότι πρόκειται για μια συ­στηματική παράλειψη των κινήτρων, της οποίας το αποτέ­λεσμα είναι να ενισχύσει την εντύπωση ότι μόνο ένα εί­δος τυφλής ανάγκης ωθεί τους Αθηναίους προς τα εμπρός, γιατί είναι στρατευμένοι, με τρόπο αμετακίνητο, στο πλαίσιο μιας πολιτικής που δεν επιθυμούν πλέον.
 
Αυτό που ήταν, για τις πόλεις γενικά, η απαίτηση μιας ιδιαίτερης κατάστασης, γίνεται έτσι, για την Αθή­να, η απαίτηση, ίσως κάπως ευκολότερα αποδεκτής, μιας κατάστασης πολύ γενικής, η οποία επιβάλλει στην πόλη - κυρία μιας ηγεμονίας - να σκληρύνει και να εξαπλώσει ή να επιχειρήσει να εξαπλώσει την εξουσία της. Αυτό εδώ το κίνητρο, πράγματι, ήταν ήδη επισημα­σμένο από τον Περικλή. Και τοποθετείται με έμφαση στην πρώτη θέση τόσο από τους Αθηναίους της Μήλου, όσο και από τον Αλκιβιάδη, όποια και αν είναι, στο σημείο αυτό, η σκέψη του Θουκυδίδη, ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζει τα Αθηναϊκά κίνητρα συμβάλλει ώστε να κάνει ανάγλυφη αυτή τη σκλήρυνση. Και τα πάντα διεξάγονται σαν η τιμή, που ήταν αρχικά αντικεί­μενο συγκεκριμένων και επιθυμητών ευχαριστήσεων, να εξαλείφεται λίγο - λίγο από την Αθηναϊκή πολιτική, ώστε να μην αποτελεί πια παρά ένα ερέθισμα αβέβαιο και συναισθηματικό σε περίοδο κρίσης - προτού να προσλάβει την τελευταία της μορφή, την πιο ιδεαλιστι­κή, και της οποίας μόνο ο αθάνατος χαρακτήρας μπο­ρούσε να αντισταθμίσει το θάνατο ακόμη και της ισχύος η οποία την είχε αρχικά ενσαρκώσει.
 
Αυτή η εξέλιξη, που δε φαίνεται να σημειώνεται με τόση σαφήνεια στην ιστορία του πολέμου, εκθέτει, κατά τη γνώμη μας, τη διαφορά η οποία φέρνει αντιμέτωπες τις δύο δικαιολογίες του επεκτατισμού που παραθέτουν μέσα στο έργο του ιστορικού οι Αθηναίοι αγορητές: εκείνη των Αθηναίων του 1ου βιβλίου και την αντίστοιχη του Εύφημου στο 6ο βιβλίο.
 
Οι Αθηναίοι, στο 1ο βιβλίο, είναι υπερήφανοι για την υπεροχή της Aθήνας. Υπήρξαν οι πρώτοι που έθεσαν τον εαυτό τους σε κίνδυνο εναντίον των βαρβάρων (73, 4: προκινδυνεῦσαι): επέδειξαν αρετές ανώτερες από όλους, «συνεισέφεραν στο ναυτικό σπουδαιότατα πράγματα, τα περισσότερα καράβια, τον καλύτερο στρατηγό και τη μεγάλη τόλμη» (74, 1: ὠφελιμώτατα - πλεῖστον - ξυνετώτα­τον - ἀοκνοτάτην - τολμηροτάτην). 'Εκτοτε, είναι φυσικό να προώθησαν τα πλεονεκτnματά τους και να ανέπτυξαν την υπεροχή τους, κάτω από την πίεση, «στην αρχή από φόβο, έπειτα για  την τιμή και αργότερα για το συμφέρον» (75, 2: μάλιστα μέν ὑπό δέους, ἔπειτα καί τιμῆς, ὕστερον καί ὠφελίας). Και η ασφάλεια δεν τους επέτρεπε πια, από τη στιγμή που γινόταν στόχος του μί­σους της πλειοψηφίας και της υπολανθάνουσας εχθρότη­τας της Σπάρτης, να την εγκαταλείψουν (οὐκσφαλές ἔτι). Εχουμε εδώ τέσσερα κίνητρα με ακρίβεια προσδιο­ρισμένα - τα οποία ταιριάζουν απόλυτα με αυτά που εξετάζει ο Παλαμήδης. 
   
Χωρίς να εισέλθουμε εδώ στις λεπτομέρειες της διά­ταξης που είναι συγχρόνως λογικn και χρονολογική και η οποία εγκαθίσταται ανάμεσα σε αυτά τα διάφορα κίνη­τρα, μπορούμε τουλάχιστο να παρατηρήσουμε ότι τα τρία συναισθήματα, που αναφέρονται πλάι - πλάι, επα­ναλαμβάνονται λίγο πιο κάτω, στο κεφάλαιο 76, 2 του 1ου βιβλίου, αλλά με διαφορετική σειρά. Οι Αθηναίοι επαναλαμβάνουν, πράγματι, ότι δεν έχουν διαπράξει τί­ποτα που να απομακρύνεται από τον ανθρώπινο τρόπο δράσης, αποδεχόμενοι μιαν ηγεμονία που τους είχε προ­σφερθεί και αρνούμενοι να την εγκαταλείψουν, κινούμε­νοι κάτω από την πίεση αυτών των ισχυρών ελατηρίων, όπως: η δόξα, ο φόβος και το όφελος (τιμῆς καί δέους καί ὠφελίας). Aυτή η τροποποίηση είναι σαφής και με­λετημένη. Πράγματι, δε θα μπορούσε να προκαλέσει έκ­πληξη. Ο φόβος - δέος - είναι η πρώτη εξήγηση από ιστορική άποψη (είτε πρόκειται για το φόβο του βαρβά­ρου, όπως οι ακροατές πρέπει κανονικά να σκεφτoύν και όπως το αναφέρει ο Gomme, στο οικείο χωρίο, είτε πρόκειται για το φόβο της Σπάρτης, όπως θα το βεβαιώσει ο Εύφημος, στο 2ο βιβλίο). Αντίθετα, η τιμή, η οποία πολύ γρnγορα αναμειγνύεται στην υπόθεση, προη­γείται σε λίγο και συνεχίζει την πορεία της με βάση αυ­τόν τον πρώτο στόχο. Επιπλέον, προσφέρει την πιο κομ­ψή δικαιολογία, αφού κάνει επίκληση σε ένα συναίσθημα συνάμα σταθερό για τους Έλληνες και σχετικά ανιδιοτε­λές. Η θέση της τιμής στην πρώτη θέση είναι, λοιπόν, διπλά κατανοητή, και η ακρίβεια του Θουκυδίδη για μιαν ακόμη φορά επικυρωμένη.
 
Aυτή, όμως, η ακρίβεια κάνει πιο ανάγλυφη την αντίθεση η οποία αποκαθίσταται με τη δημηγορία του Εύφημου. Εδώ, πράγματι, επισημαίνεται με επιμονή η προσφυγή σε άλλα κίνητρα εκτός της τιμής, δηλ. ἀσφά­λεια - δέος - και από το άλλο μέρος ὠφελία. Αλλά είναι τα δύο μόνο.
 
Το κίνητρο της ασφάλειας παίρνει, αυτή τη φορά, τη μορφή της ασφάλειας έναντι της Σπάρτης. Η Aθήνα θέλει, το λιγότερο δυνατό, να υποταχθεί στη Σπάρτη (VI, 82, 2). Η Σπάρτη υπάρχει κίνδυνος να υποτάξει τους λαούς (82, 3). Αν η Aθήνα πήρε την ηγεμονία από φόβο – δέος - (83, 4), αυτός ο φόβος προέρχεται από τη Σπάρτη. Ειναι φα­νερό ότι ο συλλογισμός έχει κατάλληλα ανασκευαστεί ώστε να επιτρέπει μια δυναμικn σύγκριση με την Αθηναϊ­κή δράση στη Σικελία. Αλλά το κίνητρο που αναφέρεται δεν είναι λιγότερο της ίδιας φύσης, και, προς επίρρωση, σημειώνουμε λέξεις, όπως: σωτηρίαν καί ασφαλείας (83, 2), έπειτα  δέος καί σφαλῶς (83, 4). 
    
Αλλά η ασφάλεια, αν την προετοιμάζουμε μακροπρό­θεσμα, υποβάλλει ένα σχέδιο συμφέροντος. Και το κίνη­τρο της ὠφελείας σημειώνεται επίσης έντονα - όταν διαβά­ζουμε, στο 84, 3: ξύμφορος, στο 85, 1: ξυμφέρον, έπειτα ὠφελεία, με το 85, 2: χρήσιμοι, και το συμπέρασμα της ανάπτυξης ενώνει, στο 85, 3, το λυσιτελοῦν με το  δέος. 
   
Οσον αφορά την τιμήv, δεν γίνεται πια  λόγος. Και, ίσως, η τιμή δε θα μπορούσε να δώσει μια εξήγηση πολύ καθησυχαστική, γιατί θα προϋπέθετε την ύπαρξη αυτού που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ως συναίσθημα επεκτατικό. Ακόμη, θα μπορούσαμε να κάνουμε υπαινιγμό σ' αυτό, να πούμε, για παράδειγμα, ότι η ηγεμονία θα ήταν προορισμένη περισσότερο ακόμη για την ασφάλεια παρά για την τιμήv, ή ακόμη ότι η τιμή της Αθήνας, τό­σο καλά δικαιολογημένη από τη νόμιμη δράση της στην Ελλάδα την ίδια, δε θα μπορούσε παρά να κλονισθεί, αν επιχειρnσεις που επιδέχονταν κριτική έβλαπταν τη δόξα της. Αντί γι’ αυτό, όμως, ούτε μία λέξη.
 
Μας φαίνεται, λοιπόν, δύσκολο να πιστέψουμε την άποψη του Μ. Strasburger ότι δεν υπάρχει καμιά διαφο­ρά ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται ο επεκτατισμός σ' αυτά τα δύο κείμενα. Ο συγκεκριμένoς συγγραφέας επισημαίνει, όντως, πάρα πολλούς παραλλη­λισμούς ανάμεσα στο ένα κείμενο και στο άλλο, και έχει δίκιο να το επιχειρεί. Αλλά αυτοί οι ίδιοι παραλληλι­σμοί κάνουν εμφανείς τις διαφορές, οι οποίες δεν είναι λιγότερο πραγματικές. Και μπορούμε τώρα να προσθέ­σουμε ότι η μελέτη του ρόλου της τιμής, στο σύνολο του Θουκυδίδειου έργου, επιβεβαιώνει ότι δεν πρόκειται, κατά περίπτωση, για μια απλή διαφορά συγκυριών ή τύχης, αλ­λά για ένα μετασχηματισμό που τον μαρτυρεί όλη η ιστο­ρία του πολέμου.    
 
Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε ότι, στον τομέα της τιμής, το έργο του Θουκυδίδη προσφέρει τον πίνακα ενός διπλού μετασχηματισμού - έναν που τείνει να εξαλείψει την τιμήv μπροστά στις απαιτήσεις που γεννώνται από την κατάσταση, τον άλλο που τείνει να την εξάρει, ώστε να επανεμφανισθεί τουλάχιστο με μια μορφή τελείως ιδε­αλιστική. Υπό μίαν έννοια, το έργο διαγράφει το θάνατο αυτού που θα μπορούσαμε να απoκαλέσoυμε τιμή πρωτό­γονη. Ήδη, η Αθηναϊκή πολιτική, καθώς και εκείνη των ελληνικών πόλεων γενικά, είναι αυστηρά υλιστική. Και, όμως, ξαναβρίσκουμε, κυρίως στις ενέργειες και στους ανθρώπους της αρχής του πολέμου, τα ίχνη μιας πολιτι­κής ψυχολογίας ελεύθερα αγωνιστικής -, και ίσως παρό­μοιας με αυτό που αποκαλέσαμε «πολιτισμό εντροπής» (Schame Culture) -όπου η τιμή διαδραματίζει ένα ρόλο που φαίνεται στους σύγχρονους λίγο παραπλαντιτικός.    
 
Με ένα στοιχείο αρκετά αξιοπαρατήρητο, αυτός ο συνδυασμός αντιστοιχεί αρκετά καλά στα χαρακτηριστι­κά του έργου του Θουκυδίδη. Γιατί, ήδη, είναι ένα έργο σαφές, σύγχρονο, νεωτερικό, που επιδιώκει να ανακαλύ­ψει τα γενικά αίτια και να καταστήσει τη συγγραφή  ωφέλιμη μάλλον παρά να εμμείνει στα ιδιαίτερα κατορ­θώματα, αυτά που τέρπουν ένα ακροατήριο. Δε γράφει πια, όπως ο Ηρόδοτος καυχάται ότι κάνει στην αρχή του έργου του, «με σκοπό πρώτο να μη σβήσουν με τον καιρό και λησμονηθούν πράξεις (ἀκλέα) που έγιναν από ανθρώπους, έπει τα για να διατηρηθούν τα εξαιρετικά κατορθώματα, μεγάλα και θαυμαστά, τα οποία εξετέλε­σαν άλλα οι 'Ελληνες και άλλα οι βάρβαροι». Ωστόσο, δεν είναι ακόμη καθόλου η ιστορία ενός σύγχρονου ύφους με την επιλογή του να διηγηθεί τον Πελοποννη­σιακό Πόλεμο, γιατί ήταν μεγαλύτερος και σπουδαιότε­ρος απ’ όλους τους παλαιότερους πολέμους, ἀξιολογώ­τατος τών προγεγενημένων (Ι, 1, 1), γιατί η αναταραχή που ακολουθεί υπήρξε μεγίστη δη (Ι, 2), και γιατί η στρατολόγηση των δυνάμεων ήταν σε σχέση με όσα προηγήθηκαν μείζων (1, 2Ι, 2). Η σύγχρονη ιστορία θα προσηλωνόταν, ευχαρίστως, στα οικονομικά γεγονότα, στις κανονικές συνθήκες, στις καθημερινές πραγματικό­τητες: η ιδέα της πρωτοκαθεδρίας ερεθίζει ακόμη, τόσο τον πολύ ρεαλιστή Θουκυδίδη, όσο και τα όχι λιγότερο ρεαλιστικά πρόσωπα που προβάλλει στην ιστορία του.