Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2018

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Προμηθεὺς δεσμώτης (284-329)

ΩΚΕΑΝΟΣ
ἥκω δολιχῆς τέρμα κελεύθου
285 διαμειψάμενος πρὸς σέ, Προμηθεῦ,
τὸν πτερυγωκῆ τόνδ᾽ οἰωνὸν
γνώμῃ στομίων ἄτερ εὐθύνων·
ταῖς σαῖς δὲ τύχαις, ἴσθι, συναλγῶ.
τό τε γάρ με, δοκῶ, ξυγγενὲς οὕτως
290 ἐπαναγκάζει,
χωρίς τε γένους οὐκ ἔστιν ὅτῳ
μείζονα μοῖραν νείμαιμ᾽ ἢ σοί.
γνώσῃ δὲ τάδ᾽ ὡς ἔτυμ᾽, οὐδὲ μάτην
χαριτογλωσσεῖν ἔνι μοι· φέρε γὰρ
295 σήμαιν᾽ ὅ τι χρή σοι συμπράσσειν·
οὐ γάρ ποτ᾽ ἐρεῖς ὡς Ὠκεανοῦ
φίλος ἐστὶ βεβαιότερός σοι.

ΠΡ. ἔα· τί χρῆμα; καὶ σὺ δὴ πόνων ἐμῶν
ἥκεις ἐπόπτης; πῶς ἐτόλμησας, λιπὼν
300 ἐπώνυμόν τε ῥεῦμα καὶ πετρηρεφῆ
αὐτόκτιτ᾽ ἄντρα, τὴν σιδηρομήτορα
ἐλθεῖν ἐς αἶαν; ἦ θεωρήσων τύχας
ἐμὰς ἀφῖξαι καὶ συνασχαλῶν κακοῖς;
δέρκου θέαμα, τόνδε τὸν Διὸς φίλον,
305 τὸν συγκαταστήσαντα τὴν τυραννίδα,
οἵαις ὑπ᾽ αὐτοῦ πημοναῖσι κάμπτομαι.
ΩΚ. ὁρῶ, Προμηθεῦ, καὶ παραινέσαι γέ σοι
θέλω τὰ λῷστα, καίπερ ὄντι ποικίλῳ.
γίγνωσκε σαυτὸν καὶ μεθάρμοσαι τρόπους
310 νέους· νέος γὰρ καὶ τύραννος ἐν θεοῖς.
εἰ δ᾽ ὧδε τραχεῖς καὶ τεθηγμένους λόγους
ῥίψεις, τάχ᾽ ἄν σου καὶ μακρὰν ἀνωτέρω
θακῶν κλύοι Ζεύς, ὥστε σοι τὸν νῦν ὄχλον
παρόντα μόχθων παιδιὰν εἶναι δοκεῖν.
315 ἀλλ᾽, ὦ ταλαίπωρ᾽, ἃς ἔχεις ὀργὰς ἄφες,
ζήτει δὲ τῶνδε πημάτων ἀπαλλαγάς.
ἀρχαῖ᾽ ἴσως σοι φαίνομαι λέγειν τάδε.
τοιαῦτα μέντοι τῆς ἄγαν ὑψηγόρου
γλώσσης, Προμηθεῦ, τἀπίχειρα γίγνεται.
320 σὺ δ᾽ οὐδέπω ταπεινὸς οὐδ᾽ εἴκεις κακοῖς,
πρὸς τοῖς παροῦσι δ᾽ ἄλλα προσλαβεῖν θέλεις.
οὔκουν ἔμοιγε χρώμενος διδασκάλῳ
πρὸς κέντρα κῶλον ἐκτενεῖς, ὁρῶν ὅτι
τραχὺς μόναρχος οὐδ᾽ ὑπεύθυνος κρατεῖ.
325 καὶ νῦν ἐγὼ μὲν εἶμι καὶ πειράσομαι
ἐὰν δύνωμαι τῶνδέ σ᾽ ἐκλῦσαι πόνων·
σὺ δ᾽ ἡσύχαζε μηδ᾽ ἄγαν λαβροστόμει.
ἢ οὐκ οἶσθ᾽ ἀκριβῶς ὢν περισσόφρων ὅτι
γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται;

***
ΩΚΕΑΝΟΣ
Μακρινή πήρα στράτα και ξάκρισα
και σε σένα εδώ έφτασα,
Προμηθέα, κυβερνώντας με νόημα
και χωρίς χαλινάρια
το γοργόφτερο τούτο πετούμενο.
Γνώριζέ το, συμπάσχω στα πάθη σου,
γιατί βέβαια πρώτα η συγγένεια
290 μ᾽ αναγκάζει, μα κι έξω απ᾽ αυτή
κανέν᾽ άλλο σε μοίρα καλύτερη
από σε δε θα βάλω.
Θα το δεις και μονάχος σου, μάταια
πως δεν το ᾽χω να λέω γλυκόλογα·
κι έλα, πε μου, τί πρέπει να κάνομε,
γιατί φίλο πως έχεις ποτέ δε θα πεις
από μένα πιο βέβαιο, τον Ωκεανό.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Α! τί ᾽ναι τούτο; και λοιπόν και συ έχεις έρθει
τα πάθη μου να δεις; πώς τόλμησες ν᾽ αφήσεις
300 τ᾽ ομώνυμό σου ρέμα και τα θολωτά σου
τ᾽ ατόφια σπήλια, στη σιδερομάνα ετούτη
για νά ᾽ρθεις γη; κι έφτασες για να δεις αλήθεια
τα πάθη και τη μοίρα μου να συμπονέσεις;
Νά, βλέπε φρίκη! αυτόν του Δία τον φίλο, που είχε
μαζί ενεργήσει ν᾽ ανεβεί στην εξουσία,
με τί τρόπο παιδεύομαι τώρ᾽ απ᾽ τον ίδιο.
ΩΚΕΑΝΟΣ
Τα βλέπω, ναι, και θέλω, αν και γνωρίζω πόσον
είσαι σοφός, μια καλή γνώμη να σου δώσω·
Τον εαυτό σου γνώρισε κι άλλαξε τρόπους
σύμφωνους με τους νέους καιρούς, αφού και νέος
310 άρχοντας μέσα στους θεούς ορίζει τώρα.
Μ᾽ αν θέλεις έτσι απόκοτα και τραχιά λόγια
να ρίχτεις, όσο κι αν ψηλά θρονιάζει ο Δίας,
πάντα θα σ᾽ άκουγε, ώστε αυτά που απ᾽ την οργή του
τώρα τραβάς, να φαίνουνται παιχνίδι αλήθεια.
Μ᾽ άφησε πια, ταλαίπωρε, τη γνώμη πὄχεις
και κοίτ᾽ απ᾽ τα δεινά σου αυτά πώς να γλιτώσεις.
Ίσως παλαιικά σου φαίνουνται όσα λέγω,
όμως, να, και τα επίχειρα ποιά ᾽ναι της γλώσσας,
που τα πολύ περήφανα τα λόγια ξέρει.
320 Και συ ποτέ σου ταπεινός, ουδέ λυγίζεις
στις συμφορές, μα ζητάς κι άλλες να προστέσεις
στις τωρινές· μ᾽ αν θ᾽ άκουγες τις συμβουλές μου,
στα κέντρα δε θα λάχτιζες, αφού το βλέπεις
πως είν᾽ τραχύς και ανεύθυνος ο νέος μονάρχης.
Τώρα πηγαίνω εγώ και θα κοιτάξω αν είναι
τρόπος απ᾽ τα δεινά σου αυτά να σε γλιτώσω.
Μα ησύχαζε και τα πολλά τα λόγια ας λείπουν.
Ή δεν το ξέρεις, μ᾽ όλη τη σοφία την τόση,
πως γλώσσα αστόχαστη ζημιά δική της φέρνει;

Θουκυδίδης, Σικελική Εκστρατεία: Το μετέωρο βήμα της αθηναϊκής αυτοκρατορίας

Ο μεγαλύτερος αδελφοκτόνος εμφύλιος σπαραγμός της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, ο Πελοποννησιακός (431-404 π.Χ.) διεξήχθη κυρίως στην ηπειρωτική Ελλάδα και στο Αιγαίο. Όμως έμελλε να κριθεί από μία εκστρατεία στη Σικελία, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν πραγματικά κοσμοϊστορικά.
 
Το 415 ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, η διαμάχη μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών για τον έλεγχο του ελληνικού χώρου, βρισκόταν σε μια κρίσιμη καμπή. Οι Αθηναίοι είχαν κατορθώσει μέχρι εκείνη τη στιγμή να περάσουν σχετικά αλώβητοι μέσα από τις συμπληγάδες της σπαρτιατικής στρατιωτικής υπεροχής και του Λοιμού, συνεχίζοντας να διαθέτουν την υπεροχή στη θάλασσα και με το δίκτυο των συμμαχιών τους λίγο ή πολύ αλώβητο.
 
Η Σικελία και η Κάτω Ιταλία γενικότερα (οι περιοχές γνωστές ως "Μεγάλη Ελλάδα") δεν ήταν δυνατό να μείνει εκτός της διαμάχης που είχε συγκλονίσει ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Ήδη πριν ξεκινήσει ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, η Αθήνα ως συνεπής ιμπεριαλιστική δύναμη, είχε ξεκινήσει μία προσπάθεια προσεταιρισμού όσο το δυνατόν περισσότερων ελληνικών πόλεων της Κ. Ιταλίας, ακόμη και μέσω της δημιουργίας νέων οικισμών (Θούριοι). Υπήρχε, βεβαίως, ένα μεγάλο εμπόδιο σε αυτήν την προσπάθεια: οι περισσότερες και ισχυρότερες πόλεις της περιοχής ήταν Δωρικές, αποικίες της Σπάρτης, της Κορίνθου και άλλων δωρικών μητροπόλεων, οπότε έβλεπαν τουλάχιστον με καχυποψία τους Αθηναίους.
 
Γνωρίζοντας, επίσης, την "τάση" των Αθηναίων να επιβάλλουν τη θέληση τους στους συμμάχους τους με κάθε μέσο, οι Έλληνες της Κ. Ιταλίας δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμοι να αφήσουν τις πόλεις της κυρίως Ελλάδας να αναμιχθούν ενεργά στις υποθέσεις τους. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η λεγόμενη Α' Σικελική Εκστρατεία, η πρώτη απόπειρα των Αθηναίων να θέσουν υπό τον έλεγχο τους τις ελληνικές πόλεις του μεγάλου και εύφορου νησιού της κεντρικής Μεσογείου, να αποτύχει παταγωδώς. Η τριετής εκστρατεία (427-424 π.Χ.) κατέληξε στο συνέδριο της Γέλας, όπου οι σικελικές πόλεις δήλωσαν την διάθεση τους να ρυθμίζουν "τα του οίκου τους" δίχως εξωτερική βοήθεια, ωστόσο το αποτέλεσμα ουσιαστικά ήταν ένας θρίαμβος των Συρακουσών, της ισχυρότερης ελληνικής πόλης της Κ. Ιταλίας.
 
Οι Αθηναίοι με βαριά καρδιά διαπίστωσαν ότι επί του παρόντος δεν υπήρχε περιθώριο για κυριαρχία επί των Ελλήνων της Ιταλίας, ωστόσο συνέχισαν να βρίσκονται σε στενή επαφή με τουλάχιστον πέντε πόλεις της περιοχής, αναμένοντας ευκαιρία να επέμβουν δραστικά στην περιοχή.
 
Ωστόσο, αυτή η ευκαιρία τους δόθηκε από μία πόλη που βρισκόταν εκτός της αθηναϊκής σφαίρας επιρροής, την Έγεστα.

ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΤΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ
 
Η Έγεστα δεν ήταν εξαρχής ελληνική πόλη. Ανήκε στους γηγενείς Σικελούς (ή Σικανούς), ωστόσο αντίθετα με κάποιους σικελικούς οικισμούς στην καρδιά της νήσου, οι Εγεσταίοι είχαν αναμιχθεί με τους Έλληνες και είχαν εξελληνιστεί σχεδόν ολοκληρωτικά την εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου. Πέρα από τους οικισμούς των Ελλήνων (που κατείχαν όλη την ανατολική πλευρά του νησιού και τα παράλια, πλην του δυτικού άκρου) στην Σικελία υπήρχαν οι γηγενείς Σικανοί και οι Καρχηδόνιοι, που είχαν αποικίσει την δυτική άκρη της Σικελίας.
 
Κοντά στην Έγεστα βρισκόταν ο Σελινούντας, ισχυρή δωρική αποικία, που διατηρούσε σχέσεις με τις Συρακούσες. Η προσπάθεια των Συρακουσίων να ηγεμονεύσουν επί των υπόλοιπων Σικελών (Ελλήνων, Σικανών και Καρχηδόνιων) τους είχε φέρει σε ακόμη στενότερη επαφή με τους Σελινούντιους, οι οποίοι πλέον απειλούσαν ακόμη και την ύπαρξη της Έγεστας. Οι Εγεσταίοι προσπάθησαν να βρουν βοήθεια από τους Ακραγαντινούς και στη συνέχεια τους πανίσχυρους Καρχηδόνιους, ωστόσο δεν είχαν επιτυχία. Γνωρίζοντας την επιθυμία των Αθηναίων να αναμιχθούν στα εσωτερικά της Σικελίας, έστειλαν στη συνέχεια πρεσβεία στην πόλη της Παλλάδας, ζητώντας βοήθεια και υποσχόμενοι ότι θα κάλυπταν τα έξοδα του εκστρατευτικού σώματος, αν αποφάσιζε ο Δήμος να τους συμπράξει.
 
Οι Αθηναίοι δεν ήταν αναφανδόν υπέρ της εκστρατείας. Επρόκειτο για μία "περίεργη" φάση του εμφυλίου, όπου η Αθήνα συνέχιζε να διατηρεί την πρωτοκαθεδρία στη θάλασσα, αλλά συνέχιζε και να μη διακινδυνεύει μια μεγάλη μάχη με τον πανίσχυρο στρατό των Πελοποννησίων αντιπάλων της. Η επαίσχυντη καταστροφή της Μήλου (το σύνολο των ενήλικων αρρένων κατοίκων της εκτελέστηκαν και τα γυναικόπαιδα εξανδραποδίστηκαν) έδειχνε αν μη τι άλλο την αποφασιστικότητα της Αθήνας, που προσπαθούσε να ξεφύγει από την μοίρα της Πόλης-Κράτους και να εξελιχθεί σε μία πραγματική αυτοκρατορία.

H αίτηση των Εγεστέων για βοήθεια αποτέλεσε μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για τους Αθηναίους, ώστε να ολοκληρώσουν αυτό που άφησαν ημιτελές κατά τη διάρκεια της Α' Σικελικής Εκστρατείας. Και, μάλιστα, αντιμετωπίζοντας αυτή τη φορά ευθέως τη μεγαλύτερη ελληνική δύναμη της Σικελίας, την πόλη των Συρακουσών.
 
Προφανώς η σκέψη του "ισχυρού άνδρα" της Αθήνας την εποχή αυτή, του χαρισματικού Αλκιβιάδη, περιστρέφονταν γύρω από τις δυνατότητες που άνοιγε για την Αθήνα τυχόν επιτυχημένη εκστρατεία στη Σικελία. Η "πύλη της Δύσης" θα ήταν ανοιχτή, οι δυνατότητες; οικονομικές, κυρίως; της Σικελίας θα βρίσκονταν στη διάθεση της και η επικράτηση επί της Σπάρτης διαφαινόταν σίγουρη. Και αν έπεφτε η Σπάρτη… για τη φιλοδοξία του Αλκιβιάδη, δεν υπήρχαν σύνορα.
 
Με αυτά τα δεδομένα, ο Αλκιβιάδης ως επικεφαλής των ριζοσπαστών Δημοκρατών, κατάφερε να πείσει τον Δήμο να εγκρίνει την εκστρατεία, παρά την αντίθεση των μετριοπαθών Δημοκρατικών που είχαν ηγέτη τους το Νικία. Οι ολιγαρχικοί της Αθήνας, παραδοσιακά φιλολάκωνες, δεν ήταν δυνατό να επηρεάσουν επί της ουσίας τα πράγματα σε αυτήν την συγκυρία, ωστόσο δεν είχαν πει ακόμη τον τελευταίο τους λόγο: θα φρόντιζαν για την αποτυχία της εκστρατείας στη συνέχεια.

ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΗΓΕΣΙΑΣ
 
Ο ιδιοφυής Αλκιβιάδης, ο πλέον ενθουσιώδης υπέρμαχος της εκστρατείας και ο άνθρωπος που είχε ένα απολύτως ολοκληρωμένο όραμα για την προσπάθεια αυτή, ήταν μοιραία ένας από τους ηγέτης της εκστρατείας. Ο Δήμος, σε μία επίδειξη δημοκρατικότητας, έθεσε μαζί με τον Αλκιβιάδη ως συναρχηγούς τον Νικία και το Λάμαχο. Ο Νικίας, ως αρχηγός της μετριοπαθούς μερίδας, δεν πίστευε στην εκστρατεία και η τοποθέτηση του στην αρχηγία της, ιδιαίτερα με την τροπή που πήραν στη συνέχεια τα πράγματα, ήταν ένα από τα μεγαλύτερα σφάλματα των Αθηναίων σε αυτήν την υπόθεση. Ο Αλκιβιάδης είχε επιδιώξει ο ίδιος να ψηφιστεί ο Νικίας, προφανώς θεωρώντας ότι παραμένοντας πίσω ο γηραιός μετριοπαθείς θα μπορούσε να επηρεάσει τα πράγματα εναντίον της συνέχισης της εκστρατείας και της ενίσχυσης του εκστρατευτικού σώματος που ο Αλκιβιάδης γνώριζε ότι μοιραία θα χρειαζόταν κάποια στιγμή. Ο τρίτος συναρχηγός ήταν ένας ικανότατος στρατιωτικός ηγέτης που είχε δρέψει δάφνες κατά τη διάρκεια του πελοποννησιακού πολέμου, αλλά που δεν διέθετε την πολιτική ευφυΐα και οξυδέρκεια του Αλκιβιάδη, ούτε βεβαίως και την αποφασιστικότητα του.
 
Ο τίτλος και των τριών ήταν Στρατηγός Αυτοκράτορας, δηλαδή στρατηγοί με αυξημένες αρμοδιότητες και επί της ουσίας "δικτατορική" εξουσία πάνω στο εκστρατευτικό σώμα. Επίσημα, οι καθορισμένοι στόχοι της εκστρατείας ήταν δύο τακτικής φύσεως και ένας στρατηγικής. Οι τακτικοί στόχοι ήταν η ενίσχυση της Έγεστας στη διαμάχη με το Σελινούντα και η παλιννόστηση των δημοκρατικών Λεοντίνων, που είχαν εξοριστεί από την πόλη τους. Ο στρατηγικός στόχος, όπως διατυπώθηκε στο σχετικό ψήφισμα, ήταν να γίνει ότι είναι απαραίτητο ώστε να εξυπηρετηθούν τα αθηναϊκά συμφέροντα στην Σικελία.

Είναι προφανές ότι ο τρίτος στόχος θα "εξυπηρετείτο" καλύτερα με την πλήρη κατάκτηση στης Σικελίας, άλλωστε όλες οι αρχαίες πηγές συμφωνούν ότι αυτός ήταν ο πραγματικός στόχος του αθηναϊκού εκστρατευτικού σώματος.
 
Για έναν τέτοιο φιλόδοξο στόχο, καθώς το νησί ήταν πολυάνθρωπο και διέθετε πολλές ισχυρές πόλεις, οι δυνάμεις που αρχικά διατέθηκαν μοιάζουν μάλλον μικρές, ωστόσο ο Αλκιβιάδης είχε εμπιστοσύνη στις διπλωματικές του ικανότητες και θεωρούσε ότι θα μπορούσε να πείσει πολλούς ντόπιους να συνδράμουν τους Αθηναίους στις προσπάθειες τους.
 
Συνολικά, με τις 100 τριήρεις (60 πολεμικές και 40 οπλιταγωγές) θα μεταφέρονταν στην Σικελία 5.100 οπλίτες, εκ των οποίων οι 2.200 ήταν Αθηναίοι. Αναλυτικά η σύνθεση του στρατεύματος ήταν 1.500 πολίτες Αθηναίοι οπλίτες της μέσης τάξης, 700 Αθηναίοι θήτες (κατώτερης τάξης) εξοπλισμένοι επίσης ως οπλίτες, 500 Αργείοι, 250 Μαντινείς και άλλοι 2.150 σύμμαχοι των Αθηναίων, όλοι εξοπλισμένοι ως οπλίτες. Ακόμη, περί τους 480 Κρήτες Τοξότες, 700 σφενδονήτες από τη Ρόδο, ακόμη 120 ψιλοί από τα Μέγαρα και 30ιππείς. Υπήρχαν βεβαίως και τα πληρώματα των πλοίων, περί τους 20.000 (κάθε τριήρης είχε περίπου 200 άτομα πλήρωμα) που θα μπορούσαν να συνδράμουν σε περίπτωση μεγάλων συρράξεων.
 
Ο Αλκιβιάδης είχε προετοιμάσει την εκστρατεία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και ήταν κυριολεκτικά "η ψυχή της", αφού εκείνος γνώριζε τι ακριβώς χρειαζόταν να κάνει για να επικρατήσει. Ωστόσο, ο δραστήριος μα και αμφιλεγόμενος άνδρας, δεν έμελλε να δει την εκστρατεία να υλοποιείται, αφού το όνομα του αναμίχθηκε σε ένα τρομερό σκάνδαλο.

ΚΑΚΟΙ ΟΙΩΝΟΙ:  ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΜΕ ΕΜΠΟΔΙΑ
 
Οι ολιγαρχικοί της Αθήνας, των οποίων εκλεκτό τέκνο (κοινωνικά) ήταν ο Αλκιβιάδης πριν στραφεί προς τους Δημοκρατικούς και μάλιστα προς την ακραιφνώς ριζοσπαστική πτέρυγα τους, δεν έτρεφαν επεκτατικές φιλοδοξίες. Για εκείνους, αυτό που προείχε ήταν η διατήρηση του κοινωνικού και πολιτικού status quo, η ίδια ακριβώς θέση την οποία υπερασπίζονταν και οι αντίπαλοι των Αθηναίων, Σπαρτιάτες.
 
Αν και η αποδοχή τους από το Δήμο ήταν μηδαμινή, δεν σταματούσαν, με εργαλείο τις περίφημες "Εταιρείες" (αδελφότητες αριστοκρατών), να προσπαθούν να καθοδηγήσουν τα πράγματα κατά τα συμφέροντα τους.
 
Στην περίπτωση της εκστρατείας της Σικελίας, αφού δεν είχαν τη δυνατότητα να ματαιώσουν την ψήφιση της εκστρατείας, προσπάθησαν να την υπονομεύσουν εξ αρχής, δημιουργώντας ένα πρωτοφανές σκάνδαλο, το οποίο ουσιαστικά "σφράγισε" την τύχη της εκστρατείας πριν καν αναχωρήσουν τα πλοία από τον Πειραιά.
 
Το Μάιο του 415 π.Χ., ενώ οι προετοιμασίες για την αναχώρηση του σώματος κορυφώνονταν, ένας μεγάλος αριθμός ερμαϊκών στηλών, βρέθηκαν ακρωτηριασμένες! Επρόκειτο για μέγιστη ιεροσυλία, για ένα σκάνδαλο πραγματικά κατακλυσμιαίων διαστάσεων για τα δεδομένα της Αθήνας της εποχής.
 
Ο Αλκιβιάδης, που είχε δημιουργήσει τη φήμη, εκτός του άσωτου και έκλυτου και εκείνου που "δεν είχε ιερό ούτε όσιο" (σύμφωνα με τα κουτσομπολιά της εποχής) κατηγορήθηκε ως ένας εκ των "Ερμοκοπιδών", όπως έγιναν γνωστοί οι βέβηλοι.

Μάλιστα, 10 ακόμη Αθηναίοι εκ των οποίων κάποιοι ανήκαν στον ευρύτερο κοινωνικό, όχι όμως και πολιτικό, κύκλο του Αλκιβιάδη, κατηγορήθηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο, ενώ ένας εξ αυτών, κάποιος Πολύστρατος, εκτελέστηκε (οι άλλοι εννιά αυτοεξορίστηκαν για να αποφύγουν την ίδια τύχη).
 
Όμως ο πανούργος πολιτικός δεν ήταν εύκολο θύμα. Χρησιμοποιώντας την πειθώ και τις διασυνδέσεις του, κατόρθωσε να αναστρέψει το κλίμα και μάλιστα ζήτησε να δικαστεί άμεσα ώστε να καθαρίσει το όνομα του. Αν πήγαινε σε δίκη, κατά πάσα πιθανότητα θα αθωωνόταν. Η γοητεία που ασκούσε ο Αλκιβιάδης στην εκκλησία του Δήμου ήταν σχεδόν μεταφυσική και για να "επιβιώσει" μια κατηγορία της θυελλώδους αγόρευσης του μπροστά στους Αθηναίους θα έπρεπε να είναι θεμελιωμένη σε ατράνταχτα στοιχεία.

Αυτή, βεβαίως, δεν ήταν. Έτσι, οι κατήγοροι πέτυχαν να αναβάλλουν την λήψη απόφασης, προφασιζόμενοι ότι δεν θα ήταν καλό ενώ γίνονται οι ετοιμασίες για τη μεγαλύτερη υπερπόντια εκστρατεία που είχαν αναλάβει ποτέ οι Αθηναίοι, να γίνει μια δίκη που θα δημιουργούσε προβλήματα συνοχής του Δήμου. Η δίκη αναβλήθηκε για μετά την επιστροφή του εκστρατευτικού σώματος, το οποίο αναχώρησε μέσα σε μία παλλαϊκή γιορτή, που όμοια της δεν είχε ξαναδεί η Αθήνα. Ο Θουκυδίδης, ο μεγάλος αρχαίος ιστορικός που ασχολήθηκε με τον Πελοποννησιακό πόλεμο, άφησε μια ιδιαίτερα εντυπωσιακή περιγραφή της αναχώρησης του εκστρατευτικού σώματος. Η ελπίδα ότι αυτή η εκστρατεία θα καθιστούσε την Αθήνα μια πραγματική υπερδύναμη, ήταν διάχυτη μεταξύ των Αθηναίων, που με ανάμικτα δάκρυα χαράς για την προοπτική του μεγαλείου και θλίψης, μπροστά στο ενδεχόμενο να χάσουν δικούς τους ανθρώπους που μετείχαν στο σώμα; αποχαιρέτησαν την επιβλητική αρμάδα.
 
Ο στόλος, όπως είχε προγραμματιστεί, κατέληξε στην Κέρκυρα, επίσης μέλος της αθηναϊκής συμμαχίας, απ' όπου παρέλαβαν ακόμη 34 τριήρεις και όλοι μαζί αναχώρησαν για την Σικελία. Έστω και με εμπόδια, η ισχυρή αθηναϊκή δύναμη ξεκίνησε, όμως ήδη είχαν τεθεί σε κίνηση οι δυνάμεις εκείνες που θα οδηγούσαν την λαμπρή δύναμη της Αθήνας στον όλεθρο, όπως και τις ελπίδες των Αθηναίων για κοσμοκρατορία.
 
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ
 
Ο αθηναϊκός στόλος έφθασε σύντομα στις ακτές της Κάτω Ιταλίας και προσπάθησε να προσεγγίσει κάποιες από τις ελληνικές πόλεις που διέθεταν λιμάνι, για να ανεφοδιαστεί, εισπράττοντας όμως την άρνηση τόσο στον Τάραντα όσο και στους Επιζεφύριους Λοκρούς  ήταν άλλωστε δωρικές αποικίες και ως εκ τούτου αρνητικά διακείμενες προς τους Αθηναίους.
 
Δε συνέβαινε το ίδιο και στο Ρήγιο, όπου οι Αθηναίοι βρήκαν ασφαλές λιμάνι και έναν χώρο όπου θα μπορούσαν να στρατοπεδεύσουν και να αποφασίσουν την πορεία δράσης τους.
 
Οι τρεις αρχηγοί του στρατεύματος είχαν τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις, τις οποίες μας παραδίδει ο Θουκυδίδης, ως προς το πώς θα προχωρούσαν στη συνέχεια της εκστρατείας. Ο μετριοπαθής Νικίας, που ελάχιστη πίστη διατηρούσε στην αναγκαιότητα αυτής της εκστρατείας, υποστήριζε μια τακτική αναμονής, με κινήσεις στο διπλωματικό πεδίο ώστε να γίνουν πραγματικότητα οι δύο "στόχοι" της εκστρατείας, δηλαδή η κατάπαυση της διαμάχης μεταξύ Έγεστας και Σελινούντα και η επαναφορά των δημοκρατικών Λεοντίνων στην πόλη τους. Στη συνέχεια και αφού οι Αθηναίοι θα ισχυροποιούσαν το δίκτυο των συμμαχιών τους στην Σικελία, θα μπορούσαν να αποχωρήσουν, έχοντας προτύτερα κάνει μία επίδειξη δύναμης προς τους Έλληνες της Κ.Ιταλίας. Το σχέδιο του Νικία δεν προέβλεπε στρατιωτική εμπλοκή των Αθηναίων, αλλά απλά διπλωματικές κινήσεις, οπότε και τα οφέλη που θα ήταν δυνατό να αποκομίσει η Αθήνα ήταν πενιχρά στην καλύτερη περίπτωση, μια εξασφαλισμένη συμμαχία με ορισμένες από τις πόλεις του νησιού.

Ο Λάμαχος, που πίστευε αντίθετα με το Νικία στην σκοπιμότητα της εκστρατείας, ήταν υπέρ μιας άμεσης, κεραυνοβόλας τακτικής: θεωρούσε ότι η μόνη δύναμη που θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στην επέκταση της αθηναϊκής ισχύος στη Σικελία ήταν οι Συρακούσες, οπότε πρότεινε την άμεση επίθεση ενάντια στην πόλη. Πίστευε ότι εφόσον οι Συρακούσες ηττούντο και συνθηκολογούσαν, η κατάκτηση της Σικελίας θα ήταν στη συνέχεια απλή υπόθεση. Παρότι μια άμεση επίθεση με τις σχετικά μικρές δυνάμεις που διέθετε το σώμα (ούτε 6.500 μαχητές) στις Συρακούσες, μοιάζει εκ πρώτης όψεως ιδιαίτερα παρακινδυνευμένη, το σχέδιο του Λάμαχου λάμβανε υπόψη τις αναφορές των δημοκρατικών Συρακουσίων, τους οποίους είχαν προσεγγίσει φυσικά οι Αθηναίοι, που τόνιζαν ότι η άμυνα της πόλης είναι ασθενής και μια ταχύτατη στρατιωτική επέμβαση των Αθηναίων θα είχε μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας.
 
Αντίθετα με το σχέδιο του Νικία, η προσέγγιση του Λάμαχου ήταν καθαρά στρατιωτική και ενείχε την προοπτική πλήρους επικράτησης στο νησί. Ωστόσο ήταν αρκετά ριψοκίνδυνο, αφού από τη μια δεν υπήρχαν εγγυήσεις επιτυχίας της κεραυνοβόλας επίθεσης κατά των Συρακουσών και από την άλλη υπήρχε ο αστάθμητος παράγοντας των ουδέτερων πόλεων του νησιού, που μπροστά στην απρόκλητη επίθεση των Αθηναίων ενδέχεται να σχημάτιζαν ένα ενιαίο αντιαθηναϊκό μέτωπο.
 
Ο Αλκιβιάδης, ως συνήθως οπαδός των περίπλοκων συνδυασμένων ενεργειών πολιτικής-στρατιωτικής ισχύος, πρότεινε ένα διαφορετικό σχέδιο. Αντιμετώπισε εξαρχής τις Συρακούσες και το Σελινούντα ως τις μοναδικές δυνάμει αντιπάλους των Αθηναίων, που θα έπρεπε να εξουδετερωθούν με ένα συνδυασμό διπλωματικών και στρατιωτικών μέσων. Ο Αλκιβιάδης πόνταρε προφανώς στην αθηναϊκή ισχύ, αλλά και παράλληλα στην δική του ευγλωττία, διπλωματικότητα και προσωπική του γοητεία για να πετύχει προσεταιρισμό των κυριότερων ελληνικών πόλεων της Σικελίας, στις οποίες θα εμφανιζόταν ως "σωτήρας" από τις επιβουλές των Συρακουσίων (οι οποίοι, όντως, είχαν κατά καιρούς προσπαθήσει να επιβάλλουν τη θέληση τους επί των υπολοίπων Σικελών και θα το επαναλάμβαναν, με περισσότερη μάλιστα επιτυχία, στο μέλλον).
 
Το σχέδιο του Αλκιβιάδη προέβλεπε την προσεκτική κίνηση του εκστρατευτικού σώματος μέχρι τη Μεσσήνη, την οποία θα προσεταιρίζονταν και θα τη χρησιμοποιούσαν ως βάση επιχειρήσεων και εν συνεχεία μια εκστρατεία προπαγάνδας και διπλωματίας, με στόχο την απομόνωση Συρακουσών και Σελινούντα. Αφού θα επιτυγχάνετο αυτό, το μόνο που θα έμενε θα ήταν μία σύντομη πολεμική επιχείρηση που θα γονάτιζε τις δύο πόλεις και θα καθιστούσε την Αθήνα κυρίαρχο στην μεγάλη νήσο.
 
Ήταν ένα ευφυές σχέδιο, χαρακτηριστικό του τρόπου σκέψης του Αλκιβιάδη, το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή με επιτυχία, παρότι αρχικά η αποτυχία προσεταιρισμού της Μεσσήνης έδειχνε να το θέτει σε κίνδυνο. Όμως στη συνέχεια οι δημοκρατικοί Λεοντίνοι επανεγκαταστάθηκαν στην πόλη τους, η πόλη Νάξος δέχτηκε να περάσει στο αθηναϊκό στρατόπεδο, όπως και η Κατάνη. Ο κλοιός έσφιγγε γύρω από τις Συρακούσες, καθώς ο Αλκιβιάδης χρησιμοποιούσε τη διπλωματική του ικανότητα από τη μια και την ισχύ των αθηναϊκών όπλων από την άλλη, στην προαιώνια τακτική του μαστιγίου και του καρότου, για να ολοκληρώσει την απομόνωση της μόνης πόλης που ήταν δυνατό να απειλήσει τα αθηναϊκά σχέδια. Όμως δεν έμελλε να γίνει ο κατακτητής της Σικελίας ο φιλόδοξος γιος του Κλεινία, αφού την ίδια ώρα οι αντίπαλοι του στην Αθήνα απεργάζονταν τρόπους εξόντωσης του.

ΤΟ ΜΟΙΡΑΙΟ ΛΑΘΟΣ
 
Από την επομένη κιόλας της αναχώρησης του εκστρατευτικού σώματος, στην Αθήνα άρχισαν ξανά οι ζυμώσεις για το ζήτημα των Ερμοκοπιδών. Αν και οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν ότι επρόκειτο για μια προσπάθεια των Αθηναίων ολιγαρχικών να υπονομεύσουν την εκστρατεία και τον ίδιο τον Αλκιβιάδη, αρχικά απέτυχαν; οι περισσότεροι από τους 28 που στη συνέχεια συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν ήταν ολιγαρχικοί! Ωστόσο παράλληλα με την υπόθεση των Ερμοκοπιδών, και μια άλλη άρχισε να απασχολεί το Δήμο. Καθώς φαίνεται, κάποιοι πολιτικοί αντίπαλοι του Αλκιβιάδη από την παράταξη των Δημοκρατικών, βρήκαν εν τη απουσία του την ευκαιρία να τον διαβάλλουν.

Κατηγορήθηκε ότι μαζί με κάποιους φίλους του, μετείχε σε παρωδία των Ελευσινίων Μυστηρίων, μια κατηγορία εξίσου σοβαρή και βαριά στα μάτια των Αθηναίων με εκείνη του βεβηλωτή των ερμαϊκών στηλών.
 
Ο Αλκβιάδης, βεβαίως, κάθε άλλο παρά άγγελος ήταν: ένας από τους πλέον ασύστολους και αμετροεπείς Αθηναίους όλων των εποχών, άμετρα φιλόδοξος, ακόλαστος σε βαθμό που σόκαρε ακόμη και τους προοδευτικότερους Αθηναίους, οπωσδήποτε δεν αποτελούσε πρότυπο μετρημένου ανθρώπου. Ωστόσο αυτή η θυελλώδης πλευρά της προσωπικότητας του σαφώς και γοήτευε μια μερίδα των Αθηναίων, που στο "αγαπημένο τους παιδί" συγχωρούσαν σχεδόν τα πάντα. Σχεδόν. Όμως η παρωδία των Ελευσινίων Μυστηρίων ήταν κάτι παραπάνω από αυτό που μπορούσαν να ανεχθούν και σα να μην έφθανε αυτό οι εσωκομματικοί του αντίπαλοι έκαναν ότι μπορούσαν για να τον διαβάλλουν στον Δήμο, προτάσσοντας τις φιλοδοξίες του, τις οποίες παρουσίαζαν ως κίνδυνο για το δημοκρατικό καθεστώς.
 
Πριν ακόμη εκδοθεί από την Εκκλησία του Δήμου η εντολή ανάκλησης του Αλκιβιάδη, η απόφαση ενοχής του είχε επί της ουσίας ληφθεί. Όταν αναχώρησε η Σαλαμινία, το ιερό πλοίο της Αθήνας, για τη Σικελία, δεν ήταν για να φέρει τον Αλκιβιάδη για να δικαστεί; ήταν για να τον φέρει σε σίγουρο θάνατο.
 
Ο πανούργος πολιτικός το αντιλήφθηκε αυτό μόλις έφθασε η Σαλαμινία στην Κατάνη με εντολές να επιβιβάσει τον Αλκιβιάδη και μερικούς ακόμη από τους συμμετέχοντες στην εκστρατεία, όλοι προσωπικοί φίλοι του και κατηγορούμενοι ως "ιερόσυλοι". Ο Αλκιβιάδης δεν είχε άλλη επιλογή πέρα από το να ακολουθήσει, επιβιβαζόμενος μαζί με τους υπόλοιπους κατηγορούμενους σε μία τριήρη. Δεν σκόπευε όμως να επιστρέψει στην Αθήνα, όπου γνώριζε ότι τον περίμενε βέβαιος θάνατος. Στους Θούριους βρήκε την ευκαιρία και μαζί με τους υπόλοιπους κατηγορούμενους απέδρασε.
 
Μετά από σύντομη περιπέτεια και αφού πέρασε από την Ηλεία, ο Αλκιβιάδης δεν δίστασε να αλλάξει στρατόπεδο: κατέφυγε στη Σπάρτη, την πόλη το χαμό της οποίας απεργαζόταν με κάθε μέσο και προσπαθούσε να πετύχει με τις άοκνες προσπάθειες του τα τελευταία χρόνια. Η μεταφορά της πίστης του Αλκιβιάδη στη Σπάρτη, ήταν το γεγονός που σφράγισε όχι μόνο τη μοίρα του εκστρατευτικού σώματος στη Σικελία, αλλά και την ίδια την τύχη της Αθήνας.

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΣΚΑΚΙΕΡΑ
 
Οι Αθηναίοι, παρά την απουσία του Αλκιβιάδη, συνέχισαν με την εφαρμογή του σχεδίου του. Η τυπική πλευρά της εκστρατείας, η παροχή δηλαδή βοήθειας στους Εγεστέους, προχωρούσε κανονικά, αφού οι Αθηναίοι προχώρησαν στην κατάληψη της πολίχνης Ύκαρα, που είχε πληθυσμό γηγενών Σικελών, την οποία και παρέδωσαν στους Εγεσταίους, εξανδραποδίζοντας τους κατοίκους της.
 
Στη συνεχεια προσπάθησαν να καταλάβουν την Ύβλα, προσπάθεια στην οποία απέτυχαν, ενώ οι Συρακούσιοι είχαν αρχίσει να αντιλαμβάνονται επακριβώς το μέγεθος της απειλής και προσάρμοζαν ανάλογα τις κινήσεις τους.
 
Σύντομα είχαν ετοιμαστεί για να συγκρουστουν για πρώτη φορά με τους Αθηναίους στο πεδίο της μάχης. Οι Συρακουσιοι, σε μία ιδιαίτερα τολμηρή κίνηση, προχώρησαν με πανστρατιά ενάντια στην Κατάνη και στο στρατόπεδο των Αθηναίων. Οι τελευταίοι, έχοντας εξαιρετικό δίκτυο πληροφοριών, αντιλήφθηκαν την κίνηση των Συρακουσίων και επιχείρησαν να τους αιφνιδιάσουν, μεταφερόμενοι δια θαλάσσης προς τις Συρακούσες. Όμως και οι Συρακούσιοι αντιλήφθηκαν την κίνηση των Αθηναίων και ξεκίνησαν μία ταχύτατη πορεία προς την πόλη τους. Το εξαίρετο ελαφρύ ιππικό των Συρακουσών κινήθηκε ταχύτατα και πρόλαβε τους Αθηναίους ενώ προετοιμάζονταν και ουσιαστικά έσωσε τις Συρακούσες, αφού απασχόλησε τους αντιπάλους έως ότου φθάσει και το πεζοπόρο στράτευμα.

Όταν οι Συρακούσιοι έφθασαν, παρατάχθηκαν άμεσα για μάχη και συγκρούστηκαν με τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους. Αν και οι Συρακούσιοι (μαζί με τους Σελινούντιους συμμάχους τους) είχαν σαφή αριθμητική υπεροχή, οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοι τους ήταν σαφώς πιο έμπειροι πολεμιστές και καλύτερα διοικούμενοι. Έτσι μετά από σκληρή μάχη, οι Συρακούσιοι αποχώρησαν ηττημένοι, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 260 νεκρούς, έναντι μόλις 50 των Αθηναίων. Οι Συρακούσιοι σώθηκαν από πανωλεθρία λόγω της ύπαρξης του ισχυρού ιππικού τους (1.200 ιππείς) το οποίο εμπόδισε τους Αθηναίους να καταδιώξουν τους ηττημένους οπλίτες.
 
Οι Συρακούσιοι κατέφυγαν πίσω από τα τείχη της πόλης τους και ετοιμάστηκαν για πολιορκία, η οποία σύντομα λύθηκε αφού ο ερχομός του χειμώνα επέβαλλε παύση των πολεμικών επιχειρήσεων. Οι Αθηναίοι υποχώρησαν στην Κατάνη και ετοιμάστηκαν να επαναλάβουν τις επιχειρήσεις την Άνοιξη
.   
ΚΟΡΥΦΩΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
 
Οι Συρακούσιοι δεν άφησαν το χρόνο που μεσολάβησε αναξιοποίητο. Με την καθοδήγηση του νέου ισχυρού άνδρα της πόλης, του Ερμοκράτη, προχώρησαν στην ενίσχυση των οχυρώσεων τις πόλεις και σε διπλωματικές και στρατιωτικές προετοιμασίες. Άφησαν όμως ανοχύρωτη μία θέση με τεράστια στρατηγική σημασία, το ύψωμα και οροπέδιο των Επιπολών, το οποίο έβαλαν ως στόχο οι Αθηναίοι με το που ήλθαν ξανά στις Συρακούσες, το Μάιο του 414 π.Χ.
 
Οι Συρακούσιοι προσπάθησαν να απωθήσουν τους Αθηναίους, ωστόσο απωθήθηκαν χάνοντας τη μισή από τη δύναμη (600 άνδρες) που είχαν στείλει στις Επιπολές. Οι Αθηναίοι είχαν ήδη ενισχυθεί με περισσότερους άνδρες, κυρίως ιππικό τόσο από την Αθήνα όσο και από τη συμμαχική Έγεστα και από άλλες περιοχές της Σικελίας σε μία προσπάθεια να αντισταθμίσουν το αποφασιστικό πλεονέκτημα των Συρακούσιων στον τομέα αυτό.

Αμέσως μετά την κατάληψη του οροπεδίου, οι Αθηναίοι δημιούργησαν ένα μικρό οχυρό και εγκατέστησαν ευάριθμη φρουρά, ενώ ξεκίνησαν τη δημιουργία της δικής τους οχύρωσης. Ήταν αποφασισμένοι αυτή τη φορά να καταβάλλουν την αντίσταση των Συρακουσίων. Με την δημιουργία ενός δικού τους τείχους, οι Αθηναίοι απειλούσαν να αποκλείσουν πλήρως τις Συρακούσες, κάτι που αντιλήφθηκαν οι πολιορκημένοι που ξεκίνησαν να κατασκευάζουν ένα αντιτείχισμα κάθετα στο αθηναϊκό τείχος. Επίσης, χρησιμοποίησαν το ιππικό τους για να παρενοχλούν τους Αθηναίους. Οι τελευταίοι με μία αστραπιαία επιχείρηση κατόρθωσαν να καταλάβουν και να καταστρέψουν το αντιτείχισμα. Οι Συρακούσιοι δεν πτοήθηκαν και άρχισαν να δημιουργούν νέο, ωστόσο οι Αθηναίοι επιτέθηκαν ξανά και το κατέστρεψαν εκ νέου. Ωστόσο στην σφοδρότατη μάχη για τον έλεγχο του νέου αντιτειχίσματος, οι Αθηναίο υπέστησαν μία απώλεια που δεν ήταν δυνατό να αναπληρωθεί: ο ικανότατος στρατηγός Λάμαχος σκοτώθηκε πολεμώντας στην πρώτη γραμμή, αφήνοντας το Νικία επικεφαλής του εκστρατευτικού σώματος. Ο Λάμαχος μπορεί να μην ήταν Αλκιβιάδης όσον αφορά στα διπλωματικά προσόντα, αλλά ήταν έμπειρος, δοκιμασμένος και ικανός στρατιωτικός. Η αποφασιστικότητα του θα έλειπε από τους Αθηναίους στη συνέχεια, όταν ο Νικίας θα έκανε το ένα λάθος μετά το άλλο.
 
Όμως τη στιγμή αυτή, οι Αθηναίοι είχαν τον έλεγχο. Οι Συρακούσιοι είχαν αρχίσει να αποθαρρύνονται, βλέποντας τις προσπάθειες τους να αποτυγχάνουν και οι πόλεις της Σικελίας, όπως είχε προβλέψει ο Αλκιβιάδης, άρχισαν να συρρέουν μαζικά στο στρατόπεδο των Αθηναίων, διαβλέποντας ότι οι Συρακούσες βρίσκονται στα πρόθυρα συνθηκολόγησης. Άλλωστε αυτή ήταν η τάση και στο εσωτερικό των Συρακουσών, όπου αριστοκρατικός Ερμοκράτης απομακρύνθηκε από την στρατηγία για να αναλάβουν μέλη της δημοκρατικής παράταξης, που επιδίωκαν μια συνεννόηση με τους Αθηναίους ώστε να πετύχουν μια ευνοϊκή συνθήκη.
 
Κι ενώ όλα έδειχναν να βαίνουν καλώς για τους Αθηναίους και το εκστρατευτικό σώμα προσέγγιζε το στόχο του, ο Αλκιβιάδης αποφάσισε να ρίξει το βάρος ενάντια στους αχάριστους συμπατριώτες του.

ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΓΥΛΙΠΠΟΣ
 
Ο Αλκιβιάδης που είχε καταφύγει στην Σπάρτη, περνούσε το χρόνο του μηχανευόμενος τρόπους για να εκδικηθεί τους συμπατριώτες του και ίσως να καταστήσει εαυτόν ξανά απαραίτητο στην Αθήνα ώστε να επανέλθει στην πόλη του.
 
Στα πλαίσια αυτά, έδωσε στους Σπαρτιάτες δύο συμβουλές, οι οποίες αποδείχτηκαν εξαιρετικά αποδοτικές. Η πρώτη ήταν να προχωρήσουν στην δημιουργία μιας βάσης του σπαρτιατικού στρατού στην Αττική και συγκεκριμένα στη Δεκέλεια, ώστε να σφίξει ο κλοιός γύρω από την Αθήνα και να αποκτήσουν οι συμπατριώτες του ένα μόνιμο "αγκάθι στο πλευρό της".
 
Η δεύτερη πρόταση ήταν ακόμη καθοριστικότερη: να αποστείλλουν οι Σπαρτιάτες εκστρατευτικό σώμα στην Σικελία, ώστε να ενισχύσουν τους (επίσης Δωριείς) Συρακούσιους.
 
Οι Σπαρτιάτες άκουσαν και τις δύο συμβουλές. Προχώρησαν άμεσα στην κατάληψη και οχύρωση της Δεκέλειας και την εγκατάσταση ισχυρής φρουράς. Και απέστειλαν τον ικανότατο στρατηγό τους Γύλιππο στη Σικελία, με ισχνές δυνάμεις (δώδεκα τριήρεις, δηλαδή περίπου 2.600 άνδρες μαζί με τους κωπηλάτες και τα πληρώματα).
 
Αν και οι δυνάμεις του ήταν μικρές, ο Γύλιππος ήταν ικανότατος ηγέτης και με την άφιξη του στη Σικελία άρχισε να δημιουργεί τις βάσεις για έναν αντι-αθηναϊκό συνασπισμό, προσεταιριζόμενος αρχικά τους Σελινούντιους και τους κατοίκους της Ιμέρας, καθώς και ιθαγενείς Σικελούς.
 
Οι Συρακούσιοι έμαθαν για την άφιξη ενισχύσεων από την Πελοπόννησο και αναθάρρησαν, σε ένα χρονικό σημείο που ήταν έτοιμοι να συνθηκολογήσουν. Ο Νικίας είχε ακόμη την ευκαιρία να εκβιάσει την θετική έκβαση του πολέμου υπέρ του, αλλά αδράνησε ανεξήγητα, καθυστερώντας μέχρι που είδε τον Γύλιππο επικεφαλής περίπου 3.000 ανδρών να φθάνει στις Επιπολές και να ενώνεται με τους Συρακούσιους που έκαναν έξοδο από την πολιορκημένη πόλη τους. Η κατάσταση πλέον είχε αρχίσει να αντιστρέφεται και ο Γύλιππος είχε και την πρώτη του απτή επιτυχία, καταλαμβάνοντας το φρούριο του Λάβδαλου, το οποίο είχαν δημιουργήσει οι Αθηναίοι στις Επιπολές.
 
Οι Αθηναίοι διέκοψαν την αδράνεια τους οχυρώνοντας το Πλημμύριο, που βρίσκεται στο νότιο άκρο του μεγάλου λιμένα των Συρακουσών. Όμως πλέον η εξέλιξη δεν άφηνε περιθώρια για ιδιαίτερη αισιοδοξία: οι πολιορκημένοι ενισχύονταν συνεχώς (λίγες μέρες μετά την άφιξη του Γύλιππου έφθασαν άλλες 12 τριήρεις από δωρικές πόλεις της κυρίως Ελλάδας), διέθεταν έναν έμπειρο και ικανό ηγέτη και είχαν αποκτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Ο χρόνος πλέον μετρούσε αντίστροφα για τους Αθηναίους.

'Η ΤΑΝ Ή ΕΠΙ ΤΑΣ
 
Η εκστρατεία των Αθηναίων ενάντια στους Συρακούσιους είχε μετατραπεί πλέον σε μία ολοκληρωτική σύγκρουση του αθηναϊκού συνασπισμού με τον λακωνικό και ο Νικίας αντιλαμβανόμενος ότι έχει εμπλακεί σε κάτι που ξεπερνούσε τις δυνατότητες του, βγήκε από το λήθαργο και αποφάσισε να ζητήσει ενισχύσεις από την Αθήνα. Η πρόταση του προς την Εκκλησία του Δήμου ήταν είτε να εγκαταλειφθεί η εκστρατεία, είτε να σταλούν ενισχύσεις ικανές να αλλάξουν εκ νέου την ισορροπία των δυνάμεων που είχε ανατραπεί σε βάρος των Αθηναίων.
 
Οι Αθηναίοι, συνεπαρμένοι από την προοπτική του μεγαλείου και αρνούμενοι να επιτρέψουν στους Σπαρτιάτες να κερδίσουν μια τόσο μεγάλη νίκη, ψήφισαν υπέρ της αποστολής σημαντικών ενισχύσεων. Άμεσα αναχώρησε ο Ευρευμέδοντας με 10 τριήρεις και αρκετούς οπλίτες, ενώ στη συνέχεια θα τον ακολουθούσε και οι Δημοσθένης με ακόμη περισσότερους άνδρες και εφόδια.
 
Η Σικελική Εκστρατεία - και αυτό δεν το είχαν ακόμη αντιληφθεί η Αθηναίοι - εξελισσόταν σε μια πυορροούσα πληγή, που απορροφούσε δυσανάλογα μεγάλες δυνάμεις και πόρους. Φυσικά το έπαθλο, η κυριαρχία επί της Σικελίας, ήταν μεγάλο, όμως το τίμημα που καλούνταν να πληρώσουν οι Αθηναίοι ήταν εξίσου μεγάλο.
 
Φυσικά και οι Σπαρτιάτες δεν παρέμεναν αδρανείς. Κινητοποίησαν τους δικούς τους συμμάχους και οι Κορίνθιοι απέστειλαν μοίρα πλοίων με 1.600 άνδρες που ενίσχυσαν το πολυάριθμο, πλέον, σώμα του Γύλιππου και τους Συρακούσιους.
 
Με αυτές τις ενισχύσεις και με δεδομένη την αδυναμία της αθηναϊκής ηγεσίας, οι Συρακούσιοι αποφάσισαν να προχωρήσουν σε μία επιθετική ενέργεια, που τους απέφερε ένα μεγάλο έπαθλο: τα τρία οχυρά των Αθηναίων στο Πλημμύριο, τα οποία ήταν γεμάτα με εφόδια και υλικά απαραίτητα για τη συνέχιση της επιθετικής προσπάθειας του εκστρατευτικού σώματος.
 
Ακόμη χειρότερα, η κατάληψη του Πλημμυρίου επέτρεψε στους Συρακούσιους να εγκλωβίσουν επί της ουσίας τον ισχυρό αθηναϊκό στόλο εντός του Μεγάλου Λιμένα των Συρακουσών, στερώντας από τους Αθηναίους το βασικότερο στρατηγικό τους πλεονέκτημα και δημιουργώντας μία κατάσταση που θα εξωθούσε τους Αθηναίους σε βεβιασμένες κινήσεις.
 
Τις επόμενες βδομάδες έγιναν ακόμη δύο μικρές συγκρούσεις στις οποίες επικράτησαν οι Συρακούσιοι, δίχως ωστόσο να μεταβληθεί η κατάσταση. Ο Νικίας χρονοτριβούσε μη επιδιώκοντας μια αποφασιστική κίνηση, περιμένοντας το δεύτερο εκστρατευτικο σώμα υπό τον Δημοσθένη, που θα ισχυροποιούσε αποφασιστικά τις δυνάμεις του. Ωστόσο ο Δημοσθένης, που είχε αποπλεύσει από τον Πειραιά τον Απρίλιο του 413 π.Χ., επίσης χρονοτριβουσε καθοδόν, προσπαθώντας να συγκεντρώσει περισσότερους συμμάχους και μισθοφόρους και επιχειρώντας να επαναφέρει κάποιες ακόμη σικελικές και ιταλικές πόλεις στο φιλοαθηναϊκό στρατόπεδο. Ακόμη και με την τακτική κατάσταση να έχει ανατραπεί υπέρ των Συρακουσίων, τίποτε δεν προμήνυε την τρομακτική καταστροφή που έμελλε να πέσει στα κεφάλια των Αθηναίων.

Η ΚΡΙΣΙΜΗ ΩΡΑ
 
Καθώς οι Συρακούσιοι πληροφορήθηκαν ότι επίκειται η άφιξη του Δημοσθένη με σημαντικές ενισχύσεις, αποφάσισαν να εκβιάσουν τη νίκη με μία αποφασιστική προσπάθεια, αφού φοβούνταν ότι η υπεροχή που είχαν αποκτήσει κινδύνευε να εξανεμιστεί.

Με μία μοίρα 80 πλοίων από τη θάλασσα και με συντονισμένη επίθεση από ξηράς σε δύο σημεία, ο Γύλιππος προσπάθησε να διασπάσει τις αθηναϊκές γραμμές, ωστόσο δεν τα κατάφερε αφού οι σκληρές συγκρούσεις δεν έφεραν αλλαγή της κατάστασης. Ωστόσο δύο μέρες μετά οι Συρακούσιοι έβγαλαν το στόλο τους στον κόλπο, προκαλώντας τους Αθηναίους σε μάχη. Μετά από αρκετούς ελιγμούς οι Συρακούσιοι αποσύρθηκαν, παρασύροντας και τους Αθηναίους να βγουν από τα πλοία τους. Επρόκειτο όμως για ένα τέχνασμα, το οποία είχε ως στόχο να πετύχει τους Αθηναίους απροετοίμαστους. Ο στόλος των Συρακουσίων και των συμμάχων τους εμφανίστηκε ξανά μπροστά από τις αθηναϊκές θέσεις και οι Αθηναίοι όπως-όπως επάνδρωσαν τα πλοία και βγήκαν να τους συναντήσουν. Με ορμή οι συντεταγμένοι Συρακούσιοι κατάφεραν να κατανικήσουν τα αθηναϊκά πλοία στη ναυμαχία που ακολούθησε, ωστόσο δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν τη νίκη τους και αναγκάστηκαν να αποσυρθούν, έχοντας πάντως βυθίσει επτά πλοία και χάνοντας μόλις δύο.

Κι ενώ όλα έδειχναν ότι η οριστική ήττα των αθηναϊκών δυνάμεων ήταν θέμα χρόνου, έφθασε ο Δημοσθένης με τις ενισχύσεις του, δηλαδή 73 τριήρεις, περίπου 5.000 οπλίτες καθώς και μισθοφόρους από την Ιταλία, συνολικά πάνω από 20.000 άνδρες (συμπεριλαμβανομένων των πληρωμάτων).
 
Οι Αθηναίοι υπερείχαν πλέον αποφασιστικά σε ξηρά και θάλασσα, αφού διέθεταν περίπου 50.000 άνδρες και 180 τριήρεις και προσπάθησαν, έστω και αργά, να ανακτήσουν την πρωτοβουλία των κινήσεων, εξαναγκάζοντας τους Συρακούσιους σε παθητική στάση. Ωστόσο και αυτοί η εικόνα αποδείχτηκε απατηλή και η έλλειψη ενός ηγέτη της κλάσης ενός Αλκιβιάδη ή ενός Λάμαχου ήταν ολοφάνερη όταν οι Αθηναίοι προσπάθησαν να επιτεθούν και να ανακαταλάβουν τα οχυρά στις Επιπολές και να καταστρέψουν το τρίτο αντιτείχισμα που έφτιαχναν οι αντίπαλοι τους.
 
Η επίθεση έγινε τελικώς τη νύχτα και επικράτησε τρομερή σύγχυση, εξαιτίας μιας σειράς παραγόντων. Καταρχήν οι Αθηναίοι επιδόθηκαν σε καταδίωξη των αντιπάλων τους, με αποτέλεσμα να χάσουν οποιαδήποτε συνοχή. Ακόμη, καθώς μεταξύ τους βρισκόταν αρκετοί Δωριείς (κυρίως Αργείοι και Κερκυραίοι), ο πολεμικός παιάνας τους ήταν ίδιος με αυτόν των αντιπάλων τους, με αποτέλεσμα στο σκοτάδι να γίνουν πολλές συγκρούσεις μεταξύ Αθηναίων και συμμάχων τους! Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν καθόλη τη διάρκεια της νύχτας και καθώς ξημέρωνε η μέρα, φάνηκε ολοκάθαρα η αποτυχία της προσπάθειας τους: πάνω από 2.000 Αθηναίοι και σύμμαχοι κείτονταν νεκροί στο υψίπεδο. Το ηθικό των Αθηναίων είχε πλέον πέσει στο ναδίρ και η καταστροφή φαινόταν στον ορίζοντα.
 
ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΤΕΛΟΣ
 
Παρότι οι Αθηναίοι πίστεψαν ότι με την άφιξη ικανών ενισχύσεων θα μπορούσαν να ανατρέψουν εκ νέου την τακτική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί δυσμενώς για εκείνους, η αποφασιστική στάση των Συρακουσίων και η κακή ηγεσία των Αθηναίων συνέτειναν σε μία ακόμη ήττα, που τους περιόριζε ξανά σε παθητικό ρόλο.
 
Ο Δημοσθένης είχε την οξύνοια να αντιληφθεί ότι σε αυτήν την περίσταση, οι αθηναϊκές δυνάμεις έπρεπε άμεσα να απαγκιστρωθούν από την πολιορκία. Εκτός από τους αντιπάλους τους, είχαν να "πολεμήσουν" και με τις ασθένειες και ιδιαίτερα την ελονοσία που έκανε θραύση μεταξύ των ανδρών του σώματος.
 
Έφθασε μάλιστα στο σημείο να προτείνει αποχώρηση του σώματος από τη Σικελία, κάτι που απέτρεψε ο Νικίας! Ο γηραιός στρατηγός, ο άνθρωπος που εξαρχής ήταν αντίθετος με την εκστρατεία, σε αυτήν την συγκυρία ήταν πεποισμένος ότι η ισχύς του σώματος, ιδιαίτερα του ευάριθμου στόλου που διέθετε, ήταν τέτοια που τελικώς θα ανάγκαζε τους Συρακούσιους σε ήττα!
 
Αν και ο Δημοσθένης επανήλθε με μία πρόταση για αποχώρηση στην Κατάνη, όπου θα μπορούσε να ανεφοδιάζεται κανονικά το εκστρατευτικό σώμα και θα βρισκόταν μακριά από τον κίνδυνο που αντιπροσώπευαν οι δυνάμεις του λακωνικού συνασπισμού, ο Νικίας επέμεινε πεισματικά να παραμείνει ο στρατός εκεί που βρίσκεται
 
Με αυτές τις διαφωνίες οι Αθηναίοι έχασαν πολύτιμο χρόνο, κατά τον οποίο οι Συρακούσιοι ενισχύονταν συνεχώς από συμμάχους της Σπάρτης και ετοιμάζονταν για επίθεση. Όταν και ο Νικίας, έστω κι αργά, αντιλήφθηκε ότι απαιτείται η άμεση αποχώρηση της δύναμης, ξεκίνησαν οι προετοιμασίες. Ωστόσο, το σύμπαν συνωμότησε σε βάρος των Αθηναίων: την βραδιά που είχε προγραμματιστεί να ξεκινήσει η αποχώρηση του εκστρατευτικού σώματος, την 27η Αυγούστου, σημειώθηκε έκλειψη σελήνης! Το σημάδι ερμηνεύτηκε ως θεϊκή παρέμβαση και οι Αθηναίοι αποφάσισαν να περιμένουν τις 27 ημέρες που υπέδειξαν οι μάντεις. Όλα πλέον είχαν τελειώσει.
 
Ο Γύλιππος ετοίμασε το στρατό του και άρχισε μία τακτική επάλληλων εφόδων, ώστε να καταπονήσει τους Αθηναίους και να ανατρέψει την αμυντική τους θέση και να τους καταστήσει ευάλωτους σε ένα δυναμικό χτύπημα.
 
Οι αλλεπάληλες επιθέσεις που διεξήχθησαν στις επόμενες δύο ημέρες δεν είχαν κάποιο ουσιώδες αποτέλεσμα, ωστόσο οι Αθηναίοι ένοιωθαν την πίεση να αυξάνεται και τις διεξόδους τους να περιορίζονται σημαντικά.
 
Στοχεύοντας πλέον στην πλήρη καταστροφή του εκστρατευτικού σώματος, ο Γύλιππος και οι Συρακούσιοι προχώρησαν σε μια εξαιρετικά τολμηρή κίνηση: στον αποκλεισμό του Μεγάλου Λιμένα με μια "αλυσίδα" πλοίων, ένα "ξύλινο τείχος". Εφόσον το ζητούμενο πλέον δεν ήταν απλώς η απομάκρυνση του σώματος - κάτι που θα γινόταν "συν τω χρόνω" ακόμη και αν οι Συρακούσιοι δεν έκαναν τίποτε - αυτή ήταν η ενδεδειγμένη τακτική: αν οι Αθηναίοι έχαναν το στόλο τους, τότε δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε παρά να προσπαθήσουν να κινηθούν από ξηρά, όπου θα ήταν ευάλωτοι στις επιθέσεις των Συρακουσίων.
 
Οι Αθηναίοι κατάλαβαν ότι τα πράγματα έβαιναν πλέον προς ολοκληρωτική καταστροφή και αποφάσισαν να "τα παίξουν όλα για όλα" σε μία κίνηση απελπισίας: Θα επιχειρούσαν μία μαζική διάσπαση του κλοιού των πλοίων με τις αξιόμαχες τριήρεις που μπορούσαν να επανδρώσουν (περίπου 110). Αν η διάσπαση πετύχαινε, θα μπορούσαν να μαζέψουν και τους υπόλοιπους άνδρες που είχαν μείνει στην ακτή και να αναχωρήσουν προς την ασφάλεια της Κατάνης. Αν αποτύγχανε, θα επιχειρούσαν να αποχωρήσουν δια ξηράς.

Η ναυμαχία που ακολούθησε ήταν τρομερή. Τα πλοία των Αθηναίων, με την δύναμη που έδινε στους άνδρες η απελπισία, προσπάθησαν με μία συντονισμένη προσπάθεια να διασπάσουν τον κλοιό των Συρακουσίων και να βγουν από το λιμάνι. Οι τελευταίοι έχοντας προετοιμαστεί επισταμένως για αυτή τη μεγάλη μάχη, κατόρθωσαν παρότι αρχικά φάνηκε να αντιμετωπίζουν προβλήματα, να υπερισχύσουν μέσα στο στενό χώρο του λιμανιού που δεν επέτρεπε ελιγμούς και περίπλοκες τακτικές όπως αυτές που είχαν συνηθίσει να εφαρμόζουν οι Αθηναίοι.
 
Με αυτά τα δεδομένα, ο αθηναϊκός στόλος ηττήθηκε και τα πλοία επέστρεψαν στα αγκυροβόλια τους.
 
Οι Αθηναίοι πλέον ήταν με την πλάτη στον τοίχο. Αν και οι απώλειες από την προσπάθεια διάσπασης του κλοιού ήταν μικρές, οι στρατηγοί αδυνατούσαν να πείσουν τα πληρώματα να μπουν ξανά στα πλοία για να κάνουν άλλη μία έξοδο. Το ηθικό βρισκόταν στον ναδίρ και η μόνη λύση που υπήρχε ήταν να προσπαθήσουν να διαφύγουν από ξηράς.

Όμως και σε αυτήν την περίπτωση οι Αθηναίοι καθυστέρησαν δύο μέρες - σύμφωνα με το Θουκυδίδη εξαιτίας παραπλανητικού τεχνάσματος του Ερμοκράτη. Όταν πλέον αποφάσισαν να αναχωρήσουν, οι Συρακούσιοι είχαν ήδη ετοιμαστεί για να τους υποδεχτούν. Ο Θουκυδίδης περιγράφει με αληθινά σπαρακτικό τρόπο αυτές τις στιγμές της αποχώρησης, όταν οι κατηφείς και απελπισμένοι Αθηναίοι αναχωρούσαν, αφήνοντας πίσω τους εκατοντάδες άρρωστους και τραυματίες τους οποίους δεν μπορούσαν να πάρουν μαζί τους. Οι ικεσίες και οι οιμωγές εκείνων που έμεναν πίσω ακούγονταν μέχρι την πόλη των Συρακουσών. Ωστόσο και εκείνοι που έφευγαν δεν θα είχαν καλύτερη μοίρα.
 
Ένα σώμα περίπου 40.000 ανδρών ξεκίνησε με κατεύθυνση δυτική-βορειοδυτική, σε μια προσπάθεια να περάσουν από τις ορεινές διαβάσεις ώστε στη συνέχεια να κατευθυνθούν βόρεια. Όμως οι Συρακούσιοι είχαν οχυρώσει τις διαβάσεις και με αποσπάσματα ιππέων και ψιλών παρενοχλούσαν συνεχώς τους Αθηναίους. Την τρίτη μέρα πορείας έφθασαν σε μία οχυρή θέση, το Ακραίον Λέπας. Εκεί διαπίστωσαν ότι η μοναδική διάβαση είχε οχυρωθεί εξαιρετικά αποτελεσματικά από μερικές εκατοντάδες Συρακούσιους οπλίτες και ψιλούς, που είχαν ανεγείρει και τείχος. Η διάβαση, λόγω της στενωπού και της αντίστασης των Συρακουσίων, ήταν αδύνατη και οι Αθηναίοι πήραν ξανά το δρόμο του γυρισμού για το στρατόπεδο τους. Εκεί όμως, στα πεδινά, το ιππικό των Συρακουσίων ήταν απόλυτα κυρίαρχο και συνέχισε να παρενοχλούν τους Αθηναίους.
 
Οι Αθηναίοι προσπάθησαν σε μία τελευταία απέλπιδα προσπάθεια να φθάσουν σε μία ασφαλή τοποθεσία, να απαγκιστρωθούν με κατεύθυνση προς τα Νότια. Αφού παραπλάνησαν τους Συρακούσιες ανάβοντας πολυάριθμες φωτιές στον χώρο όπου είχαν στρατοπεδεύσει, οι Αθηναίοι αναχώρησαν σε δύο σώματα, το πρώτο με αρχηγό το Νικία και το δεύτερο με επικεφαλής το Δημοσθένη.
 
Οι Συρακούσιοι αντιλήφθηκαν την αποχώρηση των Αθηναίων το πρωί και ξεκίνησαν μια απηνή καταδίωξη. Σύντομα κατόρθωσαν να έλθουν σε επαφή με το τμήμα που οδηγούσε ο Δημοσθένης, το οποίο περικύκλωσαν και υπέβαλλαν σε βροχή από ακόντια και βέλη για μια ολόκληρη μέρα. Η μάχη άναψε για τα καλά και οι Αθηναίοι υπέστησαν τρομακτικές απώλειες, πριν καταλάβουν ότι βρισκόταν σε τραγικά μειονεκτική θέση. Ο Δημοσθένης προτίμησε να παραδοθεί, ζητώντας εγγυήσεις για τη ζωή των Αθηναίων που απέμεναν. Μαζί με 6.000 περίπου άνδρες που παρέμεναν ζωντανοί, παραδόθηκε στους Συρακούσιους και τους συμμάχους τους.
 
Απέμενε πλέον μόνο το τμήμα υπό το Νικία, το οποίο πρόλαβαν οι Συρακούσιοι και ζήτησαν την παράδοση του. Ο Νικίας προσπάθησε να παραδοθεί εξασφαλίζοντας την ασφαλή αποχώρηση των ανδρών του, αλλά πλέον ήταν πολύ αργά για κάτι τέτοιο. Οι Συρακουσιοι απέρριψαν τις προτάσεις και άρχισαν να επιτίθενται με σφοδρότητα, προκαλώντας τεράστιες απώλειες στους αδύναμους και εξαντλημένους Αθηναίους και τους συμμάχους. Το εκστρατευτικό σώμα κινήθηκε με δυσκολία και έφθασε στον ποταμό Ασσίναρο, όπου οι εξαντλημένοι και διψασμένοι Αθηναίοι δέχτηκαν την έφοδο του συνόλου του στρατού των Συρακουσίων.
 
Ήταν η 16η Σεπτεμβρίου του 413 π.Χ. όταν τα υπολείμματα της κάποτε περήφανης αθηναϊκής στρατιάς παραδόθηκαν, μετά από πολύωρη σφαγή, στους Συρακούσιους. Από τους Αθηναίους που είχαν ξεκινήσει την εκστρατεία, περίπου 7.000 είχαν πέσει ζωντανοί στα χέρια των αντιπάλων τους, ενώ ακόμη 15.000 Σύμμαχοι που είχαν συλληφθεί πουλήθηκαν ως δούλοι.
 
Η τύχη των Αθηναίων ήταν εξίσου φρικτή. Οι δύο εναπομείναντες ηγέτες, ο Δημοσθένης και ο Νικίας, εκτελέσθηκαν, παρά την αντίθεση του Γύλιππου και του Ερμοκράτη. Το σύνολο των αιχμάλωτων ανδρών μεταφέρθηκαν στα λατομεία των Επιπολών, όπου εργάστηκαν κυριολεκτικά μέχρι θανάτου στην εξόρυξη μεταλλευμάτων.
 
Ήταν ένα τραγικό τέλος όχι μόνο στην Σικελική Εκστρατεία αλλά και στις φιλοδοξίες της Αθήνας για κυριαρχία επί του ελληνικού κόσμου.

Παράρτημα 1

Αλκιβιάδης, ο άνθρωπος της Μοίρας
 
Ο άνθρωπος που "παραλίγο να γινόταν Μεγάλος", ένας από τους μεγαλύτερους αμοραλιστές της ιστορίας, ή απλά ένας άνθρωπος του πεπρωμένου; Ο γιος του Κλεινία και της Δεινομάχης (πλήρες όνομα Αλκιβιάδης Κλεινίου Σκαμβωνίδης) γεννήθηκε το 450 π.Χ στην Αθήνα, γόνος μίας πλούσιας και ισχυρής αριστοκρατικής οικογένειας. Η μητέρα του ανήκε στο πανίσχυρο γένος των Αλκμεωνιδών και ο Περικλής έγινε προστάτης του μικρού (μόλις 3 ετών) Αλκιβιάδη όταν ο πατέρας του σκοτώθηκε στη μάχη της Κορώνειας στα 446 π.Χ.
 
Αντίθετα με τους περισσότερους της τάξης του, προτίμησε να ενταχθεί στον πολιτικό στίβο στο πλευρό των Δημοκρατικών και μάλιστα της ριζοσπαστικής και πλέον αντιλακωνικής τους πτέρυγας. Σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, αυτό οφείλεται στην απόρριψη του (εξαιτίας του νεαρού της ηλικίας του) από τους Σπαρτιάτες, όταν υπέβαλλε αίτηση να γίνει πρόξενος τους στην Αθήνα.
 
Από τα εφηβικά του χρόνια ξεχώρισε τόσο για την ευφυία και για τα ηγετικά του προσόντα, όσο και για τον άστατο και θυελλώδη χαρακτήρα του. Επιρρεπής στις καταχρήσεις και τις πάσης φύσεως ακολασίες, ο νεαρός Αλκιβιάδης σχετίστηκε από τα νεανικά του χρόνια με τον Σωκράτη, με τον οποίο συνδέθηκε με ισχυρούς δεσμούς (ο μεγάλος φιλόσοφος του έσωσε τη ζωή στη μάχη της Ποτίδαιας, μια χάρη που ανταπέδωσε ο Αλκιβιάδης σώζοντας το Σωκράτη στη μάχη του Δηλίου).
 
Η άνοδος του Αλκιβιάδη στην αθηναϊκή πολιτική σκηνή τοποθετείται στην εποχή μετά την ειρήνη του Νικία, όταν κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα ρήγμα στις σχέσεις Αθηναίων και Σπαρτιατών, το οποίο εκμεταλλεύτηκε για να αναμοχλεύσει τα πάθη και να οδηγήσει τις δύο πλευρές ξανά στην ρήξη. Δικό του έργο ήταν η συμμαχία της Αθήνας με τις πολεις που ανταγωνίζονταν τη Σπάρτη στην Πελοπόννησο (Άργος, Μαντίνεια, Ηλεία κλπ.) μια κίνηση με τεράστια στρατηγική σημασία, που όμως απέτυχε να πετύχει και στρατιωτικά τους σκοπούς της.
 
Μετά την Σικελική Εκστρατεία, ο Αλκιβιάδης προσπάθησε ξανά να κερδίσει την εύνοια των συμπατριωτών του, έχοντας ήδη αυτομολήσει στην αυλή του σατράπη της Φρυγίας Τισσαφέρνη, τον οποίο προσπαθούσε να πείσει να αποσύρει την υποστήριξη του προς τη Σπάρτη.
 
Ο Αλκιβιάδης κατάφερε στη συνέχεια να πετύχει την επάνοδο του στην Αθήνα, υποσχόμενος περσικό χρυσό και στρατιωτική βοήθεια.
 
Η διπλωματική ευστροφία του Αλκιβιάδη τον έβγαλα ξανά ασπροπρόσωπο και οι Αθηναίοι, που μετά την καταστροφή στη Σικελία και την οχύρωση της Δεκέλειας από τους Σπαρτιάτες, χρειαζόταν απελπισμένα μία νίκη, τον ανέδειξαν ξανά στρατηγό της πόλης.

Μετά από κάποιες αρχικές επιτυχίες, που έδωσαν ελπίδες στους Αθηναίους, ο Αλκιβιάδης επέστρεψε με δόξα και τιμή το 407 στην Αθήνα, αφού κατόρθωσε να νικήσει δύο φορές τον σπαρτατικό στόλο (στην Άβυδο και την Κύζικο) και ανακατέλαβε τη Χαλκηδόνα και το Βυζάντιο για λογαριασμό των Αθηναίων.
 
Η επιστροφή του χαιρετίστηκε από τον Δήμο, που στο πρόσωπο του - παρά το κακό που είχε προκαλέσει στην πόλη του - έβλεπε πλέον τη μοναδική ελπίδα για νίκη. Ωστόσο η ανανεωμένη εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του ήταν βραχύβια, αφού οι δύο πρώτες αποτυχίες (μία "μισή νίκη" και μία ήττα) οδήγησαν εκ νέου στην αποπομπή. Ο Αλκιβιάδης, απογοητευμένος ξανά, αποσύρθηκε στην Χερσόνησο και όταν οι Αθηναίοι ηττήθηκαν στους Αιγός Ποταμούς βρήκε καταφύγιο στην αυλή του Φαρνάβαζου, ο οποίος είχε αντικαταστήσει τον Τισσαφέρνη.
 
Ενώ ετοιμαζόταν να επισκεφτεί τον ίδιο το Μεγάλο Βασιλιά των Περσών, ο Αλκιβιάδης δολοφονήθηκε κατόπιν εντολής του Φαρνάβαζου, από τον οποίο ζήτησαν αυτήν την "εξυπηρέτηση" οι Σπαρτιάτες.

Παράρτημα 2

Οι αθηναϊκές φιλοδοξίες
 
Το πόσο εκτεταμένες ήταν οι φιλοδοξίες των Αθηναίων, φαίνεται ανάγλυφα από τα λόγια που βάζει ο Θουκυδίδης στο στόμα του Αλκιβιάδη, στον λόγο που εκφώνησε προς την Απέλλα της Σπάρτης για να πείσει τους Λακεδαιμόνιους να εκστρατεύσουν και κείνοι στη Σικελία:
 
"Πήγαμε στη Σικελία για να υποτάξουμε πρώτα απ' όλα τους Σικελιώτες και μετά τους Ιταλιώτες και εν συνεχεία να δοκιμάσουμε να κατακτήσουμε την ηγεμονία των Καρχηδονίων και την ίδια την Καρχηδόνα. Και αν τα κατορθώναμε όλα αυτά ή τουλάχιστον τα περισσότερα, τότε είχαμε σκοπό να επιτεθούμε στην Πελοπόννησο, μεταφέροντας από εκεί όλες τις ελληνικές δυνάμεις που θα είχαν προστεθεί στις δικές μας, στρατολογώντας πολλούς μισθοφόρους, Ίβηρες και άλλους, όσοι θεωρούνται από τους εκεί βάρβαρους οι καλύτεροι πολεμιστές και ναυπηγώντας πολυάριθμα πολεμικά εκτός από τα δικά μας, αφού η Ιταλία έχει άφθονη ξυλεία. Με αυτά θα είχαμε αποκλείσει την Πελοπόννησο καπό παντού και ταυτόχρονα θα κάναμε επιθέσεις με το πεζικό ενάντια στης πόλεις, είτε για να τις κυριεύσουμε με έφοδο είτε για να τις αποκλείσουμε με τείχος και έτσι εύκολα να κατακτήσουμε την Πελοπόννησο. Μετά θα κυριαρχούσαμε σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο".

Παράρτημα 3
 
Τι θα γινόταν αν οι Αθηναίοι πετύχαιναν στη Σικελική Εκστρατεία
 
Ελάχιστες είναι εκείνες οι πολεμικές συγκρούσεις που από το αποτέλεσμα τους έκριναν την ιστορία ολόκληρου του κόσμου. Η αρχαία Ελλάδα έχει ένα δυσανάλογα μεγάλο μερίδιο σε τέτοιες μάχες, αφού η κατοπινή ιστορία της Ευρώπης (και του κόσμου ολόκληρου συνακόλουθα) διαμορφώθηκε κατά μεγάλο βαθμό στις δύο όχθες του Αιγαίου και στις υπόλοιπες περιοχές που αποτελούσαν τον "ελληνικό κόσμο".
 
Η μεγάλη εμφύλια σύγκρουση του Πελοποννησιακού Πολέμου καταρχήν φαίνεται σα μία "ελληνική" υπόθεση. Από τη μια, η Αθήνα, εξωστρεφής, θαλασσοκράτειρα, με τάσεις επεκτατισμού, ιμπεριαλιστική, θιασώτης των νεωτερισμών και της Δημοκρατίας.

Από την άλλη, η Σπάρτη. Αριστοκρατική, εσωστρεφής, βαθύτατα συντηρητική, υπερασπιστής τους status quo, πανίσχυρη στρατιωτικά, με ισχυρές αρχαίες συμμαχίες που βασίζονται στην διατήρηση της αυτονομίας των συμμάχων.
 
Λίγες εκατοντάδες χιλιόμετρα απέχουν η Λακωνία από την Αττική, αλλά ένα πραγματικό χάος χώριζε τις δύο πόλεις. Δύο διαφορετικοί κόσμοι, με διαφορετικές ρίζες στο παρελθόν και διαφορετική προοπτική για το μέλλον, διασταύρωσαν τα ξίφη τους επικεφαλής αντίστοιχων συνασπισμών, προσπαθώντας να πετύχουν; τι ακριβώς;

Διότι και σε αυτό το σημείο υπάρχει μια μεγάλη διαφορά. Οι Αθηναίοι ξεκάθαρα επιθυμούσαν την ηγεμονία όλων των Ελλήνων. Αυτό που μερικές δεκαετίες αργότερα πέτυχε ο Φίλιππος της Μακεδονίας, αυτός ήταν ο στόχος των Αθηναίων, τίποτε λιγότερο.

Οι Σπαρτιάτες, θεωρούσαν ότι είχαν ήδη την ηγεμονία των Ελλήνων πριν προσπαθήσουν να τους την "αρπάξουν" οι Αθηναίοι. Με την έννοια που είχε για αυτούς η ηγεμονία: πρωτοκαθεδρία μεταξύ των πόλεων, που ασχολούταν η κάθε μια με τις υποθέσεις της και δεν ανακατευόταν παραέξω. Τη διατήρηση αυτού του κατεστημένου επιθυμούσαν οι Σπαρτιάτες.
 
Όμως αυτή ακριβώς η διαφορά των επιδιώξεων, δίνει και την οικουμενική διάσταση της σύγκρουσης μεταξύ των δύο συνασπισμών.
 
Η κεντρική και ανατολική Μεσόγειος, το "θέατρο" των επιχειρήσεων, ήταν ήδη ένας ενιαίος γεωστρατηγικός χώρος. Η "διεθνοποίηση" της σύγκρουσης των Ελλήνων ήταν δεδομένη, πόσο μάλλον που ανακατεύθηκε σε αυτήν και η μεγάλη δύναμη της εποχής, η Περσία, ενώ οι μάχες μεταφέρθηκαν και στην Ιταλική Χερσόνησο, στην Σικελία.

Οπότε, το ζήτημα δεν ήταν απλώς ενδοελληνικό, έλαβε εξ αρχής διεθνή διάσταση. Οι Αθηναίοι, με τη δύναμη που τους έδινε το ισχυρό ναυτικό, οι εισφορές των συμμάχων τους και ο εξωστρεφής χαρακτήρας της πολιτείας τους, βρισκόταν ήδη, στα μέσα του 5ου αιώνα, σε τροχιά δημιουργίας μιας ισχυρής αυτοκρατορίας.
 
Οι Αθηναίοι επί της ουσίας είχαν ήδη κυριαρχήσει στο Αιγαίο, ωστόσο το Αιγαίο ήταν πολύ μικρό για να χωρέσει την αθηναϊκή φιλοδοξία. Τα συμφέροντα της Αθήνας είχαν φέρει τις τριήρεις της πόλης σε κάθε γωνιά της ανατολικής Μεσογείου, από την Καρία έως την Κύπρο και από την Παλαιστίνη έως την Αίγυπτο. Και η Μαύρη Θάλασσα συμπεριλαμβανόταν στο ζωτικό χώρο των Αθηναίων.
 
Αυτό που οραματίζονταν οι ηγέτες της πόλης της Παλλάδας ήταν μια αυτοκρατορία που θα εκτεινόταν από την Μεγάλη Ελλάδα έως τη Μικρά Ασία, όχι απλώς μια εμπορική αυτοκρατορία όπως αυτή της Καρχηδόνας, αλλά περισσότερο μια πραγματική αυτοκρατορία, όπως αυτή των Περσών. Και στην θέση του Μεγάλου Βασιλιά, ο Δήμος, οι πολίτες της Αθήνας!
 
Ήταν μια φιλοδοξία που, περιέργως, δεν εκπορευόταν από την ανώτερη τάξη της Αθήνας, η οποία ήταν βαθιά συντηρητική και μοιραζόταν την λατρεία των Λακώνων για διατήρηση του status quo και μη διατάραξη των ισορροπιών. Μοιάζει περίεργο που οι αριστοκράτες της Αθήνας αρνήθηκαν να αντιληφθούν τις δυνατότητες που ανοίγονταν μπροστά τους εφόσον η πόλη τους γινόταν πραγματική κοσμοκράτειρα. Αντίθετα με την ανώτερη τάξη της Ρώμης λ.χ. που ηγήθηκε των προσπαθειών της Αιώνιας Πόλης για να γίνει κοσμοκράτειρα, οι Αθηναίοι ολιγαρχικοί επέβαλλαν συνεχώς προσκόμματα στον εξωστρεφή χαρακτήρα της Δημοκρατίας τους και είναι εκείνοι που με τις πράξεις τους καταδίκασαν την προσπάθεια της πόλης τους.
 
Η αναφορά της Ρώμης, δεν είναι τυχαία. Παρουσιάζει ένα απτό παράδειγμα του πως μία μικρή και σχετικά αδύναμη πόλη-κράτος, κατόρθωσε να επικρατήσει επί των γειτόνων της και στη συνέχεια να γίνει μία πραγματική αυτοκρατορία και όλα αυτά ενώ είχε ένα δημοκρατικό (έστω, ολιγαρχικό) πολίτευμα.
 
Κάποιοι σύγχρονοι μελετητές, προσπαθώντας να εξηγήσουν γιατί η Αθήνα, που στα μέσα του 5ου αιώνα είχε όλα τα εχέγγυα για να γίνει κοσμοκράτειρα δεν κατόρθωσε κάτι τέτοιο, επικεντρώνονται στις αδυναμίες του δημοκρατικού πολιτεύματος.
 
Ωστόσο κάτι τέτοιο είναι τουλάχιστον ανακριβές. Η δημοκρατία είναι εκείνη που επέτρεψε σε άντρες σαν τον Θεμιστοκλή, τον Αλκιβιάδη, τον Μιλτιάδη, τον Ιφικράτη, τον Περικλή και τόσους άλλους σπουδαίους ηγέτες που ανέδειξε η πόλη της Παλλάδας, να αναδειχθούν και να διακριθούν. Κάποιοι εξ αυτών (λ.χ. Θεμιστοκλής) ήταν ταπεινής καταγωγής και σε μια άλλη πόλη με λιγότερο εύκαμπτες κοινωνικοπολιτικές δομές, θα είχαν μείνει στο περιθώριο. Κάποιοι άλλοι αναδείχθηκαν λόγω ακριβώς των χαρισμάτων που είχαν ως δημαγωγοί και ηγέτες και λόγω της σχέσης που κατόρθωσαν να αποκτήσουν με το Δήμο. Επρόκειτο για μια αμφίδρομη σχέση, αφού ο Δήμος έτρεφε τη φιλοδοξία τους και εκείνοι εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του Δήμου.
 
Είναι αλήθεια ότι η σικελική εκστρατεία και κατά συνέπεια ολόκληρη η προσπάθεια των Αθηναίων στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, καταδικάστηκε από μία άστοχη κίνηση του Δήμου, που δεν κατόρθωσε να αποκρούσει τις κατηγορίες των δημαγωγών και ανακάλεσε τον Αλκιβιάδη.
 
Η απόφαση αυτή έγραψε ιστορία. Αν ο Αλκιβιάδης είχε αφεθεί στην κεφαλή του εκστρατευτικού σώματος για να συνεχίσει την εκστρατεία που ο ίδιος είχε εμπνευστεί και επιβάλλει - επί της ουσίας - στους Αθηναίους, τα αποτελέσματα θα ήταν διαφορετικά. Μπορεί ο Λάμαχος να ήταν ουσιαστικά εξίσου καλός με τον Αλκιβιάδη ως στρατιωτικός ηγέτης, ίσως και καλύτερος, ωστόσο ήταν ανεπαρκής ως διπλωμάτης και πολιτικός. Και αυτό που χρειαζόταν οι Αθηναίοι στη Σικελία ήταν η ευστροφία, ο μεστός πολιτικός λόγος και η προσωπική γοητεία του Αλκιβιάδη. Δυνάμεις είχαν αρκετές και ικανοποιητικές. Αυτό που δεν είχαν ήταν σωστή καθοδήγηση και ευελιξία στο διπλωματικό παιχνίδι όπου παίχτηκε - και χάθηκε - η εκστρατεία.
 
Σε περίπτωση που οι Αθηναίοι πετύχαιναν, ουδείς αμφιβάλλει ότι η Σικελία θα ήταν μόνο η αρχή. Με τις τεράστιες πλουτοπαραγωγικές δυνατότητες της μεγαλονήσου στη διάθεση τους, δεν υπήρχε αμφιβολία ως προς το αποτέλεσμα της εμφύλιας διαμάχης: οι Αθηναίοι θα θριάμβευαν επί των Σπαρτιατών στο μέτωπο του Πελοποννησιακού Πολέμου και θα είχαν πλέον την αδιαφιλονίκητη ηγεσία των Ελλήνων, από την Σικελία έως την Ιωνία, για να τους οδηγήσουν ενάντια στον προαιώνιο εχθρό, τους Πέρσες.
 
Και οι Σπαρτιάτες προσπάθησαν να κάνουν το ίδιο, αλλά ήταν ολοφάνερο ότι πέραν από την προσωπική φιλοδοξία ενός ανθρώπου - του Αγησίλαου - δεν υπήρχε κίνητρο που να τους ωθήσει να επιδοθούν σε μια πραγματικά ιμπεριαλιστική επεκτατική πολιτική.

Ως εκ τούτου, παρά τις πρόσκαιρες επιτυχίες του Αγησίλαου στη Μικρά Ασία, που έδειχναν και την ευπάθεια των Περσών στη συγκεκριμένη περίοδο ενάντια στους Έλληνες τουλάχιστον, απέτυχαν οικτρά. Η Σπάρτη ουδέποτε μπόρεσε να ξεπεράσει την εσωστρέφεια και την συντηρητικότητα της. Αντίθετα, η Αθήνα είχε όλα τα εχέγγυα για να γίνει κοσμοκράτειρα. Όμως δεν τα κατάφερε, εξαιτίας της αποκοτιάς των Αθηναίων που ανακάλεσαν τον Αλκιβιάδη και εξαιτίας μιας σειράς από λίγο ή πολύ τυχαία γεγονότα που καταδίκασαν την Σικελική Εκστρατεία.

Ο Αριστοτέλης το λογικό μέρος της ψυχής και το αδιάσπαστο της επιθυμίας με τη σκέψη

Ξεκινώντας το Ζ΄ βιβλίο από τα «Ηθικά Νικομάχεια» ο Αριστοτέλης εξηγεί ότι πρέπει να αποσαφηνιστεί περαιτέρω τόσο το ζήτημα της μεσότητας, όσο και η σημασία της τελεολογίας, καθώς κρίνει ότι οι δύο αυτές θεμελιώδεις έννοιες για τη φιλοσοφική του σκέψη δεν έχουν αναλυθεί επαρκώς: «Σε όλες τις έξεις για τις οποίες κάναμε λόγο υπάρχει ένας στόχος, προς τον οποίο έχει στραμμένο το βλέμμα του ο κάτοχος του λόγου και, ανάλογα, τεντώνει ή χαλαρώνει τη δραστηριότητά του· υπάρχει επίσης και ένας κανόνας που ορίζει τις μεσότητες, που λέμε ότι βρίσκονται ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη, σε συμφωνία προς τον ορθό λόγο. Η διατύπωση όμως αυτή είναι, βέβαια, σωστή, δεν είναι όμως καθόλου σαφής» (1138b 1, 21-27).
 
Και συμπληρώνει: «Σε όλες, πράγματι, τις ανθρώπινες ασχολίες και δραστηριότητες που είναι αντικείμενο επιστήμης είναι, βέβαια, σωστό να λέμε ότι δεν πρέπει να κοπιάζουμε ή να χαλαρώνουμε και να ξεκουραζόμαστε περισσότερο ή λιγότερο από αυτό που πρέπει, αλλά να κρατούμε το μέσον όπως ορίζει ο ορθός λόγος· αν όμως ένας άνθρωπος έχει μόνο αυτή τη γνώση, δεν ξέρει, θα έλεγα, τίποτε· δεν ξέρει, π.χ., τι λογής φάρμακα πρέπει να χρησιμοποιήσει για το σώμα του, αν κάποιος του πει ότι πρέπει να χρησιμοποιήσει αυτά που του συστήνει η ιατρική τέχνη και όπως του τα συστήνει ο κάτοχος της ιατρικής τέχνης» (1138b 1, 27-34).
 
Και αντίστοιχα ισχύει το ίδιο, όταν αποπειράται κανείς να προσδιορίσει τα χαρακτηριστικά της ψυχής: «Έτσι, λοιπόν, και όταν πρόκειται για τις έξεις της ψυχής, δεν πρέπει απλώς να λέγονται τα σωστά αυτά λόγια, αλλά και να δηλώνεται καθαρά τι είναι ο ορθός λόγος και ποιος είναι ο κανόνας από τον οποίο αυτός προσδιορίζεται» (1138b 1, 34-36).
 
Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να γίνει λόγος για την ψυχική ισορροπία που επέρχεται από την μεσότητα που καθορίζει ο ορθός λόγος, αν δεν ξεκαθαριστεί απολύτως ο τρόπος που ορίζεται η ορθότητα, δηλαδή τα κριτήρια που σηματοδοτούν τη λογική.

Με δεδομένο ότι οι αρετές διαχωρίζονται στις διανοητικές και τις ηθικές, και ότι η ψυχή διαιρείται στον άλογον μέρος της (που σχετίζεται με τη διατροφή και την ανάπτυξη του ανθρώπου), το λόγον-άλογον ή αλλιώς επιθυμητικόν (που έχει να κάνει με την ηθική αρετή) και το καθαρά λόγον έχον μέρος (που καθορίζει τις διανοητικές δυνατότητες) είναι φανερό ότι οι διανοητικές αρετές έχουν να κάνουν με το καθαρά λόγον έχον μέρος της ψυχής. Κι αυτό το μέρος της ψυχής είναι που ενδιαφέρει τώρα τον Αριστοτέλη, καθώς ο ορθός λόγος (λογική) δεν μπορεί παρά να αποδοθεί ως διανοητική δυνατότητα.
 
Όμως, η εκ νέου διερεύνηση του λόγον έχοντος μέρους της ψυχής θα οδηγήσει σε μια ακόμη διαίρεση: «Παλαιότερα είπαμε ότι υπάρχουν δύο μέρη της ψυχής, το λογικό και το ά-λογο. Ας κάνουμε τώρα μια παρόμοια διαίρεση του λογικού μέρους, και ας ξεκινήσουμε από τη βασική αρχή ότι δύο είναι τα λογικά μέρη της ψυχής: ένα αυτό με το οποίο σκεφτόμαστε και μελετούμε τα όντα που οι αρχικές τους αιτίες είναι αμετάβλητες, και ένα άλλο αυτό με το οποίο σκεφτόμαστε και μελετούμε τα όντα που μεταβάλλονται» (1139a 1, 4-10).
 
Αυτό που ο Αριστοτέλης ονομάζει «αρχικές αιτίες» των όντων αφορά «τα βασικά τους στοιχεία», τα οποία στην πρώτη περίπτωση μένουν αμετάβλητα, ενώ στη δεύτερη μεταβάλλονται. Η μεταβολή ή όχι των «αρχικών αιτιών» των όντων για τον Αριστοτέλη έχει μεγάλη σημασία ως προς το είδος της διανοητικής αρετής που θα ασκηθεί: «Ας ονομάσουμε το ένα από τα δύο αυτά μέρη επιστημονικό και το άλλο λογιστικό (γιατί “σκέφτομαι” και “λογίζομαι” είναι το ίδιο πράγμα, και κανένας δε σκέφτεται για πράγματα που δεν μεταβάλλονται). Το λογιστικό, επομένως, είναι ένα από τα δύο μέρη του λογικού μέρους της ψυχής» (1139a 1, 14-18).
 
Πράγματι, όλα όσα δεν υπόκεινται σε μεταβολές παραμένοντας αναλλοίωτα δεν μπορούν παρά να εκληφθούν ως δεδομένα, ώστε να αποτελέσουν αφετηρία για περαιτέρω προβληματισμούς. Για παράδειγμα (μιλώντας με σύγχρονους όρους) η περιστροφική κίνηση της γης, που αποτελεί σταθερό και αμετάβλητο δεδομένο, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης καθαυτή, αφού κανείς δεν μπορεί να την αμφισβητήσει. Αυτός είναι και ο λόγος που ανήκει στο επιστημονικό τμήμα του λογικού μέρους της ψυχής. Αυτό που μπορεί να τεθεί ως διερεύνηση είναι τα αίτια αυτής της κίνησης ή η σχέση της γης με τη σελήνη ή ο τρόπος της δημιουργίας της κλπ. Τα ερωτήματα αυτού του είδους ανήκουν στο λογιστικό τμήμα του λόγον έχοντος μέρους της ψυχής, αφού χρειάζεται σκέψη που πρέπει να βασιστεί πάνω στη λογική προκειμένου να προβεί σε πειστικές ερμηνείες.

Φυσικά, ως αμετάβλητο πρέπει να θεωρηθεί οτιδήποτε τίθεται υπεράνω συζητήσεων, λόγω του αδιαπραγμάτευτου της συμπεριφοράς του. Αλήθεια, τι σκέψεις μπορεί να γίνουν σε σχέση με το αναντίρρητο δεδομένο της περιστροφικής κίνησης της γης; Κι αυτή ακριβώς είναι η βάση της επιστημονικής σκέψης, που χρειάζεται αδιαπραγμάτευτες αλήθειες για να προχωρήσει.
 
Ο πειραματικός έλεγχος, που τίθεται ως βάση κάθε επιστημονικού πεδίου, είναι η επισφράγιση αυτής της συνθήκης. Το πείραμα (πράγμα που ο Αριστοτέλης δεν μπορούσε να το γνωρίζει, αλλά που προφανώς θα συμφωνούσε, αν έβλεπε τις σύγχρονες επιστημονικές μεθόδους) αποτελεί την απόλυτη επιστημονική τεκμηρίωση διακηρύσσοντας το αναντίρρητο. Αποτελεί, δηλαδή, το πέρασμα από το λογιστικό στο επιστημονικό τμήμα του λογικού μέρους της ψυχής.
 
Στα χρόνια της αρχαιότητας, με δεδομένο ότι δεν υπήρχε ούτε η σύγχρονη τεχνολογία που ενισχύει την παρατήρηση ούτε η αντίληψη του πειραματικού ελέγχου, τα περισσότερα αφορούσαν πρωτίστως το λογιστικό μέρος, αφού κάθε ερευνητής μπορούσε να προβάλλει τα δικά του συμπεράσματα, αρκεί να θέτονταν πάνω στις αρχές του ορθού λόγου. Κι αυτό είναι το κομμάτι της φιλοσοφίας που επιχειρεί να ερμηνεύσει τα δεδομένα κάνοντας συλλογισμούς και υποθέσεις, που σε τελική ανάλυση μπορεί είτε να συμφωνήσει είτε να διαφωνήσει κανείς.
 
Γι’ αυτό και στα αρχαία χρόνια η αστρονομία εκλαμβανόταν περισσότερο ως φιλοσοφία και λιγότερο ως επιστήμη, αφού το πεδίο του αυτοσχεδιασμού και της ατομικής ερμηνείας ήταν ιδιαίτερα ευρύ. Το τηλεσκόπιο του Γαλιλαίου έδωσε τέλος στους αυτοσχεδιασμούς ως προς την κίνηση της γης μεταφέροντας ένα πεδίο από την φιλοσοφία στην επιστήμη. Πλέον είναι παράλογο να αμφισβητεί κανείς ότι η γη γυρίζει κι αυτό γιατί το εν λόγω θέμα δεν αφορά το λογιστικό, αλλά το επιστημονικό τομέα του λογικού μέρους της ψυχής.
 
Από αυτή την άποψη, θα έλεγε κανείς ότι η ανάπτυξη των επιστημών, που μετατρέπει τις διαφωνίες του χτες σε αναντίρρητες αλήθειες του σήμερα, δεν είναι τίποτε άλλο από τη διαρκή κίνηση των δεδομένων από το ένα πεδίο του λογικού μέρους της ψυχής στο άλλο (από το λογιστικό στο επιστημονικό) ή, αν πρέπει να το πούμε αλλιώς, η διαρκής υποχώρηση της φιλοσοφίας μπροστά στην επέλαση της επιστήμης. Όμως, αυτό δεν πρέπει να οδηγήσει σε ακραία συμπεράσματα, που προεξοφλούν τη σε βάθος χρόνων ολοκληρωτική εξαφάνιση της φιλοσοφίας, με τη σκέψη ότι κάποτε όλα θα έχουν αποδειχθεί. Κάτι τέτοιο είναι αδύνατο.
 
Οι ανθρώπινες απορίες είναι (θα λέγαμε εκ φύσεως) αστείρευτες, καθώς σχεδόν νομοτελειακά κάθε απάντηση γεννά ένα νέο ερώτημα, το οποίο θα επιφέρει και την πολλαπλότητα των ερμηνειών. Όσο δεδομένο είναι ότι η φιλοσοφία του χτες έγινε επιστήμη του σήμερα, άλλο τόσο αναμφισβήτητο είναι το ατέρμονο των αναπάντητων ερωτημάτων.
 
Γι’ αυτό κάθε επιστήμη, όσο προχωρά, στο τέλος έχει πάντα τη φιλοσοφική της ουρά που θα αποτελέσει το πεδίο των διενέξεων. Είναι το σημείο που –σε κάθε εποχή– δεν έχει ακόμη επιβεβαιωθεί. Είναι δηλαδή το σημείο της φιλοσοφικής προσέγγισης, αφού το αναντίρρητο δεν έχει ακόμη επέλθει. Η φιλοσοφία και η επιστήμη είναι καταδικασμένες να πορεύονται δεμένες χέρι-χέρι μέσα στους αιώνες συνθέτοντας την πρόοδο του ανθρώπινου πνεύματος, όπως είναι καταδικασμένα να πορεύεται παντοτινά μαζί το επιστημονικό με το λογιστικό κομμάτι συναποτελώντας το λογικό μέρος της ανθρώπινης ψυχής.
 
Ο Αριστοτέλης σημειώνει: «Συνάγεται έτσι ότι η φιλοσοφία πρέπει να είναι διανοητική αντίληψη και μαζί επιστημονική γνώση, των πιο αξιόλογων και των πιο πολύτιμων πραγμάτων στην πιο τέλεια μορφή της» (1141a 7, 22-24). Πράγματι, η φιλοσοφία που προσπαθεί να εξάγει συμπεράσματα αγνοώντας τις αδιαπραγμάτευτες υποδείξεις της επιστήμης δεν είναι φιλοσοφία.
 
Αυτό που μένει είναι διερευνηθεί ποια μπορεί να η κατάλληλη έξη για το ένα και ποια για άλλο μέρος (λογιστικό – επιστημονικά), ώστε να αποδοθεί με τον καλύτερο τρόπο η αρετή του: «Ας κοιτάξουμε λοιπόν τώρα να δούμε ποια είναι η καλύτερη έξη του καθενός από τα δύο αυτά μέρη: αυτή θα είναι η αρετή του, η αρετή όμως ενός πράγματος σχετίζεται με το έργο που του προσιδιάζει» (1139a 1, 18-20).
 
Και στην αναζήτηση αυτής της προβληματικής ο Αριστοτέλης επικαλείται τις τρεις λειτουργίες της ψυχής: «Τρεις είναι οι λειτουργίες της ψυχής που κυβερνούν και ρυθμίζουν την πράξη και την αλήθεια: η αίσθηση, ο νους και η επιθυμία» (1139a 2, 21-22). Με δεδομένο ότι ως «πράξη» αποδίδονται οι ενέργειες του ανθρώπου κι ως «αλήθεια» η επιδίωξη της γνώσης, είναι φανερό ότι μαζί με τις αισθήσεις και τη λογική ο Αριστοτέλης συγκαταλέγει και την επιθυμία στα βαθύτερα κίνητρα που κατευθύνουν τη δράση της ψυχής τόσο για την επίτευξη της σωστής πράξης, όσο και για τη χάραξη του ορθού δρόμου, που θα οδηγήσει στην προάσπιση της αλήθειας (γνώσης).
 
Ο συνυπολογισμός των αισθήσεων μέσα στις λειτουργίες της ψυχής δεν εκπλήσσει, αφού (σε αντίθεση με τον Πλάτωνα) ο Αριστοτέλης εκλαμβάνει πολύ σοβαρά τις αισθήσεις ως πηγή γνώσης. Η παρατήρηση παίζει θεμελιώδη ρόλο στην εξαγωγή επιστημονικών συμπερασμάτων. Αν η παρατήρηση καθίσταται αδύνατη, δεν μπορούμε να μιλάμε για επιστήμη, καθώς δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό αν θα υπάρξουν μεταβολές ή όχι (κι αν υπάρχουν ποιες είναι): «Όλοι δεχόμαστε ότι αυτό για το οποίο έχουμε επιστημονική γνώση δεν είναι δυνατό να υπόκειται σε μεταβολή – για τα πράγματα που υπόκεινται σε μεταβολή δε γνωρίζουμε, όταν βρεθούν έξω από την παρατήρησή μας, αν υπάρχουν ή όχι» (1139b 3, 23-26).
 
Αυτός είναι ο λόγος που η επιστήμη ασχολείται με πράγματα αιώνια, δηλαδή αναλλοίωτα μέσα στο χρόνο: «Το αντικείμενο, άρα, της επιστημονικής γνώσης είναι της κατηγορίας των αναγκαίων πραγμάτων. Είναι, επομένως, αιωνίως αυτό που είναι· γιατί αυτά που είναι αυτό που είναι από μια απόλυτη ανάγκη, όλα τους είναι αιώνια, και τα αιώνια είναι αγέννητα και άφθαρτα» (1139b 3, 26-29).

Πέρα από αυτό, όμως, οι αισθήσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν πηγή των ανθρωπίνων πράξεων: «Η αίσθηση δεν αποτελεί αρχή καμιάς πράξης. Αυτό γίνεται φανερό από το γεγονός ότι τα ζώα έχουν αίσθηση, δεν έχουν όμως καμιά μετοχή σε πράξη» (1139a 2, 22-24). Κι όταν ο Αριστοτέλης αναφέρεται στις πράξεις, δεν εννοεί τυχαίες ενέργειες που μπορεί να συμβούν ή ενέργειες που υποδεικνύονται από το ενστικτώδες, όπως των ζώων που κυνηγούν το θήραμα, αλλά συμπεριφορές που κατευθύνονται από τη δύναμη της συνειδητής επιθυμίας.
 
Η ελευθερία της επιλογής είναι η επισφράγιση της βούλησης που αφορά αποκλειστικά τους ανθρώπους (κι όχι τα ζώα) και που, σε τελική ανάλυση, είναι αδύνατο να εκληφθεί ως κάτι ξέχωρο από τη σκέψη. Υπό αυτή την έννοια, η διαμόρφωση της βούλησης εμπεριέχει και τη σκέψη, αλλά και τις ηθικές προτεραιότητες, αφού η ηθική αρετή (καθοριζόμενη από την προαίρεση) διαμορφώνει την ποιότητα των επιθυμιών: «Αυτό που στη σκέψη είναι κατάφαση και άρνηση, είναι στην επιθυμία επιδίωξη και αποφυγή. Επομένως, επειδή η ηθική αρετή είναι έξη που προϋποθέτει επιλογή και προτίμηση, και η επιλογή και η προτίμηση είναι επιθυμία κατευθυνόμενη από τη σκέψη» (1139a 2, 24-26).
 
Η σύμπλευση της επιθυμίας με τη λογική τίθεται ως καταστάλαγμα της ψυχικής ισορροπίας που θα οδηγήσει στην εσωτερική γαλήνη, δηλαδή την ευτυχία: «Πρέπει –ύστερα από όλα αυτά– η συλλογιστική διαδικασία να είναι ακριβής και η επιθυμία σωστή –αν είναι η επιλογή και προτίμηση να είναι καλή– και η επιθυμία να επιδιώκει τα ίδια πράγματα για τα οποία αποφαίνεται καταφατικά η λογική. Αυτή η σκέψη και αυτή η αλήθεια έχει χαρακτήρα πρακτικό» (1139a 2, 26-31).

Το ότι η πραγμάτωση της ηθικής αρετής (μέσω της διαμορφούμενης επιθυμίας) συγκαταλέγεται στο πρακτικό κομμάτι (επιστημονικό) της διανοητικής αρετής έχει να κάνει με τον καθορισμό της επιδίωξης ή της αποφυγής οποιουδήποτε πράγματος ή κατάστασης που σχετίζεται με τις πρακτικές καθημερινές αποφάσεις της ζωής. Εξάλλου, οι επιταγές της αρετής δεν τίθενται ως κάτι συζητήσιμο.
 
Η ανδρεία και η σωφροσύνη (όπως κι όλες οι άλλες αρετές) έχουν καθοριστεί επακριβώς στο τέταρτο βιβλίο των «Ηθικών Νικομαχείων» και ισχύουν με τον ίδιο τρόπο για όλες τις περιστάσεις. Το ότι πολλές φορές οι επικρατούσες συνθήκες αλλοιώνουν το νόημα των εννοιών διαστρεβλώνοντάς τες δεν έχει να κάνει με τις έννοιες, αλλά με το ευάλωτο των ανθρώπων που δυσκολεύονται να ακολουθήσουν τις επιταγές της αρετής.
 
Ως έργο του λογιστικού τμήματος από το λόγον έχον μέρος της ψυχής δεν είναι η διερεύνηση της επιδίωξης ή της αποφυγής, αλλά της αλήθειας ή του ψέματος σε μια φιλοσοφική αναζήτηση: «Στην καθαρά θεωρητική σκέψη, που ούτε με τις (ηθικές) πράξεις έχει σχέση ούτε με την παραγωγή, το καλό και το κακό είναι η αλήθεια και το ψέμα (γιατί αυτό είναι το έργο κάθε διανοητικής δραστηριότητας)· για τη διανοητική όμως δραστηριότητα που έχει πρακτικό χαρακτήρα είναι η σύμφωνη με τη σωστή επιθυμία αλήθεια» (1139a 2, 31-35).
 
Κι αν πρέπει να ειπωθεί κι αλλιώς, επειδή είναι αδύνατο να υπάρξει επιθυμία χωρίς τον τελικό σκοπό που την καθορίζει (κάθε επιθυμία τίθεται στην υπηρεσία του σκοπού που θέλει να εκπληρώσει), είναι σαφές ότι, όπως η ηθική πράξη καθορίζεται από την ελεύθερη βούληση, με τον ίδιο τρόπο η ελεύθερη βούληση (προτίμηση) σχετίζεται με το σκοπό που τη διαμορφώνει. Κι αυτό είναι αντικείμενο σκέψης: «Η αρχή λοιπόν της (ηθικής) πράξης (με το νόημα της αιτίας από την οποία ξεκινάει η κίνηση, όχι με το νόημα του τελικού σκοπού) είναι η (ελεύθερη) επιλογή και προτίμηση, ενώ της (ελεύθερης) επιλογής και προτίμησης η αρχή είναι η επιθυμία και η συλλογιστική διαδικασία που κάνει να φανεί ο τελικός σκοπός. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει (ελεύθερη) επιλογή και προτίμηση δίχως νου και σκέψη και δίχως ηθική έξη· γιατί δίχως σκέψη και δίχως σταθερό ηθικό χαρακτήρα δεν υπάρχει – στο χώρο της ανθρώπινης ενέργειας – καλή, σωστή πράξη και το αντίθετό της» (1139a 2, 36-40).
 
Και βέβαια, η επιλογή και η προτίμηση είναι αποκλειστικά μελλοντικές συνθήκες: «Κάτι που έγινε στο παρελθόν δεν μπορεί να είναι αντικείμενο επιλογής και προτίμησης· κανείς, επιπαραδείγματι, δεν επιλέγει να έχει κυριέψει την Τροία· ο λόγος είναι ότι ούτε διαλογίζεται κανείς για κάτι που έγινε στο παρελθόν, αλλά για κάτι που πρόκειται να γίνει και είναι δυνατό να γίνει, ενώ αυτό που έχει γίνει δεν είναι δυνατό να μην έχει γίνει» (1139b 2, 6-10). Η γνώση των γεγονότων του παρελθόντος δεν αποτελεί αυτοσκοπό. Σχετίζεται περισσότερο με την καλύτερη κατανόηση του παρόντος και με την αποφυγή των σφαλμάτων που έχουν ήδη διαπραχθεί (ή την επιδίωξη ενεργειών που αποδείχθηκαν ευεργετικές).
 
Η πρακτική (επιστημονική) διανοητική σκέψη όμως, πέρα από τον καθορισμό της προτίμησης, αφορά και την παραγωγή ενός προϊόντος. Η διαφορά έγκειται στο ότι στη δεύτερη περίπτωση (παραγωγή) η σκέψη έχει να κάνει με την επίτευξη ενός επιμέρους στόχου, ενώ στην πρώτη με την επίτευξη του απόλυτου στόχου: «αυτή» (η πρακτική σκέψη εννοείται) «εξουσιάζει και κυβερνάει και την παραγωγική σκέψη, αφού ο καθένας που παράγει κάτι, το παράγει για κάποιον συγκεκριμένο σκοπό, και το προϊόν δεν είναι απόλυτος σκοπός, αλλά σχετικός, και σκοπός του τάδε συγκεκριμένου ατόμου· αντίθετα, το αντικείμενο της (ηθικής) πράξης είναι απόλυτος στόχος, γιατί η ευ-πραξία είναι ένας απόλυτος σκοπός, και η επιθυμία αποβλέπει σ’ αυτόν» (1139b 2, 1-4).
 
Κι από εδώ προκύπτει ένας ορισμός για τον άνθρωπο που το διαφοροποιεί από τα ζώα: «Γι’ αυτό η (ελεύθερη) επιλογή και προτίμηση είναι ή μια επιθυμούσα σκέψη ή μια σκεπτόμενη επιθυμία, και αυτού του είδους η αρχή είναι ο άνθρωπος» (1139b 2, 5-6).
 
Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια