Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Πέρσαι (974-1001)

ΞΕ. ἰὼ ἰώ μοι, [στρ. γ]
975 τὰς ὠγυγίους κατιδόντες
στυγνὰς Ἀθάνας πάντες ἑνὶ πιτύλῳ,
ἐἕ, ἐἕ, τλάμονες ἀσπαίρουσι χέρσῳ.

ΧΟ. ἦ καὶ τὸν Πέρσαν αὐτοῦ
τὸν σὸν πιστὸν πάντ᾽ ὀφθαλμὸν
980 μυρία μυρία πεμπαστὰν
Βατανώχου παῖδ᾽ Ἄλπιστον
τοῦ Σησάμα τοῦ Μεγαβάτα,
Πάρθον τε μέγαν τ᾽ Οἰβάρην
985 ἔλιπες ἔλιπες; ὢ ὢ ‹ὢ› δᾴων.
Πέρσαις ἀγαυοῖς κακὰ πρόκακα λέγεις.

ΞΕ. ἴυγγά μοι δῆτ᾽ [ἀντ. γ.]
ἀγαθῶν ἑτάρων ὑπορίνεις,
990 ‹ἄλαστ᾽› ἄλαστα στυγνὰ πρόκακα λέγων.
βοᾷ βοᾷ ‹μοι› μελέων ἔντοσθεν ἦτορ.

ΧΟ. καὶ μὴν ἄλλους γε ποθοῦμεν,
Μάρδων ἀνδρῶν μυριοταγὸν
Ξάνθην, Ἀρίων τ᾽ Ἀγχάρην,
995 Δίαιξίν τ᾽ ἠδ᾽ Ἀρσάκην
ἱππιάνακτας,
κἠγδαδάταν καὶ Λυθίμναν
Τόλμον τ᾽ αἰχμᾶς ἀκόρεστον.
1000 ἔταφον ἔταφον, οὐκ ἀμφὶ σκηναῖς
τροχηλάτοις, ‹οὐκ› ὄπιθεν ἑπομένους.

***

ΞΕΡΞΗΣ
Οϊμέ, οϊμένα την πανάρχαια
την μισητήν Αθήνα ήταν να δούνε
κι όλοι τους τώρα μια βουτιά,
αλί μου, αλί μου, στη στεριά
οι δόλιοι σπαρταρούνε.

ΧΟΡΟΣ
Κι ακόμα και τον πάντα σου πιστό
μες στους πιστούς, τον οφθαλμό σου,
980 που μύριους μύριους σού μετρούσε το στρατό
τον Άλπιστο το γιο του Βατανώχου
και το Σησάμα του Μεγάβατου παιδί,
τον Πάρθο το μεγάλο κι Οϊβάρη
τους άφησες, τους άφησες κι αυτούς εκεί,
αλί στους δύστυχους, αλί,
συμφορές πιο από συμφορές
στους ξακουστούς Πέρσες να λες.

ΞΕΡΞΗΣ
Ωχ, τί λαχτάρα και καημό
για τους γενναίους μου τους συντρόφους
μου ζωντανεύεις, όσο λες
990 τ᾽ αξέχαστα μαύρα κακά!
βογγάει μέσα μου η καρδιά.

ΧΟΡΟΣ
Μ᾽ ακόμα πόσους κι άλλους λαχταρώ·
τον π᾽ οδηγούσε μύριους Μάρδους Ξάνθη
και τον Αγχάρη και τον πολεμόχαρο
Διάιξη και τον Αρσάμη
τον αρχικαβαλάρη,
και το Δαδάκη και το Λύθιμνο,
τον Τόρμο τον αχόρταγο στη μάχη.
χάνω το νου, χάνω το νου,
1000 που γύρω από το τροχόσυρτο
κουβούκλι σου δε σ᾽ ακλουθούν.

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, Η ΣΙΚΕΛΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ


1. ΠΡΟΛΟΓΟΣ
 
Σπανίως ἕνα ἱστορικό γεγονός ἔχει ἀπασχολήσει τόοο γόνιμα καί τήν ἱστοριογραφία καί τή λογοτεχνία. ὁσο ἡ μοιραία ἐκστρατεία τῶν Ἑλλήνων στή Σικελία στή διάρκεια τοῦ Πελοποννησικοῦ πολέμου. Χτυπητή ἐξαίρεση οἱ Περσικοί πόλεμοι, ἰδιαίτερα ἡ Ναυμαχία τῆς Σαλαμίνας (24.(λ480 π.Χ.), σέ σχέση μέ τό ἔργο τοῦ Ἡροδότου καί τούς Πέρσες τοῦ Αἰσχύλου. Ἀλλά καί πάλι σπουδαῖα μέν, ἀλλά καί τά δύο εἶναι μονοδιάστατα, μονοσήμαντα καί μονοαξονικά.
 
Ἡ Σικελική ἐκστρατεία, ἀντίθετα, ἀπασχόλησε ὄχι μόνο τόν μεγαλύτερο ἱστορικό ὁλων τῶν λαῶν ὁλων τῶν ἐποχῶν τῆς γῆς, τόν Θουκυδίδη, μέ τόν πιό ἐπιστημονικό, ἀμερόληπτο καί φιλοσοφικό τρόπο, καί μιά πλειάδα ἄλλων ἐλασσόνων ἱστοριογράφων, π.χ. τόν Τιμαῖο. τόν Πολαμώνα, τόν Ἔφορο, τόν Διόδωρο, ἀλλά καί ἔξοχους λογοτέχνες, ἰδιαίτερα ποιητές καί βιογράφους, ὁπως τόν Εὐριπίδη, τόν Κικέρωνα, τόν Πλούταρχο, τόν Ἀνώνυμο τοῦ Περί Ὕψους, τόν Σάτυρο στήν ἀρχαιότητα, ἀλλά καί πολλούς καί διαπρεπεῖς νεότερους, ξένους καί δικούς, ὁπως τόν Ἀγγλο ρομαντικό Robert Browning καί τόν Γιῶργο Σεφέρη. Ἰδιαίτερα αὐτοί οἱ δύο τελευταῖοι ἀνάγουν τά «παλίμψηστα», τά διακείμενα καί τά ὑπο-κείμενα, ὁ μέν Browning στήν Ἄλκηστη τοῦ Εὐριπίδη, ὁ δέ Σεφέρης στήν Ἰλιάδα τοῦ Ὁμηρου.
 
2. ΚΥΡΙΩΣ ΘΕΜΑ
 
Γιά νά ἀρχίσουμε ἀπό τήν Ἱστορία, ὁ Θουκυδίδης ἀναφερόμενος στήν τελική μεταχείριση τῶν αἰχμαλώτων πολέμου στό τελευταῖο κεφάλαιο, τό 87, τοῦ Ἕβδομου Βιβλίου εἶναι δραματικά λιτός:
 
«Στοιβαγμένοι πολλοί μαζί σέ στενή χαράδρα, μή ἔχοντας στέγη, ὑπόφε- ραν ἀπό τόν ἥλιο καί τήν πνιγηρή ζέστη στήν ἀρχή καί ἀργότερα ἀπό τίς κρύες φθινοπωρινές νύχτες. Ἡ μετάπτωση αὐτή προκαλοῦσε πολλές ἀρρώστιες. Ἦταν ἀναγκασμένοι νά ζοῦν σέ πολύ στενό χῶρο, κάνοντας τα ὅλα στό ἴδιο μέρος. Στοίβαζαν τόν ἕνα ἐπάνω στόν ἄλλον τούς νεκρούς πού πέθαιναν ἀπό τά τραύματά τους ἤ ἀπό τίς ἀρρώστιες πού προκαλοῦσαν οἱ μεταπτώσεις τοῦ καιροῦ ἤ ἄλλες παρόμοιες αἰτίες καί ἡ δυσοσμία ἦταν ἀνυπόφορη. Τούς βασάνιζε ἡ πείνα καί ἡ δίψα (γιά ὀκτώ μῆνες τούς ἔδιναν μία κοτύλη νερό καί δύο κοτύλες σιτάρι) καί ὅσα ἦταν φυσικό νά ὑποφέρουν ἄνθρωποι στοιβαγμένοι σέ τέτοιο μέρος, ὅλα τά ἔπαθαν. Κάπου ἑβδομήντα μέρες ἔζησαν ἔτσι στοιβαγμένοι ὅλοι μαζί. Μετά τούς πούλησαν δούλους, ἐκτός ἀπό τους Ἀθηναίους καί ὅσους Σικελιῶτες καί Ἰταλιωτες εἶχαν ἐκστρατεύσει μαζί τους. Εἶναι δύσκολο νά πεῖ κανείς μέ ἀκρίβεια πόσοι εἶχαν πιαστεῖ αἰχμάλωτοι, ἀλλά πάντως δέν ἦσαν λιγότεροι ἀπό ἑπτά χιλιάδες».[1]
 
Αὐτό ἦταν τό τραγικό τέλος τῶν αἰχμαλώτων καί μαζί ὁλόκληρης τῆς Ἀθηναϊκῆς ἐκστρατείας στή Σικελία, ὅπως τό παραδίδει ὁ Θουκυδίδης. Ὁ Διόδωρος καταλήγοντας τή δική του ἀφήγηση τῶν γεγονότων παρατηρεῖ: «Ἀργότερα ἐκεῖνοι ἀπό τους αἰχμαλώτους πού εἶχαν καλύτερη παιδεία διασώθηκαν ἀπό ἐκεῖνο τό μέρος ἀπό τους νεότερους ἄνδρες καί ἔτσι διέφυγαν ἀσφαλεῖς, ἀλλά στήν οὐσία ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι βρῆκαν ἄθλιο θάνατο μέσα στά δεινά αὐτοῦ του μέρους φυλάκισης».[2] Ἀπό τόν Πλούταρχο, ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ἔχουμε μιά συγκινητική λεπτομέρεια γιά τούς Ἀθηναίους αἰχμαλώτους, οἱ ὁποῖοι «εἶχαν καλύτερη παιδεία»: «Λένε ὅτι πολλοί Ἀθηναῖοι πού ἐπέστρεφαν στήν πατρίδα τούς ἀσφαλεῖς, ἀσπάζονταν τόν Εὐριπίδη μέ ἀγάπη καί τοῦ διηγοῦνταν, ἄλλοι μέν ὅτι ἐλευθερώθηκαν ἀπό τή δουλεία ἀπαγγέλλοντας στούς κυρίους τους ὅσα θυμοῦνταν ἀπό τά ἔργα του· καί ἄλλοι ὅτι ὅταν γύριζαν περιπλανώμενοι ὕστερα ἀπό τήν τελική μάχη, τούς ἔδιναν τροφή καί νερό (ὡς ἀμοιβή) ἐπειδή τραγουδοῦσαν κάποια ἀπό τά χορικά του».[3] Ὁ Πλούταρχος ἐπίσης μᾶς πληροφορεῖ ὅτι μερικοί ἀπό τούς αἰχμαλώτους κατάφεραν νά παραστήσουν τούς δούλους: «Ἐκείνους, ὅταν τούς πουλοῦσαν, τούς σφράγιζαν στό μέτωπο μ’ ἕνα σημάδι ἀλόγου, ὑπῆρχαν, μάλιστα, μερικοί πού τό ὑπέστησαν αὐτό ἐνῶ δέν ἦταν δοῦλοι»[4].
 
Μερικοί ἀπό τούς Ἀθηναίους αἰχμαλώτους βοηθήθηκαν ἀπό πλούσια ἄτομα, φίλους της Ἀθήνας, νά ἐπιζήσουν ἡ νά ἀνακτήσουν τήν ἐλευθερία τους· γι’ αὐτήν τους τήν πράξη, ἡ Ἀθήνα τούς ἀπένειμε ἀργότερα τιμητικά βραβεῖα. Ὑπάρχουν ἀκόμα σέ ἀττικούς ρήτορες τοῦ 4ου αἰώνα καί σέ ἐπιγραφές, ἀπηχήσεις τέτοιων εὐεργετικῶν ἐνεργειῶν πρός τούς αἰχμαλώτους στή Σικελία[5].
 
Ἡ Ἀθήνα δέν μποροῦσε νά πιστέψει τά νέα της καταστροφῆς. Ὁ Πλούταρχος διηγεῖται τήν ἱστορία τοῦ πρώτου ἀγγελιαφόρου: «Κάποιος ξένος, ὅπως φαίνεται, πού ἀποβιβάστηκε στόν Πειραιά, κάθισε σ’ ἕνα κουρεῖο καί ἄρχισε νά μιλᾶ γιά τά γεγονότα αὐτά. Σάν νά τά ἤξεραν οἱ Ἀθηναῖοι. Ὁ κουρέας, μόλις τά ἄκουσε αὐτά, προτοῦ πάρουν εἴδηση οἱ ἄλλοι, ἔτρεξε στήν πόλη, παρουσιάστηκε στούς ἄρχοντες καί ἀμέσως διέδωσε τά λόγια αὐτά στήν ἀγορά. Ταραχή καί σύγχυση κυριάρχησε, ὅπως ἦταν φυσικό, καί οἱ ἄρχοντες συγκάλεσαν καί ἔφεραν ἐνώπιόν της τόν ἄνθρωπο. Ἀλλά ὅταν τόν ρώτησαν ἀπό ποιόν εἶχε μάθει τό γεγονός, δέν μποροῦσε νά δώσει μιά σαφή ἀπάντηση καί ἔτσι θεωρήθηκε ὅτι αὐτός ἔπλασε αὐτή τήν ἱστορία καί προσπαθοῦσε νά ἀναστατώσει τήν πόλη. Τόν ἔδεσαν στόν τροχό καί τόν βασάνιζαν πολλή ὥρα, μέχρις ὅτου ἦρθαν οἱ ἀγγελιαφόροι μέ τά πραγματικά γεγονότα ὅλης τῆς καταστροφῆς. Τόσο δύσκολο ἦταν γιά τούς ’Ἀθηναίους νά πιστέψουν ὅτι ὁ Νικίας εἶχε ὑποφέρει τήν τύχη πού τούς εἶχε προείπει πολλές φορές»[6].
 
Ὡς πρός τό λογοτεχνικό μέρος τοῦ θέματος θά ἀρχίσουμε ἀπό τήν τραγωδία· ἄλλωστε πρόκειται γιά κυριολεκτική τραγωδία: ἔγκλημα καί τιμωρία, τό ἀντιπεπονθός, «δράσαντι καί παθεῖν ὀφείλεται».
 
Τό ἔργο τοῦ Εὐριπίδη πού εἶναι κυριολεκτικά διάσπαρτο μέ ἀναφορές στήν τύχη τῶν αἰχμαλώτων εἶναι οἱ Τρωάδες, πού διδάχτηκαν μετά τή σφαγή τῶν Μηλίων. Πρόκειται γιά μιά ἐπίκαιρη πολιτική ἀλληγορία, πού ἀπηχεῖ τό βαθμό στόν ὁποῖο οἱ Ἀθηναῖοι, τουλάχιστον τά ἀνθρωπιστικότερα στοιχεῖα ἀνάμεσά τους, ὅπως εἶναι οἱ συγγραφεῖς καί οἱ καλλιτέχνες, ἔνωσαν ὀδυνηρή ἔκπληξη καί ἀποτροπιασμό γι’ αὐτό τό μαζικό ἔγκλημα πολέμου τῆς πατρίδας τους. Τό «βάρβαροι Ἕλληνες» τῆς Ἑκάβης γιά τή σφαγή τῶν αἰχμάλωτων Τρώων, γιά τό φόνο τοῦ μικροΰ ἐγγονοῦ της Ἀστυάνακτα, γιοῦ τοῦ Ἕκτορα, καί τήν ὑποδούλωση τῶν γυναικῶν, ἀλληγορεῖ τό «βάρβαροι Ἀθηναῖοι!» τοῦ Εὐριπίδη γιά τή γενοκτονία τῶν Μηλίων καί τόν ἐξανδραποδισμό τῶν γυναικοπαίδων τους.
 
Ἄλλοι, ὅπως ὁ Lesky[7], ἀποσιωποῦν ἤ ἀγνοοῦν ὅποιαδήποτε σχέση τῶν Τρωάδων μέ τή σφαγή τῶν Μηλίων, ἀλλά εἶδαν κάποιο συσχετισμό μέ τήν ἐκστρατεία στή Σικελία. Τό βέβαιο εἶναι ὅτι ἐδῶ ἴσχυσε τό ἀντίθετο τοῦ «οὐαί τοῖς ἡττημενοις», τό «οὐαί τοῖς νικηταῖς». Μετά τήν ὕβρη ἡ τιμωρία: Ἡ Σικελία περιμένει τό ἄνθος τῆς νεολαίας τῆς Ἀθήνας γιά νά τό ἀφανίσει.
 
Μάλιστα, σχετικά μέ τούς ’Ἀθηναίους αἰχμαλώτους της Σικελίας καί τόν Εὐριπίδη ἔχουμε στή διάθεσή μας μερικές πολύ ἐνδιαφέρουσες πληροφορίες. Ὁ βιογράφος τοῦ Εὐριπίδη Σάτυρος μαρτυρεῖ ὅτι πολλοί Ἀθηναῖοι στρατιῶτες, πού ἔφτασαν στήν ’Ἀθήνα ἀσφαλεῖς ἀπό τή Σικελία, ἐπισκέφθηκαν περιχαρεῖς τόν Εὐριπίδη καί τοῦ διηγήθηκαν, ἄλλοι πώς εἶχαν ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τήν αἰχμαλωσία ἀπαγγέλλοντας ὅσα ἀποσπάσματα θυμόντουσαν ἀπό τά ἔργα του καί ἄλλοι ὅτι μετά τήν τελική μάχη γλίτωσαν τήν αἰχμαλωσία καί περιφέρονταν δῶθε-κεῖθε ἐξασφαλίζοντας φαγητό καί ποτό μέ τήν ἀπαγγελία χορικῶν καί λυρικῶν ὕμνων τοῦ Εὐριπίδη. Ἡ πληροφορία αὐτή ἀπηχεῖται στό μακροσκελές ποίημα τοῦ R. Browning «Balaustion's Adventure» («Οἱ περιπέτεια τοῦ Βαλαυστίονος»)[8]. Ἐξάλλου, ὁ Πλούταρχος διασώζει ἕνα ἐπιτάφιο ἐπίγραμμα πρός τιμήν τῶν Ἀθηναίων πού χάθηκαν στή Σικελία, πού ἀποδίδεται στόν Εὐριπίδη. Αὐτοί οἱ συσχετισμοί τοῦ Εὐριπίδη μέ τήν καταστροφή τῆς Ἀθήνας στή Σικελία εἶναι, κατά τή γνώμη μου, πού ἔκαμαν τόν Γ. Σεφέρη νά γράψει στούς δυό πρώτους στίχους τοῦ «Εὐριπίδης Ἀθηναῖος» πού προαναφέρθηκε: «Γέρασε ἀνάμεσα στή φωτιά τῆς Τροίας καί ἀτά λατομεῖα τῆς Σικελίας», δηλ.: «ἔζησε ὁλόκληρη τή ζωή τοῦ μέχρι τά γεράματά του, ἀσχολούμενος μέ τούς μύθους τοῦ Τρωικοῦ πολέμου καί βιώνοντας τήν πίκρα τῶν λατομείων τῆς Σικελίας» καί ὄχι, ὅπως γράφει στά σχόλια ὁ Γ. Σαββίδης: «Κυριολεχτικά, θά ἔσημαινε πώς ὁ ποιητής τῆς Ἑλένης, τῶν Τρωάδων καί τῶν Βακχῶν (480-406) ἦταν νέος ἄνδρας στά 1200 π.Χ. καί γέρος τό 413 π.Χ.»(!) Ἴσως φταίει ἡ παρανάγνωση τοῦ «ἀνάμεσα», πού ἐδῶ δέν σημαίνει «ἀπό-μέχρι», ἀλλά «μέσα σέ». Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Σεφέρης στό προφητικό ποίημά του «Ἡ τελευταία μέρα» (μέ χρονολογία Φεβρουάριος τοῦ 1939) ἀπό τό Ἡμερολόγιο Καταστρώματος Α’ γράφει γιά τόν ἐπικείμενο πόλεμο: «Τήν ἄλλη αὐγή δέ θά μᾶς ἔμενε τίποτε· ὅλα παραδομένα· / μήτε τά χέρια μας· / κι οἱ γυναῖκες μας ξενοδουλεύοντας στά κεφαλόβρυσα καί / τά παιδιά μας / στά λατομεῖα», ὅπου εἶναι προφανής ὁ συσχετισμός τῶν λατομείων τῆς Σικελίας (τόπος συγκέντρωσης καί θανάτωσης ἀπό κακουχίες καί ἐγκατάλειψη τῶν Ἀθηναίων αἰχμαλώτων) μέ τόν δραματικό ἀποχωρισμό τοῦ Ἕκτορα καί τῆς Ἀνδρομάχης στό Ζ' τῆς Ἰλιάδας.
 
Γεγονός εἶναι ὅτι ἐπειδή πολλά ἀπό τά σωζόμενα ἔργα τοῦ ποιητῆ διδάχτηκαν στή διάρκεια τοῦ Πελοποννησι,ἀκοῦ πολέμου καί μερικά ἔχουν κάποια σχέση μέ τή σύγχρονή τους πραγματικότητα, ἐνῶ σέ λίγα, ὅπως π.χ. στούς Ἡρακλεῖδες, τήν Ἀνδρομάχη καί τίς Τρωάδες, κάνει κυριολεκτικά στρατευμένη (συστρατευμένη) τέχνη. Ὅπως ἔδειξα στήν ἐργασία γιά τή στρατευμένη λογοτεχνία στήν ἀρχαιότητα καί σήμερα, ἀντίθετα πρός τή σύγχρονή μας στράτευση πού εἶναι βασικά ἀντιστράτευση πρός τό κατεστημένο, ἡ στράτευση στήν κλασική ἑλληνική ἀρχαιότητα, ὅπου ὑπάρχει, κυρίως στή δραματουργία τῆς ἐποχῆς τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου, εἶναι τίς περισσότερες φορές συστράτευση πρός τή μαχόμενη δημοκρατία τῆς Ἀθήνας, πού κινδυνεύει ἀπό τήν ἄπιστη, ἀνίερη, βάναυση στή συμπεριφορά της πρός τούς δούλους καί αἰχμαλώτους, ὅπως τήν ἀποκαλοῦν, Σπάρτη. Ὁ Stevens στήν ἔκδοση τῆς Ἀνδρομάχης (στή νέα σειρά τῆς Ὀξφόρδης) συγκεντρώνει μέ ἐπιμέλεια τίς σχετικές κατηγορίες κατά τῆς Σπάρτης στόν Εὐριπίδη, τόν Ἀριστοφάνη καί τόν Θουκυδίδη, προσθέτοντας ὅμως ὅτι οἱ περισσότερες ἀπηχοῦν τήν προκατάληψη τῆς Ἀθήνας κατά τῆς Σπάρτης παρά τήν πραγματικότητα. Οἱ ἀναφορές του πάντως στά σχετικά χωρία τοῦ Θουκυδίδη κατά τῆς Σπάρτης δέν εἶναι ἐπιστημονικά ἀνεπίληπτες, γιατί ἀποτελοῦν τή μισή ἀλήθεια. Σέ ἄλλα τόσα καί περισσότερα χωρία ὁ Θουκυδίδης κατηγορεῖ τούς ’Ἀθηναίους γιά παραβίαση τοῦ γραπτοῦ δικαίου τοῦ πολέμου. Πολλοί ἐρευνητές ἔχουν προσπαθήσει, ἀνεπιτυχῶς οἱ περισσότεροι, νά βροῦν ὑπαινικτικές ἀναφορές τοῦ ποιητῆ σέ συγκεκριμένα πρόσωπα (ἄτομα ἡ ὁμάδες), θύματα τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου τῆς μίας ἤ τῆς ἄλλης κατηγορίας.
 
Ὁ μεγάλος Ἄγγλος ποιητής Robert Browning (1812-1899), πού πρός τά τέλη τοῦ περασμένου αἰώνα ξάφνιασε τούς πάντες, ἀκόμη καί τόν Oscar Wilde («Σάν φαινόμενο εἶναι μεγάλος. Δέν εἶναι ὁμως Ὀλύμπιος θεός, γιατί ἔχει τίς ἀτέλειες τοῦ Τιτάνα»), σ’ ἕνα ἀπό τά «τιτανικά» του μακρά λυρικά ποιήματα μέ τίτλο «Οἱ περιπέτειες τοῦ Βαλαυατίονος» (1871), περιγράφει τίς δραματικές περιπλανήσεις καί τό «νόστο» μερικῶν Ἀθηναίων, πού γλίτωσαν ἀπό τά λατομεῖα στή Σικελία καί ἐπέζησαν, γιατί ἤξεραν νά ἀπαγγέλλουν καί νά διδάσκουν χορικά του Εὐριπίδη.
 
Τό Βαλαύστιον εἶναι (χαϊδευτικά) κορίτσι, πού ἔζησε ἀπό κοντά μαζί μέ τούς στρατιῶτες τό μοναδικό ἴσως αὐτό θρίαμβο τῆς ποίησης, ἐνῶ ὁλόκληρο τό ποίημα ἀποτελεῖ μεταγραφή («transcript» τή λέει ὁ ἴδιος ὁ ποιητής) τῆς Ἄλκηστης τοῦ Εὐριπίδη, «διασκευή» ἡ «παράφραση», θά λέγαμε, ὄχι «μετάφραση».
 
Ὁ Browning, πού εἶχε ὑποστεῖ βαθιά τήν ἐπίδραση τῶν κλασικῶν, ἰδιαίτερα τῶν Ἑλλήνων, καί περισσότερο ἀπό ὅλους τῶν τραγικῶν, καί μάλιστα τοῦ Εὐριπίδη (ἐπιρροή τῆς τότε κλασικῆς φιλολογίας στή Βρετανία καί, πάνω ἀπ’ ὅλους, τοῦ Jebb), ἔχει ὡς motto στό ἔργο τοῦ αὐτό τό ὁμοιοκατάληκτο τετράστιχο:
 
Our Euripides, the human,
with his dropping of warm tears
and his touches of things common
till they rose to touch the spheres.
 
Θά ἀποπειραθῶ τώρα μιά πεζή ἀπόδοση ἑνός ἀποσπάσματος τοῦ ποιήματος τοῦ Browning, πού περιέχει τήν ποιητική κάρπωση τῶν παραπάνω πληροφοριῶν (φυσικά δέν ξεχνῶ τό γνωστό ἀφορισμό ὅτι «ποίηση εἶναι ὅ,τι χάνεται στή μετάφραση» - Robert Frost).
 
«Νά διδάσκεις Εὐριπίδη στίς Συρακοῦσες! Κάθε τέτοιος καλότυχος ἄνδρας ἔβρισκε πρόθυμη ἀνταμοιβή. Ἄν κείτονταν αἱμορραγώντας στό πεδίο τῆς μάχης, τοῦ ἔδεναν τά τραύματα καί τοῦ ’διναν ποτό καί φαί Ἄν ἦταν δοῦλος στό σπίτι, ἀπό σεβασμό, σηκώνονταν ὄρθιοι καί προσκυνοῦσαν αὐτόν πού ἀποδεικνυόταν ἀφέντης τώρα, καί τόν ἄφηναν νά φύγει ἐλεύθερος, χάρη στόν Εὐριπίδη!»
 
Εἶναι μόνο κρίμα, σκέφτομαι, πού ὁ Θουκυδίδης, ἄν καί στό Ἑβδομό του βιβλίο φθάνει σέ ὕψη δραματικά (τόσο ὥστε ὁ Λόρδος Macauley νά γράφει στό γιό του: «Σέ βεβαιώνω ὅτι δέν ὑπάρχει στόν κόσμο πεζό κείμενο, οὔτε καί ὁ Περί τοῦ στεφάνου [λόγος τοϋ Δημοσθένη], πού νά τό τοποθετῶ τόσο ψηλά, σάν τό Ἕβδομο βιβλίο τοῦ Θουκυδίδη. Εἶναι τό ἄκρον ἄωτον [the «ne plus ultra»] τῆς ἀνθρώπινης τέχνης) καί ἰδιαίτερα μέ τό κεφάλαιο 84, ὅπου περιγράφει τή σφαγή τῶν Ἀθηναίων στόν Ἀσσίναρο ποταμό, καθώς ἔπιναν ματωμένο νερό, φθάνει σέ ὑπερβολή, πού ὅμως ὁ δαιμόνιος ἐκεῖνος ἀνώνυμος κριτικός της λογοτεχνίας (Περί ὕψους, 38) τήν δικαιολογεῖ, γιατί «ποιεῖ πιστόν ἡ τοῦ πάθους ὑπεροχή καί περίστασις». Αὐτός, λοιπόν, ὁ παθιασμένος (γιά μιά φορά) Θουκυδίδης δέν βρίσκει μιά κουβέντα νά πεῖ γιά τά ἐπεισόδια αὐτά τά σχετικά μέ τούς αἰχμαλώτους καί τήν ποίηση τοῦ Εὐριπίδη. Εἶναι κρίμα ἀλλά καθόλου παράδοξο γιά ὅσους τόν ξέρουν. Ἐξάλλου, ἄν τά ἡξερε αὐτά, καί φαίνεται σχεδόν σίγουρο ὅτι τά ἤξερε, δέν θά ἡθελε νά παρεμβάλει στή διήγησή του μιά τόσο συγκινησιακή πληροφορία καί μάλιστα ἀναδρομικά, ἀφοῦ τό γεγονός τῆς ἔπισκεψης τῶν Ἀθηναίων στρατιωτῶν στόν Εὐριπίδη πρέπει νά ἔγινε σίγουρα ἀρκετά μετά τό 411, ἔτος στήν ἱστόρηση τῶν γεγονότων πού (8.109.2) ὁ Θουκυδίδης, πεθαίνοντας τό 399, τελειώνει ἀπότομα. Καί βέβαια ὁ Θουκυδίδης παλινδρομεῖ συχνά (ὥστε νά κάνει τόν κάποτε μικρόνοα ἐκεῖνο Διονύσιο ἀπό τήν Ἁλικαρνασσό νά τόν κατηγορήσει ὅτι γράφει, λέει, «λαβυρίνθων σκολιώτερα») καί, ὅταν ἔμαθε τά σχετικά, ἄς πούμε τό 405, θά μποροῦσε νά τά παρεμβάλει στά ἱστορούμενα τοῦ τέλους τοῦ Ἕβδομου βιβλίου, ἀλλά παλινδρομεῖ μόνο γιά θέματα καθαρῶς ἱστορικά, ὄχι «καλλιτεχνικά» Γιατί τό «ἐποικοδόμημα» τό βίωνε βέβαια καί τό πραγμάτωνε ὁ ἴδιος δομικά (ὅλο του τό ἔργο ἀποτελεῖ ὑπόδειγμα «δραματικῆς», μεταφορικά, δομῆς), ἀλλά ἦταν ἄνθρωπος σοβαρός, δέν μπέρδευε τή στέγη μέ τά θεμέλια.
 
3. ΕΠΙΛΟΓΟΣ
 
Μέχρις ἐδῶ δλά εἶναι παρήγορα καί γιά τήν ποιητική ψυχή τῶν τότε Ἑλλήνων τῆς διασπορᾶς καί γιά τήν εὐαισθησία ἑνός (κατά φυλετικό τεκμήριο) «φλεγματώδους» βάρδου, νά μετουσιώσει τόσο δημιουργικά μιά ἱστορική πραγματικότητα σέ ποίηση 22 αἰῶνες ἀργότερα. Ἀλλά τίποτε τό ἐκπληκτικό ἀκόμα. Γιατί, ὡς πρός τόν πόθο τουλάχιστον γιά τήν «ποιητική» πατρίδα, ὄποιος ἔχει κάνει πικρά, ἀπό νοσταλγία, Χριστούγεννα στό Μόντρεάλ ἡ ξεριζωμένο Πάσχα στό Μάζγουελ Χίλ τοϋ Λονδίνου ἡ στά πέρατα τῆς γῆς, ὅπου ζεῖ ἄλλη μιά Ἑλλάδα, ξέρει καλά τί θά πεῖ πορτοκάλια καί Σεφέρης μαζί, μέλι καί Βρεττάκος στήν ἴδια τσάντα, ἐλιές καί Ρίτσος πλάι-πλάι, κατάντησε ἀταβιστικό φυλετικό χαρακτηριστικό. Αὐτό ὅμως ποΰ εἶναι σχεδόν ἀπίστευτο γιά τή δύναμη τῆς ποίησης σ’ αὐτόν τό λαό εἶναι ἡ παρακάτω πληροφορία τοῦ Πλουτάρχου (μεταφράζω συνέχεια): «Καί δέν πρέπει νά ἀπορεῖ κανείς γιά τήν ἱστορία τῶν Καυνίων [πόλης τῆς Καρίας στή Μ. Ἀσία πού ἀνῆκε στούς Ροδίους] ὅτι ὅταν ἕνα πλοῖο τους, καταδιωκόμενο ἀπό πειρατικά, ζήτησε νά καταπλεύσει στό λιμάνι [τῶν Συρακουσῶν], στήν ἀρχή δέν τό δέχονταν καί τό ἐμπόδιζαν νά μπεῖ· ὅμως μετά, ὅταν ρώτησαν [οἱ Συρακούσιοι τούς ἄνδρες τοϋ πλοίου] ἄν ἤξεραν τίποτα ἄσματα τοῦ Εὐριπίδη καί ἐκεῖνοι ἀπάντησαν καταφατικά, τότε τούς ἔδωσαν τήν ἄδεια νά καταφύγουν στό λιμάνι τους». Αὐτά ὁ γλυκύς Πλούταρχος («... Πλάτωνα καί Πλούταρχον ἐξέλοιό μοι»).
 
Ἄς δοῦμε τώρα πῶς μετάπλασε ποιητικά ὁ Robert Browning τό τέλος ἀπό τό ἐπεισόδιο αὐτό στό δικό του ποίημα (διηγεῖται ὁ καπετάνιος):
 
«Καί μετά, ἐπειδή οἱ Ἕλληνες εἶναι Ἕλληνες καί οἱ καρδιές εἶναι καρδιές, καί ἐπειδή ἡ ποίηση εἶναι δύναμη - ξέσπασαν ὅλοι σέ ἕνα χαρούμενο γέλιο μέ πολλή ἀγάπη: “Δόξα στόν Ἡρακλῆ γιά τήν καλή γιορτή! Ἐμπρός γιά τό λιμάνι! Τραβᾶτε τό κουπί καί ἀφῆστε τή φωνή νά ἠχήσει: Σία κι ἀράξαμε, κι ἄλλο Εὐριπίδη!” Καί τό πλῆθος, πού ἦταν τώρα συναγμένο στό λιμάνι, “Κι ἄλλο Εὐριπίδη!” πῆρε τήν κραυγή. Πιάσαμε στεριά...»
-------------------------
 
[1] Θουκ. VI1.87.1-4. Μέ αὐτό τό ἀνυπέρβλητο χωρίο ὁ Θουκυδίδης περιγράφει τή μεταχείριση τῶν Ἀθηναίων αἰχμαλώτων στή Σικελία, καί τελειώνει σχεδόν τό Ἕβδομο Βιβλίο του. Ὁ Lord MacauIcy (I, σ. 449) ἀναφωνεῖ: «Σᾶς διαβεβαιῶ ὁτι δέν ὑπάρχει πεζό κείμενο στόν κόσμο, οὔτε κἄν τό Περί Στεφάνου (τοῦ Δημοσθένη), πού νά τό τοποθετῶ τόσο ψηλά, ὅσο τό Ἕβδομο Βιβλίο τοῦ Θουκυδίδη. Εἶναι τό “ne plus ultra” (ἄκρον ἄωτον) τῆς ἀνθρώπινης τέχνης». Καί πάλι (ibid, σ. 458): «Καθώς διάβαζα τά “Annales” διάβαζα Θουκυδίδη... ὁ Τάκιτος ἦταν σπουδαῖος ἄνθρωπος, ἀλλά δέν μπόρεσε νά συναγωνιστεῖ τήν περιγραφή τῆς Σικελικῆς ἐκστρατείας», καί (ibid, σ. 475): «Εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἱστορικός ποῦ ἔζηοε ποτέ». 
[2] ΧΙΙΙ.33.1. 
[3] Νίκ. 29.3. Πρβλ. Σατύρου, Βίος Εὐριπίδου, Pap. Oxy. IX. 1176, F.39. col. XIX- βλ. περισσότερα στό G. Arrighetti. Satiro. Vita di Euripidc, Univer degli Studi di Pisa. Stud. Class. E Or. VIII. Pisa. 1964 an. 141 κ.ἕξ. Αὐτή τήν πληροφορία ἀπηχεῖ καί τό μεγάλο ποίημα τοῦ R. Browning «Balaustion’s Adventure». Ὁ Πλούταρχος, ἐπίσης, διασώζει τό ταφικό ἐπίγραμμα, πού ἀποδίδεται στόν Εὐριπίδη, πρός τιμήν τῶν Ἀθηναίων πού ἔπεσαν στή Σικελία: «Αὐτοί τούς Συρακουσίους νίκησαν ὀκτώ φορές, ὅταν οἱ θεοί κρατοῦσαν ἀμεροληψία καί γιά τούς δύο» (Νίκ. 17.4). Πρβλ. Bergk, P.L.G., ΙΙ.4, σ. 265. 
[4] Νίκ. 29.1. Πρβλ. τήν ἐνδιαφέρουσα ἄποψη τοϋ Μ. Ostwald (AJ.Ph., XC1I (1971), σ. 485) ὅτι ἡ περιγραφή τοῦ Πλουτάρχου ἐδῶ «ὑποδηλώνει ὅτι ἡ ἔλλειψη πολιτικῆς εὐθύνης ἑνός δούλου μποροῦσε, πράγματι, νά ἀποτέλει πλεονέκτημα». Μιά παρόμοια ταπείνωση τῶν Ἀθηναίων αἰχμαλώτων ἔχουμε τό 440 π.Χ. κατά τή στάση τῶν Σαμίων, ὅταν «οἱ Σάμιοι γιά να ἐξευτελίσουν τούς Ἀθηναίους αἰχμαλώτους τους σημάδευαν μέ πυρακτωμένο σίδερο στό μέτωπό τους μέ γλαῦκες· γιατί καί οἱ Ἀθηναῖοι εἶχαν σημαδέψει ἐκείνους μέ πλοῖο (πού ὀνομάζεται Σάμαινα...)». Τά σημάδια αὐτά λένε ὅ,τι ὑπαινίσσεται καί ὁ στίχος τοῦ Ἀριστοφάνη: «Πῶ, πῶ! Τί γράμματα πού ξέρουν αὐτοί οἱ Σάμιοι!» (Πλούτ., Περ., 26.3-4). Ὁ στίχος ἀνήκει στό ἔργο τοῦ Ἀριστοφάνη Βαβυλώνιοι, πού δέν ἔχει διασωθεῖ (Kock, Α.F., F. 64: «Σαμίων ὁ δῆμος ἔστιν ὡς πολυγράμματος!», προφανῶς γιατί ἡ κουκουβάγια ἦταν τό σύμβολο τῆς μόρφωσης καί τῆς σοφίας). 
[5] Σύμφωνα μέ τόν Δημοσθένη (ΧΧ.42) ὁ Ἐπικέρδης ἀπό τήν Κυρήνη ἐπιβραβεύθηκε μέ ἕνα τιμητικό ψήφισμα καί ἀτέλεια ἀπό τήν ἀθηναϊκή Ἐκκλησία, γιατί ξόδεψε 100 μνᾶς «τοῦ μή τῷ λιμῷ πάντας αὐτούς ἀποθανεῖν αἰτιώτατος ἐγένετο». Πρβλ. I.G., ΙΓ.174. Γιά ἕνα ἄλλο τιμητικό ψήφισμα, τό ὁποῖο θεωρεῖται ὅτι ψηφίστηκε γιά τόν ἴδιο λόγο, βλ. I.G., ΙΙ 283.11.8-10. Πρβλ. ἐπίσης Ἀνδοκ. 111.30, καί Ἰσαῖο VI.1 καί 13. 
[6] Νίκ. 29.3. Σύμφωνα μέ τόν Διόδωρο (ΧΙΙΙ.21.3), ὁ Νικόλαος εἶχε πεῖ στούς Συρακουσίους ὅτι οἱ Ἀθηναῖοι θά ἔπρεπε νά ἐλευθερωθοῦν, καθώς εἶχαν ἡδη τιμωρηθεῖ τόσο σκληρά, ὥστε «ἀπό τίς ἑτοιμασίες πού ἔκαναν σέ τόσο μεγάλη κλίμακα, οὔτε ἕνα πλοῖο, οὔτε ἕνας ἄνδρας, δέν ἔχει μείνει γιά νά τούς μεταφέρει τά νέα της καταστροφῆς». 
[7] Ἀρχαία Ἑλληνική Γραμματολογία, 545. 
[8] Τό Βαλαύστιον, εἶναι χαϊδευτικό ὄνομα κοριτσιοῦ.

Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

Ιστορικό της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης

Με τον όρο Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας εννοείται η αρχαία βιβλιοθήκη της πόλης της Αλεξάνδρειας, στην Αίγυπτο, η οποία ιδρύθηκε στην Ελληνιστική εποχή επί διακυβέρνησης Πτολεμαίου Α', του επονομαζόμενου Σωτήρος, με την παρότρυνση του Δημήτριου Φαληρέα, και έγινε το εκδοτικό κέντρο του τότε γνωστού κόσμου, υπερσκελίζοντας ως προς τον πλούτο των χειρογράφων της κάθε άλλη γνωστή βιβλιοθήκη της εποχής της και του παρελθόντος.

Με την ίδρυση των Ελληνιστικών κρατών από τους διαδόχους του Μ. Αλεξάνδρου εδραιώθηκε η πολιτική κυριαρχία των Ελλήνων στη Μικρά Ασία, στη Μέση Ανατολή και μέχρι τις δυτικές παρυφές των Ινδιών, καθώς και στην Αίγυπτο. Η κυριαρχία αυτή, μεταξύ άλλων, εκδηλώθηκε και αναπαρήχθη με το σχεδιασμό και την εφαρμογή μιας πολιτιστικής πολιτικής, η οποία προώθησε τον εξελληνισμό της Ανατολής με τη διάδοση των γραμμάτων και την ανάπτυξη της επιστημονικής έρευνας...

Η πολιτιστική αυτή πολιτική στην Ελληνιστική Αίγυπτο υλοποιήθηκε με την ίδρυση, στην Αλεξάνδρεια - την πρωτεύουσα του κράτους - του Μουσείου, από τον Βασιλέα Πτολεμαίο Α΄ τον Σωτήρα (322-285 π.Χ.), και της Βιβλιοθήκης, από τον Πτολεμαίο Β΄ τον Φιλάδελφο (285-246 π.Χ.).

Το Μουσείο της Αλεξάνδρειας

Με τον όρο "Μουσείο", στην Ελλάδα, κατά την αρχαιότητα δηλωνόταν ένα κέντρο λατρείας των Μουσών, δηλαδή των εννέα θεοτήτων που ήσαν υπεύθυνες για την καλλιέργεια των γραμμάτων και των τεχνών, επαγωγικά όμως και των επιστημών. Τα μουσεία ήσαν ιερά με βωμό, ανοικτές στοές, περιβόλους και εγκαταστάσεις μελέτης και ενδιαιτήματος όσων διέμεναν σ’ αυτά επιδιδόμενοι στην επιστημονικήν έρευνα. 

Πρότυπα για το Μουσείον Αλεξανδρείας υπήρξαν η Ακαδημία του Πλάτωνος και το Λύκειον του Αριστοτέλους. Ο Αθηναίος φιλόσοφος και πολιτικός, Δημήτριος ο Φαληρεύς, μαθητής του Αριστοτέλους, θεωρείται ο κύριος εισηγητής για την ίδρυση, από τους Πτολεμαίους, του Μουσείου και για την οργάνωση της συνδεόμενης προς αυτό Βιβλιοθήκης.

Το Μουσείον Αλεξανδρείας υπήρξε το αρχαιότερο στον κόσμο κρατικό κέντρο ερευνών στις θεωρητικές και στις εφηρμοσμένες επιστήμες, και απετέλεσε, με τον συνδυασμό έρευνας και διδασκαλίας, το πρότυπο για ανάλογα ιδρύματα της Αρχαιότητος και για τις ακαδημίες και τα πανεπιστήμια του Μεσαίωνος, έως και την Αναγέννηση. Για την πληρέστερην ανάπτυξη της έρευνας στο Μουσείον συγκροτήθηκαν αστεροσκοπείο και ανατομικό εργαστήριο, δημιουργήθηκε ζωολογικός κήπος με σπάνια εξωτικά ζώα και ιδρύθηκε Βιβλιοθήκη, η μετέπειτα γνωστή ως Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας.


Σύμφωνα με τον Στράβωνα (XVII, 793 c), το Μουσείον Αλεξανδρείας αποτελούσε τμήμα των Πτολεμαϊκών ανακτόρων. Διέθετε "…περίπατον και εξέδραν και οίκον μέγαν, εν ω το συσσίτιον των μετεχόντων του Μουσείου φιλολόγων ανδρών…" και "…χρήματα κοινά…", τα οποία διαχειριζόταν "ο ιερεύς ο επί τω Μουσείω τεταγμένος…", προκειμένου να καλύπτωνται οι δαπάνες λειτουργίας του ιδρύματος. 

Τα μέλη του Μουσείου, οι "θιασώται", δηλαδή οι λατρευτές των Μουσών, σιτίζονταν δωρεάν, είχαν υψηλό μισθό, "σύνταξιν", άμεση φορολογική ατέλεια, καθώς και έμμεση απαλλαγή από συμμετοχή σε δημόσιες χορηγίες, προκειμένου να επιδίδωνται απερίσπαστοι στην ανάπτυξη των επιστημών.

Η επιδίωξη αυτή και τα προς αυτήν συνδεόμενα προνόμια των λογίων του Μουσείου και της Βιβλιοθήκης προεκάλεσαν τη δηκτική παρουσίασή τους από τον κυνικό φιλόσοφο και σιλλογράφο Τίμωνα τον Φλειούσιο, (περίπου 320-230 π.Χ.): "πολλοί μεν βόσκονται εν Αιγύπτω πολυφύλω βιβλιακοί χαρακίται απείριτα δηριόωντες Μουσέων εν ταλάρω" (Σίλλοι, απ. LX). 

Με την δηκτικήν αυτή παρουσίαση υποδηλώνονται η συστηματική ενασχόληση των Αλεξανδρινών λογίων στην έρευνα και στη γραπτή τεκμηρίωσή της, η ποικιλία των ερευνητικών τους ενδιαφερόντων και η απόστασή τους από τον μέσο άνθρωπο της Ελληνιστικής και, αργότερα, της Ελληνορωμαϊκής περιόδου, απόσταση που προεκλήθη από την "καθ' έξιν φύσιν" προς την έρευνα αυτή. Τα "Συμπόσια", κατά τα οποία οι "ενστατικοί" έθεταν το προς διερεύνηση πρόβλημα και οι "λυτικοί" επιχειρούσαν την ανάλυση και την ερμηνεία του, αποτελούν το αρχαίο πρότυπο διοργανώσεως συνεδρίων για την προαγωγή της τεκμηριωμένης γνώσεως.

Η Βιβλιοθήκη 

Η Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας διακρινόταν σε δύο επί μέρους βιβλιοθήκες. Η πρώτη, που ονομαζόταν «η εντός» ή «του Βρουχείου» ή «Βασιλική» ή «του Μουσείου». Πρόσβαση και μελέτη σ’ αυτήν είχαν μόνο τα μέλη του Μουσείου και οι ανώτατοι κρατικοί αξιωματούχοι των Πτολεμαίων. Η δεύτερη ονομαζόταν «η εκτός» ή «Ρακώτις», ή «η του Σεραπείου», ευρίσκετο στον τομέα της πόλεως ο οποίος εκατοικείτο κυρίως από Αιγυπτίους.

 
Αποτελούσε συνέχεια του ναού του θεού Σεράπιος, ήταν μεταγενέστερη και θυγατρική της πρώτης, και η πρόσβαση και η μελέτη σ’ αυτήν ήταν ακώλυτες για όλους. Το Μουσείον, η Βιβλιοθήκη «η του Μουσείου» και το «Σώμα» του Αλεξάνδρου, δηλαδή ο ιερός χώρος ταφής και επίσημης λατρείας του Αλεξάνδρου ως θεού, ήταν εντεταγμένα στο ανακτορικό συγκρότημα των Πτολεμαίων.

Με τη συνίδρυση αυτήν φαίνεται πως οι Πτολεμαίοι προέβαλλαν τη λατρεία του Αλεξάνδρου, από τον οποίον προερχόταν η εξουσία τους, εδήλωναν τη νομιμότητά της και επεδίωκαν τη διασφάλισή της με την κατοχή και την αξιοποίηση της γνώσης. Η έκταση και η υλοποίηση της επιδίωξης αυτής γίνονται φανερές από το γεγονός ότι «Πτολεμαίος ο Λάγου...την υπ’ αυτού κατασκευασμένην βιβλιοθήκην εν Αλεξανρεία κοσμήσαι τοις πάντων ανθρώπων συγγράμμασιν όσα γε σπουδαία υπήρχεν» (Ευσεβίου, Ιστορία Εκκλησιαστική, V8, 11). 

Ο συνολικός αριθμός των βιβλίων και στις δύο βιβλιοθήκες υπερέβαινε τις 500.000. Η βιβλιοθήκη «ή του Μουσείου» διέθετε 400.000 «συμμιγείς ή συμμείκτους βίβλους» και 90.000 «αμιγείς ή απλάς βίβλους»• η αντίστοιχη «του Σεραπείου», 42.800 «βίβλους». «Βίβλοι απλαί» ήσαν τα βιβλία όπου επραγματεύετο ένα θέμα, και αποτελούσαν αυτοτελή συγγράμματα. Αντίθετα, «βίβλοι συμμιγείς», ήσαν κύλινδροι με περισσότερα βιβλία, όπου επραγματεύοντο είτε το ίδιο θέμα είτε θέματα διαφορετικά.

Η Ίδρυση

Η πρώτη αναφορά που έχουμε για τη βιβλιοθήκη βρίσκεται σε μια επιστολή του Αριστέα (περ.180-145 π.Χ.), ενός Ιουδαίου λόγιου που κατέγραψε το χρονικό της μετάφρασης των Εβδομήκοντα. Η μαζική παραγωγή χειρογράφων, ωστόσο, επετεύχθη από τον εξόριστο Δημήτριο Φαληρέα κατ' εντολήν του Πτολεμαίου Σωτήρα. Ο ίδιος ο Φαληρεύς, πρώην τύραννος των Αθηνών, ανήκε στην πρώτη γενιά της Περιπατητικής Στοάς και ήταν ένας από τους μαθητές του Αριστοτέλη μαζί με τον Θεόφραστο και τον Μέγα Αλέξανδρο. 

Σύμφωνα με τον Αριστέα ο Δημήτριος ώθησε τον Πτολεμαίο να συγκεντρώσει μια συλλογή βιβλίων για τη βασιλεία και τη διακυβέρνηση έτσι όπως τη διατύπωσε ο Πλάτων και επιπλέον να μαζέψει βιβλία από όλους τους λαούς του κόσμου. Ο Δημήτριος επίσης θεωρείται εμπνευστής του Μουσείου, στην πρωτεύουσα του Πτολεμαίου, ενός ναού αφιερωμένου στις Μούσες, προστάτιδες των τεχνών και των επιστημών.


Οι αρχαιολόγοι δεν έχουν αποκαλύψει ακόμα τα κτίσματα του Μουσείου, αν και η σκαπάνη έφερε στο φως τμήμα της θυγατρικής βιβλιοθήκης, κοντά στον ναό του Σάραπι. Από τις τμηματικές πληροφορίες που υπάρχουν, υποθέτουμε πως βρισκόταν στον Β.Α. τομέα της πόλης (Βρουχίον), κοντά στο ανακτορικό σύμπλεγμα. Σύμφωνα με τον Στράβωνα (17.1.18), περιβαλλόταν από αυλές και στο κέντρο του βρισκόταν η μεγάλη αίθουσα και ένα κυκλικό δώμα με παρατηρητήριο στην οροφή του. 

Τούτο το κεντρικό δώμα περιέβαλλαν αίθουσες διδασκαλίας. Στην πραγματικότητα ο σχεδιασμός μοιάζει με εκείνον του Σαράπειου, το οποίο άρχισε επί Πτολεμαίου Α' Σωτήρα και ολοκληρώθηκε από τον γιο του Πτολεμαίο Β' το Φιλάδελφο. Υπολογίζεται ότι εργάζονταν εκεί μόνιμα 30-45 άτομα, τα οποία τρέφονταν και χρηματοδοτούνταν από τον βασιλικό οίκο κατ' αρχήν και αργότερα από δημόσιους πόρους.

Οι χώροι στους οποίους στεγάζονταν και ταξινομούνταν οι πάπυροι βρίσκονταν είτε στις εξωτερικές αίθουσες ή στη Μεγάλη Αίθουσα. Οι πάπυροι ταξινομούνταν πάνω σε σχάρες ειδικά κατασκευασμένες για αυτό το σκοπό και οι καλύτεροι από αυτούς ήταν τυλιγμένοι σε λινό ή δερμάτινο κάλυμμα. Η περγαμηνή είναι μια μεταγενέστερη και μάλιστα αναγκαστική ανακάλυψη. Η Αλεξάνδρεια σταμάτησε τις εξαγωγές παπύρου, προκειμένου να σταματήσει την άνοδο της ανταγωνιστικής Βιβλιοθήκης της Περγάμου, την οποία ίδρυσαν οι Σελευκίδες. 

Το 1848, στον κήπο του αυστριακού προξενείου ανακαλύφθηκε γρανίτινος όγκος, διαμορφωμένος για την υποδοχή παπύρων με την επιγραφή Διοσκουρίδου γ΄ τόμοι, γεγονός που μας επιτρέπει να προσδιορίσουμε το σχήμα που είχαν τα ράφια, αν και υπολογίστηκε πως ήταν αδύνατον να χρησιμοποιείται γρανίτης για την υποδοχή των εκατοντάδων χιλιάδων όπως εκτιμάται παπύρων της βιβλιοθήκης. Στη Ρωμαϊκή εποχή τα χειρόγραφα απέκτησαν πλέον την μορφή κωδίκων (βιβλίων) και άρχισαν να αποθηκεύονται σε ξύλινα κιβώτια που αποκαλούνταν ερμάρια.

Οργάνωση και Λειτουργία

Για την προστατευτική μόνωση της βιβλιοθήκης από την υγρασία που αποσυνέθετε τον πάπυρο και την περγαμηνή, πιθανώτατα δεύτερος τοίχος περιέβαλλε τις εξωτερικές πλευρές του οικοδομήματος, με κενό το μεσότοιχο διάστημα. Για την ακριβή αρχιτεκτονική μορφή του οικοδομήματος της βιβλιοθήκης δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία.

 
Ο μέγας αριθμός των τόμων της βιβλιοθήκης οφειλόταν στη συλλογή και στη διάσωση έργων Ελλήνων και "βαρβάρων", στην ύπαρξη διπλών και τριπλών αντιγράφων, απαραίτητων για τη σύνταξη κριτικών εκδόσεων, την εξακρίβωση της αυθεντικότητας του έργου, και το δανεισμό των βιβλίων, που επιτρεπόταν μόνο από τη Βιβλιοθήκη του Σεραπείου.

Η οργάνωση, ο συνεχής εμπλουτισμός και η απρόσκοπτη λειτουργία και των δύο βιβλιοθηκών απετέλεσαν κύριο μέλημα της πολιτικής των Πτολεμαίων. Η επιδίωξη αυτή διεμορφώθη από τον Αθηναίο φιλόσοφο και πολιτικό Δημήτριο τον Φαληρέα ο οποίος, με αγορές και αντιγραφές, "...άπαντα τα κατά την οικουμένην βιβλία" (Αριστέου, Επιστολή, 9-10), "...δαπάναις Βασιλικαίς..., εις Αλεξάνδρειαν συνήθροισεν...", (Τζέτζη, Προλεγόμενα εις Αριστοφάνους Πλούτον). 

Στις συλλογές αυτές περιλαμβάνονταν, εκτός από το σύνολο της αρχαίας Ελληνικής γραμματείας, και "... τα των Ιουδαίων νόμιμα..." (Αριστέου, Επιστολή, 9-10), τα οποία μεταφράστηκαν, απετέλεσαν το ελληνικό κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης και συνέβαλαν στην όσμωση του Ελληνικού και του εβραϊκού πνεύματος, με τις γνωστές συνέπειες στην εξέλιξη της ιστορίας και του πολιτισμού. 

Ας προστεθή ότι έρευνες για την ανεύρεση βιβλίων διεξάγονταν ακόμη και στα πλοία: τα πρωτότυπα αποτελούσαν αντικείμενο κατασχέσεως, και στους ιδιοκτήτες εχορηγούντο αντίγραφα.

Οργάνωση

Κατά την εποχή του Δημήτριου οι Ελληνικές βιβλιοθήκες ήταν στην πραγματικότητα ιδιωτικές συλλογές χειρογράφων, όπως εκείνη του Αριστοτέλη. Όσον αφορά στην Αίγυπτο, γνωρίζουμε πως στους ναούς υπήρχαν βιβλιοθήκες με θρησκευτικά και κρατικά έγγραφα, όπως σε ορισμένα μουσεία, στην Ελληνική επικράτεια. Ήταν η μεγάλη φιλοδοξία του Πτολεμαίου να συσσωρεύσει όλη τη γνώση, που οδήγησε αυτές τις μικρές συλλογές στην επικράτεια μιας αληθινής βιβλιοθήκης.

 
Ο Τζέτζης αναφέρει αρκετούς αιώνες αργότερα ότι ο Καλλίμαχος κατέγραψε 400.000 μικτούς παπύρους (πιθανώς αυτοί που περιείχαν πάνω από ένα κεφάλαιο, έργο ή συγγραφέα) και 90.000 αμιγείς. Σε αυτούς βέβαια θα πρέπει να προσθέσουμε και 42.000 παπύρους που βρίσκονταν στο Σαράπειο. Οι μέθοδοι που χρησιμοποίησαν οι διάδοχοι του Πτολεμαίου προκειμένου να πετύχουν το σκοπό τους ήταν σίγουρα μοναδικές. Ο Πτολεμαίος Γ' συνέταξε μια επιστολή "προς όλους τους ηγεμόνες του κόσμου", ζητώντας να δανειστεί τα βιβλία τους, (Γαλην. 17.1). 

Όταν οι Αθηναίοι του έστειλαν τα κείμενα του Ευριπίδη, του Αισχύλου και του Σοφοκλή, εκείνος τα αντέγραψε και επέστρεψε πίσω τα αντίγραφα, κρατώντας τα πρωτότυπα για τη βιβλιοθήκη. Επίσης, όλα τα πλοία που ελλιμενίζονταν στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, ήταν υποχρεωμένα να υποστούν έρευνα όχι για λαθρεμπόριο, αλλά για πάπυρους που αντιγράφονταν και παραδίδονταν πίσω στους κατόχους τους, αν το επιθυμούσαν. Αυτές οι ανορθόδοξες μέθοδοι, στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύουν τον πρώτο συστηματικό τρόπο συλλογής έργων.

Βιβλιοθηκονομία

Η διαίρεση των συγγραμμάτων σε βιβλία επεβλήθη από τους φιλολόγους της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης. Τα μεγάλα βιβλία διαιρέθηκαν σε μικρότερους κυλίνδρους, ώστε κάθε βιβλίο να περιλαμβάνεται σ’ ένα μόνο μικρόν κύλινδρο με αριθμημένους στίχους. Κάθε στίχος είχε έκταση περίπου ενός εξαμέτρου, δηλαδή 16-17 συλλαβών ή 36 γραμμάτων. 

Τα βιβλία αυτά κατασκευάζονταν από πάπυρο ή από περγαμηνή, ήσαν τοποθετημένα μέσα σε κυλινδρικές θήκες και φυλάσσονταν σε ξύλινα ράφια ευρισκόμενα στις ορθογώνιες κόγχες των τοίχων. Οι συγγραφείς των έργων είχαν κατανεμηθή σε κατηγορίες, σύμφωνα προς ομοειδή γνωστικά αντικείμενα, και σε συγκεκριμένες κόγχες, με την αντίστοιχη ένδειξη.

Βιβλιοθηκάριοι

Ο διευθυντής της Βιβλιοθήκης διοριζόταν από τον Βασιλέα και πιθανόν έφερε τον τίτλο του "Βιβλιοθηκάριου". Η σπουδαιότητα του αξιώματος αυτού δηλώνεται από το γεγονός ότι ο εκάστοτε διευθυντής της Βιβλιοθήκης ανελάμβανε την διαπαιδαγώγηση και την εκπαίδευση των Βασιλοπαίδων και του διαδόχου του θρόνου της Πτολεμαϊκής Αιγύπτου.

 
Ενδεικτικώς, αναφέρονται τα ονόματα του Ζηνοδότου (285-270), του Ερατοσθένους (284-200), του Απολλωνίου (270-245) και του Αριστάρχου του Σαμόθρακος (175-145). Με την Βιβλιοθήκη και το Μουσείο της Αλεξανδρείας συστηματοποιήθηκαν η καταγραφή, η ανάλυση και η επεξεργασία της Ελληνικής γραμματείας, αναπτύχθηκε η επιστήμη της φιλολογίας, και το βιβλίο κατέστη όργανο προαγωγής της έρευνας και της τεκμηριώσεως, αλλά και της αναπαραγωγής και της διαδόσεως της γνώσεως.

Οι Φιλόλογοι της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης

Στους διαπρεπέστερους φιλολόγους της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης συγκαταλέγονται οι ακόλουθοι:

* Φιλητάς ο Κώος (περίπου 300 π.Χ.), συντάκτης του πρώτου εππιστημονικού λεξικού Ατακτα

* Ζηνόδοτος ο Εφέσιος (325-260 π.Χ.), πρώτος «βιβλιοθηκάριος». Διεξήγαγε την πρώτη ταξινόμηση και κριτική διόρθωση των βιβλίων, εθεμελίωσε επιστημονικώς την Ομηρική φιλλολογία, συνέγραψε την πρώτη κριτική έκδοση του Πινδάρου και υπομνημάτισε την Θεογονία του Ησιόδου.

* Καλλίμαχος ο Κυρηναίος (περίπου 310-240 π.Χ.), συντάκτης του καταλόγου των βιβλίων των δύο βιβλιοθηκών της Αλεξανδρείας, συγγραφεύς περισσότερων των 800 βιβλίων.

* Ερατοσθένης ο Κυρηναίος (περίπου 284-200 π.Χ.), ιδρυτής της επιστημονικής γεωγραφίας, της τοπογραφίας, της χρονογραφίας και της χρονολογίας. Στο έργο του Περί αναμετρήσεως της γης ησχολήθη στην μέτρηση του όγκου της γης. Τα πορίσματα των μετρήσεων αυτών προσήγγιζαν την παραγματικότητα. Καθοδήγησαν τον Χριστόφορο Κολόμβο στην αναζήτηση της “άγνωστης ηπείρου” προς Δυσμάς.

* Αριστοφάνης ο Βυζάντιος (περίπου 275-180 π.Χ.), θεμελιωτής της φιλολογικής επιστήμης, ιδρυτής της επιστημονικής λεξικογραφίας. Εξέδωκε τον ΄Ομηρο, τους λυρικούς και τους τραγικούς ποιητάς, καθώς και τον Αριστοφάνη.

* Αρίσταρχος ο Σαμόθραξ, (περίπου 215-145). Εκωδικοποίησε την φιλολογική κριτική των αρχαίων κειμένων.


Επιστήμες

Όπως είναι φυσικό η συσσώρευση της γνώσης στην Βιβλιοθήκη είχε ως αποτέλεσμα και μια άνθηση των επιστημών. Οι Αλεξανδρινοί μαθηματικοί εργάστηκαν ιδιαίτερα πάνω στη γεωμετρία, αλλά γνωρίζουμε πως έγιναν συγκεκριμένες έρευνες πάνω στη θεωρία των αριθμών. Άλλωστε οι αριθμοί, από την εποχή του Πυθαγόρα και εντεύθεν ήταν ένα θέμα που συνάρπαζε. 

Ο Ερατοσθένης ο Βιβλιοθηκάριος ασχολήθηκε με τους αριθμούς και λέγεται πως επινόησε το «σείστρο», μια μέθοδο για την ανακάλυψη νέων πρώτων αριθμών. Το ίδιο θέμα λέγεται πως μελέτησε και ο Ευκλείδης. Ο Εύδοξος ο Κνίδιος, της Ακαδημίας του Πλάτωνα, έγινε γνωστός μια την ανάπτυξη μιας πρώιμης μεθόδου ολοκλήρωσης, για τη χρήση των αναλογιών στα προς επίλυση προβλήματα και τη χρήση τύπων για τη μέτρηση τρισδιάστατων σχημάτων. 

Ο Πάππος, σοφός του 4ου αιώνα, ήταν ένας από τους τελευταίους Έλληνες μαθηματικούς, ο οποίος επικεντρώθηκε στους μεγάλους αριθμούς και τη μέτρηση των ημικυκλίων (Χειρ. Βατικανού). Επίσης, ήταν εκείνος που ουσιαστικά μετέφερε στο δυτικό κόσμο μετουσιωμένη την αστρολογία που μελέτησε από ανατολικές πηγές. Τέλος ο Θέων και η κόρη του Υπατία συνέχισαν τις σπουδές στα μαθηματικά, σχολιάζοντας έργα των προγενεστέρων τους, αλλά κανένα από τα έργα τους δε διασώθηκε.

Για τους Αλεξανδρινούς αστρονόμους η αστρονομία δεν ήταν απλά μια προβολή της τρισδιάστατης Γεωμετρίας στο χρόνο, αν και έτσι την κατέταξαν πολλοί από τους Έλληνες επιστήμονες. Οι κινήσεις των άστρων και του ήλιου ήταν ουσιαστικές για τον καθορισμό και τη χαρτογράφηση των ορίων περιοχών. Για την Αίγυπτο μια τέτοια γνώση ήταν ουσιαστική, καθώς η ετήσια πλημμύρα του Νείλου έσβηνε τα φυσικά ορόσημα ανάμεσα σε διαφορετικές ιδιοκτησίες. 

Επίσης, για την Αλεξάνδρεια ήταν ζωτικής σημασίας η χρήση των ουράνιων κινήσεων για τη ναυσιπλοΐα, αφού ήταν κέντρο εξαγωγής παπύρου και σιτηρών για όλες τις χώρες της Μεσογείου και η συντόμευση των ταξιδιών ήταν απαραίτητη. Οι προγενέστεροι αστρονόμοι είχαν επικεντρωθεί στα θεωρητικά μοντέλα του σύμπαντος. Οι Αλεξανδρινοί ήταν εκείνοι που προχώρησαν σε λεπτομερείς παρατηρήσεις και μαθηματικά συστήματα, τα οποία μετέτρεψαν την αστρονομία σε εφαρμοσμένη επιστήμη.


Ο Ερατοσθένης έφτιαξε έναν κατάλογο 44 αστερισμών, καταγράφοντας μάλιστα και τους σχετικούς μύθους που τους συνόδευαν, ενώ παράλληλα καταχώρησε σε έναν άλλο κατάλογο 475 απλανείς αστέρες. Επίσης, υπολόγισε την περιφέρεια της γης με σχετική ακρίβεια και προχώρησε στην υπόθεση πως όλες οι θάλασσες επικοινωνούν μεταξύ τους. Στη συνέχεια υπέθεσε πως είναι δυνατός ο περίπλους της Αφρικής και ισχυρίστηκε πως είναι δυνατόν να φτάσει κανείς στις Ινδίες, πλέοντας δυτικά από τις Ηράκλειες Στήλες. 

Ο Ίππαρχος με τη σειρά του επινόησε το μήκος και το πλάτος, εισάγοντας το σύστημα διαίρεσης του κύκλου σε 360 μοίρες από τη Βαβυλώνα. Επίσης, υπολόγισε τη διάρκεια του έτους με ακρίβεια της τάξης των 6 λεπτών και κατασκεύασε χάρτη των αστερισμών και των άστρων. Ο ίδιος προχώρησε στην υπόθεση πως τα άστρα γεννιούνται και πεθαίνουν. 

Τέλος, ο Αρίσταρχος ο Σάμιος εφάρμοσε την αλεξανδρινή τριγωνομετρία για να εκτιμήσει την απόσταση και το μέγεθος του ήλιου και της σελήνης, ενώ ταυτόχρονα διατύπωσε τη θεωρία του ηλιοκεντρικού συστήματος, για την οποία κατηγορήθηκε σφοδρά. Τριακόσια χρόνια αργότερα ο Πτολεμαίος επεξεργάστηκε μαθηματικά το σύστημα των επικυκλίων για να υποστηρίξει το γεωκεντρικό σύστημα του Αριστοτέλη, το οποίο επιβίωσε ως δόγμα κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους.

Οι Αλεξανδρινοί γεωμέτρες επεξεργάστηκαν τις αρχές που έθεσαν οι προγενέστεροι Έλληνες μαθηματικοί με νέα στοιχεία, τα οποία άντλησαν από τις Βαβυλωνιακές και Αιγυπτιακές πηγές γνώσης. Λέγεται πως ο Δημήτριος ο Φαληρέας προσκάλεσε τον Ευκλείδη να διδάξει στην Αλεξάνδρεια, το έργο του οποίου «Στοιχεία» υπήρξε η βάση της γεωμετρίας επί σειρά αιώνων. Οι διάδοχοί του, ιδιαίτερα ο Απολλώνιος του 2ου π.Χ. αιώνα και ο Ίππαρχος του 2ου μ.Χ. αιώνα, συνέχισαν την έρευνά του στα κωνικά σχήματα. 

Ο Αρχιμήδης, ένας από τους πρώτους σχολαστικούς που συνδέονταν με την Αλεξάνδρεια εφάρμοσε τις αστρονομικές και γεωμετρικές Θεωρίες στην κίνηση μηχανικών συσκευών. Ανάμεσα στις εφευρέσεις του κατατάσσονται ο μοχλός και ο κοχλίας, ενώ διατύπωσε και την αρχή της άνωσης. Η υδραυλική με τη σειρά της είναι μια επιστήμη που γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια, πάνω στη βάση των «Πνευματικών» του Ήρωνα και γνώρισε μεγαλειώδη ανάπτυξη, δυστυχώς χωρίς εκτεταμένες εφαρμογές.


Οι Αλεξανδρινοί ανέπτυξαν, επίσης, την επιστήμη της ανατομίας, καθώς είχαν το πλεονέκτημα της μελέτης πολλών ειδών από το ζωολογικό πάρκο που βρισκόταν σύμφωνα με τις περιγραφές κοντά στη Βιβλιοθήκη, αλλά και παρατήρησης των μεθόδων ταρίχευσης, σύμφωνα με τα ταφικά έθιμα της Αιγύπτου. Ένας από τους πρώτους επιστήμονές της, ο Ηρόφιλος, συνέλεξε και συνέθεσε τον κώδικα του Ιπποκράτη και προχώρησε σε δικές του μελέτες. 

Αυτός πρώτος διαχώρισε τα νεύρα και τον εγκέφαλο ως ενιαίο σύστημα, καθόρισε τη λειτουργία της καρδιάς, την κυκλοφορία του αίματος και πιθανώς άλλα ανατομικά χαρακτηριστικά. Ο διάδοχός του Ερασίστρατοςσυγκεντρώθηκε στο πεπτικό σύστημα και τα αποτελέσματα της διατροφής και διατύπωσε τη θεωρία πως η διατροφή, τα νεύρα και ο εγκέφαλος επιδρούν στις νοητικές ασθένειες. Τελικά, κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα ο Γαληνός διεξήγαγε εκτενείς έρευνες, τις οποίες συνέθεσε σε δεκαπέντε βιβλία για την ανατομία και την τέχνη της ιατρικής.

Ο Αιγυπτιακός Τομέας

Όπως προαναφέρθηκε, ο σκοπός της Βιβλιοθήκης ήταν να συλλέξει όλη τη γνώση του γνωστού τότε κόσμου. Έτσι, ένα σημαντικό τμήμα της που χρειάζεται να αναφερθεί είναι ο Αιγυπτιακός τομέας.

Ο ιδρυτής της Δυναστείας των Πτολεμαίων συνειδητοποίησε πως μια προσεκτική μελέτη της Αιγύπτου και των κατοίκων της ήταν αναγκαία, προκειμένου να στεριώσει τη μοναρχία του σε μια σταθερή βάση. Ενθάρρυνε, λοιπόν, τους Αιγυπτίους ιερείς να συγκεντρώσουν τα αρχεία της παρελθούσας παράδοσης κληρονομιάς και να τα διαθέτουν στους Έλληνες επιστήμονες και ανθρώπους των γραμμάτων, τους οποίους προσκαλούσε στο Βασίλειό του.

Ο Διόδωρος μας παρέχει μια περιγραφή του τι συνέβαινε στα πρώιμα στάδια της Βιβλιοθήκης. «Όχι μόνον», λέγει, «παρείχαν οι ιερείς τα αρχεία τους, αλλά πολλοί, επίσης, από τους Έλληνες που έφτασαν ως τις Θήβες συνέθεσαν ιστορίες της Αιγύπτου, ένας από τους οποίους ήταν ο Εκαταίος ο Αβδηρίτης», (Διόδ. Ι. 46.8). Με τούτο το σχόλιο δύο ονόματα έρχονται κατά νου, ο Μανέθων και ο Εκαταίος. Ο Μανέθων είναι ο φημισμένος αρχιερέας της Ηλιούπολης, με μεγάλες γνώσεις για τις παραδόσεις της χώρας του.

 
Ο Πτολεμαίος, μάλιστα, τον συμβουλεύτηκε για την υιοθέτηση του Σάραπι ως επίσημη θεότητα για τη νέα δυναστεία του. To έργο του Μανέθωνα ήταν να συλλέγει πληροφορίες από τα «ιερά αρχεία», έτσι ώστε να κατορθώσει να συνθέσει μια πλήρη αιγυπτιακή ιστορία στα Ελληνικά (Αιγυπτιακά), την οποία αφιέρωσε στον Πτολεμαίο Β' (Διόδ. 1.87.1-5 και 88.4).

Εξαιτίας της αναμφισβήτητης γνώσης του για τη γλώσσα, αλλά και την ιστορία της Αιγύπτου, το πλήρες έργο του θα είε μοναδική σημασία για τις επόμενες γενιές. Δυστυχώς, όμως, σώθηκε μόνον αποσπασματικά. Παρόλα αυτά οι χρονολογικές ταξινομήσεις του για τις αιγυπτιακές δυναστείες και τους βασιλείς είναι ανυπολόγιστης αξίας για την αρχαιολογία και την ιστορία, όπως και η ταξινόμηση των Φαραώ σε τριάντα δυναστείες και τρεις μείζονες περιόδους, οι οποίες υιοθετούνται ακόμη από τους σύγχρονους Αιγυπτιολόγους. 

Όσον αφορά τον Εκαταίο, ήταν ένας από τους Έλληνες συγγραφείς που προσκάλεσε ο Πτολεμαίος Α' να μείνουν στη χώρα του και να γράψουν την ιστορία της. Τα Αιγυπτιακά του δε σώθηκαν ολοκληρωμένα, αλλά μεγάλα αποσπάσματά τους ενσωματώθηκαν στις «Ιστορίες» του Διόδωρου. Εκτός από το μεγάλο όγκο των ελληνικών έργων και ένα πλήρη κώδικα των Αιγυπτιακών αρχείων, υπάρχουν μαρτυρίες πως στη Βιβλιοθήκη ενσωματώθηκαν έργα από άλλα έθνη. 

Οι ανατολικές θρησκείες ασκούσαν ιδιαίτερη έλξη και σύμφωνα με τον Πλίνιο ένα πολύτομο έργο 2.000.000 γραμμών γράφτηκε από τον Έρμιππο. Ένα τόσο φιλόδοξο έργο ήταν δυνατό να αναληφθεί μόνον αν υπήρχε λεπτομερειακό υλικό στη Βιβλιοθήκη για τη Μαζδαϊκή λατρεία. Επίσης, υπήρχαν Βουδιστικά κείμενα, εξαιτίας των ανταλλαγών που έλαβαν χώρα ανάμεσα στον Ασόκα και τον Φιλάδελφο.

Η διανοητική περιέργεια και το ακαδημαϊκό ενδιαφέρον αναμφίβολα ώθησαν τους λόγιους να μελετήσουν και να γράψουν για τις ανατολικές και τις αρχαίες θρησκείες, αλλά οι ουσιαστικοί λόγοι για τους οποίους έγιναν κάποιες μεταφράσεις, διακρίνονται στην προσπάθεια μετάφρασης της Παλαιάς Διαθήκης. Τούτη η μετάφραση από τα Εβραϊκά στα Ελληνικά ήταν πρακτικά αναγκαία για τη μεγάλη Ιουδαϊκή κοινότητα της Αλεξάνδρειας, ήδη εξελληνισμένη κατά το τέλος του 3ου π.X.

 
Παρόλο που η συγκεκριμένη προσπάθεια ντύθηκε το μανδύα της υπερβολής και της θαυματουργίας, στην πραγματικότητα έγινε αποσπασματικά και κράτησε από τον 3ο ως τον 2ο π.Χ. αιώνα. To σημαντικό στην όλη περίπτωση είναι ότι ένα τέτοιο επίτευγμα έγινε δυνατό στην Αλεξάνδρεια, όπου το αρχειακό υλικό επέτρεψε την πραγματοποίησή του. Η Μετάφραση των Εβδομήκοντα επιβίωσε ως το πολυτιμότερο έργο στην ιστορία των μεταφράσεων και είναι αναπόσπαστο κομμάτι όλων των Βιβλικών μελετών.

Ρωμαϊκή και Αραβική Κατάκτηση

Αυτό το λαμπρό επίτευγμα του πολιτισμού δεν έμελλε να επιβιώσει. Η πρώτη μεγάλη καταστροφή έρχεται με την πολιορκία του Ιουλίου Καίσαρα στο Βρουχείον από τον Αχίλα. Θέλοντας να εμποδίσει τον αντίπαλό του από την ελεύθερη είσοδο στο λιμάνι, ο Ιούλιος Καίσαρας έκαψε το Ρωμαϊκό του στόλο, αποτελούμενο από 72 πλοία, μαζί με εκείνα που κατασκευάζονταν στα ναυπηγεία. Η φωτιά μεταδόθηκε στην ξηρά στο λιμάνι και τότε κάηκε η βιβλιοθήκη του Βρουχείου. 

To γεγονός πιστοποιεί ο Σενέκας (De tranquillitate animiΙΧ), παραπέμποντας στον Τίτο Λίβιο, ο Πλούταρχος (Βίος Καίσαρος), ο Δίων Κάσσιος και ο Αμμιανός Μαρκελλίνος. Έγιναν αρκετές προσπάθειες για την αποκατάσταση του ονόματος του Ιουλίου Καίσαρα, και κάποιες από αυτές ήταν πειστικές. Εκείνο που έχει σημασία, όμως, είναι το γεγονός πως από την εποχή της ρωμαϊκής κατάκτησης άρχισε η κατάπτωση και η καταστροφή. Όχι μόνον σταμάτησε η απόκτηση νέων χειρογράφων, αλλά τα πολυτιμότερα από αυτά έπαιρναν το δρόμο για τη Ρώμη. 

Οι μεγάλες ταραχές και συχνές πολιορκίες επιτάχυναν την αποσύνθεση. Η συμφορά επί Καρακάλλα είδαμε πως έπληξε ιδιαίτερα το Μουσείο. To 270 στην πολιορκία του Αυρηλιανού κατασκάφτηκε το μεγαλύτερο τμήμα του Βρουχείου. Με τη σειρά του στον Σουΐδα αναφέρεται πως ο Διοκλητιανός στο τέλος του 3ου αιώνα έλαβε νομοθετικά μέτρα για τη διοίκηση των βιβλιοθηκών και έδωσε εντολή να καούν τα χειρόγραφα που πραγματεύονταν την Αιγυπτιακή χημεία.

Η δεύτερη καταστροφή συνέβη επί αυτοκράτορα Καρακάλλα. Ο Καρακάλλας, επιθυμώντας να εκδικηθεί τους Αλεξανδρινούς για τα δηκτικά τους σχόλια σε βάρος του, όχι μόνον κατέσφαξε όλη τη νεολαία της ευγενούς τάξης, αλλά και δήμευσε και την περιουσία του Μουσείου, του ενός από τα τρία φημολογούμενα κτίρια της Βιβλιοθήκης, έδιωξε τους σοφούς και κατέστρεψε τη βιβλιοθήκη.

 
Ο Δίων Κάσσιος αναφέρει σχετικά «Και δη τους φιλοσόφους, τους Αριστοτελικούς ονομαζόμενους, τα τε άλλα δεινώς εμίσει, ώστε και τα βιβλία αυτού (του Αριστοτέλη) κατακαύσαι εθελήσαι και τα συσσίτια, α εν τη Αλεξανδρεία είχον, τας τε λοιπάς ωφελείας όσας εκαρπούντο αφείλετο» (OZ' ζ' 22). 

Ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος Σεβήρος προσπάθησε να επανορθώσει τo αδίκημα, ανανεώνοντας τα συσσίτια και επιστρέφοντας όσα δημεύθηκαν, αλλά από τότε το Μουσείο άρχισε να οδηγείται προς την παρακμή, υφιστάμενο μάλιστα και την αντίπραξη της Κατηχητικής Σχολής.

Το 391 μ.Χ. με παρακίνηση του αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Θεόφιλου, καταστράφηκε ο ναός του Σέραπι, ως αποκορύφωμα του διατάγματος της 24ης Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνου, επί Θεοδοσίου και σε μια περίοδο που ήδη αρκετά ιερά της υπαίθρου αλλά και μερικοί ναοί των πόλεων καταστράφηκαν από χριστιανούς. Στο Ελληνορωμαϊκό Μουσείο υπάρχουν τα τεκμήρια μιας μεγάλης καταστροφής. Έρχεται και η Αραβική κατάκτηση το 642 μ.Χ. για να ολοκληρώσει την καταστροφή. 

Ο Αμπντούλ Φαράγκ, μονοφυσίτης επίσκοπος και ιστορικός του 13ου αιώνα αναφέρει τα εξής: O Ιωάννης Φιλόπονος (490-570 μ.Χ), περίφημος βιβλιόφιλος, εξαιτίας της εύνοιας που απολάμβανε από τον κατακτητή Αμρ ελ Ας, πέτυχε να του δοθούν όλα τα βιβλία της πόλης. Έδειξε τόσο μεγάλη χαρά και επαίνεσε τόσο την αξία των παπύρων, ώστε ο Αμρ ζήτησε και τη γνώμη του χαλίφη Ομάρ. «Αν περιέχουν αυτά τα χειρόγραφα ό,τι και το Κοράνιο είναι περιττά.

Αν περιέχουν πράγματα αντίθετα, τότε είναι επιζήμια», του απάντησε εκείνος. Διατάχθηκε, λοιπόν, να ριχτούν στην πυρά ως καύσιμη ύλη για τα τετρακόσια λουτρά της πόλης. To γεγονός επαναλαμβάνει μετά από μισό αιώνα περίπου ο Αμπντούλ Λατίφ, αργότερα ο Ιμπν αλ Κίφτι, ο Αμπούλ Φέντα κ.α.

Το Πρότυπο της Καταστροφής της Αλεξάνδρειας

Η Βιβλιοθήκη "η του Μουσείου" απετέλεσε το πρότυπο για την ίδρυση και την οργάνωση, αλλά και το κέντρον εφοδιασμού, μεταξύ άλλων, και της δημόσιας Βασιλικής Βιβλιοθήκης και του αντιγραφικού εργαστηρίου, που ιδρύθηκαν στην Κωνσταντινούπολη το 357 μ.Χ. από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Β΄. 

Η σημασία του γεγονότος αυτού καθίσταται φανερή από το ότι η Βασιλική Βιβλιοθήκη παρείχε την υποδομή για την ανάπτυξη και τη λειτουργία του Πανεπιστημίου της Μαγναύρας στην Κωνσταντινούπολη, από τους πρώτους Βυζαντινούς χρόνους ως την Άλωση. Χάρη στο Πανεπιστήμιο αυτό διατηρήθηκαν οι κλασσικές σπουδές. Η μετακίνηση των σπουδών αυτών στη Δύση επροκάλεσε την Αναγέννηση.

Τα Αίτια Καταστροφής της Βιβλιοθήκης

Κατά την πολιορκία της Αλεξανδρείας από τον Καίσαρα, το 47 π.Χ., μεγάλο τμήμα της Βιβλιοθήκης του Μουσείου κατεστράφη, από πυρκαϊά. Για την αναπλήρωση των απωλειών ο Αντώνιος, το 41 π.Χ., μετέφερε στην Αλεξάνδρεια την Βιβλιοθήκη της Περγάμου. Η Βιβλιοθήκη του Σεραπείου υπέστη εκτεταμένες καταστροφές το 272 μ.Χ. Προφανώς, κατόπιν του διατάγματος του αυτοκράτορος Θεοδοσίου (391 μ.Χ.), με το οποίον απαγορευόταν η λειτουργία ιερών και ιδρυμάτων της αρχαίας θρησκείας, η βιβλιοθήκη αυτή κατεστράφη ολοσχερώς από ζηλωτάς μοναχούς. 

Η εναπομείνασα Βιβλιοθήκη του Μουσείου κατεστράφη το 642 μ.Χ. με την Αραβική κατάκτηση της Βυζαντινής Αιγύπτου. Η κατάκτηση αυτή εμπνεόταν από την ιδεολογία του ιερού Ισλαμικού πολέμου των Αράβων κατά των απίστων (Τζιχάντ), και πιθανόν στην ιδεολογία αυτήν να οφείλεται η τελική καταστροφή της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης. Νεώτεροι ερευνητές υποστηρίζουν ότι με την οριστική καταστροφή της βιβλιοθήκης αυτής, χάθηκαν τα 4/5 της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας.

Το Τέλος

Τι απέγιναν τα χειρόγραφα, όσα τουλάχιστον επιβίωσαν από την καταστροφή; Άλλα στάλθηκαν στη Ρώμη, άλλα βρέθηκαν στην κατοχή μοναστηριών και κατόπιν στις βιβλιοθήκες του Βυζαντίου, οι οποίοι τα διέσωσαν και αντέγραψαν απο πάπυρους σε περγαμηνές περί το 89%. Άλλα βρέθηκαν στην Πατριαρχική Βιβλιοθήκη του Καΐρου, άλλα τα έκρυψαν Άραβες λόγιοι για να τα γλιτώσουν από την καταστροφή, ενώ άλλα βρέθηκαν σε ιδιωτικές συλλογές.

 
Αρκεί να αναφέρουμε πως ο Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις δώρισε στο Βασιλιά της Αγγλίας Κάρολο Α' τον περίφημο Αλεξανδρινό κώδικα, ένα πολύτιμο χειρόγραφο του 4ου αιώνα. Οι Αραβοχριστιανοί, έσωσαν και μετέφρασαν πολλά από τα Ελληνικά συγγράμματα περί το 8% μέχρι την επέλεση του Ισλαάμ όπου και καταστράφηκαν πολλές λογοτεχνικές αντιγραφές επειδή κατηγορήθηκαν σαν αιρετικές και διεσώθησαν μόνο τα μαθηματικά και η αστρονομία.

Έτσι, η Βιβλιοθήκη τράβηξε το δρόμο της ως το τέλος μέσα από τις σφοδρές κοινωνικές, θρησκευτικές και πολιτικές αντιθέσεις ενός κόσμου που διαρκώς άλλαζε μορφή. Αν και δεν μπορούμε, λόγω έλλειψης στοιχείων, να είμαστε σίγουροι για την ακριβή χρονολογική σειρά των γεγονότων, είμάστε βέβαιοι πως στις πηγές από τις οποίες αντλούμε τη γνώση μας κρύβεται ένα κομμάτι από την αλήθεια. 

Η Βιβλιοθήκη δεν άντεξε μπρος στο κύμα των κοινωνικών αλλαγών που συντελέστηκαν σε εκείνη την εποχή. To χειρότερο από όλα είναι ότι κανείς από τους εχθρούς της δε στάθηκε δυνατό να εκτιμήσει την πραγματική αξία της. Οι Χριστιανοί λόγιοι πολύ αργότερα κατάλαβαν τι έγινε και προσπάθησαν με κάθε τρόπο να διασώσουν τα λιγοστά ψήγματα που απέμειναν με μια μνημειώδη προσπάθεια αντιγραφής κειμένων στις μοναστικές βιβλιοθήκες, το ίδιο και οι Άραβες.

Βέβαια, κανείς δεν είναι σε θέση να καταγγείλει τον ένα και μοναδικό υπεύθυνο της καταστροφής της περίφημης βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Ίσως επειδή τελικά, ο υπεύθυνος δεν ήταν μόνο ένας αλλά η καταστροφή της έγινε σταδιακά, ξεκινώντας από την πυρκαγιά επί Ιουλίου Καίσαρα το 48 π.Χ. και με πιθανή οριστική χρονολογία το 297 μ.Χ. επί αυτοκράτορα Αυρηλιανού. 

Τότε φαίνεται να έρχεται πραγματικά το τέλος της μεγάλης βιβλιοθήκης, κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης ανάμεσα στη Ζηνοβία και τον Αυρηλιανό, οπότε, όπως γράφει ο Αμμιανός, η Αλεξάνδρεια έχασε τη συνοικία (amisit regionem) του Βρουχείου: «quae Bruchion appellabatur, diuturnum praestantium hominum domicilium» (XXII, 16, 15). Και όπως παρατηρεί λίγα χρόνια αργότερα ο Επιφάνιος, άλλοτε στη συνοικία αυτή υπήρχε η βιβλιοθήκη «και τώρα η έρημος» (PG 43,249C-252A).


Μία από τις πιο γνωστές μαρτυρίες για τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας προέρχεται από το 1780 περίπου και είναι αυτή του σημαντικού ιστορικού και οπαδού του Διαφωτισμού, Έντουαρντ Γκίμπον ο οποίος για την καταστροφή κατηγόρησε αποκλειστικά τους Χριστιανούς κατά τη διάρκεια των γεγονότων του 391 μ.Χ. επί επισκόπου Θεοφίλου. Ιστορικοί που διακρίνουν στοιχεία προκατάληψης από τον Γκίμπον ενάντια στον Xριστιανισμό, θεωρούν ότι ο Γκίμπον, από εσφαλμένη εκτίμηση, συνέχεε τη βασιλική βιβλιοθήκη με εκείνη που βρισκόταν κοντά στον ναό του Σέραπι. 

Σχετικά με τις αναφορές του Γκίμπον για το θέμα αυτό, θα πρέπει να επισημανθεί ότι σε μια αντίστοιχη περίπτωση της ιστορίας, με ευκολία αθώωνε τους Άραβες για την μεγάλη μαρτυρούμενη καταστροφή βιβλίων στην Αλεξάνδρεια στις αρχές του 7ου αιώνα και είναι ενδεικτικό ένα απόσπασμα στο οποίο υπερασπίζει τους Άραβες:

«Αν όμως, οι ογκώδεις τόμοι των διχογνωμιστών, αρειανών και μονοφυσιτών, χρησιμοποιήθηκαν πραγματικά για τη θέρμανση των δημόσιων λουτρών, ο φιλόσοφος θα παραδεχτεί χαμογελώντας ότι εντέλει θυσιάστηκαν για το καλό της ανθρωπότητας».

Νέα Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας

Με τον όρο Νέα Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, ή bibliotheca alexandrina εννοείται η προσπάθεια αναβίωσης της αρχαίας Βιβλιοθήκης στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου υπό την αιγίδα της UNESCO και της Αιγυπτιακής κυβέρνησης.

Από το 2002 που έγινε η έναρξή της η Νέα Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας προμηθεύει την παγκόσμια ακαδημαϊκή κοινότητα και κάθε ενδιαφερόμενο που μπορεί να έχει πρόσβαση στα αρχεία της με μοναδικές συλλογές γνώσης πάνω σε θέματα αρχαίων και Μεσαιωνικών πολιτισμών, καθώς και σύγχρονων επιστημών και προσφέρει τα μέσα για κοινωνικές και οικονομικές μελέτες σε τοπικό, διεθνές και παγκόσμιο επίπεδο.


Τοπογραφία

Η Νέα Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας βρίσκεται παράλληλα στη Σχολή Τεχνών του Πανεπιστημίου της Αλεξάνδρειας και κοιτάζει προς τη Μεσόγειο με τη βόρεια πλευρά της. Η περιοχή της Σελσέλα, όπως ονομάζεται, είναι σχεδόν η ίδια περιοχή με εκείνη την οποία καταλάμβανε η αρχαία βιβλιοθήκη. Στην περιοχή του Βρουχίου αποκαλύφθηκαν αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία φιλοξενούνται πλέον στο Μουσείο της Βιβλιοθήκης. Η θέα προς τον ανατολικό λιμένα αποκαλύπτει τo παλιό φρούριο των Μαμελούκων στο Καΐτ Μπέι, το οποίο χτίστηκε το 1480, πάνω στα χαλάσματα του περίφημου Φάρου.

Η Βιβλιοθήκη σχεδιάστηκε έτσι ώστε να συγκλίνει προς τη θάλασσα, ενώ ένα τμήμα της είναι βυθισμένο σε μια δεξαμενή νερού, έτσι ώστε να συμβολίζει τον αρχαίο Αιγυπτιακό ήλιο που προβάλλει από τη θάλασσα. Η επικλινής στέγη του οικοδομήματος επιτρέπει την έμμεση χρήση του ηλιακού φωτός στα περισσότερα τμήματα της βιβλιοθήκης και ταυτόχρονα δίνει καθαρή θέα προς τη θάλασσα. 

Σχεδιασμένος σαν βέλος ένας αεροδιάδρομος ενώνει τη βιβλιοθήκη με το Πανεπιστήμιο, ενώ όλο το κτίριο είναι περιτειχισμένο με πέτρα από γρανίτη του Ασουάν, πάνω στον οποίο είναι σχεδιασμένα καλλιγραφικά γράμματα και αντιπροσωπευτικές επιγραφές από όλους τους πολιτισμούς του κόσμου. Στην ουσία ο όλος σχεδιασμός αποδίδει την κληρονομιά του παρελθόντος και την αναβίωση μιας πολιτισμικής ακτινοβολίας που αγγίζει και τις πιο μακρινές γωνιές του κόσμου.

Η βιβλιοθήκη καλύπτει μια συνολική περιοχή 40.000 ενώ το συνολικό εμβαδόν των ορόφων της καλύπτει τα 69.000 μ2. Έχει 13 ορόφους μέσα στους οποίους υπάρχουν 3.500 θέσεις μελέτης, 8.000.000 τόμοι (προς το παρόν), 50.000 χάρτες, 100.000 χειρόγραφα, 30 βάσεις δεδομένων, 10.000 σπάνιες εκδόσεις, 200.000 δίσκοι και μαγνητοταινίες με μουσικά θέματα, 50.000 βίντεο και 578 εργαζόμενοι (προς το παρόν).

Οπωσδήποτε οι αριθμοί θα αλλάξουν δραστικά μέσα στην επόμενη δεκαετία, καθώς αναμένεται μεγαλύτερη ανταπόκριση από τις κυβερνήσεις για οικονομική και σε είδος βοήθεια, αυστηρά σε θέματα ανάπτυξης της βιβλιοθήκης. Στο όλο σύμπλεγμα τέλος περιλαβάνεται συνεδριακό κέντρο με 3.200 θέσεις, μουσείο επιστημών, πλανητάριο, σχολή πληροφορικής, ινστιτούτο καλλιγραφίας και μουσείο.


Φωτογραφικό Υλικό


(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)

ΔΕΣ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Γ' Ο ΜΑΚΕΔΩΝ Ο ΜΕΓΙΣΤΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Το άτομο στην κοινωνία

Η ανθρωπότητα απαρτίζεται από ξεχωριστά άτομα. Κάθε άνθρωπος διαφέρει από κάθε άλλον. Οι κοινωνίες που αντιμετωπίζουν τους πολίτες τους σαν πανομοιότυπα πιόνια σύντομα βυθίζονται σε αξεπέραστα αδιέξοδα.

Οι οικονομολόγοι και οι κοινωνιολόγοι που πιστεύουν ότι οι άνθρωποι κατά κανόνα συμπεριφέρονται σύμφωνα με το συλλογικό και όχι το ατομικό τους συμφέρον («από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του» παρά «ο καθένας για την πάρτη του και όποιον πάρει ο χάρος» ), σύντομα διαψεύδονται.

Η κοινωνία συγκροτείται από ανταγωνιστικά άτομα —όπως και οι αγορές από ανταγωνιστές εμπόρους. Το επίκεντρο των οικονομικών και των κοινωνικών θεωριών είναι, και οφείλει να είναι, το άτομο.

Όπως τα γονίδια συνιστούν τις μοναδικές οντότητες που αντιγράφονται, έτσι και τα άτομα, και όχι οι κοινωνίες, συνιστούν τα οχήματα των γονιδίων. Και οι πιο τρομερές απειλές για το αναπαραγωγικό πεπρωμένο κάθε δεδομένου ανθρώπου πηγάζουν από άλλους μεμονωμένους ανθρώπους.

Ένα από τα αξιοσημείωτα γνωρίσματα του ανθρώπινου είδους είναι ότι δεν υπάρχουν δύο πανομοιότυποι άνθρωποι. Κανένας πατέρας δεν ξαναγεννιέται στο πρόσωπο του γιου του- καμία κόρη δεν είναι απαράλλακτη η μητέρα της, κανένας άντρας δεν συνιστά αντίγραφο του αδελφού του και καμία γυναίκα αντίγραφο της αδελφής της —παρά μόνο αν πρόκειται για τη σπάνια εξαίρεση των μονοζυγωτικών/μονοωικών διδύμων.

Κάθε μικρόνους μπορεί να αποκτήσει ιδιοφυή γιο ή κόρη, όπως και το αντίστροφο. Κάθε πρόσωπο είναι μοναδικό, όπως και κάθε σύνολο δακτυλικών αποτυπωμάτων. Μάλιστα, αυτό το στοιχείο της μοναδικότητας είναι πιο διαδεδομένο στον άνθρωπο απ’ ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο ζώο. Ενώ κάθε ελάφι και κάθε σπουργίτι είναι αυτοδύναμα και ενεργούν όπως κάθε άλλο ελάφι και κάθε άλλο σπουργίτι, στους άνδρες και στις γυναίκες δεν συμβαίνει το ίδιο εδώ και χιλιάδες χρόνια. Κάθε άνθρωπος εξειδικεύεται σε κάτι, είτε είναι συγκολλητής, νοικοκυρά, θεατρικός συγγραφέας ή πόρνη. Στη συμπεριφορά, όπως και στην εμφάνιση, κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός.

Πώς μπορεί να συμβαίνει αυτό; Πώς μπορεί να υπάρχει μια καθολική ανθρώπινη φύση, χαρακτηριστική του είδους, όταν κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός;

Η λύση στο παράδοξο έγκειται στη διαδικασία που ονομάζουμε σεξουαλική αναπαραγωγή. Και αυτό διότι με τη σεξουαλική αναπαραγωγή αναμειγνύονται τα γονίδια δύο ξεχωριστών ατόμων και απορρίπτονται τα μισά, διασφαλίζοντας έτσι ότι δεν θα προκόψουν παιδιά ταυτόσημα με κάποιον από τους γονείς τους. Επιπλέον, μέσω τέτοιων αναμείξεων, διασφαλίζεται ότι όλα τα γονίδια θα καταλήξουν τελικά στη γονιδιακή δεξαμενή του είδους.

Στη σεξουαλική αναπαραγωγή οφείλονται τόσο οι διαφορές μεταξύ των ατόμων όσο και το ότι οι διαφορές αυτές δεν αποκλίνουν ποτέ πολύ από τον χρυσό μέσο όρο που χαρακτηρίζει συνολικά το είδος. Μπορούμε να διευκρινίσουμε καλύτερα αυτό το σημείο κάνοντας έναν απλό υπολογισμό.

Κάθε άνθρωπος έχει δύο γονείς, τέσσερις παππούδες και γιαγιάδες, οκτώ προπαππούδες και προγιαγιάδες κ.ο.κ. Μόλις τριάντα γενιές στο παρελθόν —το 1066 μ.Χ. χονδρικά—αντιστοιχούν σε καθέναν από εμάς πάνω από ένα δισεκατομμύριο (2^30) άμεσοι πρόγονοι στην ίδια γενιά. Εφόσον τότε ζούσαν λιγότερο από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο, πολλοί από αυτούς ήταν πρόγονοί σας από δύο και τρεις διαφορετικές γενεαλογικές γραμμές ταυτόχρονα.

Αν, όπως εγώ, έχετε βρετανική καταγωγή, τότε όλοι σχεδόν από τα λίγα εκατομμύρια Βρετανούς του 1066, συμπεριλαμβανομένων του βασιλιά Χάρολντ, του Γουλιέλμου του Κατακτητή, μιας τυχαίας υπηρέτριας και του πιο σκληροτράχηλου δουλοπάροικου (εξαιρουμένων όμως όλων των ευλαβών μοναχών και καλογριών), ενδέχεται να ήταν άμεσοι πρόγονοί σας. Αυτό σας καθιστά μακρινό εξάδελφο, από πολλές διαφορετικές γενεαλογικές γραμμές ταυτόχρονα, κάθε άλλου Βρετανού που ζει σήμερα (εξαιρουμένων των απογόνων όσων μετανάστευσαν πρόσφατα στη χώρα).

Όλοι οι Βρετανοί κατάγονται από το ίδιο σύνολο ανθρώπων που ζούσαν πριν από μόλις τριάντα γενιές. Δεν είναι παράξενο ότι παρατηρείται σχετική ομοιομορφία στο ανθρώπινο (και κάθε άλλο σεξουαλικώς αναπαραγόμενο) είδος. Η σεξουαλική αναπαραγωγή επιβάλλει την ομοιομορφία μέσω της εμμονής της στην κοινοκτημοσύνη των γονιδίων.

Ακόμη βαθύτερα στο παρελθόν, οι διαφορετικές ανθρώπινες φυλές συγχωνεύονται σε μία. Πριν από λίγο περισσότερο από τρεις χιλιάδες γενιές, όλοι οι πρόγονοί μας ζούσαν στην Αφρική· ανέρχονταν σε λίγα εκατομμύρια απλούς κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες, οι οποίοι δεν διέφεραν από τους σύγχρονους ανθρώπους σε ό,τι αφορά τη φυσιολογία και την ψυχολογία τους.

Κατά συνέπεια, οι μέσες γενετικές διαφορές μεταξύ των διαφορετικών φυλών σήμερα είναι στην πραγματικότητα ελάχιστες και περιορίζονται κατά κύριο λόγο σε λιγοστά γονίδια που επηρεάζουν το χρώμα του δέρματος, τη φυσιογνωμία και τη σωματική διάπλαση.

Παρ’ όλα αυτά, οι διαφορές μεταξύ δύο τυχαίων ατόμων, είτε ανήκουν στην ίδια φυλή είτε σε διαφορετικές, ενδέχεται να είναι μεγάλες. Σύμφωνα με μια εκτίμηση, μόλις το 7% των γενετικών διαφορών μεταξύ δύο ατόμων μπορεί να αποδοθεί στο ότι ανήκουν σε διαφορετικές φυλές· το 85% των γενετικών διαφορών αποδίδονται απλώς σε ατομική ποικιλομορφία, και το υπόλοιπο αφορά εθνικές και εθνοτικές διαφορές. Όπως έγραψε ένα ανδρόγυνο επιστημόνων:


«Αυτό σημαίνει ότι η μέση γενετική διαφορά μεταξύ ενός περουβιανού αγρότη και του γείτονά του, ή ενός ελβετού χωρικού και του γείτονά του, είναι δώδεκα φορές μεγαλύτερη από τη διαφορά μεταξύ του “μέσου γονοτύπου” του ελβετικού πληθυσμού και του “μέσου γονοτύπου” του περουβιανού πληθυσμού».

Δεν είναι δυσκολότερο να το εξηγήσουμε αυτό από το να εξηγήσουμε τι συμβαίνει σε ένα παιχνίδι της τράπουλας. Σε κάθε τράπουλα υπάρχουν άσοι, ρηγάδες, δυάρια, τριάρια κ.λπ. Σε κάποιον παίκτη μπορεί να τύχει ένα καλό φύλλο, αλλά κανένα από τα τραπουλόχαρτά του δεν θα είναι μοναδικό. Αλλού στην αίθουσα θα υπάρχουν και άλλοι παίκτες που επίσης κρατούν άσους ή ρηγάδες. Αλλά ακόμη και με δεκατρία μόλις διαφορετικά τραπουλόχαρτα, κάθε συνδυασμός διαφέρει, και ορισμένοι θα είναι θεαματικά καλύτεροι από άλλους. Ο παίκτης ο οποίος μοιράζει την τράπουλα παίζει τον ρόλο της σεξουαλικής αναπαραγωγής, παράγοντας ξεχωριστούς, μοναδικούς συνδυασμούς από το μονότονα ίδιο σύνολο γενετικών τραπουλόχαρτων που διατίθεται σε ολόκληρο το είδος.

Η μοναδικότητα του ατόμου, όμως, δεν είναι παρά η πρώτη από τις πολλές συνέπειες της σεξουαλικής αναπαραγωγής πάνω στην ανθρώπινη φύση.

Μια άλλη συνέπεια είναι ότι, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει μία ανθρώπινη φύση αλλά δύο: η ανδρική και η γυναικεία. Η βασική ασυμμετρία μεταξύ των δύο φύλων έχει ως αποτέλεσμα το κάθε φύλο να χαρακτηρίζεται από μια ξεχωριστή, δική του φύση, συμβατή με τον ιδιαίτερο ρόλο του. Για παράδειγμα, συνήθως τα αρσενικά ανταγωνίζονται για την πρόσβαση στα θηλυκά, παρά το αντίστροφο. Υπάρχουν σοβαροί εξελικτικοί λόγοι που συμβαίνει αυτό, καθώς και σαφείς εξελικτικές συνέπειες: οι άνδρες, λόγου χάριν, χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη επιθετικότητα σε σχέση με τις γυναίκες.

Μια τρίτη συνέπεια της σεξουαλικής αναπαραγωγής πάνω στην ανθρώπινη φύση είναι ότι κάθε μέλος τού αντίθετου φύλου αποτελεί δυνητική πηγή γονιδίων για τα παιδιά μας. Καταγόμαστε αποκλειστικά από τους ανθρώπους εκείνους που αναζήτησαν τα καλύτερα δυνατά γονίδια, μια συνήθεια την οποία μας κληροδότησαν. Επομένως, αν εντοπίσετε κάποιον με καλά γονίδια, η κληρονομημένη αυτή συνήθεια σας επιτάσσει να αποκτήσετε μερικά από τα γονίδιά του· ή, για να το θέσουμε λιγότερο γλαφυρά, οι άνθρωποι επιζητούν συντρόφους υψηλού αναπαραγωγικού και γενετικού δυναμικού —τους υγιείς, ικανούς και δυνατούς. Οι συνέπειες αυτού του γεγονότος, που φέρει το όνομα φυλετική επιλογή, είναι ιδιαίτερα παράξενες.