Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2018

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Πέρσαι (852-877)

ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΤΡΙΤΟΝ


ΧΟ. ὦ πόποι ἦ μεγάλας ἀγαθᾶς τε πο- [στρ. α]
λισσονόμου βιοτᾶς ἐπεκύρσαμεν,
εὖθ᾽ ὁ γηραιὸς
855 πανταρκὴς ἀκάκας ἄμαχος βασι-
λεὺς ἰσόθεος Δα-
ρεῖος ἆρχε χώρας.

πρῶτα μὲν εὐδοκίμους στρατιὰς ἀπε- [ἀντ. α ]
φαινόμεθ᾽, οἱ δὲ νομίσματα πύργινα
860 πάντ᾽ ἐπηύθυνον.
νόστοι δ᾽ ἐκ πολέμων ἀπόνους ἀπα-
θεῖς ‹πάλιν› εὖ πράσ-
σοντας ἆγον [ἐς] οἴκους.

865 ὅσσας δ᾽ εἷλε πόλεις πόρον οὐ διαβὰς Ἅλυος ποταμοῖο, [στρ. β]
οὐδ᾽ ἀφ᾽ ἑστίας συθείς,
οἷαι Στρυμονίου πελάγους Ἀχελωίδες εἰσὶ πάροικοι
870 Θρῃκίων ἐπαύλων,

λίμνας τ᾽ ἔκτοθεν αἳ κατὰ χέρσον ἐληλαμέναι πέρι πύργον [ἀντ. β]
τοῦδ᾽ ἄνακτος ἄιον,
875 Ἕλλας τ᾽ ἀμφὶ πόρον πλατὺν εὐχόμεναι, μυχία τε Προποντίς
καὶ στόμωμα Πόντου·

***
ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡΟΣ
Αχ, τί μεγάλη, αλήθεια, κι όμορφη για μας
καλοκυβέρνητ᾽ η ζωή μας που περνούσε,
τότε που ο γηραλέος ο βασιλιάς
με χέρι παντοδύναμο και μ᾽ άκακη καρδιά
ο ανίκητος ο ισόθεος
Δαρείος τη χώρα κυβερνούσε.

Και πρώτ᾽ απ᾽ όλα ξεσηκώναμε στρατούς
στον κόσμο ξακουστούς, που πέρναν
860 κι έριχταν κάτω κάστρα πυργωτά·
κι οι γυρισμοί απ᾽ τον πόλεμο δίχως καμιά ζημιά
στα ευτυχισμένα σπίτια μας
πίσω με δόξα και τιμή μας φέρναν.

Πόσες δεν πήρε εκείνος πολιτείες, χωρίς
του Άλη το ρέμα να περάσει,
κι ουδ᾽ απ᾽ τα σπίτια του έξω βγει,
καθώς τις ποταμίσιες γύρω εκεί
στης λίμνης της Στρυμόνιας τα νερά,
870 που γειτονεύουν με τη Θράκη.

Κι εκείνες, που έξω από τη λίμνη, κατά τη στεριά,
τριγύρω πύργοι δυνατοί τις ζώνουν
υπάκουες ήταν του δικού μας βασιλιά,
κι όσες γύρω στης Έλλης την πλατειά ποριά,
κι η Προποντίδα όλ᾽ η βαθύκορφη
και το στενό άνοιγμα του Πόντου.

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ: Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός και ο πελοποννησιακός πόλεμος
 

Την επαύριο των νικών επί των Περσών, οι Έλληνες της Ασίας είχαν εμπιστευθεί στους Αθηναίους τη διοίκηση των ναυτικών δυνάμεων των περισσοτέρων πόλεων του Αιγαίου. Σχηματίστηκε μια συμμαχία με στόχο την απελευθέρωση των Ελλήνων που ήταν ακόμα υπόδουλοι στην Περσία και την υπεράσπιση των ιωνικών και νησιωτικών πόλεων από κάθε νέα επιχείρηση του Μεγάλου Βασιλέα. Η Δήλος, το ιερό νησί ανάμεσα σε όλα τα άλλα στα μάτια των Ιώνων, υιοθετήθηκε ως θρησκευτικό και πολιτικό κέντρο της συμμαχίας. Αρχικά η Αθήνα δεν είχε παρά τη διεύθυνση (ηγεμονία)· ανεπαισθήτως. η ηγεμονία μετετράπη σε διοίκηση (αρχή) και η Συμμαχία της Δήλου μεταβλήθηκε σε αθηναϊκή κυριαρχία. Με το πρόσχημα ότι η Δήλος κινδύνευε από μια επίθεση των Περσών, ο ομοσπονδιακός θησαυρός μεταφέρθηκε στην Αθήνα και η διαχείριση του κοινού ταμείου ξέφυγε από τον έλεγχο των συμμάχων· οι τελευταίοι όφειλαν όρκο πίστης στην ηγεμονική πόλη’ στρατιωτικές επιχειρήσεις πραγματοποιήθηκαν εναντίον κάθε συμμάχου που προσπαθούσε να εγκαταλείψει τη συμμαχία: της Νάξου το 470, της Θάσου το 465, της Σάμου το 441. Υποχρεωμένοι να καταβάλουν φόρο κάθε τέσσερα χρόνια στους Αθηναίους, οι σύμμαχοι μεταβλήθηκαν σε υπηκόους: η ηγεμονία είχε γίνει «τυραννία», κατά την έκφραση του Περικλή. Η ηγεμονία μας μοιάζει με τυραννία, έλεγε στους συμπολίτες του, την οποία «να προσλάβη τις θεωρείται άδικον, να την αφήση δε επικίνδυνον[1]». Οι Αθηναίοι είχαν πλήρη συνείδηση αυτού και οι πρεσβευτές τους στη Σπάρτη το αι­τιολογούσαν δια μακρών.
 
«Οι σύμμαχοί μας, συνηθισμένοι να φέρωνται προς ημάς ως ίσοι, αν παρά την πεποίθησίν των ότι έχουν δίκαιον ζημιωθούν, έστω και ελάχιστα, στενοχωρούνται δια το ολίγον. Και, καθώς φαίνεται, τους ανθρώπους τους εξοργίζει περισσότερον η αδικία παρά ο ζυγός της βίας, διότι το μεν πρώτον το θεωρούν πλεονεξίαν προερχομένην από τον ίσον, το οε δεύτερον ανά­γκην επιβαλλομένην από τον ισχυρότερον. Ενώ δηλαδή από τον Μήδον υφίσταντο χειρότερα και τα υπέμενον, η ιδική μας εξουσία τους φαίνεται ανυπόφορος· και τούτο δεν είναι καθόλου παράδοξον, διότι η παρούσα ε­ξουσία είναι πάντοτε δυσβάστακτος εις τους υπηκόους[2]». «Αλλά το να μισούνται και το να δυσαρεστούν προσωρινώς συνέβη εις όλους όσοι είχον την αξίωσιν να υποτάξουν άλλους εις την εξουσίαν των. Και βεβαίως, όποιος προκαλεί το μίσος το,ιν άλλων δια τα ζητήματα που έχουν την μεγίστην αξίαν, ορθώς σκέπτεται. Διότι το μίσος δεν διαρκεί πολύ, ενώ η λαμπρότης του παρόντος και η δόξα του μέλλοντος αφήνουν μνήμην αθάνατον[3]».
 
Μέχρι την εποχή των Μηδικών πολέμων, στην Ελλάδα αναγνώριζαν γενικά την πρωτοκαθεδρία της Σπάρτης στις στρατιωτικές υποθέσεις καθώς και το δικαίωμά της σε μια κάποια ηθική ηγεμονία που της εξασφάλιζε ο θαυμασμός όλων για το πολίτευμα του Λυκούργου και τη σταθερότητα των λακεδαιμονικών θεσμών. Μετά τη μάχη της Σαλαμίνας, ωρίμασε η ιδέα πως η ηγεμονία έπρεπε να περιέλθει στην κατ’ εξοχήν ναυτική δύναμη, την Αθήνα. Οι Αθηναίοι πρεσβευτές δεν παρέλειψαν να το υπενθυμίσουν στους Σπαρτιάτες:
 
«Εις τούτο λοιπόν το τόσον σημαντικόν γεγονός, το οποίον έδειξε σαφώς ότι η τύχη των Ελλήνων εξηρτήθη από τα πλοία, ημείς παρέσχομεν τα τρία ωφελιμώτερα στοιχεία, δηλαδή αριθμόν πλοίων μέγιστον, στρατηγόν συνετώτατον και προθυμίαν εξαιρετικώς ακάματον... Ημείς όμως βοηθούντες από πόλιν μη υπάρχουσαν πλέον και κινδυνεύοντες διά πράγμα στηριζόμενον εις αμυδράν ελπίδα, συνετελέσαμεν κατά δύναμιν εις την ιδικήν σας και την ιδικήν μας σωτηρίαν. Εάν δε ημείς είχομεν υποταχθή προηγουμένως εις τον Μήδον, φοβηθέντες όπως οι άλλοι δια την χώραν μας, ή εάν δεν είχομεν τολμήσει να εισέλθωμεν εις τα πλοία, ως κατεστραμμένοι, δεν θα ήτο πλέον καθόλου ανάγκη να ναυμαχήσετε σεις, αφού δεν είχετε αρκετά πλοία, αλλά αι υποθέσεις του Μήδου θα ετακτοποιούντο ησύχως και όπως αυτός ήθελε[4]».
 
Μια σιδερένια αναγκαιότητα είχε οδηγήσει στη συγκρότηση και επέκταση της αθηναϊκής ηγεμονίας.
 
«Απεκτήσαμεν αυτήν (την ηγεμονίαν) όχι δια της βίας, αλλ’ ότε σεις δεν ηθελήσατε να εξακολουθήσετε τον αγώνα εναντίον των διαφόρων υπολοίπων του βαρβάρου και προσήλθον εις ημάς οι σύμμαχοι και μόνοι των μας παρεκάλεσαν να γίνωμεν ηγεμόνες των. Ηναγκάσθημεν δε κατ’ αρχάς εξ αυτής της φύσεως του πράγματος, να προωθήσιομεν αυτήν εις την σημερινήν μορφήν της, προ πάντων μεν υπό του φόβον, κατόπιν υπό της τιμής, και τέλος υπό του συμφέροντος. (Και) δεν μας εφαίνετο πλέον ασφαλές να χαλαρώσωμεν τα ηνία και να κινδυνεύωμεν, αφού εις τους πολλούς είχομεν γίνει μισητοί και μερικούς αποστατήσαντας τους είχομεν υποδουλώσει, και αφού σείς δεν είσθε πλέον φίλοι μας, αλλ’ ύποπτοι και εχθροί μας· διότι τότε θα απεστάτουν προς το μέρος σας... Τοιουτοτρόπως και ημείς δεν εκάμαμεν τίποτε παράδοξον ούτε ξένον προς τον ανθρώπινον χαρακτήρα, αν εδέχθημεν εξουσίαν προσφερομένην και δεν την χαλαρώνωμεν, διότι υπεκύψαμεν εις τα πανίσχυρα αυτά τρία, την τιμήν, τον φόβον και το συμφέ­ρον. Ούτε πρώτοι ημείς εδώσαμε το παράδειγμα, αλλά συνηθίζεται ανέκα­θεν να υποτάσσεται ο ασθενέστερος εις τον ισχυρότερον... Αλλά κανείς μέχρι σήμερον δεν απέφυγε την πλεονεξίαν προτιμήσας το δίκαιον, οσάκις του εδόθη η ευκαιρία ν’ αποκτήση κάτι δια της δυνάμεώς του. Άξιοι επαί­νου είναι εκείνοι, οι οποίοι ακολουθήσαντες τους φυσικούς νόμους των αν­θρώπων και γενόμενοι ηγεμόνες άλλων, εδείχθησαν δικαιότεροι από όσον επιτρέπει η δύναμίς των. Ημείς τουλάχιστον νομίζομεν ότι αν ελάμβανον άλλοι την ιδική μας εξουσίαν, θα απεδείκνυον λαμπρότατα ότι είμεθα ε­πιεικείς...[5]».
 
Φόβος, τιμή και συμφέρον: όπως το 1914, αυτά τα τρία άρκεσαν για να πυροδοτήσουν τη «δύναμη των πραγμάτων» και τον αμείλικτο ωρολογια­κό της μηχανισμό. «Επειδή οι Αθηναίοι εγίνοντο μεγάλοι και ενέπνεον φόβον εις τους Λακεδαιμονίους, τους ηνάγκασαν να αρχίσουν πόλεμον», λέει ο Θουκυδίδης (Α, 23). Πόλεμος που ξετυλίχτηκε με μια αυστηρότητα τραγωδίας και ανέφλεξε ολόκληρη την Ελλάδα βυθίζοντάς την σε μια τριακονταετή σύγκρουση (431-404) χωρίς προηγούμενο από κάθε άπο­ψη: τον αριθμό των συμμετεχόντων. τη διάρκειά της, την έκταση του θεά­τρου των επιχειρήσεων που κατέλαβε όλο τον ελληνικό χώρο, από τη Μι­κρά Ασία έως τη Σικελία, και τις τραγικές της συνέπειες.
 
Οι ρήτορες και οι προπαγανδιστές δεν παρέλειψαν να επικαλεστούν την (άγνωστη στο παρελθόν) αντίθεση ανάμεσα σε Ίωνες και Δωριείς. Όπως απέδειξε η Ζακλίν ντε Ρομιγύ (Jacqueline de Romilly), το «φυλετικό» επιχείρημα δεν ήταν παρά προπαγανδιστικό πυροτέχνημα· κανένας δεν πί­στευε πραγματικά σ’ αυτό.
 
«Κανείς να μη φαντάζεται, ότι όσοι από ημάς (τους Σικελούς) είναι Δωριείς, είναι εχθροί των Αθηναίων, ενώ αι αποικίαι της Χαλκίδος, επειδή είναι της αυτής καταγωγής με τουςΊωνας, είναι εξησφαλισμένες», έλεγε ο Ερμοκράτης στους Σικελούς (Θουκυδίδης Δ, 61). «Εκείνοι, θέλω να είπα! επέρχονται εις την χώραν μας. όχι από έχθραν προς την μίαν των φυλών, εις τα οποία είναι από φύσεως διχασμένη η Σικελία, αλλά διότι εποφθαλμιούν τα αγαθά της νήσου, τα οποία είναι ιδικόν μας κτήμα κοινόν». «Ευρέθησαν συναγωνισταί (υπέρ ή εναντίον της Σικελίας), λέει ο Θουκυδίδης (Ζ, 57), όχι τόσον από υποχρέωσιν δικαίου ή συγγενείας, αλλά διά λόγους συμφέροντος ή κατ’ ανάγκην, ο καθένας αναλόγως των περιστάσεων που του έτυχαν».
 
Πέρα από τις περιπέτειες των μαχών και τα ιδεολογικά επιχειρήματα τω| αντιπάλων, ο Θουκυδίδης βλέπει να εκδηλώνεται μια αναπόδραστη αλληλουχία χωρίς επιστροφή. Ωθούμενη από τον φόβο, την τιμή και το συμφέρον, η Αθήνα πρέπει μοιραία να προχωρήσει στην κλιμάκωση. Και αυτό συμπεραίνουν οι Κορίνθιοι στη συνέλευση των συμμάχων της Σπάρτης, ήδη από τις πρώτες μέρες της σύγκρουσης: «(Οι Αθηναίοι) ευρέθησαν εις τον κόσμον δια να μην ησυχάζουν οι ίδιοι μήτε τους άλλους ν’ αφήνουν να ησυχάσουν» (Α, 70). Το ίδιο έλεγε και ο Περικλής: «Διότι η ησυχία δεν διατηρείται, αν δεν συνοδεύεται με δραστηριότητα, ούτε συμ­φέρει εις πόλιν ηγεμονεύουσαν, αλλ’ εις υπήκοον δια να αποφεύγη τους κινδύνους παραμένουσα υπόδουλος» (Β, 63). Ακόμα ο Περικλής είχε προειδοποιήσει τους συμπολίτες του εναντίον κάθε είδους τυχοδιωκτισμού: «Μη θελήσετε να επεκτείνετε την κυριαρχίαν σας, κατά την διάρκειαν του πολέμου, έλεγε (Α,144)· και μην αναλάβετε με το θέλημά σας προσθέτους κινδύνους». Λίγα χρόνια αργότερα, ο Αλκιβιάδης θα παρασύρει τους Αθηναίους στην καταστροφή της Σικελίας διακηρύσσοντας:
 
«Ούτε είναι δυνατόν να χρησιμοποιούμεν τας δυνάμεις μας με οικονομίαν, εφ’ όσον θέλομεν να διατηρούμεν την ηγεμονίαν, αλλά είναι ανάγκη, αφού ευρισκόμεθα εις αυτήν την θέσιν, άλλους να επιβουλεύωμεθα και άλλους να παρενοχλούμεν, διότι διατρέχομεν τον κίνδυνον να περιέλθωμεν εις την ηγεμονίαν άλλων μόλις παύσωμεν να έχωμεν άλλους εις την ιδικήν μας... Μία πόλις πολυπράγμων θα κατεστρέφετο τάχιστα αν μετεβάλλετο εις φι­λήσυχον» (ΣΤ. 18).
 
Η Σπάρτη, που δέχτηκε να αναλάβει την ηγεμονία στην Πελοπόννησο, οφείλει να κάνει το ίδιο· η σταυροφορία της για την ελευθερία θα εκφυλιστεί επίσης σε τυραννία και η ισχύς της θα δώσει λαβή σε μίση και μνησικακίες ανάλογες με εκείνες που προκάλεσε η ισχύς των Αθηνών.
 
Έτσι ο πόλεμος υπήρξε χωρίς προηγούμενο. Ενώ. λέει ο Θουκυδίδης, ο πόλεμος κατά των Περσών «ταχέως εκρίθη με δύο ναυμαχίας και δύο πεζομαχίας» (Α, 23), ο πελοποννησιακός πόλεμος παρουσιάζεται ως μια αδιάκοπη συνέχεια μαχών και εμφυλίων πολέμων.
 
Ο Θουκυδίδης είχε προβλέψει εξαρχής ότι «θα είναι μέγας και αξιολογώτερος πάντων των προηγουμένων... Οι δύο αντίπαλοι ερρίπτοντο εις αυτόν εντελώς παρεσκευασμένοι καθ’ όλα... και οι άλλοι Έλληνες ή συνετάσσοντο αμέσως με μίαν από τας δύο μερίδας ή εσκόπευον να το πράξουν» (A, 1). Πράγμα­τι, «ούτε τόσαι πόλεις εκυριεύθησαν και ηρημώθησαν, άλλαι από βαρβά­ρους και άλλαι από τους ιδίους τους Έλληνας πολεμούντας μεταξύ των (μερικαί μάλιστα ήλλαξαν και κατοίκους μετά την άλωσίν των), ούτε τόσαι εξορίαι και θανατώσεις ανθριόπων, άλλαι εξ αιτίας του πολέμου και άλλαι εξ αιτίας των στάσεων» (Α, 23). Δεν είναι μόνο η ιστορία του τέλους του 5ου αιώνα που διαβάζουμε στον Θουκυδίδη, αλλά ο ίδιος ο λόγος του πολέμου, η οντολογία, θα λέγαμε, του απόλυτου πολέμου, εκεί­νου που ανάγει το ανθρώπινο ον στην πρωτόγονη φύση του. «Εν καιρώ ειρήνης και ευημερίας, αι πόλεις και οι ιδιώται έχουν ευγενέστερα φρονήματα, επειδή δεν περιπίπτουν εξ ανάγκης εις ανεπιθυμήτους κακοτυχίας. Αλλά ο πόλεμος αφαιρεί βαθμηδόν την άνεσιν του καθημερινού βίου και διδάσκει την βιαιότητα και εξομοιώνει τα φρονήματα του πλήθους προς την παρούσαν (πολεμικήν) κατάστασιν» (Ε, 82). Τότε βγαίνουν στην επιφάνεια οι παλιοί δαίμονες της ύβρεως και της παραφροσύνης που ο πολιτισμός καλύπτει με ένα λεπτό υμένα: «...τοιουτοτρόπως συνέβησαν πολλά και δεινά τα οποία βεβαίως γίνονται και θα γίνωνται πάντοτε εφ’ όσον η φύσις των ανθρώπων παραμένει η αυτή» (Γ, 82).
 
Με το τέλος του πολέμου, το 404. τέλειωσε και η κλασική Ελλάδα. Όλες οι αξίες είχαν καταρρεύσει:
 
«Ακόμη δε μετέβαλον αυθαίρετος και την καθιερωμένην σημασίαν των λέξεων, λέει ο Θουκυδίδης (Γ, 82). Η μεν παράλογος τόλμη ενομίσθη ως φιλέταιρος ανδρεία, η δε βραδυπορούσα προνοητικότης εύσχημος δειλία, η σωφροσύνη προκάλυμμα της δειλίας και η τα πάντα εξετάζουσα σύνεσις τελεία αδράνεια. Η παράφορος ορμητικότης εθεωρήθη ως απαραίτητον στοιχείον του ανδρισμού, η προς ασφάλειαν περίσκεψις εύσχημος πρόφασις αποφυγής. Και ο μεν οξύθυμος ενομίσθη πάντοτε άξιος εμπιστοσύνης, ο δε αντιλέγων εις αυτόν ύποπτος. Ο σχεδιάσας επιβουλήν τινα και επιτυχών εθεωρείτο συνετός, ο δε αντιληφθείς επιβουλήν συνετώτερος... Γενικώς δε επηνείτο ο προλαβών τον μέλλοντα να πράξη κάτι κακόν και ο παρακινήσας τον μη σκεπτόμενον τοιούτον τι. Οι πολιτικοί φίλοι εθεωρήθησαν πε­ρισσότερον οικείοι από τους συγγενείς, λόγω της μεγαλυτέρας προθυμίας τους να τολμούν απροφασίσταις, διότι οι τοιούτοι πολιτικοί σύνδεσμοι δεν έγιναν προς ωφέλειαν των μελών συμφώνως με τους κειμένους νόμους, αλ­λά προς πλεονεξίαν παρά τους υφισταμένους. Η δε αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των μελών εστερεώνετο όχι δια της τηρήσεως του θείου νόμου αλλά δια της κοινής παρανομίας... Περισσότερον δε ετιμάτο το ν’ ανταποδώση κανείς την βλάβην παρά το να προνοήση να μη βλαφθή. Οι όρκοι περί συμφιλιώσεως, αν τυχόν εγίνοντο, εδίδοντο προσωρινώς λόγω της ανάγκης των αντιπάλων... εις πρώτην ευκαιρίαν όμως, όποιος έπαιρνε θάρρος πρω­τύτερα, αν τυχόν έβλεπε τον αντίπαλον απροφύλακτον τον εξεδικείτο με περισσοτέραν ευχαρίστησιν λόγιο της εμπιστοσύνης παρά εάν ήτο φανερός εχθρός, διότι υπελόγιζε και την ασφάλειαν και ότι ελάμβανε βραβείον συνέσεως ως υπερισχύσας δια της απάτης... Αίτιον δε όλων τούτων ήτο η επιθυμία της αρχής από πλεονεξίαν και φιλοδοξίαν, εκ των οποίων εξεπήγαζε και η σπουδή προς επικράτησιν διά παντός μέσου εν περιπτώσει δια­μάχης. Διότι οι αρχηγοί των κομμάτων εις τας πόλεις δίδοντες εις τα κόμ­ματά των ευπρεπείς ονομασίας, οι μεν από την προτίμησιν της ισονομίας του πλήθους, οι δε από την προτίμησιν της σώφρονος αριστοκρατίας, έλεγον μεν ότι εφρόντιζον δια τα κοινά, έβλεπον όμως αυτά ως έπαθλα προσω­πικών αγώνων. Αγωνιζόμενοι δε να υπερισχύσουν αλλήλων με κάθε τρόπον ετόλμησαν να πράξουν τα χείριστα και επεδίωκον να καταστήσουν τας (επιβαλλομένας εις τους αντιπάλους των) τιμωρίας ακόμα μεγαλυτέρας, διότι επέβαλλον αυτάς όχι κατά την απαίτησιν του δικαίου και του συμ­φέροντος της πόλεως, αλλά θέτοντες ως όριον την τυχόν παρεχομένην εκ της τιμωρίας ευχαρίστησιν εις το κόμμα· ως εκ τούτου οσάκις κατελάμβανον την αρχήν, ήσαν έτοιμοι να χορτάσουν την κατέχουσαν αυτούς επιθυ­μίαν της επικρατήσεως ή δια καταδικαστικών αποφάσειον αδίκως ή δι’ αυ­τοδικίας. Ώστε εις την ευσέβειαν δεν έδιδε σημασίαν ούτε η μία μερίς ούτε η άλλη, εκρίνοντο δε ως άξιοι μεγαλυτέρου επαίνου όσοι με λόγους ευπρε­πείς συνέβαινε να κατορθώσουν κάτι που εκινούσε τον φθόνον. Οι πολίται οι μη παρασυρόμενοι εις τας υπερβολάς εξοντώνωντο και από τας δύο μερί­δας, ή διότι δεν ήσαν συναγωνισταί ή διότι τους εφθόνούν ως μη κινδυνεύ­οντας.
 
«Τοιουτοτρόπως λοιπόν εξ αιτίας των στάσεων παρουσιάσθη εις τους Έλ­ληνας παν είδος κακοηθείας, και η χρηστότης, με την οποίαν συνδέεται αναποσπάστως η ευγένεια, κατεγελάσθη και εξηφανίσθη, επεκράτησε δε σχεδόν γενικώς η πλήρης δυσπιστίας καχυποψία Διότι την δυσπιστίαν αυ­τήν δεν ηδύνατο να διαλύση ούτε εγγύησις δια λόγου ούτε όρκος προκαλών τον φόβον· και επειδή πάντες ενδομύχως επίστευον περισσότερον εις το ανέλπιστον παρά εις το ασφαλές, δεν ηδύναντο να έχουν εμπιστοσύνην, αλλά ελάμβανον προκαταβολικώς τα μέτρα των δια να μην πάθουν το κακόν. Ως επί το πολύ δε υπερίσχυον οι αφρονέστεροι· διότι φοβούμενοι την ανεπάρκειάν των και την φρόνησιν των αντιθέτων, μήπως νικηθούν εις τους λόγους και μήπως τους προλάβουν οι αντίπαλοι δια της πνευματικής των ευστροφίας εις την επιβουλήν, επροχώρουν τολμηρώς εις τα έργα. Οι δε συνετώτεροι, επειδή περιφρονούντες τους αντιπάλους επίστευον ότι ήθελον αντιληφθή εκ των προτέρων τας επιβουλάς των και ότι δεν πρέπει να επιτυγχάνουν δια των έργων όσα είναι δυνατόν να επιτύχουν δια του νου, έμενον περισσότερον απροφύλακτοι και κατεστρέφοντο.»
 
Όλοι οι δαίμονες που είχε εξορκίσει η τραγωδία ξύπνησαν. Πρέπει να διαβάσει κανείς στον Θουκυδίδη τον διάλογο των Μηλιών με τους Αθηναίους για να συνειδητοποιήσει σε ποιο βαθμό μηδενισμού είχε φτάσει η δίψα των Αθηναίων για εξουσία. Οι κάτοικοι αυτού του μικροσκοπικού νησιού, που είχε αποικισθεί από τους Λακεδαιμονίους, κράτησαν ουδέτε­ρη στάση· στη συνέχεια, πιεσμένοι από τις λεηλασίες που διέπραξαν οι Αθηναίοι στη γη τους, υποχρεώθηκαν να έρθουν σε ανοιχτό πόλεμο μ’ αυτούς. Αθηναίοι πρέσβεις απαίτησαν από τους άρχοντες του νησιού να υποταχθούν στο νόμο των Αθηνών· ο διάλογος που ακολούθησε αποτελεί την τελευταία αισχύλεια τραγωδία που μας κληροδότησε η κλασική εποχή.
 
Η συμβουλή του στυγνού ρεαλισμού που δίνουν οι Αθηναίοι κήρυκες στους πολίτες της Μήλου αποτελεί ήδη το προανάκρουσμα της ανατροπής των κλασικών αξιών: «Λοιπόν εσείς, που είσθε αδύνατοι και εξαρτάσθε από μίαν και μόνην ροπήν, μη θελήσετε να το πάθετε αυτό, μήτε να γίνετε όμοιοι με τους πολλούς, οι οποίοι, ενώ ημπορούν ακόμη να σβη­θούν με τα ανθρώπινα μέσα, όταν πιεζόμενοι χάσουν όλας τας φανεράς ελπίδας, στρέφονται προς τας αφανείς, δηλαδή τας μαντείας και τους χρη­σμούς και όσα άλλα παρόμοια καταστρέφουν τους ανθρώπους με τας ελ­πίδας που γεννούν» (Ε, 103). Οι Μήλιοι δεν έχουν καμιά αυταπάτη ως προς αυτό: «Το τέλος αυτής (της συνομιλίας), κατά πάσαν πιθανότητα θα μας φέρη, αν μεν υπερισχύσωμεν (εις την συζήτησιν) με την βοήθειαν του δικαίου μας και ως εκ τούτου δεν παραδεχθώμεν τα επιχειρήματά σας, πόλεμον· αν πάλι τα παραδεχθώμεν, δουλείαν » (Ε, 86). Έτσι οι Αθηναίοι δεν μιλούν τη γλωσσα της δικαιοσύνης και παραμερίζουν με περιφρόνη­ση «τους μακρούς λόγους που δεν γίνονται πιστευτοί» (Ε, 89):
 
«Λοιπόν ημείς δεν θα σας παρουσιάσωμεν λόγους μακρούς που δεν γίνο­νται πιστευτοί, ούτε θα μεταχειρισθώμεν ευλογοφανείς δικαιολογίας, ότι π. χ. δικαίως κατέχομεν την αρχήν, αφού ενικήσαμεν τους Πέρσας ή ότι τώρα ζητούμεν να τιμωρήσωμεν τους εχθρούς μας, αφού υπέστημεν άδικον επιθεσιν. Απαιτούμεν όμως και από σας να μη νομίζετε ότι θα μας πείσετε λέγοντες ότι δεν επολεμήσατε εναντίον μας, μολονότι είσθε άποικοι των Λακεδαιμονίων, ή ότι δεν μας αδικήσατε εις τίποτε. Θέλωμεν να εκθέσω- μεν και ημείς και σείς όσα έχομεν πραγματικώς εις τον νουν μας, και να παραδεχθώμεν τα δυνατά. Γνωρίζομεν δε και ημείς και σεις ότι κατά την ανθρωπίνην κρίσιν τα μεν δίκαια ισχύουν μεταξύ εκείνων που διαθέτουν ίσας δυνάμεις, τα δε δυνατά τα εκτελούν οι ισχυροί και τα παραδέχονται οι αδύνατοι» (Ε, 89).
 
Οι Μήλιοι έκαναν το σφάλμα να επικαλεσθούν τη δικαιοσύνη: «Μά­θετε καλά ότι και ημείς θεωρούμεν δύσκολον τον αγώνα εναντίον της δυνάμεώς σας και της τύχης, αν δεν φανή δικαία. Εν τούτοις έχομεν εμπι­στοσύνην εις την τύχην, διότι οι θεοί δεν θα μας αφήσουν να νικηθώμεν αφού αγωνιζόμεθα δίκαιοι προς αδίκους» (Ε, 104). Με την απάντηση των Αθηναίων καταρρέει όλος ο κόσμος του Σόλωνα και του Αισχύλου:
 
«Όσον αφορά την ευμένειαν των θεών, νομίζομεν ότι δεν θα λείψη ούτε από μας. Διότι καμμία απαίτησις και καμμία πράξις μας δεν είναι αντίθε­τος ούτε εις εκείνα που πιστεύουν οι άνθρωποι δια τους θεούς, ούτε εις εκείνα που επιθυμούν δια τους εαυτούς των. Διότι νομίζομεν ότι και οι θεοί, κατά την γνώμην των ανθρώπων (δόξα), και οι άνθρωποι χωρίς καμμίαν αμφισβήτησιν, αναγκάζονται πάντοτε από φυσικήν ορμήν να επιβάλλουν την εξουσία των εις εκείνους τους οποίους νικούν. Αυτό τον νόμον ούτε τον ενομοθετήσαμεν, ούτε τον εχρησιμοποιήσαμεν πρώτοι· τον παρελάβομεν υπάρχοντα, τον χρησιμοποιούμεν, και όταν τον αφήσωμεν, θα εξακολουθήση να υπάρχη δια παντός' γνωρίζομεν δε ότι και σεις και οποιοσδήποτε άλλος ήθελε αποκτήσει την δύναμίν μας, το αυτό θα έπραττε. Δι’ αυτό λοιπόν και ημείς έχομεν λόγους να μη φοβούμεθα ότι οι θεοί θα μας δεί­ξουν ολιγωτέραν ευμένειαν» (Ε, 105).
 
Οι Μήλιοι αρνήθηκαν να υποκύψουν και οι Αθηναίοι, αφού κατέλαβαν εξ εφόδου την πόλη, «εφόνευσαν όλους τους Μηλίους άνδρας όσους συνέλαβον, τας δε γυναίκας και τα παιδιά έκαμαν δούλους» (Ε, 116).
 
Αυτός ο θρίαμβος της ύβρεως έλαβε χώρα το 416-415, δέκατο έκτο χρόνο του Μεγάλου Πολέμου. Η τιμωρία θα έλθει με την αμείλικτη σκληρότητα του τιμωρού πεπρωμένου.
 
Λίγο μετά τη σφαγή των Μηλίων, ήρθαν πρέσβεις από την Έγεστα, ζητώντας τη βοήθεια των Αθηναίων εναντίον των κατοίκων του Σελινούντα. Ο νεαρός Αλκιβιάδης, αριστοκρατικής καταγωγής που όμως έγινε δημοκρατικός από υπολογισμό και φιλοδοξία, μαθητής του Σωκράτη αλλά χωρίς κανένα ηθικό φραγμό, δεν θα δυσκολευτεί καθόλου να πείσει τους Αθηναίους να αποφασίσουν την καταστροφική εκστρατεία της Σικε­λίας.
 
«Και τότε, λέει ο Θουκυδίδης, κατελήφθησαν όλοι αδιακρίτως από σφο- δράν επιθυμίαν να εκστρατεύσουν· οι μεν πλέον ηλικιωμένοι, με τη σκέψιν ότι θα υποτάξουν την χώραν εις την οποίαν επήγαιναν, ή τουλάχιστον ότι ένα τόσον μεγάλο στράτευμα δεν έχει φόβον να πάθη τίποτε· οι δε ευρισκό­μενοι εις την κατάλληλον ηλικίαν, με τον πόθον να ιδούν και να γνωρίσουν μίαν μακρινήν χώρα και με την πεποίθησιν ότι θα σωθούν· τέλος, οι άνθρω­ποι του λαού που θα εστρατεύοντο, με την ιδέαν ότι και χρήματα θα εκέρδιζαν επί του παρόντος και την δύναμιν της πόλεως θα εμεγάλωναν, ώστε να έχουν από αυτήν παντοτεινήν μισθοδοσίαν.» (ΣΤ. 24).
 
Η εκστρατεία ξεκίνησε στα τέλη της άνοιξης του 415. Δυο χρόνια αργότερα ήρθε η καταστροφή. Μετά από μια σοβαρή ήττα του στόλου στα ανοιχτά των Συρακουσών, και δεχόμενοι επιθέσεις από τους Συρακούσιους, οι Αθηναίοι, λέει ο Θουκυδίδης, «έφευγαν, αφού έχασαν όλα τα πλοία των και όχι πλέον με μεγάλην ελπίδα, αλλά με κίνδυνον και δια τον εαυτόν τους και δια την πόλιν» (Ζ,75).
 
 Όταν διατάχθηκε υποχώρηση, «η στιγμή της εγκαταλείψεως του στρατοπέδου προκαλούσε εις τα όμματα και την ψυχή εκάστου πολλάς άλλας αλγεινάς εντυπώσεις. Οι νεκροί έμε­ναν άταφοι και, οσάκις κανείς έβλεπε πεσμένον κάποιον ιδικόν του, κατελαμβάνετο από λύπην και φόβον. Μεγαλυτέραν όμως λύπην και από τους νεκρούς προξενούσαν εις τους ζώντας οι εγκαταλειπόμενοι τραυματίαι και ασθενείς, που τους συγκινούσαν περισσότερον και από τους αποθαμένους. Διότι άρχιζαν τας παρακλήσεις και τους οδυρμούς και έφερναν τους αναχωρούντας εις αμηχανίαν· οσάκις κανείς έβλεπε κάποιον φίλον ή συγγενή του, τον εκαλούσε μεγαλοφώνως με το όνομά του και εζητούσε επιμόνους να τον πάρη μαζί του· άλλοι εκρεμώντο από τους αναχωρούντας συσκήνους των και τους ακολουθούσαν όσο μπορούσαν, όταν όμως έχαναν τας δυνά­μεις των, εγκατελείποντο και τότε άρχιζαν τους εξορκισμούς και τους οδυρ­μούς.»
 
Η υποχώρηση έληξε με τη σφαγή κοντά στον ποταμό Ασσίναρο. Οι επιζώντες θα καταλήξουν έγκλειστοι στα λατομεία των Συρακουσών.
 
«Τους είχαν συσσωρεύσει εις ένα χώρον κοίλον και στενόν, ενώ ήσαν πολλοί, όπου τους εβασάνιζαν πρώτα ο ήλιος και ο πνιγηρός καύσων.. αφού το μέρος δεν εστεγάζετο, κατόπιν δε αι ψυχραί νύκτες του φθινοπώρου, αι οποίαι με την απότομον μεταβολήν τους έφερναν ασθενείας...Τα σώματα εκείνων που απέθνησκον από τα τραύματα, από την μεταβολήν του καιρού και άλλας αιτίας, ήσαν εκεί συσσωρευμένα όλα μαζί. το ένα επάνω εις το άλλο, και εσκορπούσαν οσμήν ανυπόφορον. Εκτός τούτων εβασανίζοντο και από την πείναν και την δίψαν» (Ζ.87).
 
Η Αθήνα βρήκε τη δύναμη να συνεχίσει τον πόλεμο και μάλιστα να απορρίψει την πρόταση ειρήνης των Λακεδαιμονίων. Η αποφασιστική μάχη διεξάχθηκε τελικά στους Αιγός Ποταμούς, στον Ελλήσποντο, το 405. Ο αθηναϊκός στόλος καταστράφηκε ολοσχερώς. «Θρήνος σύρθηκε από τον Πειραιά, διηγείται ο Ξενοφών {Ελληνικά. Β. 2, 3), στα Μακρά Τείχη και στην πόλη καθώς το μήνυμα περνούσε από στόμα σε στόμα, έτσι που κανένας δεν κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα - δεν έκλαιγαν μονάχα τους νεκρούς τους αλλά πιο πολύ τη δική τους μοίρα, πιστεύοντας ότι θα πάθαιναν τα ίδια που είχαν κάνει κι αυτοί στους Μηλίους, στους Ιστιαιείς, στους Σκιωναίους, στους Τορωναίους, στους Αιγινήτες και σε πολλούς άλλους Έλληνες». Από τον Νοέμβριο του 405, ο Πειραιάς αποκλείστηκε. Πολιορκημένοι από τους Σπαρτιάτες, οι Αθηναίοι αντιστάθηκαν για τέσσε­ρεις μήνες και παραδόθηκαν τον Απρίλιο του 404. «Μετά απ’ αυτά ο Λύσανδρος αγκυροβόλησε στον Πειραιά, οι εξόριστοι γύρισαν, και βάλθηκαν με πολλήν όρεξη να γκρεμίζουν τα Τείχη, στους ήχους αυλού που έπαιζαν κορίτσια - νομίζοντας ότι από κείνη τη μέρα ελευθερωνόταν η Ελλάδα» (Ξενοφών, στο ίδιο, Β, 2).
 
Έτσι τελείωσε ένας πόλεμος που είχε διαρκέσει πάνω από ένα τέταρτο του αιώνα και από τον οποίο η Ελλάδα έβγαινε ερειπωμένη και αναστατωμένη. Μέχρι την κατάκτηση της Ελλάδας από τις μακεδονικές φάλαγγες (το 336), η ιστορία των πόλεων δεν θα είναι παρά ένας επίλογος στα περασμένα μεγαλεία. Αυτή τη θρυμματισμένη αρμονία θα μας αποκαλύψει η μετακλασική τέχνη του 4ου αιώνα. 
--------------------
 
[1] Θουκυδίδης, Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, Β, 63
[2] Στο ίδιο, Α, 77.
[3] Στο ίδιο, Β. 64.
[4] Θουκυδίδης, Α, 74.
[5] Θουκυδίδης, Α, 75-77.

Ο Αριστοτέλης και η ηθική ως ταξικό μέγεθος

Αποτέλεσμα εικόνας για ερεβοκτονος Γιατί τελικά, η ζωή, αυτό σου μαθαίνειΔεν υπάρχει αμφιβολία ότι η δικαιοσύνη, όπως κι αν την αντιλαμβάνεται κανείς (είτε ως ισοτιμία είτε ως διανεμητικό πλαίσιο είτε ως επανορθωτική αξία αποκατάστασης του μέσου είτε ως αμοιβαιότητα), δεν είναι τίποτε άλλο από τη διευθέτηση των ανθρωπίνων σχέσεων μέσα στη λειτουργία της πόλης, δηλαδή ένα σύνολο κανόνων που έχει στόχο την αρμονία της συνύπαρξης. Κι αυτή ακριβώς είναι η πολιτική της διάσταση, αφού η πολιτική δεν είναι παρά η μέριμνα για την ευρυθμία της πόλης σε όλα τα επίπεδα.

Από αυτή την άποψη, ο νομοθέτης αναδεικνύεται σε πολιτικό πρόσωπο υψίστων ευθυνών, καθώς, σε τελική ανάλυση, είναι το πρόσωπο που θα ορίσει όλες τις υποθέσεις στο εσωτερικό της πόλης: «Μιλήσαμε πιο πάνω για τη σχέση αμοιβαιότητας–δικαίου. Δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγει ότι το θέμα που εξετάζουμε δεν είναι μόνο το δίκαιο γενικά, αλλά και το δίκαιο στο εσωτερικό της πόλης. Αυτό πραγματοποιείται μεταξύ ανθρώπων που η κοινή ζωή τους έχει ως σκοπό την αυτάρκεια –ανθρώπων ελεύθερων και ίσων ή κατά την αναλογία ή κατά τον αριθμό» (1134a 6, 27-31).

Με άλλα λόγια, το δίκαιο είναι η δικλείδα που θα εξασφαλίσει και την αξιοκρατία και την ισότητα, δηλαδή την ισότητα με βάση την αξία του καθενός. Γι’ αυτό πρέπει να αποδίδει σωστά όλες τις αναλογίες σεβόμενη, όμως, πάντα την αρχή της πλειοψηφίας. Η πλειοψηφία διασφαλίζει την ισότητα σε αριθμό· η αξιοκρατία τη δίκαιη ανάδειξη των ανθρώπων που αξίζουν.

Αυτοί οι δύο παράγοντες είναι η εξασφάλιση της ατομικής ελευθερίας μέσα στη συλλογικότητα. Θα έλεγε κανείς ότι η διευθέτηση αυτών των λεπτών ισορροπιών αποτελεί –αριστοτελικά τουλάχιστον– τον ορισμό του πολιτικού δικαίου: «Αυτό θα πει ότι στους ανθρώπους που αυτό δεν υπάρχει, δεν υπάρχει μεταξύ τους πολιτικό δίκαιο, αλλά κάποια μορφή δικαίου, που απλώς μοιάζει με το πολιτικό δίκαιο» (1134a 6, 32-34).

Όσο για το ρόλο του άρχοντα, ο Αριστοτέλης είναι σαφής: «Ο άρχοντας, από την άλλη, είναι φύλακας του δικαίου, και αν είναι φύλακας του δικαίου, τότε είναι και της ισότητας. Δεδομένου τώρα ότι κατά την κοινή αντίληψη ο άρχοντας δεν έχει κανένα ιδιαίτερο προσωπικό πλεονέκτημα, εφόσον, βέβαια, είναι δίκαιος (γιατί δεν παραχωρεί ποτέ στον εαυτό του μεγαλύτερο μέρος από αυτά που είναι καθεαυτά αγαθά, εκτός και αν ένα τέτοιο μερτικό είναι ανάλογο προς την αξία του, πράγμα που θα πει ότι κοπιάζει για τους άλλους), πρέπει, άρα, να δίνεται στον άρχοντα κάποιος μισθός, και ο μισθός αυτός είναι οι τιμές και τα προνόμια· κι αν κάποιου δεν του φτάνουν αυτά, αυτοί γίνονται τύραννοι» (1134b 6, 1-9).

Ο ορισμός του άρχοντα ως προσώπου που διαφυλάττει το δίκαιο καταδεικνύει την αμετάκλητα πολιτική διάσταση της δικαιοσύνης. Κι επειδή οφείλει να τη διαφυλάττει, οφείλει πρωτίστως να την εκφράζει προσωπικά. Γι’ αυτό πρέπει εξίσου δίκαια να καθορίζει και τη δική του αμοιβή σε σχέση με τις υπηρεσίες που προσφέρει. Αν συμπεριφέρεται άδικα εισπράττοντας περισσότερα από αυτά που πράγματι του αναλογούν, δεν είναι άρχοντας αλλά τύραννος.

Θα έλεγε κανείς ότι η πραγμάτωση της δικαιοσύνης είναι το στοιχείο που καθορίζει τα πολιτεύματα. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη δικαιοσύνη από τη διαχείριση της εξουσίας προς όφελος των συμφερόντων όλων των πολιτών. Η δικαιοσύνη που εξυπηρετεί τα συμφέροντα ορισμένων σε βάρος του συνόλου δεν είναι δικαιοσύνη. Γι’ αυτό και οι πρακτικές αυτού του είδους αρμόζουν περισσότερο στους τυράννους. Σε τελική ανάλυση, ο σωστός κυβερνήτης είναι εκείνος που εφαρμόζει τις αρχές του πολιτικού δικαίου.

Για τον Αριστοτέλη το πολιτικό δίκαιο χωρίζεται σε δύο είδη: «Το πολιτικό δίκαιο είναι δύο ειδών: φυσικό και νομικό. Φυσικό είναι αυτό που έχει παντού την ίδια ισχύ και δεν εξαρτάται από τις θετικές ή αρνητικές γνώμες του κόσμου, ενώ νομικό είναι αυτό που αρχικά μπορεί να είναι έτσι ή έτσι αδιάφορα, όταν όμως υπάρξει σχετική νομοθεσία, τότε ο καθένας πρέπει να ενεργεί με αυτόν τον καθορισμένο τρόπο. Παραδείγματα: το ποσό για την εξαγορά ενός αιχμαλώτου θα είναι μία μνα, ή η θυσία θα είναι θυσία μιας κατσίκας και όχι δύο προβάτων» (1134b 7, 21-26).

Με άλλα λόγια, το φυσικό δίκαιο έχει να κάνει με το αμετάβλητο, ενώ το νομικό έχει να κάνει με την υποκειμενική εκδοχή των ανθρώπων που το εφαρμόζουν: «Κάποιοι είναι της γνώμης ότι όλοι οι κανόνες δικαίου έχουν αυτό το χαρακτήρα. Το λένε αυτό επειδή τα φυσικά πράγματα είναι αμετάβλητα και ισχύουν παντού με τον ίδιο τρόπο (η φωτιά π.χ. καίει και σε μας και στους Πέρσες), ενώ στις απόψεις για το δίκαιο βλέπουν διαφορές από τόπο σε τόπο» (1134b 7, 28-31).

Το μεταβλητό του νομικού δικαίου κάνει τον Αριστοτέλη να το παρομοιάζει με το μέτρο που ορίζει την αξία των προϊόντων: «Οι κανόνες δικαίου που έχουν θεσπισθεί με κοινή συμφωνία και για την εξυπηρέτηση του συμφέροντος μοιάζουν με τις μονάδες μέτρησης· τα μέτρα, πράγματι, με τα οποία μετριούνται το κρασί και το σιτάρι δεν είναι παντού ίσα: όταν αγοράζουν είναι μεγαλύτερα, όταν πουλούν είναι μικρότερα. Παρόμοια και οι κανόνες δικαίου που δεν έχουν την αρχή τους στη φύση αλλά είναι κατασκευάσματα των ανθρώπων δεν είναι παντού οι ίδιοι, γιατί δεν είναι ίδια και τα πολιτεύματα» (1134b 7, 40 και 1135a 7, 1-5).

Η αναλογία με τη διαφορετικότητα των μονάδων μέτρησης της αξίας, που είναι άλλες κατά την αγορά κι άλλες κατά την πώληση, προφανώς έχει να κάνει με τα παιχνίδια των εμπόρων που φροντίζουν να πουλούν ακριβότερα από ό,τι αγοράζουν. Αυτό όμως που ξεκαθαρίζει απόλυτα την αριστοτελική αντίληψη για τους κανόνες δικαίου είναι ότι τις νομοθετικές διαφορές που υπάρχουν από μέρος σε μέρος τις αποδίδει στη διαφορετικότητα των πολιτευμάτων.

Κι εδώ δεν πρόκειται μόνο για τη νομοθεσία που σχετίζεται με τη διαχείριση της εξουσίας (η οποία είναι αναμφίβολα πολιτικό θέμα, αφού καθορίζει τη μορφή του πολιτεύματος), αλλά τη νομοθεσία στο σύνολό της, η οποία ορίζει το καλό και το κακό, το δίκαιο και άδικο. Με άλλα λόγια, αν ο νόμος αποδίδει την τρέχουσα ηθική, είναι φανερό ότι και οι μικρές του αποκλίσεις αποδίδουν, επίσης, τις ηθικές αποκλίσεις που υπάρχουν από μέρος σε μέρος. Κι αυτό για τον Αριστοτέλη είναι θέμα πολιτικό, αφού αποδίδεται στο ότι «δεν είναι ίδια και τα πολιτεύματα».

Η αναγνώριση ότι ακόμη και στις μεγαλύτερες πολιτειακές αποκλίσεις (όπως της δημοκρατίας και της τυραννίας) η αδικία θεωρείται πάντα κάτι κακό (η κλοπή είναι κλοπή και επιφέρει ποινές σε όλα τα πολιτεύματα) δεν αλλάζει την ουσία του συλλογισμού, αφού το δίκαιο δεν ορίζεται μόνο από τον καθορισμό της άδικης πράξης, αλλά και από το μέγεθος των ποινών που προβλέπει σε κάθε περίπτωση. Σε γενικές γραμμές οι πολύ αυστηρές–εξοντωτικές ποινές παραπέμπουν περισσότερο σε απολυταρχικά καθεστώτα. Ο τύραννος είναι πιο ήσυχος όταν ξέρει ότι οι πολίτες είναι φοβισμένοι. Γι’ αυτό και θέλει τους νόμους αυστηρούς.

Με άλλα λόγια, θέλει να επιβάλλει τη δική του ηθική, δηλαδή την ηθική που τον συμφέρει, φέρνοντας ως πρόσχημα τη διατήρηση της τάξης ή το άτεγκτο που δήθεν ο ίδιος εκπροσωπεί. Το ότι οι μεγαλύτερες αδικίες διαπράττονται από αυτόν και το περιβάλλον του (κι ως εκ τούτου μένουν ατιμώρητες), δεν έχει σημασία. Σημασία έχει η επιβολή της συμφέρουσας ηθικής τάξης που θα εκπροσωπηθεί και νομικά.

Όμως, και πέρα από αυτό το εξόφθαλμο παράδειγμα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το νομοθετικό πλαίσιο ρυθμίζει τις διαφορές που προκύπτουν ανάμεσα στους πολίτες κι έχει μεγάλη σημασία το αν θα δικαιώσει τα συμφέροντα της μιας ή της άλλης μερίδας. Αποδεχόμενοι ότι οι πλούσιοι είναι συνήθως αυτοί που δανείζουν και οι φτωχοί αυτοί που δανείζονται, πώς πρέπει ο νόμος να ρυθμίσει το ζήτημα των χρεών; Όσο περισσότερο δικαιώνει τα συμφέροντα του πλούσιου δανειστή ορίζοντας αυστηρές ποινές σ’ αυτόν που αδυνατεί να πληρώσει, τόσο περισσότερο το πολίτευμα τείνει στην ολιγαρχία που προστατεύει τα συμφέροντα των λίγων πλουσίων. Αντιθέτως, όσο χαλαρώνει τις δεσμεύσεις του οφειλέτη, τείνει προς τη δημοκρατία, που μεριμνά για τους πολλούς φτωχούς.

Τελικά και η ηθική είναι ταξικό μέγεθος. Άλλη η ηθική του πλούσιου κι άλλη του φτωχού. Για τον πλούσιο το ηθικό είναι η αποπληρωμή του χρέους, ακόμη κι αν οι όροι είναι εξόφθαλμα δυσβάσταχτοι. Την ευθύνη την έχει ο φτωχός που έκανε τη συμφωνία. Για το φτωχό το πράγμα τίθεται εντελώς διαφορετικά, αφού ο πλούσιος δανειστής δεν έκανε μια δίκαιη συμφωνία, αλλά προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την ανάγκη του με ανήθικο τρόπο.

Γι’ αυτό η ηθική που εκφράζεται με τους νόμους δεν είναι ίδια για όλα τα πολιτεύματα (κι αντιστρόφως οι νομοθετικές διαφορές που σηματοδοτούν ηθικές διαφοροποιήσεις δεν είναι παρά πολιτειακές διαφοροποιήσεις). Γιατί άλλο πολίτευμα εκφράζει την ηθική των πλουσίων κι άλλο των φτωχών. Κι άλλη η νομοθεσία για τα χρέη στη μία περιοχή κι άλλη στην άλλη. Το ζήτημα είναι ποιος κυριαρχεί στην πάλη των συμφερόντων. Γιατί αυτός που κυριαρχεί θα επιβάλει και την ηθική του. Γι’ αυτό και «οι κανόνες δικαίου που έχουν θεσπισθεί με κοινή συμφωνία και για την εξυπηρέτηση του συμφέροντος μοιάζουν με τις μονάδες μέτρησης».

Για τον Αριστοτέλη είναι απόλυτα σαφές ότι το δίκαιο είναι εκείνο που θα επιφέρει τη χρυσή τομή, ώστε ούτε να απαξιώνεται το χρέος ούτε όμως να επιτρέπεται η εξαθλίωση του δανειζόμενου, ώστε να πέφτει θύμα εκμετάλλευσης. Καμία κοινωνική τάξη δεν πρέπει να επιβάλλει τα συμφέροντά της, αλλά όλα πρέπει να κρίνονται με βάση τις αντικειμενικές αρχές του δικαίου, δηλαδή τη μεσότητα.

Όπως είναι άδικο ο πλούσιος να αισχροκερδεί σε βάρος του φτωχού με τοκογλυφικούς δανεισμούς, έτσι είναι επίσης άδικο να δανείζεται ο φτωχός λεφτά για να τα σπαταλήσει σε ανούσια πράγματα αρνούμενος μετά να τα ξεπληρώσει. Από αυτή την άποψη, ο πραγματικά δίκαιος άνθρωπος είναι αυτός που μπορεί να διακρίνει τη μεσότητα σε όλες τις διενέξεις χωρίς να παρασύρεται από την ηθική της τάξης στην οποία ανήκει.

Ωστόσο, ενώ ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει με πληρότητα το νομικό είδος του πολιτικού δικαίου, δεν κάνει το ίδιο και με το φυσικό δίκαιο. Το παράδειγμα της φωτιάς που καίει το ίδιο και στους Έλληνες και στους Πέρσες είναι διαφωτιστικό ως προς τον αμετάκλητο τρόπο με τον οποίο τίθεται το φυσικό δίκαιο (σε αντίθεση με το νομικό δίκαιο που διαφέρει), αλλά δεν επεξηγεί πώς συνδέεται αυτό με τις σχέσεις των ανθρώπων. Προφανώς εννοεί την πλήρη ισότητα απέναντι στις επιταγές της φύσης. Από αυτή την άποψη, ο θάνατος αποτελεί στοιχείο του φυσικού δικαίου. Γι’ αυτό και το φυσικό δίκαιο είναι πάντα το ίδιο για όλους.

Κι ενώ φαίνεται ξεκάθαρο ότι το φυσικό δίκαιο, ακριβώς επειδή προέρχεται από τη φύση, δε μεταβάλλεται από μέρος σε μέρος, καθώς είναι αδύνατο να αλλάξει, ο Αριστοτέλης προσθέτει: «… σε μας όμως τους ανθρώπους υπάρχει και κάτι που είναι δίκαιο εκ φύσεως, στο σύνολό του όμως υπόκειται σε αλλαγή» (1134b 7, 33-34).

Κι όχι μόνο αυτό, αλλά και το τελικό συμπέρασμα αποδεικνύεται επίσης ασαφές: «Είναι, τώρα, φανερό ποιο δίκαιο, μέσα στις διάφορες ρυθμίσεις και τακτοποιήσεις που μπορούν να έχουν αυτή ή εκείνη τη μορφή, έχει την αρχή του στη φύση και ποιο δεν έχει την αρχή του στη φύση, αλλά στους νόμους και στις κοινές συμφωνίες, με την παραδοχή ότι και τα δύο υπόκεινται εξίσου στη μεταβολή» (1134b 7, 35-37).

Από τη μια το φυσικό δίκαιο «έχει παντού την ίδια ισχύ και δεν εξαρτάται από τις θετικές ή αρνητικές γνώμες του κόσμου» κι από την άλλη «στο σύνολό του υπόκειται σε αλλαγή». Από τη μια «τα φυσικά πράγματα είναι αμετάβλητα και ισχύουν παντού με τον ίδιο τρόπο» σε αντίθεση με το νομικό δίκαιο που «μπορεί να είναι έτσι ή έτσι αδιάφορα» κι από την άλλη «και τα δύο υπόκεινται εξίσου στη μεταβολή».

Ειδικά για την τελευταία φράση: «Η φράση αυτή κυριολεκτικά καταταλαιπώρησε τους ερμηνευτές–μεταφραστές. Δεν είναι μόνο η απόδοσή της σε μιαν άλλη γλώσσα δύσκολη· πριν από αυτήν εξίσου δύσκολη και αμφίβολη είναι και η διακρίβωση του νοήματος. Και η δική μας λοιπόν απόδοση δεν είναι, στην πραγματικότητα, κάτι παραπάνω από μια απλή δοκιμή».

Τίθεται θέμα μεταφραστικής δυσκολίας ειδικά στη φράση «και τα δύο υπόκεινται εξίσου στη μεταβολή» («άμφω κινητά ομοίως» γράφει ο Αριστοτέλης στο πρωτότυπο) κι αυτός είναι ίσως ο λόγος της συνακόλουθης δυσερμηνείας. Για άλλους, ίσως να πρόκειται για απροσεξία του Αριστοτέλη, καθώς είναι γνωστό ότι τα «Ηθικά Νικομάχεια» στο σύνολό τους αποτελούν σημειώσεις που χρησιμοποιούσε στις παραδόσεις των μαθημάτων του και δεν τα επιμελήθηκε ποτέ συστηματικά, ώστε να εκδοθούν. Υπάρχουν κι άλλα σημεία που παρατηρούνται ατέλειες κι αποδίδονται ακριβώς στην προφορικότητα του έργου. Οι ατέλειες αυτού του είδους θεωρούνται απολύτως λογικές για ένα έργο που δε γνώρισε ποτέ τη σχολαστική επιμέλεια που επιβάλλει μια επικείμενη έκδοση.

Επιχειρώντας μια προσωπική ερμηνεία οφείλουμε να συνοψίσουμε ότι το φυσικό δίκαιο είναι πάντα το ίδιο για όλους και κρίνεται αμετάβλητο, αλλά ως σύνολο υπόκειται σε αλλαγή, ενώ το νομικό δίκαιο αλλάζει όχι μόνο από εποχή σε εποχή, αλλά και από τόπο σε τόπο την ίδια χρονική περίοδο. Υπάρχει δηλαδή το αμετάβλητο (ή το μεταβλητό) τόσο του χρόνου, όσο και του τόπου. Ενδεχομένως το αμετάβλητο του φυσικού δικαίου να αφορά πρωτίστως τον τόπο (είναι παντού το ίδιο), ενώ η αλλαγή στην οποία υπόκειται ως σύνολο να αφορά κυρίως το χρόνο. Είναι βέβαιο (αμετάκλητο) ότι οι άνθρωποι πεθαίνουν. Το ορίζει το φυσικό δίκαιο, και το δεδομένο αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει.

Όμως, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι η ανθρώπινη δράση με το πέρασμα του χρόνου έχει καταφέρει να επηρεάζει (ως ένα βαθμό) τις φυσικές επιταγές. Όχι ότι αναιρεί το θάνατο, αλλά τουλάχιστον μπορεί να παρατείνει τη ζωή γιατρεύοντας κάποιες θανατηφόρες αρρώστιες του παρελθόντος. Αν, λοιπόν, σε μια δεδομένη εποχή κάποια συγκεκριμένη αρρώστια όριζε ως φυσικό δίκαιο το θάνατο, σε μια άλλη εποχή η ίδια αρρώστια δεν το έκανε, αφού η πρόοδος της ιατρικής την είχε εξουδετερώσει. Από αυτή την άποψη έχουμε μια ελαφρά μετατόπιση του φυσικού δικαίου, αφού το φυσικό δίκαιο του ασθενή της πρώτης περίπτωσης είναι εντελώς διαφορετικό από τον ασθενή της δεύτερης. Αποδεχόμενος αυτό θα μπορούσε κάποιος να συμπεράνει ότι άλλο το φυσικό δίκαιο των σύγχρονων ημερών κι άλλο της αρχαιότητας.

Κι αν δεχτούμε ότι η πρόοδος των επιστημών που αλλάζει το φυσικό δίκαιο δεν είναι ίδια σε όλες τις χώρες, μπορούμε να πούμε ότι το φυσικό δίκαιο δεν αλλάζει μόνο μέσα στο χρόνο, αλλά και από περιοχή σε περιοχή. Άλλο το φυσικό δίκαιο στην Αφρική κι άλλο στην Ευρώπη. Κατ’ επέκταση μπορούμε να πούμε ότι το φυσικό δίκαιο αποκτά και πάλι ταξικό περιεχόμενο, καθώς ο πλούσιος και ο φτωχός δεν έχουν την ίδια μοίρα στις αρρώστιες (οπότε και στο θάνατο) – ασχέτως αν τελικά και οι δύο θα πεθάνουν. Θα έλεγε κανείς ότι γεννιέται ένα φυσικό δίκαιο δύο ταχυτήτων. Βεβαίως, όλα αυτά δεν είναι παρά υποθέσεις. Αυτό που μένει είναι η επιβεβλημένη επιφυλακτικότητα που δικαίως εκφράζει: «Και η δική μας λοιπόν απόδοση δεν είναι, στην πραγματικότητα, κάτι παραπάνω από μια απλή δοκιμή».
 
Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια

Απόρριψη

Κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι δεν απέρριψε ή δεν απορρίφθηκε αλλά και κανείς δεν μπορεί να δηλώσει άτρωτος μπροστά στον πόνο ότι εκδιώχθηκε, στο φόβο ότι θα μείνει μόνος ή ότι δεν θα βρει ποτέ τον άνθρωπο της ζωής του. Η αναζήτηση του έρωτα και της αγάπης αλλά κι ο φόβος της απόρριψης ή της μοναξιάς περπατούν χέρι-χέρι στις ζωές των ανθρώπων.

Είναι, άλλωστε, γνωστό ανθρώπινο χαρακτηριστικό η ανάγκη μιας ευχάριστης επαφής που θα διαρκεί για πάντα και άλλο τόσο είναι επίσης γνωστό ότι η πραγματικότητα διαψεύδει πολύ συχνά αυτή την ονειροπόληση.

Όμως, υπάρχει ένα όριο ανάμεσα στο συνηθισμένο φόβο απόρριψης, πένθιμο χαρακτηριστικό μιας σχέσης που τέλειωσε, και στην αυξημένη προδιάθεση κάποιων ανθρώπων που αδυνατούν να αντέξουν την απώλεια και τον αποχωρισμό, επειδή γι αυτούς η σχέση απέκτησε τεράστια συναισθηματική αξία.

Η συναισθηματική δομή σε αυτές τις περιπτώσεις αναπτύσσει τέτοιες τάσεις προσκόλλησης ώστε να αδυνατούν να ξεχωρίσουν το ‘εγώ’ από το ‘εσύ’, σε αναζήτηση περισσότερο της ταύτισης και λιγότερο της αυτονομίας, κατάσταση που περισσότερο μοιάζει με συναισθηματικό εκβιασμό παρά με αγάπη.

Μελετώντας τις σχέσεις που έχουν ως κινητήρια δύναμη αυτούς τους δυο υποσυνείδητους φόβους, την απόρριψη και τη μοναξιά, μπορούμε εύκολα να παρατηρήσουμε ότι συνήθως οι άνθρωποι συνδέονται μεταξύ τους για να αποφύγουν τη μοναξιά, την κοινωνική απόρριψη, να μη μένουν μόνοι τα Σαββατοκύριακα και τις διακοπές ή αργότερα στα γηρατειά τους.

Όμως αυτοί οι φοβικοί λόγοι δείχνουν εξάρτηση, δηλαδή έναν άνθρωπο που αναθέτει σε έναν άλλο το καθήκον να τον απελευθερώσει από τους φόβους του, να τον απαλλάξει από τα αρνητικά για τον εαυτό του συναισθήματα, μετατρέποντάς τα σε θετικά ή να γεμίσει τα κενά του.

Είναι λοιπόν εύλογο, αν αυτή η σχέση λήξη, να επιστρέφουν δριμύτεροι οι φόβοι, ενισχυμένοι με μια ακόμη αποτυχία. Και τότε ο δρόμος γίνεται ακόμα πιο δύσβατος, διανθισμένος από συναισθήματα ενοχής ή αυτομομφής, κάνοντας ακόμη δυσκολότερη τη ζωή.

Για να ξεκινήσει μια σχέση και να έχει προοπτική τη σταθερότητα και τη διάρκεια στο χρόνο, χρειάζεται να στηρίζεται σε θετική και όχι φοβισμένη αυτοαντίληψη: η ανεξαρτησία, μια ζωή γεμάτη φίλους, ενδιαφέροντα, ατομικά σχέδια και προοπτικές, χωρίς συναισθηματικά ελλείμματα, δείχνει ανθρώπους ανεξάρτητους που θέλουν να προσθέσουν μια ακόμη πηγή ικανοποίησης στη ζωή τους, τον έρωτα, και όχι να στηριχθούν ολοκληρωτικά σ’ αυτόν.

Είναι μεγάλο βάρος η αντίληψη ‘είσαι ολόκληρη η ζωή μου’. Είναι μια θέση αδυναμίας που θα καταστήσει τον σύντροφο ή πολύ ισχυρό και εξουσιαστικό ή ένοχο, με ένα βαρύ φορτίο, το χρέος για την ευημερία του συντρόφου του.

Ασφαλής σύντροφος ή ασφαλής εαυτός;

Στις σχέσεις, ασφάλεια είναι η αγάπη και η φροντίδα του εαυτού, η επίγνωση της προσωρινότητας των σχέσεων και των καταστάσεων, αυτό το βλέπουμε γύρω μας καθημερινά. Μπορεί να είναι ανθρώπινη επιθυμία η σταθερότητα των σχέσεων αλλά είναι πολύ αγχωτικό μια τέτοια επιθυμία να γίνεται ανάγκη, δηλαδή μορφή συναισθηματικής επιβίωσης.

Ασφαλής εαυτός σημαίνει εμπιστοσύνη στις προσωπικές δυνάμεις που θα βοηθήσουν και τους δυο συντρόφους να διευρύνουν τα όριά τους με αμοιβαίες ενισχύσεις. Μια προσωπικότητα που χαμογελά, αντί να φοβάται, ακτινοβολεί προς τον σύντροφό της καλή διάθεση, του προσφέρει το κίνητρο να προχωρήσει και να στηρίξει ακόμη περισσότερο την αυτοπεποίθησή του στη ζωή.

Να φεύγεις πάντα από εκεί που κλέβουν το χαμόγελο σου

Να μην αφήνεις κανέναν να σου κλέψει το χαμόγελο σου.
Να μην αφήνεις κανέναν να φέρει σύννεφα στα μάτια σου.
Να φεύγεις από εκεί που δεν χαμογελάς!
Να φεύγεις από εκεί που δεν αφήνουν τους ήλιους σου να λάμψουν.
Δεν χρωστάς σε κανέναν την διάθεση σου, την ψυχολογική σου κατάσταση, και πάνω απ’ όλα, δεν χρωστάς σε κανέναν την ψυχική σου ηρεμία.
Όποιος σε νοιάζεται πραγματικά, θα θέλει να σε βλέπει πάντα με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη
Θα θέλει να ανθίζει μόνο η πιο όμορφη εκδοχή του εαυτού σου και θα μάχεται γι' αυτό.
Θα κάνει τα αδύνατα δυνατά, για να διώξει τυχόν ερωτηματικά από τα μάτια σου.
Θα σου μεταφέρει αισιοδοξία όταν θα το έχεις ανάγκη και θα μπορεί να σε κάνει να νιώθεις ασφάλεια κάθε στιγμή.
Δεν θα σου προκαλεί συναισθηματικά κενά, δεν θα δοκιμάζει τα όριά σου και θα φροντίζει για την ψυχική σου ηρεμία.
Γιατί σαν την γαλήνη της ψυχής τίποτα στον κόσμο!
Να φεύγεις από εκεί που δεν χαμογελάς.
Γιατί δεν πρόκειται να χαμογελάσεις πότε.
Όχι.
Να μην κάνεις μόνο εσύ τους άλλους να χαμογελούν, αλλά να κάνουν και αυτοί εσένα.
Το χαμόγελο στα χείλη σου είναι το χαμόγελο της ψυχής σου!
Δεν έχει σημασία αν οφείλεται σε έναν έρωτα, μια αγκαλιά, μια επιτυχία ή απλά σε μια ματιά.
Το χαμόγελο στα χείλη σου, είναι η αποτύπωση από το χαμόγελό της ψυχής σου!
Όποιος δεν είναι ικανός να το δημιουργήσει ή να το προκαλέσει δεν είναι ο κατάλληλος για σένα.
Η ζωή είναι γεμάτη από επιλογές και τίποτα δεν είναι δεδομένο. Όλα εξαρτώνται από εσένα και μπορείς όλα να τα αλλάξεις.
Γιατί ναι, ακόμα και η μονάδα κάνει την διαφορά.
Εσύ μόνο φρόντισε να το θυμάσαι.
Να φεύγεις πάντα από εκεί που κλέβουν το χαμόγελο σου!

Οι νόμοι της αλήθειας και της μισής αλήθειας

Στην ιστορία των μαθηματικών οι αρχαίοι Έλληνες κατέχουν ξεχωριστή θέση επειδή επινόησαν τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζονται τα σύγχρονα μαθηματικά: μέσω αξιωμάτων, αποδείξεων, θεωρημάτων, περισσότερων αποδείξεων, περισσότερων θεωρημάτων κ.ο.κ. Κατά τη δεκαετία του 1930, ωστόσο, ο Αυστροαμερικανός μαθηματικός Κουρτ Γκέντελ -φίλος του Αϊνστάιν-απέδειξε ότι αυτή η προσέγγιση είναι κάπως ανεπαρκής: οι περισσότερες μαθηματικές θεωρίες, όπως κατέδειξε, πρέπει είτε να είναι ασυνεπείς είτε να εμπεριέχουν αλήθειες που δεν μπορούν να αποδειχθούν.
   
Παρόλα αυτά, η πορεία των μαθηματικών συνεχίστηκε με αμείωτο ρυθμό σύμφωνα με το ελληνικό πρότυπο, το πρότυπο του Ευκλείδη. Οι Έλληνες, ιδιοφυείς γεωμέτρες, δημιούργησαν ένα μικρό σύνολο αξιωμάτων, δηλαδή προτάσεων που θα πρέπει να γίνουν αποδεκτές χωρίς να έχουν αποδειχθεί, και βάσει αυτών προχώρησαν στην απόδειξη πολλών όμορφων θεωρημάτων που περιγράφουν λεπτομερώς τις ιδιότητες των ευθειών, των επιπέδων, των τριγώνων και άλλων γεωμετρικών σχημάτων. Με αυτές τις γνώσεις αντιλήφθηκαν, για παράδειγμα, ότι η Γη είναι σφαιρική και μάλιστα υπολόγισαν και την ακτίνα της.
 
Είναι σίγουρα αξιοπερίεργο γιατί ένας πολιτισμός που ήταν σε θέση να διατυπώσει ένα θεώρημα όπως η πρόταση υπ’ αριθμ. 29 του βιβλίου I των Στοιχείων του Ευκλείδη -«όταν μια ευθεία τέμνει δύο παράλληλες ευθείες, οι εντός εναλλάξ γωνίες που σχηματίζονται είναι ίσες, οι εντός, εκτός και επί τα αυτά γωνίες είναι ίσες, και οι εντός και επί τα αυτά γωνίες είναι ίσες με το άθροισμα δύο ορθών γωνιών»- δεν δημιούργησε και μια θεωρία που να αποδεικνύει ότι αν ρίξουμε δυο ζάρια δεν είναι και τόσο συνετό να στοιχηματίσουμε στο ενδεχόμενο να φέρουν και τα δύο έξι.
 
Οι Έλληνες βέβαια, δεν είχαν ούτε ζάρια. Ωστόσο, είχαν ροπή προς τα τυχερά παιχνίδια. Διέθεταν επίσης άφθονα κουφάρια ζώων, κι έτσι έριχναν «αστραγάλους» από διάφορα ζώα, δηλαδή μικρά οστά από τη φτέρνα του ζώου. Ο αστράγαλος έχει έξι έδρες, όμως μόνο οι τέσσερεις είναι αρκετά ευσταθείς ώστε να μπορεί να σταθεί το οστό σε μία από αυτές.
 
Σύγχρονοι ερευνητές επισημαίνουν ότι, λόγω της κατασκευής του οστού, η πιθανότητα να σταθεί σε καθεμία από τις τέσσερεις αυτές έδρες δεν είναι η ίδια: δύο από τις έδρες έχουν πιθανότητα περίπου 10% η καθεμιά και οι άλλες δύο έχουν πιθανότητα από 40%. Σ’ ένα συνηθισμένο παιχνίδι ρίχνονταν τέσσερεις αστράγαλοι. Το αποτέλεσμα που εθεωρείτο καλύτερο ήταν μεν σπάνιο, αλλά όχι το σπανιότερο: ήταν η περίπτωση όπου οι τέσσερεις αστράγαλοι στέκονταν σε διαφορετική έδρα ο καθένας. Ο συνδυασμός αυτός ονομαζόταν «βολή της Αφροδίτης» και είχε πιθανότητα περίπου 384 στις 10.000. Οι Έλληνες, ωστόσο, που δεν διέθεταν κάποια θεωρία της τυχαιότητας, δεν το γνώριζαν αυτό.
 
Οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τους αστραγάλους και όταν έθεταν ερωτήσεις στα μαντεία τους. Από τα μαντεία οι ερωτώντες λάμβαναν απαντήσεις που υποτίθεται ότι ήταν τα λόγια των θεών. Πολλές σημαντικές επιλογές που έκαναν εξέχοντες Έλληνες βασίζονταν στις συμβουλές των μαντείων, όπως μαρτυρεί ο ιστορικός Ηρόδοτος, αλλά και συγγραφείς όπως ο Όμηρος, ο Αισχύλος και ο Σοφοκλής. Ωστόσο, παρά τη σημασία της ρίψης αστραγάλων τόσο στα τυχερά παιχνίδια όσο και στη θρησκεία, οι Έλληνες δεν κατέβαλαν καμία προσπάθεια να κατανοήσουν τις κανονικότητες που διέπουν αυτές τις ρίψεις.
 
Γιατί οι Έλληνες δεν ανέπτυξαν κάποια θεωρία πιθανοτήτων;
Μια εξήγηση είναι πως πολλοί Έλληνες πίστευαν ότι το μέλλον εκτυλίσσεται σύμφωνα με τη θεϊκή βούληση. Αν το αποτέλεσμα μιας ρίψης αστραγάλων σήμαινε «παντρέψου τη γεροδεμένη Σπαρτιάτισσα που σε έβαλε κάτω σ’ εκείνο τον αγώνα πάλης πίσω από το σχολείο», ο νεαρός Έλληνας δεν θα θεωρούσε το αποτέλεσμα της ρίψης το ευτυχές (ή ατυχές) προϊόν μιας τυχαίας διεργασίας· θα θεωρούσε ότι είναι η βούληση των θεών. Με δεδομένη μια τέτοια θεώρηση, η κατανόηση της τυχαιότητας δεν θα είχε νόημα. Κατά συνέπεια, η μαθηματική πρόβλεψή της θα φαινόταν αδύνατη.
 
Μια άλλη εξήγηση μπορεί να βρίσκεται στην ίδια τη φιλοσοφική αντίληψη που έκανε τους Έλληνες τόσο μεγάλους μαθηματικούς: είχαν εμμονή με την απόλυτη αλήθεια, η οποία αποδεικνύεται μέσω της λογικής και των αξιωμάτων, και αντιπαθούσαν τις αβέβαιες αποφάνσεις. Στον Φαίδωνα του Πλάτωνα, για παράδειγμα, ο Σιμμίας λέει στον Σωκράτη ότι «τα επιχειρήματα που βασίζονται σε πιθανολογίες είναι παραπλανητικά» και προλαμβάνει το έργο των Κάνεμαν και Τβέρσκυ επισημαίνοντας ότι «εάν δεν χρησιμοποιηθούν με ιδιαίτερη προσοχή, ενδέχεται να εξαπατήσουν - τόσο στη γεωμετρία όσο και σε άλλα».
 
Στον Θεαίτητο, ο Σωκράτης λέει ότι ο μαθηματικός που «επιχειρηματολογεί σε θέματα γεωμετρίας βασιζόμενος σε πιθανότητες και εικοτολογίες δεν αξίζει τίποτα». Ωστόσο, ακόμα και οι Έλληνες που πίστευαν ότι όσοι ασχολούνταν με τις πιθανότητες άξιζαν κάτι ενδεχομένως να δυσκολεύονταν να συγκροτήσουν μια συνεπή θεωρία εκείνη την εποχή, προτού δηλαδή καθιερωθεί η συστηματική τήρηση αρχείων, διότι οι άνθρωποι έχουν, ως γνωστόν, εξαιρετικά φτωχή μνήμη όταν προβαίνουν σε εκτίμηση της συχνότητας -συνεπώς και της πιθανότητας- συμβάντων του παρελθόντος.

Το αίσθημα του ανικανοποίητου: Αναζητώντας διαρκώς το «κάτι άλλο»

Κάτι παραπάνω. Λίγο ακόμα. Επιθυμίες, στόχοι, φαντασιώσεις και κάθε φορά μεγαλύτερες προσδοκίες. Κάποιες φορές η τελειομανία και η ανάγκη μας για την εκπλήρωση αυτού που έχουμε φανταστεί καταλήγει να μας ματαιώνει. Ακόμα και στις περιπτώσεις που τα πράγματα πάνε κατ’ ευχήν, εμείς ζητάμε κι άλλο, περισσότερο. Η «φωνή» του παιδιού που έχουμε μέσα μας αδυνατεί να καταλάβει τον κόσμο των ενηλίκων ο οποίος ενέχει προσπάθεια, κόπο, δυσκολίες, συνεχείς απογοητεύσεις και αλλαγές.

Σαφώς όλοι μας έχουμε όνειρα τα οποία συνήθως ακολουθούνται από στόχους τους οποίους θέλουμε να πετύχουμε για να εκπληρώσουμε το εκάστοτε όνειρό μας. Αρκετές φορές, οι μη ρεαλιστικοί στόχοι οδηγούν σε μη ρεαλιστικά αποτελέσματα και κατ’ επέκταση σε δυσάρεστα συναισθήματα, και κυρίως στο αίσθημα μη ικανοποίησης. Το ζητούμενο φυσικά δεν είναι να πάψουμε να ονειρευόμαστε και να προσδοκούμε αλλά να μπορούμε να αναγνωρίζουμε και να βιώνουμε ικανοποίηση.

Αιτίες

Το αίσθημα του ανικανοποίητου, κοιτάζοντας λίγο πίσω, αποτελεί απότοκο των πρώτων χρόνων της ζωής μας. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι γονείς και γενικά οι πρώτοι φροντιστές ενός παιδιού, τείνουν να συσχετίζουν την «παροχή» αγάπης με την αποδοτικότητα του παιδιού. Έχουν υψηλές απαιτήσεις στις οποίες, μόνο και εφόσον το παιδί ανταποκρίνεται «επιβραβεύεται» με την αγάπη τους.

Έτσι στην ενήλικη ζωή, ενός τέτοιου παιδιού, η αναπλήρωση των συναισθημάτων που δεν βίωσε γι’ αυτό που ήταν αλλά γι’ αυτό που θα έπρεπε να κάνει, έρχεται με το αίσθημα της μη ικανοποίησης και με αισθήματα αναξιότητας, έλλειψης αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης. Πιο συγκεκριμένα, όταν κάτι δεν γίνεται υπό το καθεστώς της «τελειότητας», αυτομάτως καταχωρείται ως αποτυχία. Η αποτυχία στη συνέχεια ξαναφέρνει το συναίσθημα του ανικανοποίητου, καθώς στο μυαλό του ατόμου μια αποτυχία ισοδυναμεί με αίσθημα αναξιότητας και κατωτερότητας.

Μεγαλώνοντας κάποιος σε ένα περιβάλλον όπου η προσφορά και η εκδήλωση συναισθημάτων έρχεται μόνο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, είναι σύνηθες επακόλουθο το να νιώθει ανάξιος και ανικανοποίητος. Όταν η φροντίδα από το άμεσο περιβάλλον του παιδιού έρχεται μόνο ως απάντηση σε «τέλειες» συμπεριφορές, αυτό οδηγεί σε μια συνεχή μάχη και στη ζωή του ως ενήλικα πλέον, για την απόκτηση μιας εντέλει εικονικής ικανοποίησης.

Διαχείριση

Το πρώτο βήμα για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε την αίσθηση του ανικανοποίητου είναι να παρατηρήσουμε τον εαυτό μας. Με αυτό τον τρόπο θα κατανοήσουμε καλύτερα ποιες είναι οι καταστάσεις και οι στιγμές στις οποίες ξεκινάμε να ματαιωνόμαστε και ξεκινούν οι δυσλειτουργικές σκέψεις. Ίσως συχνά να επαναλαμβάνεται ένα μοτίβο το οποίο όταν ανακαλύψουμε θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε περισσότερα για εμάς.

Εφόσον καταλάβουμε καλύτερα τον εαυτό μας διαπιστώνουμε και τι πραγματικά θέλουμε. Αυτό μας δίνει την αυτοπεποίθηση ώστε να μπορούμε να προσφέρουμε εμείς οι ίδιοι στον εαυτό μας αυτά που χρειαζόμαστε. Η ικανοποίηση σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό από την αυτοεξάρτηση, την αίσθηση ότι τα καταφέρνουμε και μόνοι μας χωρίς να περιμένουμε τα πάντα από τους άλλους.

Σημαντικό ρόλο στην αίσθηση ανικαποίητου παίζει και η «βιασύνη», η προβολή του εαυτού μας και της όποιας κατάστασης στο μέλλον. Ξεχνάμε ότι ο πραγματικός χρόνος είναι στο εδώ και τώρα. Οι φαντασιώσεις του μέλλοντος αλλά και οι εμμονές του παρελθόντος σαφώς και μας αποσυντονίζουν, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να εστιάσουμε στο παρόν και να ζήσουμε την στιγμή, να βιώσουμε ικανοποίηση.

Έχοντας το αίσθημα του ανικανοποίητου βρισκόμαστε διαρκώς σε κίνηση αναζητώντας συνεχώς και κάτι άλλο. Λανθασμένα, η παύση και η έλλειψη της συνεχούς ενασχόλησης με κάτι καινούριο, γίνεται ταυτόσημη της στασιμότητας. Αυτό εντέλει καταλήγει να μας εξαντλεί και κυρίως να μην επιφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Το «μυστικό» για να μπορούμε να είμαστε ικανοποιημένοι δεν είναι σαφώς ούτε η πλήρης αδράνεια, ούτε η συνεχής ενασχόληση με μια νέα δραστηριότητα κάθε φορά και η προσπάθεια να βρούμε πόσα πολλά λάθη κάναμε, και πόσες ατέλειες παρουσιάστηκαν, για να κατηγορήσουμε τον εαυτό μας. Χρειάζεται να αντέξουμε να μην κάνουμε «και κάτι ακόμα» βάζοντας και μια μικρή παύση εκεί που χρειάζεται.

Συνοψίζοντας, και ίσως αυτό που πρέπει να συγκρατήσουμε, είναι πως είναι θεμιτό και σχεδόν αναγκαίο να έχουμε όνειρα, προσδοκίες και να θέλουμε να τα εκπληρώσουμε. Δεν είναι απαραίτητο όμως να κατακτήσουμε το «απόλυτο» σε όλα. Υπάρχουν για καθέναν από εμάς συγκεκριμένα πράγματα στα οποία θα πετύχουμε και θα μας προσφέρουν «καρπούς» ηρεμίας και ευτυχίας.

Η υπερβολή και η έλλειψη μέτρου μετατρέπεται συνήθως σε βασανιστική ανάγκη, που διαταράσσει τη γαλήνη μας, και μπορεί μας οδηγήσει σε ένα ασταμάτητο μονοπάτι αναζήτησης εμπειριών. Αυτό τελικά μας κάνει να βιώνουμε όχι τα όνειρα μας, αλλά τις συντομογραφίες των ονείρων μας. Το ατέρμονο κυνήγι της ευτυχίας εξαντλεί και ματαιώνει. Η ευτυχία έρχεται από μέσα μας, και η ικανοποίηση και η ολοκλήρωσή μας προκύπτουν όταν κατακτήσουμε την ισορροπία αυτού που είμαστε και των όσων επιθυμούμε.

Γιατί τελικά, η ζωή, αυτό σου μαθαίνει…. ότι δεν λύνεται, κόβεται

Την στιγμή που θα πεις “έμαθα”, θα έρθει η ζωή να σου δείξει πως απλά νόμιζες πως έμαθες και υπάρχουν πολλά ακόμα που δεν είχε χρειαστεί (ακόμα) να μάθεις.

Την στιγμή που θα πεις “ξέρω”, θα έρθει η ζωή να σου δείξει με τον πιο τρανό τρόπο πως δεν ξέρεις τίποτα και όλα θα ανατραπούν με ένα ανοιγόκλεισμα των ματιών.

Την στιγμή που θα πεις “δεν θέλω άλλο”, θα ανακαλύψεις τις δυνάμεις μέσα σου κι όλα εκείνα που θα αντέξεις κι ας μην το θες. Κι ας μην τα θες.

Την στιγμή που θα πεις “έφτασα”, θα δεις πως απλά κάνεις μια στάση. Μια παύση πριν την επόμενη στροφή του δρόμου.

Κι άλλες φορές οι μέρες θα μοιάζουν σαν μια ατελείωτη βόλτα στο λούνα παρκ.
Μόνο που και το τρενάκι του τρόμου, στο λούνα παρκ είναι.
Έρχεται μια στιγμή που τους φόβους τους κοιτάς κατάματα.

Τους χαιρετίζεις, τους χαϊδεύεις, κάθεσαι και τους κερνάς μια ρακή κι αποφασίζεις πως ότι δεν λύνεται, κόβεται.

Και τότε, ελεύθερος και απαλλαγμένος από τα άλυτα, τα ανείπωτα και τα δειλά της ζωής…

Σηκώνεσαι, σκουπίζεις τις σκόνες από πάνω σου και συνεχίζεις…

Γιατί τελικά, η ζωή, αυτό σου μαθαίνει…. ότι δεν λύνεται, κόβεται.

Προμηθέας εναντίον Δία

Πώς έγινε η μοιρασιά ανάμεσα στους θεούς και στους ανθρώπους; Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η χρήση ωμής βίας ήταν αδιανόητη. Οι άνθρωποι είναι πολύ αδύναμοι, τους αγγίζεις και γίνονται σκόνη. Επιπλέον, οι αθάνατοι δεν μπορούν να συμφωνήσουν με τους θνητούς σε ισότιμη βάση. Επιβάλλεται λοιπόν μια λύση η οποία δε θα προκύψει ούτε από το δίκαιο του ισχυροτέρου ούτε από μια συνεννόηση μεταξύ ίσων. Για να βάλει σε εφαρμογή την αναγκαστικά μεσοβέζικη, παράδοξη αυτή διαδικασία, ο Δίας καλεί ένα πρόσωπο που ονομάζεται Προμηθέας. Αυτός έχει επίσης κάποια σχέση με τον αλλόκοτο τρόπο με τον οποίο θεοί και άνθρωποι θα ξεχωρίσουν και θα διευθετηθεί ο μεταξύ τους ανταγωνισμός. Γιατί ο Προμηθέας είναι το κατάλληλο πρόσωπο; Διότι η θέση του στον κόσμο των θεών είναι διφορούμενη, απροσδιόριστη, παράδοξη. Τον ονομάζουν Τιτάνα. Στην πραγματικότητα είναι γιος του Ιαπετού, του αδελφού του Κρόνου. Ο Προμηθέας λοιπόν δεν είναι ο ίδιος Τιτάνας, δεν είναι όμως και ολύμπιος θεός, διότι ανήκει σε διαφορετική γενιά. Είναι σπορά των Τιτάνων, όπως και ο αδελφός του ο Άτλας, τον οποίο επίσης θα τιμωρήσει ο Δίας. Ο Προμηθέας είναι πνεύμα αντιλογίας, πονηρός και απείθαρχος, έτοιμος πάντα για κριτική. Γιατί ο Δίας του αναθέτει να διευθετήσει την υπόθεση αυτή; Διότι όντας Τιτάνας χωρίς να είναι ακριβώς Τιτάνας, ο Προμηθέας δεν πολέμησε στο πλευρό των Τιτάνων ενάντια στον Δία. Κράτησε ουδέτερη στάση, δεν έλαβε μέρος στη μάχη. Πολλές παραδόσεις μάλιστα αναφέρουν ότι ο Προμηθέας βοήθησε τον Δία και ότι χωρίς τις συμβουλές που του έδωσε —όντας πολυμήχανος και πανούργος— ο Δίας δε θα τα είχε καταφέρει. Σύμμαχος αλλά όχι οπαδός: δεν έχει προσχωρήσει στο στρατόπεδο του Δία, είναι αυτόνομος, ενεργεί για λογαριασμό του και μόνο. Ο Δίας και ο Προμηθέας έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά σε επίπεδο ευφυΐας και πνεύματος. Χαρακτηριστικό και των δύο είναι η οξύνοια και η διορατικότητα, είναι πολυμήχανοι, μια ιδιότητα την οποία στους θεούς συμβολίζει η Αθηνά και στους θνητούς ο Οδυσσέας. 0 πολυμήχανος άνθρωπος καταφέρνει και γλιτώνει ακόμα και στις πιο απελπιστικές καταστάσεις, βρίσκει λύση όταν τα πράγματα φτάνουν σε αδιέξοδο και, για να υλοποιήσει τα σχέδιά του, δε διστάζει να πει ψέματα, να στήσει παγίδες στον αντίπαλο και να χρησιμοποιήσει κάθε λογής πονηριά. Έχουν το κοινό αυτό χαρακτηριστικό. Και την ίδια στιγμή τους χωρίζει μια άβυσσος. Ο Δίας είναι ο βασιλιάς, ο κυρίαρχος που συγκεντρώνει στα χέρια του όλη την εξουσία. Στο πεδίο αυτό, ο Προμηθέας δεν ανταγωνίζεται διόλου το Δία. Οι Τιτάνες ήταν οι αντίπαλοι των Ολυμπίων και ο Κρόνος ο αντίπαλος του Δία, ο οποίος επιθυμούσε να διατηρήσει την εξουσία του όταν ο Δίας επεδίωκε να του πάρει τη θέση. Του Προμηθέα ούτε του πέρασε ποτέ από το νου να γίνει βασιλιάς, επ’ ουδενί δεν ανταγωνίζεται το Δία. 0 Προμηθέας ανήκει βεβαίως στον κόσμο που δημιούργησε ο Δίας, τον κόσμο της μοιρασιάς, έναν κόσμο ιεραρχημένο, διαστρωματωμένο με βάση τις διάφορες θέσεις και τιμές· η θέση του όμως δεν είναι προσδιορισμένη με σαφήνεια. Και θα γίνει ακόμα πιο πολύπλοκη όταν ο Δίας θα τον καταδικάσει και θα τον αλυσοδέσει, προτού τον ελευθερώσει και συμφιλιωθεί μαζί του. Το γεγονός αυτό αποτελεί μια ταλάντευση στο προσωπικό του πεπρωμένο, μια παλινδρόμηση ανάμεσα στην εχθρότητα και την ομόνοια. Θα μπορούσαμε με δυο λόγια να πούμε ότι ο Προμηθέας εκφράζει, μέσα στο συγκροτημένο αυτό σύμπαν, την εσωτερική αμφισβήτηση. Δε θέλει να πάρει τη θέση του Δία, αλλά, μέσα στην τάξη που αυτός έχει εγκαθιδρύσει, είναι μια χαμηλόφωνη αμφισβήτηση, κάτι σαν Μάης του ’68 στον Όλυμπο, στους κόλπους του θεϊκού κόσμου. Η σχέση του Προμηθέα με τους ανθρώπους είναι σχέση συνενοχής, η φύση τους είναι κοινή. Η θέση του προσεγγίζει τη θέση των ανθρώπων, οι οποίοι επίσης είναι αμφίσημα πλάσματα, η μια πλευρά τους είναι θεϊκή —μοιράζονταν αρχικά την ύπαρξή τους με τους θεούς— και η άλλη ζωώδης, κτηνώδης. Και οι άνθρωποι και ο Προμηθέας έχουν λοιπόν κάποιες αντιφατικές πλευρές.

Ας δούμε λοιπόν τη σκηνή. Ως συνήθως, συγκεντρώνονται οι θεοί και οι άνθρωποι. Ο Δίας κάθεται στην πρώτη σειρά και αναθέτει τη μοιρασιά στον Προμηθέα. Τι πρόκειται να κάνει εκείνος; Φέρνει ένα μεγάλο βόδι, έναν υπέροχο ταύρο, τον σφάζει και στη συνέχεια τον τεμαχίζει. Χωρίζει τα κομμάτια του σε δύο και όχι σε τρία μέρη. Το καθένα, έτσι όπως το έχει ετοιμάσει ο Προμηθέας, εκφράζει τη θέση των θεών και των ανθρώπων αντίστοιχα. Στα όρια του διαχωρισμού αυτού θα χαραχτεί, δηλαδή, η γραμμή που θα χωρίζει τους ανθρώπους από τους θεούς. Τι κάνει ο Προμηθέας; Ακολουθεί τη συνήθη διαδικασία της ελληνικής θυσίας: σφάζουμε το ζώο, το γδέρνουμε, και μετά αρχίζουμε να το τεμαχίζουμε. Ένα από τα πρώτα πράγματα που κάνουμε ειδικότερα είναι ότι ξεχωρίζουμε τα μακριά κόκαλα, τα κόκαλα των πίσω και των μπροστινών ποδιών, τα λευκά οστέα, και τα καθαρίζουμε εντελώς από το κρέας. Αφού τελείωσε αυτή τη δουλειά, ο Προμηθέας μάζεψε όλα τα λευκά οστά του ζώου. Τα έκανε ένα σωρό και τύλιξε το μερίδιο αυτό με ένα λεπτό, λευκό στρώμα λαχταριστό ξίγκι. Έχει φτιάξει λοιπόν το πρώτο δέμα. Στη συνέχεια ο Προμηθέας φτιάχνει και το δεύτερο, όπου βάζει όλα τα κρέατα, τις σάρκες, όλα τα κομμάτια του ζώου που τρώγονται. Αυτό το δέμα, μαζί με την πέτσα που περιβάλλει κάθε φαγώσιμο κομμάτι του ζώου, το βάζει στη συνέχεια μέσα στη γαστέρα του ζώου, στο στομάχι του, στη γλοιώδη, άσχημη, αποκρουστική στην όψη βοϊδοκοιλιά. Έχουμε λοιπόν την εξής μοιρασιά: το λευκό, λαχταριστό ξίγκι καλύπτει απλώς κόκαλα λευκά, χωρίς καθόλου κρέας, και η ελάχιστα ορεκτική βοϊδοκοιλιά περιέχει όλα τα κομμάτια του ζώου που τρώγονται. Ο Προμηθέας φέρνει τα δυο δέματα στο τραπέζι, μπροστά στο Δία. Αναλόγως με τη δική του επιλογή, θα χαραχτεί το όριο μεταξύ ανθρώπων και θεών. Ο Δίας κοιτάζει τις δυο μερίδες και λέει: «Προμηθέα δόλιε και παμπόνηρε, η μοιρασιά σου είναι άνιση!». Ο Προμηθέας τον κοιτάζει υπομειδιώντας. Ο Δίας, φυσικά, διέβλεψε εξαρχής την πονηριά, αποδέχεται όμως τους κανόνες του παιχνιδιού. Του προτείνουν να διαλέξει πρώτος και δέχεται. Με ύφος απόλυτα ικανοποιημένο παίρνει λοιπόν την πιο όμορφη μερίδα, το δέμα με το λευκό, λαχταριστό ξίγκι. Όλος ο κόσμος τον κοιτάζει, εκείνος ανοίγει το δέμα και ανακαλύπτει τα λευκά οστά, χωρίς καθόλου κρέας πάνω τους. Τότε λοιπόν τον Δία τον πιάνει λύσσα φοβερή ενάντια σ’ αυτόν που πήγε να τον γελάσει. Έτσι τελειώνει η πρώτη πράξη της ιστορίας αυτής, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον τρεις. Με το τέλος του συγκεκριμένου επεισοδίου, ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι σχετίζονται με τους θεούς έχει καθοριστεί, είναι η θυσία, σαν αυτήν που τέλεσε ο Προμηθέας τεμαχίζοντας το ζώο. Στο βωμό, έξω από το ναό, καίγονται θυμιάματα που βγάζουν ευωδιαστό καπνό, και στη συνέχεια πάνω τους τοποθετούνται τα λευκά οστά. Το μερίδιο των θεών είναι τα λευκά οστά, τυλιγμένα μέσα σε ξίγκι γυαλιστερό, και ανεβαίνουν, ως καπνός, στον ουρανό. Οι άνθρωποι, από την άλλη, παίρνουν το υπόλοιπο ζώο, το ψήνουν ή το βράζουν και το τρώνε. Περνάνε σε μακριές σιδερένιες ή χάλκινες σούβλες κομμάτια κρέας, ειδικά το συκώτι του ζώου και άλλα λαχταριστά κομμάτια, και τα ψήνουν στη φωτιά. Κάποια άλλα κομμάτια, πάλι, τα βάζουν σε μεγάλα καζάνια και τα βράζουν. Άλλα κομμάτια λοιπόν τα ψήνουν, άλλα τα βράζουν: οι άνθρωποι θα πρέπει να τρώνε από δω και πέρα το κρέας των ζώων που θυσιάζουν και να στέλνουν στους θεούς το δικό τους μερίδιο, δηλαδή τον ευωδιαστό καπνό. Η ιστορία αυτή είναι εκπληκτική, αφού δείχνει, όπως φαίνεται, ότι ο Προμηθέας μπόρεσε να γελάσει το Δία, δίνοντας στους ανθρώπους το καλύτερο μερίδιο του σφάγιου. Ο Προμηθέας προσφέρει στους ανθρώπους το κομμάτι του ζώου που τρώγεται, συγκαλυμμένο, κρυμμένο, ώστε να μοιάζει μη βρώσιμο, κάτω από μια όψη αποκρουστική και στους θεούς εκείνο το μέρος που δεν τρώγεται, τυλιγμένο, κρυμμένο, καλυμμένο από ένα στρώμα λαχταριστού και γυαλιστερού λίπους. Η μοιρασιά που κάνει δεν είναι τίμια, αφού τα φαινόμενα απατούν. Το καλό κρύβεται μέσα στην ασχήμια και το κακό παρουσιάζεται ως όμορφο. Έδωσε όμως στα αλήθεια στους ανθρώπους το καλύτερο μερίδιο; Και ως προς αυτό, επικρατεί αμφισημία. Είναι βέβαιο ότι οι άνθρωποι παίρνουν το βρώσιμο μέρος του ζώου, επειδή όμως είναι θνητοί και έχουν ανάγκη την τροφή. Η μοίρα τους είναι η αντίθετη από τη μοίρα των θεών, ζουν μόνο στο βαθμό που διαρκώς τρέφονται. Οι άνθρωποι δεν είναι αυτάρκεις, είναι αναγκασμένοι να αντλούν την ενέργεια που χρειάζονται από τον περιβάλλοντα κόσμο, διαφορετικά πεθαίνουν. Οι άνθρωποι προσδιορίζονται από το γεγονός ότι τρέφονται με ψωμί και με το κρέας των θυσιών και πίνουν το κρασί που βγαίνει από το αμπέλι. Οι θεοί δεν έχουν ανάγκη την τροφή. Το ψωμί, το κρασί, η σάρκα των σφαγίων, όλα αυτά τούς είναι άγνωστα. Ζούνε χωρίς να τρέφονται, καταναλώνοντας μόνο κάποιες ψευδοτροφές, όπως το νέκταρ και η αμβροσία, η τροφή των αθανάτων. Η ζωτικότητα των θεών είναι λοιπόν διαφορετικής υφής από των ανθρώπων. Η ανθρώπινη ζωτικότητα είναι κατώτερη, το ίδιο και η ύπαρξη και η δύναμή τους: μια ενέργεια με διακυμάνσεις. Πρέπει συνεχώς να τη συντηρούν. Ένα ανθρώπινο πλάσμα, μόλις καταβάλει μια προσπάθεια, αισθάνεται κούραση, εξάντληση, πείνα. Με άλλα λόγια, στη μοιρασιά που έκανε ο Προμηθέας, το καλύτερο μερίδιο τελικά είναι αυτό που κρύβει κάτω από μια όψη λαχταριστή, τα γυμνά κόκαλα. Πράγματι, τα λευκά οστά συμβολίζουν ό,τι πραγματικά πολύτιμο, μη θνητό διαθέτει το ζώο ή το ανθρώπινο πλάσμα τα κόκαλα δε λιώνουν, συγκροτούν την αρχιτεκτονική του σώματος. Η σάρκα διαλύεται, αποσυντίθεται, ενώ ο σκελετός αποτελεί το σταθερό στοιχείο. Είναι το μέρος του ζώου που δεν τρώγεται, το κομμάτι του που δεν είναι θνητό, που παραμένει αμετάβλητο, που προσεγγίζει, συνεπώς, περισσότερο τη θεϊκή φύση. Αυτοί που έπλασαν τις ιστορίες αυτές θεωρούσαν τα κόκαλα εξαιρετικά σημαντικά για έναν ακόμη λόγο, επειδή περιέχουν το μεδούλι, το υγρό αυτό που οι Έλληνες πιστεύουν ότι σχετίζεται με τον εγκέφαλο, όπως επίσης και με το σπέρμα του άντρα. Το μεδούλι εκφράζει τη συνέχεια της ζωτικότητας ενός ζώου μέσα από τη διαδοχή των γενεών, διασφαλίζει τη γονιμότητα και την ύπαρξη απογόνων. Αποτελεί σημάδι ότι κάποιος δεν είναι μόνος και έρημος αλλά έχει τέκνα. Με όλο αυτό το θέατρο που επινόησε ο Προμηθέας, στους θεούς προσφέρεται τελικά η ζωτικότητα του ζώου, ενώ οι άνθρωποι παίρνουν το κρέας, το νεκρό ζώο δηλαδή. Οι άνθρωποι είναι αναγκασμένοι να τρέφονται με κομμάτια νεκρού ζώου με τη μοιρασιά αυτή, η θνητότητα σφραγίζει καταλυτικά τη μοίρα τους. Οι άνθρωποι από δω και μπρος θα είναι θνητοί, εφήμεροι, σε αντίθεση με τους θεούς, που δεν είναι θνητοί. Η συγκεκριμένη μοιρασιά της τροφής έθεσε τη σφραγίδα της θνητότητας στους ανθρώπους και, αντίστοιχα, τη σφραγίδα της αθανασίας στους θεούς. Όπως πολύ σωστά είχε διαβλέψει ο Δίας. Αν ο Προμηθέας είχε μοιράσει απλώς το ζώο στα δύο και έβαζε από τη μια μεριά τα κόκαλα και από την άλλη το κρέας, τότε ο Δίας θα μπορούσε να επιλέξει τα κόκαλα και τη ζωή του ζώου. Έτσι όμως που ήταν όλα παραπλανητικά, κάτω από μια απατηλή όψη, καθώς δηλαδή ήταν το κρέας κρυμμένο μέσα στη γαστέρα, στην κοιλιά του ζώου, και τα κόκαλα ήταν σκεπασμένα με γυαλιστερό λίπος, ο Δίας είδε ότι ο Προμηθέας πήγαινε να τον γελάσει. Και αποφάσισε να τον τιμωρήσει. Φυσικά, στη μάχη αυτή των τεχνασμάτων ανάμεσα στο Δία και τον Τιτάνα, ο ένας προσπαθεί να εξαπατήσει τον άλλον, είναι αντίπαλοι όπως σε μια παρτίδα σκάκι, ο καθένας παίζει μπαμπέσικα για να φέρει τον άλλον σε δύσκολη θέση και να κάνει ρουά και ματ. Στη σύγκρουση αυτή, νικητής βγαίνει τελικά ο Δίας· τουλάχιστον, όμως, ο Τιτάνας, με τις πονηριές του, τον έχει κλονίσει.

Επηρεάζει το περιβάλλον μας τους εγκεφάλους μας;

Ερευνητές από το Charité, ένα από τα μεγαλύτερα πανεπιστημιακά νοσοκομεία της Ευρώπης, στο Βερολίνο, έδειξαν ότι τροποποιήσεις στη δομή ενός ειδικού γονιδίου έχουν αρνητική επίδραση στα ατομικά τεστ επιδόσεων. Αυτό υποδεικνύει ότι περιβαλλοντικά επαγόμενες επιγενετικές αλλαγές στο γενετικό μας υλικό έχει μεγαλύτερη επίδραση στην ευφυΐα από ότι θεωρείτο προηγουμένως. Τα αποτελέσματα από αυτή τη μελέτη δημοσιεύθηκαν στο Translational Psychiatry.

Το άγχος και οι δυσμενείς εμπειρίες της ζωής είναι παραδείγματα περιβαλλοντικών παραγόντων που μπορούν να επηρεάσουν της γονιδιακή δραστηριότητα, οδηγώντας σε δομικές αλλαγές στο γενετικό μας υλικό (το γονιδίωμα). Αυτές οι «επιγενετικές αλλαγές» επιτρέπουν το ανθρώπινο γονιδίωμα να προσαρμόζεται στο περιβάλλον του, επιτρέποντας το DNA μας να μεταβιβαστεί στην επόμενη γενιά των κυττάρων, καθώς και τη μεταβίβαση πληροφορίας που προσδιορίζει εάν και κάτω από ποιες συνθήκες, ένα συγκεκριμένο γονίδιο θα ενεργοποιηθεί.

Η μελέτη ήταν υπό την καθοδήγηση του Dr. Jakob Kaminski και του Καθηγητή Dr. Andreas Heinz του Τμήματος Ψυχιατρικής και Ψυχοθεραπείας του Charité. Η διεθνής ομάδα των ερευνητών συνέκρινε τα αποτελέσματα των τεστ IQ για 1500 εφήβων με επιγενετικές τροποποιήσεις. Η μελέτη εστίασε στον έλεγχο γονιδίων που είναι σημαντικά στη μετάδοση σήματος που βασίζεται στην ντοπαμίνη (νευροδιαβίβαση ντοπαμίνης). Η ντοπαμίνη παίζει σημαντικό ρόλο στο σύστημα επιβράβευσης του εγκεφάλου και είναι κρίσιμος παράγοντας στην διαμόρφωση της παρόρμησης και στην παρότρυνση ενός ατόμου. Οι ερευνητές μπόρεσαν να δείξουν σύνδεση μεταξύ της επιγενετικής ρύθμισης της νευροδιαβίβασης ντοπαμίνης και της επίδοσης σε τεστ IQ ενός ατόμου. Η επιγενετική τροποποίηση προέκυψε με το να «σιωπήσει» το γονίδιο υποδοχέας της ντοπαμίνης: οι νευρώνες έφεραν λιγότερους υποδοχείς ντοπαμίνης και η μετάδοση του σήματος μειώθηκε. Σε αυτή την μελέτη, η αποσιώπηση του γονιδίου συνοδεύτηκε με χαμηλότερες επιδόσεις στο τεστ IQ.

Σχολιάζοντας επί των αποτελεσμάτων της μελέτης ο Dr. Kaminski εξηγεί: «Είχαμε τη δυνατότητα προηγουμένως να παρατηρήσουμε συνδέσεις μεταξύ άγχους και γνωστικής επίδοσης, ιδιαίτερα σε σχέση με τη δραστηριότητα του ελεγχόμενου από τη ντοπαμίνη συστήματος ανταμοιβής. Τώρα, η περιβαλλοντικά επαγόμενη δραστηριότητα του γονιδίου εντάσσεται στις τάξεις άλλων παραγόντων γνωστών για το ότι επηρεάζουν τη επίδοση σε τεστ IQ, όπως η φτώχεια και η γενετική κατάσταση. Στη μελέτη αυτή, μπορέσαμε να παρατηρήσουμε πώς οι ατομικές διαφορές στα αποτελέσματα των τεστ IQ συνδέονται τόσο με τις επιγενετικές αλλαγές όσο και με τις διαφορές στην εγκεφαλική δραστηριότητα που συνδέονται με τις περιβαλλοντικές επιδράσεις». Οι ερευνητές ελπίζουν να πραγματοποιήσουν περισσότερες σε βάθος μελέτες για να προσδιορίσουν την έκταση των περιβαλλοντικά επαγόμενων νευροβιολογικών τροποποιήσεων, καθώς και το βαθμό που αυτές οι τροποποιήσεις επηρεάζουν την επίδοση σε τεστ IQ.

Οι πέντε στρατηγικοί στόχοι της NASA για την Σελήνη και τον Άρη

Τα σχέδιά της για μια «βιώσιμη καμπάνια» για επιστροφή στη Σελήνη και αποστολή στη συνέχεια στον Άρη παρουσίασε η (NASA. Τον Δεκέμβριο του 2017, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ είχε υπογράψει τη Space Policy Directive-1 , με την οποία ζητούσε από τη NASA να «ηγηθεί ενός καινοτόμου και βιώσιμου προγράμματος εξερεύνησης, με ιδιώτες/εμπορικούς και διεθνείς εταίρους για να γίνει δυνατή η επέκταση της ανθρωπότητας ανά το ηλιακό σύστημα και να φέρει στη Γη νέα γνώση και ευκαιρίες».
 
Σε αυτό το πλαίσιο, η NASA πρόσφατα υπέβαλε στο Κογκρέσο σχετικό σχέδιο για την επίτευξη αυτού του στόχου. Η National Space Exploration Campaign ζητά επανδρωμένες και ρομποτικές εξερευνητικές αποστολές, για την επέκταση των γνώσεων για το διάστημα και την επιστημονική μελέτη φυσικών φαινομένων στη Γη, άλλων κόσμων και του σύμπαντος. 
 
Οι στρατηγικοί στόχοι είναι πέντε:
  1. Μεταβίβαση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων διαστημικών πτήσεων σε χαμηλή τροχιά σε εμπορικού τύπου δραστηριότητες που υποστηρίζουν τηNASA και τις ανάγκες ανάδειξης μιας αγοράς του ιδιωτικού τομέα.
  2. Την «ανάπτυξη και εγκατάσταση» δυνατοτήτων που υποστηρίζουν δραστηριότητες στη Σελήνη.
  3. Την τόνωση της επιστημονικής έρευνας και ανακάλυψης σεληνιακών πόρων μέσω σειράς ρομποτικών αποστολών.
  4. Την επιστροφή Αμερικανών αστροναυτών στη Σελήνη για συντονισμένη εκστρατεία εξερεύνησης.
  5. Την υπόδειξη/ επίδειξη των δυνατοτήτων που απαιτούνται για επανδρωμένες αποστολές στον Άρη και αλλού.
Στο πλαίσιο αυτών των στόχων προβλέπεται πως ο Διεθνής Διαστημικός Σταθμός θα συνεχίσει να παίζει σημαντικό ρόλο, με το μοντέλο να περιλαμβάνει έναν βαθμό ιδιωτικοποίησης/ ιδιωτικών δραστηριοτήτων, καθώς και επέκταση των συνεργασιών με ιδιωτικές εταιρείες για ανάπτυξη και επίδειξη τεχνολογιών. Ο σταθμός θα συνεχίσει να διαδραματίζει βασικό ρόλο ως πλατφόρμα μακράς παραμονής στο διάστημα ως το 2024 τουλάχιστον.
 
Όσον αφορά στη Σελήνη, θεωρείται από τη NASA θεμελιώδες κομμάτι του παρελθόντος και του παρόντος της Γης- μια «ήπειρος έξω από τον πλανήτη, που μπορεί να έχει πολύτιμους πόρους για να υποστηρίξει τη διαστημική δραστηριότητα, και επιστημονικούς θησαυρούς που μπορεί να μας πουν περισσότερα για τον ίδιο μας τον πλανήτη». Οι σχεδιασμοί περιλαμβάνουν πλάνα για αποστολή Αμερικανών αστροναυτών σε τροχιά γύρω από τη Σελήνη από το 2023, και προσελήνωση μέχρι το τέλος της δεκαετίας.
 
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και το Gateway, μια πλατφόρμα σε τροχιά γύρω από τη Σελήνη- ένας σταθμός που θα φιλοξενεί αστροναύτες, μακρύτερα από τη Γη από ποτέ άλλοτε. Εκεί θα γίνουν οι ετοιμασίες για τη μετάβαση στο βαθύ διάστημα, με δοκιμές τεχνολογιών και ανάπτυξη υποδομών εν όψει της αποστολής στον Άρη- καθώς και μελέτη των επιπτώσεων που έχει σε ζωντανούς οργανισμούς η μακροχρόνια παραμονή στο διάστημα. Σημειώνεται πως κάποια κομμάτια του Gateway είναι ήδη υπό κατασκευή σε κέντρα της NASA ανά τις ΗΠΑ. Το Gateway θα συναρμολογηθεί στο διάστημα, και το πρώτο του κομμάτι θα εκτοξευτεί το 2022.
 
Ως προς την πρώτη επανδρωμένη αποστολή στον Άρη- ένα επίτευγμα κομβικής σημασίας για την ανθρωπότητα- η NASA υπογραμμίζει πως κάποια μέρη της σχετικής «καμπάνιας» είναι ήδη σε εξέλιξη, δεδομένου και του ότι η αμερικανική διαστημική υπηρεσία ηγείται της εξερεύνησης του Κόκκινου Πλανήτη με ρομποτικά μέσα. Οι επανδρωμένες αποστολές σχεδιάζεται να αρχίσουν τη δεκαετία του 2030, με αποκορύφωμα προσεδάφιση- σε ένα εγχείρημα που θα υποστηρίζεται από όλη τη δουλειά που θα έχει γίνει στη Σελήνη.

Σπάρτη: Η βουλή των γερόντων

Στα αρχαία χρόνια, πλάι στους ηγεμόνες παραστεκόταν στην Ελλάδα με δικαιοδοσία συμβουλευτική η βουλή των γερόντων. Δεν την αποτελούσαν μονάχα γέροι, αλλά και οι αρχηγοί των πόλεων. Στη Σπάρτη και σε πολλές δωρικές πόλεις η Γερουσία ήταν ανώτερο πολιτικό σώμα, που ασκούσε καθήκοντα βουλευτικά και δικαστικά.

Πιο συγκεκριμένα: Η Γερουσία ήταν ένα σώμα 28 ανδρών, ηλικίας από 60 ετών και πάνω (οπότε και ολοκληρωνόταν η στρατιωτική θητεία), που εκλέγονταν διά βίου από την Απέλλα. Μέλη της ήταν ακόμη οι δύο βασιλιάδες, οπότε συνολικά απαρτιζόταν από 30 άτομα.

Κύριο κριτήριο επιλογής τους ήταν η στρατιωτική τους αρετή. Αν και πρακτικά οποιοσδήποτε από τους ελεύθερους πολίτες της Σπάρτης, ανεξάρτητα από περιουσία ή κοινωνική θέση, μπορούσε να εκλεγεί, κατά παράδοση στη Γερουσία άνηκαν άτομα από παλιές αριστοκρατικές οικογένειες.

Η εκλογή στη Γερουσία θεωρείτο μεγάλη τιμή, που απολάμβαναν οι πιο αξιόλογοι άνδρες (καλοί κἀγαθοί ). Ο Ισοκράτης αναφέρει ότι ο Λυκούργος όρισε να γίνεται η εκλογή τους με την ίδια φροντίδα που κάποτε εξέλεγαν οι Αθηναίοι τα μέλη του Αρείου Πάγου. Μετά το θάνατο ενός μέλους, οι υποψήφιοι διάδοχοί του εμφανίζονταν ο ένας μετά τον άλλον μπροστά στην Απέλλα, που συνεδρίαζε γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό και που εκδήλωνε την προτίμησή της διά βοής ανάλογης έντασης. Οι αιρετοί κριτές της διαδικασίας αυτής άκουγαν από κάποιο παρακείμενο οίκημα τις φωνές χωρίς να βλέπουν τον κρινόμενο υποψήφιο.

Έτσι αναγόρευαν σε «γέροντα» εκείνον τον υποψήφιο που ήταν αποδέκτης της πιο έντονης βοής. Αν και κάποιος θα μπορούσε να θεωρήσει τον ασυνήθιστο αυτό τρόπο εκλογής αρκετά δίκαιο, ορισμένοι αρχαίοι συγγραφείς (όπως ο Αριστοτέλης), τον θεωρούν αβέβαιο στην καλύτερη των περιπτώσεων.

Η Γερουσία έπαιζε σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή του κράτους, έχοντας την εξουσία να προετοιμάζει τους νόμους προς ψήφιση, καθώς και τη νομοθετική πρωτοβουλία. Ακόμη, τα μέλη της μπορούσαν να ασκήσουν βέτο στις αποφάσεις της Απέλλας, ίσως σε μια εποχή όπου οι έφοροι είχαν επίσης νομοθετικές αρμοδιότητες. Σε γενικές γραμμές ήταν σώμα υπεύθυνο για την εσωτερική πολιτική και δεν ελεγχόταν από κανέναν για τις αποφάσεις του.

Επίσης η Γερουσία αποτελούσε την ανώτατη δικαστική αρχή, που δίκαζε τις ποινικές υποθέσεις και είχε τη δυνατότητα να επιβάλλει τη θανατική ποινή ή την απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων του ατόμου. Σε συνδυασμό με τους εφόρους, τα μέλη της Γερουσίας μπορούσαν ακόμη και να ασκήσουν κριτική στους βασιλείς…

Αρχαία Ελληνική Κωμωδία: Θέματα -Τυπικά στοιχεία της Αρχαίας Κωμωδίας: Λαϊκός χαρακτήρας

1. Τα χοντρά χωρατά και τα τσουχτερά πειράγματα, τα σεξουαλικά ανοιχτόλογα, οι άσεμνες κινήσεις και τα καραγκιοζλίκια των μεθυσμένων, ο κῶμος κ.τ.ό. ανήκουν στις λατρευτικές και γονιμικές καταβολές της Κωμωδίας, αποτελούν μέρος της ουσίας της, και φυσικά διατηρήθηκαν και μετά την επίσημη αναγνώριση και μετατροπή της σε λογοτεχνικό είδος. Η Αρχαία Κωμωδία είναι διάσπαρτη από τέτοια στοιχεία, και οι ποιητές της, ακόμα και αν ισχυρίστηκαν το αντίθετο -όπως ο Αριστοφάνης (Ειρ. 739κκ. κ.α.)-, ούτε θέλησαν, ούτε μπόρεσαν να τ᾽ αποφύγουν. Γιατί να το κάνουν, άλλωστε, όταν αυτά ακριβώς τα στοιχεία ήταν βέβαιο πως θα προκαλούσαν το γέλιο του μεγάλου κοινού, και όταν η Κωμωδία ἔχει … μητέρα τὸν γέλωτα (Ανων. π. Κωμωδίας 10d).
 
2. Λαϊκή ήταν φυσικά και η γλώσσα της Κωμωδίας. Δεν ήταν σπάνιο στις κωμωδίες κάποιοι βάρβαροι να μιλούν παραφθαρμένα ελληνικά, ή μερικά πρόσωπα να μιλούν τη διάλεκτο του τόπου τους. Ακόμα, οι κωμωδιογράφοι τύχαινε συχνά να παρωδήσουν τόσο την επίσημη γλώσσα της διοίκησης και των νόμων, όσο και την ποιητική γλώσσα του έπους, των λυρικών, της Τραγωδίας πάνω απ᾽ όλα! Όμως το κύριο σώμα κάθε κωμωδίας, οι μονόλογοι και οι διάλογοι, ήταν γραμμένοι στη γλώσσα της αθηναϊκής αγοράς, που όλοι, θεοί και άνθρωποι, ελεύθεροι και δούλοι παρουσιάζονταν να τη μιλούν ασκόνταφτα. Γι᾽ αυτό ο Αριστοφάνης αποτέλεσε αργότερα κανόνα για τους Αττικιστές, που το ιδανικό τους ήταν να μιλήσουν και να γράψουν σε ολοκάθαρη αττική διάλεκτο. Εξαίρεση αποτελούν, όπως και θα το περιμέναμε, ορισμένα χορικά τραγούδια, που η λυρική τους φύση απαιτούσε περισσότερο ή λιγότερο υψηλό ποιητικό λεξιλόγιο και ύφος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήταν γραμμένα σε γλώσσα δωρίζουσα, όπως στην Τραγωδία.
 
3. Πέρα από τη γλώσσα, ο χαρακτήρας της Κωμωδίας φανερώνεται και όταν συναντούμε λαϊκους αφηγηματικούς τρόπους, παροιμιακές εκφράσεις, λαϊκές δοξασίες, διηγήσεις, εθιμικά τραγούδια - όλα, είτε αυτούσια είτε προσαρμοσμένα στο σατιρικό περιβάλλον του έργου. Αναζητώντας ενδεικτικά παραδείγματα στους Όρνιθες, δε θα απορήσουμε όταν, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, τα περισσότερα συνδέονται με το Χορό ή με τον κάπως αφελή λαϊκό τύπο του Ευελπίδη.
 
4. Στον στ. 54, όταν ο Πεισθέταιρος συστήνει στον Ευελπίδη να χτυπήσει την πέτρα με το πόδι του, για να φανερωθεί ο Έποπας, ο αρχαίος σχολιαστής συσχετίζει την εντολή με την παιδική δοξασία, ότι αν χτυπήσεις το πόδι σου στην πέτρα, θα πέσουν τα πουλιά. Στον στ. 224, ο θαυμασμός του Ευελπίδη εκφράζεται λαϊκά, όταν λέει ότι ο Έποπας με το τραγούδι του κατεμελίτωσε τὴν λόχμην ὅλην: γέμισε τον τόπο μέλι! Στον στ. 326, η έκφραση Εἰ παρ᾽ ὑμῖν εἴμ᾽ ἐγώ αντιστοιχεί ως λαϊκή καταφατική απάντηση στο σημερινό όπως σε βλέπω και με βλέπεις. Στους στ. 494κκ., ο Ευελπίδης, στο ρόλο του βωμολόχου, διηγείται μιαν ιστορία -πώς παρεξήγησε το νυχτερινό λάλημα του πετεινού, πώς βγήκε πάρωρα στο δρόμο, πώς τον χτύπησαν και τού ᾽κλεψαν το ρούχο-, όπου το κεντρικό θέμα, το λάθος με τον πετεινό, αποτελεί ως και σήμερα κοινό τόπο σε λαϊκές διηγήσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο λαϊκός χαρακτήρας φανερώνεται και στο ύφος της αφήγησης, όπου αφθονούν οι παρατακτικές συνδέσεις. Στους στ. 680-82 της Παράβασης, ο Χορός χαιρετίζει την Αηδόνα παραλλάζοντας το λαϊκό εθιμικό τραγούδι του αρχαίου χελιδονίσματος: ἦλθες ἦλθες … φέρουσα· πβ. το νεοελληνικό ήρθε ήρθε χελιδόνα… Στον στ. 733 (πβ. 1673), το γάλα τ᾽ ὀρνίθων που τα πουλιά υπόσχονται να δώσουν στους ανθρώπους αποτελεί σατιρική κυριολεξία της ως σήμερα γνωστής παροιμιακής έκφρασης και του πουλιού το γάλα! Στους στ. 1136-57, τα πουλιά που συνεργάζονται, καθένα ανάλογα με τις δυνατότητές του, για να στηθεί το τείχος, είναι θέμα παραμυθιακό, που παραλλαγές του συναντούμε στα νεοελληνικά δημοτικά τραγούδια τού τύπου τα χελιδόνια κουβαλούν, τα περιστέρια χτίζουν … (Ήπειρος).
 
5. Όχι μόνο οι Όρνιθες, αλλά και πολλές ακόμα αριστοφανικές κωμωδίες ακολουθούν ένα γενικό σχήμα πολύ παρόμοιο με το σχήμα που βλέπουμε ν᾽ ακολουθούν και τα περισσότερα έργα του Καραγκιόζη. Συγκεκριμένα:
 
· (α) Η κωμωδία χωρίζεται σε δύο μέρη, στο πρώτο όπου προετοιμάζεται μία κωμική κατάσταση, και στο δεύτερο, όπου η κωμική κατάσταση χρησιμεύει ως πλαίσιο για τα επεισόδια που οδηγούν στη λύση. Ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο μέρος μεσολαβούν στην Αρχαία Κωμωδία η Παράβαση, στον Καραγκιόζη το διάλειμμα.
 
· (β) Στο πρώτο μέρος, στην προετοιμασία της κωμικής κατάστασης μετέχουν μια σειρά από μεσολαβητές, π.χ. στους Όρνιθες ο δούλος του Έποπα και ο Έποπας, στον Καραγκιόζη ένας μπέης, π.χ. ο Ταχήρ, και ο Χατζηαβάτης. Στο δεύτερο μέρος, μια σειρά από επισκέπτες έρχονται να συναντήσουν τον πρωταγωνιστή, να του ζητήσουν κάτι, και αυτός πότε τους υποδέχεται φιλικά, πότε τους λοιδορεί και τους ξυλοφορτώνει. Στην Κωμωδία είναι οι απρόσκλητοι επισκέπτες, στον Καραγκιόζη η τυπική ακολουθία: Νιόνιος, Σταύρακας, Μορφονιός, … κλπ.
 
· (γ) Στις κωμωδίες η Έξοδος και στον Καραγκιόζη το τέλος κάθε παράστασης κατέχονται από εξαιρετικά κινημένες σκηνές, όπου είτε γάμος γίνεται, όπως συχνά στην Κωμωδία, είτε ξύλο πέφτει, όπως συχνά στον Καραγκιόζη, η φασαρία, οι φωνές, τα τραγούδια και τα όργανα, αυλοί ή κλαπαδόρες, συνεργάζονται για να ολοκληρωθεί ένα εντυπωσιακό, θεαματικό, σχεδόν οργιαστικό φινάλε.
 
Οι παραπάνω σημαντικές ομοιότητες, που δεν οφείλονται σε αντιγραφή, αλλά ανάγονται στο διαχρονικό ανθρωπολογικό γενικό σχήμα της λαϊκής κωμωδίας, δεν είναι λόγος να ξεχάσουμε τις εξίσου σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα δύο θεατρικά είδη, με πρώτη και κυριότερη διαφορά, το ότι ο Καραγκιόζης δεν έχει Χορό!
 
6. Κιόλας στη Μέση Κωμωδία, και πολύ περισσότερο στη Νέα, τα αρχετυπικά λαϊκά στοιχεία επιβιώνουν ως λαϊκότροπα· τα χοντρά χωρατά, οι προσωπικές επιθέσεις, τα τολμηρά λόγια και χειρονομίες, χάνουν την οξύτητά τους, σπανίζουν και τείνουν να εξαφανιστούν. Ωστόσο, ο λαϊκός χαρακτήρας της Κωμωδίας δε χάνεται: η γλώσσα εξακολουθεί να ταυτίζεται με την καθημερινή ομιλία των Αθηναίων, και τη θέση των σημαδιακών επώνυμων κωμωδουμένων της Αρχαίας Κωμωδίας έρχονται να την πάρουν, στο πλαίσιο της γενικότερης τυποποίησης, παράσιτοι, εταίρες, μάγειροι, γιατροί, γερο-παράξενοι, νεαροί ερωτευμένοι κτό.
 
7. Ο λαϊκός χαρακτήρας της Κωμωδίας γενικά, ιδιαίτερα της Αρχαίας αποτελεί στη βιβλιογραφία κοινό τόπο· βλ. ιδιαίτερα: C.T. Murphy, «Popular Comedy in Aristophanes», AJP 93 (1972) 170-189, και για το συσχετισμό με τον Καραγκιόζη: το παράρτημα «Karaghiozes and aristophanic comedy» στο C.H. Whitman, Aristophanes and the Comic Hero, Martin Classical Lectures xix, Harvard 1964, σ.281-293, Ph.J. Kakridis, «Karaghiozis und Aristophanes», Hellenika 9 (1972) 18-20, Γ. Σηφάκης, Η παραδοσιακή δραματουργία του Καραγκιόζη, Αθήνα: Στιγμή 1984.