Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2018

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Πέρσαι (657-680)

βαλλήν, ἀρχαῖος [στρ. γ]
βαλλήν, ἴθι, ἱκοῦ·
ἔλθ᾽ ἐπ᾽ ἄκρον κόρυμβον ὄχθου,
660 κροκόβαπτον ποδὸς εὔμαριν ἀείρων,
βασιλείου τιήρας
φάλαρον πιφαύσκων.
βάσκε πάτερ ἄκακε Δαριάν, οἴ.

ὅπως αἰανῆ [ἀντ. γ]
665 κλύῃς νέα τ᾽ ἄχη,
δέσποτα δεσποτᾶν φάνηθι.
Στυγία γάρ τις ἐπ᾽ ἀχλὺς πεπόταται·
νεολαία γὰρ ἤδη
670 κατὰ πᾶσ᾽ ὄλωλεν.
βάσκε πάτερ ἄκακε Δαριάν, οἴ.

αἰαῖ αἰαῖ· [ἐπῳδ.]
ὦ πολύκλαυτε φίλοισι θανών,
675 τί τάδε, δυνάστα, δυνάστα,
περισσὰ δίδυμα δὶς γοέδν᾽ ἁμάρτια;
πᾶσαι γᾷ τᾷδ᾽
ἐξέφθινται τρίσκαλμοι
680 νᾶες ἄναες ἄναες.


***
Βασιλιά μας, έλ᾽ αρχαίε μου βασιλιά,
έλα φάνου
στην κορφήν αυτού του τάφου σου εδώ πάνου
660 το κροκόβαφο έλα σήκωσε το σάνταλο
του ποδιού σου ως εδώ πέρα
κι ας να λάμψει μπρος στα μάτια μας το φάλαρο
της τιάρας σου, πατέρα·
μπρόβαλ᾽ άκακε Δαριάνα βασιλέα.

Για ν᾽ ακούσεις νέα κι ανάκουστα κακά
έλα φάνου,
ω του αφέντη μας αφέντη βασιλιά,
κι ολοτρόγυρα έχει απλώσει μια μαυρίλα
σα θανάτου καταχνιά,
γιατ᾽ η νιότη μας, πατέρα,
670 πάει χάθηκε όλη πια,
μπρόβαλ᾽ άκακε Δαριάνα βασιλέα.

Αχ αλί μου, αλίμονό μου
Ω που τόσο έχουνε κλάψει όλ᾽ οι λαοί σου
τη θανή σου,
τί ᾽ναι αφέντη, τί ᾽ναι αφέντη αυτή που τώρα
διπλή βρήκε συμφορά όλη τη χώρα;
πάει χάθηκε ο στρατός μας
πάνε χάθηκαν τα τρίσκαρμα καράβια,
680 ξεκαράβια, ξεκαράβια!

Η ΙΣΧΥΣ ΣΤΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ

Στή συγκυρία ἐκείνη τῆς ἱστορίας τῶν ἰδεῶν, μέσα στήν ὁποία τό πρόβλημα τῆς ἰσχύος τέθηκε γιά πρώτη φορά μ’ ὅλη του τή φιλοσοφική ἔνταση, διαγράφηκαν κιόλας ξεκάθαρα τόσο οἱ δυνατές βασικές τοποθετήσεις ὅσο καί ἡ θεμελιώδης δομή τῶν ἀντίστοιχων ἐπιχειρημάτων. Γι’ αὐτό καί ἡ ἀντιπαράθεση ἀνάμεσα στή σοφιστική καί στόν Πλάτωνα κατέχει πρωτεύουσα θέση μέσα στή φιλοσοφική ἱστορία τοῦ προβλήματος τῆς ἰσχύος καί μέσα στήν ἱστορία τῆς φιλοσοφίας ἐν γένει. Οἱ σοφιστές, αὐτοί οἱ philosophes maudits τῆς ἀρχαιότητας, ἀνακάλυψαν τόν παράγοντα τῆς ἰσχύος καί ἀνέπτυξαν τή θεωρία τους γιά τήν ἀντίθεση μεταξύ Φύσεως (ἤ ἰσχύος) καί Νόμου (ἤ ἠθικῆς) μέσα στό εὐρύ πλαίσιο μίας ἀντιμεταφυσικῆς καί σχετικιστικῆς τοποθέτησης, ἡ ὁποία ἔδωσε τό ἀρνητικό ἔναυσμα γιά τήν ἀντίστροφη πλατωνική σύνδεση τοῦ πρωτείου τῆς ἠθικῆς μέ μιάν ὁρισμένη μεταφυσική. Ὄχι ὁ Σωκράτης, ὅπως διατείνεται ὁ θρύλος πού διαμορφώθηκε τό ἀργότερο ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Κικέρωνα, παρά ἡ σοφιστική κατέβασε γιά πρώτη φορά τή φιλοσοφία ἀπό τά οὐράνια ὕψη τῆς προσωκρατικῆς θεωρίας στά χαμηλώματα τῆς γῆς, κάνοντας κύριο μέλημα τῆς σκέψης τόν ἄνθρωπο στήν πολιτισμική καί πολιτική του δραστηριότητα. Ἡ πρωτοκαθεδρία τῆς ἀνθρωπολογικῆς προβληματικῆς ὁδηγοῦσε ὅμως ἀναπόδραστα στήν ἀνθρωπολογική πρωτοκαθεδρία τῆς βούλησης γιά ἰσχύ. Γιατί ὁ ἄνθρωπος πού ἀφέθηκε στίς δικές του τίς δυνάμεις, ὁ ἄνθρωπος πού παύει ν’ ἀκούει τή φωνή τῶν θεῶν καθώς διαπιστώνει ὅτι οἱ θεοί εἶναι δικά του δημιουργήματα, ὁ ἄνθρωπος ὡς δημιουργός νόμων πού δέν εἶναι δυνατόν νά βγαίνουν ἄμεσα ἀπό τους κόλπους τῆς Φύσης ἤδη ἐπειδή παραλλάζουν ἀτελείωτα ἀπό τόπο σέ τόπο κι ἀπό ἐποχή σέ ἐποχή — ὁ ἄνθρωπος αὐτός μονάχα ἀπό τή βούληση γιά ἰσχύ μπορεῖ νά ἀντλεῖ τή ζωτική του ἐνέργεια, τούς κοινωνικούς καί τούς ἠθικούς του σκοπούς. Τέτοιες ἀντιλήψεις ἦταν φυσικό νά ἀναφαίνονται στήν Ἑλλάδα τοῦ 5ου αἰώνα π.Χ. Ἡ ἰσχύς γίνεται θεωρητικό πρόβλημα ὅταν τό ζήτημα τῆς πολιτικῆς ἰσχύος εἶναι ἀνοιχτό, ὅταν ἡ ἰσχύς καί ἡ ἐξουσία παύουν νά εἶναι αὐτονόητες καί γίνονται λεία, τήν ὁποία καθένας μπορεῖ νά θηρεύσει. Ὁ κοινωνικός ξεπεσμός τῆς παλαιᾶς ἀριστοκρατίας καί ἡ παράλληλη ἄνοδος τῶν homines novi — ἀρχικά ὡς τυράννων ἤ ὡς ἐμπίστων τῶν τυράννων καί κατόπιν, ἤτοι μετά τήν ἐπικράτηση τοῦ δήμου, ὡς δημαγωγών — γέννησαν μία τέτοια κατάσταση. Οἱ σοφιστές δέν πουλοῦσαν ἁπλῶς μία τεχνική της ἰσχύος σέ ὅσους συγχρόνους τους διψοῦσαν γιά ἰσχύ, ἀλλά καί πρόσφεραν μία νέα καί ρηξικέλευθη θεώρηση τῶν ἀνθρώπινων πραγμάτων· συνέλαβαν νοητικά κατά τόν τρόπο τους τήν οὐσία τῆς ἐποχῆς τους καί ἀπό τή σύλληψη τοῦ ἐπίκαιρου πέρασαν στή σύλληψη τοῦ ἀνθρώπου.
 
Τό βάθος καί ἡ γονιμότητα αὐτῆς τῆς σύλληψης μαρτυροΰνται ἀπό τό ἔργο τοῦ Θουκυδίδη, τοῦ ἰδιοφυέστερου μαθητῆ τῆς σοφιστικῆς καί τοῦ μεγαλύτερου ἴσως ἱστορικοῦ πού ἔζησε ποτέ. Τοῦτος ὁ σύγχρονος τῶν διασημότερων σοφιστῶν, τοῦ ὥριμου Σωκράτη καί τοῦ νεαροῦ Πλάτωνα, εἶχε τήν εὐκαιρία νά παρακολουθήσει τή συζήτηση πάνω στό πρόβλημα τῆς ἰσχύος σέ μιάν ἐποχή ὅπου ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἰσχύος ἔφτασε ἡ ἴδια στόν παροξυσμό τῆς ἀνελέητης βίας. Ἀκόμα γλαφυρότερα ἀπ’ ὅ,τι ὁ πολιτικός ἀγώνας κάτω ἀπό τήν πραγματική ἤ ὀνομαστική κυριαρχία τοῦ δήμου, ἀπεκάλυπτε τώρα ὁ πόλεμος τί κινεῖ τούς ἀνθρώπους καί τήν ἱστορία. Ὁ Θουκυδίδης ἀφιέρωσε τό ἔργο τῆς ζωῆς του στήν περιγραφή τούτων τῶν κινητήριων δυνάμεων παίρνοντας ὡς παράδειγμα ἕνα μεγάλο καί πολυστρώματο συμβάν. Ἡ ἀνθρώπινη φύση, τήν ὁποία ὠθεῖ ἡ φιλαρχία καί ἡ πλεονεξία, παραμένει στά μάτια του σταθερό μέγεθος, καί γι’ αὐτό ἡ εἰρήνη δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι σχετική, ὅπως κι ὁ πόλεμος δέν ἀποτελεῖ ἔκπληξη· ὅμως μονάχα μέσα στήν ἀναταραχή τοῦ πολέμου γίνεται πρόδηλο σέ πόσο εὔθραυστα θεμέλια στηρίζεται ἡ εἰρήνη. Ὅταν καθιερωμένοι θεσμοί καί παμπάλαια ἔθιμα παραμερίζονται στό ἄψε-σβῆσε, ὅταν τά ἱερά δεσμά τῆς θρησκείας καί τῆς ἠθικῆς καταρρακώνονται αἰφνίδια, ὅταν ἀκόμα καί οἱ λέξεις ἀλλάζουν τή σημασία τους — τότε γίνεται ἡλίου φαεινότερον ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι τεχνητές κατασκευές καί θεσμίσεις, ὄχι γεννήματα τῆς Φύσης. Πίσω ἀπό τό σκισμένο προσωπεῖο τῶν θεσμίσεων προβάλλει τώρα τό ἀληθινό πρόσωπο τῆς Φύσης: εἶναι τό πρόσωπο τῶν Ἀθηναίων ὅταν ζητοῦν ἀπό τους Μηλίους νά ὑποταγοῦν. Δέν τό ζητοῦν μέ τή συνείδησή τους βεβαρυμένη, δέν πιστεύουν ὅτι ἔτσι παραβιάζουν τή θεία τάξη, γιατί ἡ θεία ἤ φυσική τάξη, ὁ ἐσώτερος νόμος τοῦ Ὄντος εἶναι ἀκριβῶς ὁ νόμος τοῦ ἰσχυρότερου. Μόνον οἱ ἀδύνατοι ἀντλοῦν ἀπό τή θεία ἤ φυσική τάξη μιάν ἠθική — ὅμως ἡ ἤθικη, ὡς ἐπιχείρημα καί ὡς ὅπλο, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἰσχυρότερη ἀπό ὅσους ὑποχρεώνονται νά καταφύγουν σ’ αὐτήν. Ἡ πίστη στήν ὑπερίσχυση τῶν ἠθικῶν κανόνων γεννᾶ ἁπλῶς φροῦδες ἐλπίδες, ὠθεῖ σέ ἀπελπισμένες καί αὐτοκαταστροφικές ἐνέργειες. Ἡ πράξη θά ὄφειλε νά προσανατολίζεται στούς κανόνες τῆς φρόνησης, οἱ ὁποῖοι πάλι πρέπει νά ὑπηρε- τοῦν τή φυσική ἐπιταγή τῆς αὐτοσυντήρησης. Βεβαίως, ἡ αὐτοσυντήρηση ἔχει διαφορετικό νόημα γιά τόν ἰσχυρό, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά διατηρήσει τήν ἰσχύ του μονάχα διευρύνοντάς την συνεχῶς, καί γιά τόν ἀδύνατο, ὁ ὁποῖος σώζεται ἀνταποκρινόμενος στίς ἐπιθυμίες τοῦ ἰσχυρότερου.

Αρχαία Ελληνική Κωμωδία: Παράσταση της Αρχαίας Κωμωδίας - Σκευή και Σύνεργα

1. Στην αρχαία γλώσσα σκευή ονομάζονταν όλα τ᾽ απαραίτητα, ρούχα και εξαρτήματα, για την εμφάνιση ενός στρατιώτη, ιερέα, υποκριτή, χορευτή κτό.· και σκευοποιός ήταν στο θέατρο ο τεχνίτης που κατασκεύαζε όχι μόνο τα προσωπεία, αλλά και όλα τα λοιπά χρειαζούμενα της παράστασης. Τα έξοδά τους τα εκάλυπτε ο χορηγός, που καμιά φορά, αν τύχαινε να νικήσει, τα δώριζε ως ἀναθήματα σε κάποιο ναό - όπως ο πελάτης του Λυσία, που επικαλέστηκε στην απολογία του ότι …κωμῳδοῖς χορηγῶν… ἐνίκων, καὶ ἀνήλωσα σὺν τῇ τῆς σκευῆς ἀναθέσει ἑκκαίδεκα μνᾶς (21.4).
 
2. Οι αγγειογραφίες, οι αρχαίοι συγγραφείς που έγραψαν για το θέατρο, αλλά και τα ίδια τα έργα με τους σχολιαστές τους επιβεβαιώνουν ότι στη σκευή των υποκριτών της Κωμωδίας, εκτός από το απαραίτητο προσωπείο, περιλαμβάνονταν:
 
(α) τα σωμάτια: παραγεμίσματα μέσα από το ντύσιμο, μπρός και πίσω, για να φουσκώνουν οι κοιλιές και τα οπίσθια·
 
(β) ο φαλλός: πέτσινο κρεμαστό ομοίωμα του πέους με βαμμένο κόκκινο κεφάλι, που για να φαίνεται φρόντιζαν να μην τον σκεπάζουν τα ρούχα.
 
(γ) οι ἐμβάδες, κανονικά καθημερινά δερμάτινα υποδήματα (όχι πέδιλα!) σαν αυτά που φορούσαν οι Αθηναίοι, όταν δεν τριγύριζαν ξυπόλυτοι. Τα συνηθισμένα στις τραγικές παραστάσεις άνετα και μαλακά, μποτάκια που ταίριαζαν και στα δύο πόδια, τους κοθόρνους, οι υποκριτές και χορευτές της Κωμωδίας τούς φορούσαν μόνο όταν παρίσταναν γυναίκες (Λυσιστρ. 657), και θεούς, όπως ο Διόνυσος στους Βατράχους (47 και 557). Ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί ο Μέτων στους Όρνιθες (992κκ.), που φαίνεται να φορά (υπερβολικά;) ψηλούς κοθόρνους, είτε από αλαζονεία, είτε για να μπορεί να γεωμετρήσει ἄνωθεν τον αέρα. Στην τελευταία περίπτωση ο Αριστοφάνης έχει προεξοφλήσει μιαν εξέλιξη που δε μας είναι γνωστή παρά από τα ελληνιστικά χρόνια, όταν το υπερυψωμένο προσκήνιο απαιτούσε από τους υποκριτές να δείχνουν ψηλότεροι.
 
Για τα υπόλοιπα ρούχα, ο Pickard-Cambridge έχει μεγάλο δίκιο, όταν σημειώνει ότι οι ποιητές ήταν απολύτως ελεύθεροι να ντύσουν τους χορευτές και τους υποκριτές τους σύμφωνα με τους χαρακτήρες που παρίσταναν.
 
3. Τα παραπάνω, όπως και πολλά ακόμα χαρακτηριστικά της Αρχαίας Κωμωδίας φαίνεται να διατηρήθηκαν αναλοίωτα την εποχή της Μέσης. Σταδιακά ωστόσο, η εμφάνιση των υποκριτών έτεινε να ταυτιστεί με την αντίστοιχη των κοινών πολιτών, εξέλιξη που και ολοκληρώθηκε στα χρόνια της Νέας· άλλο αν στο πλαίσιο της τυποποίησης, αντιγράφοντας παλαιότερες πηγές, ο Πολυδεύκης, αττικιστής λεξικογράφος του 2ου μ.Χ. αι., κατάγραψε στο Ονομαστικόν του το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ντύσιμο που αντιστοιχούσε στο ένα ή στο άλλο φύλο, ηλικία και κοινωνική θέση.
 
4. Δείγμα: κωμικὴ δὲ ἐσθὴς ἐξωμίς· ἔστι δὲ χιτὼν λευκός, ἄσημος (της αράδας), κατὰ τὴν ἀριστερὰν πλευρὰν ῥαφὴν οὐκ ἔχων, ἄγναπτος (λερός)…τῇ δὲ τῶν δούλων ἐξωμίδι καὶ ἱματίδιόν τι πρόσκειται λευκόν, ὃ ἐγκόμβωμα λέγεται ἢ ἐπίρρημα. Τῷ δὲ μαγείρῳ διπλῆ ἄγναμπτος ἡ ἐσθής. Ἡ δέ γυναικῶν ἐσθὴς κωμικῶν, ἡ μὲν τῶν γραῶν μηλίνη (ωχροκίτρινη) ἢ ἀερίνη (ανάλαφρη), πλὴν ἱερειῶν· ταύταις δὲ λευκή. Αἱ δὲ μαστροποὶ ἢ μητέρες ἑταιρῶν ταινίδιόν τι πορφυροῦν περὶ τῇ κεφαλῇ ἔχουσιν (4.118κκ.).
 
5. Στη σκευή περιλαμβάνονταν ακόμα ορισμένα συμπληρώματα, όπου χρειάζονταν, είτε για να ξεκαθαριστεί η ταυτότητα του προσώπου, είτε γιατί το απαιτούσε ο ρόλος. Έτσι, παράδειγμα, στους Όρνιθες, ο Ποσειδώνας κρατούσε την τρίαινα και ο Ηρακλής το ρόπαλο, έτσι ο Έποπας, αργότερα και οι δύο Αθηναίοι, είχαν φτερά, ο Μέτωνας κρατούσε κανόνα και διαβήτη, ο Ψηφισματοπώλης ψηφίσματα, ο Προμηθέας σκιάδειο κλπ.
 
6. Εργαλεία και σύνεργα που χρειαζόταν για ορισμένες μόνο σκηνές τα έφερναν κάποιοι βοηθοί -ἀκολούθους τούς ονομάζει ο Τρυγαίος, όταν τους ζητά ν᾽ απομακρύνουν τα σκεύη (Ειρ. 729κκ.)-, δούλοι κατά κανόνα, πρόσωπα λιγόλογα σαν τον Θεράποντα του Στρεψιάδη, που του φέρνει το λύχνο στις Νεφέλες (56κκ.), ή βουβά σαν τον Μανή που κουβαλά τα φτερά στους Όρνιθες (1311κκ.) κ.ά. - πρόσωπα που και γενικότερα τύχαινε να κυκλοφορήσουν στην ορχήστρα και στο προσκήνιο φέρνοντας κάτι χρειαζούμενο, απομακρύνοντας ή μετατοπίζοντας κάτι άλλο. Συνηθισμένοι ήταν -και στην πραγματική ζωή!- οι σκευοφόροι δούλοι, που ακολουθουσαν την κυρία τους στις εξόδους της, όπως η Θρᾷττα τον μεταμφιεσμένο Μνησίλοχο, και τον κύριό τους στα ταξίδια του βαστάζοντας τις αποσκευές. Σκευοφόροι δούλοι είναι και ο Ξανθίας στους Βατράχους και ο Καρίων στον Πλούτο· άσχετο αν τελικά ο ρόλος τους είναι παράλληλα και πρωταγωνιστικός.
 
7. Θεμελιακό για τη Σκευή των υποκριτών και χορευτών της Κωμωδίας είναι το κεφάλαιο «The Costumes» στο The Dramatic Festivals of Athens, του A. Pickard-Cambridge, Oxford: Clarendon 1953, σ. 175-238· βλ. και T.B.L. Webster, Greek Theater Production, London: Methuen 21970.