Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2018

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Ἱκέτιδες (938-979)

ΒΑ. τί σοι λέγειν χρὴ τοὔνομ᾽; ἐν χρόνῳ μαθὼν
εἴσῃ σύ τ᾽ αὐτὸς χοἰ ξυνέμποροι σέθεν.
940 ταύτας δ᾽ ἑκούσας μὲν κατ᾽ εὔνοιαν φρενῶν
ἄγοις ἄν, εἴπερ εὐσεβὴς πίθοι λόγος.
τοιάδε δημόπρακτος ἐκ πόλεως μία
ψῆφος κέκρανται, μήποτ᾽ ἐκδοῦναι βίᾳ
στόλον γυναικῶν· τῶνδ᾽ ἐφήλωται τορῶς
945 γόμφος διαμπάξ, ὡς μένειν ἀραρότως.
ταῦτ᾽ οὐ πίναξίν ἐστιν ἐγγεγραμμένα
οὐδ᾽ ἐν πτυχαῖς βίβλων κατεσφραγισμένα,
σαφῆ δ᾽ ἀκούεις ἐξ ἐλευθεροστόμου
γλώσσης. κομίζου δ᾽ ὡς τάχιστ᾽ ἐξ ὀμμάτων.
950 ΚΗ. ἔοιγμεν ἤδη πόλεμον ἀρεῖσθαι νέον·
εἴη δὲ νίκη καὶ κράτος τοῖς ἄρσεσιν.
ΒΑ. ἀλλ᾽ ἄρσενάς τοι τῆσδε γῆς οἰκήτορας
εὑρήσετ᾽, οὐ πίνοντας ἐκ κριθῶν μέθυ.
ὑμεῖς δὲ πᾶσαι ξὺν φίλαις ὀπάοσιν
955 θράσος λαβοῦσαι στείχετ᾽ εὐερκῆ πόλιν,
πύργων βαθείᾳ μηχανῇ κεκλῃμένην.
καὶ δώματ᾽ ἐστὶ πολλὰ μὲν τὰ δήμια,
δεδωμάτωμαι δ᾽ οὐδ᾽ ἐγὼ σμικρᾷ χερί.
ἔνθ᾽ ἔστιν ὑμῖν εὐτύκους ναίειν δόμους
960 πολλῶν μετ᾽ ἄλλων· εἰ δέ τις μείζων χάρις,
πάρεστιν οἰκεῖν καὶ μονορρύθμους δόμους.
τούτων τὰ λῷστα καὶ τὰ θυμηδέστατα—
πάρεστι—λωτίσασθε. προστάτης δ᾽ ἐγὼ
ἀστοί τε πάντες, ὧνπερ ἥδε κραίνεται
965 ψῆφος. τί τῶνδε κυριωτέρους μένεις;

ΧΟ. ἀλλ᾽ ἀντ᾽ ἀγαθῶν ἀγαθοῖσι βρύοις,
δῖε Πελασγῶν.
πέμψον δὲ πρόφρων δεῦρ᾽ ἡμέτερον
πατέρ᾽ εὐθαρσῆ Δαναόν, πρόνοον
970 καὶ βούλαρχον. τοῦ γὰρ προτέρα
μῆτις, ὅπου χρὴ δώματα ναίειν
καὶ τόπος εὔφρων. πᾶς τις ἐπειπεῖν
ψόγον ἀλλοθρόοις
εὔτυκος· εἴη δὲ τὰ λῷστα.
975 ξύν τ᾽ εὐκλείᾳ καὶ ἀμηνίτῳ
βάξει λαῶν ἐγχώρων
τάσσεσθε, φίλαι δμωίδες, οὕτως
ὡς ἐφ᾽ ἑκάστῃ διεκλήρωσεν
Δαναὸς θεραποντίδα φερνήν.

***
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Τί να σου λέω τ᾽ όνομα; θενα το μάθεις
συ κι οι συνοδοιπόροι σου, σαν θά ᾽ρθει η ώρα·
940 όσο γι᾽ αυτές, αν με δικαίους τις πείσεις λόγους
νά ᾽ρθουν μαζί σου θέλοντας κι από καρδιάς των,
να τις πάρεις· γιατί, τέτοια μες στο Άργος έχει
πάνδημη απόφαση ο λαός επικυρώσει:
να μην τις παραδώσει με τη βία ποτέ του
τις γυναίκες αυτές, κι έτσ᾽ έχει μπηχτεί στέρια
το καρφί μέσα ως μέσα που πια δε σαλεύει.
Δεν είναι αυτά σε πλάκες χαραγμένα κι ούτε
σε χαρτιών τυλιχτάρια μέσα σφραγισμένα,
μ᾽ από γλώσσα τ᾽ ακούς ελευθερόστομη, έτσι
ορθά κοφτά. Και τώρα, – ευτύς! φεύγ᾽ απ᾽ εμπρός μου.

ΚΗΡΥΚΑΣ
950 Λοιπόν, ξέρε πως πόλεμο κακό σηκώνεις
κι είθε με των αντρών το μέρος να ᾽ναι η νίκη.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Μα άντρες θενά ᾽βρετε κι εδώ σ᾽ αυτή τη χώρα,
που δεν πίνουν κρασί βγαλμένο από κριθάρι.

Και τώρα εσείς, με τις πιστές ακόλουθές σας
πάρτε πια θάρρος και τραβάτε για την πόλη,
που στέρεα κάστρα και ψηλοί τη ζώνουν πύργοι.
Έχει εκεί σπίτια και δημόσια όσα να θέτε
και σπιτωμένος ουδ᾽ εγώ στενάχωρα είμαι,
οπού μπορείτε να καθίσετε, ή και μ᾽ άλλους
960 μαζί πολλούς, ή, αν πιότερο της αρεσκειάς σας,
και μόνες χωριστά μπορεί να ᾽χετε σπίτια.
Τί σας βολεύει πιο καλά και προτιμάτε,
στο χέρι σας, διαλέξετε· ξενοπροστάτης
θενα σας είμαι εγώ κι όλ᾽ οι πολίτες, πὄχουν
το νόμο αυτό ψηφίσει· πιο τρανούς ποιούς θέλεις;

ΧΟΡΟΣ
Αλλ᾽ αντίς σου γι᾽ αυτά τα καλά, θεϊκέ
βασιλιά Πελασγέ,
πάντα μέσα να πλέεις και συ στ᾽ αγαθά.
Τώρα δείξου καλός να μας στείλεις εδώ
τον πατέρα Δαναό,
970 το δικό μου γενναίο προβλεφτή κι οδηγό·
γιατί πρώτα σ᾽ αυτόν πέφτει ο λόγος, σε ποιά
να καθίσουμε σπίτια και πιο ταιριαστά·
ευτύς έτοιμος είναι να πει το κακό
για τον ξένο ο καθείς,
μα ο Θεός βολικ᾽ ας μας τα φέρνει.

Για να μη λοιπόν δίνομε τώρ᾽ αφορμή
στο λαό να μιλεί με κακιά, κι εκτεθεί
κι η καλή μας υπόληψη, πάρτε μαζί
και σεις, φίλες ακόλουθες, θέση καθώς
καθεμιάς μας σας έχει κληρώσει προικιό
ο Δαναός ο πατέρας.

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΤΟ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ

Η πρώτη φάση της Σικελιώτικης εκστρατείας
 
     Από το σημείο όπου ο Θουκυδίδης αρχίζει τη διήγησή του για την Αθηναϊκή εκστρατεία στη Σικελία δίνει μεγάλη προσοχή  στην προσωπικότητα του Νικία, αναμφίβολα γιατί επηρέασε πολύ τη διεξαγωγή της. Προφανώς στάθηκε πολύ τυχερός που μπόρεσε να συμβουλευθεί πρόσωπα της εμπιστοσύνης του Νικία, όπως θα μπορούσε να είχε να είχε παραλείψει πολλές από τις μάλλον προσωπικές πληροφορίες που του έδωσαν, αν τις είχε θεωρήσει ως καθαρά βιογραφικού ενδιαφέροντος. Στη διήγησή του σχετικά με τη συζήτηση κατά τη συνέλευση, πριν αρχίσει η Σικελιωτική εκστρατεία (6. 8 3 – 26) και κατά τα πρώτα στάδιά της η αντίθεση ανάμεσα στις προσωπικότητες του Νικία και του Αλκιβιάδη μπαίνει σε πρώτο πλάνο. Οι δημηγορίες τους στην εκκλησία του δήμου παρουσιάζουν δύο διαμετρικά αντίθετες προσωπικότητες και μια διαμετρικά αντίθετη πολιτική. Αυτές οι δημηγορίες απηχούν πολύ πιο προσωπικό τόνο από οποιαδήποτε άλλη στο πρώτο μισό της Ιστορίας του Θουκυδίδη, και καμιά αντιλογία σ’ ολόκληρο το έργο του δεν αντανακλά τόσο χτυπητά τους χαρακτήρες των ομιλητών. Είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του Νικία το ότι επιμένει λιγότερο από τον Αλκιβιάδη σε προσωπικούς παράγοντες. Δηλώνει εν τούτοις ότι, μολονότι θεωρεί τιμητική την εκλογή του ως έναν από τους τρεις στρατηγούς, δε συνηθίζει για χάρη της προσωπικής του προώθησης να δίνει συμβουλές αντίθετες προς τις πεποιθήσεις του, όταν πρόκειται για θέματα κρατικής πολιτικής. Αυτό το κίνητρο καταλογίζει κατ’ εξοχήν στον Αλκιβιάδη. Αργότερα του κάνει πιο άμεση επίθεση, αν και δεν αναφέρει το όνομά του. (12.2). 
  

Και οι δύο δημηγορίες του Νικία ρίχνουν άπλετο φως πάνω στην ιδιοσυγκρασία του. Η βασική γραμμή τους είναι η αποφυγή οποιουδήποτε κινδύνου (23. 3). Επιμένει ότι είναι τρέλα η ανάληψη φιλόδοξης εκστρατείας σε μακρινή χώρα, όταν η κατάσταση στην πατρίδα είναι αβέβαιη (10. 2-5, 11. 5-7), ότι οι σικελιωτικές πόλεις έχουν τρομερές πηγές ανεφοδιασμού και δεν θα υποκύψουν εύκολα (20. 2-4), ότι απαιτείται μια μεγάλη εκστρατευτική δύναμη, για να αποφευχθεί κατά το δυνατόν οποιοσδήποτε κίνδυνος καταστροφής (21-3). Πολλά από τα επιχειρήματα αυτών των δύο δημηγοριών αποδείχτηκαν πιο σοβαρά από τα επιχειρήματα του Αλκιβιάδη, δίνουν όμως σίγουρα την εντύπωση ότι ο Νικίας παίρνει υπερβολικές προφυλάξεις. Η τακτική επίσης που ακολούθησε κατά τη συζήτηση είναι λαθεμένη. Αν το κύριο κίνητρο της δεύτερης δημηγορίας του ήταν να αναγκάσει τους Αθηναίους να εγκαταλείψουν τα σχέδιά τους προβάλλοντάς τους την αξίωση μιας υπερβολικά μεγάλης στρατιωτικής δύναμης – και ο Θουκυδίδης δεν αμφιβάλλει καθόλου ότι ήταν τέτοια (19. 2) – έκρινε τελείως εσφαλμένα την ψυχική διάθεση της συνέλευσης, και ο ελιγμός του δε μπόρεσε να πετύχει το σκοπό του. Οι Αθηναίοι δέχτηκαν με υπερβολική προθυμία τη συμβουλή του και ανυπομονούσαν να αναλάβουν την εκστρατεία (24. 2-4).

 

Η έκθεση αυτής της συζήτησης δείχνει ξεκάθαρα τη στάση του Νικία απέναντι στην εκστρατεία, και την αντίθεσή του προς τη στάση του Αλκιβιάδη. Ο Θουκυδίδης δεν αναφέρει ξανά το Νικία παρά μόνον όταν στη σύσκεψη των τριών στρατηγών (Αλκιβιάδη – Νικία – Λάμαχου) (49 – 50) εμφανίζεται να έχει εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις. Η διήγηση αυτού του επεισοδίου από το Θουκυδίδη παρέχει ένα θαυμάσιο δείγμα της τεχνικής του. Για τον ιστορικό το κύριο μάθημα, που απορρέει από τη σύσκεψη αυτή, είναι ότι οι τρεις στρατηγοί διέφεραν ουσιαστική στο χαρακτήρα και τον τρόπο σκέψης καθώς και στην ερμηνεία της αποστολής των κι αυτή η διαφωνία δημιουργούσε ένα σοβαρό μειονέκτημα για τη διοίκηση της εκστρατείας. Έχοντας επισημάνει αυτήν τη διαφωνία σαν τον πιο σημαντικό παράγοντα σ’ αυτήν την κατάσταση της αφιερώνει σχεδόν ολόκληρη τη σχετική διήγηση. Η επιμονή του Θουκυδίδη πάνω στη σπουδαιότητα αυτού του γεγονότος αναμφίβολα είναι δικαιολογημένη, αλλά η συνήθειά του να δίνει μεγάλη έμφαση στον εξέχοντα παράγοντα, για την καθοδήγηση του αναγνώστη του, έχει σ’ αυτή την περίπτωση αντίθετα αποτελέσματα, κυρίως γιατί η διήγησή του είναι πολύ συμπυκνωμένη. Οδηγήθηκε σε υπεραπλούστευση και πιθανώς δημιούργησε μια λαθεμένη εντύπωση. Η επιθυμία του να δείξει την αντίθεση των στρατηγών και των σχεδίων των σχηματικά και σύντομα, τον ανάγκασε να περιλάβει στην περίληψή του μόνον σημεία διαφωνίας μεταξύ των. Δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι δεν υπήρξαν σημεία συμφωνίας και ότι κανένας δεν έδειξε διάθεση συμβιβασμού, μέχρις ότου ο Λάμαχος, για να σπάσει το αδιέξοδο, συγκατατέθηκε να υποστηρίξει το σχέδιο του Αλκιβιάδη εξ ολοκλήρου (50. 1). Αυτές οι αμφιβολίες ενισχύονται από τη διήγηση της επόμενης δράσης των Αθηναίων. Ακόμη και στη σύντομη περίοδο, που μεσολάβησε ανάμεσα στη σύσκεψη στο Ρήγιο και την ανάκληση του Αλκιβιάδη, δεν ακολούθησαν απόλυτα το σχέδιό του για διπλωματική επίθεση, όπως την ερμήνευσε ο Θουκυδίδης. Αφού, μόλις είχαν αρχίσει την αναζήτηση συμμάχων, δύο φορές έπλευσαν με το στόλο τους στα νερά των Συρακουσών και στη δεύτερη περίπτωση φανερά ήταν έτοιμοι να διεξαγάγουν ναυμαχία αν παρουσιάζονταν μια οποιαδήποτε αντίσταση (50. 4-5, 52, 1). Ούτε οι επόμενες κινήσεις τους ήταν απόλυτα σύμφωνες με οποιεσδήποτε αποφάσεις της σύσκεψης στο Ρήγιο. Κατ’ αρχήν έπλευσαν με βάση μια σημαντικά τροποποιημένη μορφή του σχεδίου που πρότεινε ο Νικίας (62). Έκαναν τότε μια επίθεση στις Συρακούσες που κάπως αντιστοιχούσε στο σχέδιο του Λάμαχου, αν και με πολλές τροποποιήσεις (64-71). Ο Νικίας φαινομενικά δεν έφερε καμιά αντίρρηση γι’ αυτήν την επίθεση ενάντια στις Συρακούσες, και σίγουρα φαίνεται ότι ήταν ο κύριος εμπνευστής του σχεδιασμού της. Γι’ αυτούς τους λόγους οι απόψεις που εκφράστηκαν από τους τρεις στρατηγούς κατά τη σύσκεψη δεν ήταν ασφαλώς τόσο μονολιθικές και τόσο αδιάλλακτες, όσο μας αναφέρει ο Θουκυδίδης. 

  

(Άλλοι ιστορικοί ερευνητές δεν δέχονται ότι μόνον οι τρεις στρατηγοί έλαβαν μέρος στη σύσκεψη. Αναμφίβολα ήταν παρόντες κι άλλοι αξιωματικοί π. χ. Ο Μένανδρος, ένας από τους στρατηγούς αργότερα, (7. 16. 1), και σίγουρα ένας απ’ αυτούς που επέζησαν, (Ξενοφ. Ελλην. 1. 2. 16) και πρέπει να ήταν το πρόσωπο από το οποίο πήρε τις πληροφορίες ο Θουκυδίδης, άμεσα ή έμμεσα). 

  

Χαρακτηριστικό του Θουκυδίδη είναι ότι προσπάθησε να κάνει τη διήγηση κάθε επεισοδίου όσο γίνεται πιο σύντομη, συνεκτική και διαφωτιστική. Σ’ αυτήν την περίπτωση ο αναγνώστης ίσως να έχει κάπως παραπλανηθεί. Έτσι φαίνεται ότι σ’ αυτό το συμβούλιο οι στρατηγοί αντί να ασχοληθούν με άμεσες ανάγκες στην κρίσιμη κατάσταση που βρέθηκαν, αφιέρωσαν τη σύσκεψή τους σε μεγάλα στρατηγικά προβλήματα. Τούτο οφείλεται στην αγάπη του Θουκυδίδη να καταγράφει γενικά αποτελέσματα. Αυτή η τάση προέχει σ’ ολόκληρη την ιστορία του και πιο πολύ παρατηρείται στο πρώτο μισό παρά στο δεύτερο μέρος. Εξ άλλου, όταν επιμένει, και μάλιστα υπερβολικά, στις διαφωνίες των στρατηγών, που ανακύπτουν από τις διαφορές προσώπων και απόψεων, δίνει έμφαση στο χαρακτήρα των ατόμων και την επίδρασή τους πάνω στην πορεία των γεγονότων, που προβάλλει έντονα στο δεύτερο μισό της Ιστορίας του.

  

·        Νικίας και Λάμαχος στην αρχηγία

 
 Μετά την κατά πλειοψηφία απόφαση να υιοθετηθεί το σχέδιο του Αλκιβιάδη, η εφαρμογή του ανατέθηκε στο Νικία. Όμως το διπλωματικό του σχέδιο δεν προωθήθηκε διότι ο Αλκιβιάδης ανακλήθηκε στην πατρίδα για να δικαστεί. Ο Θουκυδίδης δείχνει τώρα λιγότερη τάση να προβάλλει το χαρακτήρα του Νικία, εν μέρει ίσως επειδή ο Λάμαχος δεν είχε αρκετά έντονη προσωπικότητα για να αντιπαραβληθεί με την προσωπικότητα του συναδέλφου του. Η διήγηση του πολέμου στη Σικελία έκτοτε για ένα περίπου χρόνο είναι κυρίως περίληψη γεγονότων :  Περιέχει άφθονες έμμεσες κρίσεις σύμφωνα με τη συνηθισμένη τεχνική του Θουκυδίδη, αλλά δεν ρίχνει αρκετό φως στις ηγετικές φυσιογνωμίες της αθηναϊκής πλευράς, ούτε δίνει πληροφορίες για μυστικές συσκέψεις. Σ’ αυτό το στάδιο δε μπορεί να πει κανείς ότι άλλαξε τη μέθοδο παρουσίασης κατά οποιονδήποτε τρόπο από τότε που έγραψε το πρώτο μισό της ιστορίας του. Η διήγησή του δεν είναι λεπτομερέστερη από τη διήγηση ορισμένων επεισοδίων του Αρχιδάμειου πολέμου, και οι λόγοι του Ερμοκράτη και του εύφημου στην Καμάρινα (76-87) αναφέρονται περισσότερο στο χαρακτήρα του ιμπεριαλισμού, ένα θέμα που τονίζει πιο πολύ στο πρώτο παρά στο δεύτερο μισό του έργου του. 
  
            Το σχέδιο του Αλκιβιάδη, που βασιζόταν πάνω στην προσωπική του ικανότητα για διπλωματική δραστηριότητα, δεν συνεχίστηκε όταν τον ανακάλεσαν. Οι συνάδελφοί του τότε έπλευσαν προς τη δυτική Σικελία με ολόκληρη τη δύναμή τους, εφαρμόζοντας ένα σχέδιο παρόμοιο μ’ εκείνο που πρότεινε ο Νικίας. Αφού αποβιβάστηκαν στα Ύκκαρα και κατέλαβαν αυτή τη μικρή σικανική πόλη, αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν το στόλο, για να μεταφέρουν τους κατοίκους και να τους πουλήσουν στην Κατάνη. Το πούλημα των σκλάβων απέδωσε 120 τάλαντα. Αυτή η απόφαση, που μαρτυρεί ότι οι οικονομικές ανάγκες των Αθηναίων ήταν επείγουσες, είχε σα συνέπεια να μη μπορέσει ο στόλος να προχωρήσει προς τον Σελινούντα, όπως είχε προγραμματισθεί. Ο Νικίας επισκέφτηκε την Έγεστα, όπου κατάφερε να πετύχει αποκατάσταση σχέσεων με τον Σελινούντα. (62. 1-4). Ο Θουκυδίδης δηλώνει έμμεσα ότι αυτή η εκστρατεία στη δύση ήταν λαθεμένη και είχε σαν αποτέλεσμα μεγάλη σπατάλη δυνάμεων (Πλουτ. Νικ. 14. 4 και 15. 3-4). Εξακολουθεί να τονίζει ότι, σε συνδυασμό με την αποτυχία των Αθηναίων να κυριεύσουν την Ύβλα της Γέλας, τούτο προκάλεσε την ενίσχυση της αυτοπεποίθησης των Συρακοσίων. Το τι ένιωθε ο Νικίας σ’ αυτή τη φάση δεν αναφέρεται. Σίγουρα κατέληξε στη γνώμη ότι η εκστρατευτική δύναμη έπρεπε να παραμείνει στη Σικελία όλο το χειμώνα. Η επιστροφή στην πατρίδα θα εξέθετε τους στρατηγούς στην οργή της συνέλευσης. Σύμφωνα με τις απόψεις του Λάμαχου κατά τη σύσκεψη στο Ρήγιο, πρέπει αυτός τώρα να εισηγείτο επίθεση ενάντια στις Συρακούσες στις αρχές του φθινοπώρου. Ο Θουκυδίδης πάντως δεν δείχνει το Νικία να είναι αντίθετος προς την επιθετική γραμμή.
 
            Αυτή η επιχείρηση οργανώθηκε και εκτελέστηκε καλά. (Οι Αθηναίοι στρατηγοί έστειλαν στις Συρακούσες έναν Καταναίο που έπεισε τους Συρακουσίους να κάνουν μια αιφνιδιαστική επίθεση στη βάση των Αθηναίων, κι ενώ αυτοί προχωρούσαν στην Κατάνη οι Αθηναίοι εγκατέστησαν βάση στο μεγάλο Λιμένα).
 
            Η διήγηση του Θουκυδίδη σ’ αυτή τη μεγάλη σύγκρουση ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Συρακουσίους δίνει ένα δείγμα των χαρακτηριστικών αρετών της τεχνικής του κατά την περιγραφή στρατιωτικών επιχειρήσεων. Είναι λιγότερο προκατειλημμένη από την περιγραφή της ήττας των Αθηναίων στην Αμφίπολη το 422, πιο σαφής από την περιγραφή της μάχης στη Μεγαρίδα το 424. Είναι γραφική και λεπτομερειακή, αλλά χωρίς επιφανειακά ή ρητορικά στολίδια. Δίνει πολλά στοιχεία για να εκτιμήσει ο αναγνώστης το στρατηγικό σχέδιο και τις αγωνιστικές ικανότητες και των δύο αντιπάλων και να μπορέσει να κρίνει γιατί η κατάσταση είχε αυτήν την εξέλιξη.
 
            Ο Νικίας αναφέρεται μόνο δύο φορές :  πρώτα όταν παρότρυνε το στρατό του (67. 3), και ύστερα πάλι όταν, σαν τέλειωσε ο λόγος του, τον οδήγησε στη μάχη (69. 1). Η περίληψη αυτού του λόγου (68)δεν είναι ιδιαίτερα ξεχωριστή ή πρωτότυπη, και ο Θουκυδίδης ίσως τόνισε τη συμβατικότητά του σαν χαρακτηριστική του Νικία. Τόσο η γνώμη ότι οι δυνάμεις των Συρακουσίων πρέπει να παρασυρθούν μακριά από την πόλη τους, για να στρατοπεδεύσουν οι Αθηναίοι με ασφάλεια εκεί, όσο και η ιδέα να πετύχουν αυτόν το σκοπό χρησιμοποιώντας πράκτορα Καταναίο, αποδίδονται στους «στρατηγούς των Αθηναίων» (64. 1). Αλλού η διήγηση είναι ακόμη ασαφέστερη :  Ο Θουκυδίδης απλώς αναφέρει ότι οι Αθηναίοι δεν εκμεταλλεύτηκαν την πρώτη τους ευκαιρία να συμπλακούν με τον στρατό των Συρακουσίων (66. 3) και απέσυραν ολόκληρη τη δύναμή τους στην Κατάνη μετά τη νίκη τους (71. 1). Παρ’ όλο που σε κάθε περίπτωση η ευθύνη για την απόφαση πρέπει να αποδοθεί στυς στρατηγούς, δηλώνει έμμεσα ότι ενώ η στρατηγική των Αθηναίων ήταν άριστη, η αποχώρησή τους από τις Συρακούσες ήταν σφάλμα, και ότι τα κίνητρα που οδήγησαν σ’ αυτήν την απόφαση, και αναφέρονται κάπως λεπτομερειακά, (71. 2) ήσαν αστήρικτα. Έχει γίνει ευρύτατα αποδεκτό ότι ενώ αναμφίβολα ο Λάμαχος οδήγησε μέρος των αθηναϊκών δυνάμεων, που πήραν μέρος σ’ αυτήν την επιχείρηση, ο Νικίας ήταν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για το σχεδιασμό της, όπως και για την απόφαση να μην την συνεχίσει μετά την ήττα των Συρακουσίων. Υπάρχει κάθε είδους δικαιολόγηση αυτής της απόφασης. Δηλαδή, τόσο η χρησιμοποίηση μυστικών διαπραγματεύσεων για την εξομάλυνση του δρόμου της στρατιωτική δράσης, όσο και η υπερβολική προφύλαξη της Αθηναϊκής υποχώρησης είναι ολότελα χαρακτηριστική του Νικία. 
  
            Περιγράφοντας τα γεγονότα κατά τους λίγους επόμενους μήνες ο Θουκυδίδης δείχνει όλο και λιγότερη τάση να ρίξει φως πάνω στην προσωπικότητα του Νικία, ή να εκτιμήσει την ποιότητά του σαν ηγέτη. Φαίνεται να ενδιαφέρεται περισσότερο για τον Ερμοκράτη, που είχε αναλάβει, που είχε αναλάβει το ελάχιστα επίζηλο έργο της οργάνωσης της άμυνας των Συρακουσών. Δεν αναφέρει το Νικία με το όνομά του, όταν διηγείται τις προσπάθειες των Αθηναίων να κερδίσουν περισσότερους συμμάχους (6. 74-88), και τις δύο δευτερεύουσες εκστρατείες στην αρχή της άνοιξης από τη βάση τους στην Κατάνη (94. 1-3), και την εξαιρετικά πετυχημένη επίθεση εναντίον των Συρακοσίων, όταν κατέλαβαν τις Επιπολές, νίκησαν τον εχθρό αρκετές φορές και κατέστρεψαν το πρώτο αντιτείχισμα των Συρακοσίων (96-100). Κατά τη διήγηση αυτών των γεγονότων γίνονται μόνο δύο αναφορές για ενέργειες που αποδίδονται ιδιαίτερα στους Αθηναίους στρατηγούς (93. 4, 100. 1). 
 
            Η κατάληψη των Επιπολών ήταν σημαντικό στρατιωτικό κατόρθωμα. Επειδή ο Θουκυδίδης προτίμησε να περιγράψει μάλλον το πως οι Συρακούσιοι έχασαν αυτή τη θέση-κλειδί παρά το πως την κέρδισαν οι Αθηναίοι (96 – 7), δεν επαίνεσε πολύ τους τελευταίους, όπως το άξιζαν. Η επιτυχία τους προφανώς οφείλονταν κατά ένα μεγάλο μέρος στον επιδέξιο σχεδιασμό και την πολύ καλή εκμετάλλευση χρόνου από τους στρατηγούς των. Δεν μπορεί να οφείλεται σε σύμπτωση το ότι πρόλαβαν μέσα σε λίγες ώρες ένα σχέδιο των Συρακουσίων για εγκατάσταση φρουράς από επίλεκτα τμήματα για τη φύλαξη της μοναδικής βατής διόδου προς τις Επιπολές, αφού πρώτα έκαναν επιθεώρηση στην πεδιάδα πλάι στον Άναπο. Οι Αθηναίοι πρέπει να είχαν πληροφορηθεί τι σχεδιάζονταν. Χρησιμοποίησαν επίσης έξυπνα τη ναυτική τους υπεροχή και έτσι ήταν ικανοί να αιφνιδιάσουν τον εχθρό. Τα μέτρα που είχαν σχεδιάσει οι Συρακούσιοι δείχνουν ότι περίμεναν τους Αθηναίους να πλεύσουν στο μεγάλο λιμάνι, όπως το προηγούμενο φθινόπωρο, και να απειλήσουν τις Επιπολές από το νότο, ενώ οι Αθηναίοι αποβιβάστηκαν στο Λέοντα στη βόρεια πλευρά. Αν και οι Αθηναϊκές δυνάμεις έφτασαν στα ύψη των Επιπολών με αξιέπαινη ταχύτητα και απέκρουσαν τους Συρακουσίους που έσπευδαν να τους εκτοπίσουν, ο αποφασιστικός παράγοντας σ’ αυτήν την περίπτωση δεν ήταν τόσο η υπεροχή τους σε άσκηση και επιδεξιότητα, όσο η φωτισμένη στρατηγική των ηγετών τους. Η ερώτηση αν η στρατηγική αυτή ήταν έργο του Νικία ή του Λάμαχου ή και των δύο, δε μπορεί να βρεί υπεύθυνη απάντηση. (Ο Πλούταρχος, Βίος Νικία 17. 1, αποδίδει ολόκληρη την επιχείρηση στο Νικία). Ο Νικίας ήταν ίσως ο κύριος συντελεστής διότι πέτυχε πληροφορίες για τις προθέσεις των Συρακουσίων : μεταγενέστερα είχε επαφές με προδότες μέσα στην πόλη (7. 48. 2 και 49. 1, 73. 3), και οπωσδήποτε θα είχε κιόλας από νωρίτερα αποκαταστήσει επαφές μαζί τους. 
  
            Γενικά, είναι ίσως λογικό να συμπεράνουμε ότι ο σχεδιασμός των αθηναϊκών επιχειρήσεων ήταν κυρίως στα χέρια του Νικία, ενώ καθήκον του Λαμάχου ήταν να επιβλέπει την εκτέλεσή τους. Ο Θουκυδίδης πάντως δε μας διαφωτίζει πάνω σ’ αυτό το θέμα. 
  
            Ο ιστορικός τείνει όπως τονίσθηκε ήδη, να κρατάει στο περιθώριο τους Αθηναίους ηγέτες, κατά τη διήγηση των γεγονότων στη Σικελία μετά την ανάκληση του Αλκιβιάδη, όταν ο Νικίας και ο Λάμαχος ηγούντο από κοινού. Διαπιστώνεται ότι η Αθηναϊκή ηγεσία καθ’ όλη την εκστρατευτική περίοδο παρουσιάζει ορισμένες ελλείψεις. Ο Θουκυδίδης υπαινίσσεται ότι οι αποφάσεις για να πλεύσουν στη δυτική Σικελία το καλοκαίρι του 415 και ν’ αποσυρθούν από τις Συρακούσες το φθινόπωρο ήταν αποτέλεσμα εσφαλμένης κρίσης, κι ότι σε άλλες περιπτώσεις έλειπε η αίσθηση σπουδής. Οπωσδήποτε η περίοδος που έληξε με το θάνατο του Λάμαχου, ήταν για τους Αθηναίους η πιο πετυχημένη, ή τουλάχιστον η λιγότερο ανεπιτυχής, από ολόκληρη την εκστρατεία. Στα τελευταία στάδια αυτής της περιόδου, όταν κέρδιζαν αυτό που φαινόταν να είναι μια αποφασιστική υπεροχή πάνω στον εχθρό, ο Νικίας αγνοείται ολότελα. Αυτό το γεγονός είναι σημαντικό και βοηθάει να εξηγήσουμε γιατί ο Θουκυδίδης αφιερώνει τόσο λίγη προσοχή στην προσωπική συμβολή του Νικία στην Αθηναϊκή στρατηγική καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Δεν είναι χαρακτηριστικό της τακτικής του, ακόμα και στο δεύτερο μισό της Ιστορίας του, να παρουσιάζει σύνθετες ψυχολογικές μελέτες ηγετικών προσωπικοτήτων. Ο τρόπος που μεταχειρίζεται τους χαρακτήρες είναι πιο λεπτολόγος από τον τρόπο του Ηροδότου, και θα μπορούσε αναμφίβολα να είναι ακόμα πιο λεπτολόγος αν το ήθελε. Η πρόθεσή του όμως είναι κυρίως να συγκεντρώσει την προσοχή στα εμφανή χαρακτηριστικά των ηγετικών φυσιογνωμιών, ώστε οι λόγοι για τους οποίους επηρέασαν την πορεία των γεγονότων κατά τον συγκεκριμένο τρόπο να γίνου εύκολα κατανοητοί από τους αναγνώστες του. Η μέθοδός του να μεταχειρίζεται τα πρόσωπα κατ’ αυτόν τον τρόπο έχει μια δόση υπεραπλούστευσης. Αναμφίβολα επιθυμούσε να μεταφέρει στους αναγνώστες του μια δυσμενή ετυμηγορία για την ηγεσία του Νικία στη Σικελία. Αφήνει παντού να φανεί καθαρά ότι κατά τη γνώμη του ο Νικίας σε πολλές περιπτώσεις κατά την εκστρατεία στάθηκε ανεπαρκής, κυρίως από υπερβολική επιφυλακτικότητα ή έλλειψη ενεργητικότητας, και ότι αυτά τα σοβαρά μειονεκτήματα, αν και συνδυάζονταν με μια αφοσίωση στο καθήκον, που δικαιολογημένα προκαλούσε συμπάθεια, ήταν ως ένα ορισμένο βαθμό η αιτία της τελικής καταστροφής. 
  
            Φαίνεται πιθανό ότι η μέτρια επιτυχημένη επίθεση των Αθηναίων στις Συρακούσες το φθινόπωρο του 415 και οι πολύ πετυχημένες επιχειρήσεις στις Επιπολές την επόμενη άνοιξη οφείλονταν κυρίως στη φωτισμένη και ασυνήθιστα μεγαλεπίβολη στρατηγική του Νικία, αν και ο Λάμαχος συνέβαλε αναμφίβολα με σθένος και γενναιότητα στο πεδίο δράσης και ίσως ακόμα με κάποια ικανότητα τακτικής. Αν είναι έτσι, ο Θουκυδίδης θα πρέπει να βρέθηκε κάπως μπροστά σε δίλημμα : Ήταν υποχρεωμένος ή να είναι λιγότερο δίκαιος απέναντι στα προτερήματα που έδειξε ο Νικίας αυτόν τον καιρό ή να παρεμβάλλει μια περιπλοκή στην κρίση του πάνω στη στρατιωτική ηγεσία του, η οποία κρίση είναι παντού σχεδόν δυσμενής, και έτσι να διατρέξει τον κίνδυνο να παρουσιάσει στους αναγνώστες του νια συγκεχυμένη εικόνα. Όντας υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει αυτές τις εναλλαγές προτίμησε την πρώτη λύση σαν τη «μή χείρω» και αποφάσισε να μην προβάλλει έντονα την προσωπική συμβολή του Νικία στα γεγονότα αυτής της περιόδου.
  
·        Από το θάνατο του Λάμαχου μέχρι την άφιξη του Δημοσθένη
 
        Ο Νικίας επιστρέφει στο προσκήνιο μετά το θάνατο του Λάμαχου, όχι μόνο γιατί ήταν ο μόνος ηγέτης (103. 3) αλλά γιατί ο Θουκυδίδης επιθυμεί να δείξει ότι τα ηγετικά του ελαττώματα ήταν η βαθύτερη αιτία για τη γρήγορη μεταβολή της κατάστασης στις Συρακούσες, που έβαλε τους Αθηναίους στο δρόμο της τελικής καταστροφής, τη στιγμή ακριβώς που βρίσκονταν στο κατώφλι της ολοκληρωτικής νίκης. Ο θάνατος του Λάμαχου έγινε αισθητός σαν σημείο μεταβολής στην εκστρατεία, αν και η Αθηναϊκή επιτυχία δεν έφθασε στο ψηλότερο σημείο της παρά μόνον λίγες εβδομάδες αργότερα. Χωρίς το στήριγμα του συναδέλφου του ο Νικίας φάνηκε να έχει πέσει σε απραξία και να σπαταλάει τα πλεονεκτήματα που κερδήθηκαν από τη συνεργασία τους. Η ορμή της Αθηναϊκής επιθετικότητας ξαφνικά χάθηκε. 
 
            Αποτελεί ειρωνεία το γεγονός ότι την ημέρα που σκοτώθηκε ο Λάμαχος, ο Νικίας μπλέχτηκε σ’ ένα περιστατικό, όπου φάνηκε ότι ήταν ικανός για γρήγορο και ιδιοφυή αυτοσχεδιασμό στη μάχη (102. 1-3). Εξ αιτίας της αρρώστιας του που πρώτη φορά αναφέρεται τώρα, παρέμεινε στο αθηναϊκό οχυρό στις Επιπολές, γνωστό με το όνομα Κύκλος. Οι Συρακούσιοι παρατήρησαν ότι αυτό το οχυρό ήταν σχεδόν ανυπεράσπιστο και προσπάθησαν να το καταλάβουν με αιφνιδιασμό. Ο Νικίας διέταξε τους υπηρέτες του να βάλλουν φωτιά σε ξυλεία που βρίσκονταν κάτω από το τείχος του οχυρού και αυτό το τέχνασμα ανάγκασε τον εχθρό να αποσυρθεί. Η ετοιμότητά του έσωσε μια θέση-κλειδί, που κινδύνεψε να πέσει στα χέρια του εχθρού.
 
            Από την πλευρά των Αθηναίων είχε αρχίσει να παρουσιάζεται κάποια χαλάρωση στις στρατιωτικές ενέργειες. Κατά το διάστημα μεταξύ του θανάτου του Λάμαχου και της άφιξης του Γύλιππου στις Συρακούσες ούτε καν το νότιο τμήμα του αθηναϊκού τείχους δεν είχε συμπληρωθεί και ήταν φανερό πως ελάχιστη πρόοδος είχε σημειωθεί στο κτίσιμο της βόρειας πλευράς (7. 2. 4). Ο Θουκυδίδης δεν επισημαίνει καθαρά την ενοχή του Νικία για την αποτυχία του να σιγουρευτεί ότι οι κτίστες πιέζονταν αρκετά να επιταχύνουν την εργασία του τειχισμού. Όμως δεν αφήνει αμφιβολία στους αναγνώστες του ότι ο Νικίας μπορούσε και έπρεπε να σπεύσει με μεγαλύτερη δραστηριότητα να εμποδίσει τον Γύλιππο, που ήταν γνωστό ότι πλησίαζε, να φθάσει στη Σικελία. Στην αρχή ο Νικίας δεν έκανε καμιά προσπάθεια να εμποδίσει τα τέσσερα πλοία του Γύλιππου, πιστεύοντας ότι απ’ αυτό το μικρό ναυτικό σώμα το μόνο που θα μπορούσε να περιμένει κανένας ήταν επιδρομές στις αθηναϊκές θαλάσσιες επικοινωνίες με την Ιταλία που ήταν μια σπουδαία πηγή εφοδίων (6. 104. 3). Αργότερα, όταν έμαθε ότι οι Πελοποννήσιοι βρίσκονταν στους Λοκρούς, έστειλε βέβαια τέσσερα αθηναϊκά πλοία να τους σταματήσουν στα στενά της Μεσσήνης. Ήταν προφανώς σφάλμα να στείλει τόσο λίγα, τη στιγμή που ο κύριος στόχος του δεν διέτρεχε άμεσο κίνδυνο να υποστεί επίθεση στο Μεγάλο Λιμάνι., αλλά οπωσδήποτε έδρασε πολύ καθυστερημένα, αφού ο Γύλιππος είχε ήδη περάσει τα στενά, πριν οι Αθηναίοι φθάσουν εκεί (7. 1. 2). 
 
            Οι Συρακούσιοι σκόπευαν να κάνουν συνέλευση για να συζητήσουν τη συνθηκολόγηση, όταν ένα και μόνο πλοίο έφθασε φέρνοντας τον Κορίνθιο Γογγύλο, που διαβεβαιώνοντάς τους ότι γρήγορα θα έφθανε βοήθεια τους έπεισε να εγκαταλείψουν οποιαδήποτε σκέψη για συνθήκη ειρήνης (7. 2. 1).
 
            Κατά την πρώτη συμπλοκή με τον Γύλιππο ο Νικίας φάνηκε να έχασε μια ευκαιρία με το να αποτύχει να επιτεθεί όταν οι συρακούσιες δυνάμεις είχαν πέσει σε αταξία (3. 3 ησύχαζε) : λίγο αργότερα αυτός και οι Αθηναίοι πέρασαν στην επίθεση, καθώς φαίνεται μόνον επειδή ένιωσαν αναγκασμένοι να ενεργήσουν έτσι, εξ αιτίας της σοβαρότητας της κατάστασής των (6. 1). Ακόμα, προτού ο Γύλιππος εξασφαλίσει ένα αποφασιστικό πλεονέκτημα πάνω στις Επιπολές επικεφαλής της τρίτης αντεπίθεσης των Συρακουσίων πέρα από τη γραμμή του Αθηναϊκού τείχους (6. 4), o Νικίας είχε ήδη στρέψει την προσοχή του στην κατάληψη και οχύρωση του Πλημμύριου, μια χερσόνησο που στένευε το στόμιο του Μεγάλου Λιμένα στο Νότο, ακριβώς όπως η Ορτυγία τον στένευε στο Βορά (4. 4). Κατά πόσον η διασπορά της Αθηναϊκής προσπάθειας σ’ αυτό το σχέδιο επηρέασε την έκβαση του ζωτικού αγώνα πάνω στις Επιπολές είναι συζητήσιμη ερώτηση. Είναι το είδος της ερώτησης, στην οποία ο Θουκυδίδης προσέχει να μην εκτεθεί, εκτός αν είναι απόλυτα σίγουρος ότι γνωρίζει τη σωστή απάντηση.  
    
            Τα κίνητρα που αποδίδονται στο Νικία για την κατοχή του Πλημμύριου είναι αρκετά λογικά. Ήθελε να εξασφαλίσει την είσοδο των πλοίων ανεφοδιασμού στο λιμάνι και να προμηθεύσει στο στόλο του ένα αγκυροβόλιο, από όπου θα μπορούσαν να δρουν πιο άνετα παρά από το σημερινό αγκυροβόλιο, αν οι Συρακούσιοι τους προκαλούσαν στη θάλασσα (4. 4). Ο Θουκυδίδης προσθέτει εν τούτοις ότι ο Νικίας ήδη άρχισε να προσέχει περισσότερο τον κατά θάλασσαν αγώνα, επειδή έβλεπε ότι οι προοπτικές στη ξηρά, τώρα που έφτασε ο Γύλιππος, ήταν λιγότερο αισιόδοξες για τους Αθηναίους. Η αντίδραση αυτή στις πρόσφατες εξελίξεις της στρατιωτικής κατάστασης προδίδει μια αμυντική, ηττοπαθή θα λέγαμε, νοοτροπία. Η ναυτική δράση μόνη της, όσο αποτελεσματική κι αν ήταν, ποτέ Δε θα μπορούσε να υποκαταστήσει ικανοποιητικά τον από ξηράς αποκλεισμό. Προφανώς ο Νικίας δεν είχε πια στο νου του την κατάκτηση των Συρακουσών, αλλά ήθελε μάλλον να κρατήσει σώες τις δυνάμεις του, σε περίπτωση επίθεσης των Συρακουσίων. Φάνηκε ξεκάθαρα ότι παρέδωσε σχεδόν τελεσίδικα την πρωτοβουλία. Ο Θουκυδίδης τονίζει ότι η νέα βάση στο Πλημμύριο, είχε ένα σοβαρό μειονέκτημα, που ανάγκασε τα πληρώματα των Αθηναϊκών πλοίων να βρεθούν για πρώτη φορά σε δύσκολη θέση. Γιά να εξασφαλίσουν επαρκή εφόδια από νερό και καυσόξυλα έπρεπε να βγαίνουν έξω απ’ την οχύρωσή τους, να ξεμακραίνουν στην εξοχή, όπου ήταν εκτεθειμένοι στις επιθέσεις του ιππικού των Συρακουσίων (4. 6) (13. 2). Η προσωπική ευθύνη του Νικία για την κάμψη της Αθηναϊκής τύχης γίνεται βαρύτερη.
 
            Προς το τέλος του καλοκαιριού πείσθηκε ότι η θέση του στις Συρακούσες ήταν επικίνδυνη και ότι η Αθηναϊκή εκκλησία πρέπει να αποφασίσει χωρίς αναβολή ή να εγκαταλείψει ολόκληρη την επιχείρηση και να καλέσει τις δυνάμεις της από τη Σικελία, ή να στείλει μεγάλες ενισχύσεις (8. 1, 2. 3). Κάτω από την πίεση των αναγκών κατέφυγε σ’ ένα ασυνήθιστο χειρισμό : εκτός από την αποστολή αγγελιαφόρων, που θα εξέθεταν προφορικά την κατάσταση, έγραψε μια επιστολή για να διαβαστεί μπροστά στη συνέλευση (8. 2-3). Ενώ περίμενε απάντηση που δεν ήλπιζε να πάρει πριν από τα μέσα του χειμώνα, αρκέστηκε να παραμείνει στην άμυνα (8. 3). Η ευθύνη για τη λήψη αποφάσεων είχε περάσει σε άλλους. Σαν στρατηγός αυτοκράτωρ ο Νικίας είχε το δικαίωμα να αποσύρει το εκστρατευτικό σώμα απ’ τη Σικελία, αν το θεωρούσε σωστό, χωρίς να συμβουλευτεί την εκκλησία του δήμου. Γιά να κάνει όμως αυτό το βήμα ένας στρατηγός έπρεπε να έχει μεγάλο ηθικό θάρρος. Ο Θουκυδίδης δημιουργεί την εντύπωση ότι ο Θουκυδίδης πάνω απ’ όλα σ’ αυτήν την περίπτωση προσπαθούσε ν’ αποφύγει τη λήψη μιας απόφασης, που γι’ αυτήν πράγματι αργότερα επικρίθηκε. Η Θουκυδίδεια αναμετάδοση της επιστολής του Νικία προς την εκκλησία του δήμου ασφαλώς δεν είναι αντίγραφο του πρωτοτύπου ή απόσπασμα των κυριοτέρων σημείων της. Παρουσιάζοντάς την ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί τη λέξη «τοιάδε», όπως κανονικά συνηθίζει στην περίπτωση των δημηγοριών, ενώ, όταν πρόκειται για ντοκουμέντα κατά λέξη, χρησιμοποιεί τη λέξη «τάδε». Η γλώσσα και το ύφος της είναι εντελώς θουκυδίδεια, όπως και πολλές από τις αιτιολογήσεις της. Οι γενικεύσεις (14. 1-2, 14. 4) που είναι χαρακτηριστικό της Θουκυδίδειας δημηγορίας δεν ταιριάζουν ολότελα σε μια αναφορά. Το γενικό περιεχόμενο της επιστολής του ήταν αναμφίβολα γνωστό, και πρέπει να είχε δει ένα αντίγραφό της. Προτίμησε όμως να παρουσιάσει στους αναγνώστες του τη δική του διασκευή, για να λειτουργήσει με τον τρόπο των δημηγοριών, όπου ο ίδιος είχε προμηθεύσει «τα δέοντα». Είναι το ίδιοι διδακτική κι αποκαλυπτική, όπως οποιαδήποτε δημηγορία. Πουθενά αλλού δεν βρίσκομε πιο απλά χαραγμένη τη δική του άποψη πάνω στην ηγεσία του Νικία.
 
            Όποια γνώση της επιστολής κι αν είχε ο Θουκυδίδης, προσάρμοσε το περιεχόμενό της με επιδέξια μαστοριά, για να πληροφορήσει και να καθοδηγήσει τον αναγνώστη. Το πρωτότυπο κείμενο, αν είχε διασωθεί, θα μας έδινε λεπτομερέστερη πληροφόρηση. Δεν θα έκανε τόσο βαθιά ανάλυση της κατάστασης στις Συρακούσες και των κινδύνων που απειλούσαν τους Αθηναίους εκεί, και σίγουρα δεν θα έριχνε τόσο φως πάνω στην ηγεσία του Νικία. Όπως σε μερικές δημηγορίες ο Θουκυδίδης τείνει να σκιαγραφήσει μελλοντικές εξελίξεις, ενώ τυτόχρονα αποφεύγει τους αναχρονισμούς. Αυτός είναι ο λόγος που η επιστολή παρουσιάζει τη θέση των Αθηναίων πολύ πιο απελπιστική από την προηγούμενη διήγηση των γεγονότων μετά την άφιξη του Γύλιππου. Σίγουρα, τόσο η χρόνια απαισιοδοξία του Νικία, όσο και η επιθυμία του να εντυπωσιάσει την εκκλησία για την άθλια κατάσταση των δυνάμεών του, επηρέασαν τα γραφόμενά του. Αλλά η Θουκυδίδεια εκδοχή παρουσιάζει την κατάσταση μάλλον όπως διαμορφώθηκε την άνοιξη του 413 παρά όπως ήταν στο τέλος του καλοκαιριού το 414. Το πλαίσιο που παρουσίασε ο Νικίας σχετικά μεν την κατάσταση στη θάλασσα δεν συμβιβάζεται εύκολα με την διήγηση των γεγονότων που ακολούθησαν. Οι Αθηναίοι παρουσιάζονται αναγκασμένοι να διατηρούν κάθε διαθέσιμο πλοίο σε ετοιμότητα το 414 εξ αιτίας του επικείμενου κινδύνου γενικής εχθρικής επίθεσης (12. 4, 13. 1). Όπως την επόμενη άνοιξη οι Συρακούσιοι ήταν ακόμα ανήσυχοι για τις προοπτικές μιας ναυτικής επίθεσης και χρειάστηκαν μεγάλη ενθάρρυνση από μέρους του Γύλιππου και του Ερμοκράτη για να αποφασίσουν να εκτεθούν. Από τον τόνο της επιστολής διαπιστώνεται έμμεσα ότι, όταν γράφτηκε, η ναυτική ικανότητα των Αθηναίων είχε κιόλας μειωθεί, αλλά λίγο πριν από την άφιξη του Δημοσθένη στα μέσα του επόμενου καλοκαιριού, ήταν ακόμα ικανοί να εφαρμόζουν τους επιδέξιους χειρισμούς για τους οποίους φημίζονταν (36. 3-6). Ο Θουκυδίδης με τη διασκευή της επιστολής, βρήκε την ευκαιρία να στρέψει την προσοχή στις ρίζες της της Αθηναϊκής αδυναμίας, που ήταν πολύ πιο εύκολο να εκτιμηθούν όταν εξετάζονταν αναδρομικά. Έτσι ο αναγνώστης έχει προετοιμαστεί από νωρίτερα για την πτώση του Πλημμύριου και τη βαθμιαία εμφάνιση της υπεροχής των συρακουσίων στη θάλασσα. 
  
            Η εικόνα του Νικία, όπως την παρουσιάζει εδώ ο Θουκυδίδης, είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου δυσμενής. Είναι όπως πάντοτε ευσυνείδητος και δείχνει αξιέπαινη ειλικρίνεια παρουσιάζοντας ξεκάθαρα τις δυσάρεστες αλήθειες (14. 4). Επί πλέον αγωνίστηκε να πάρει σωστές πληροφορίες για τις ενέργειες και τις προθέσεις του εχθρού (12. 1-2, 15. 2). Δεν υπάρχει εδώ κανένας υπαινιγμός για την ηγετική του ικανότητα να εμπνέει πεισματικό θάρρος, ικανότητα που θα προβάλλει αργότερα ο Θουκυδίδης. Οι πολλές αποτυχίες του ελάχιστα αποδίδονται στην ελαττωματική φυσική του κατάσταση (15. 1). Υπάρχουν σημαντικές παραλείψεις στην αναφορά. Ο Νικίας δεν εξηγεί γιατί δεν εκμεταλλεύτηκε το τεράστιο πλεονέκτημα που κέρδισαν οι Αθηναίοι την άνοιξη και τις αρχές του καλοκαιριού, ή γιατί απέτυχε να εμποδίσει το στρατό του Γύλιππου πριν αποκαταστήσει επαφή με τους Συρακουσίους. Προφανώς αποδίδει τη νίκη του Γύλιππου στις Επιπολές στον μεγαλύτερο αριθμό οπλιτών (11. 2), ενώ η προηγούμενη διήγηση δείχνει ότι οφείλονταν μάλλον στην ανώτερη ηγεσία. (Η ενίσχυση που έφερε ο Γύλιππος δεν πρέπει να ήταν περισσότερη από 3.500 άνδρες). Με φτωχά επιχειρήματα δηλώνει πως, χωρίς ουσιαστικές ενισχύσεις, δε μπορεί ούτε να διανοηθεί να επιχειρήσει να καταστρέψει το συρακούσιο αντι-τείχος και να ξανακερδίσει έτσι την πρωτοβουλία (11. 3). Αναφέρεται στις προσπάθειες του εχθρού να μαζέψει περισσότερο στρατό (12. 1). Προφανώς ο ίδιος δεν είχε κάνει καμιά προσπάθεια, αν και η Ιταλία ήταν μια μεγἀλη πηγή ανθρώπινης δύναμης, όπως επρόκειτο να δείξει ο Δημοσθένης. Είναι κάπως πειστικότερος όταν εξηγεί γιατί η κατάσταση των πλοίων του και των πληρωμάτων τους χειροτέρευε. Κάποια επιδείνωση ήταν φυσικά αναπόφευκτη, εξ αιτίας της μεγάλης τους απουσίας από τη βάση της χώρας τους, οπωσδήποτε όμως έγινε εντονότερη, εξ αιτίας της απόφασής του να καταλάβει το Πλημμύριο, την οποία απόφαση, όπως σημειώθηκε πιο πάνω, ο Θουκυδίδης θεώρησε τελείως εσφαλμένη. Είναι φανερό ότι ένας δραστήριος ηγέτης, με κάποια ικανότητα να επιβάλλει το κύρος του και να διατηρεί το φρόνημα των ανδρών του, θα μπορούσε τουλάχιστον να ελέγξει την πορεία της κάμψης. Ο Νικίας όμως ομολογεί ότι ήταν ανίκανος να το κάνει, με τη δικαιολογία ότι οι Αθηναίοι από τη φύση τους δεν πειθαρχούν εύκολα. Η κριτική του εις βάρος των τριηράρχων, που επέτρεψαν την αντικατάσταση των εξησκημένων ανδρών με σκλάβους από τα Ύκαρα, προδίδει δική του αμέλεια καθήκοντος. Δε μπόρεσε να τους δώσει να καταλάβουν ότι, ακόμα και όταν η προοπτική επίθεσης των Συρακουσίων στη θάλασσα φαινόταν μακρινή, ήταν επιτακτική ανάγκη να διατηρούν υψηλό επίπεδο αποδοτικότητας του στόλου. Και εδώ, όπως σ'όλα τα σημεία της επιστολής, μέμφεται οποιονδήποτε άλλον εκτός από τον εαυτό του.
 
            Ο Θουκυδίδης, όπως τονίστηκε ήδη, χρησιμοποιεί την επιστολή κατά τον ίδιοι τρόπο με τις δημηγορίες του. Σεμερικές από τις δημηγορίες του, και πιο φανερά στη δημηγορία του Αθηναγόρα κατά τη συνέλευση των Συρακουσίων (6. 36-40), σκόπιμα δημιουργεί δυσμενή εντύπωση για τον ομιλητή. Η διασκευή της επιστολής έχει κυρίως σκοπό να ενισχύσει τα συμπεράσματα που υποδηλώνει κατά τη διήγησή του. Παρουσιάζει πιο φανερά την πεποίθησή του ότι η ηγεσία του Νικία μετά τον θάνατο του Λάμαχου δεν είχε δύναμη και σταθερότητα και συνεπώς στάθηκε πολύ σημαντικός παράγοντας για την αλλαγή της στρατιωτικής κατάστασης. – Η Αθηναϊκή επίδραση στην επιστολή αναφέρεται πολύ σύντομα. Ο Θουκυδίδης δίνει μια Περίληψη των αποφάσεων : Δεν υπάρχει ένδειξη ότι η γνώμη του λαού ήταν διχασμένη, ούτε αναφορά σε συζήτηση κατά τη συνέλευση (16. 1-2). Ίσως σκόπιμα θέλει να αντιπαραβάλλει τους Αθηναίους με το Νικία, δείχνοντας ότι αυτοί τουλάχιστον δεν δυσκολεύονταν να παίρνουν αποφάσεις, σωστές ή λαθεμένες. Αργότερα υποδηλώνει ότι η άρνησή τους να απαλλάξουν το Νικία από τα ηγετικά του καθήκοντα ήταν μια πράξη τρέλλας, εφ’ όσον μετά την άφιξη του Δημοσθένη και του Ευρυμέδοντα με τη δεύτερη αποστολή, η αναποφασιστικότητα του Νικία αποδείχτηκε τελικά καταστροφική. Οι απόψεις του Θουκυδίδη για την κρίσιμη απόφαση να στείλουν αυτή τη δεύτερη αποστολή δεν αποκαλύπτονται πουθενά. Αναφέρει, και πιθανόν συμμερίζεται, τον έκπληκτο θαυμασμό των άλλων για την τόλμη των Αθηναίων, που ούτε η κατάληψη της Δεκέλειας Δε μπόρεσε να τους εμποδίσει (28. 3, 42. 2). Το αν θεωρεί τις ενέργειές των φρόνιμες ή όχι είναι ένα ακανθώδες πρόβλημα, που δεν έχει θέση εδώ. Στέλνοντας αμέσως τον Ευρυμέδοντα στη Σικελία με δέκα πλοία, οι Αθηναίοι δεν ανταποκρίνονταν, από όσο είναι γνωστό, σε κανένα ειδικό αίτημα του Νικία, εκτός του ότι αυτή η μοίρα μετέφερε ένα χρηματικό ποσό. Θεώρησαν αυτή την ενέργεια ασήμαντη για τις δυνάμεις τους στις Συρακούσες. Θα ανόρθωνε όμως το ηθικό των ανδρών η είδηση ότι ετοιμάζονταν το δεύτερο εκστρατευτικό σώμα (16. 2). Είναι παράξενο που ο Ευρυμέδοντας δεν διατάχθηκε να μείνει στις Συρακούσες, όπου η πείρα και το κύρος του θα τον έκαναν ανεκτίμητο. Φαίνεται ότι στην πατρίδα δεν είχαν ακόμη κατανοήσει τη σοβαρότητα της κατάστασης εκεί. Η προσοχή είχε συγκεντρωθεί στην προσπάθεια να κάνουν τη δεύτερη εκστρατεία αρκετά δυνατή, για να κερδίσουν τον πόλεμο στη Σικελία. Αυτός ο πόλεμος θα μπορούσε θαυμάσια να είχε χαθεί πριν από την άφιξή της.
 
            Δεν αναφέρεται σχεδόν καθόλου ο Νικίας κατά το πρώτο μισό του 413, ενώ οι Συρακούσιοι εκμεταλλεύονται τα πλεονεκτήματα που κερδήθηκαν το προηγούμενο καλοκαίρι εξ αιτίας των ηγετικών του σφαλμάτων. Η απώλεια του Πλημμύριου επέδρασε πολύ άσχημα στο ηθικό των Αθηναίων (24. 3), και η θέση τους γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Οι λίγες αναφορές στο Νικία δείχνουν ότι ουσιαστικά ήταν ακόμα ο μοναδικός αρχηγός παρά την προαγωγή του Μένανδρου και του Ευθύδημου, και, περιπτωσιακά τουλάχιστον, ενεργούσε με απροσδόκητη ενεργητικότητα και ετοιμότητα. Πέτυχε να πείσει τους συμμάχους στην ενδοχώρα της Σικελίας, να στήσουν ενέδρα σε μια στρατιωτική αποστολή που βάδιζε προς τις Συρακούσες για ενίσχυση του εχθρού. Προξενήθηκαν σοβαρές απώλειες, κι αυτή η ενέργεια εξασφάλισε μια αξιόλογη περίοδο ανάπαυσης στους Αθηναίους, δεδομένου ότι ανάγκασε τους Συρακούσιους να αναβάλλουν το σχέδιό τους για γενική επίθεση (32-33). Αργότερα κατά τη διάρκεια των ναυτικών συμπλοκών, ακριβώς πριν από την άφιξη του Δημοσθένη, ο Νικίας επέβαλε στους τριήραρχους, των οποίων τα πλοία έπαθαν σοβαρές ζημιές, να τα επισκευάσουν (38. 2). Τούτο το γεγονός δείχνει ότι δεν ήταν πάντοτε τόσο χαλαρός στις σχέσεις του με τους υφισταμένους του, όπως θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει από ένα εδάφιο της επιστολής του (13. 2). Την ίδια μέρα διέταξε να αγκυροβολήσουν φορτηγά πλοία κατά διαστήματα μπροστά από τη ναυτική του βάση, για να χρησιμεύσουν σαν προστατευτικό παραπέτασμα, πίσω από το οποίο οι τριήρεις του μπορούσαν να βρουν καταφύγιο, αν πιέζονταν σκληρά (38. 2-3). Η αξία αυτής της επινόησης φάνηκε κατά τη μεγάλη μάχη της επομένης, όταν έσωσε τους Αθηναίους από μια συντριπτική ήττα (41. 2-3). Παρόλ’ αυτά τώρα βρίσκονταν σε απελπιστική κατάσταση και δε μπορούσαν να ελπίζουν ότι θα ήταν σε θέση να αναβάλουν τη συμφορά για πολύ ακόμα χωρίς την υποστήριξη της δεύτερης εκστρατευτικής δύναμης. 
    
¨         Από την άφιξη του Δημοσθένη μέχρι την τελευταία ναυμαχία
 
 Κατά τη διήγηση που καλύπτει αυτή τη φάση της εκστρατείας η προσωπικότητα του Νικία προβάλλεται και πάλι, και, αν και αρνητικά, φαίνεται να επηρέασε βαθιά την εξέλιξη της στρατιωτικής κατάστασης. Αποτελεί αντίθεση με το Δημοσθένη, του οποίου οι απόψεις συγκρούονταν συχνά με τις δικές του. Επειδή δείλιαζε μπροστά στη δοκιμασία να αντιμετωπίσει ενδεχόμενα την οργή της Αθηναϊκής εκκλησίας του δήμου, δεν έδινε επί τόσο καιρό τη συγκατάθεσή του στην πρόταση του Δημοσθένη να αποσυρθούν από τις Συρακούσες. Και η επίμονη αναποφασιστικότητά του κατέληξε να μετατρέψει σε καταστροφή, αυτό που θα ήταν απλά μια άδοξη αποτυχία. Εξ άλλου κατά την ίδια περίοδο αρχίζει να προβάλλει μια ιδιότητά του, της οποίας ελάχιστα ίχνη φάνηκαν έως τώρα, δηλ. η ικανότητά του να αγωνίζεται για την ανύψωση του ηθικού των ανδρών του με προτροπές και προσωπικό παράδειγμα. 
  
Ο Νικίας πείσθηκε από τον Δημοσθένη να συμφωνήσει με το σχέδιο για νυκτερινή επίθεση στις Επιπολές, αν και δεν πήρε μέρος σ’ αυτήν προσωπικά, αναμφίβολα εξ αιτίας της φυσικής του αδυναμίας (43. 1-2). Όταν η επίθεση αυτή αποκρούστηκε με βαριές απώλειες, οι στρατηγοί έκαναν σύσκεψη :  είχαν συνειδητοποιήσει ότι ο στρατός, απογοητευμένος από την διάψευση των προσδοκιών του και την επικράτηση της αρρώστιας στο στρατόπεδο, επιθυμούσε να εγκαταλείψει τις Συρακούσες όσο γινόταν νωρίτερα (47. 1-8). Ο Θουκυδίδης περιγράφει με λεπτομέρειες αυτή τη συνεδρία και ο τρόπος που διαγράφει το ρόλο του Νικία είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικός. (47,  3 – 49. 4). 
  
Ο Δημοσθένης με χαρακτηριστική τραχύτητα αξίωσε άμεση αποχώρηση από τη Σικελία, εφ’ όσον ακόμα υπήρχε η δυνατότητα να γίνει χωρίς δυσκολία, και πρόβαλλε ουσιαστικούς λόγους για την πεποίθησή του ότι η συνέχιση της εκστρατείας θα έβλαπτε τα Αθηναϊκά συμφέροντα (47. 3-4). Ο Θουκυδίδης στη συνέχεια αναφέρει, όχι τι είπε ο Νικίας, αλλά τι ένιωθε και τι δεν είπε :  ότι ο ίδιος ήταν μεν απαισιόδοξος για την κατάσταση, επιθυμούσε όμως να εμποδίσει μια ανοικτή ψηφοφορία για άμεση αποχώρηση, από φόβο μήπως οι Αθηναϊκές προθέσεις προδοθούν στον εχθρό (48. 1). Αυτή η συνόψιση των ιδιαιτέρων και κρυφών συναισθημάτων του Νικία ακολουθείται από μια συνόψιση των προσωπικών και κρυφών απόψεών του για την αδυναμία των Συρακουσίων, που ο Θουκυδίδης πιστεύει ότι ήταν καλά θεμελιωμένες, διότι βασίζονταν σε πληροφορίες προδοτών μέσα από την πόλη (48. 2, 49. 1). Κανένα άλλο χωρίο δεν δείχνει τόσο καθαρά ότι ο Θουκυδίδης ήταν σε θέση να συμβουλευτεί κάποιον, στον οποίο είχε εμπιστευθεί ο Νικίας :  δεν μπορεί να μαντεύει. Αξιώνει απόλυτα να πληροφορείται εκείνο που αγνοούν ο Δημοσθένης και ο Ευρυμέδοντας (48. 4), και έχομε κάθε λόγο να τον πιστέψουμε. Εξακολουθεί να δηλώνει ότι ο Νικίας ήταν πράγματι ακόμη αναποφάσιστος στο θέμα της αποχώρησης, ενώ στο λόγο του απέρριψε κατηγορηματικά την πρόταση του Δημοσθένη (48. 3). Ο Θουκυδίδης αναφέρει δύο επιχειρήματα, πάνω στα οποία ο Νικίας εβάσιζε τη θέση του ενάντια στην πρόταση αυτή. Πρώτον, αν οι στρατηγοί αποφάσιζαν να αποχωρήσουν από τη Σικελία με δική τους πρωτοβουλία και χωρίς την έγκριση της εκκλησίας του δήμου, θα καταδικάζονταν σε θάνατο για αμέλεια καθήκοντος, κι αυτός, για λογαριασμό του, θα προτιμούσε να διατρέξει τον κίνδυνο ενός έντιμου θανάτου στη μάχη (48. 3 – 4). Δεύτερο, οι Συρακούσιοι βρίσκονταν σε πολύ χειρότερη θέση από τους Αθηναίους, όντας στο χείλος της κατάρρευσης εξ αιτίας των εξαντλητικών δαπανών κατά τη διεξαγωγή του πολέμου (48. 5). Αυτό το δεύτερο επιχείρημα είναι απάντηση στο Δημοσθένη, που είχε υποστηρίξει ότι η συνέχιση της εκστρατείας θα επέβαλλε μιαν άχρηστη σπατάλη χρημάτων (47. 4). Ο Θουκυδίδης επιμένει ότι ο Νικίας είχε ακριβείς πληροφορίες για τις οικονομικές δυσκολίες των Συρακουσίων (49. 1). Μέχρι σ’ αυτό το βαθμό και μόνον υπερασπίζεται το Νικία.  Όσο για το πρώτο επιχείρημα αποφεύγει να κάνει σχόλια. Οι αναγνώστες του έτσι φαίνεται να αφήνοντα να βγάλουν μόνοι τους συμπεράσματα από τη διήγησή του. Πολλοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο Νικίας ήταν ένοχος ασυγχώρητου εγωισμού, διότι υπέτασσε τα ζωτικά συμφέροντα της Αθήνας στην προσωπική του επιθυμία να αποφύγει την ατίμωση. Αυτό είναι σίγουρα το συμπέρασμα, στο οποίο τείνει ο Θουκυδίδης και είναι τουλάχιστο συζητήσιμο το ότι η έμμεση κριτική του για τον Νικία είναι τραχιά. 
  
Ο Θουκυδίδης με επιδεξιότητα ξαναπλάθει με λίγα λόγια την ατμόσφαιρα της αβεβαιότητας και αναποφασιστικότητας στο Αθηναϊκό στρατιωτικό επιτελείο.
 
Μέσα σε λίγες εβδομάδες μετά τη συνεδρίαση αυτή, η άφιξη σοβαρών ενισχύσεων στους Συρακουσίους και μια δεύτερη αναζωπύρωση της αρρώστιας στο Αθηναϊκό στρατόπεδο ανάγκασε ακόμα και τον Νικία να εγκαταλείψει την αντίθεσή του στην πρόταση για αποχώρηση από τις Συρακούσες (50. 30. Είναι κάπως παράξενο το ότι η επιμονή του νικήθηκε πριν οι Αθηναίοι υποστούν μια άλλη ήττα στη στεριά ή στη θάλασσα. Μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι ο Θουκυδίδης ίσως έδωσε υπερβολική έμφαση στις διαφωνίες ανάμεσα στους στρατηγούς κατά την τελευταία συνεδρίασή τους. Ο Νικίας τώρα επέμενε μόνο στο ότι δεν έπρεπε να γίνει ανοικτή ψηφοφορία. Πρέπει να σημειωθεί ότι η απουσία της ανοικτής ψηφοφορίας, για λόγους ασφάλειας από την κατασκοπία του εχθρού, θα εμπόδιζε τη δίωξη οποιουδήποτε στρατηγού, που ενδεχόμενα θα καταγγέλλονταν μετά την επιστροφή στην Αθήνα. Όταν οι μυστικές ετοιμασίες για αποχώρηση τελείωσαν, συνέβη η περίφημη έκλειψη σελήνης – η ημερομηνία ήταν 27 Αυγούστου – που ανάγκασε τους περισσότερους Αθηναίους να πιέσουν τους στρατηγούς να αναβάλλουν την εκτέλεση της απόφασής τους. Ο Νικίας που συμμεριζόταν την προληπτική άποψη της πλειοψηφίας, αρνήθηκε να συζητήσει άλλο την αποχώρηση μέχρι να περάσουν οι 27 μέρες, που είχαν καθορισθεί από τους μάντεις (50. 4). Σ’ αυτό το σημείο ο Θουκυδίδης παρεμβάλλει μια παρένθεση για να επιτιμήσει με ασυνήθιστη ειλικρίνεια τη ροπή του Νικία προς τις προλήψεις (ἦν γάρ τι ἄγαν θειασμῷ τε και τῷ τοιούτῳ προσκείμενος). Ὀπως και άλλοι διανοούμενοι της εποχής, ο Θουκυδίδης περιφρονούσε κάθε μορφή πρόληψης και προφανώς καταλάβαινε ότι, αν ο Νικίας δεν υιοθετούσε μια προληπτική στάση απέναντι στην έκλειψη, οι φόβοι του πλήθους θα είχαν διαλυθεί και η αποχώρηση θα γίνονταν με κάθε προοπτική επιτυχίας, όταν ο εχθρός δεν είχε ακόμα ειδοποιηθεί (51. 1, 56. 1). Εδώ ο Θουκυδίδης εφιστά την προσοχή σε ένα χαρακτηριστικό του Νικία, που είναι προσωπικό, και μπορεί να είναι ευκολοδιάκριτο μόνο στην ιδιωτική ζωή. Το κάνει όμως γιατί οι συνέπειές του ήταν σοβαρότατες. 
  
Στο λόγο του προς το στράτευμα, που συνοπτικά δίνει ο Θουκυδίδης, ο Νικίας παρουσιάζεται κάτω από ένα άλλο φως. Μέχρι τώρα παρουσιαζόταν βαθιά υπόλογος, εξ αιτίας της αναβλήτικότητας και της αναποφασιστικότητάς του, για την απελπιστική κατάσταση που βρέθηκαν οι Αθηναίοι. Από δω και πέρα, κάπως απροσδόκητα, γίνεται μια ηρωική σχεδόν μορφή. Αδάμαστος από τη φυσική του αδυναμία, κάνει μια υπέρτατη προσπάθεια να ενθαρρύνει τα στρατεύματά του, και ποτέ δεν βρίσκει αρκετά αυτά που κάνει για τους άνδρες του.  
  
Ο λόγος του σ'αυτήν την περίσταση, όπως τον συνοψίζει ο Θουκυδίδης, παρουσιάζει την κανονική μορφή μιας "παρακελεύσεως" και δε μπορούμε να πούμε ότι είναι ιδιαίτερα ξεχωριστός. Ένα μέρος περιγράφει τα τεχνάσματα της τακτικής και της τεχνικής που χρησιμοποίησαν οι Αθηναίοι για να αντικρούσουν τον εχθρό (62). Απευθυνόμενος σε κάθε τμήμα του ακροατηρίου του - οπλίτες και ναύτες, Αθηναίους και συμμάχους - τους δίνει να καταλάβουν πόσο κρίσιμο είναι και πόσο ζωτικό για το συμφέρον τους, και για το συμφέρον εκείνων που βρίσκονται στην πατρίδα, να κερδηθεί η μάχη. Τους ενθαρρύνει να πιστέψουν ότι παρ'όλες τις αποτυχίες κατά το παρελθόν και τη σοβαρότητα της τωρινής δυσχέρειας, μπορούν να κερδίσουν τη νίκη, αν προσπαθήσουν να δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους. Αν και συμβατικός είναι ένας εικρινής και ενθαρρυντικός λόγος. Δημιουργεί μια αντιλογία στο λόγο που αποδίδεται "στους στρατηγούς των Συρακουσίων και τον Γύλιππο" (66 -8), και η κύρια πρόθεση του Θουκυδίδη είναι, σύμφωνα με την πρακτική των αντιλογιών πριν από τις μάχες, να διαγράψει τα κύρια στοιχεία κάθε πλευράς και να ζυγίσει τις προοπτικές, σαν πρελούδιο της ίδιας της μάχης. Οι προσωπικές αρετές του Νικία γίνονται εμφανέστερες όταν ο Θουκυδίδης περιγράφει πως, τη στιγμή που ο στόλος ήταν έτοιμος να δράσει, δεν έμενε ικανοποιημένος από τις προσπάθειες που ήδη είχε κάνει, αλλά κάλεσε όλους τους τριήραρχους, έναν - έναν με τ'όνομά του, παροτρύνοντάς τους να φανούν αντάξιοι των προγόνων τους και της πατρίδας. Δεν ενδιαφέρθηκε ν'αποφύγει τις τριμμένες κοινοτοπίες, γιατί εκτιμούσε την αποδοτικότητά τους σε περιστάσεις έσχατου κινδύνου, όπως ήταν τούτος (69. 2 - 3). Ο συγκινητικός τόνος αυτού του χωρίου προετοιμάζει τη συγκινητική διήγηση της μάχης που ακολούθησε (70 - 1).
  
Η υποχώρηση και η τελική καταστροφή
 
      Μετά τη νίκη των Συρακουσίων ο Νικίας υποστήριξε την πρόταση του Δημποσθένη για προσπάθεια εξόδου από το στόμιο του Μεγάλου Λιμανιού. Οι ναύτες όμως, όντας πεπεισμένοι ότι δε μπορούσαν να επανορθώσουν την ήττα τους, αρνήθηκαν να υπακούσουν στις διαταγές. Ο Νικίας, αυτήν ακριβώς τη στιγμή έδειξε ότι είχε ακμαίο ηθικὀ, σε αντίθεση με το στράτευμα. Από δω και πέρα η γενναιότητα του Νικία μέσα στις κακοτυχίες προβάλλεται συχνά. Ίσως από υπερβολικό συναισθηματισμό αφέθηκε να εξαπατηθεί από το τέχνασμα, με το οποίο ο Ερμοκράτης απέτρεψε τους Αθηναίους να φύγουν από στεριά τη νύχτα αμέσως μετά τη μάχη. Εν τούτοις, όταν επρόκειτο να αρχίσουν τελικά την υποχώρηση, για μια φορά ακόμα έκανε προσπάθεια να ενθαρρύνει τους απελπισμένους άνδρες του, περνώντας μπροστά από κάθε μονάδα. Αυτές οι προσπάθειες περιγράφονται πολύ ζωντανά (76, βοῇ τε χρώμενος ἔτι μᾶλλον ἑκάστοις καθ' οὕς γίγνοιτο ὑπό προθυμίας καί βουλόμενος ὡς ἐπί πλεῖστον γεγωνίσκων ὠφελεῖν τι), καί ο λόγος τούτος καθρεφτίζει τον χαρακτήρα του και τα προσωπικά του πιστεύω πιο καθαρά, απ' ό,τι ο λόγος του πριν από την τελική ναυμαχία. Τονίζει ότι αυτός, που πάντα είχε τη φήμη του ευνοημένου από την τύχη, τώρα είναι εκτεθειμένος στους ίδιους κινδύνους, όπως και ο πιο ταπεινός από τους ακροατές του. Και διακηρύσσει ότι, επειδή σ'όλη του τη ζωή είχε άψογη σχέση με τους Θεούς και τους ανθρώπους, μπορεί να προσμένει ανατροπή της τωρινής κακοτυχίας του, οπότε θα αποκατασταθεί η καλή τύχη που τον συνόδευε πάντοτε. Αναπτύσσει αυτή τη σειρά σκέψεων με βάση την θρησκευτική του πίστη μάλλον παρά τη λογική. Η επιχειρηματολογία του συνίσταται στο ότι ο εχθρός έχει ήδη ευνοηθεί με αρκετές επιτυχίες και ότι, αν οι Αθηναίοι έχουν περιπέσει στη δυσμένεια των θεών, έχουν αρκετά τιμωρηθεί και τώρα αξίζουν τη λύπη τους μάλλον παρά το φθόνο τους (77. 3 - 4). Αυτές οι ιδέες για τη σχέση ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο, που μοιάζουν με τις ιδέες του Πινδάρου και του Ηρόδοτου, ήταν ήδη παλιάς μόδας στο τέλος του 5ου αιώνα. Δεν ήτα πια παραδεκτές από την πνευματική κίνηση αυτής της περιόδου, από την οποία τόσο επηρεάστηκε ο Θουκυδίδης. Εν τούτοις, ήταν προφανώς έτοιμος να δεχθεί ότι ο κώδικας συμπεριφοράς που σχετίζονταν μ'αυτές τις ιδέες είχε κάποια αξία (86. 5) και σε μεγάλη έκταση ήταν η πηγή απ' όπου ο Νικίας αντλούσε τις ιδιότητες που εκτέθηκαν στα τελευταία στάδια της εκστρατείας. 
  
Οι προσπάθειες του Νικία σ' αυτήν την περίσταση δεν περιορίστηκαν σε παρότρυνση. Ενώ ο Δημοσθένης ηγούνταν της οπισθοφυλακής των Αθηναίων, που προορίζονταν να υποστεί το μεγαλύτερο βάρος των επιθέσεων των Συρακουσίων κατά την υποχώρηση, ο Νικίας ανέλαβε τη διοίκηση της εμπροσθοφυλακής, που αριθμούσε σχεδόν τη μισή δύναμη του εχθρού. Την ευθύνη για τη διοίκηση αυτής της μονάδας κατά την πορεία θα μπορούσαν να την είχαν εμπιστευθεί σ' εναν διοικητή πιο δυνατό σωματικά από το Νικία. Όμως προφανώς, επειδή ήταν τόσο κρίσιμη η κατάσταση, ο ίδιος θέλησε να αναλάβει ενεργητικά καθήκοντα, ύστερα από ένα μεγάλο διάστημα απραγίας, και η αποφασιστικότητά του φαίνεται πως νίκησε τη σωματική του αδυναμία. Αξίζει να σημειωθεί πως η μονάδα του Νικία διατηρούσε κατά την πορεία συνοχή καλύτερη από τη μονάδα του Δημοσθένη σε περίοδο μάλιστα που καμιά μονάδα δεν δέχονταν επίθεση (80. 4, 81. 2) και ότι στο τέλος ο Νικίας φαίνεται να παρέμεινε ο πιο ψύχραιμος. 
 
Όταν ο Νικίας πληροφορήθηκε από τους Συρακουσίους ότι ο Δημοσθένης και η οπισθοφυλακή παραδόθηκαν, αρνήθηκε να πιστέψει την είδηση (83. 1), προφανώς επειδή την εξέλαβε για τέχνασμα, για να εγκαταλείψει τις προσπάθεοιές του να οδηγήσει τη μονάδα του σε ασφάλεια. Όταν βεβαιώθηκε ότι το νέο ήταν αλήθεια έκανε μια πολύ αξιόλογη πρόταση στο Γύλιππο και τους Συρακουσίους. Πρόσφερε στο όνομα της Αθηναϊκής πολιτείας, να πληρώσει όλες τις πολεμικές δαπάνες των Συρακουσίων, με τον όρο να αφήσουν το στρατό του ν' αποσυρθεί χωρίς άλλες απώλειες. 
  
Σαν εγγύηση θα έμενε στις Συρακούσες σαν όμηρος ένας Αθηναίος για κάθε τάλαντο του ολικού χρέους. Είναι παράξενο και πραγματικά λυπηρό που ο Θουκυδίδης αναφέρει αυτές τις διαπραγματεύσεις τόσο σύντομα. Απλώς μας λέει τους όρους που πρότεινε ο Νικίας και προσθέτει ότι δεν έγιναν δεκτοί από τους Συρακουσίους και τον Γύλιππο (83. 3). Φαίνεται ότι αισθάνθηκε ανίκανος ή απρόθυμος να εξηγήσει τους λόγους, για τους οποίους ο Νικίας ανέλαβε να κάνει αυτές τις ενέργειες, είτε ακόμη και να υπαινιχθεί στους αναγνώστες του, άμεσα ή έμμεσα, ποια συμπεράσματα θα πρέπει να βγάλουν από το γεγονός αυτό. Το κίνητρο του Νικία δε μπορούσε να ήταν απλά η διάσωση των ανδρών του από τη σφαγή, τη στιγμή που σίγουρα μπορούσε να πετύχει το σκοπό του με άλλα, και μάλιστα ασφαλέστερα, μέσα. Όταν οι Συρακούσιοι του ανάγγειλαν ότι ο Δημοσθένης είχε παραδοθεί, τον παρότρυναν να κάνει το ίδιο, και ίσως θα μπορούσε να πετύχει παρόμοιους όρους, δηλ. ότι κανένας από τους αιχμαλώτους δεν θα έχανε τη ζωή του είτε από εκτέλεση είτε από κακοποίηση ή πείνα κατά το διάστημα της αιχμαλωσίας του (82. 2). Ο Νικίας δε μπορούσε να προβλέψει ότι οι Συρακούσιοι θα παρέβαιναν το λόγο τους και θα υπέβαλλαν τους αιχμαλώτους στο μαρτύριο των λατομείων. 
 
Η πρόταση του Νικία να αποζημιώσει τους νικητές, αν και έγινε κάτω από συνθήκες συναισθηματικής πίεσης, δε μπορεί να ήταν αποτέλεσμα μιας ξαφνικής προώθησης, διότι οι όροι της φαίνεται να έχουν προσεκτικά μελετηθεί. Πρέπει να είχε συνειδητοποιήσει ότι, αν ο εχθρός δεχόταν την πρότασή του, ο ίδιος αναπόφευκτα θα εξετίθετο στην οργή της Αθηναϊκής συνέλευσης, μια θέση που προηγούμενα προσπάθησε να αποφύγει με οποιοδήποτε τίμημα (48. 4, 14. 4). Θα μπορούσε χωρίς αμφιβολία, σαν τον Αλκιβιάδη, να είχε ξεφύγει την εκτέλεση πηγαίνοντας εξορία. Καταδίκασε εν τούτοις τον εαυτό του, αν όχι σε θάνατο, τουλάχιστον σε εξορία κάνοντας την πρότασή του εν ονόματι του Αθηναϊκού λαού, και, απ' αυτήν την άποψη αξίζει να πιστέψουμε ότι ενήργησε με ανιδιοτέλεια. Κατά πόσο η συμφωνία που πρότεινε, εφ' όσον γινόταν δεκτή, μπορούσε να αποβεί ευνοϊκή για τα Αθηναϊκά συμφέροντα, είναι ένα ερώτημα που δύσκολα μπορεί να βρει απάντηση με σιγουριά, Λίγες εβδομάδες νωρίτερα ο Νικίας ο ίδιος είχε εκτιμήσει τα έξοδα του σικελικού πολέμου σε 2.000 τάλαντα, εκτός από τα δάνεια (48. 5), και το ποσό που θα ζητούσε από το Αθηναϊκό θησαυροφυλάκιο για την εκπλήρωση των όρων της πρότασής του θα ήταν τεράστιο. Ένα δυσβάστακτο βάρος θα επιβάλλονταν πάνω στην Αθηναϊκή οικονομία, που θα ήταν τρομερά δύσκολο να συνέλθει από την καταστροφή στη Σικελία. Από το άλλο μέρος ο Νικίας επιμένει στον καθένα από τους δύο τελευταίους λόγους του ότι η Αθήνα δεν θα μπορούσε να ελπίζει ότι θα επιζούσε, παρά μόνον αν οι Αθηναίοι που υπηρετούσαν στη Σικελία εύρισκαν τρόπο να γυρίσουν στην πατρίδα (64. 1, 77. 7). Έκρινε ότι ένα εξασκημένο ανθρώπινο δυναμικό, από το οποίο είχε έλλειψη η Αθήνα τουλάχιστον από την εποχή της πανώλης, ήταν ένα απαραίτητο ξίφος πολέμου (13. 2). Πρέπει να πίστευε βαθειά ότι, αν μπορούσε να εξαγοράσει την ελευθερία για ένα σημαντικό σώμα στρατού, που θα βοηθούσε στην υπεράσπιση της Αθήνας, αντί να παραμένει ακίνητο στην αιχμαλωσία, κανένα τίμημα δεν ήταν υψηλό. Πρέπει να είχε πολύ δικιο.
 
Όταν οι Συρακούσιοι και ο Γύλιππος απέρριψαν την πρότασή του, εκείνη την ημέρα δεν επιχείρησε να συνεχίσει την πορεία, γιατί οι Αθηναίοι ήταν φοβερά εξαντλημένοι. Κατά τη νύχτα, σίγουρα με δικές του διαταγές, προσπάθησαν να διαφύγουν απαρατήρητοι, αλλά οι Συρακούσιοι δεν επρόκειτο να εξαπατηθούν για δεύτερη φορά από το ίδιο τέχνασμα, και το σχέδιο εγκαταλείφθηκε, πριν ακόμη τεθεί σε εφαρμογή (83. 4 - 5). Την επόμενη μέρα οι Αθηναίοι αγωνίσθηκαν πάνω στον Ασίναρο και κατασφαγιάσθηκαν μέσα στο ποτάμι, ενώ ο ίδιος ο Νικίας παραδόθηκε στο Γύλιππο.
Ο Θουκυδίδης διηγείται τηνπαράδοση του Νικία το ίδιο σύντομα, όπως και του Δημοσθένη, αλλά με ένα πολύ πιο προσωπικό τόνο : Ο Νικίας προτίμησε να παραδοθεί στο Γύλιππο, γιατί τον εμπιστεύονταν περισσότερο από τους Συρακούσιους, και παρότρυνε το Γύλιππο και τους Σπαρτιάτες να τον μεταχειριστούν μ' όποιον τρόπο ήθελαν, αρκεί να σταματήσουν τη σφαγή των οπλιτών του (85. 1). Αν και το δεύτερο σημείο μαρτυρεί πιο φανερά την ανιδιοτελή αφοσίωσή του στους άνδρες του, πράγμα που έγινε τόσο εμφανές κατά την προηγούμενη διήγηση και τις δημηγορίες, το κίνητρο που του αποδίδεται για την προτίμηση να παραδοθεί στο Γύλιππο είναι κάπως λιγότερο αξιόπιστο. Αυτό το κίνητρο εξηγείται σαφέστερα λίγο αργότερα, όπου ο κύριος λόγος για την εμπιστοσύνη του στο Γύλιππο φαίνεται να ήταν η πεποίθησή του πως είχε την εύνοια των Σπαρτιατών, επειδή είχε προωθήσει την αποκατάσταση των αιχμαλώτων, που είχαν πιαστεί στη Σφακτηρία, πείθοντας τους Αθηναίους να συνάψουν ειρήνη (86. 3 - 4). Το ότι προσπάθησε να πετύχει μια πιθανή ευκαιρία να σώσει τη ζωή του, όταν ο θάνατός του δεν θα ευνοούσε τους Αθηναίους, θα μπορούσε να κριθεί από πολλούς σαν πράξη άξια συγγνώμης, ακόμα και λογική. Αν ζούσε, θα μπορούσε βέβαια να κάνει προσπάθειες να πείσει τους Συρακουσίους να μετριάσουν την απάνθρωπη μεταχείρηση των Αθηναίων αιχμαλώτων. Εν τούτοις η αναφορά του Θουκυδίδη στο κίνητρο του Νικία για την παράδοσή του στο Γύλιππο έπρεπε να ερμηνευθεί, και προφανώς ερμηνεύθηκε, ως δυσμενής. Όταν η τύχη των Αθηναίων στρατηγών συζητιούνταν, ο Γύλιππος πράγματι, όπως το είχε προβλέψει ο Νικίας, προσπάθησε να σώσει τις ζωές τους. Αλλά οι λόγοι που τον έκαναν να αντιτίθεται στην εκτέλεσή τους, και που αναφέρει ο Θουκυδίδης (86. 2), ήταν λιγότερο αξιόπιστοι, από εκείνους που του απέδιδε προκαταβολικά ο Νικίας (86. 4).
 
Ο Θουκυδίδης δεν αρκείται στην πληροφορία της εκτέλεσης του Νικία και του Δημοσθένη. Εξακολουθεί να εξετάζει γιατί, παρά την αντίθεση του Γύλιππου, βγήκε καταδικαστική απόφαση σε βάρος τους (86. 3 -  5). Επειδή μερικοί παράγοντες που ενδεχόμενα συνέβαλαν σ’  αυτήν την ετυμηγορία δε μπορούσαν να αποκαλυφθούν δημόσια, οι πραγματικοί λόγοι γι’  αυτήν την απόφαση ήταν δύσκολο να αποκατασταθούν, και ο Θουκυδίδης εκφράζει κάποια δυσπιστία πάνω στην αξιοπιστία της πληροφορίας που του δόθηκε (86. 4 ὡς ἐλέγετο. 86. 5, τοιαύτῃ ἤ ὅ, τι ἐγγύτατα τούτων αἰτίᾳ ἐτεθνήκει). Εν τούτοις το θέμα του φαίνονταν αρκετά σημαντικό και ενδιαφέρον, ώστε να απαιτεί κάποια εξέταση. Η εκτέλεση των στρατηγών, που παραδόθηκαν ήταν μια πράξη που ήγειρε νομικά και ηθικά προβλήματα τέτοια, που στο πρώτο μισό της Ιστορίας οδηγούν σε έρευνες και συζητήση. Εδώ εν τούτοις, η συζήτηση αφορά αποκλειστική την προσωπική μοίρα του Νικία και οδηγεί στην περίφημη κρίση της ζωής και του θανάτου του (86. 5), που θα εξετασθούν πιο κάτω. Ο Θουκυδίδης λέει έμμεσα ότι η τύχη των στρατηγών, όπως και ολόκληρου του αιχμαλωτισμένου στρατού, είχε αποφασισθεί από μια λαϊκή συνέλευση των Συρακουσίων και όλων των συμμάχων των, αν και η διήγησή του αφήνει κάποιο κενό ως προς την ακρίβεια σ' αυτό το σημείο. (Πλουτ. Νικ. 28. 1, ἐκκλησίας δέ πανδήμου Συρακουσίων καί τῶν συμμάχων γενομένης). Υπαινίσσεται ότι, αν οι Σπαρτιάτες ήταν σε θέση να επιβάλλουν τη θέλησή τους στη συνέλευση θα μπορούσαν να σώσουν τον Νικία, σαν αναγνώριση των υπηρεσιών του προς αυτούς κατά το επεισόδιο της Σφακτηρίας. Όπως ειπώθηκε προηγούμενα, αυτή η σκέψη έκανε το Νικία να παραδοθεί στον Γύλιππο. Εν τούτοις, δύο ομάδες επέμεναν πολύ να ζητούν την άμεση εκτέλεση του Νικία. Μερικοί Συρακούσιοι που είχαν προδοτικές επαφές μαζί του, φοβόντουσαν μήπως πεισθεί με βασανιστήρια να αποκαλύψει την ενοχή τους, ενώ άλλοι, ιδιαίτερα οι Κορίνθιοι, φοβούνταν μήπως χρησιμοποιήσει τον μεγάλο πλούτο του, για να πετύχει τη δραπέτευσή του και μετά να τους προκαλέσει μεγαλύτερη καταστροφή. Η αναφορά αυτή στην περιουσία του είναι αξιοσημείωτη : ο Αλκιβιάδης φαίνεται να είναι ο μόνος άλλος σύγχρονος Έλληνας, του οποίου η οικονομική κατάσταση αναφέρεται από τον Θουκυδίδη (6. 15. 2 - 3). Απομένει να εξετάσουμε την τελική αναφορά στο Νικία μέσα στην Ιστορία, τον σύντομο αλλά περίφημο φόρο τιμής προς αυτόν, που έδωσε αφορμή για πολλές συζητήσεις στην εποχή μας : "ἥκιστα δή ἄξιος ὤν τῶν γε ἐπ' ἐμοῦ Ἑλλήνων ἐς τοῦτο δυστυχίας ἀφικέσθαι διά τήν πᾶσαν ἐς ἀρετήν νενομισμένην ἐπιτήδευσιν". (7. 86. 5). Τα τελευταία λίγα λόγια που ερμηνεύτηκαν κατά πολλούς τρόπους, μπορούν να μεταφραστούν : "για τις αρχές διαγωγής, που αναλλοίωτα εφάρμοζε σε εναρμόνιση με την καλοσύνη". Σ' αυτό το χωρίο η λέξη αρετή έχει ηθικό περιεχόμενο. Δείχνει την ακεραιότητα που έδειξε ο Νικίας σ' όλη του τη ζωή σαν ιδιώτηης πολίτης και σαν πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης. Περιλαμβάνει ταπεινοσύνη και σταθερότητα, που είναι φανερό πως έλειπαν από τον Αλκιβιάδη. Αν και αλλού, όπως στην πολύ γνωστή εκτίμηση του Αντιφώντα (8. 68. 1), αρετή μπορεί να σημαίνει επιδεξιότητα, εδώ όχι.
 
Θα ήταν λάθος να βγάλουμε υπερβολικά πολλά απ' αυτόν τον σύντομο έπαινο του χαρακτήρα του Νικία. Δεν έχουμε το δικαίωμα να τον χαρακτηρίσουμε σα νεκρολογία, ένας όρος αταίριαστος ακόμα και στο εκτεταμένο χωρίο που αναφέρεται στον Περικλή και που συζητήθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο. Ακόμα και ο Θουκυδίδης δεν θα μπορούσε να συμπτύξει μια νεκρολογία μέσα σε είκοσι λέξεις. Δεν επιχειρεί εδώ μια γενική εκτίμηση του Νικία, αλλά συγκεντρώνει την προσοχή πάνω σε ένα μόνο, αν και σημαντικό, προτέρημα. Δεν υπάρχει λόγος να πιστέψουμε ότι έμμεσα αρνείται, όσα προτερήματα του Νικία δεν αναφέρει. Σε δύο χωρία όπου αποδίδει σε πρόσωπα τον όρο αρετή χρησιμοποιώντας τη λέξη με την ίδια σημασία, όπως εδώ, την ζευγαρώνει με τον όρο ξύνεσις : τα πρόσωπα είναι ο Βρασίδας (4. 81 - 2) και οι πεισιστρατίδες (6. 54. 50. Δεν θα έπρεπε, όπως ισχυρίζονται μερικοί επιστήμονες, να συμπεράνομε, συγκρίνοντας αυτά τα χωρία, ότι ο Θουκυδίδης επιδιώκει να προσέξουν οι αναγνώστες του την παράλειψη της λέξης "ξύνεσις" όταν αποδίδει στο Νικία την "αρετή" και να βγάλουν ανάλογα συμπεράσματα. Οπωσδήποτε οι αρετές που βρήκε να λείπουν στο Νικία ήταν τόλμη, πρωτοβουλία και ενεργητικότητα. Δεν κάνει κανέναν υπαινιγμό κατά τη διήγηση της Σικελιωτικής εκστρατείας ότι ο Νικίας δεν είχε εξυπνάδα.
 
Αν αυτή η αναγνώριση της ακεραιότητας του Νικία γίνονταν από οποιονδήποτε άλλον ιστορικό, δεν θα προκαλούσε καμιά συζήτηση. Εδώ εκπλήσσει μόνον το γεγονός, επειδή πουθενά αλλού η Ιστορία του θουκυδίδη δεν περιέχει συναισθήματα αυτού του είδους. Ο Θουκυδίδης σπάνια κάνει σχόλια σε περίπτωση θανάτου ηγετικών προσώπων, και μόνον εδώ ο σχολιασμός τουαναφέρεται σε ηθικά πρότυπα. Αλλά αν η κρίση του είναι μοναδική, τέτοιες είναι και οι περιστάσεις που την προκάλεσαν. Ο Νικίας είναι ο πιο τργικός χαρακτήρας στην Ιστορία. Διήυθυνε με μεγάλη αίσθηση ευθύνης μια επιχείρηση που αποδοκίμαζε, και μάλιστα για μερικούς μήνες χωρίς συναδέλφους για να μοιράζονται τις ευθύνες, και αργότερα κάτω από τη δυσχέρεια σοβαρής αρρώστιας. Στα τελευταία στάδια της εκστρατείας έδειξε ηρωική αφοσίωση. Η καλή τύχη που τον συντρόφευε κατά τον αρχιδάμειο πόλεμο, τον εγκατέλειψε, και βρήκε έναν άθλιο θάνατο. Δεν είναι χαρακτηριστικό της τεχνικής του Θουκυδίδη να δείχνεται επιεικής προς ανίκανους ηγέτες, και, όπως φάνηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, δεν δείχνει επείκια για τα ελαττώματα του Νικία. Για μια στιγμή εν τούτοις εγκαταλείπει την συνηθισμένη του απάθεια, επειδή τα συναισθήματά του κεντρίστηκαν από την τραγωδία ενός καλού ανθρώπου, που κύλησε τον εαυτό του και χιλιάδες άλλους στην καταστροφή. Η καλοσύνη αυτή ήταν του είδους που θαύμαζε ο Θουκυδίδης και πίστευε ότι ήταν πολύ σημαντικό στοιχείο καλής ηγεσίας (2. 60. 5). ο Θουκυδίδης πληρώνει το χρέος του στο Νικία, εν μέρει από συμπάθεια για τη σκληρή του μοίρα και εν μέρει από την επιθυμία να του αποδώσει δικαιοσύνη.

Και η φιλία μια σχέση είναι… που μπορεί να μας απογοητεύσει

Η φιλία είναι και αυτή ένας πλατωνικός έρωτας. Αγαπάμε, δίνουμε χρόνο από τον εαυτό μας, επενδύουμε σε ανθρώπους και με αυτό τον τρόπο προσπαθούμε να κάνουμε τη ζωή μας ομορφότερη και πιο υποφερτή.

Όμως οι σχέσεις μας πολλές φορές μας εκπλήσσουν και δυσάρεστα. Η συνειδητοποίηση πως ένας άνθρωπος που θεωρούσαμε φίλο μας αποδείχθηκε ψεύτικος ή συμφεροντολόγος, μας πληγώνει και μας δυσαρεστεί ψυχικά. Πώς μπορεί κάποιος να αξιοποιήσει ευεργετικά μία απογοήτευση από μία φιλία;

Κάθε φορά που μία σχέση μας εξελίσσεται δυσάρεστα, είναι σημαντικό να αναρωτιόμαστε πως θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε την υπάρχουσα κατάσταση για να γίνουμε εμείς καλύτεροι και να κάνουμε καλύτερες επιλογές ανθρώπων στη ζωή μας.

Πολλοί άνθρωποι παρουσιάζονται ως φίλοι και μας λένε ψευδώς πως μας αγαπούν επειδή ενδόμυχα επιθυμούν να ωφεληθούν από εμάς, για εγωιστικούς λόγους ή επειδή μπορεί να μην έχουν τίποτα άλλο καλύτερο να πράξουν εκείνη τη στιγμή. Αν η αγάπη κάποιου φίλου αποδειχθεί πως δεν ήταν τελικά αληθινή, αυτό αφορά εκείνον και όχι εμάς.

Αν κάποιος φίλος μας στεναχωρήσει και μας δώσει την ευκαιρία, του το λέμε και μπορούμε να αναφέρουμε ορισμένα παραδείγματα. Παράλληλα, προσπαθούμε να φορέσουμε τα παπούτσια του άλλου και να αποδεχθούμε πως μπορεί ο φίλος μας να μας στεναχώρησε, όμως κι εκείνος μπορεί εκείνη τη στιγμή να ήταν «πνιγμένος» με δικά του θέματα ή απλώς να ήθελε να διευθετήσει κάποια δικά του προσωπικά προβλήματα.

Αν έχουμε ανάγκη να βάλουμε νέους ανθρώπους στη ζωή μας, αυτό δε σημαίνει πως πρέπει να εμπιστευόμαστε και να θεωρούμε φίλο τον κάθε άνθρωπο μόλις τον γνωρίζουμε. Οι άνθρωποι δεν έχουν όλοι καλές προθέσεις για εμάς, δε θέλουν όλοι το καλό μας και δεν έχουν όλοι για εμάς τα αισθήματα που λένε πως έχουν.

Όπως στις συναισθηματικές, έτσι και οι φιλικές σχέσεις χτίζονται με την πάροδο του χρόνου, περνάνε από διάφορα στάδια και δοκιμασίες και ανάλογα με την αντοχή τους στο χρόνο, τότε μόνο χαρακτηρίζονται ως ωφέλιμες και αληθινές. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αφήνουμε έναν ψεύτικο φίλο να διαγράψει και να κλονίσει από μέσα μας την πίστη στη φιλία.

Αληθινοί ή ψεύτικοι υπάρχουν, αλλά για αυτό δεν ευθύνεται η φιλία αλλά εμείς. Η φιλία είναι και αυτή ένα πολύτιμο δώρο ζωής που μπορεί να αποτελέσει ένα πολύτιμο στήριγμα για εκείνον που τη βιώνει και να τον βοηθήσει να ξεπεράσει γρηγορότερα τραυματικά βιώματα του παρελθόντος.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Πραγματικότητα (με την αυστηρή έννοια του όρου) είναι η «αντίληψη αυτού που συμβαίνει πραγματικά»: η αντίληψη αυτού που συμβαίνει τώρα, εδώ, χωρίς παραμορφώσεις, χωρίς παρερμηνείες, χωρίς «προοπτικές»… Είναι δυνατή μια τέτοια αντίληψη; Με ποιους όρους και προϋποθέσεις και σε ποιο βάθος και έκταση; Και ως ποιο σημείο είναι επαληθεύσιμη; Όλα αυτά τα ερωτήματα χρειάζονται διερεύνηση.
 
Με μια πλατύτερη έννοια Πραγματικότητα είναι το γεγονός (η διαδοχή των γεγονότων) που συμπεριλαμβάνει όχι μόνο τα συμβαίνοντα (αυτή την στιγμή της παρατήρησης) αλλά και το παρελθόν (σαν επιβεβαιωμένη κι επαληθεύσιμη μνήμη) και το «μέλλον» (σαν υπόθεση και φαντασία). Έτσι δημιουργείται (μέσα στην Συνείδηση) μια «πλήρης» εικόνα της Πραγματικότητας, από τις απαρχές του χρόνου μέχρι τις εσχατιές του μέλλοντος. Πρόκειται ασφαλώς για ένα «όραμα» (περισσότερο ή λιγότερο στέρεο). Μέσα σε αυτή την αντίληψη (το «όραμα», την «εικόνα» της Πραγματικότητας) βιώνουμε την ύπαρξή μας. Πως όμως είμαστε βέβαιοι ότι όντως αντιλαμβανόμαστε υπάρχουμε και λειτουργούμε μέσα στην Πραγματικότητα, κι όχι σε μια «φαντασία νοθευμένη με στοιχεία πραγματικότητας»; Χρειάζεται μια απάντηση εδώ.
Αν δεχτούμε τα παραπάνω σαν αλήθεια (και σαν σημείο εκκίνησης του στοχασμού μας για περισσότερη διερεύνηση), τότε, εμβαθύνοντας λίγο σε όλη αυτή την διαδικασία αντίληψης της Πραγματικότητας, κατανοούμε ότι τα πράγματα δεν είναι όπως δείχνουν.
Κατ’ αρχήν η (Συνείδηση) Αντίληψη είναι άμεσα δοσμένη, ολοφάνερη, κι αυταπόδεικτη. Δεν γνωρίζουμε όμως (τουλάχιστον στην αρχή, χωρίς εμβάθυνση) ούτε τι είναι Συνείδηση,  ούτε ποιος είναι ο χαρακτήρας της, σε βάθος και πλάτος. Αυτό μένει να το ανακαλύψουμε.
Κατανοούμε επίσης ότι η αντίληψη της Πραγματικότητας (σαν διαδικασία) είναι κατασκευή (του νου, είτε του «μεταφυσικού νου», είτε του ψυχο-υλικού νου, ανάλογα σε ποιο επίπεδο ύπαρξης αναφερόμαστε), κι επομένως σχετική, κι επομένως μη πραγματική (όταν μιλάμε σε απόλυτους όρους), κι επομένως «όχι πραγματικότητα».
Πράγματι. Η αντίληψη όσων συμβαίνουν (τώρα, εδώ, κι όσων συνέβησαν ή θα συμβούν) εξαρτάται:
1. Από ποια «θέση της Συνείδησης» παρατηρούμε, δηλαδή από το «εύρος» της Συνείδησης.
2. Από την σωστή «πρόσληψη» των «πληροφοριών» και την διαδικασία της γνώσης.
3. Από τις «επιλογές» που κάνουμε (όταν βάζουμε στο κάδρο τα αντικείμενα αυτά κι όχι εκείνα τα πράγματα).
4. Από την «αξιολόγηση» που κάνουμε σε όσα αντιλαμβανόμαστε (θεωρώντας άλλα σημαντικά, κι άλλα ασήμαντα).
5. Από την «εμπειρία» (από την συσσωρευμένη, επαληθευμένη, γνώση, «μόρφωση», κλπ.).
6. Από τις φυσικές δυνατότητες, από την οξύτητα του νου, από την φυσική παρουσία. Άλλη αντίληψη έχουμε κλεισμένοι σε ένα υπόγειο κι άλλη αντίληψη έχουμε από την κορυφή ενός βουνού, κλπ.
Αλλιώς «βλέπει» μια άψυχη κάμερα, αλλιώς ο ζωντανός άνθρωπος που προσθέτει στην αντίληψή του τον ψυχισμό του, αλλιώς ένας «επιστημονικός νους» (ένας «βαθύς νους»), αλλιώς ένας «πνευματικός άνθρωπος» (που έχει εμβαθύνει στην ύπαρξή του, κι έχει εσωτερικά βιώματα), αλλιώς ο Θεός (ή ό,τι Είναι τέλος πάντων η Απελευθερωμένη Αντίληψη).
Το συμπέρασμα είναι ότι αυτό που ονομάζουμε «πραγματικότητα», «αντίληψη της πραγματικότητας», δεν είναι παρά μια μερική (και συνεπώς παραμορφωτική) αντίληψη, μια μερική άποψη της Αντικειμενικής Πραγματικότητας που Υπάρχει ανεξάρτητα από το αν την αντιλαμβάνεται κάποια περιορισμένη συνείδηση, ανεξάρτητα από το αν την αντιλαμβάνεται κάποιος, και ποιος την αντιλαμβάνεται, και πως την αντιλαμβάνεται, και γιατί την αντιλαμβάνεται έτσι.

Εργασιομανία: Πού οφείλεται και τι κρύβεται πίσω από τον εθισμό στη δουλειά;

Η εργασιομανία είναι μια αυτοκαταστροφική μορφή εθισμού που επιδρά με πολλούς τρόπους στην προσωπικότητα του ατόμου το οποίο εργάζεται ακατάπαυστα. Ο εργασιομανής (γνωστός και με τον αγγλικό όρο, workaholic), αφού πρώτα λειτουργήσει υπονομευτικά για τη συνοχή και ασφάλεια της οικογένειάς του και των οικείων του, κινδυνεύει τελικά να οδηγηθεί στην απώλεια της προσωπικής και επαγγελματικής του ακεραιότητας.

Ο τρόπος για να κατανοήσουμε την εργασιομανία είναι να αντιληφθούμε τι ακριβώς συμβαίνει με τη συμπεριφορά και του χαρακτήρα ενός τέτοιου ατόμου. Παρότι συχνά, όταν μιλάμε για εργασιομανείς, αναφερόμαστε στις υπερβολικές ώρες εργασίας, στην πραγματικότητα αυτό είναι μόνο ένα από τα συμπτώματα.

Ας σημειωθεί ότι παρά την αναγνώριση κάποιων συμπτωμάτων, δεν υπάρχει κάποιος κλινικός ορισμός για την εργασιομανία.


Ο όρος επινοήθηκε το 1968 από τον Γουέιν Όουτς, έναν Αμερικανό ψυχολόγο και παιδαγωγό που σε ένα κείμενό του ομολόγησε τον δικό του εθισμό στην εργασία.

Έναν ορισμό επιχείρησε βέβαια να δώσει η Barbara Killinger, κλινική ψυχολόγος και ειδική στο συγκεκριμένο ζήτημα. Σύμφωνα, λοιπόν, με την Killinger, εργασιομανής είναι το εμμονικό με τη δουλειά του άτομο που σταδιακά παραλύει συναισθηματικά και είναι εθισμένο στη δύναμη και τον έλεγχο – σαν ένα καταπιεστικό τρόπο για την απόκτηση αποδοχής και κοινωνικής αναγνώρισης της επιτυχίας του. Τα άτομα αυτά ζουν σαν τα «ποντίκια που τρέχουν μέσα στον τροχό», κυριευμένα από μια έκρηξη αδρεναλίνης, αφοσιωμένα στην επίτευξη κάποιου στόχου ή επιτεύγματος. Κανείς και τίποτα άλλο δεν τα ενδιαφέρει.

Τα χαρακτηριστικά και τα συμπτώματα των εργασιομανών

Εμμονικοί, όπως είναι με την εργασία τους και τις επιδόσεις τους, μόλις πετύχουν έναν στόχο, αμέσως θα θέσουν έναν πιο φιλόδοξο, καθώς το να παραμένουν στο ίδιο επίπεδο, φαντάζει αποτυχία στα μάτια τους.

Οι εργασιομανείς βαδίζουν γρήγορα, μιλάνε γρήγορα, τρώνε γρήγορα και γεμίζουν σε σημείο κορεσμού το πρόγραμμά τους. Όταν είναι σχετικά υγιείς, μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα μαζί. Όμως η τακτική που ακολουθούν, πλούσια όπως είναι σε συνεχείς περισπασμούς, και εν τέλει Η απουσία συγκέντρωσης, συχνά σηματοδοτεί προβλήματα άγχους σχετικά με τις επιδόσεις, καθώς και ένα διογκούμενο εσωτερικό χάος που τους ωθεί να προσπαθούν να ελέγξουν κάθε δραστηριότητα και κάθε άνθρωπο γύρω τους. Αρνούνται να ζητήσουν βοήθεια διότι οι άλλοι «δεν πρόκειται να κάνουν τόσο καλή δουλειά». Καθώς η κατάρρευση προχωρά, συνειδητό και ασυνείδητο στρες θα οδηγήσει σε κρίσεις πανικού, κλειστοφοβία, κατάθλιψη και οξεία διαταραχή του ύπνου.

Πολλοί εργασιομανείς είχαν υποχρεωθεί να μπουν πρώιμα στον κόσμο των ενηλίκων εξαιτίας των περιστάσεων (π.χ. κάποιος άρρωστος γονιός, ένας θάνατος στην οικογένεια, χωρισμός των γονιών). Άλλοι προέρχονται από οικογένειες όπου κυριαρχεί ένα αξιακό σύστημα βασισμένο στην επιτυχίες και τις επιδόσεις και όπου η αγάπη δίνεται υπό όρους, όπως εάν το παιδί υπερβεί τις προσδοκίες και ικανοποιήσει την οικογένεια. Παρόλο που οι εργασιομανείς σπανίως αναγνωρίζουν τις εκρήξεις θυμού τους, όταν η οργή αναδυθεί από το υποσυνείδητο, μια από τις πηγές της θα είναι το γεγονός ότι αυτοί οι υπερβολικά υπεύθυνοι ενήλικοι δεν έζησαν ποτέ μια ξέγνοιαστη παιδική ηλικία.

Τα «είδη» των εργασιομανών

Ορισμένοι εργασιομανείς τείνουν να αποκτούν χαρακτηριστικά ατόμου που τρέφεται από την ικανοποίηση που προσφέρει στους άλλους. Δεν μπορεί να πει «όχι», θέλει απεγνωσμένα να έχει την προσοχή και τον θαυμασμό και θα κάνει ό,τι μπορεί για να κερδίσει τα εύσημα του αφεντικού ή των συναδέλφων. Η περσόνα του, ο τρόπος που θέλει οι άλλοι να τον βλέπουν, έχει προσεκτικά κατασκευαστεί από τον ίδιο. Τα όρια του «εγώ» έχουν θολώσει επειδή η αίσθηση του Εαυτού, η πλευρά της προσωπικότητας που συνδέεται με το «είμαι», έχει καταπιεστεί. Ελπίζοντας να γίνεται δέκτης μονάχα θετικών συμπεριφορών και σχολίων, το άτομο αυτό τείνει να προβάλει ανεπιθύμητα αποτελέσματα και να βλέπει αυτά τα λάθη στους άλλους ανθρώπους.

Ο χειριστικός εργασιομανής λαχταρά το είδος της εξουσίας που θα του επιτρέψει να έχει πάντα τον έλεγχο. Τα ανεξάρτητα και περήφανα αυτά άτομα, είναι συνήθως αλαζονικοί και αδροί χαρακτήρες, που όμως μπορούν να είναι γοητευτικοί, πνευματώδεις και κοινωνικά αρεστοί, όταν αυτό εξυπηρετεί τον σκοπό τους. Μπορούν να είναι ανυπόμονοι, παρορμητικοί και απαιτητικοί και εμφανίζονται ως ισχυρογνώμονες. Συνήθως ανεβαίνουν σε ανώτερες διοικητικές θέσεις ή είναι αυτοαπασχολούμενοι. Τα άτομα αυτά νιώθουν πιο άνετα με δραστηριότητες για την επίτευξη στόχων και δυσκολεύονται σε κοινωνικές περιστάσεις, ενώ δυσκολεύονται να διατηρήσουν φιλίες. Έχουν πολλούς γνωστούς, αλλά λίγους στενούς φίλους.

Παρόμοιοι, αλλά ελαφρώς διαφορετικοί είναι οι χειριστικοί νάρκισσοι, οι οποίοι πρέπει πάντα να έχουν δίκιο, πρέπει τα πράγματα να γίνονται πάντα όπως αυτοί επιθυμούν και αδυνατούν να δουν την πλευρά του συνομιλητή τους. Εξαιρετικά πειστικοί στη χειραγώγηση, έχουν ως μόνο στόχο να προωθούν τους δικούς τους στόχους ανεξαρτήτως των συνεπειών. Θα θέσουν σε κίνδυνο την ευημερία των άλλων και θα επιδείξουν μια ανησυχητική αδιαφορία για οποιαδήποτε είδους ηθικής. Τα άτομα αυτά σπανίως χαλαρώνουν, ενώ φαίνεται να μην χρειάζονται πολύ ύπνο.

Πώς η εργασιομανία συνδέεται με τον ναρκισσισμό και την τελειομανία

Ένα ενδιαφέρον στοιχείο που έχει επισημανθεί στην προσωπικότητα εργασιομανών, είναι πως αυτή η εμμονή με τη δουλειά διαπλέκεται γενικότερα με τον ναρκισσισμό και την τελειομανία.

Ενδεικτικά, σε μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Personality and Individual Differences» (τ. 48, 2010) και υπογράφουν οι Malissa Clark, Ariel Lelchook και Marcie Taylor (Wayne State University), οι ερευνητές επιχείρησαν να συνδέσουν την εργασιομανία με τους διαφορετικούς τύπους προσωπικότητας. Για τον λόγο αυτό, ανέλυσαν δεδομένα από ένα δείγμα 322 εργαζόμενων φοιτητών που εκτός των σπουδών τους, δούλευαν κατά μέσο όρο 36 ώρες την βδομάδα. Από τα άτομα αυτά ζητήθηκε να συμπληρώσουν μια μέτρηση για τους 5 τύπους (ή διαστάσεις) προσωπικότητας (Big Five): Ανοικτή αντίληψη, Συνειδητότητα, Εξωστρέφεια, Συγκαταβατικότητα, Νευρωτισμός, καθώς και μετρήσεις για τα επίπεδα Ναρκισσισμού, Εργασιομανίας, Τελειομανίας, καθώς και την τάση τους να βιώνουν θετικά ή αρνητικά συναισθήματα.

Τα αποτελέσματα, είχαν εξαιρετικό ενδιαφέρον, επιβεβαιώνοντας ότι οι περισσότεροι από τους 5 τύπους προσωπικότητας σχετίζονται με την εργασιομανία. Επιπλέον, εντοπίστηκε ότι τόσο ο ναρκισσισμός, όσο και η τελειομανία συνδέονται με την εργασιομανία.

Όπως επισημαίνει ο Timothy A Pychyl, επίκουρος καθηγητής Ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο Carleton University του Καναδά, σχολιάζοντας την παραπάνω μελέτη, «πιστεύω ότι βλέπουμε αυτή τη σχέση μεταξύ ναρκισσισμού, τελειομανίας και εργασιομανίας, επειδή όλα συνδέονται με μια επιπλέον υποβόσκουσα παράμετρο – μια χαμηλή εικόνα του εαυτού που έχει ‘μολυνθεί’ από παράλογες σκέψεις (π.χ. “πρέπει να είμαι τέλειος για να έχω αξία”,“πρέπει να δουλεύω για να αξίζω”) και μια υπεραναπλήρωση γι’ αυτή τη χαμηλή αυτοεκτίμηση από έναν παράδοξο ναρκισσισμό (τα άτομα προστατεύουν την αδύναμη αίσθηση του Εαυτού με μια υπεραναπλήρωση που αναπαριστά τον εαυτό με έναν πομπώδη τρόπο)».

Ο ρόλος του εαυτού και της αυτο-εικόνας στην εργασιομανία

Σε κάθε περίπτωση το κρίσιμο είναι το επίπεδο που ασχολούμαστε με την εργασία. Είναι σημαντικό για το άτομο να δουλεύει σκληρά, να θέτει στόχους και να αυτό-αξιολογείται. Προβλήματα ξεκινούν όταν αδυνατούμε:
  • Να σταματήσουμε να δουλεύουμε, και θεωρούμε ότι αξίζουμε μόνο στο μέτρο που τα καταφέρνουμε στην εργασία (εργασιομανία)
  • Να θέτουμε μη ρεαλιστικούς στόχους για τις επιδόσεις μας (τελειομανία)
  • Να επιδιώκουμε τη δύναμη και την υψηλή αυταξία για να υποστηρίξουμε τη μεγαλομανή αυτό-εικόνα (ναρκισσισμός)
Κάθε ένα από τα προβλήματα αυτά, υποστηρίζει ο Pychyl, έχουν τις ρίζες στον τρόπο που βλέπουμε τον εαυτό μας. Η καλλιέργεια μιας αίσθησης του εαυτού σαν έναν αυτόνομο υποκείμενο που αξίζει, ανεξαρτήτως των επιτευγμάτων ή των αποτυχιών, αποτελεί ένα βασικό καθήκον μας που δεν πρέπει να σταματήσει ποτέ.