Τετάρτη 25 Ιουλίου 2018

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Εὐμενίδες (566-584)

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ


ΑΘ. κήρυσσε, κῆρυξ, καὶ στρατὸν κατειργαθοῦ,
†ἥ τ᾽ οὖν διάτορος† Τυρσηνικὴ
σάλπιγξ βροτείου πνεύματος πληρουμένη
ὑπέρτονον γήρυμα φαινέτω στρατῷ.
570 πληρουμένου γὰρ τοῦδε βουλευτηρίου
σιγᾶν ἀρήγει καὶ μαθεῖν θεσμοὺς ἐμοὺς
πόλιν τε πᾶσαν ἐς τὸν αἰανῆ χρόνον
καὶ τώδ᾽ ὅπως ἂν εὖ καταγνωσθῇ δίκη.
ΧΟ. ἄναξ Ἄπολλον, ὧν ἔχεις αὐτὸς κράτει.
575 τί τοῦδε σοὶ μέτεστι πράγματος λέγε.
ΑΠ. καὶ μαρτυρήσων ἦλθον—ἔστι γὰρ νόμῳ
ἱκέτης ὅδ᾽ ἁνὴρ καὶ δόμων ἐφέστιος
ἐμῶν, φόνου δὲ τῷδ᾽ ἐγὼ καθάρσιος—
καὶ ξυνδικήσων αὐτός· αἰτίαν δ᾽ ἔχω
580 τῆς τοῦδε μητρὸς τοῦ φόνου. σὺ δ᾽ εἴσαγε
ὅπως ‹τ᾽› ἐπίστᾳ τήνδε κύρωσον δίκην.
ΑΘ. ὑμῶν ὁ μῦθος, εἰσάγω δὲ τὴν δίκην.
ὁ γὰρ διώκων πρότερος ἐξ ἀρχῆς λέγων
γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς πράγματος διδάσκαλος.

***
ΑΘΗΝΑ
Κήρυκα, κράξε κι ησυχία στο πλήθος κάμε
κ᾽ η σάλπιγγα η τυρρηνική η βροντοφωνούσα
γιομίζοντας μ᾽ ανθρώπινη εμπνοή ας σημάνει
περίτρανο διαλάλημα σ᾽ όλο το πλήθος·
570 γιατί πρέπει τώρα που το Κριτήριο τούτο
συνάζεται, σιωπή να γίνει, για να μάθει
κι όλη η πόλη τους νόμους μου που αιώνιοι θα ᾽ναι,
και σωστή νά ᾽βγει απόφαση κι αυτής της Δίκης.
ΧΟΡΟΣ
Άρχοντ᾽ Απόλλων᾽, όριζε σε κείνα πὄχεις·
τί έχεις να κάμεις και σ᾽ αυτό το πράμα, πε μας;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ
Ήρθα και μάρτυράς του εδώ, γιατ᾽ αυτός είναι
κατά το νόμο ικέτης μου και πρόσφυγάς μου
και τον καθάρισ᾽ απ᾽ αυτόν εγώ τον φόνο,
κι ακόμα και συνήγορος, γιατ᾽ έχω ευθύνη
580 του φόνου της μητέρας του· μα εσύ τη δίκη
άνοιξε και μια απόφαση βγάλε όπως ξέρεις.
ΑΘΗΝΑ
Τη δίκη ανοίγω και σε σας το λόγο δίνω,
γιατ᾽ είναι που ο κατήγορος μιλώντας πρώτος
θα έμπαζε στην υπόθεση σωστά έναν άλλο.

Ο Άνταμ Σμιθ, η εργασία και η ηλιθιότητα

Το ότι η εργατικότητα αποτελεί προσόν δε χρειάζεται συζήτηση. Με τη δουλειά προκόβει κανείς. Ο εργατικός άνθρωπος πάει μπροστά. Προσφέρει. Είναι χρήσιμος. Παραγωγικός. Κι ως εκ τούτου ευυπόληπτος. Άξιος σεβασμού. Αντιθέτως ο τεμπέλης είναι άχρηστος. Παρασιτικός. Δε χαίρει εκτιμήσεως. Αλίμονο στην οικογένεια που φέρει έναν τεμπέλη στους κόλπους της. Θα φέρει βάρος για μια ζωή. Ο τεμπέλης είναι μόνο λόγια. Θα κάνει το ένα. Θα κάνει το άλλο… Τελικώς δεν κάνει τίποτε. Κι έτσι αρχίζουν οι θεωρίες. Έφταιγε αυτό. Έφταιγε εκείνο. Ο τεμπέλης δεν πρόκειται να παραδεχτεί την τεμπελιά του. Ο τεμπέλης είναι ικανός να επικαλεστεί οτιδήποτε προκειμένου να ρίξει τις ευθύνες αλλού. Ο εργατικός είναι ο άνθρωπος που δέχεται με προθυμία να ανταλλάξει το χρόνο του με χρήμα. Ο τεμπέλης όχι. Προτιμά το χρόνο του. Προτιμά να ασχολείται μόνο με τα πράγματα που τον ευχαριστούν.
 
Ο τεμπέλης οικογενειάρχης που αφήνει τα παιδιά του στο έλεος της μοίρας προκειμένου να μη δουλέψει είναι πρωτίστως ανεύθυνος. Η κοινωνική κατακραυγή έχει σαφώς λογική βάση. Γιατί αυτού του είδους η τεμπελιά δεν είναι τίποτε άλλο από τον εγωισμό που τα θέλει όλα δικά του. Και οικογένεια και σπιτικό και καμία υποχρέωση. Η μομφή εδώ είναι ξεκάθαρη. Και έχει ξεκάθαρο ηθικό βάρος.
 
Αλλά, ακόμη κι αν υποθέσουμε την περίπτωση του συνειδητοποιημένου τεμπέλη, που δεν κάνει οικογένεια και που ψευτοζεί από ένα μπαχτσέ που κληρονόμησε, τα σχόλια δε θα είναι λιγότερα. Πώς είναι έτσι το σπίτι…. πως το αφήνει να ρημάζει….. πού είναι ο πατέρας του να δει τη ντροπή….. με τα ίδια τριμμένα ρούχα σαν το ρεμάλι… κτλ. Ακόμη κι αυτοί που μπορούν να δεχτούν την τεμπελιά ως επιλογή – θεωρητικά πάντα – θα δυσφορήσουν μπροστά στο μέγεθος της κακομοιριάς. Το ότι η τεμπελιά αυτής της περίπτωσης δεν επιβαρύνει κανένα δε φαίνεται να αλλάζει πολύ την κατάσταση. Λίγοι θα εκτιμήσουν την τιμιότητα της αποφυγής των οικογενειακών υποχρεώσεων. (Όμως ούτε κι αυτοί θα το αποδεχτούν). Οι περισσότεροι θα χρησιμοποιήσουν την έλλειψη οικογένειας ως επιπλέον αφορμή επικρίσεων, αφού, ποια θα γύριζε να δει αυτό το ρεμάλι…. κτλ. Η μομφή εδώ, μπορεί να μην έχει το ηθικό βάρος της πρώτης περίπτωσης, αλλά δε στερείται σφοδρότητας, εστιαζόμενη στη συνεπαγόμενη φτώχεια, που φτάνει στα όρια της αναξιοπρέπειας. Δεν είναι δυνατόν να ανέχεται κάποιος να ζει υπό αυτούς τους όρους προκειμένου να μη δουλέψει. Στο κάτω – κάτω, τι είναι…… ανάπηρος;
 
Όμως, ακόμη κι αν υποθέσουμε την περίπτωση του τεμπέλη που κληρονομεί πολλά λεφτά και τα κατασπαταλά χωρίς ποτέ να δουλέψει ή να αναλάβει την ελάχιστη υποχρέωση (ακριβώς για να υπηρετήσει την τεμπελιά του), και πάλι θα βρεθούμε μπροστά σε χαρακτηρισμούς. Ο τεμπέλης αυτού του είδους είναι επίσης αχαΐρευτος, αφού ξεπούλησε όλη την πατρική του περιουσία για να ζήσει πολυτελώς χωρίς να προσφέρει τίποτε. (Η διαφορά εδώ είναι ότι πολλοί θα τον ζηλέψουν). Ο άνθρωπος που εξαφανίζει την περιουσία που έχτισαν γενιές πίσω του δεν μπορεί να γίνει εύκολα αποδεκτός. Κατά κανόνα είναι αυτός που καταστρέφει και την επιχειρηματική δραστηριότητα που έφερνε πλούτο στην οικογένεια. Είναι ο αποτυχημένος. Είναι αυτός που δεν μπόρεσε να συνεχίσει το λαμπρό όνομα. Ο ανίκανος. Και γιατί όχι; Ο ανεύθυνος. Το μαύρο πρόβατο. Και στο κάτω – κάτω, τι κατάλαβε; Τα έφαγε όλα και ησύχασε. Θα τρίζουν τα κόκκαλα του πατέρα του….
 
Η τεμπελιά είναι αδύνατο να γίνει αποδεκτή κάτω από όλες τις συνθήκες. Ο τεμπέλης δεν πρόκειται ποτέ να γίνει πρότυπο. Γιατί ο τεμπέλης συμπεριφέρεται αυθορμήτως, κάνοντας ακριβώς αυτό που επιθυμεί, πράγμα που αντιβαίνει στην έννοια του καθήκοντος. Το καθήκον είναι το αντίθετο της καλοπέρασης. Το καθήκον είναι η συνείδηση ότι δεν μπορεί κανείς να κάνει ό,τι θέλει. Είναι η παραδοχή του μόχθου ως αναγκαία συνθήκη που δεν έχει μόνο βιοποριστικές, αλλά και ξεκάθαρα κοινωνικές διαστάσεις. Όποιος δε δουλεύει δεν τρώει…. επομένως δε δικαιούται και σεβασμό. Ο εργατικός εξοικονομεί χρήμα. Ο τεμπέλης εξοικονομεί χρόνο. Η κοινή γνώμη καταδικάζει τον τεμπέλη. Η κοινή γνώμη τάσσεται ξεκάθαρα υπέρ του χρήματος.
 
Κι αν η έννοια του τεμπέλη προκαλεί δυσφορία ως ακραία μορφή απραξίας, η εικόνα του ανθρώπου που εργάζεται και βιοπορίζεται αξιοπρεπώς, αλλά δεν έχει καμία διάθεση να κάνει τίποτε περισσότερο για επιπλέον χρήματα, επίσης δε χαίρει ιδιαίτερης εκτιμήσεως. Ο άνθρωπος που του προσφέρουν διευθυντικό πόστο στη δουλειά του με αυξημένες απολαβές, αλλά περισσότερη εργασία, και αρνείται, είναι μάλλον γραφικός. Πιθανότατα θα χαρακτηριστεί επίσης τεμπέλης. Δε δείχνει την πρέπουσα επαγγελματική φιλοδοξία. Προφανώς δεν έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Ευθυνόφοβος. Αν βέβαια είναι επιχειρηματίας και του προσφέρουν νέο πεδίο στην αγορά, που υπόσχεται κέρδη, και αρνηθεί για να μη δουλέψει περισσότερο, είναι σίγουρα τρελός. Η επιχείρησή του θα φαλιρίσει. Οι κανόνες της αγοράς δεν τα συγχωρούν αυτά.
 
Στο δίλημμα χρόνος ή χρήμα βρισκόμαστε μπροστά στην απόλυτη προτεραιότητα του χρήματος. Ο μέσος άνθρωπος είναι διατεθειμένος να δουλέψει μέχρι εξαντλήσεως αρκεί να τον διαβεβαιώσουν ότι θα πληρωθεί ικανοποιητικά. Οι διαθέσεις του σύγχρονου καπιταλισμού που θέλουν την εξαντλητική εργασία χωρίς τις αντίστοιχες απολαβές, μπορεί να αλλάζουν τα δεδομένα, αφού πλέον η υπερεργασία αφορά την επιβίωση, αλλά δεν αλλάζουν την ουσία της επικρατούσας αντίληψης, καθώς κανείς (ή τουλάχιστον ελάχιστοι) δεν πρόκειται να πει όχι στην αύξηση των εισοδημάτων του, όσα λεφτά κι αν βγάζει. Η διάθεση του χρόνου στο βωμό του χρήματος λειτουργεί ως κάτι αυτονόητο, σαν να μην είναι ο χρόνος της ζωής περιορισμένος ή σαν να πρόκειται για κάτι ξένο, κάτι έξω από τις τρέχουσες καθημερινές προτεραιότητες. Μπροστά στο επιπλέον εισόδημα, που στρεβλά θεωρείται κέρδος, εκμηδενίζονται ακόμη και τα όρια των ανθρωπίνων δυνατοτήτων. Ο Άνταμ Σμιθ γράφει: «Οι στρατιώτες μας δε θεωρούνται ως η πιο επιμελής ομάδα μεταξύ όλων των άλλων. Ωστόσο, όταν χρησιμοποιούνται σε κάποια χαρακτηριστικά είδη εργασίας και αμείβονται γενναιόδωρα με το κομμάτι, οι αξιωματικοί τους συχνά αναγκάζονται να συμφωνήσουν ρητώς με τον εργολάβο ότι δε θα πρέπει να τους επιτρέπεται να κερδίζουν πάνω από ένα συγκεκριμένο ποσό την ημέρα, ανάλογα με το ύψος της αμοιβής με την οποία πληρώνονται. Μέχρις ότου συναφθούν αυτές οι συμφωνίες, η αμοιβαία άμιλλα και η επιθυμία του μεγαλύτερου κέρδους συχνά τους ωθούσαν στο να εργάζονται οι ίδιοι πέρα από τις δυνάμεις τους και να βλάπτουν την υγεία τους λόγω υπερβολικής εργασίας».
 
Η υπόσχεση του επιπλέον μισθού που λειτουργεί ως κίνητρο της επιπλέον εργασίας μετατρέπει τον άνθρωπο σε κατοικίδιο που αν του γεμίσουν το πιάτο δεν ξέρει πότε να σταματήσει να τρώει. Η διαρκής αναζήτηση της ευκαιρίας, που μεταφράζεται μόνο ως χρηματική απολαβή, καθιστά αδύνατη οποιαδήποτε ισορροπία. Αν ο άνθρωπος μπει για τα καλά στο χώρο του χρήματος μπορεί να δουλεύει απ’ το πρωί ως το βράδυ για όλη του τη ζωή. Το χρήμα μετατρέπεται από μέσο σε αυτοσκοπός, γίνεται δηλαδή νόημα ύπαρξης. Βρισκόμαστε μπροστά στον ορισμό της ανελευθερίας που γίνεται εθελοντικά στο πλαίσιο της εξασφάλισης. Κι αν δεχτούμε ότι η ασφάλεια που παρέχει το χρήμα δεν αφορά μόνο τις δύσκολες στιγμές που μπορεί να έρθουν, αλλά και την αξιοπρέπεια της διαβίωσης, αντιλαμβανόμαστε ότι βρισκόμαστε μπροστά στο καθημερινό ανελεύθερο που γίνεται στο όνομα της ελευθερίας. Γιατί το χρήμα, ως εγγυητής στην πρόσβαση όλων των αγαθών, εξασφαλίζει την ελευθερία. Γιατί ελεύθερος είναι αυτός που μπορεί να έχει ό,τι θέλει. Γιατί η ελευθερία μετριέται μόνο σε σχέση με την προσβασιμότητα σε αγαθά. Γιατί αυτός που μπορεί να έχει τα καλύτερα είναι ο πετυχημένος.
 
Αν αναλογιστούμε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι ισχυρίζονται ότι είναι διατεθειμένοι να δουλέψουν σκληρά με σκοπό να κάθονται στο μέλλον (μέλλον που κατά κανόνα δεν έρχεται ποτέ), βρισκόμαστε μπροστά στο πιο αντιφατικό αδιέξοδο, που θέλει την αναγνώριση του χρόνου ως υπέρτατο αγαθό, το οποίο όμως είναι πάντα μελλοντική συνθήκη. Κι όσο πιο πολλά λεφτά βγάζει κάποιος τόσο περισσότερο πρέπει να παρατείνει το εργασιακό παρόν για χάρη του καλύτερου μέλλοντος. Γιατί οι ανάγκες και οι όροι που εξασφαλίζουν την αξιοπρεπή ζωή είναι ελαστικές έννοιες. Για την ακρίβεια όσα λεφτά βγάζει κάποιος τόσες ανάγκες έχει. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερος φόβος από την πτώση του βιοτικού επιπέδου. Από το χάσιμο των καθημερινών συνηθειών που διαμορφώθηκαν κατά σύμβαση. Από αυτή την άποψη ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να παραμείνει στο ανελεύθερο. Γιατί την έννοια του χρόνου την κατανοεί μονάχα θεωρητικά. Γιατί δε συνειδητοποιεί ότι η ελευθερία μετριέται με το μέγεθος του ελεύθερου χρόνου. Ότι πραγματικά ελεύθερος είναι αυτός που διαχειρίζεται το χρόνο του όπως ο ίδιος θέλει. Ότι η ποιότητα της ζωής αφορά την καθημερινότητα κι όχι τις ελάχιστες αργίες ή τις διακοπές. Ο άνθρωπος, αν και έχει πλήρη επίγνωση της θνησιμότητάς του, στο βάθος θεωρεί ότι ο χρόνος θα είναι άπειρος. Κι αυτό είναι ο πυρήνας της ανθρώπινης δυστυχίας.
 
Η απληστία, η αντικατάσταση των πάντων με το χρήμα, οι πόλεμοι, τα αδυσώπητα συμφέροντα που τσαλαπατούν τους ανθρώπους, η μόλυνση της γης για το κέρδος κλπ, λένε πολλοί ότι κρύβουν τη συνείδηση του εφήμερου, που νομιμοποιεί όλα τα μέσα προκειμένου να επιτευχθεί στη γη ο ατομικός παράδεισος του καθενός – άσχετα αν προϋποθέτει την κόλαση των άλλων. Στην ουσία όλα αυτά δεν τα προκαλεί το εφήμερο, αλλά το αιώνιο. Η συσσώρευση του πλούτου έχει φτάσει σε τέτοια επίπεδα, που μόνο η αθανασία θα μπορούσε να δικαιολογήσει. Η επίγνωση του εφήμερου, δεν είναι παρά η επίγνωση του μηδαμινού απέναντι στο άπειρο του χρόνου. Και η επίγνωση του μηδαμινού δεν έχει άλλη επιλογή από την απλότητα. Ο άνθρωπος δε νιώθει μηδαμινός. Ο άνθρωπος νιώθει το κέντρο του σύμπαντος. Κι εδώ βρισκόμαστε πλέον στην καρδιά της ανθρώπινης ηλιθιότητας, που είναι και η πηγή κάθε δυστυχίας. Η έπαρση, η διαρκής αναζήτηση της εξουσίας, η αίσθηση της υπεροχής που δικαιωματικά μας ανήκει, δεν είναι τίποτε άλλο από την πιο άγρια όψη της ηλιθιότητας, που καταδεικνύει το απύθμενο της υπαρξιακής κενότητας. Η ανθρώπινη ιστορία είναι ανίκανη να διδάξει. Το παρόν είναι καταδικασμένο να φαντάζει αιώνιο. Η συνείδηση του εφήμερου ανήκει μόνο στους σοφούς.
 
Από αυτή την άποψη, ο τεμπέλης – με τη γραφική και ακίνδυνη έννοια που προαναφέρθηκε, όχι με την έννοια του αρπακτικού που προσπαθεί να αναρριχηθεί έρποντας και διατυμπανίζοντας το τίποτα που προσπάθησε – είναι ο άνθρωπος που, έστω αντανακλαστικά, παραιτείται προς όφελος της προσωπικής του ελευθερίας – αναλαμβάνοντας βέβαια και το κόστος. Γι’ αυτό και δεν πρόκειται να γίνει αποδεκτός. Γιατί ανατρέπει όλα τα καλούπια. Γιατί είναι ακατανόητος. Η απλή λογική επιβάλλει ότι ο καθείς οφείλει να σκεφτεί, τουλάχιστον στοιχειωδώς, το συμφέρον του. Και δεν υπάρχει πιο στοιχειώδες συμφέρον από το χρήμα. Ο Σμιθ προκειμένου να διακωμωδήσει τον αφελή τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος παραδίνεται στην πίστη ότι μπορεί να βγάλει χρήμα επικαλείται το μηχανισμό των λαχείων: «Τα δελτία των κρατικών λαχνών στην πραγματικότητα δεν αξίζουν την τιμή που πληρώνεται γι’ αυτά από τους αρχικά εγγεγραμμένους, ωστόσο πωλούνται συνήθως στην αγορά σε τιμές αυξημένες κατά 20%, 30%, μερικές φορές ακόμα και 40%. Μοναδική αιτία αυτής της ζήτησης είναι η απατηλή ελπίδα της απόκτησης κάποιου από τα μεγάλα βραβεία. Ακόμα και οι πιο νηφάλιοι άνθρωποι σπανίως αντιμετωπίζουν ως παραλογισμό την ιδέα του να πληρώνει κάποιος ένα μικρό ποσό για την πιθανότητα να κερδίσει δέκα ή είκοσι χιλιάδες λίρες, παρότι γνωρίζουν ότι ακόμη και αυτό το μικρό ποσό είναι ίσως 20% ή 30% μεγαλύτερο από το μέγεθος αυτής της πιθανότητας».
 
Αποδεχόμενοι ότι κανείς δεν είναι διατεθειμένος να πληρώσει ούτε δεκάρα παραπάνω για κάθε προϊόν που αγοράζει, ακριβώς γιατί αυτό αντιβαίνει κάθε έννοια συμφέροντος, γίνεται κατανοητό ότι το μόνο που μπορεί να πληρωθεί (με πλήρη επίγνωση) πάνω από την αξία του είναι η ελπίδα για μελλοντικά κέρδη. Ο άνθρωπος είναι παντελώς ανίσχυρος μπροστά στην προοπτική του κέρδους. Μπορεί να κινηθεί από την τίμια εκδοχή της κατάθεσης ολόκληρου του χρόνου του – δηλαδή της ζωής του – δουλεύοντας από το πρωί ως το βράδυ, μέχρι τη διάπραξη όλων των εγκλημάτων. Κι ας μην προτρέξει κανείς να πει ότι ο Σμιθ ήταν εκείνος που υπερασπίστηκε την ηθική νομιμοποίηση του κέρδους θεμελιώνοντας τις καπιταλιστικές αρχές, γιατί το κέρδος ήταν έννοια πολύ γνωστή από τις πολύ πριν τον καπιταλισμό εποχές. Κι ούτε ήταν αυτός που ύμνησε την υπερεργασία. (Αντιθέτως κάνει ειδική μνεία στην αναγκαιότητα της χαλάρωσης, υπογραμμίζοντας ότι αυτός που δουλεύει μεθοδικά και σταθερά σε λογικά ωράρια, είναι και πιο αποδοτικός και ικανός να δουλέψει πολλά χρόνια, σε αντίθεση μ’ εκείνον που εργάζεται υπερβολικά, ο οποίος πολύ γρήγορα θα καταρρεύσει). Ο Σμιθ αντέταξε το δικαίωμα στο κέρδος απέναντι στο φαρισαϊσμό των γαιοκτημόνων που μεμφόταν ηθικά την αστική τάξη για να μην ορθώσει ανάστημα (σάμπως οι ίδιοι να αποσκοπούσαν σε κάτι άλλο) κι από την πλευρά του, ως προς αυτό – και πάντα στο πλαίσιο της εποχής – είχε δίκιο. Από κει και πέρα, η διαχείριση του χρόνου και τα όρια στην επιθυμία του κέρδους είναι υπόθεση των ανθρώπων. Και χρειάζεται πολύ προσοχή, γιατί, όπως φαίνεται, ο άνθρωπος είναι ιδιαιτέρως ευάλωτος σ’ αυτού του είδους τα παιχνίδια: «….. στα μαθηματικά δεν υπάρχει τίποτα πιο βέβαιο από το ότι όσο περισσότερα δελτία παίζει κανείς, τόσο πιθανότερο είναι να βγει χαμένος. Αποτολμήστε να αγοράσετε όλα τα δελτία ενός λαχνού και θα είστε σίγουρα χαμένος. Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των δελτίων σας, τόσο περισσότερο προσεγγίζετε αυτή τη βεβαιότητα».
 
Άνταμ Σμιθ: Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών

Αντιγόνη

Η Αντιγόνη ιδιαιτέρως αξίζει να μπει στην πρώτη γραμμή· το έργο είναι αντιπροσωπευτικό του τρόπου με τον όποιο ό Σοφοκλής δίνει σ' ένα θρύλο το τραγι­κό του νόημα. Η χρονολογική έκθεση δεν θα έπρεπε ν' αρχίσει απ’ αυτή (εφόσον γράφτηκε το 442-1), γιατί ο Αίας και οι Τραχίνιες είναι φυσικά παλαιότερες, αλλά όπως η Πολιτεία του Πλάτωνα έτσι κι η Αντιγόνη προσφέρεται για μια άνετη ανά­γνωση, ενώ τα άλλα έργα παρουσιάζουν εικόνα μειωμένη.
 
    Η Αντιγόνη, παρά την ρητή διαταγή στη Θήβα, έθαψε τον αδελφό της Πολυνείκη, που σκοτώθηκε στην αδελφοκτόνο μο­νομαχία με τον Ετεοκλή: πρέπει να πληρώσει με τη ζωή της την πρωτοβουλία της. Αυτή είναι η βασική υπόθεση. Τώρα μπορούμε να εξάρουμε στο ύψος των γεγονότων μερικές ιδιόρ­ρυθμες λεπτομέρειες, που φαίνονται επινοήσεις του Σοφοκλή. Η Αντιγόνη στο έργο δρα μόνη της χωρίς τη βοήθεια της α­δελφής της· αυτός πού την καταδιώκει είναι ό Κρέοντας, ο νέος βασιλιάς, κι όχι ο γιος του Ετεοκλή. Από τη μια πλευρά λοιπόν έχομε μια μεμονωμένη πράξη κι από την άλλη μια τι­μωρία, που στηρίζεται στην εξουσία. Απ’ εδώ γεννώνται πολ­λές αντιθέσεις, που εξουσιάζουν όλο το έργο.
 
    Οι αντιθέσεις αντιστοιχούν στις τέσσερις μεγάλες σκηνές του έργου : κάθε σκηνή αντιπαραβάλλει δύο πρόσωπα, κάθε σκηνή προσφέρει μιαν αντίθεση. Στην αρχή η Αντιγόνη εναν­τιώνεται κατά της αδελφής της Ισμήνης. Στο τέλος ό Κρέον­τας τα βάζει με τον γιο του Αίμονα, έπειτα με τον μάντη Τειρεσία. Στο μέσο, στους στίχους 441 ως 525, βρίσκεται αντίθετος με την Αντιγόνη.
 
Υπάρχει λοιπόν μια κεντρική σύγκρουση, που εξουσιάζει το έργο —και για καθένα από τα δύο κύρια πρόσωπα μια ή δύο συγκρούσεις με άλλα πρόσωπα, που συμβάλλουν στον καθο­ρισμό των ελατηρίων της δράσης τους.
 
    Το ότι μάλιστα το έργο αρχίζει με τη συνομιλία των δύο αδελφών, που είναι τόσο διαφορετικές—η μια αφοσιωμένη στον νεκρό, θαρραλέα, αντιμετωπίζει τα πάντα, η άλλη δειλή, ανί­κανη να επιχειρήσει κάτι που είναι ανέφικτο—αποτελεί εύρημα για όποιον θέλει να εξάρει τον ηρωισμό της Αντιγόνης. Η Αντι­γόνη κάνει αυτό που η Ισμήνη δεν τολμά να κάνει. Το κάνει αδί­στακτα· και ξέρει γιατί το κάνει.
 
    Η Ισμήνη όμως διαφωνεί με την Αντιγόνη μόνο στη δυνα­τότητα να δράσει όπως αυτή θέλει· λέει αμυνόμενη : «εγώ δεν τα περιφρονώ, αισθάνομαι όμως ανίκανη να πράξω κάτι ενάντια στην θέληση των πολιτών». (Αντιγόνη 78-79): ἐγώ μέν οὐκ ἄτιμα ποιοῦμαι, τό δέ βίᾳ πολιτῶν δρᾶν ἔφυν ἀμήχανος. Συντελεί στο να δείξει λοιπόν με την αντίθεση το θάρρος της Αν­τιγόνης, χωρίς να υπάρχει μεταξύ τους καμιά σύγκρουση αρχών αυτή η φιλονικία προορίζεται για τη σκηνή με τον Κρέοντα. Τότε ξεσπά η αντίθεση μεταξύ δύο κανόνων ζωής, δύο μορφών ιδανικών, δύο ειδών καθηκόντων.
 
    Οι αρχές του Κρέοντα είναι γνωστές από τη στιγμή πού εμφανίζεται· γιατί τα πρόσωπα του Σοφοκλή έχουν μανία να εξωτερικεύονται, να λένε ποιοι είναι Οι κανόνες της διαγωγής τους : «Είναι ωστόσο δυνατό να γνωρίσει κανείς καλά την ψυ­χή, τα αισθήματα, τις αρχές ενός οποιουδήποτε ανθρώπου, αν αυ­τός ο άνθρωπος δεν φανεί ποιός είναι στην άσκηση της εξουσίας κυβερνώντας και υπαγορεύοντας τους νόμους. Έ λοιπόν, αυ­τή είναι η γνώμη μου» (Αντιγόνη 175 - 77) : ἀμήχανον δέ παν­τός ἀνδρός ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καί φρόνημα καί γνώμην, πρίν ἄν ἀρχαῖς τε καί νόμοισιν ἐντριβής φανῇ. Έτσι λοιπόν οι αρ­χές του Κρέοντα στρέφονται όλες γύρω από την πόλη και την αφοσίωση που αυτή απαιτεί: γι’ αυτό απαγόρευσε να ταφεί ο Πολυνείκης, επειδή πολέμησε εναντίον της. Ως προς τις αρχές που εμπνέουν την Αντιγόνη είναι πολύ διαφορετικές. Σαν μοναδικούς της νόμους γνωρίζει τις υψηλές ηθικές αρχές, που έχουν εγγυητές τους θεούς· και στη διαταγή του Κρέοντα αντιτάσσει τη διαταγή του Δία : «Δεν φανταζόμουν ότι οι δικές σου απαγορεύσεις είναι αρκετά ισχυρές, για να επιτρέψουν σε ένα θνητό να παραβεί άλλους νόμους, άγραφους νόμους, ακλό­νητους νόμους των θεών. Αυτοί δεν είναι ούτε σημερινοί ούτε χθεσινοί, άλλα αιώνιοι και κανείς δεν ξέρει πότε εμφανίστηκαν. Μπορώ λοιπόν να εκτεθώ στην εκδίκηση των θεών για παρά­βαση αυτών των. νόμων από φόβο οποιουδήποτε;» (Αντιγόνη 453 - 60) : οὐδέ σθένειν τοσοῦτον ᾠόμην τά σά κηρύγμαθ' ὥστ' ἄγραπτα κἀσψαλῆ θεῶν νόμιμα δύνασθαι θνητόν ὄνθ' ὑπερδραμεῖν. οὐ γάρ τι νῦν γε κἀχθές, ἀλλ' ἀεί ποτέ ζῇ ταῦτα, κοὐδείς οἶδεν εξ ὅτου 'φάνη. τούτων ἐγώ οὐκ ἔμελλον, ἀνδρός οὐδενός φρόνημα δείσασ', ἐν θεοῖσι την δίκην δώσειν.
 
    Ειπώθηκε πώς η σύγκρουση Αντιγόνης και Κρέοντα απει­κονίζει τη σύγκρουση των οικογενειακών καθηκόντων προς το κρατικό δίκαιο. Είναι και δεν είναι αλήθεια· γιατί ό Κρέοντας, πού είναι αυταρχικός κι εγωιστής δεν ενεργεί για τα συμφέρον­τα του Κράτους—στο τέλος θα το παραδεχτεί. Η Αντιγόνη συνδυάζει στην απόφαση της οικογενειακή συναίσθηση με απλή ανθρωπιά και πολλή θρησκευτικότητα. Αλλά όλα αυτά τα ζεύ­γη καθηκόντων, οικογένεια και Κράτος, φιλανθρωπία και εξου­σία, θρησκεία και σεβασμός των νόμων, σχηματίζουν τόσες συγκρούσεις όσες σε μερικές σκηνές όρθωσε ο Σοφοκλής ολοζώντανες μπροστά μας.
 
    Στο υπόλοιπο έργο οι δύο σκηνές πού ακολουθούν, και στις όποιες ο Κρέοντας υποβάλλεται στα επιχειρήματα του γιου του Αίμονα, έπειτα στα επιχειρήματα του μάντη Τειρεσία, συνεχί­ζουν και μετά την αποχώρηση της ηρωίδας την ανάλυση των αρχών, οι οποίες συνηγορούν υπέρ αυτής. Ό Αίμονας αντιπρο­σωπεύει την ανθρώπινη φύση και λίγο την πολιτική έννοια· γιατί ο Αίμονας στηρίζεται στην κοινή γνώμη και ζητά από τον πατέρα του να μην είναι τόσο άτεγκτος, με το να μην ακούει κα­μιά γνώμη : «δεν τα λέει αυτά ο λαός της Θήβας—Η Θήβα έχει λοιπόν διαταγές να μου δώσει;—θέλεις λοιπόν να μιλάς μόνος σου και να μην σου απαντούν;» (Αντιγόνη 733 - 34 και 757): οὐ φησί θήβης τῆσδ' ὁμόπτολις λεώς. — πόλις γάρ ἡμῖν ἁμέ χρή τάσσειν ἐρεῖ; — βούλῃ λέγειν τι καί λέγων μηδέν κλύειν; Ό Τειρεσίας πάλι αντιπροσωπεύει τη θρησκεία· και εξαγγέλ­λει την οργή των θεών. Ο βασιλιάς ωστόσο εξοργίζεται· ως τώρα δείχτηκε τυραννικός· θα εξακολουθήσει να είναι άσεβης; υποχωρεί τέλος· αλλά υποχωρεί πολύ αργά. Η Αντιγόνη κι ο Αίμονας θα πεθάνουν, πριν μάθουν πώς θα ερχόταν να τους απε­λευθερώσει.
 
    Σε κάθε μια από τις τέσσερις σκηνές τα πρόσωπα αντιμά­χονται δύο-δύο, κάποτε σε ρωμαλέα και παλλόμενα χωρία, όπου εκδηλώνουν όλη τους την πίστη, έπειτα, πολύ συχνά, σε σύντομους και ηχηρούς διάλογους - κάθε στίχος άπαντα στον προηγούμενο - ώστε ή δριμύτητα των αντιθέσεων συμβάλλει στο να φωτίζει τις καταστάσεις και να δίνει στις διάφορες απο­φάσεις ξεκάθαρες περιγραφές.
 
    Όλο το έργο εκτυλίσσεται μέσα σ' αυτές τις αντιθέσεις, πού μοιάζουν με δοκιμασία ενός ηθικού ιδεώδους.
 
Από το άλλο μέρος ο χορός παρακολουθεί ανήσυχος αύτη τη ζωηρή συζήτηση, πού τον εκπλήσσει. Στην αρχή ψάλλει τον επινίκιο παιάνα. Όταν μαθαίνει πώς ο Πολυνείκης τάφηκε, υμνεί την εφευρετικότητα του ανθρώπου και τη δυστυχία, που συνεπάγεται η κακή χρήση της ανθρώπινης ευφυΐας. Ψάλλει την καταστροφή, όταν καταδικάζεται η Αντιγόνη, τον έρωτα, μετά τη σκηνή του Αίμονα, μνηστήρα της Αντιγόνης, τις μεγάλες μυθολογικές αντιξοότητες, όταν παίρνουν την Αντιγόνη. Όταν όλα φαίνονται να τακτοποιούνται, προσεύχεται στον Διόνυσο. Ο χορός στο εξής είναι απ’ έξω, στο περιθώριο. Ολόκληρη η τραγωδία βρίσκεται στον διαπληκτισμό των προσώπων.

Αναζητάμε μισά αντί για ολόκληρα κι εκεί το χάνουμε

Απ’ τη μέρα που γεννιόμαστε αυτομάτως ξεκινάει κι ο προγραμματισμός μας, αυτός που καθορίζει την αντίληψή μας για τον κόσμο και την κατανόησή μας για έννοιες όπως η αγάπη, ο έρωτας, ο πόθος κι άλλα τόσα. Ο προγραμματισμός αυτός επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, όπως η κοινωνία στην οποία μεγαλώνουμε, οι αντιλήψεις και συμπεριφορές των γονιών μας καθώς επίσης οι αντιλήψεις των ανθρώπων που μας πλαισιώνουν.

Έχουμε μεγαλώσει, λοιπόν, με συγκεκριμένες εικόνες για το τι σημαίνει «αγάπη», για το τι ακριβώς σημαίνει «συντροφικότητα» αλλά πρωτίστως για το βαθμό στον οποίο η αγάπη κι η συντροφικότητα μας ολοκληρώνουν ως ανθρώπους, δηλαδή πόση ανάγκη έχουμε αυτά τα συναισθήματα και βιώματα για να νιώσουμε πλήρεις, ολοκληρωμένοι ως οντότητες.

Για κάποιον ανεξήγητο λόγο ζούμε τις ζωές μας με στόχο να βρούμε το άλλο μας μισό, τον άνθρωπο που θα κολλήσει μαζί μας σαν ένα κομμάτι παζλ και με τον οποίο θα χαθούμε στο ηλιοβασίλεμα καθώς πέφτουν οι τίτλοι του «έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» -δεν ξέρω για εσάς, αλλά ανατρίχιασα ελαφρώς. Λίγο οι αμερικάνικες χολιγουντιανές παραγωγές, λίγο ο φόβος να μείνουμε στο ράφι (εκείνο με τα ποτά ή τα γλυκά, θα δείξει), λίγο οι βιβλικές αναφορές ότι η Εύα δημιουργήθηκε απ’ το πλευρό του Αδάμ, η παρουσία της έννοιας του «άλλου μισού» δε λέει να ξεκολλήσει απ’ το υποσυνείδητό μας.

Κι επειδή ακριβώς η έννοια του «άλλου μας χαμένου κομματιού» φαίνεται να είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στην ψυχοσύνθεσή μας, γίνεται αυτοσκοπός να βρούμε αυτό τον άνθρωπο στον οποίο θα εναποθέσουμε όλες μας τις ελπίδες για την ολοκλήρωσή μας. Όσο αυτός ο κάποιος ή κάποια δεν εμφανίζεται, όλο και περισσότερο απελπιζόμαστε, όλο και περισσότερο μας βαραίνει η μοναξιά, όλο και περισσότερο το ραφάκι, που λέγαμε πιο πάνω, μας κλείνει το μάτι. Ειδικά αν κοντεύεις τα τριάντα και δεν έχεις παιδί ή έστω κάνει ένα γάμο, ξεκινάνε τα σχόλια του τύπου «μη στεναχωριέσαι, υπάρχει και για σένα ένα μισό κάπου εκεί έξω!» όσο εσύ πεθαίνεις να τους απαντήσεις ότι με μισή μερίδα δε χόρτασε ποτέ κανείς!

Θα το έλεγες κι ειρωνεία το γεγονός πως όσο περισσότερο ψάχνουμε για το άλλο μας μισό τόσο περισσότερο αποδεχόμαστε ότι είμαστε μισοί, αλλιώς γιατί να περιμένουμε από ένα άλλο πρόσωπο να μας ολοκληρώσει; Αλλιώς γιατί η πληρότητά μας να μην είναι αποτέλεσμα δικής μας εσωτερικής διεργασίας, αλλά να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με ένα οποιοδήποτε άλλο άτομο; Στην τελική, γιατί ψάχνουμε για μισούς ανθρώπους κι όχι ολόκληρους;

Είναι πιθανόν η ανάγκη μας να βρούμε το τέλειο ταίρι, που θα μας συμπληρώσει και θα μας κάνει να νιώσουμε ολόκληροι, να είναι μια εντελώς λανθασμένη προσέγγιση στο θέμα σχέσεων κι έρωτα και τελικά αυτή η αντίληψη να είναι κι η αιτία του προβλήματος αντί για λύση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλοι μας ψάχνουμε για τον άνδρα ή τη γυναίκα που θα αγαπήσει τα ελαττώματά μας και θα κατευνάσει τις φοβίες μας, παρ’ όλα αυτά το να αποζητούμε μια ολοκλήρωση, χωρίς εμείς οι ίδιοι να έχουμε δουλέψει ατομικά προς αυτή την ολοκλήρωση, βάζει τη σχέση σε λάθος βάση πριν καλά-καλά ξεκινήσει.

Ο έρωτας που όλοι ψάχνουμε, αυτό το μαγικό συναίσθημα που θα μας ξεκολλήσει απ’ τα όρια του πραγματικού και θα μας πάει κάπου ονειρεμένα, δεν επιτυγχάνεται μεταξύ δύο ανθρώπων που ψάχνουν απλά τη συμπλήρωση, αλλά είναι προϊόν δύο ανθρώπων που επιζητούν την εξέλιξή τους.

Ας σταματήσουμε, λοιπόν, να ψάχνουμε για το άλλο μισό κομμάτι της καρδιάς μας κι ας ξεκινήσουμε να ψάχνουμε για ολόκληρες καρδιές. Ας σταματήσουμε να αναζητούμε το κομμάτι που λείπει κι ας επιδιώξουμε το ολόκληρο, αφού πρώτα κι εμείς γίνουμε όσο το δυνατό πιο ολόκληροι.

Κάποιοι ίσως ισχυριστούν ότι όλα αυτά είναι απλά θεωρίες που μόνο για φιλοσοφική κατανάλωση μπορούν να είναι χρήσιμες. Ίσως κι εν μέρει να έχουν δίκαιο. Το μόνο σίγουρο είναι πως η αγάπη παίρνει σάρκα κι οστά σε εκείνο το μαγικό, τοσοδούλικο, χώρο που δημιουργείται όταν δύο άρτιοι κύκλοι τέμνονται.

Πώς η φιλία επηρεάζει την ψυχολογία μας

Η φιλία είναι ένα πολύ σημαντικό για τη ζωή του ανθρώπου κομμάτι. Ο φίλος, αποτελεί ελεύθερη επιλογή του ατόμου, επιλογή που γίνεται με βάση κοινά τους χαρακτηριστικά. Όμως, ένας φίλος, δεν είναι απλά μια μονάδα που προσφέρει χαρά και ευχαρίστηση μέσα από εξόδους. Οι ιδιότητές του, είναι πολλές περισσότερες, γι αυτόν ακριβώς τον λόγο, υπάρχει ο διαχωρισμός, ανάμεσα σε έναν καλό κι έναν κακό φίλο.

Τα οφέλη που αποκομίζουμε από τη φιλία

Μια ώριμη και ειλικρινής φιλία, είναι δυνατό να προκαλέσει στο άτομο συναισθήματα ζεστασιάς και πληρότητας. Ξέροντας πως έχουμε κάποιον δίπλα μας, νιώθουμε σιγουριά και αυτοπεποίθηση, στοιχεία που βοηθούν στη λειτουργικότητά μας. Με μία συμβουλή, είναι δυνατό, ο σωστός φίλος, να μας βγάλει από το αδιέξοδό μας και να μας βοηθήσει να συνειδητοποιήσουμε διάφορες πτυχές της ζωής μας, δίχως να είναι σύμβουλος ψυχικής υγείας.

Ακόμα, ένα σημαντικό ζήτημα των ημερών μας, είναι η μοναξιά. Πληθώρα ατόμων αποξενώνεται από τον έξω κόσμο. Αιτία της κατάστασης αυτής, είναι το φορτωμένο πρόγραμμα, που χαρακτηρίζει το σύγχρονο πολίτη. Οι άνθρωποι απομονώνονται και τελικά καταλήγουν να αντιμετωπίζουν ψυχικές νόσους. Συχνό αποτέλεσμα είναι η κατάθλιψη ή οι αγχώδεις διαταραχές. Είναι αναγκαίο, όμως, να σημειωθεί, πως η απομόνωση, μπορεί να προέλθει και από την ύπαρξη μη ποιοτικών σχέσεων. Ένας ισχυρός δεσμός, όπως η φιλία, βοηθά το υποκείμενο να ξεφύγει από τέτοιου είδους καταστάσεις και να νιώσει πως έχει ένα στήριγμα.

Αναφερθήκαμε στα θετικά στοιχεία τα οποία προσδιορίζουν μια υγιή φιλική σχέση. Τί συμβαίνει, όμως, όταν τα άτομα με τα οποία μοιραζόμαστε στιγμές αντιδρούν με μη επιτρεπτό τρόπο;

Η κτητικότητα στη φιλία

Για ορισμένους ανθρώπους η φιλία αποκτά την έννοια της αποκλειστικότητας. Ο ένας μπορεί να νιώθει πως ο φίλος του ανήκει και θεωρεί πως είναι κτήμα του. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, πως σε τέτοιου είδους καταστάσεις είναι δυνατό να πληγεί ο ψυχισμός και των δύο ατόμων.

Αρχικά, ο φίλος ''θύμα'' είναι αρκετά πιθανό να νιώθει συναισθήματα πίεσης, εκνευρισμού και αδυναμίας, ώστε να εκφράσει αυτό που πραγματικά νιώθει. Συγκεκριμένα, η δημιουργία μιας φιλικής σχέσης είναι απόφαση των μελών που τη συνιστούν (δύο ή και περισσοτέρων) και επομένως ξεκινά με τη συγκατάθεσή τους. Κανείς δεν αναγκάζεται να συναναστραφεί με άτομα, τα οποία διαφέρουν αρκετά από εκείνον. Σταδιακά είναι λογικό να δημιουργούνται συναισθήματα φροντίδας και ενδιαφέροντος. Είναι, ωστόσο, συχνό φαινόμενο, το ένας μέλος να έχει παράλογες απαιτήσεις, οι οποίες δυσκολεύουν την ομαλή, φιλική, συνύπαρξη των ατόμων. Συχνή πίεση για εξόδους, αισθήματα ζήλιας για άλλους φίλους, συναισθηματική πίεση, η οποία εκδηλώνεται μέσα από ''μούτρα'' ή από καυγάδες, δυσχεραίνουν τις μεταξύ τους σχέσεις.

Σταδιακά ο φίλος "θύμα'', νιώθει την ανάγκη να απομακρυνθεί. Άγχος και εκνευρισμός κατακλύζουν την καθημερινότητά του. Προκειμένου, να μην έρθει αντιμέτωπος με αρνητικές συμπεριφορές, αναγκάζεται να λέει ψέματα και τελικά να νιώθει περισσότερο βάρος, παρά ευχαρίστηση. Ο φίλος ''θύτης'' μπορούμε να πούμε πως βιώνει κι εκείνος αρνητικά συναισθήματα. Έχει επενδύσει σε μία φιλία, στην οποία ίσως έχει την ανάγκη να είναι κυρίαρχος. Προοδευτικά, παύει να νοιάζεται τόσο για τη μεταξύ τους σχέση και αντιμετωπίζει τον διπλανό του ως τρόπαιο. Παράλληλα, στους φίλους "θύτες'' είναι έντονο το συναίσθημα της απόρριψης. Νιώθουν πως παραγκωνίζονται και πως αντιμετωπίζονται ως ''λύση ανάγκης''.

Οι φίλοι ''θύτες'', είναι συνήθως άτομα με χαμηλή αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση. Άτομα που ίσως έχουν βιώσει την απόρριψη σε άλλες περιστάσεις της ζωής τους. Έχουν την ανάγκη απλά και μόνο να νιώσουν πως ο άλλος νοιάζεται ειλικρινά για εκείνους και συνήθως προσπαθούν να το πετύχουν με το λάθος τρόπο. Συνήθως, οι φιλίες αυτές δεν έχουν μεγάλη διάρκεια. Ο φίλος ''θύτης'' προσπαθεί, αρχικά, να δωροδοκήσει τον άλλον, μέσα από δώρα και λόγια με μεγάλη βαρύτητα, τα οποία τελικά δεν καταφέρνουν να ''νικήσουν'' τη δεσποτική συμπεριφορά του.

Ας θέσουμε όρια στη φιλία

Συμπερασματικά, η φιλία είναι ένα σημαντικό κομμάτι στη ζωή μας. Μπορεί είτε να μα βοηθήσει να εξελιχθούμε είτε να μας καταρρακώσει ψυχολογικά. Είναι αναγκαίο, λοιπόν, να θέτουμε τα όρια μας. Με βάση τα όρια θα μπορέσουμε να χτίσουμε υγιείς σχέσεις και να πορευτούμε.

Εγώ φταίω για όλα

Η ζωή μας είναι γεμάτη από ευθύνες, υποχρεώσεις, κανόνες και προγράμματα αλλά και...ενοχή!
 
Οι αφηγήσεις των περισσότερων ανθρώπων δείχνουν, ότι η μεγαλύτερη αγωνία- το άγχος δηλαδή- αφορά την εξουθενωτική προσπάθεια να ευχαριστήσουμε όλους όσους είναι γύρω μας, τα παιδιά μας, τον σύντροφο, τους συγγενείς, τους φίλους ακόμα και τους γείτονες, τους γνωστούς και τους γνωστούς των γνωστών μας.
 
Αν και αυτή η κατάσταση μας φέρνει συναισθήματα αγανάκτησης και θυμού, δεν τολμούμε να την αλλάξουμε, επειδή φοβόμαστε μήπως χάσουμε την αγάπη ή την εκτίμηση, ίσως και τον θαυμασμό τους.
 
Η βαθύτερη αιτία, που μας οδηγεί, θέλοντας και μη, σ’ αυτό τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς είναι το συναίσθημα ενοχής. Η ενοχή φέρνει ψυχικό βάρος, αρνητικά συναισθήματα- θυμό και άγχος. Η απόλυτη σκέψη και οι νευρώσεις- μας κάνουν να νιώθουμε ράκος ή να σφίγγουμε τα δόντια για να μην καταρρεύσουμε.
 
Η πηγή της ενοχής βρίσκεται πίσω στην πρώιμη παιδική ηλικία, στον τρόπο, που μεγαλώσαμε, στις ελλειμματικές συναισθηματικές σχέσεις με τους γονείς, και ιδιαίτερα με την μητέρα. Με το πέρασμα του χρόνου, οι εμπειρίες βιώνονται κάτω από το φόβο να μην πάψουν οι άλλοι να μας αγαπούν. Έτσι, σιγά-σιγά, με αυτόν τον προσανατολισμό, δημιουργούνται λανθασμένες σκέψεις και αντιλήψεις.
 
Η ενοχή και οι μορφές της
 
Η ενοχή μπορεί να είναι υγιής ή νοσηρή.
Υγιής είναι η ενοχή για κάποιο παράπτωμα, για κάποια ανεπανόρθωτη βλάβη, που προξενήσαμε σε κάποιον.
 
Αν συκοφαντήσαμε, αν από απροσεξία μας γίναμε αιτία ατυχήματος ή αν παραβούμε τους κανόνες μιας συναλλαγής, τότε είναι επόμενο να νιώσουμε την υγιή ενοχή.
 
Αν όμως θεωρούμε υπεύθυνο τον εαυτό μας για όλους και για όλα γύρω μας, για την ευτυχία ή την δυστυχία τους, τότε παίρνουμε υπερβολική υπευθυνότητα – κυριολεκτικά τους κλέβουμε την ευθύνη να φτιάξουν την ζωή τους, όπως την θέλουν.
 
Σ' αυτή την περίπτωση, η ενοχή είναι νοσηρή – τοξική την ονομάζει η Μπορισένκο, με σοβαρό κόστος και επιβάρυνση των σχέσεων:
 
Αυτός, που νιώθει ένοχος κάνει τα πάντα για να διευκολύνει τη ζωή των άλλων, τρέχει συνεχώς.
 
Αυτοί όμως γίνονται ακόρεστοι, δεν ικανοποιούνται με τίποτα, ζητούν, απαιτούν και επικρίνουν.
 
Κάποια στιγμή, ο ένοχος ή αγανακτεί ή αναπτύσσει άγχος και ψυχοσωματικές ασθένειες, προς μεγάλη έκπληξη του απαιτητικού περιβάλλοντος, που θα προσπαθήσει να χειριστεί την κατάσταση, ενισχύοντας την ενοχή με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη χάσει τίποτα από τα κέρδη του.
 
Νοσηρά, λοιπόν, ένοχος είναι αυτός που νομίζει ότι έχει υποχρέωση να υποστηρίζει το περιβάλλον του και παίρνει 100% την ευθύνη γι' αυτό.
 
Έτσι, τις περισσότερες φορές γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης. Στη συζυγική σχέση μοιράζονται οι ρόλοι, με βάση το σενάριο «εσύ δυνατός και υποχρεωμένος – εγώ αδύναμος και τιμωρός».
 
Η συμπεριφορά του ενοχικού ατόμου
Τι πρέπει να κάνω για να μ αγαπούν; Αυτή είναι η κυρίαρχη σκέψη του ενοχικού ατόμου.
 
Έτσι:
* Πνίγεται κάτω από το βάρος πολυάριθμων υποχρεώσεων, δεν έχει ποτέ χρόνο για τον εαυτό του.* Βρίσκεται πάντα σε κατάσταση άγχους, μήπως οι άλλοι πάθουν κάτι, όταν αυτός δεν είναι παρόν.
* Έχει πιστέψει, ότι είναι σπουδαίο έργο στη ζωή του η ανεξάντλητη βοήθεια και συμπαράσταση στους άλλους.
* Απολογείται συνεχώς και εξηγεί με χίλιους τρόπους τους λόγους, που δεν μπορεί να κάνει κάτι.
* Νιώθει συνεχώς ανήσυχος για τον αν κάνει όλα, όσα πρέπει.
* Υποφέρει και ανησυχεί, όταν δυσαρεστεί ή θυμώνει τους άλλους.
* Έχει υπερβολική αγωνία για το πώς τον βλέπουν οι άλλοι.
* Υπόσχεται συνήθως παραπάνω από όσα μπορεί.
 
Τα συναισθήματα και οι σκέψεις του ενοχικού ατόμου
- «Δεν αξίζω, γι αυτό πρέπει να δώσω πολλά»
- Τα ενοχικά συναισθήματα οδηγούν σε απαξιωτικές σκέψεις για τον εαυτό ή σε μεταμφίεσή τους ( αίσθηση του καθήκοντος και του σκοπού).
- Τα ενοχικά άτομα δεν έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, δεν τον θεωρούν καλό και άξιο για αγάπη και εκτίμηση.
- Νιώθουν ντροπή για όλα και συγκρίνονται συνεχώς με τους άλλους, νιώθοντας, συνήθως, μειονεκτικά για τον εαυτό τους ή για τις συνθήκες ζωής τους.
- Έχουν συνεχώς άγχος
- Νιώθουν μοναξιά και σπάνια αφήνονται να κάνουν βαθιές σχέσεις
- Ενθουσιάζονται και απογοητεύονται εύκολα
- Δείχνουν εγωιστές, ενώ, στην πραγματικότητα έχουν συναισθήματα ματαίωσης και αναξιότητας
- Αναπτύσσουν συμπεριφορές απόλυτης σκέψης, τελειοθηρίας και ψυχαναγκασμούς
- Κατηγορούν συνεχώς τον εαυτό τους, κάνοντας αρνητική αυτοκριτική
- Σκέφτονται μόνο όσα δεν κατάφεραν στη ζωή τους και λιγότερο τις επιτυχίες τους
- Αντικαθιστούν το « θέλω» με το « πρέπει»
- Αν και νιώθουν αγανάκτηση δεν λένε εύκολα όχι, περιμένουν οι άλλοι να μη ζητούν υπερβολικά πράγματα
- Διαλύουν εύκολα σχέσεις, επειδή φοβούνται ότι θα εγκαταλειφθούν, λόγω αναξιότητας
- Δίνουν υπερβολική σημασία στο πώς τον βλέπουν οι άλλοι
- Προσπαθούν να αποκτήσουν χρήματα και κοινωνική θέση, σε μια προσπάθεια να κερδίσουν αυτοεκτίμηση και εκτίμηση από το περιβάλλον τους.
- Γίνονται εύκολα θύματα χειρισμού και εκμετάλλευσης από τους άλλους
 
Συμβουλές αντιμετώπισης της ενοχής
Τα συναισθήματα ενοχής αντιστρατεύονται την ευτυχία, που όλοι επιζητούμε.
 
Όσο πιο ένοχοι αισθανόμαστε τόσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από την ευτυχία.
 
* Αυτοαποδοχή και αυτοεκτίμηση «Έτσι είμαι και μ αρέσω», ακόμα κι αν αυτό δεν αρέσει στους άλλους.
* Να ακουμπήσει τα “θέλω και τις επιθυμίες” του και να τα σεβαστεί.
* Να αντιμετωπίσει τα καταπιεσμένα συναισθήματα και τα ελλείμματα αγάπης της παιδικής ηλικίας
* Να ξαναδεί τα «πρέπει», χωρίς ντροπή και φόβο απόρριψης
* Να επεξεργασθεί τις αντιλήψεις του, παρατηρώντας ποιες έχουν διαμορφωθεί, σύμφωνα με την ένοχη συνείδηση
 
Και να μην ξεχνάμε ότι οι κοινωνικές συνήθειες, τα ήθη και τα έθιμα ενθαρρύνουν τον υπερβολικό αλτρουισμό και την ενοχή.

Ζω > Ζωή > Ζωντανός

Η ουσία της ζωής, η ζωντάνια υπάρχουν καθημερινά δίπλα μας, σε στιγμές που για πολλούς περνούν απαρατήρητες, στην ηλικιωμένη κυρία που επισκέπτεται κάθε απόγευμα τη βιβλιοθήκη και, παρά τις όποιες δυσκολίες με τα μάτια της, διαβάζει το αγαπημένο της βιβλίο με μια ιστορία αγάπης που την κάνει να αισθάνεται ξανά 20 χρονών, στο παιδί που χοροπηδάει ξανά και ξανά στις λακκούβες με λάσπη που δημιουργήθηκαν από τη βροχή, στον άνθρωπο που σταματά να δει το ηλιοβασίλεμα και γίνεται ένα μαζί του…
 
Πεθαίνουμε μόνο όταν σταματήσουμε να ζούμε.
 
Πεθαίνουμε όταν παραιτούμαστε από τη ζωή, όταν ζούμε την κάθε μέρα σαν να είμαστε στον αυτόματο πιλότο.
 
Η ζωή δεν είναι στο αύριο που θα έρθει, στο «καλύτερο» αύριο που ελπίζουμε να εμφανιστεί κάποτε.
 
Η ζωή δεν είναι στο παρελθόν και τις άσχημες στιγμές που σκεφτόμαστε και αναβιώνουμε μέσα μας.
 
Η ζωή βρίσκεται στο εδώ, στο τώρα, στο σήμερα, στη στιγμή.
 
Τι κάνουμε για να νιώσουμε ευτυχία και αφθονία στο τώρα; Πώς επιλέγουμε να ξυπνάμε την κάθε μέρα; Παραπονούμενοι για το χτες και όσα μας λείπουν; Ή ευγνωμονώντας για το γεγονός ότι ξυπνάμε υγιείς με όλα όσα κάνουν τη ζωή μας πιο πλούσια;
 
Η ζωή είναι τώρα.
 
Πώς θα κάνουμε την κάθε μας μέρα ξεχωριστή; Αν την ζούμε μηχανικά και αυτόματα, είμαστε ήδη νεκροί. Κάνουμε συνειδητά την κάθε μας πράξη ή όπως έχουμε μάθει; Μαγειρεύουμε συνειδητά; Βουρτσίζουμε τα δόντια μας συνειδητά; Δουλεύουμε συνειδητά; Χαιρετάμε όσους συναντάμε συνειδητά; Λέμε «σ’ αγαπώ» συνειδητά;
 
Ας σταματήσουμε να είμαστε ρομπότ σε ό,τι κι αν κάνουμε, ας βάλουμε την καρδιά μας, την ψυχή μας, την ζωτικότητά μας στο κάθε τι που κάνουμε καθημερινά. Ας γίνουμε ξανά δράστες της δικής μας ζωής και όχι παθητικοί δέκτες του ό,τι συμβαίνει γύρω μας.
 
Πώς βελτιώνουμε εμείς οι ίδιοι τη ζωή μας; Τι κάνουμε εμείς οι ίδιοι για να είμαστε ευτυχισμένοι;
 
Όταν σταματήσουμε να είμαστε έρμαια των αλλαγών και των συμπεριφορών των άλλων ανθρώπων προς εμάς, όταν σταματήσουμε να κατηγορούμε ο ένας τον άλλον για τα προβλήματα που έχουμε, θα πάρουμε και τη ζωή στα χέρια μας, θα είμαστε εμείς οι δημιουργοί της αλλαγής, εμείς θα φτιάχνουμε την αφθονία, την ευτυχία μας.
 
Εμείς θα δημιουργούμε, εμείς θα δίνουμε ενέργεια στις μικρές λεπτομέρειες της ζωής, θα είμαστε πραγματικά ζωντανοί…

Άκουσέ με…

Όταν σου ζητώ να με ακούσεις και εσύ αρχίζεις να δίνεις συμβουλές, δεν έχεις κάνει αυτό που σου ζήτησα.

Όταν σου ζητώ να με ακούσεις και εσύ αρχίζεις να με ρωτάς «γιατί» ή μου λες ότι δε θα έπρεπε να αισθάνομαι έτσι, ποδοπατάς τα συναισθήματά μου.

Όταν σου ζητώ να με ακούσεις και εσύ αισθάνεσαι ότι πρέπει να κάνεις κάτι για να λύσεις το πρόβλημά μου, με απογοητεύεις, όσο παράξενο κι αν σου φαίνεται.

Άκουσε! Το μόνο που σου ζήτησα ήταν ν’ ακούσεις, όχι να μιλήσεις ή να κάνεις κάτι – απλώς να με ακούσεις. Μπορώ να τα καταφέρω και μόνος μου! Δεν είμαι ανίκανος. Ίσως αποθαρρυνμένος και διστακτικός, αλλά όχι ανίκανος.

Όταν κάνεις κάτι για μένα που μπορώ και πρέπει να το κάνω μόνος μου, συμβάλλεις στο φόβο και στην αδυναμία μου. Όμως, όταν αποδέχεσαι ως απλό γεγονός ότι νιώθω αυτό που νιώθω, όσο παράλογο κι αν είναι, τότε δε χρειάζεται να σε πείσω και μπορώ να επικεντρωθώ στην προσπάθεια να κατανοήσω τι κρύβεται πίσω από αυτό το παράλογο συναίσθημα.

Και όταν αυτό γίνεται σαφές, οι απαντήσεις είναι εμφανείς και δεν χρειάζονται συμβουλές. Τα παράλογα συναισθήματα αποκτούν νόημα όταν κατανοούμε τι κρύβεται πίσω τους. Γι’ αυτό σε παρακαλώ, απλά άκουσέ με. Και αν θέλεις να μιλήσεις, περίμενε τη σειρά σου και θα σ’ ακούσω.

Όσα σε κάνουν άνθρωπο και όσα ποτέ δεν σκέφτηκες

Η μοίρα μας φέρνει γεγονότα για να φτιάξει το παρόν και να μας χτίσει το μέλλον. Η βάση όμως για να γίνει αυτό είναι το χθες μας. Στην πορεία της ζωής μας αλλάζουμε πολλά επίπεδα μέχρι να βρούμε εκείνο που μας αξίζει, ή που μας ταιριάζει, ή που μας βολεύει. Τα θέλω μας γίνονται πρέπει και τα πρέπει γίνονται χαλκάς στην ψυχή μας, που την τραβάνε, την ματώνουν, την ξεσκίζουν για να δώσουμε χώρο σε ό,τι θεωρούμε χρήσιμο αλλά στην ουσία άχρηστο, που έχει την ανάγκη να μας χειριστεί.

Μπορεί να σε χειριστεί κάνοντάς σου καλό, μπορεί κάνοντάς σου κακό. Τα ποσά είναι ενδεικτικά και βάσει ψυχολογίας οι χειριστικοί άνθρωποι λίγο καλό μπορούν να κάνουν στους χειρίσιμους. Τελικά, οι χειρίσιμοι άνθρωποι γεννιούνται ή γίνονται; Πιστεύω πως γίνονται, το μαθαίνουν από την παιδική τους ηλικία κι έτσι επιλέγουν να πηγαίνουν στην περπατημένη τους. Όλα λοιπόν είναι στη θέση τους, όλα σε τάξη, το θέμα είναι εσύ πού θες να είσαι; Όταν θες να είσαι μαζί με κάποιον, δεν υπάρχει το χώρια, δεν υπάρχει το κοντά, υπάρχει μόνο το μαζί.

Στην αγάπη, δεν υπάρχουν όροι, δεν υπάρχουν όρια, δεν υπάρχει απόσταση, μόνο ρίσκο για να περπατήσεις στο μονοπάτι του μαζί. Όταν κάποιος φεύγει μακριά σου, παύει να αξίζει την αγάπη σου και ναι, σταματά να υπάρχει αυτός για σένα. Οι άνθρωποι που θέλουν να αγαπούν από απόσταση είναι φοβικοί και χειριστικοί. Κάποιοι λένε ότι όλα είναι θέμα μυαλού, το μυαλό είναι ο λογιστής της ανθρώπινης οντότητας δεν έχει αίμα, η αγάπη θέλει καρδιά, η αγκαλιά θέλει σάρκα, οι λέξεις σάλιο και χαρτί, το χαμόγελο θέλει άνθρωπο με καθαρή ψυχή. Και όπως λέει μια παλιά λαϊκή ρήση «το καθαρό νερό πλένει το πρόσωπο».

Δεν φτάνει μόνο η ωριμότητα για να τα κερδίσει κάποιος όλα αυτά, θέλει αλήθεια, ρίσκο, και να πάρει την ευθύνη του για τις επιλογές του. Έτσι αποδεικνύει και την ωριμότητά του! Όταν καταφέρεις, Άνθρωπε, να λύσεις τους κόμπους του παρελθόντος σου για να μπορέσεις να ορίσεις τη ζωή σου, χρησιμοποιώντας το μαχαίρι της αληθείας σου, μόνο αυτό μπορεί να κόψει τον χαλκά της ψυχής του. Και ναι, τότε είσαι πραγματικά ελεύθερος και έχεις όλα τα υλικά για να φτιάξεις τη συνταγή της βιώσιμης αγάπης.

Στην αγάπη, η απουσία και η σιωπή σημαίνει εξαφάνιση από την αλήθεια σου. Πώς μπορείς να αγαπάς κάποιον και να μην νιώθεις την ανάγκη να επικοινωνείς μαζί του; Πώς μπορείς να αγαπάς κάποιον και να κλείνεις την αγάπη σου στην σιωπή; Αν αυτό δεν είναι εξαφάνιση της αγάπης, τότε τι είναι; Κι αν κάποιος φύγει δίχως να πει αντίο, αυτός που μένει με το στόμα ανοιχτό, θα πρέπει να το κλείσει και να αναρωτηθεί αν τον είχε ποτέ αληθινά, γιατί δεν το κατάλαβες; Μην ψάχνεις για εξήγηση Άνθρωπε, την έχεις μπροστά σου και είναι οι επιλογές σου.

Άνθρωπε, καταλαβαίνω πού θες να είσαι, για να γίνεις ευτυχισμένος. Όμως για να γίνεις ευτυχισμένος, πρέπει να ξεχωρίσεις τις βασικές αισθήσεις του ανθρώπου. Το γέλιο που λυτρώνει δεν βγαίνει από δάκρυα και τα δάκρυα της κάθαρσης δεν βγαίνουν από γέλια. Δεν μπορείς όταν είσαι καταθλιπτικός να κάνεις τους άλλους να γελούν κι αν το κάνεις, το γέλιο που προσφέρεις στάζει δηλητήριο κι όχι μέλι, γιατί έτσι νιώθεις τους ώμους να βαραίνουν και την καρδιά σου πέτρα.

Για να τολμήσεις να γίνεις ευτυχισμένος πρέπει να ξέρεις το ύψος του μπορώ για να καταφέρεις να φτάσεις στα θέλω σου. Όταν είσαι με κάποιον που λες ότι αγαπάς και τελικά το μόνο που κάνεις είναι να τον υπομένεις και να τον αντέχεις και συνεχίζεις να το κάνεις αυτό στον εαυτό σου και ακόμα όταν δεν τον έχεις, τότε είσαι στα μπορώ του μυαλού σου και έχεις πολύ δρόμο να φτάσεις στα θέλω της καρδιάς σου.

Άνθρωπέ μου, έχεις φτιάξει μια ψευδαίσθηση πως βρίσκεσαι σε μια επαναστατική περίοδο της ζωής σου προσπαθώντας να πείσεις τον εαυτό σου πως δεν ταιριάζεις σε μια ψεύτικη τακτοποιημένη ζωή, μόνο που δεν έχεις καταλάβει πως είσαι μέσα στην καρδιά αυτής και πληρώνεις και το τίμημα. Άνθρωπε, εσύ πού θες να είσαι για να τολμήσεις να γίνεις ευτυχισμένος; Στην αλήθεια ή στο ψέμα που έχεις φτιάξει για να αντέχεις; Εξέτασε τα όχι που έχεις πει και πόσα ναι έχεις καταπιεί με τίμημα το όφελος που σου προσφέρουν. Κι αν έτσι μπορείς να γίνεις ευτυχισμένος, τόλμησέ το.

Ας ενθαρρύνουμε τα παιδιά όχι μόνο να διαβάζουν, αλλά και να ερευνούν αυτά που διαβάζουν

Ένα μεγάλο λάθος της οικογένειας, της κοινωνίας και του εκπαιδευτικού συστήματος είναι πως δεν διδάσκει τα παιδιά να αναρωτιούνται και να ερευνούν τα πάντα. Περιορίζουμε τα παιδιά στη στείρα αποστήθιση, στην αναπαραγωγή και αναμάσηση γεγονότων και απόψεων, χωρίς όμως να τα ενθαρρύνουμε να ερευνούν και να ψάχνουν.

Τα παιδιά είναι ουσιαστικά ένα ζυμάρι που πλάθεται και προσπαθεί να ρουφήξει μέσα του όσα περισσότερα μπορεί για τον κόσμο γύρω του. Ταυτόχρονα όμως, είναι οι άνθρωποι εκείνοι που αποτελούν το βλαστάρι και την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, το κάθε παιδί ατομικά είναι ένας άνθρωπος που μπορεί να γαλουχηθεί ηθικά ώστε να σηκώσει τη σημαία της προόδου και της βελτίωσης του κόσμου.

Γι’ αυτό, ας μάθουμε στα παιδιά να αγαπούν τη γνώση. Ας τους αγοράζουμε βιβλία, ας τα πηγαίνουμε σε μουσεία. Ας τους παίρνουμε παιχνίδια αλλά ας εμφυσήσουμε μέσα τους την αγάπη για την έρευνα προς τα εκατομμύρια «γιατί» που υπάρχουν στον κόσμο, ας τα ενθαρρύνουμε να κάνουν ερωτήσεις και να έχουν απορίες.

Ας μην ωθούμε τα παιδιά στη στείρα αποστήθιση, ας μην επιβραβεύουμε μόνο όταν αποστηθίζουν και μαθαίνουν πληροφορίες και ολόκληρες σελίδες. Ας τους μιλήσουμε για την αξία της ερώτησης που είναι ένα σπουδαίο όχημα και βοηθός στην ανακάλυψη της γνώσης, ας δείξουμε και εμείς οι ίδιοι το παράδειγμα με το να διαβάζουμε, να σεβόμαστε το περιβάλλον ή να βρισκόμαστε κοντά στην τέχνη και τον πολιτισμό.

Ας μαθαίνουμε στα παιδιά όχι μόνο να διαβάζουν, αλλά και να ερευνούν και να έχουν απορίες και να αγωνίζονται για την κατάκτηση της γνώσης. Έτσι, το ίδιο το παιδί θα αγαπήσει τη μάθηση, θα θελήσει να έρθει και μόνο του κοντά της και δε θα την αντιμετωπίζει με φόβο και αποστροφή όπως, δυστυχώς, προσπαθεί να πράξει η σύγχρονη εκπαίδευση η οποία την προσεγγίζει επιδερμικά και επιφανειακά. Ας ενθαρρύνουμε τα παιδιά να ρωτούν και να ερευνούν, ας τους δώσουμε το έναυσμα να γίνουν σκεπτόμενοι άνθρωποι.

Δε φεύγει ποτέ ο πόνος της απώλειας. Απλά μαλακώνει

Κατάλαβες αμέσως τι ήταν αυτό που θα επακολουθήσει.
Σου τον είχε μάθει τον θάνατο από νωρίς η ζωή.
Ήξερες τι θα πει απώλεια και είχες γνωριστεί καλά με τη θλίψη που αφήνει πίσω της.
Δε βγαίνουν από το στόμα σου λέξεις παρηγοριάς. Στα μάτια που σε κοιτάζουν γεμάτα πόνο, δεν έχεις κουβέντα να πεις.
Είναι που από χρόνια έχει γεμίσει το μυαλό σου με τούτες τις άσκοπες τις λέξεις.
Δε βοηθούν κι ας είναι η μόνη επιλογή.

Να πεις τι; Κουράγιο; Και που να το βρουν;
Να τους φωνάξεις να κάνουν υπομονή μέχρι να περάσει; Μα περνάει ο χαμός; Πες μου πως και θα είμαι ο πρώτος που θα το κάνω.
Ένας άνθρωπος έμεινε δίχως το ταίρι του.
Μια γυναίκα που φωνάζει γιατί έμεινε πια μονάχη να παλεύει τη ζωή της.
Δυο παιδιά, έχασαν τον πατέρα τους.

Έχασαν το στήριγμα και εκείνο το αποκούμπι στο οποίο έτρεχαν όταν τα πράγματα γίνονταν ζόρικα. Τους κοιτούσες και με ζόρι κρατιόσουν να μην πεις πως ξέρεις. Ίσως εδώ γραφόταν μια άλλη ιστορία, διαφορετική από τη δική σου, μα εσύ εκείνο το κενό το καταλάβαινες. Το είχες νιώσει και με τα χρόνια δεν περνούσε. Δε φεύγει, απλά μαλακώνει ο πόνος.

Στον πόνο τους συμμέτοχος, γιατί σαν πατέρας σου τον είχες κι εσύ. Πονούσες δυο φορές. Έκλαιγες για εκείνον που σου πήρε η ζωή αλλά και για αυτόν που έχανες τώρα. Λες και στη χρωστούσε άλλη μια απώλεια.

Η καρδιά να σκίζεται κομμάτια και τα χείλη σου να ψελλίζουν το γιατί. Γιατί κι αυτός; Γιατί έτσι; Εκεί που θα ‘πρεπε να δώσεις τη δύναμη, εσύ ζητούσες χέρια να σε κρατήσουν. Νόμιζες πως είχες καλύψει όλα τα κενά σου, μα ήρθε ο θάνατος να σου τα διαλύσει όλα. Όχι, δεν πίστευες πως δε θα ερχόσουν αντιμέτωπη ξανά μαζί του. Ήταν η απότομη, ξαφνική και απροειδόποιητη εμφάνιση που έκανε και σου μάτωσε τη ψυχή.

Είναι άδικη αυτή η ανώτερη δύναμη που μας κυβερνά, το έμαθες πια καλά. Δεν ξεπερνιέται ο χαμός, μα μόνο να μάθεις να ζεις με αυτό μπορείς. Την ακούω συνέχεια να λέει, “κανείς δε χάνεται όσο υπάρχουν κάποιοι που τους θυμούνται”.

Είναι αλήθεια ότι ο ΧΡΟΝΟΣ ΔΙΑΣΤΕΛΛΕΤΑΙ;

Οι δύο αρχές της Ειδικής Σχετικότητας οδηγούν σε θεωρήσεις που έρχονταν σε μετωπική σύγκρουση με τις κοινά παραδεκτές αντιλήψεις για τον ΧΡΟΝΟ και τον ΧΩΡΟ.

Από εννοιολογική σκοπιά το πιο εντυπωσιακό συμπέρασμα είναι ότι ο ρυθμός που κυλάει ο χρόνος είναι διαφορετικός για δύο παρατηρητές που κινούνται ο ένας ως προς τον άλλο.

Ο Einstein για να αποφύγει το αδιέξοδο οδηγήθηκε στην αμφισβήτηση της επιστημολογικής βάσης της έννοιας ΑΠΟΛΥΤΟΣ ΧΡΟΝΟΣ και κατέληξε στο να την εγκαταλείψει.

Το πρώτο συνεπώς θύμα της Ειδικής Θεωρίας ήταν η ΑΚΛΟΝΗΤΗ ΠΕΠΟΙΘΗΣΗ ότι «ο ΧΡΟΝΟΣ είναι ΑΠΟΛΥΤΟΣ και ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ».

Ο Einstein απέδειξε ότι ο χρόνος είναι ΕΛΑΣΤΙΚΟΣ εξ αιτίας της ΚΙΝΗΣΗΣ. Κάθε παρατηρητής έχει τη δική του κλίμακα ΡΟΗΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ που γενικά είναι διαφορετική από εκείνη ενός ΑΛΛΟΥ.

Στο δικό μας Σύστημα Αναφοράς ο χρόνος δεν παραμορφώνεται αλλά εάν συγκριθεί με τον χρόνο ενός άλλου παρατηρητή που ΚΙΝΕΙΤΑΙ σε σχέση με μας διαπιστώνουμε ότι οι χρόνοι δεν συμβαδίζουν.

Ο Einstein είχε «μαζί του» το δεδομένο επανειλημμένων πειραμάτων που έδειχναν ότι η ταχύτητα του φωτός είναι πάντοτε ίδια για όλα τα συστήματα αναφοράς και ανεξάρτητη από την ταχύτητα της φωτεινής πηγής.

Το πειραματικό αυτό δεδομένο το μετέτρεψε σε ΑΞΙΩΜΑ, το «είδε» ως ένα σοβαρό μυστικό της λειτουργίας του Σύμπαντος. Και η λύση την οποία πρότεινε ήταν μία λύση επαναστατική. Για να διατηρήσει τη σταθερότητα της ταχύτητας του φωτός αναγκάστηκε να θυσιάσει δύο ιερές έως τότε ιδέες της κλασικής φυσικής. Την παγκοσμιότητα του ΧΡΟΝΟΥ και την παγκοσμιότητα του ΧΩΡΟΥ.

Εφόσον «ταχύτητα είναι η απόσταση που διανύεται ανά μονάδα χρόνου», θα είναι σταθερή και ανεξάρτητη από την κίνηση του παρατηρητή ΜΟΝΟ ΕΑΝ ΟΙ ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΑ ΕΞΑΡΤΩΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΑΥΤΗ.

O ΧΡΟΝΟΣ διαστέλλεται, ο ΧΩΡΟΣ συστέλλεται
Το ίδιο παράξενα πράγματα συμβαίνουν και με τον χώρο. Είναι και αυτός ελαστικός. Και είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το ότι ΟΤΑΝ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΔΙΑΣΤΕΛΛΕΤΑΙ Ο ΧΩΡΟΣ ΣΥΣΤΕΛΛΕΤΑΙ., όπως και το ότι ΟΙ ΑΜΟΙΒΑΙΕΣ ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΘΕΩΡΟΥΝΤΑΙ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ( ο οποίος συστέλλεται ) σε ΧΡΟΝΟ ο οποίος διαστέλλεται.

Κάθε δευτερόλεπτο χρόνου αποτιμάται σε τεράστιο χώρο: 300000 χιλιόμετρα. Ήταν κάτι που τίναζε στον αέρα τις βεβαιότητες περί παγκόσμιου χρόνου και χώρου βασικό θεμέλιο της φυσικής του Νεύτωνα. Ο χρόνος και ο χώρος έγιναν εύκαμπτοι και ευέλικτοι. Αν πατήσουμε γκάζι για να αυξήσουμε την ταχύτητά μας ο χρόνος διαστέλλεται. Αν κάποιος παρατηρητής Β κινείται ως προς έναν άλλον Α με ταχύτητα τα 99, 9999999 % της ταχύτητας του φωτός το δευτερόλεπτο γίνεται 6 ώρες και 12 λεπτά. Ο χρόνος θα διαστέλλεται όλο και περισσότερο όσο πλησιάζουμε την ταχύτητα του φωτός .

ΤΑ ΙΔΙΑ ΡΟΛΟΓΙΑ ΟΤΑΝ ΜΕΤΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΥΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΕΣ ΘΑ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ.

Η διαστολή του ΧΡΟΝΟΥ έχει επαληθευτεί;
Τι είναι όλα αυτά άραγε; Σκέψεις δημιουργημένες στο γραφείο ή φαινόμενα που είναι δυνατόν να συμβούν; Εξυπακούεται ότι τέτοια φαινόμενα δεν υποπίπτουν στην αντίληψή μας γιατί η ζωή μας κυλάει με ταχύτητες πολύ μικρές σε σχέση με εκείνη που ταξιδεύει το φως. Υπάρχουν ωστόσο ευαίσθητα όργανα που τα καταγράφουν με σχετική ευκολία για να επιβεβαιωθεί ότι ο χρόνος όχι μόνο διαστέλλεται αλλά διαστέλλεται και ακριβώς όσο είχε προβλέψει η Σχετικότητα το 1905.

Η διαστολή του χρόνου έχει επαληθευτεί αρκετές φορές. Στις περιπέτειες λόγου χάρη της κοσμικής ακτινοβολίας με τα μιόνια. Οι κοσμικές ακτίνες κάνουν ένα μακρύ μεσοαστρικό ταξίδι που κάποτε τις φέρνει στη Γη. Ορισμένα από τα σωματίδια που μεταφέρουν έχουν πολύ μεγάλη ενέργεια και συγκρούονται με πυρήνες ατόμων ψηλά στη γήινη ατμόσφαιρα. Οι πυρήνες αυτοί διασπώνται και δημιουργούν μία βροχή από «υποατομικά σωματίδια» τα περισσότερα από τα οποία είναι «θνησιγενή» και αποσυντίθενται πολύ πριν φθάσουν στο γήινο έδαφος. Κάποια άλλα όμως – όπως τα μιόνια – καταλήγουν στο έδαφος κάνουν τους ανιχνευτές Geiger να κελαηδούν. Υπάρχει ωστόσο ένα πρόβλημα. Το μιόνιιο είναι πολύ ασταθές. Έχει χρόνο ημιζωής 2 εκατομμυριοστά του δευτερολέπτου (μs) , πράγμα που σημαίνει ότι από έναν πληθυσμό 1200 μιονίων μένουν λιγότερα από 600 μετά από 2 μικροδευτερόλεπτα, 300 μετά από άλλα 2 μs και 150 μετά από άλλα δύο μικροδευτερόλεπτα και πάει λέγοντας. Ο πληθυσμός δηλαδή των μιονίων πάρα πολύ γρήγορα εξαφανίζεται. Σε δύο μικροδευτερόλεπτα το φως που είναι και ο παγκόσμιος πρωταθλητής ταχύτητας προλαβαίνει να διασχίσει απόσταση μόλις 600 μέτρων. Και τα μιόνια που ταξιδεύουν κάπως πιο αργά από το φως διασχίζουν μια απόσταση μικρότερη. Πώς είναι δυνατόν να «επιζούν» και να ενεργοποιούν τελικά τους ανιχνευτές μας; Η εξήγηση έρχεται από τη Θεωρία της Σχετικότητας αλλά και επιβεβαιώνει με ακρίβεια τα σχετικά πορίσματα της Θεωρίας για τη διαστολή του χρόνου. Επειδή τα μιόνια κινούνται με ταχύτητα που πλησιάζει εκείνη του φωτός η διάρκεια της ημιζωής τους που μπορεί να μετρηθεί από τα γήινα ατομικά μας παρατείνεται περίπου χίλιες φορές. Και δεν είναι μόνο τα μιόνια . Τα αόρατα στοιχειώδη σωματίδια που εκτοξεύονται με τεράστιες ταχύτητες από τους επιταχυντές του CERN ΒΛΕΠΟΥΝ ΚΑΙ ΑΥΤΑ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥΣ ΝΑ ΠΑΡΑΤΕΙΝΕΤΑΙ .

Η έννοια της υπαρξιακής μοναξιάς

Συνειδητοποιώντας τη μοναδικότητα σου μέσα στον κόσμο, θα αναγκαστείς να δεχτείς ότι είσαι πάντα μόνος. Ναι, μόνος!

Κανείς άλλος δεν μπορεί ποτέ να αισθανθεί όπως αισθάνεσαι εσύ, είτε βρίσκεσαι ανάμεσα σε χιλιάδες ανθρώπους, είτε κάνεις έρωτα με κάποιον, είτε βρίσκεσαι μόνος σου, κλεισμένος σ’ ένα δωμάτιο. Η αναπόδραστη «υπαρξιακή μοναξιά» σου σημαίνει ότι η ανθρώπινη ύπαρξή σου είναι αναπόδραστα θεμελιωμένη πάνω στο γεγονός ότι υπάρχεις μόνος σου, με τα μοναδικά συναισθήματα και τις σκέψεις σου.

Η αναγνώριση της υπαρξιακής μοναξιάς σου μπορεί να είναι κάτι οριακά απελευθερωτικό ή απόλυτα υποδουλωτικό, ανάλογα με το πώς αποφασίζεις να τη χρησιμοποιήσεις. Σε καμιά περίπτωση, όμως, δεν αλλάζει. Μπορείς, ωστόσο, να την κάνεις μια απελευθερωτική εμπειρία, βάζοντάς την να δουλέψει για λογαριασμό σου.

Δείτε την περίπτωση του Ραλφ, ενός διευθυντικού στελέχους σαράντα έξι χρόνων.

Η συνάντηση του Ραλφ με την πραγματικότητα της υπαρξιακής του μοναξιάς ήρθε ξαφνικά. Μου διηγήθηκε ότι καθόταν ένα βράδυ στο σαλόνι του σπιτιού του και κοίταζε τη γυναίκα του, που διάβαζε την εφημερίδα της απορροφημένη, αγνοώντας τον στρόβιλο των σκέψεων μέσα στο κεφάλι του. Ξαφνικά αισθάνθηκε μέσα του το αλλόκοτο συναίσθημα πως αυτόν τον άνθρωπο, που ζούσε μαζί του επί είκοσι τέσσερα χρόνια, δεν τον γνώριζε καν, πως ήταν σαν μια ξένη, που καθόταν στο σαλόνι του. Έτσι συνειδητοποίησε για πρώτη φορά πως το πρόσωπο αυτό δε θα γνώριζε ποτέ τις εσωτερικές σκέψεις του Ραλφ.

Το συναίσθημα αυτό ήταν πολύ εξωπραγματικό για τον Ραλφ και, μην ξέροντας τι να το κάνει, κατέληξε να έρθει να με συμβουλευτεί. Στις πρώτες συναντήσεις μας αισθανόταν πως έπρεπε κάτι να κάνει γι’ αυτό, να χωρίσει δηλαδή ή να φύγει. Όταν πλησίασε όμως, τη θεμελιακή αλήθεια του τι σημαίνει να είσαι ανθρώπινο πλάσμα, έμαθε να βλέπει αυτή την υπαρξιακή μοναξιά του από μια εντελώς διαφορετική σκοπιά – μια σκοπιά απελευθερωτική αν θέλετε. Δεδομένου ότι η γυναίκα του δε θα αισθανόταν ποτέ αυτό που αισθανόταν αυτός, μπορούσε να πάψει να της ζητά να τον καταλαβαίνει και να «είναι μαζί του» πάντοτε. Ταυτόχρονα συνειδητοποίησε πως η γυναίκα του ήταν κι αυτή υπαρξιακά μόνη και πως μπορούσε ν’ ανακουφιστεί από το βάρος τής προσπάθειας να είναι «ένα» μαζί της και να νιώθει όπως κι εκείνη, πράγμα που του δημιουργούσε ανώφελη ενοχή, όταν δεν τα κατάφερνε. Εξοπλισμένος με τη γνώση αυτή μπορούσε να σταματήσει πια αυτή τη θανάσιμη και αυτοδιαλυτική αναζήτηση ενός ανθρώπου, που θα αισθανόταν όμοια μ’ αυτόν. Μπορούσε, δηλαδή, να αρχίσει να κινεί μόνος του τα νήματά του. Παράλληλα, μπορούσε να εγκαταλείψει τις ανεδαφικές προσδοκίες του από τη γυναίκα του και να την ξαλαφρώσει κι εκείνη.

Μέσα σε ελάχιστο διάστημα ο Ραλφ αισθάνθηκε ξαναγεννημένος — μόνο και μόνο επειδή ελευθερώθηκε από την παράλογη απαίτηση να συγκατοικήσει με κάποιον άλλον, μέσα στο μοναδικό σώμα και πνεύμα του.

Έχει σημασία να δούμε πώς θα μπορούσε ο Ραλφ να μετατρέψει αυτή τη συνειδητοποίηση της υπαρξιακής μοναξιάς σε καταστροφή, όπως το κάνουν πολλοί, λέγοντας μέσα τους πως είναι αιχμάλωτοι της ανθρώπινης μοίρας τους και ότι ποτέ κάνεις δε θα τους καταλάβει. Ήδη. πριν έρθει να με δει, συνήθιζε να παραπονιέται ότι η γυναίκα του «δεν τον καταλαβαίνει» και η ξαφνική του διαίσθηση, ότι ήταν κατά κάποιο τρόπο μια «ξένη», θα μπορούσε να επιδεινώσει τη συμπεριφορά αυτή και να κάνει την κατάσταση αφόρητη. Καθώς, όμως, εξετάζαμε μαζί την υπαρξιακή μοναξιά, ο Ραλφ συνειδητοποίησε πόσο μάταιο ήταν να προσπαθεί να ενώσει κάποιον εσωτερικά μαζί του και ότι, ενώ είναι δυνατό οι άνθρωποι να μοιραστούν πολλά πράγματα και να έρθουν πολύ κοντά, η καθαρή αλήθεια είναι ότι δεν μπορούν να γνωριστούν παρά επιφανειακά. Η εσωτερική ύπαρξη του καθενός είναι απρόσιτη, εξαιτίας αυτής ακριβώς της ανθρώπινης υπόστασής του.

Η υπαρξιακή μοναξιά μπορεί ν’ αποτελέσει πηγή μεγάλης δύναμης, όσο και πηγή μεγάλων διαταραχών. Κάθε φορά που νιώθετε τον πειρασμό να χρησιμοποιήσετε τη ζωή των άλλων σαν πρότυπο για τη δίκη σας, θυμηθείτε τι έγραφε ο Νορβηγός δραματουργός του 19ου αιώνα Ερρίκος Ίψεν: «Ο πιο δυνατός άνθρωπος στον κόσμο είναι εκείνος που είναι πιο μόνος».

Αυτό μπορείτε να το ερμηνεύσετε σαν μια στάση εγωιστική και αντικοινωνική ή μπορεί να εξετάσετε τι υπαγορεύουν οι παράμετροι της δικής σας πραγματικότητας. Το γεγονός είναι ότι οι άνθρωποι που επηρέασαν πιο πολύ την ανθρωπότητα, που βοήθησαν το μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων, είναι αυτοί που προτίμησαν να συμβουλευτούν τα προσωπικά τους συναισθήματα, αντί να κάνουν αυτό που τους έλεγαν οι άλλοι να κάνουν. Από την άποψη αυτή, δύναμη σημαίνει να πάψεις να προσπαθείς να κάνεις τους άλλους να αισθανθούν αυτό που αισθάνεσαι εσύ και να υποστηρίζεις αυτό που πιστεύεις.

Για να ξαναγυρίσω στον πρώην πελάτη μου, το Ραλφ: εξακολουθεί να θυμάται τη στιγμή εκείνη στο σαλόνι του σπιτιού του σαν μια από τις πιο σημαντικές της ζωής του, γιατί όχι μόνο τον ώθησε στη συμβουλευτική θεραπεία και του έδωσε την ελευθερία να σταματήσει τη μόνιμη, αλλά εντελώς ανώφελη προσπάθεια του να κάνει τη γυναίκα του και τα παιδιά του να αισθανθούν όπως εκείνος, αλλά του έδωσε και τη δύναμη να είναι ο εαυτός του, μ’ έναν τρόπο πιο ισχυρό και θετικό. Εξακολουθεί να πιστεύει ότι κανένας άνθρωπος δεν είναι απόλυτα αυτόνομος, ώστε να μπορεί να λειτουργήσει σαν αντικοινωνικός ερημίτης· τώρα, όμως, ξέρει ακόμη, έχοντάς το βιώσει, ότι μέσα μας είμαστε νησιά μοναδικά και πως, όταν συνειδητοποιήσουμε την ιδέα αυτή, μπορούμε -αν θέλουμε – να χτίσουμε γέφυρες προς τους άλλους, αντί να στήνουμε φράγματα, απογοητευμένοι κάθε φορά που διαπιστώνουμε ότι οι άλλοι δεν είναι σαν κι εμάς.

ΓΟΥΑΙΗΝ ΝΤΥΕΡ, ΝΑ ΚΙΝΕΙΣ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΟΥ ΝΗΜΑΤΑ

Φιλόσοφοι και γυναίκες: ένα αποτυχημένο προξενιό

Από την αρχαία εποχή ανάμεσα στις γυναίκες και στους φιλοσόφους υπήρχε ένα αγεφύρωτο χάσμα.

Από τον Θαλή τον Μιλήσιο, που τον πήρε στο ψιλό μια Θρακιώτισσα υπηρέτρια μέχρι τον Βιτγκενστάιν και τα καμώματά του με την Μαργαρίτα, οι φιλόσοφοι προώθησαν συστηματικά αυτόν τον εξοστρακισμό, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη. Μια έμμεση απόδειξη αυτού του αποτυχημένου προξενιού είναι το γεγονός ότι κανείς από τους πιο αρχαίους φιλοσόφους, τους προσωκρατικούς, δεν παντρεύτηκε. Ο πρώτος που αποτόλμησε αυτό το βήμα ήταν ο Σωκράτης, που παντρεύτηκε την Ξανθίππη. Τα επακόλουθα είναι γνωστά σε όλους.

Ούτε καν ο Πλάτωνας, που σε όλα τα φιλοσοφικά ζητήματα είχε πρότυπό του τον Σωκράτη, στο συγκεκριμένο αυτό ζήτημα, δεν ακολούθησε το παράδειγμά του. Στην Πολιτεία του μάλιστα αναγνωρίζει ίσα δικαιώματα για τις γυναίκες, τις οποίες και αποδέχεται στη μελέτη της φιλοσοφίας: όλα ωραία και καλά, μόνο που η πολιτεία που περιγράφει στο έργο του είναι ουτοπική. Στον Τίμαιο αντίθετα, όπου αναπτύσσει τη θεωρία της μετεμψύχωσης, υποστηρίζει ότι οι ψυχές είναι καταρχήν αρσενικές: αυτές που διάγουν βίο απρεπή προορίζονται να ξαναγεννηθούν σε γυναικείο σώμα, κι αν συνεχίσουν να παραφέρονται, θα ξαναγεννηθούν σε σώμα ζώου. Καταλήγει έτσι να τοποθετήσει τη γυναίκα σε χαμηλότερο επίπεδο, σε κάτι ανάμεσα στον άνδρα και στα ζώα.

Ένας άλλος μαθητής του Σωκράτη, ο Αντισθένης ο Κυνικός, υποστήριζε ότι ο έρωτας είναι ανωμαλία της φύσης, κι ότι αν τύχαινε καμιά φορά να βρεθεί η Αφροδίτη στο βεληνεκές του τόξου του, δε θα δίσταζε ούτε στιγμή να την καρφώσει με το βέλος του (Κλήμης Αλεξανδρεύς, Στρώματα II, 20,107,2). Για την οριστική απαλλαγή από τέτοια προβλήματα, ο Διογένης από την Σινώπη συνιστούσε την αυτοϊκανοποίηση (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων, VI, 2).

Για να βρούμε έναν μεγάλο φιλόσοφο που να έχει παντρευτεί κανονικά, πρέπει να περιμένουμε μέχρι τον Αριστοτέλη, ο οποίος ήξερε πάρα πολύ καλά να συνδυάζει τη στοχαστική ζωή με την συζυγική. Αυτός παντρεύτηκε την Πυθία κι έκανε μαζί της μια κόρη. Και δεν σταμάτησε εκεί: όταν χήρεψε συγκατοίκησε με μια άλλη γυναίκα, την Ερπυλλίδα, η οποία του έδωσε έναν γιο, τον Νικόμαχο. Από τη θέρμη με την οποία αναφέρεται και στις δύο γυναίκες στην διαθήκη του, συμπεραίνουμε ότι και οι δύο σχέσεις του ήταν ευτυχισμένες:ο Σταγειρίτης γράφει ρητά στη διαθήκη του ότι θέλει η γυναίκα του να ταφεί δίπλα στον ίδιο και αφήνει στην Ερπυλλίδα ένα μεγάλο μέρος της κληρονομιάς του.

To πόσο βαθιά ήταν ριζωμένη η ιδέα της ασυμβατότητας της φιλοσοφικής δραστηριότητάς με τις γυναικοδουλειές φαίνεται κι από το γεγονός, ότι ακόμα και τον άψογο «δάσκαλο των σοφών» (Δάντης) στους αιώνες που ακολούθησαν, τον συκοφάντησαν και του απέδωσαν μια πολύ λιγότερο τιμητική εικόνα για τις σχέσεις του με το άλλο φύλο. Πρόκειται συγκεκριμένα για την ιστορία του Αριστοτέλη και της Φυλλίδας, του σοφού και της όμορφης εταίρας. Η ιστορία έφτασε μέχρι τις μέρες μας μέσω της αραβικής μετάφρασης (Καλίλα ουά Ντίμνα) ενός ινδικού κειμένου (Παντσατάντρα) η οποία διαδόθηκε μέσα από διάφορες μεσαιωνικές αφηγήσεις που συνοδεύονταν από καλλιτεχνικές απεικονίσεις, ανάμεσα στις οποίες η πιο γνωστή είναι μια ξυλογραφία του Χανς Μπάλντουνγκ. Η Φυλλίς συναντάει τον Αλέξανδρο, που μαθήτευε στον Αριστοτέλη και τον ξεμυαλίζει με τα κάλλη της. Και τον αποσπά από τα μαθήματα. Ο Αριστοτέλης παραπονέθηκε στον βασιλιά, ο οποίος απαγορεύει στον ερωτοχτυπημένο γιο του να συναντιέται με την όμορφη κυρία. Εκείνη εκδικείται, υποσχόμενη στον φιλόσοφο την εύνοιά της -με την προϋπόθεση ότι θα πέσει στα τέσσερα και θα της επιτρέψει να τον καβαλικέψει. Μην μπορώντας ν’ αντισταθεί στην καλλίγραμμη ομορφιά της, ο Αριστοτέλης δέχεται, χωρίς να ξέρει ότι η πονηρή πλανεύτρα έχει ειδοποιήσει τον ίδιο τον βασιλιά για το θέαμα που θ’ ακολουθούσε: ο μεγάλος διανοητής γίνεται έτσι περίγελος της μακεδονικής αυλής. Ντροπιασμένος, αποσύρεται σ’ ένα νησί για να γράψει ένα δοκίμιο σχετικά με την γυναικεία διπλοπροσωπία.

Σε τελευταία ανάλυση, επιβεβαιώνεται το δόγμα, ότι - στις γυναίκες και στον έρωτα οι μεγάλοι φιλόσοφοι δεν τα καταφέρνουν καθόλου. Και όποτε το επιχειρούν, συμβαίνουν παρατράγουδα, καταστροφές και χάος: ο Αβελάρδος με την Ελοΐζα, ο Νίτσε με την Λου, ο Βέμπερ με την Έλσα, ο Σέλερ με τις πάμπολλες ερωμένες του, ο Χάιντεγκερ με την Χάνα, ο Βιτγκενστάιν με την Μαργαρίτα. Ο κατάλογος αυτός τραβάει σε μάκρος και αντισταθμίζεται μόνο εν μέρει από κάποια αντίθετα παραδείγματα: τον έρωτα του Σέλινγκ για την Καρολίνα, το ειδύλλιο του Κοντ και της Κλοτίλδης, τη συμβίωση του Ζίμελ με την Γερτρούδη (που συνέγραψε με ψευδώνυμο σπουδαία βιβλία), την επεισοδιακή συνάντηση του Μπατάιγ και της Λάουρας.
Εισαγωγή του Φράνκο Βόλπι

ΑΡΘΟΥΡ ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ, Η ΤΕΧΝΗ ΝΑ ΖΕΙΣ ΜΕ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

Δυστυχώς το «σκέπτεσθαι» δεν επαρκεί

Υπάρχουν ακόμα και αυτοπαρατηρητές αρκετά αθώοι που πιστεύουν πως υπάρχουν «άμεσες βεβαιότητες» π.χ. σκέφτομαι… Αλλά θα το ξαναπώ εκατό φορές πως η «άμεση βεβαιότητα», όπως και η «απόλυτη γνώση», ως «πράγμα καθεαυτό», περικλείουν μια contradictio in adjecto (αντίφαση)… αν αναλύσω τη λογική διαδικασία που εκφράζεται με τη λέξη «σκέφτομαι», πετυχαίνω μια σειρά από τολμηρές διαβεβαιώσεις, που η θεμελίωσή τους είναι δύσκολη και ίσως αδύνατη,- π.χ., πως εγώ είμαι εκείνος που σκέφτεται, πως πρέπει εδώ να υπάρχει κάτι το σκεπτόμενο, πως το «σκέπτεσθαι» είναι η δραστηριότητα και το αποτέλεσμα ενός όντος, που το θεωρούμε ως αιτία, πως υπάρχει ένα «εγώ», και πως τέλος έχει καθοριστεί τι πρέπει να νοούμε με το «σκέπτεσθαι» – ότι δηλαδή ξέρω τι σημαίνει σκέπτεσθαι… Έτσι ο φιλόσοφος, αντί γι’ αυτήν την «άμεση βεβαιότητα» περιπλέκεται με μια σειρά μεταφυσικών ζητημάτων… «Από πού αντλώ την έννοια σκέπτεσθαι; Γιατί να πιστεύω στην αιτία και στο αποτέλεσμα; Τι μου δίνει το δικαίωμα να μιλώ για ένα εγώ… για ένα εγώ ως αιτία… για ένα εγώ ως διανοητική αιτία;»
Πέραν του Καλού και του Κακού,16

Κι ένα ακόμα χτύπημα:
Σχετικά με τη δεισιδαιμονία των διδασκάλων της Λογικής, θέλω να υπογραμμίσω ακόμη, δίχως να κυριευτώ από αποθάρρυνση, ένα μικρό γεγονός που αυτοί οι δεισιδαίμονες το ομολογούν με το στανιό. Δηλαδή πως η σκέψη έρχεται όταν «αυτή» θέλει κι όχι όταν «εγώ» θέλω, έτσι που αποτελεί παραποίηση των γεγονότων να ισχυριστούμε πως το υποκείμενο «εγώ» είναι η προϋπόθεση για το κατηγορούμενο «σκέπτομαι». Κάτι σκέπτεται, αλλά να πιστέψουμε πως αυτό το κάτι είναι το παλαιό και ξακουστό εγώ, είναι μια καθαρή υπόθεση, ένας ισχυρισμός ίσως, δεν είναι όμως οπωσδήποτε η «άμεση διαβεβαίωση».
Πέραν του Καλού και του Κακού, 17

Για να κατανοήσετε το απόσπασμα, απλώς προσπαθήστε για τριάντα δευτερόλεπτα να μη σκεφτείτε τίποτα… Αδύνατον, ε; Δεν μπορείτε να κλείσετε το διακόπτη της σκέψης. Το «εγώ» – αν υπάρχει κάτι τέτοιο – σίγουρα δεν μπορεί να ελέγξει το «σκέπτεσθαι». Εκείνο που για τόσους στοχαστές αποτελούσε ή αποτελεί «βεβαιότητα», για τον Νίτσε δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια μεγάλη αβεβαιότητα, και μάλιστα, πηγή σφαλμάτων στα οποία θα σκοντάψουμε αργότερα.

ΝΙΤΣΕ

OSCAR WILDE

Τα είχε όλα: ευγενική καταγωγή, ευφυΐα, χρήματα, ομορφιά, ταλέντο – η ζωή στάθηκε εξαρχής καλή μαζί του. Ο Oscar Fingal O’Flahertie Wills Wilde ξεχώρισε πολύ νωρίς, απ’ τα μαθητικά του κιόλας χρόνια, γεύτηκε από τα 20 του την αναγνώριση με τα πρώτα του ποιήματα, πριν κλείσει τα 30 ήταν ήδη διάσημος. Διάσημος για την εκκεντρικότητά του, τις σαρδόνιες παραδοξολογίες του, τον προκλητικό αισθητισμό και την αστραφτερή ευγλωττία του. Μέχρι τα 40 του, η πορεία του είναι εκθαμβωτική. Σοκάρει και γοητεύει, είναι ενοχλητικός και περιζήτητος, αποδομεί επί σκηνής την «καλή κοινωνία» που ωστόσο συρρέει ασφυκτικά στα θεατρικά του έργα. Λάμπει, μαγεύει, προκαλεί. Είναι ο μεγάλος οιηματίας. Η επιτυχία του, τόσο μεγάλη, τόσο αβίαστη, εμπεριέχει το σπέρμα της ύβρεως.

Τι παριστάνει αυτός ο κακομαθημένος και χαρισματικός προνομιούχος; Η συμπεριφορά, η όλη στάση του δεν είναι μόνο πόζα, αλλά και μια βαθύτερη αντίδραση, μια άρνηση – απέναντι στην τάξη του, και στην ίδια την εποχή του.

Η συμβατικότητα και υποκρισία της βικτοριανής ηθικής -ο άκαμπτος και νοσηρός πουριτανισμός- δεν του ταιριάζουν. Η βιομηχανική επανάσταση, που συντελείται στις μέρες του, τον απωθεί – η βιομηχανία είναι για κείνον η αιτία κάθε ασχήμιας. Βρίσκει καταφύγιο στην εκκεντρικότητα και την ομορφιά. Ξορκίζει το χονδροειδές γούστο της ανερχόμενης μπουρζουαζίας διακοσμώντας το σπίτι του με κρίνους και γαλάζιες πορσελάνες. Αλλά το μεγάλο του όπλο είναι η τέχνη του. Τέχνη απελευθερωμένη από ηθικοπλασίες, διδακτισμούς, πολιτικές ή κοινωνικές στρατεύσεις, ταγμένη να υπηρετεί αποκλειστικά το ιδεώδες της ομορφιάς. Είναι κι αυτή η επιλογή μια μορφή αντίδρασης ενάντια στις κρατούσες απόψεις της εποχής, που προέτασσαν τα ηθικοπλαστικά ή παιδευτικά κριτήρια – ένα είδος διαμαρτυρίας κατά της ιδέας ότι η τέχνη πρέπει σώνει και καλά να υπηρετεί κάποιον ανώτερο σκοπό. Η τέχνη είναι αυτοσκοπός!

Ιδιαίτερα πρωτότυπος ως προς αυτό δεν είναι ο εστέτ Όσκαρ Ουάιλντ. Το δόγμα «η τέχνη για την τέχνη», όπως πρωτοδιατυπώθηκε από τον όχι ιδιαίτερα αξιομνημόνευτο Βικτόρ Κουζέν (1792-1867), έθρεψε περί τα τέλη του 19ου αιώνα το μάλλον βραχύβιο κίνημα του Αισθητισμού, ο πάπας του οποίου Ουώλτερ Χορέισο Πέιτερ (1839-1894) διακήρυσσε ότι: Μοναδικός σκοπός της τέχνης είναι η ομορφιά – το νόημα του καλλιτεχνικού δημιουργήματος επικεντρώνεται στη μορφή (το μέσο είναι το μήνυμα!) – η τέχνη δεν είναι ούτε κάτι ηθικό ούτε κάτι χρήσιμο, απλώς κάτι ωραίο. Ο Ουάιλντ προσυπογράφει με το ταλέντο, με τη χαρισματικότητά του τη φιλοσοφία αυτή.

Δεν είναι ακριβώς αρεστός στις ανώτερες τάξεις που συναναστρέφεται, στη βικτοριανή ηθική δεν χωρά, το πέρασμά του από τον σοσιαλισμό των Φαβιανών θα είναι σύντομο. Αναρωτιέται- κανείς κατά πόσον ανήκει ακόμα και στον αιώνα του – έναν αιώνα που είδε τη γένεση του τηλεφώνου και του ραδιοφώνου, του τρένου και των ατμοκίνητων εργοστασίων, του Μαρξ και του Δαρβίνου…

Έχει κάνει, ωστόσο, μια κεντρική επιλογή: Να ζήσει πλήρως τη δική του ζωή – να μη συρθεί στην εξευτελιστική, κενή και επίπλαστη ζωή που ο κόσμος μάς επιβάλλει με την υποκρισία του. Βάζει ψηλά τον πήχυ: θέλει να είναι ο εαυτός του. Αλλά, μέχρι το 1895, μέχρι τη μέρα της κεραυνοβόλας πτώσης του, δεν έχει πληρώσει κανένα τίμημα για την αντισυμβατικότητά του ή για την επιτυχία του. Είναι ένας ανατροπέας των σαλονιών, μια πεταλούδα του λόγου. Μπορεί κανείς να είναι ανέξοδα, αναίμακτα ο εαυτός του;

Στις 27 Μαΐου 1895, στο απόγειο της δόξας του, κι ενόσω στο Λονδίνο παίζεται το κορυφαίο θεατρικό του έργο Η σημασία τού να είναι κανείς σοβαρός, εμπλέκεται σε δικαστική διαμάχη με τον μαρκήσιο του Κουήνσμπερι, πατέρα του νεαρού εραστή του, λόρδου Άλφρεντ Ντάγκλας (χαϊδευτικό «Μπόζι»). Συλλαμβάνεται με την κατηγορία του σοδομισμού και της προσβολής των χρηστών ηθών και καταδικάζεται σε δύο χρόνια καταναγκαστικά έργα. Μέσα στη φυλακή θα γράψει το De Profundis, μια εξομολογητική επιστολή 80 σελίδων προς τον Άλφρεντ Ντάγκλας, η οποία θα πρωτοδημοσιευτεί αποσπασματικά το 1905 και χωρίς καμιά περικοπή 44 ολόκληρα χρόνια αργότερα. Ύστερα από την αποφυλάκισή του, το 1897, έφυγε κατευθείαν για τη Γαλλία, αλλάζοντας το όνομά του σε Σεβαστιανός Μέλμοθ. Σε μια σύντομη περίοδο πνευματικής αναλαμπής, ολοκληρώνει την Μπαλάντα της φυλακής του Ρήντινγκ. Θα πεθάνει στο Παρίσι από μηνιγγίτιδα, άπορος και μέθυσος τον Νοέμβριο του 1900 – μόλις 46 ετών.

Ελπίδα, Φόβος και Ελευθερία

Εκείνοι που ασκούν κάποιας μορφής εξουσία μπορούν να σας βεβαιώσουν πως τα πιο αποτελεσματικά εργαλεία της πολιτικής τους εργαλειοθήκης είναι ο φόβος και η ελπίδα. Ένα πλήθος που αποτελείται από φοβισμένους ανθρώπους εύκολα αγοράζει ελπίδα, γι’ αυτό και ο Ναπολέων Βοναπάρτης ονομάζει τους ηγέτες «εμπόρους ελπίδας». Από την άλλη, ένα πλήθος που τρέφεται με ελπίδες μπορεί πολύ εύκολα να τρομοκρατηθεί. Αν και είναι αδύνατον να ζούμε χωρίς φόβο και χωρίς ελπίδα, η ελευθερία μας εξαρτάται από τον βαθμό στον οποίο τα διαχειριζόμαστε με επιτυχία.
Το ύποπτο δώρο των θεών
Στην αρχαία ελληνική μυθολογία, η ελπίδα βρίσκεται μέσα στο πιθάρι που έδωσε ο Δίας στην πρώτη γυναίκα της ανθρωπότητας, την Πανδώρα, με την εντολή να μην το ανοίξει. Εκείνη όμως, υπέκυψε στην περιέργειά της και καθώς έβγαλε το καπάκι ξεχύθηκαν όλες οι δυστυχίες και κατέκλυσαν την ανθρωπότητα. Πανικόβλητη η Πανδώρα προσπάθησε να το κλείσει, αλλά το μόνο που πρόλαβε να κρατήσει μέσα στο πιθάρι ήταν η ελπίδα. Εντυπωσιακό, που μέσα σε ένα σκεύος γεμάτο δυστυχίες, ο Δίας είχε τοποθετήσει και την ελπίδα, δεν είναι; Κι ακόμα πιο παράξενο που μόνο εκείνη έμεινε κλεισμένη στο πιθάρι και δεν ξεχύθηκε ανάμεσα στους ανθρώπους. Την ελπίδα την παρέχουν εκείνοι που έχουν εξουσία στον κατάλληλο χρόνο και σε κατάλληλες δόσεις, ώστε να μην χρειαστεί ποτέ να αντιμετωπίσουν απελπισμένους υπηκόους, που δεν αντιμετωπίζονται εύκολα.
 
Ο Γερμανός φιλόσοφος Nietzsche κατέληξε στο συμπέρασμα πως η ελπίδα είναι το χειρότερο κακό, διότι παρατείνει τα βάσανα των ανθρώπων και ο Αριστοτέλης την είχε ορίσει ως το όνειρο που βλέπουμε ξυπνητοί. Μολονότι η ελπίδα μπορεί να λειτουργήσει θετικά στη ζωή μας, όταν κυριαρχεί στα σχέδιά μας εύκολα μας ρίχνει στην αδράνεια και μας κάνει εύπιστους και άτολμους. Ελπίζοντας, μπορεί να βρεθούμε να κοιτάζουμε απλώς τη ζωή μας να περνά περιμένοντας έναν άνθρωπο ή έναν θεό να μας αλλάξει την τύχη, πείθοντας τον εαυτό μας πως είμαστε αδύναμοι και πλήρως εξαρτώμενοι από εξωτερικούς παράγοντες. «Οι δυνατοί έχουν θέληση, οι αδύναμοι έχουν ελπίδα» , λέει μία γερμανική παροιμία και νομίζω πως αποδίδει με ακρίβεια τη γνώμη που είχαν και οι αρχαίοι Έλληνες για το «όνειρο που βλέπουμε ξυπνητοί».
 
Πώς λοιπόν διαχειρίζονταν οι Έλληνες τη θλίψη, τον πόνο, την απογοήτευση και όλα τα κακά που πλήττουν την ανθρωπότητα, αφού η ελπίδα παρέμενε κλεισμένη στο πιθάρι; Μία ολοκληρωμένη απάντηση θα απαιτούσε να γράψουμε ένα ολόκληρο βιβλίο, γιατί κάθε πτυχή της ηθικής και του πολιτισμού τους ήταν έτσι δομημένη, ώστε να μην χρειάζεται να βασίζονται στην ελπίδα για να τα καταφέρουν. Αν όμως υπήρχε μία δραστηριότητα που θεράπευε αποτελεσματικά την ψυχή από την «ασθένεια» της ελπίδας, σίγουρα ήταν το θέατρο.
 
Έχετε διαβάσει ποτέ κάποια ελληνική τραγωδία; Πρόκειται για έργα στα οποία, σε αντίθεση με ό, τι έχουμε σήμερα συνηθίσει, ο ήρωας οδηγείται στην πλήρη απελπισία και στην καταστροφή, υφιστάμενος τις συνέπειες των επιλογών του και όχι μόνο. Συχνά, οδηγείται στην καταστροφή χωρίς καν να έχει φταίξει σε κάτι, απλώς επειδή έπεσε θύμα μίας κακής συγκυρίας. Σκεφτείτε ότι ο θεατής πήγαινε να παρακολουθήσει μία τέτοια ιστορία, γνωρίζοντας μάλιστα από την αρχή την υπόθεση και, φυσικά, το τέλος της ιστορίας. Τι του προσφέρει κάτι τέτοιο; Μα την κάθαρση! Ο θεατής ταυτίζεται με τον ήρωα, ζει το δράμα του και συντονίζεται με την πραγματικότητα της ζωής. Η ελπίδα δεν έχει ρόλο στην ελληνική τραγωδία ούτε όταν ο επινοητικός Ευριπίδης επινόησε τον «από μηχανής θεό».
 
Συνηθίζουμε να λέμε την έκφραση «από μηχανής θεός» μέχρι σήμερα, όταν εμφανίζεται ξαφνικά μία απρόσμενη λύση σε ένα φαινομενικά άλυτο πρόβλημα. Ο θεός όμως που εμφανιζόταν στο αρχαίο θέατρο και έδινε τη λύση σε μία μπλεγμένη κατάσταση δεν ήταν καθόλου απρόσμενος. Ήταν αυτός που δημιούργησε το πρόβλημα εξ αρχής και ο Ευριπίδης τον «υποχρεώνει» να το λύσει, δίνοντας στον θεατή το μήνυμα πως ακόμα και οι θεοί δεν επιτρέπεται να αγνοούν τις συνέπειες των πράξεών τους. Και μην ξεχνάτε πως οι Έλληνες θεοί είναι εικόνα των ανθρώπων. Κάνουν λάθη, μετανιώνουν, θυμώνουν, αγαπούν και μισούν, σαν άνθρωποι που απλώς ζουν σε άλλη διάσταση. Αυτό λοιπόν που βιώνει ο θεατής, ακόμα και όταν η λύση του δράματος επιτυγχάνεται με την επέμβαση του θεού, είναι η κάθαρση που προσφέρει η αποκατάσταση της κανονικότητας από εκείνον που τη διατάραξε και όχι η ελπίδα πως ό, τι και να κάνει στη ζωή του θα έρθει κάποιος θεός να τακτοποιήσει τον χαμό που προκάλεσε.
 
Δεν ελπίζει σε μαγικές λύσεις ο αρχαίος θεατής, αλλά πώς νιώθει άραγε αντικρίζοντας το σκληρό πρόσωπο της πραγματικότητας; Πώς στέκεται μπροστά στις βίαιες ανατροπές της ζωής και στις αδικίες; Νιώθει οίκτο και φοβάται και νιώθοντας έτσι φτάνει στην κάθαρση, λέει ο Αριστοτέλης.
Ο γιος του θεού του πολέμου
Φόβος ονομάζεται ο γιος του θεού Άρη και μαζί με τον αδερφό του, τον Δείμο (τρόμος), συνοδεύουν τον πολεμοχαρή θεό στις μάχες. Είναι λογικό να βασιλεύει ο φόβος στον πόλεμο, αλλά στο θέατρο;
 
Παρακολουθώντας μία τραγωδία, ο θεατής συμπάσχει με τον ήρωα για τα παθήματά του και φοβάται αναλογιζόμενος την πιθανότητα να του συμβούν τα ίδια. Μάλιστα, λέει ο Αριστοτέλης, ο φόβος φτάνει στο αποκορύφωμά του όταν ο ήρωας με τον οποίο ταυτίζεται ο θεατής, ετοιμάζεται να διαπράξει ένα ανεπανόρθωτο σφάλμα εν αγνοία του. Τότε, ο μόνος τρόπος να υποχωρήσει ο φόβος του θεατή είναι η αποκάλυψη της αλήθειας. Όταν ο Οιδίποδας σκότωσε τον πατέρα του και παντρεύτηκε την μητέρα του, δίχως να γνωρίζει πως αυτοί ήταν οι γονείς του, ο θεατής νιώθει τρόμο και οίκτο. Όταν στη συνέχεια αποκαλύπτεται η αλήθεια και ο ήρωας καταλαβαίνει τι έχει κάνει, ο θεατής καλείται να συμφιλιωθεί με την ιδέα πως τα λάθη που κάνουμε ακόμα και από άγνοια, πάντα έχουν συνέπειες. Ο Οιδίποδας δεν μπορεί πλέον να διορθώσει την κατάσταση, αλλά τώρα γνωρίζει. Ο οίκτος υποχωρεί γιατί πλέον ο ήρωας δεν είναι έρμαιο της άγνοιάς του, αν και εξακολουθεί να είναι δυστυχής. Ο φόβος υποχωρεί γιατί ο θεατής δεν ανησυχεί πλέον για το τι θα συμβεί. Ό, τι έγινε δεν ξεγίνεται. Η ευχαρίστηση προέρχεται όχι από την απαλλαγή του ήρωα που υποφέρει άδικα, αλλά από την κατανόηση της κατάστασης, την αποδοχή αυτού που στ’ αλήθεια συμβαίνει. Η κάθαρση έρχεται όταν συμβαδίζουμε με το πραγματικό.
 
«Όπως στο θέατρο ο ηθοποιός είναι πιο δημοφιλής από τον δημιουργό του έργου, έτσι και στην πολιτική επικράτησε η υποκριτική τέχνη λόγω της αχρειότητας των πολιτών», γράφει ο Αριστοτέλης στην Ρητορική του. Την τέχνη του ηθοποιού χρησιμοποιούν και οι πολιτικοί για να επιτύχουν τους στόχους τους, μεταξύ των οποίων είναι και η πρόκληση του φόβου.
 
Ο πολιτικός, όταν γνωρίζει καλά την ψυχοσύνθεση του κοινού στο οποίο απευθύνεται, μπορεί να το πείσει ότι θα το απαλλάξει από εκείνα που φοβάται. Και να τι φοβόμαστε περισσότερο, όπως ήδη γνώριζε ο Αριστοτέλης:
  1. Κάτι που μπορεί να μας βλάψει σύντομα και ανεπανόρθωτα ή που μπορεί να διορθωθεί από ανθρώπους που αντιπαθούμε (και άρα, να τους ενδυναμώσει).
  2. Τους ανθρώπους που έχουν τη δύναμη να προκαλέσουν το κακό που φοβόμαστε και τους φιλοχρήματους, επειδή το χρήμα είναι ισχυρό κίνητρο.
  3. Τους ανθρώπους που έχουν προκαλέσει το ίδιο κακό στο παρελθόν και εκείνους των οποίων τα συμφέροντα συγκρούονται με τα δικά μας ή με τα συμφέροντα ισχυρών ανθρώπων που εμπιστευόμαστε.
  4. Όσους έχουν αδικηθεί στο παρελθόν και διψούν για εκδίκηση, ειδικά όσους δεν δείχνουν οργισμένοι, οπότε είναι πιθανόν να δράσουν απροσδόκητα.
Και συμπληρώνει ο μεγάλος φιλόσοφος: «δεῖ τινα ἐλπίδα ὑπεῖναι σωτηρίας, περὶ οὖ ἀγωνιῶσιν» Πρέπει, δηλαδή, να υπάρχει μία ελπίδα, κάτι για το οποίο να αγωνιούν, γιατί αυτός που δεν ελπίζει, δεν φοβάται!
Έξω από τον φαύλο κύκλο
Αυτός που ζει στηρίζοντας τα σχέδιά του στην ελπίδα εξαπατά τον εαυτό του, προσπαθώντας έτσι να αντιμετωπίσει τον φόβο που του προκαλεί η πραγματικότητα. Κι όσο φοβάται τόσο συσκοτίζει τη λογική του, παραδίνοντας τον εαυτό του σε εκείνους που εμπορεύονται την ελπίδα. Σε αυτόν τον φαύλο κύκλο των παθημάτων, η ελπίδα εμποδίζει τον φόβο να κάνει τη δουλειά του και να οδηγήσει την ψυχή στην κάθαρση, στην απελευθέρωση που μόνο η βαθειά γνώση της πραγματικότητας μπορεί να προσφέρει. Είναι ένας κύκλος ατέρμονης, ανατροφοδοτούμενης σύγχυσης, έξω από τον οποίο στέκεται περήφανη η ελευθερία. Και θέλει τόλμη να μπορεί να πει κανείς σαν τον Νίκο Καζαντζάκη «δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος».