Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018

ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας (686-719)

ΧΟ. τί μέμονας, τέκνον; μή τί σε θυμοπλη- [στρ. α]
θὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω· κακοῦ δ᾽
ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν.

ΕΤ. ἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός,
690 ἴτω κατ᾽ οὖρον, κῦμα Κωκυτοῦ λαχόν,
Φοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος.

ΧΟ. ὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ- [ἀντ. α]
νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖν
αἵματος οὐ θεμιστοῦ.

695 ΕΤ. φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς μέλαιν᾽ Ἀρὰ
ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνει,
λέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρου.

ΧΟ. ἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου· κακὸς οὐ κεκλή- [στρ. β]
σῃ βίον εὖ κυρήσας· μελάναιγις [δ᾽] οὐκ
700 εἶσι δόμων Ἐρινύς, ὅταν ἐκ χερῶν
θεοὶ θυσίαν δέχωνται.

ΕΤ. θεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθα,
χάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεται·
τί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον;

705 ΧΟ. νῦν ὅτε σοι παρέστακεν· ἐπεὶ δαίμων [ἀντ. β]
λήματος ἂν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλ-
λακτὸς ἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳ
πνεύματι· νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ.

ΕΤ. ἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα·
710 ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων
ὄψεις, πατρῴων χρημάτων δατήριοι.
ΧΟ. πιθοῦ γυναιξί, καίπερ οὐ στέργων ὅμως.

ΕΤ. λέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις· οὐδὲ χρὴ μακράν.

ΧΟ. μὴ ἔλθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις.
715 ΕΤ. τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ.

ΧΟ. νίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεός.

ΕΤ. οὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος.

ΧΟ. ἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις;

ΕΤ. θεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά.

***
ΧΟΡΟΣ
Τί ᾽ν᾽ αυτός, γιε μου, ο πειρασμός; η θεοβλάβη που
με λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νου;
μη σε ξεσύρει· την αρχή πνίξε πάθους κακού.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Μια που το σπρώχνει έτσι ο θεός το πράμα, ας πάει
690πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμα
όλη, στο Φοίβο η βδελυχτή, του Λάιου η γέννα.

ΧΟΡΟΣ
Πολύ ωμοβόρα επιθυμιά σε σπρώχνει, φονικό
να κάμεις, που πικρό θενά ᾽χει το καρπό,
γιατ᾽ είναι κρίμ᾽ αντίθεο το αίμα τ᾽ αδερφικό.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Γιατ᾽ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα
καθώντας πλάι μου αδάκρυτη με ξερά μάτια
μου λέει πως κέρδος μια ώρα πριν να ᾽ρθει το τέλος.

ΧΟΡΟΣ
Μα εσύ μην παρασέρνεσαι· κι ούτ᾽ άναντρο κανείς
θε να σε πει που πέτυχες να σώσεις τη ζωή·
700τα μαύρα αφήνει φεύγοντας η μαύρ᾽ η Ερινύς
που τη θυσία τους δέχουνται οι θεοί.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Οι θεοί! μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουν
και μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μας·
τί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα;

ΧΟΡΟΣ
Καν τώρα, όσο ᾽ναι έτσι κοντά· γιατί με τον καιρό
μπορεί να στρέψ᾽ η γνώμη της κι η Μοίρα σου να ᾽ρθει
μεταλλαγμένη, πνέοντας μ᾽ αγέρα πιο απαλό·
μα τώρ᾽ ακόμα βράζει μ᾽ άγρια οργή.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Γιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου·
710κι αληθινά τα οράματα του ύπνου μου βγήκαν,
που με μαχαίρι μας μοιράζανε το βιος του.

ΧΟΡΟΣ
Άκου και μας γυναίκες, αν και δε μας στρέγεις.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Λέγετε, αν έχει διάφορο· με λίγα λόγια.

ΧΟΡΟΣ
Άφησ᾽ το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη.

ΧΟΡΟΣ
Μα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Δεν πάει το λόγο αυτό να στρέγει ο στρατιώτης.

ΧΟΡΟΣ
Μα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες να τρυγήσεις;

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Κακό που δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις.

Ενοχές

Για την ψυχολογία, οποιοσδήποτε τύπος αντίδρασης σ’ ένα ερέθισμα είναι συμπεριφορά, κι ακόμα και η απουσία αντίδρασης θεωρείται αντίδραση.

Όμως η ψυχολογία δεν προσπαθεί μόνο να προβλέψει τις αντιδράσεις, αλλά και να τις ερμηνεύσει, να τις διαλευκάνει και να μπορέσει να τις αναπαραγάγει για να δει τι υπάρχει πίσω απ’ την καθεμιά.

Από τα πολύπλοκα συναισθήματα το πρώτο είναι ο φόβος και το δεύτερο η ενοχή. Η ενοχή είναι ένα συναίσθημα δυσάρεστο, που έρχεται να υπενθυμίσει σε κάποιον ότι δεν είναι τέλειος, κι ότι καμιά φορά την πατάει, και το καταλαβαίνει.

Σε όλα τα παραδείγματα που μπορεί κανείς να φέρει για ανθρώπους που αισθάνονται ενοχές, υπάρχει κάτι κοινό: ένας άλλος άνθρωπος απέναντι στον οποίο νιώθουν ένοχοι. Είναι αλήθεια πως υπάρχουν και κάποιες ενοχές εσωτερικές και προσωπικές, όμως, σε γενικές γραμμές, οι ενοχές εμπλέκουν κάποιον άλλον.

Για μένα είναι κάποιος ένοχος, όταν μπορεί να αποφύγει το κακό, αλλά το αφήνει να συμβεί. Σε κάθε περίπτωση είναι υπεύθυνος, αλλά όχι ένοχος.

Για τους ψυχολόγους, η έννοια της ευθύνης δεν έχει να κάνει με το κατά πόσο θα μπορούσαμε ή δεν θα μπορούσαμε να πράξουμε αλλιώς. Ένα παράδειγμα: Περνάω δίπλα από κάποιον και τον πατάω. Αν το κάνω επίτηδες, με όλη μου τη δύναμη και με πρόθεση, θα είμαι, το δίχως άλλο, ένοχος για την πράξη μου. Αν, όμως, τον πατήσω άθελά μου, σε μια στιγμή αφηρημάδας, τότε πια δεν μπορώ να θεωρηθώ ένοχος, καίτοι θα παραμένω υπεύθυνος.

Η ενοχή είναι μια έννοια βαρύτερη από την ευθύνη, γιατί ο ένοχος θα μπορούσε να έχει κάνει κι αλλιώς, εντούτοις επέλεξε να κάνει κάτι βλαπτικό για τον άλλον.

Η ενοχή είναι το δυσάρεστο συναίσθημα της αυτοκατηγορίας. Είναι το δάχτυλο με το οποίο δείχνω εμένα τον ίδιο, γιατί υπάρχει κάποιος που υποφέρει εξαιτίας αυτού που εγώ κάνω, έκανα, ή άφησα να γίνει.

Υπάρχουν θέματα κυρίως στις σχέσεις μεταξύ γονιών και παιδιών. Στη δυτική αστική κουλτούρα είναι πολύ συχνό φαινόμενο οι ενοχές να δηλητηριάζουν τις σχέσεις μας με τους γονείς μας, ειδικά όταν αυτοί γερνάνε. Όλοι αισθανόμαστε ενοχές, για παράδειγμα που δεν επισκεπτόμαστε τους γονείς μας τόσο συχνά όσο το ζητάνε, ή βάζουμε τη μητέρα μας σε οίκο ευγηρίας, θέτοντας ενίοτε αυστηρά όρια στις απαιτήσεις της. Για ποιο λόγο, να νιώθουμε θυμό, αν παραδεχόμαστε πως τους αγαπάμε και τους είμαστε ευγνώμονες;

Πρώτο και κύριο, γιατί δεν τους το συγχωρώ που γέρασαν. Μ’ ενοχλεί αφάνταστα που δεν είναι νέοι, μου δημιουργεί προβλήματα που δεν μπορούν να μετακινηθούν χρησιμοποιώντας ως δικαιολογία τους φόβους τους, με τρομάζει το ότι γέρασαν, μ’ ενοχλεί πάρα πολύ η κατάπτωσή τους, δεν το αντέχω που δεν μπορούν να τα καταφέρουν μόνοι τους, και μ’ εκνευρίζει που πρέπει να τους αναλάβω εγώ τώρα που έχουν καταπέσει. Όλα με ενοχλούν και η κατάσταση με εξοργίζει!

Τι να κάνω όμως; Να θυμώσω μαζί τους γι’ αυτό; Δεν μπορώ. Τι να κάνω με όλη αυτή την ενέργεια που είναι εγκλωβισμένη στο συναίσθημα; Υπερασπίζομαι τον θυμό μου. Τον στρέφω εναντίον μου. Τον εκτονώνω πάνω μου. Κι ανάμεσα στις συνέπειες, εμφανίζονται και οι ενοχές.

Μ’ εκνευρίζει που δεν είναι πια η μάνα που είχα. Ή που συνειδητοποιώ ότι δεν είμαι πια παιδί…

Που αποδεικνύεται ότι πέρασε ο καιρός τους. Κι εμείς θ’ απομείνουμε μόνοι, χωρίς αυτούς. Όμως τι να κάνω μ’ αυτόν τον θυμό που είναι παρών, κατανοητός, αλλά σχεδόν άδικος; Έχω ενοχές.

Υπάρχουν τρεις βασικοί τρόποι με τους οποίους μπορούμε να αντιστρέψουμε τον θυμό και να επιτεθούμε στον εαυτό μας, αντί να τον αφήσουμε να ξεσπάσει πάνω στον άλλον. Ο ένας είναι οι ενοχές, ο δεύτερος είναι η κατάθλιψη και ο τρίτος οι ψυχοσωματικές ασθένειες.

Σε πολλές ψυχοσωματικές ασθένειες, όταν ο γιατρός αρχίζει να ψάχνει, ανακαλύπτει ένα ψυχολογικό στοιχείο: ο ασθενής κρύβει μέσα του κάποια πικρία που ποτέ δεν μπόρεσε να εκφράσει, γιατί την κατατάσσει στα «αρνητικά» συναισθήματα.

Τέλος ας τολμήσουμε ν’ αποδεχθούμε οριστικά την ιδιοκτησία των συναισθημάτων μας. Κανένας δεν μπορεί να σε κάνει να νιώσεις τίποτα. Εσύ είσαι που αισθάνεσαι ή δεν αισθάνεσαι κάτι, και δεν μπορείς να κάνεις κανέναν να αισθανθεί τίποτα. Δεν έχεις τόση δύναμη...

Γιατί ο Διογένης ο Κυνικός Είχε Πάντα το Λυχνάρι του Αναμμένο;

Ο Διογένης ο κυνικός μας λέει: «Είχα ένα φίλο σιδερά, τον Ευθύβουλο. Υπέροχος σιδεράς αλλά περίεργος. Αρνιόταν τις μεγάλες δουλείες με τα πολλά κέρδη, ήταν ικανοποιημένος με το να έχει χρήματα για τροφή και κρασί.

Όταν τελείωνε κάποια δουλειά, πήγαινε και τα έπινε, και έβρισκε την αλήθεια και τα μυστικά της ζωής στο πάτο του κρασοπότηρου, και όταν άδειαζε το ποτήρι το γέμιζε και το ξαναγέμιζε…
 
Είναι ένας φίλος και μια αγάπη που δεν προδίδει μου είπε. Το κρασί είναι ευλογημένο από τους Θεούς, σου κάνει παρέα και ανακουφίζει φτωχούς και πλούσιους, νέους και γέρους, σκλάβους και ελεύθερους το ίδιο.
 
Μια μέρα τον επιστέφτηκα και του είπα: Θέλω κάτι από εσένα Ευθύβουλε, αυτός με κοίταξε παράξενα, πρώτη φορά με κοιτούσε έτσι, αλλά και πρώτη φορά ζητούσα κάτι από αυτόν… και μου απάντησε: νομίζω ότι έχεις πρόβλημα Διογένη, νομίζω ότι σε χτύπησε ο ήλιος στο κεφάλι.
 
Θέλω να μου φτιάξεις ένα λυχνάρι, και θέλω να είναι το καλύτερο είπα.
 
Ένα λυχνάρι; Mα τους Θεούς, τι θα το κάνεις; Δεν έχεις σπίτι, δεν έχεις τίποτα, για ποιο λόγο το θες;
Θα σου απαντήσω όταν θα το έχεις έτοιμο, και ξέρεις ότι δεν έχω χρήματα. Θα μου το φτιάξεις για χάρη της φιλίας μας;
 
Μερικές μέρες αργότερα το λυχνάρι ήταν έτοιμο.
 
Ευχαριστώ Ευθύβουλε, του είπα.
 
Μου χρωστάς μια εξήγηση Διογένη, τι το θες το λυχνάρι;
 
Το θέλω γιατί ψάχνω για ένα άνθρωπο. «Υπάρχει πολύς κόσμος γύρω μας αλλά ούτε ένας άνθρωπος».
 
Αυτό το επαναλάμβανε ο Διογένης συνέχεια, με διάφορους τρόπους, κάποιος που να βάζει τον εαυτό του κάτω από το καλό των άλλων.
 
Για αυτό τον λόγο, ο Διογένης προχωρούσε στους δρόμους της Αθήνας ακόμα και την ημέρα με το αναμμένο λυχνάρι, λέγοντας πως αναζητούσε έναν τίμιο άνθρωπο…

Η ασφάλεια μας μουδιάζει

Υπάρχει μια αρχαία αφρικανική παροιμία που υποστηρίζει πως η ζώνη άνεσης είναι ένα υπέροχο μέρος, μόνο που τίποτα δεν αναπτύσσεται εκεί. Διαφορετικά η περιοχή αυτή παρομοιάζεται με ένα «καλοστρωμένο πεζοδρόμιο»∙ εύκολο να το διαβεί κάποιος, αδύνατο όμως να δει λουλούδια στα βήματά του.    

Είναι αλήθεια. Το καλοστρωμένο αυτό πεζοδρόμιο, η πολλή ασφάλεια στην οποία συνήθισες να ζεις, ξυπόλητε διαβάτη, σε μουδιάζει, σε αδρανοποιεί. Κάθε μέρα τα ίδια, τα γνωστά. Σηκώνεσαι χαράματα, με το βίαιο τρόπο που μόνο ένα ξυπνητήρι υπόσχεται, με προορισμό μια ενασχόληση που δε σε ολοκληρώνει, για να γυρίσεις μετά από οκτώ ώρες ανίας σε ένα σπίτι που σε πνίγει, σε ένα σύντροφο που δεν είναι ο ιδανικός, αλλά καλύπτει τη μοναξιά σου, σε έναν εξουθενωμένο εαυτό βολεμένο στον καναπέ, σαν όγκος αδρανής. Μοιάζει καθόλου αυτό με τη ζωή που ονειρευόσουν ως παιδί; Δεν πλήττεις;

Στις πιο ανήσυχες περιόδους της ζωής μας είμαστε, ομολογουμένως, πιο δημιουργικοί και παραγωγικοί. Αυτό το μούδιασμα, η επανάπαυση, κοινώς το βόλεμα, δεσμεύει, απομακρύνει απ’ το μέγιστο δυνατό των οριζόντων που μπορείς να φτάσεις ως προσωπικότητα. Κι ενώ κάθε ημέρα είναι μια ευκαιρία να αλλάξεις αυτή την πραγματικότητα, επιλέγεις με συνοπτικές διαδικασίες ωχαδερφισμού να συμβιβαστείς, να φας μια καθημερινότητα μασημένη, γιατί μπροστά στο άγνωστο, αυτή η οικεία μετριότητα φαντάζει σαν κάτι τόσο καλό που δε θα ξαναβρείς την ευκαιρία να απολαύσεις.

Κι όμως, δεν είσαι καλά, εθελοτυφλείς! Πότε θα δεχτείς πως δεν έχουμε έρθει σ’ αυτή τη Γη, δε γεννιόμαστε, δεν έχουμε εξελιχθεί σε αυτό το βαθμό ως νοήμονα πλάσματα απλώς για να πληρώνουμε λογαριασμούς και να πεθαίνουμε; Πώς αντέχεις να ξοδεύεις τη ζωή σου έτσι; Αν αυτό που βιώνεις δε σε ενθουσιάζει, τότε τι πιο ξεκάθαρο θα σε πείσει πως είναι η λάθος επιλογή για σένα; Γιατί προσπαθείς μάταια να σιωπήσεις το φύσει ανήσυχο πνεύμα της ανθρώπινης αναγκαιότητάς σου;

Ο χρόνος σου σπαταλιέται σε κάθε άσκοπη προσπάθεια να ανταποκριθείς στις προσδοκίες ανθρώπων που δεν εκτιμάς καν ή ανθρώπων που νομίζουν ότι αγάπη είναι να σου λένε τι δεν μπορείς ή τι δεν πρέπει να κάνεις, για να προλάβουν κάθε λάθος σου. Προφανώς δε χρειάζεσαι τέτοιου είδους προστασία. Αρπάζεις μια ευκαιρία κι είτε θα έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα είτε όχι. Αυτό είναι ζωή και στο τέλος της θα μετανιώσεις πιο πολύ για τις στιγμές που έχασες, πάρα για αυτές που άδραξες.

Κάνε το βήμα πριν σιγουρευτείς πως είσαι έτοιμος, ώστε ακόμη κι αν δε σου βγει όπως ήθελες, η εμπειρία, με την υπόσταση ενός διδάγματος, που θα έχεις αποκομίσει να είναι από μόνη της ανεκτίμητη. Αν, λοιπόν, έχεις καταντήσει να ζεις μια ανιαρή και μίζερη ζωή επειδή άκουσες τον οποιονδήποτε που σου έλεγε πώς να την ζήσεις φυσιολογικά και με ασφάλεια, καλά να πάθεις! Τα μόνα ψάρια που πάνε με το ρεύμα είναι τα ψόφια!

Ο στόχος είναι να πεθάνεις με αναμνήσεις, όχι με όνειρα. Δεν είναι υγιές να λυπάσαι τον εαυτό σου επειδή είναι κολλημένος στο τέλμα ενός φαύλου κύκλου. Η ζωή δεν είναι κύκλος, είναι ευθεία και μέχρι να φτάσεις στο τέλος της μπορείς να αλλάζεις συνεχώς κατεύθυνση, να κάνεις ανήσυχα κι άτακτα βήματα. Κάθε στιγμή μπορείς να αποφασίσεις πως δε θα είναι αυτό το τέλος της ιστορίας σου. Μη ρίχνεις όλες τις ευθύνες στο πεπρωμένο, λοιπόν, μεμψίμοιρε διαβάτη.

«Μοίρα» είναι ένα ανύπαρκτο άλλοθι, μια επιχειρηματολογικά ανίσχυρη δικαιολογία για να περιμένεις να σου συμβούν όλα αυτά που θες και μπορείς να κατακτήσεις με αποκλειστικά δικές σου δυνάμεις, αλλά είτε βαριέσαι είτε θεωρείς ότι είναι υπερβολικά μεγάλο το ρίσκο για να επωμιστείς την ευθύνη του μόνος.

Έχεις ακούσει τη ρήση του Benjamin Franklin πως ο άνθρωπος που θυσιάζει την ελευθερία του για να του παρέχουν ασφάλεια δεν είναι άξιος ούτε της ελευθερίας, αλλά ούτε και της ασφάλειας; Για κανένα ποσοστό ασφάλειας δεν αξίζει να υποφέρεις αλυσοδεμένος μια μέτρια ρουτίνα που σκοτώνει τα όνειρά σου. Η σκέψη και μόνο ότι η ζωή τραβά το δρόμο της κι εσύ λείπεις, είναι αρκετή για να καταλάβεις πως και να θες, δεν προλαβαίνεις να λάβεις υπόψη σου τον ενδεχόμενο φόβο που ίσως νιώσεις μπροστά στο μεγαλείο της αληθινής ζωής, με όλη τη σημασία και την ενέργεια της λέξης.

Οι στιγμές που θες να βιώσεις έρχονται μέσα από απόπειρες δράσης, όχι προσευχής. Κι αν το σχέδιο α’ που είχες κατά νου δεν απέφερε αποτέλεσμα, το αλφάβητο έχει αλλά 23 γράμματα. Μην πτοηθείς ιδιαίτερα. Σε ένα κόσμο, λοιπόν, που επωφελείται απ’ τη συνθηκολόγησή σου με μια μίζερη επανάπαυση, το να αποδεσμεύσεις τον εαυτό σου από συμβιβασμούς είναι επαναστατική πράξη! Εξάλλου, έτσι πρέπει, ειδάλλως δε βλέπεις άστρα αν δε σηκώσεις κεφάλι!

Δεν είναι εύκολο, αλλά αξίζει κάθε κόπο. Αν ψάχνεις, λοιπόν, τον μοναδικό άνθρωπο που μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή, ρίξε μια ματιά στον καθρέπτη σου. Η αρχή της ζωής βρίσκεται στο τέλος της ζώνης άνεσής σου. Η συνθηκολόγηση, ο συμβιβασμός κι η υπερβολική ασφάλεια που τσιμεντώνει τα πόδια μας, τρέφονται απ’ τη δειλία και το φόβο κι απέχουν άρδην απ’ το πραγματικό νόημα της ζωής.

Επέκτεινε τα όριά σου πέρα απ’ το μούδιασμα αυτό, το μεταμφιεσμένο σε άνεση και ψευδαίσθηση ασφάλειας. Και κάθε φορά που νιώθεις ανασφαλής, θυμήσου τον John Shedd: και τα πλοία είναι ασφαλή στο λιμάνι, δε φτιάχτηκαν όμως γι’ αυτό!

Καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο, μα κάθε άνθρωπος μπορεί να εξηγήσει μόνο τον εαυτό του

Η ζωή κάθε ανθρώπου είναι ένας δρόμος προς τον εαυτό του, το πρόπλασμα ενός δρόμου, το προσχέδιο ενός μονοπατιού.

Κανένας άνθρωπος δεν έφτασε να είναι εντελώς ο εαυτός του, ωστόσο, οι πάντες φιλοδοξούν να το κατορθώσουν, άλλοι στα τυφλά, άλλοι µε περισσότερο φως, ο καθένας όπως μπορεί.

Όλοι μας ως το τέλος της ζωής μας κουβαλάμε τα υπολείμματα από τη γέννησή μας, τις μεμβράνες και το κέλυφος από τ’ αυγό ενός αρχέγονου κόσμου.

Πολλοί δεν καταφέρνουν ποτέ να γίνουν άνθρωποι.

Παραμένουν βάτραχοι, σαύρες, μυρμήγκια.

Πολλοί είναι άνθρωποι από τη μέση κι απάνω και ψάρια από τη μέση και κάτω.

Ο καθένας, ωστόσο, αντιπροσωπεύει μια προσπάθεια της φύσης να δημιουργήσει μια ανθρώπινη ύπαρξη.

Οι ρίζες μας είναι κοινές. Όλοι προερχόμαστε από την ίδια μήτρα.

Το κάθε άτομο ξεπετιέται από την ίδια άβυσσο, αγωνίζεται να πετύχει το σκοπό του.

Καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο, μα κάθε άνθρωπος μπορεί να εξηγήσει μόνο τον εαυτό του.

Οι δυνατότητες της ευτυχίας μας είναι περιορισμένες

Γι’ αυτό θα στραφούμε στο απλούστερο ερώτημα, τι αφήνουν οι άνθρωποι με την συμπεριφορά τους να διαφανεί σαν σκοπός και πρόθεση της ζωής τους, τι ζητούν οι ίδιοι από την ζωή, τι θέλουν να πετύχουν με αυτή.

Η απάντηση εδώ δεν είναι δύσκολη˙ επιδιώκουν την ευτυχία, θέλουν να γίνουν και να μείνουν ευτυχισμένοι.

Αυτή η επιδίωξη έχει δύο πλευρές, έναν θετικό και έναν αρνητικό σκοπό, από την μια πλευρά θέλει την απουσία του πόνου και της δυσαρέσκειας και από την άλλη το βίωμα ισχυρών αισθημάτων ηδονής.

Στην στενή σημασία της λέξης η «ευτυχία» αναφέρεται στο τελευταίο.

Αντίστοιχα με τον διαχωρισμό των σκοπών αναπτύσσεται και η δραστηριότητα των ανθρώπων προς δυο κατευθύνσεις, ανάλογα με το αν προσπαθεί να πραγματοποιήσει - κυρίως ή αποκλειστικά – τον ένα ή τον άλλο από τους σκοπούς.

Τον σκοπό της ζωής τον θέτει, όπως καταλαβαίνουμε, απλώς το πρόγραμμα της αρχής της ηδονής.

Αυτή η αρχή εξουσιάζει την επίδοση του ψυχικού μηχανισμού από την πρώτη στιγμή της ζωής˙ για την σκοπιμότητα της δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία και όμως το πρόγραμμά της βρίσκεται σε διαμάχη με όλο τον κόσμο, τόσο μακρόκοσμο όσο και τον μικρόκοσμο.

Η εκτέλεση της δεν είναι δυνατή, όλοι οι θεσμοί του κόσμου της αντιστέκονται˙ θα μπορούσε να πει κανείς: στο πρόγραμμα της «Δημιουργίας» δεν περιέχεται η πρόθεση να είναι ο άνθρωπος «ευτυχισμένος».

Αυτό που ονομάζουμε σε αυστηρή έννοια ευτυχία προέρχεται μάλλον από την ξαφνική ικανοποίηση συσσωρευμένων αναγκών και είναι σύμφωνα με την φύση του δυνατό μόνο σαν επεισοδιακό φαινόμενο.

Κάθε διάρκεια μιας ποθητής από την αρχή της ηδονής κατάστασης προσφέρει μόνο ένα αίσθημα χλιαρής ευχαρίστησης˙ είμαστε έτσι φτιαγμένοι, ώστε μπορούμε να απολαμβάνουμε έντονα μόνο την αντίθεση, την κατάσταση μόνο λίγο.

Έτσι οι δυνατότητες της ευτυχίας μας είναι περιορισμένες ήδη από την ιδιοσυστασία μας. Πολύ ποιο εύκολο είναι να μας βρει η δυστυχία.

Από τρεις πλευρές απειλεί ο πόνος, από τον ίδιο μας το σώμα, που προορισμένο για να μαραθεί και να διαλυθεί δεν μπορεί να αποφύγει τον πόνο και το άγχος σαν προειδοποιητικά σημάδια, από το περιβάλλον, που μπορεί να στραφεί εναντίον μας με πανίσχυρες, αδυσώπητες και καταστρεπτικές δυνάμεις και τελικά από τις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους.

Τον πόνο, που προέρχεται από αυτή την πηγή, τον αισθανόμαστε ίσως οδυνηρότερα από κάθε άλλον˙ τείνουμε να τον θεωρήσουμε σαν κατά κάποιον τρόπο περιττό συμπλήρωμα, αν και μοιραία δεν θα έπρεπε να είναι λιγότερο αναπότρεπτος από τον πόνο άλλης προέλευσης.

Δεν είναι παράξενο που οι άνθρωποι κάτω από την πίεση αυτών των δυνατοτήτων του πόνου συνηθίζουν να μειώνουν την απαίτηση τους για ευτυχία, όπως επίσης και η ίδια η αρχή της ηδονής μεταμορφώθηκε κάτω από την επίδραση του περιβάλλοντος στην λιγότερη αρχή της πραγματικότητας, αφού θεωρούμαστε ήδη ευτυχείς, όταν έχουμε αποφύγει την δυστυχία, όταν έχουμε ξεπεράσει τον πόνο, όταν γενικά το καθήκον της αποφυγής του πόνου απωθεί στο παρασκήνιο το καθήκον της αποκόμισης της ηδονής.
 
Σίγκμουντ Φρόυντ, Ο Πολιτισμός Πηγή Δυστυχίας

Μόνο αυτός που αισθάνεται πως αξίζει, μπορεί να δώσει στους απογόνους του να καταλάβουν τι σημαίνει να νιώθεις πως αξίζεις

Για να μάθω να εκτιμώ τον εαυτό μου δε φτάνει μόνο να αισθανθώ πως κάποιος τρίτος με εκτιμά. Πρέπει, επιπλέον, αυτός ο τρίτος να αισθάνεται ότι αξίζει ο ίδιος, και να τον θεωρώ κι εγώ αξιόλογο.

Τι να την κάνω την εκτίμηση κάποιου που δεν αξίζει ή δεν αισθάνεται ο ίδιος πως αξίζει;

Όποτε μιλάω γι’ αυτό το θέμα, μου έρχεται στο μυαλό μια ιστορία που αποφεύγω συνήθως να τη λέω δημοσίως γιατί το περιεχόμενό της είναι πολύ σκληρό.

Σήμερα όμως που συζητάμε την ξαναθυμήθηκα κι αποφάσισα να τη μοιραστώ μαζί σου, γιατί συμβολίζει κάτι που δεν μπορεί να συμβεί αν δεν πληρώσει κάποιος ένα πολύ ακριβό τίμημα, αλλά και γιατί δείχνει καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη πόσο μεγάλη επίδραση έχει στη ζωή μας η σχέση με τους γονείς μας.»

Πάει καιρός που ζούσε σ' ένα μικρό χωριό της Ανατολής ένας άντρας με τέσσερις γιους. Τη στιγμή που εκτυλίσσεται αυτή η ιστορία, ο μικρότερος ήταν γύρω στα τριάντα, ενώ τ' αδέλφια του 35, 37 και 40 χρόνων. Ο πατέρας είχε μόλις περάσει τα εξήντα, επειδή όμως την εποχή εκείνη το προσδόκιμο ζωής ήταν γύρω στα 40 χρόνια, στην ουσία ήταν ένας ηλικιωμένος με όλα τα προβλήματα της γεροντικής ηλικίας. Το μυαλό του, το σώμα, οι σφιγκτήρες, η ικανότητά του να τα καταφέρνει μόνος του... τίποτα δε λειτουργούσε καλά σ' αυτόν τον άνθρωπο.

Μια μέρα ο μικρότερος γιος παντρεύεται και φεύγει από το σπίτι, οπότε δημιουργείται ένα μεγάλο πρόβλημα: ο πατέρας μένει μόνος. Η μητέρα έχει πεθάνει στην τελευταία γέννα και τα μεγαλύτερα αδέλφια είναι ήδη παντρεμένα. Κατά συνέπεια, τώρα δεν υπάρχει κανείς για ν' αναλάβει τον ηλικιωμένο άνθρωπο, και το χειρότερο είναι ότι, την εποχή που μιλάμε, δεν υπάρχουν οίκοι ευγηρίας ούτε λεφτά για να πληρώσουν κάποιον να τον φροντίζει.

Τα παιδιά αρχίζουν να νιώθουν ότι, παρόλη την αγάπη που του έχουν, ο πατέρας τους αποτελεί πρόβλημα. Δεν μπορεί κανένα από τα παιδιά να τον πάρει στο σπίτι να ζήσει μαζί του και να τον φροντίζει. Άρα, βρίσκονται αντιμέτωποι μ' ένα πραγματικά σοβαρό πρόβλημα.

Η ουσία της ιστορίας αρχίζει όταν τα παιδιά μαζεύονται για να συζητήσουν ποιο θα είναι το μέλλον του πατέρα τους. Κάποια στιγμή σκέφτονται ότι θα μπορούσαν να τον παίρνουν στο σπίτι τους με τη σειρά, αμέσως όμως καταλαβαίνουν ότι αυτή δεν είναι επαρκής λύση και, εκτός των άλλων, θα είχε σοβαρές συνέπειες στη ζωή όλων τους. Και τότε, χωρίς καλά καλά να το καταλάβουν, αρχίζουν να σκέφτονται ότι το καλύτερο που θα μπορούσε να συμβεί, θα ήταν ο πατέρας τους να πεθάνει.

Παρά τον ψυχικό πόνο που τους δημιουργεί η συνειδητοποίηση αυτή, σημειώνουν αμέσως ότι δεν μπορούν να περιμένουν άπρακτοι να συμβεί το μοιραίο, καθώς ο πατέρας τους θα μπορούσε να ζήσει πολλά χρόνια ακόμη σ' αυτήν την κατάσταση.

Σκέφτονται, επίσης, ότι κανένας τους δεν μπορεί ν' αντέξει αυτήν την καθυστέρηση.

Και τότε, μυστηριωδώς, ένας τους έχει μια ιδέα: ίσως το μόνο που πρέπει να κάνουν είναι να περιμένουν να έρθει ο χειμώνας και ν' αποτελειώσει αυτός τον πατέρα τους.

Να γίνει, δηλαδή, όπως το φαντάζονται: να μπουν στο δάσος μαζί του, αυτός να χαθεί, και το κρύο με τους λύκους να αναλάβουν τα υπόλοιπα...

Τους θλίβει αυτή η προοπτική, ωστόσο αναγνωρίζουν ότι κάτι πρέπει να κάνουν για το μέλλον και τη ζωή τους. Αποφασίζουν λοιπόν να φροντίζουν τον πατέρα τους εναλλάξ, αλλά μόνο μέχρι να έρθει ο χειμώνας.

Μετά την πρώτη έντονη χιονόπτωση, τα τέσσερα αδέλφια συγκεντρώνονται ξανά στο σπίτι και λένε στον πατέρα τους:

«Έλα, πατέρα, πάμε να ντυθείς γιατί θα βγούμε.»

«Θα βγούμε; Με τέτοιο χιόνι;» ρωτάει εκείνος απορημένος.

Οι γιοί του, όμως, απαντάνε:

«Ναι, ναι, έλα, πάμε.»

Ο καημένος ο πατέρας ξέρει ότι το μυαλό του δε δουλεύει καλά τελευταία, κι έτσι αναγκάζεται να υπακούσει σ' αυτό που του λένε τα παιδιά του.

Τον ντύνουν, του φοράνε —τι ειρωνεία!— ένα ζεστό παλτό, και παίρνουν κι οι πέντε τον δρόμο για το δάσος.

Μόλις φτάνουν εκεί, αρχίζουν να ψάχνουν ένα μέρος για να τον αφήσουν και να εξαφανιστούν γρήγορα. Προχωρούν στο δάσος, όλο και πιο βαθιά, ώσπου κάποια στιγμή φτάνουν σ' ένα ξέφωτο. Αναπάντεχα, ακούνε τον πατέρα τους να λέει:

«Εδώ είναι.»

«Τι; Ποιο;» ρωτάνε έκπληκτοι οι γιοι του.

«Εδώ είναι» λέει ξανά.

Ο πατέρας ασφαλώς δεν είχε αρκετή πνευματική διαύγεια για να καταλαβαίνει τι συνέβαινε, κι εκείνοι είχαν προσέξει πολύ να μην τους ξεφύγει τίποτα... Σε τι αναφερόταν λοιπόν ο γέρος;

«Εδώ, εδώ. Αυτό εδώ είναι το μέρος...» επιμένει εκείνος, ιδρωμένος και με τα μάτια του να έχουν πεταχτεί έξω από τις κόγχες τους.

Τότε κι οι γιοι του τον ρωτάνε:

«Ποιο μέρος, πατέρα; Για τι πράγμα μιλάς;»

Κι ο γέρος τους απαντά:

«Εδώ είναι το μέρος όπου, πριν από είκοσι πέντε χρόνια, εγκατέλειψα τον πατέρα μου».

«Τρέχουν τα μάτια μου... Πολύ σκληρό. Τώρα καταλαβαίνω γιατί δεν τη διηγείσαι δημοσίως αυτήν την ιστορία.»

«Καλώς ή κακώς, αυτήν την επίδραση έχει η διαπαιδαγώγηση: αποκτούμε την τάση να συμπεριφερόμαστε στους γονείς μας όπως εκείνοι μας έμαθαν με τη συμπεριφορά τους απέναντι στους δικούς τους γονείς, και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, τα παιδιά μας θα κάνουν σ’ εμάς τα ίδια που είδαν να κάνουμε κι εμείς στους γονείς μας.

«Μεταδίδοντας στα παιδιά μας τη συναισθηματική ικανότητα της αγάπης, της φροντίδας και της στήριξης των δικών μας γονιών, τους έχουμε διδάξει αυτήν την ίδια ικανότητα· τους την έχουμε μάθει.

Ωστόσο, αν πηγαίνω σπίτι και λέω: “Πότε θα ’ρθει η ώρα να πεθάνει ο γέρος μου”, κάποια μέρα θα περάσει κι απ’ το μυαλό του δικού μου γιου η ιδέα να μ’ εγκαταλείψει στο δάσος.

Κι αυτό επαναλαμβάνεται με κάθε μήνυμα που στέλνουμε. Αν ζω λέγοντας μέσα μου πως δουλεύω σε μια δουλειά που δεν μου αρέσει, πως η ζωή είναι απαίσια, πως δεν αξίζω τίποτα, πως έχω βαρεθεί να είμαι όπως είμαι... αν ζω χωρίς αυτοσεβασμό και ντρέπομαι για τα λίγα που έχω πετύχει, εγκλωβισμένος στη ζωή που κάνω με χαμηλή αυτοεκτίμηση... πώς θα καταφέρω ο γιος μου (που είναι ο γιος κάποιου που δεν αξίζει) να νιώθει πως αξίζει;

Μόνο αυτός που αισθάνεται πως αξίζει, μπορεί να δώσει στους απογόνους του να καταλάβουν τι σημαίνει να νιώθεις πως αξίζεις.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει αν πρέπει ν’ αναζητήσω την εκτίμηση έξωθεν, στην περίπτωση που δεν είχα την τύχη να γεννηθώ σ’ ένα περιβάλλον όπου ο πατέρας και η μητέρα μου ένιωθαν να αξίζουν, εξυψώνοντάς με κι εμένα.

Σ’ αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να βρω ανθρώπους ικανούς να δίνουν και να παίρνουν αγάπη, ανθρώπους που είναι περήφανοι γι’ αυτό που είναι κι έχουν το θάρρος να πρωταγωνιστήσουν στη ζωή τους.

Πως μπορούμε να σταματήσουμε την κακόπιστη κριτική

1. ΝΑ ΜΗΝ ΜΠΑΙΝΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΣΜΟ ΝΑ ΑΠΑΝΤΑΜΕ ΜΕ ΜΙΑ ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΚΑΚΟΠΙΣΤΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΛΛΟ.

Όταν κρίνουμε κάποιον χωρίς να τον έχουμε γνωρίσει καλά, χάνουμε την ευκαιρία να καταλάβουμε τι είναι αυτό που κάνει τον άλλον μοναδικό. Επιτρέπουμε στον εαυτό μας να λειτουργήσει κοντόφθαλμα και να αρνηθεί να δει τα καλά στοιχεία στον άλλο. Μια επιπόλαια τέτοια κρίση θα θολώσει την μεγάλη εικόνα και θα μας αποτρέπψει από το να βλέπουμε το καλό στον κάθε άνθρωπο. Ειδικά στην περίπτωση που αυτοί είναι κοντινοί μας άνθρωποι, χάνουμε πολλές φορές την ευκαιρία να τους αγαπήσουμε περισσότερο.

Μην κρίνετε ίνα μην κριθείτε. Μην καταδικάζετε και δεν θα καταδικαστείτε. Συγχωρήστε, και θα συγχωρεθείτε.

Το να απεμπλακούμε από τον πειρασμό να κριτικάρουμε τους άλλους, αυτό θα μας κάνει να σταματήσουμε επιτέλους να κριτικάρουμε και τον ίδιο μας τον εαυτό για το καθετί. Ίσως έχουμε γίνει με τον καιρό ο χειρότερος κριτής του εαυτού μας. Όταν σταματάμε να κρίνουμε υπερβολικά τον εαυτό μας, αφήνουμε περισσότερο χώρο στο να αγαπήσουμε τον εαυτό μας. Οι τομείς που θέλουμε να βελτιώσουμε ίσως σταδιακά μεταβληθούν προς το καλύτερο επειδή έχουμε αλλάξει τον τρόπο που συμπεριφερόμαστε στον εαυτό μας προς μια περισσότερο θετική κρίση.

Μια μέρα που την περάσαμε κρίνοντας τον άλλον είναι μια οδυνηρή μέρα. Μία μέρα που περάσαμε κρίνοντας άδικα τον εαυτό μας είναι επίσης μια οδυνηρή μέρα. – Buddha

Καθώς αρχίζουμε αργά να μετριάζουμε την κριτική μας, θα δούμε ότι θα δεχόμαστε λιγότερη κριτική από τους άλλους. Οι δονήσεις μας θα γίνουν πιο καθαρές και θα απλωθούν γύρω μας επηρεάζοντας τον τρόπο που σας βλέπουν οι άλλοι.

2. ΚΑΝΤΕ ΠΙΟ ΘΕΤΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ.

Η πρώτη συμβουλή είναι μια σταδιακή διαδικασία και είναι κάτι που δεν γίνεται εν μία νυκτί. Εν τω μεταξύ, η πρακτική να αλλάξουμε την προοπτική μας και να γίνουμε πιο θετικοί, είναι μια εξαιρετική λύση.

Την επόμενη φορά που θα βρεθείτε υπόλογος μιας κακής κριτικής, δείτε πόσα πολλά έχετε επιτύχει. Έχετε κάνει πολύ δρόμο, έχετε κατορθώσει πολλά και κάνετε ό,τι καλύτερο μπορείτε, και το ξέρετε. Στην πραγματικότητα, όσο καλύτερα πράγματα επιτυγχάνετε, τόσο περισσότερη κριτική θα δέχεστε. Έτσι, δημιουργώντας τη συνήθεια να σκέφτεστε πιο θετικά, αποκτάτε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και βλέπετε τη ζωή πιο θετικά.

Η υψηλότερη πνευματική ενασχόληση είναι να παρατηρούμε τον εαυτό μας χωρίς να τον κρίνουμε. – Swami Kripalu

3. ΜΗΝ ΤΟ ΠΕΡΝΕΤΕ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ.

Αν κάποιος σας επικρίνει, μην ξεχνάτε ότι η γνώμη του προκύπτει από την περιορισμένη γνώση και αντίληψη που έχει για σας. Εκείνος δεν είναι εσείς και δεν βίωσε ποτέ τη ζωή όπως εσείς. Ως εκ τούτου, η γνώμη του πραγματικά δεν έχει σημασία. Στην πραγματικότητα, μερικές φορές όταν κάποιος αισθάνεται μια μορφή ζήλειας απέναντί σας, θα προσπαθήσει σκόπιμα να σας πληγώσει. Αυτό τον κάνει να αισθάνεται καλύτερα.

Ισως είναι δύσκολο να μάθε κανείς να μένει απρόσβλητος από την κριτική, ειδικά αν προέρχεται από κάποιον που αγαπάει. Μπορεί να αισθάνεστε σαν να πρέπει να προστατέψετε τον εαυτό σας. Όμως, η καλύτερη επιλογή είναι απλώς να πάψουμε να επηρεαζόμαστε.

Χρειάζεται δύναμη για αυτό. Αυτή η δύναμη προέρχεται από μια εσωτερική αυτοπεποίθηση, ότι γνωρίζουμε πως κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε. Αν δυσκολευτούμε να το κάνουμε, ας αναρωτηθούμε μήπως υπάρχει κάποια αλήθεια στα λεγόμενα του. Μερικές φορές η κρίση που έχει ενσυναίσθηση μπορεί να μας βοηθήσει να βελτιωθούμε και να αναπτυχθούμε.

Όταν κρίνεις τους άλλους, δεν σου μένει χρόνος να τους αγαπήσεις.

4. ΑΦΗΣΤΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΝΑ ΚΥΛΗΣΕΙ ΜΟΝΗ ΤΗΣ.

Έτσι, εάν έχετε δοκιμάσει όλες τις παραπάνω συμβουλές και εξακολουθείτε να λαμβάνετε κακόβουλη κριτική (όχι αγαπητική κριτική που έχει ενσυναίσθηση), την οποία δεν μπορείτε να χειριστείτε καλύτερα να αφήσετε την κατάσταση να εξελιχθεί και να θέσετε τα δικά σας όρια στη σχέση σας με αυτό το άτομο.

Ένα αρνητικό περιβάλλον, ειδικά με τους ανθρώπους που πραγματικά ενδιαφέρονται, μπορεί να επηρεάσει γρήγορα την προσωπική σας ευτυχία και την αυτο-ανάπτυξη. Πρέπει να αναπτυχθούμε και πρέπει να ξεπεράσουμε αρκετές εξωτερικές επιρροές. Πρέπει να γεμίσουμε το περιβάλλον μας με αγαπημένους, θετικούς ανθρώπους που νοιάζονται για την ευημερία μας και σκεφτόμαστε το καλό μας.

Αγάπη είναι η απουσία κριτικής! – Δαλάι Λάμα

Ο άνθρωπος κατανοεί αυτό που βλέπει

Είναι απίστευτο το πώς μερικά πράγματα, όσο μικρά και ασήμαντα κι αν φαίνονται, μας επηρεάζουν τόσο πολύ και τόσο βαθιά. Μας αλλάζουν τη διάθεση, τον τρόπο σκέψης, ακόμα και την όρεξή μας.

Μερικοί άνθρωποι είναι (υπερβολικά) ευαίσθητοι. Είναι αυτοί που – καλώς ή κακώς – αναλύουν τα πάντα και αφήνουν να τους αγγίζουν τα πάντα. Αυτοί που πιάνονται από λέξεις και συμπεριφορές, που πιστεύουν υποσχέσεις και περιμένουν πως αυτοί που τις δίνουν, θα τις υλοποιήσουν κιόλας. Είναι αυτοί που νιώθουν τα πάντα έντονα. Αυτοί που όταν η καρδιά πονάει, ασθενεί και το σώμα και η ψυχή.

Κι από την άλλη, είναι όλοι οι άλλοι. Οι αναίσθητοι, τους οποίους δεν αγγίζει τίποτα. Που τσακώνονται με τον άνθρωπό τους αλλά συνεχίζουν τη ζωή τους ανενόχλητοι, τρώνε με την ίδια όρεξη, και δεν αφήνουν τίποτα να τους επηρεάσει. Είναι αυτοί με τους οποίους όλοι οι άλλοι θα ήθελαν να μοιάσουν, αλλά δεν μπορούν.

Οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί. Αλλά μερικά συναισθήματα είναι τα ίδια. Αυτό που αλλάζει είναι η ένταση με την οποία τα νιώθουμε. Είναι η συνειδητοποίηση πως τα λόγια και οι πράξεις συχνά μας πληγώνουν και δύσκολα μπορούμε να τα πάρουμε πίσω. Ως λογικά όντα, βλέπουμε αυτό που οι άλλοι μας δείχνουν κι από αυτά βγάζουμε τα συμπεράσματά μας.

Όποια κι αν είναι αυτά και όσο κι αν άλλοι λένε πως παρερμηνεύουμε καταστάσεις. Μπορεί, μέσα στη συναισθηματική σύγχυση, να σκεφτόμαστε υπερβολικά και να παραλογιζόμαστε. Αλλά η αλήθεια είναι πως ο άνθρωπος κατανοεί αυτό που βλέπει.

Στις πράξεις φαίνεται το πόσο νοιάζεται ο άλλος και πόσο αγνές ή καλοπροαίρετες προθέσεις έχει. Στο να τρέξει κοντά σου, όταν νιώσει πως έχεις ανάγκη κάποιον δίπλα σου. Στο να ζορίζεται για να είναι εκεί, αλλά να το θέλει τόσο που η ταλαιπωρία να μην φαίνεται στο πρόσωπό του. Βλέπουμε αυτό που ο άλλος θέλει να μας δείξει.

Και σε αυτό δε χωράνε παρεξηγήσεις ούτε παρερμηνεύσεις. Η πραγματικότητα είναι απλή, εμείς κάνουμε τα πράγματα πιο δύσκολα με το να μην μπορούμε να επικοινωνήσουμε ξεκάθαρα. Όσο κι αν το θέλουμε, οι άλλοι δεν μπορούν να διαβάσουν αυτό που έχουμε στο μυαλό μας. Αν δεν το πεις και δεν το δείξεις, είναι σαν να μην ισχύει. Τόσο απλά.

Δεν έχω ανάγκη τη συμβουλή σου… έχω ανάγκη να με ακούσεις πραγματικά

Δεν έχω ανάγκη τη συμβουλή σου, αυτό που έχω ανάγκη είναι να με ακούσεις πραγματικά, βγάζοντας τις παρωπίδες της δικής σου άποψης. Δεν έχω ανάγκη τη συμβουλή σου, αυτό που έχω ανάγκη είναι να με αφήσεις ελεύθερο να κάνω τις επιλογές μου, να είμαι υπεύθυνος για τη ζωή μου.

Δεν έχω ανάγκη τη συμβουλή σου, αυτό που θέλω είναι να ακούσω την άποψή σου, όταν εγώ στη ζητήσω. Δεν έχω ανάγκη τη συμβουλή σου, αυτό που χρειάζομαι είναι η στήριξή σου στις επιλογές μου, ακόμη και όταν διαφωνείς με αυτές. Δεν έχω ανάγκη τη συμβουλή σου, οι «λύσεις» οι δικές σου και ο τρόπος ζωής ο δικός σου μπορεί να μην ταιριάζουν σε μένα.

Έχω ανάγκη την ανιδιοτελή αγάπη σου. Δε θέλω να νιώθω μόνος σε αυτό το ταξίδι της ζωής. Δεν αντέχω τους εκβιασμούς σου. Αγαπάς το δικό σου άνθρωπο ακόμη και όταν διαφωνείς μαζί του, ακόμη και όταν οι επιλογές σας και ο τρόπος ζωής σας είναι τελείως διαφορετικός.

Δεν αντέχω το «εγώ σου τα ‘λεγα». Η ζωή δεν είναι διαγωνισμός για το ποιος έχει δίκιο και ενώ εσύ, όταν το λες, νιώθεις ότι έχεις το «πάνω χέρι», εγώ βυθίζομαι στη θλίψη και τις ενοχές. Αυτό που θέλω είναι, αν πέσω, να με βοηθήσεις να σηκωθώ και να συνεχίσω το δρόμο μου.

Επιθυμώ να πάρω τα δικά μου μαθήματα από τη ζωή, έτσι γίνεται ο άνθρωπος ώριμος και ανεξάρτητος. Θέλω να χαίρεσαι με τις χαρές μου και στις λύπες μου να βρίσκεσαι κοντά μου με ενσυναίσθηση και με ενθαρρυντικό πηγαίο χαμόγελο.

Αγαπημένε μου πατέρα, αγαπημένη μου μητέρα, αγαπημένη μου αδελφή, αγαπημένε μου αδελφέ, φίλε, σύζυγε, σύντροφε, συνεργάτη, παιδί μου… Δεν έχω ανάγκη τη συμβουλή σου!

Στάσου δίπλα μου και δώσε μου το χέρι σου να συμπορευτούμε ισότιμα, με αγάπη και αλληλοϋποστήριξη. Πραγματικά, δεν έχω ανάγκη τη συμβουλή σου. Έχω ανάγκη… εσένα!

Ακραιόφιλα: Η άγνωστη ζωή των βακτηρίων που ευδοκιμούν σε ακραίες συνθήκες

Οι πολύπλοκοι οργανισμοί, ιδιαίτερα οι μεγάλοι, όπως ο άνθρωπος, είναι σχεδιασμένοι να είναι αρκετά απαραβίαστοι πύργοι της δικής τους εσωτερικής βιοχημείας: στις περισσότερες περιπτώσεις, αν δεν καταπιούμε ούτε εισπνεύσουμε μία ουσία, δεν μπορεί κατά βάθος να μας αλλάξει. Έτσι, οι βιοχημικές διεργασίες όλων των σπονδυλωτών τείνουν με την πάροδο του χρόνου να παραμένουν σχεδόν ίδιες.

Τα βακτήρια, από την άλλη πλευρά, είναι πολύ πιο εκτεθειμένα στις χημικές μεταβολές του περιβάλλοντος. Μια αποικία μπορεί να βρεθεί ξαφνικά λουσμένη σε μια βλαβερή χημική ουσία – ας πούμε, ένα απολυμαντικό σαν το οικιακό λευκαντικό. Αναρωτιέται κανείς πώς αυτοί οι ιδιαίτερα ευάλωτοι οργανισμοί έχουν εξελιχθεί σε μια εκπληκτική ποικιλία χημικών ουσιών.

Πράγματι, η βακτηριακή εξέλιξη οφείλεται στη χημική καινοτομία, στην παραγωγή ενζύμων (ή στη μετασκευή παλαιών) για να κάνουν νέα χημικά κόλπα. Μία από τις πιο συναρπαστικές και διδακτικές ενδείξεις αυτού του εξελικτικού μοντέλου συμβαίνει μεταξύ των βακτηρίων των οποίων τα μυστικά μόλις αρχίσαμε πρόσφατα να μαθαίνουμε, μία ομάδα γνωστή ως «extremophiles/ακραιόφιλα» λόγω της προτίμησης των μελών της για τα πιο αφιλόξενα περιβάλλοντα.

Βρέθηκαν βακτήρια στις θερμές πηγές του Γέλοουστοουν (το Pyrococcus furiosus ευδοκιμεί σε βραστό νερό και παγώνει μέχρι θανάτου σε θερμοκρασίες κάτω από τους 70 βαθμούς) και στο υπέρθερμο νερό των ρηγμάτων σε μεγάλα βάθη της θάλασσας (όπου η υψηλή πίεση στο βάθος αποτρέπει το νερό από τον βρασμό). Έχουν βρεθεί ότι ζουν σε περιβάλλον όξινο όπως το πυκνό θειικό οξύ και σε οξέα αλκαλικά περιβάλλοντα. Το Thermoplasm acidophilum είναι ένα παντός καιρού ακραιόφιλο και αντέχει, όπως υποδηλώνει και το όνομά του, τόσο στις υψηλές θερμοκρασίες όσο και στο χαμηλό pH.

Ορισμένα είδη έχουν ανακαλυφθεί σε πετρώματα που σχετίζονται με αποθέσεις πετρελαίου, μετατρέποντας το πετρέλαιο και άλλα οργανικά υλικά σε πηγές κυτταρικής ενέργειας, κάπως σαν πάρα πολλά μικρά σοφιστικέ αυτοκίνητα. Ένα από αυτά τα είδη κατοικεί σε βράχους ένα μίλι ή περισσότερο σε βάθος και πεθαίνει παρουσία οξυγόνου. Ταιριαστά, λοιπόν, ονομάζεται Bacillus infernus.

Ίσως τα πιο αξιοσημείωτα μικρόβια που ανακαλύφθηκαν τα τελευταία χρόνια είναι αυτά που υπονομεύουν αυτό που κάποτε θεωρήθηκε βασικό δόγμα της βιολογικής επιστήμης – ότι όλη η ενέργεια για τις διαδικασίες διαβίωσης έρχεται τελικά από τον ήλιο.

Ενώ ακόμη και το B. infernus και τα πετρελαϊκά βακτήρια που απαντούν σε ιζηματογενή πετρώματα συνδέονται με το οργανικό παρελθόν – ο ήλιος λάμπει πριν από καιρό στα φυτά και τα ζώα, των οποίων τα απομεινάρια είναι σήμερα ορυκτά καύσιμα-, τα λεγόμενα λιθοαυτότροφα είναι ικανά να εκχυλίζουν τα θρεπτικά συστατικά που χρειάζονται από τα βράχια που δημιουργούνται de novo από τα ηφαίστεια.

Αυτά τα πετρώματα – ο γρανίτης είναι ένα παράδειγμα – δεν φέρουν ίχνη οργανικού υλικού. Δεν περιέχουν κανένα ίχνος της ενέργειας των ηλιόλουστων προϊστορικών ημερών. Τα λιθοαυτότροφα πρέπει να κατασκευάσουν τα δικά τους οργανικά μόρια από ανόργανα υλικά. Ζουν, κυριολεκτικά, με μια διατροφή πετρωμάτων.

Αγάπη και ελευθερία – και οι δυο φτερούγες χρειάζονται

Όταν είσαι μόνος, νιώθεις μοναξιά, νιώθεις να σου λείπει ο άλλος. Η ζωή σου μοιάζει μισή. Χάνει τη χαρά, χάνει τη ροή, το άνθισμα. Παραμένει υποσιτισμένη.

Αν είσαι με άλλον, τότε προκύπτει ένα καινούργιο πρόβλημα, γιατί ο άλλος αρχίζει να καταπατά τον χώρο σου. Αρχίζει να σου βάζει όρους, να ζητάει πράγματα από σένα, αρχίζει να καταστρέφει την ελευθερία σου κι αυτό πληγώνει.

Και μέχρι τώρα η ανθρωπότητα έχει ζήσει με τέτοιο τρελό τρόπο, που μόνο μία ανάγκη μπορείς να ικανοποιήσεις: Μπορείς να είσαι ελεύθερος, μόνον αν εγκαταλείψεις την ιδέα της αγάπης.

Εγκατέλειψε την ιδέα της αγάπης και είσαι ελεύθερος.

Δεν υπάρχει κανένας για να σε εμποδίσει, δεν υπάρχει κανένας για να ανακατευτεί μαζί σου, κανένας για να έχει απαιτήσεις, κανένας για να σε κατέχει. Τότε όμως η ζωή γίνεται κρύα, σχεδόν νεκρή.

Δεν υπάρχει χορός ούτε χαρά ούτε τραγούδι. Όλα τα τραγούδια έχουν εξαφανιστεί, κάθε χαρά έχει πεθάνει. Είναι παράλυτοι. Πώς μπορούν να χορέψουν; Είναι ανάπηροι. Πώς μπορούν να χορέψουν; Δεν υπάρχει τίποτα για να χορέψουν. Οι ενέργειές τους είναι κολλημένες, δεν ρέουν πια. Για τη ροή χρειάζεται ο άλλος. Χωρίς τον άλλο δεν υπάρχει ροή.

Και η πλειοψηφία της ανθρωπότητας έχει προτιμήσει την αγάπη κι έχει εγκαταλείψει την ιδέα της ελευθερίας. Τότε οι άνθρωποι ζουν σαν σκλάβοι. Ο άντρας έχει υποβιβάσει τη γυναίκα σε πράγμα, σε είδος και το ίδιο έχει κάνει και η γυναίκα με τον δικό της επιδέξιο τρόπο: Έχει καταδυναστεύσει όλους τους συζύγους.

Ο άντρας έχει υποβιβάσει τη γυναίκα σε σκλάβα και η γυναίκα έχει υποβιβάσει τον άντρα σε σκλάβο. Και φυσικά και οι δύο μισούν τη σκλαβιά και οι δύο της αντιστέκονται. Συνεχώς μάχονται και με την παραμικρή αφορμή αρχίζει η μάχη.

Στο βάθος όμως βρίσκεται η πραγματική μάχη: Η πραγματική μάχη βρίσκεται στο ότι και οι δύο αποζητούν την ελευθερία. Δεν μπορούν να το πουν τόσο ξεκάθαρα, μπορεί ακόμη και να το έχουν ξεχάσει εντελώς.

Για χιλιάδες χρόνια, αυτός είναι ο τρόπος που έχουν ζήσει οι άνθρωποι. Έχουν δει τον πατέρα τους και τη μητέρα τους να έχουν ζήσει με τον ίδιο τρόπο, έχουν δει τους παππούδες τους να έχουν ζήσει με τον ίδιο τρόπο… Μ’ αυτόν τον τρόπο ζουν οι άνθρωποι, τον έχουν αποδεχτεί. Η ελευθερία τους έχει καταστραφεί.

Είναι σαν να προσπαθούμε να πετάξουμε στον ουρανό με ένα φτερό. Μερικοί άνθρωποι έχουν το φτερό της αγάπης και μερικοί έχουν το φτερό της ελευθερίας. Και οι δύο είναι ανίκανοι να πετάξουν. Χρειάζονται και τα δύο φτερά.

Η αγάπη είναι φυσική ανάγκη. Είναι σαν το φαγητό. Αν πεινάς, φυσικά θα αισθάνεσαι μια βαθιά ανησυχία. Χωρίς αγάπη, η ψυχή σου πεινάει. Η αγάπη είναι η τροφή της ψυχής.

Όπως ακριβώς το σώμα χρειάζεται φαγητό, νερό και αέρα, έτσι και η ψυχή χρειάζεται αγάπη. Αλλά η ψυχή χρειάζεται και ελευθερία. Και είναι ένα από τα πιο περίεργα πράγματα το ότι δεν έχουμε δεχθεί ακόμη αυτό το γεγονός.

Αν αγαπάς, δεν υπάρχει ανάγκη να σου καταστρέψουν την ελευθερία σου. Και τα δύο μπορούν να συνυπάρχουν, δεν υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ τους. Εξαιτίας της ανοησίας μας έχουμε δημιουργήσει ανταγωνισμό.

Γι’ αυτό οι μοναχοί νομίζουν πως οι εγκόσμιοι άνθρωποι είναι ανόητοι και κατά βάθος οι εγκόσμιοι άνθρωποι ξέρουν πως οι μοναχοί είναι ανόητοι, γιατί χάνουν όλες τις χαρές της ζωής.

Μάλλον θα πρέπει να αλλάξεις τη νοοτροπία σου σχετικά με την αγάπη και την ελευθερία. Αγάπα τον άλλο, δώσε του όμως ολοκληρωτική ελευθερία. Αγάπα τον άλλο, ξεκαθάρισέ του όμως από την πρώτη κιόλας στιγμή πως δεν πουλάς την ελευθερία σου.

Επέμενε για ελευθερία και μη χάνεις την αγάπη! Δεν υπάρχει ανάγκη. Δεν υπάρχει φυσική έχθρα ανάμεσα στην ελευθερία και την αγάπη. Πρόκειται απλώς για μια καλλιεργημένη εχθρότητα. Φυσικά, επί αιώνες έχει γίνει έτσι, οπότε το έχεις συνηθίσει, έχει γίνει κατεστημένο.

Όταν είσαι απελευθερωμένος, θα μπορέσεις να δεις την ομορφιά της αγάπης και της ελευθερίας μαζί. Είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αν πραγματικά αγαπάς το άτομο, θα του δώσεις απόλυτη ελευθερία. Αυτό είναι ένα δώρο αγάπης. Και όταν υπάρχει ελευθερία, τότε η αγάπη ανταποκρίνεται απεριόριστα.

Όταν δίνεις ελευθερία σε κάποιον, του έχεις δώσει το μεγαλύτερο δώρο και τότε η αγάπη έρχεται σε σένα τρέχοντας.

Η αγάπη είναι μια βασική ανάγκη, όσο βασική είναι η ελευθερία, οπότε και οι δύο χρειάζεται να ικανοποιηθούν. Και ένας άνθρωπος γεμάτος από αγάπη και ελευθερία είναι ένα από τα πιο όμορφα φαινόμενα στον κόσμο. Και όταν συναντιόνται δύο πρόσωπα τέτοιας ομορφιάς, τότε η σχέση τους δεν είναι καθόλου σχέση. Είναι σύνδεσμος. Είναι μια συνεχής ροή, σαν του ποταμού. Συνεχώς κατευθύνεται προς μεγαλύτερα ύψη.

Όταν ένα ώριμο άτομο είναι μόνο του, νιώθει πληρότητα. Όταν ένα ώριμο άτομο δίνει αγάπη, τη δίνει χωρίς κανένα κίνητρο, απλώς τη δίνει. Και όταν ένα ώριμο άτομο δίνει αγάπη, αισθάνεται ευγνωμοσύνη που έχεις δεχθεί την αγάπη. Δεν προσδοκεί να είσαι ευγνώμων γι’ αυτό, όχι, καθόλου, ούτε και χρειάζεται τις ευχαριστίες σου. Σε ευχαριστεί που δέχθηκες την αγάπη του.

Και όταν δύο ώριμα άτομα είναι ερωτευμένα, συμβαίνει ένα από τα μεγαλύτερα παράδοξα της ζωής, ένα από τα πιο όμορφα φαινόμενα: Είναι μαζί κι όμως απίστευτα μόνοι. Είναι τόσο πολύ μαζί, που είναι σχεδόν σαν ένα.

Η ενότητά τους όμως δεν καταστρέφει την ατομικότητά τους, στην πραγματικότητα, την εντείνει:

Γίνονται περισσότερο άτομα. Δύο ερωτευμένα ώριμα άτομα βοηθούν το ένα το άλλο να γίνουν περισσότερο ελεύθερα. Δεν υπεισέρχεται καμία πολιτική ούτε διπλωματία, καμία προσπάθεια για κυριαρχία. Πώς μπορείς να δυναστεύεις το άτομο που αγαπάς;

Σκέψου το μονάχα. Η κυριαρχία είναι ένα είδος μίσους, θυμού, εχθρότητας. Πώς μπορείς να δυναστεύσεις το άτομο που αγαπάς; Θα ήθελες να δεις το άτομο τελείως ελεύθερο, ανεξάρτητο, οπότε θα του δώσεις περισσότερη ατομικότητα.

Γι’ αυτό το αποκαλώ το μεγαλύτερο παράδοξο: Είναι τόσο πολύ μαζί, ώστε να γίνονται σχεδόν ένα, όμως, μέσα σ’ αυτή την ενότητα, παραμένουν ακόμη άτομα. Οι προσωπικότητές τους δεν εξαλείφονται, εξυψώνονται περισσότερο. Ο σύντροφός τους τους έχει εμπλουτίσει σε ό, τι αφορά την ελευθερία τους.

Όταν ερωτεύονται οι ανώριμοι άνθρωποι, καταστρέφουν την ελευθερία του άλλου, υποδουλώνουν, φυλακίζουν. Όταν ερωτεύονται τα ώριμα άτομα, βοηθούν ο ένας τον άλλο να είναι ελεύθεροι, βοηθούν ο ένας τον άλλο να καταστρέψουν κάθε είδους υποδούλωση. Και όταν η αγάπη ρέει με ελευθερία, υπάρχει ομορφιά. Όταν όμως ρέει με εξάρτηση, υπάρχει ασχήμια.

Να θυμάσαι, η ελευθερία έχει μεγαλύτερη αξία από την αγάπη. Οπότε, αν η αγάπη καταστρέφει την ελευθερία, τότε δεν αξίζει. Η αγάπη μπορεί και να παραληφθεί.

Η ελευθερία πρέπει να διασωθεί. Η ελευθερία έχει μεγαλύτερη αξία. Και χωρίς ελευθερία δεν μπορείς ποτέ να είσαι χαρούμενος. Αυτό είναι αδύνατον! Η ελευθερία είναι επιθυμία κάθε άντρα και κάθε γυναίκας.

Απόλυτη ελευθερία! Πέρα για πέρα ελευθερία! Έτσι, οτιδήποτε καταστρέφει την ελευθερία, ο άλλος αρχίζει να το μισεί.

Πράγματι, όταν δύο άνθρωποι είναι ερωτευμένοι, δεν θα πρέπει να μένουν μαζί όλο το εικοσιτετράωρο. Είναι πάρα πολύ βλαβερό για εκείνους κι ακόμη περισσότερο είναι βλαβερό για την ίδια την αγάπη.

Οι άνθρωποι σκοτώνουν και καταστρέφουν την αγάπη τους με το να μένουν μαζί τόσο πολύ, γιατί στο βάθος κάτι παραβιάζεται. Ο καθένας χρειάζεται ένα συγκεκριμένο χώρο και οι εραστές αναμιγνύονται υπερβολικά, ο ένας στη ζωή του άλλου, χωρίς να το γνωρίζουν. Αγαπούν, έτσι θέλουν να προσκολλούνται και ν’ αναμιγνύονται με το καθετί. Και να πώς καταστρέφεται κάθε αγάπη.

Η αγάπη μπορεί να είναι υπερβολικά όμορφη, όταν δεν καταστρέφεται. Αν καταστρέφεται, μπορεί να γίνει η μεγαλύτερη κόλαση που υπάρχει.

Αν ζεις για πάρα πολύ καιρό μόνος, βαριέσαι. Δεν υπάρχει διέγερση. Μονάχα εσύ και εσύ και εσύ. Είναι μονότονο, μία και μοναδική νότα. Θέλεις μια αλλαγή, λίγο καρύκευμα. Ο άλλος φέρνει την αλλαγή, φέρνει έναν άλλο κόσμο μέσα στο δικό σου κι αυτό είναι χρήσιμο.

Έτσι, όταν αισθάνεσαι την ανάγκη του άλλου, αναζήτησέ τον. Και μόλις νιώσεις ότι η ανάγκη έχει εκπληρωθεί, επέστρεψε στο δικό σου κόσμο. Οι εραστές μπορούν να μάθουν αυτό το ρυθμό: Να είναι ο καθένας μόνος του, αλλά και να συνυπάρχουν. Και συνεχώς να κινούνται ανάμεσα στα δύο.

Αν το άλλο πρόσωπο σ’ αγαπά, θα σεβαστεί την ανάγκη σου να μείνεις μόνος, και αν το αγαπάς, θα σεβαστείς την ανάγκη του. Η εναλλακτική λύση βρίσκεται ανάμεσα στην αγάπη και στη μη αγάπη.

Αν δεν αφήνεις χώρο στο άλλο πρόσωπο, τότε, σιγά-σιγά αυτό γίνεται δυστυχισμένο και θα δραπετεύσει τελείως. Λοιπόν, δώσε του λίγο χώρο, μην προσκολλάσαι και τότε η ερωτική σχέση μπορεί να γίνει κάτι μόνιμο. Μπορεί να συνεχίζεται και να συνεχίζεται, αν το σχοινί είναι αρκετά μακρύ.

Αν το σχοινί είναι πολύ κοντό, αργά ή γρήγορα ο ένας αισθάνεται φυλακισμένος και μόλις έρθει αυτό το συναίσθημα, τότε η ελευθερία γίνεται πιο σημαντική από την αγάπη.

Η ελευθερία δεν είναι πιο σημαντική από την αγάπη, αλλά την αισθάνεσαι έτσι, αν η ίδια η αγάπη γίνει μια φυλακή. Αν η αγάπη συνεχίζει να ξεχειλίζει από ελευθερία, τότε δεν υπάρχει πρόβλημα.

Το πρόβλημα προκύπτει γιατί νομίζουν ότι εσύ προσπαθείς να δραπετεύσεις και ότι η αγάπη θα καταστραφεί, οπότε φοβούνται και προσκολλώνται περισσότερο. Όσο περισσότερο προσκολλώνται, τόσο περισσότερο αρχίζεις να δραπετεύεις. Έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος.

Εφόσον η κατανόηση ρέει μεταξύ σας, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Είμαστε εδώ για να κάνουμε ο ένας τον άλλο ευτυχισμένο, όχι δυστυχισμένο. Αν κάνεις τον άλλο ευτυχισμένο, η δική σου ευτυχία αυξάνεται και ο άλλος στο ανταποδίδει ατελείωτα. Μπορεί να συνεχίσει να αντανακλάται με χίλιους δυο τρόπους.

Υπάρχει ένα από τα πιο βαθιά ριζωμένα προβλήματα σε κάθε σχέση άντρα – γυναίκας. Ο άντρας έχει περισσότερη ανάγκη από ελευθερία, παρά από αγάπη και η γυναίκα έχει περισσότερη ανάγκη από αγάπη, παρά από ελευθερία. Δεν είναι μόνο δικό σου πρόβλημα. Αποτελεί πρόβλημα για όλο τον κόσμο, για κάθε ζευγάρι.

Η γυναίκα δεν ανησυχεί καθόλου για ελευθερία. Είναι έτοιμη να γίνει σκλάβα αν κάνει και τον άλλο σκλάβο. Είναι έτοιμη να κάνει οποιαδήποτε δέσμευση, αν δεσμευτεί και ο άλλος. Είναι έτοιμη να ζήσει σε μια φυλακή, αν κι ο άλλος είναι έτοιμος να ζήσει σ’ ένα σκοτεινό κελί.

Και ο άντρας είναι έτοιμος να θυσιάσει ακόμη και την αγάπη του, αν ριψοκινδυνεύει η ελευθερία του. Θα ήθελε να ζήσει στον ανοιχτό ουρανό, ακόμη και μόνος, δεν πειράζει. Θα ήθελε να ζει σε μια αγαπημένη σχέση, αυτή όμως γίνεται σκοτεινή φυλακή. Λοιπόν αυτό είναι το πρόβλημα.

Αν έχουν κατανόηση, τα βρίσκουν. Αυτός μειώνει λίγο την ανάγκη του για ελευθερία και η γυναίκα την ανάγκη της για δέσμευση και κτητικότητα και έρχονται σε ισορροπία. Τότε, η γυναίκα χρειάζεται πενήντα τοις εκατό αγάπη, πενήντα τοις εκατό δέσμευση και ο άνδρας πενήντα τοις εκατό αγάπη, πενήντα τοις εκατό ελευθερία. Τότε υπάρχει μια δυνατότητα για κατανόηση και ανάπτυξη.

Αν εσύ ζητάς εκατό τοις εκατό δέσμευση κι εκείνος ζητάει εκατό τοις εκατό ελευθερία, τότε θα υπάρχει συνεχής διαμάχη και διαπληκτισμοί και γκρίνια κι αυτό είναι άσχημο. Και ποιό είναι το νόημα όλου αυτού; Βρίσκεις κάποιον άλλον. Εσύ μπορεί να βρεις κάποιον που να θέλει να είναι δεσμευμένος και ο άλλος μπορεί να βρει κάποια που να του επιτρέπει την ελευθερία του.

Η παροχή της ελευθερίας πρέπει να γίνεται χωρίς όρους. Με ή χωρίς σεξ, δεν είναι εκεί το θέμα. Όταν δίνεις στο άλλο άτομο το δικό του χώρο, τον δίνεις ολοκληρωτικά, χωρίς περιορισμούς. Δεν πρόκειται για ένα μακρύ σχοινί, δεν υπάρχει σχοινί. Αν με την ελευθερία εννοείς ένα μακρύ σχοινί, αυτό δεν είναι ελευθερία. Είναι απλά εξυπνάδα και πανουργία και δεν πρόκειται να σε βοηθήσει. Δίνεις χώρο και ελευθερία, αλλά συνεχίζεις να ελπίζεις πως δεν θα θεωρηθεί δεδομένο. Εδώ βρίσκεται και η σύγχυση, γι’ αυτό αισθάνεσαι ανισορροπία. Δίνουμε ελευθερία στον άλλο, με την ιδέα ότι ο άλλος δεν πρόκειται να τη χρησιμοποιήσει. Στο βάθος συνεχίζουμε να ελπίζουμε ότι ο άλλος θα αισθάνεται υποχρεωμένος σε μας, ότι θα μας ερωτευθεί περισσότερο. Δίνουμε ελευθερία, αλλά με τη βαθιά ασυνείδητη ελπίδα πως ο άλλος δεν πρόκειται να τη χρησιμοποιήσει. Αν ο άλλος τη χρησιμοποιήσει, τότε δημιουργείται το πρόβλημα.

Δώσε απόλυτη ελευθερία. Το να κάνεις κάποιον να αισθάνεται ένοχος, είναι αμαρτία.

Δεν υπάρχει άλλη αμαρτία σαν αυτή. Ακρωτηριάζει τους ανθρώπους, τους παραλύει. Λοιπόν πες στον άλλο να είναι τελείως ελεύθερος και να μην αισθάνεται καμία ενοχή.

Από τη στιγμή που το έχεις αποδεχτεί, θα αισθανθείς μια πάρα πολύ βαθιά ελευθερία μέσα σου, γιατί αυτός είναι ένας βασικός νόμος: Αν μπορείς να δώσεις ελευθερία στους άλλους, τότε την έχεις κι εσύ. Και δεν υπάρχει τίποτα σαν την ελευθερία.

Αν δεν δίνεις ελευθερία στους άλλους, τότε δεν την έχεις, δεν μπορείς να την έχεις. Όσο περισσότερο τη δίνεις, τόσο περισσότερο την έχεις. Όσο πιο λίγο δίνεις, τόσο πιο λίγο έχεις.

Είναι δίκοπο μαχαίρι. Κόβει κι απ’ τις δυο πλευρές. Δίνεις ελευθερία στον άλλο κι αμέσως είσαι ελεύθερος. Προσπάθησε να δημιουργήσεις μια δέσμευση, μια κτητικότητα γύρω απ’ τον άλλο και είσαι κι εσύ δεμένος, είσαι σκλάβος. Είναι αμοιβαίο.

Μπορείς να βρίσκεσαι κοντά σε κάποιον με δύο τρόπους. Μπορείς να υποχρεωθείς με το νόμο, με τη συνείδηση, με την ενοχή, με τη θρησκεία, με την αστυνομία. Τότε βρίσκεσαι κοντά, αλλά δεν είσαι κοντά. Μόνο με το σώμα βρίσκεσαι κοντά. Υπάρχει ένα άλλο πλησίασμα, που προκύπτει από την ελευθερία. Και οι δύο σύντροφοι είναι ελεύθεροι να είναι όσο μακριάθέλουν, παρά ταύτα διαλέγουν να είναι κοντά. Είναι μια επιλογή που πηγάζει από απόλυτη ελευθερία. Έχει μια διαφορετική ευωδιά. Δεν έχει να κάνει μ’ αυτόν τον κόσμο! Σχεδόν πρόκειται για κάτι από άλλον κόσμο.

Γι’ αυτό απλά δέξου το και δέξου το με χαρά. Νιώσε χαρούμενος, που μπόρεσες να της προσφέρεις τέτοια ελευθερία.

Η ψυχή μας σπάνια αρθρώνει με το νι και με το σίγμα τι χρειάζεται για την ικανοποίησή της

Το σύγχρονο ιδεώδες περί επιτυχίας στη ζωή, εκτός του ότι συσχετίζει τα χρήματα που κερδίζουμε με το πόσο ικανοί είμαστε, συνδέει επίσης το χρήμα με την ευτυχία.

Σε αξιώματα βασίζεται και αυτή η σκέψη, τρία για την ακρίβεια. Υπονοεί, κατ’ αρχάς, ότι δεν είναι υπέρμετρα δύσκολο να βρούμε τι θα μας κάνει ευτυχισμένους· όπως αποδεχόμαστε συνήθως ότι το σώμα μας γνωρίζει τι χρειάζεται για να είναι υγιές, ώστε, φερ’ ειπείν, να ορεγόμαστε κάτι αλμυρό όταν χρειάζεται νάτριο και κάτι γλυκό όταν χρειάζεται σάκχαρα, κατά τον ίδιο τρόπο, λέει, μπορούμε να βασιζόμαστε και στο ότι ο νους μας αντιλαμβάνεται τι χρειάζεται να επιδιώξουμε για να ευημερήσουμε, επομένως μας ωθεί εκ φύσεως προς τη σωστή σταδιοδρομία ή πορεία. Αποδέχεται, δεύτερον, ότι οι αναρίθμητες ασχολίες και τα καταναλωτικά αγαθά του σύγχρονου πολιτισμού δεν αποτελούν μια φανταχτερή, χαυνωτική βιτρίνα που ευθύνεται για τη συσσώρευση επιθυμιών οι οποίες ελάχιστα σχετίζονται με την ευζωία μας, αλλά ότι αντίθετα μπορούν να καλύπτουν μερικές από τις σημαντικότερες ανάγκες μας. Και θεωρεί, τέλος, ότι όσο περισσότερα χρήματα έχουμε στη διάθεσή μας τόσο περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες είμαστε σε θέση να εξασφαλίζουμε και, άρα, τόσο περισσότερες είναι οι πιθανότητες να νιώθουμε ευτυχείς.

Τολμηρότερος και πιο ευανάγνωστος πολέμιος αυτού του συνόλου αξιωμάτων παραμένει και σήμερα ακόμη ο Ζαν-Ζακ Ρουσσό, ιδίως με την Πραγματεία περί καταγωγής της ανισότητας. Αφετηρία του ήταν η θέση ότι, όσο ανεξάρτητο κι αν θεωρούμε το πνεύμα μας, κατά βάθος αδυνατούμε να κατανοήσουμε τις ανάγκες μας, σε βαθμό επικίνδυνο μάλιστα. Η ψυχή μας σπάνια αρθρώνει με το νι και με το σίγμα τι χρειάζεται για την ικανοποίησή της, κι αν ψελλίζει κάτι, τα αιτήματά της μπορεί κάλλιστα να είναι αβάσιμα ή αντιφατικά. Ο Ρουσσό, αντί να συγκρίνει το νου με ένα σώμα που δε σφάλλει στην αντίληψή του των ουσιών τις οποίες χρειάζεται για να είναι υγιές, μας καλούσε να τον βλέπουμε σαν ένα σώμα που ζητάει απαιτητικά κρασί όταν διψάει για νερό και που επιμένει να πάει για χορό ενώ θα έπρεπε να είναι ξάπλα στο κρεβάτι. Ο νους υπόκειται στην επιρροή εξωτερικών φωνών που μας υπαγορεύουν τι χρειαζόμαστε για να νιώσουμε ικανοποίηση, φωνών που ίσως πνίγουν το αμυδρό μήνυμα της ψυχής μας και μας περισπούν, ώστε να μπερδευόμαστε κατά την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων μας, που είναι εγχείρημα επίπονο και απαιτητικό.

Πόσο δυνατή μπορεί να είναι η τύχη στις πράξεις και με ποιον τρόπο μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε

Δεν αγνοώ ότι πολλοί ήταν και είναι της άποψης πως τα πράγματα του κόσμου κυβερνώνται από την τύχη με τέτοιον τρόπο, ώστε οι άνθρωποι με τη σωφροσύνη τους δεν μπορούν να τ’ αλλάξουν, και μάλιστα ότι δεν υπάρχει καμία διέξοδος. Κι έτσι, μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν πρέπει κανείς να ασχολείται εις βάθος με την πραγματικότητα, αλλά ότι πρέπει να αφήνεται να κυβερνάται από την τύχη. Αυτή η άποψη επικρατεί περισσότερο στην εποχή μας, εξαιτίας των μεγάλων αλλαγών της πολιτικής κατάστασης που είδαμε και βλέπουμε κάθε μέρα, πέρα από κάθε ανθρώπινη δυνατότητα για πρόβλεψη. Όταν τα σκέφτομαι, κι εγώ μερικές φορές τείνω προς αυτή την άποψη.

Πάντως, προκειμένου να μην ακυρώσουμε την ελεύθερη βούλησή μας, θεωρώ ότι μπορεί να είναι αλήθεια η τύχη να κυβερνά κατά το ήμισυ τις πράξεις μας και να αφήνει να κυβερνάμε το άλλο ήμισυ ή περίπου. Και την παρομοιάζω μ’ ένα από κείνο τα ορμητικά ποτάμια που όταν φουσκώνουν, κατακλύζουν πεδιάδες, ξεριζώνουν δέντρα και γκρεμίζουν κτίρια, σηκώνουν χώματα από τη μια μεριά και τα ρίχνουν στην άλλη. Όλοι τρέχουν να ξεφύγουν, όλοι υποχωρούν μπροστά στην ορμή τους, χωρίς να μπορούν με κανέναν τρόπο να αντισταθούν. Και μολονότι είναι έτσι από τη φύση τους, όταν οι καιροί είναι ήρεμοι, τίποτα δεν εμποδίζει τους ανθρώπους να παίρνουν τα μέτρα τους με αναχώματα και φράγματα, έτσι ώστε, όταν φουσκώσουν πάλι, να διοχετεύσουν τη μανία των νερών τους σε ένα κανάλι ή να μην είναι η ορμή τους τόσο ανεξέλεγκτη και τόσο καταστροφική.

Με αντίστοιχο τρόπο συμπεριφέρεται και η τύχη, η οποία αποδεικνύει την ισχύ της εκεί όπου δεν υπάρχει καμία δύναμη οργανωμένη κατάλληλα για να της αντισταθεί: στρέφει την ορμή της ακριβώς εκεί όπου ξέρει πως δεν έχουν κατασκευαστεί φράγματα και αναχώματα για να τη συγκρατήσουν.

ΝΙΚΟΛΟ ΜΑΚΙΑΒΕΛΙ, Ο Ηγεμόνας

Η ασυνειδησία της αδυναμίας μας συνιστά τη δύναμή μας

Αποτέλεσμα εικόνας για ερεβοκτόνος Εν αρχή ην ο δάσκαλοςΜόνο η ασυνειδησία και η άγνοια επιτρέπουν στον άνθρωπο να είναι ευτυχής. Το πρότυπο της ευτυχίας είναι το παιδί. Η μόνη στιγμή που ένα παιδί δεν είναι ευτυχισμένο είναι όταν είναι άρρωστο. Και μια οικουμενική συνείδηση του εαυτού του συνδέεται με αυτήν την αρρώστια.

Ο άνθρωπος στην αρχή δεν έχει συνείδηση της μικρότητάς του απέναντι στο χώρο και δεν καταλαβαίνει ποτέ καθαρά την ασημαντότητά του απέναντι στο χρόνο.

Η ασυνειδησία της αδυναμίας μας συνιστά τη δύναμή μας. Η ασυνειδησία του κινδύνου συνιστά την τόλμη μας. Η ασυνειδησία του μυστηρίου και της φρίκης που αντιπροσωπεύει ο θάνατος συνιστά το θάρρος μας ενώπιόν του.

Τι μπορεί να μας δώσει απόλαυση ή μεγαλείο; Οι αισθήσεις; Τίποτε απ’ αυτά` διότι…

Η γνώση; Η μόνη ευτυχία της γνώσης είναι η άγνοια, είναι η ασυνειδησία όσων δεν ξέρουμε και δεν θα μάθουμε ποτέ. Η απόλαυσή μας στη δράση προέρχεται από το ότι δεν υπολογίζουμε μέχρι ποίου σημείου κάθε ανθρώπινη πράξη είναι ριζικά περιορισμένη και ανώφελη.

Αλλά, μας λένε, χωρίς αυτή την ασυνειδησία, χωρίς αυτή την αμόρφωτη πίστη, τι θα κάνουμε; Τίποτα. Αλλά ό, τι είναι καμωμένο τι είναι, αν όχι τίποτα; Τι αξίζει στο σύστημα του κόσμου και των όντων η ελάχιστη δραστηριότητά μας;

Να γνωρίζουμε; Τι λοιπόν; Την εξωτερική όψη των πραγμάτων; Ο δρόμος είναι ακαθόριστος` η εξωτερική όψη είναι αστείρευτη και δεν υπάρχει παρά μία βεβαιότητα: δεν γνωρίζουμε ποτέ τα πάντα, και δεδομένου ότι για να γνωρίζουμε πραγματικά, γιατί η γνώση είναι σύνθεση, θα έπρεπε όντως να γνωρίζουμε τα πάντα, συνεπάγεται ότι η γνώση μας είναι συνθετική, κοινότοπη, απατηλή, τιποτένια.

Να γνωρίζουμε την ουσία των πραγμάτων; Κανένα τους δεν έχει ουσία. Δεν βλέπουμε παρά το εξωτερικό τους` και θα έπρεπε να γνωρίζουμε όλο τους το εξωτερικό για να μπορέσουμε να συναγάγουμε την ουσία. Ακόμη κι αν γνωρίζαμε τη σύνθεση του εξωτερικού – θα μας ανοιγόταν άραγε το πραγματικό;

Μήπως τότε καταλαβαίνουμε ενστικτωδώς την ουσία του κόσμου; Πώς; Η αλήθεια είναι μία. Αν ήταν στο χέρι μας να τη βρούμε θα την είχαμε ήδη βρει. Θα ήμασταν εντός της εξαρχής.

Τι με νοιάζει αν συσσωρεύονται επινοήσεις επί επινοήσεων, εμπειρίες επί εμπειριών, που καθιστούν πιο περίπλοκη τη ζωή και τη σκέψη… Παραμένουμε στην ίδια άπειρη απόσταση από την αλήθεια και την ευτυχία.

Εν αρχή ην ο δάσκαλος

Εν αρχή ην ο δάσκαλος. Μη ο δάσκαλος η φύση θα ήταν, δε θα ήταν όμως οι κοινωνίες. Θα υπήρχε ο χρόνος, αλλά δε θα υπήρχε η ιστορία. Και στο βασίλειο των ζωντανών ήχων θα άκουγε κανείς την κραυγή, τα χουγιαχτά, τα συνθήματα. Δε θα άκουγε όμως ούτε θα’ βλεπε τη φωνή, τα γράμματα της γραφής, τις συμφωνίες και τους χορούς.

Γιατί; Απλά, γιατί ο δάσκαλος είναι που μεταμορφώνει τον εγκέφαλο του ζώου σε νου του ανθρώπου. Αυτός κατορθώνει ώστε η ματιά του καθένα μας να μη μένει βλέμμα βοδιού, αλλά να γίνεται βιβλίο ανοιχτό να το διαβάζεις. Επεξεργάζεται το πετσί της κεφαλής μας και δημιουργεί πρόσωπο.

Η δουλειά του δάσκαλου είναι ο αθέρας της βυρσοδεψίας. Και στο τέλος-τέλος ο δάσκαλος θωπεύει και μαλάζει έτσι το σώμα και την ψυχή μας, ώστε από τη στέρησή μας αποστάζεται το κλάμα, και από την πλησμονή κορφολογιέται το γέλιο μας.

Τα ζώα και τα φυτά δε γελούν ούτε δακρύζουν. Γιατί τους λείπει ο δάσκαλος. Έτσι δεν έμαθαν ποτές ότι στον ενόργανο κόσμο πέρα από τη σφαίρα του βιολογικού ανοίγεται ο φωτεινός ορίζοντας του πνεύματος. Ο θυμός, δηλαδή, οι επιθυμίες, τα πάθη, η φαντασία, ο λόγος.

Επομένως η αυτοεκτίμησις μας εις τον κόσμο αυτόν εξαρτάται απολύτως από το τι ωθούμε τον εαυτό μας να είναι και να πράττει

Για να είμαστε ικανοποιημένοι με τον εαυτό μας, σύμφωνα με τον Τζέιμς, δεν είναι απαραίτητο να πετυχαίνουμε επί παντός επιστητού. Οι δε αποτυχίες μας δεν είναι πάντα ταπεινωτικές- ταπείνωση νιώθουμε μόνο όταν αδυνατούμε να κατορθώσουμε τα επιτεύγματα εκείνα, στα οποία προηγουμένως έχουμε επενδύσει όλη την περηφάνια και την αξιοσύνη μας. Οι στόχοι μας, λοιπόν, καθορίζουν τι ερμηνεύουμε ως θρίαμβο και τι αναγκαζόμαστε να θεωρήσουμε αποτυχία. Ο Τζέιμς, καθηγητής ψυχολογίας στο Χάρβαρντ, αντλούσε περηφάνια από το ότι ήταν διακεκριμένος ψυχολόγος. Επομένως, αν μάθαινε ότι κάποιοι γνώριζαν για την ψυχολογία περισσότερα απ’ όσα εκείνος, ομολογούσε ότι θα αισθανόταν φθόνο και ντροπή.

Επειδή όμως του ήταν αδιάφορα τα αρχαία ελληνικά, δεν τον πείραζε ότι άλλοι μπορούσαν να μεταφράζουν ολόκληρο το Συμπόσίον, ενώ αυτός δεν καταλάβαινε ούτε την πρώτη αράδα.
«Άνευ εγχειρήματος δεν υφίσταται αποτυχία, άνευ δε αποτυχίας δεν υφίσταται ταπείνωσις. Επομένως η αυτοεκτίμησις μας εις τον κόσμο αυτόν εξαρτάται απολύτως από το τι ωθούμε τον εαυτό μας να είναι και να πράττει. Προκύπτει από τον λόγον του τι είμεθα επί του παρόντος ως προς αυτά που δυνητικά είμεθα:

Αυτοεκτίμησις = Επιτυχία / Φιλοδοξίες

Η εξίσωση του Τζέιμς δείχνει καθαρά πώς με κάθε αύξηση των προσδοκιών μας επαυξάνεται ο κίνδυνος που διατρέχουμε να ταπεινωθούμε. Επομένως, η ευτυχία μας επηρεάζεται σε κρίσιμο βαθμό από το τι έχουμε φτάσει να θεωρούμε “φυσικό” κι αναμενόμενο. Γι’ αυτό , εξάλλου, ελάχιστα βάσανα είναι εφάμιλλα με το μαρτύριο της ξεπεσμένης ντίβας, του πολιτικού που δεν έχει πέραση ή, όπως θα μπορούσε να είχε σχολιάσει ο Τοκβίλ, του αποτυχημένου Αμερικανού.

Η εξίσωση αυτή, ωστόσο, υπαινίσσεται και δύο ελιγμούς με τους οποίους μπορούμε να αυξήσουμε την αυτοεκτίμησή μας. Από τη μια πλευρά, να προσπαθήσουμε για περισσοότερες επιτυχίες κι από την άλλη, να μειώσουμε το πλήθος αυτών που θέλουμε να επιτύχουμε. Ο Τζέιμς μίλησε αναλυτικά για τα πλεονεκτήματα της δεύτερης προσέγγισης:

“Η παραίτησις από τις φιλοδοξίες μάς παρέχει πλήρη ανακούφισιν όσο και η εκπλήρωσίς του. Είναι παράξενο πόσο αλαφρώνει η καρδία μας όταν αποδεχόμεθα καλή τη πίστη ότι ουδέν είμεθα σε έναν συγκεκριμένο τομέα. Πόσο ευχάριστη η ημέρα κατά την οποία παύουμε να πασχίζουμε να διατηρηθούμε νέοι και λυγεροί. - αναφωνούμε – “χάθηκαν αυτές οι ψευδαισθήσεις”. Οιαδήποτε προσθήκη εις τον εαυτόν είναι και άχθος εκτός από καύχος”.

Δυστυχώς όμως για την αυτοεκτίμησή μας οι δυτικές κοινωνίες δε φημίζονται ως αρωγοί μιας στάσης παραίτησης από τις βλέψεις μας – δεν επιτρέπουν να δεχτούμε “καλή τη πίστη” ότι γεράσαμε, ότι παχύναμε, πόσο μάλλον ότι είμαστε φτωχοί και αφανείς. Η διάθεση που επικρατεί σε αυτές μας ωθεί να επενδύουμε όλο μας το είναι σε δραστηριότητες και σε αποκτήματα που δε θα περνούσαν καν από το νου των προγόνων μας. Σύμφωνα με την εξίσωση του Τζέιμς, οι δυτικές κοινωνίες πολλαπλασιάζοντας τις φιλοδοξίες μας, το καθιστούν σχεδόν ανέφικτο να διατηρούμε σε ικανοποιητικό βαθμό την αυτοεκτίμησή μας.

Περί της δόξας

Είμαστε όλοι μας κούφιοι και κενοί: δεν χρειάζεται να γεμίσουμε τους εαυτούς μας με αέρα και λέξεις· μας χρειάζεται ύλη γερή για να διορθωθούμε, Ένας πεινασμένος άνθρωπος, θα ήταν πολύ ανόητο να ψάχνει να βρει κάποιο ωραίο ρούχο, αντί να προνοήσει για ένα καλό γεύμα: πρέπει να σπεύδουμε στα επείγοντα.

Ο Χρύσιππος και ο Διογένης υπήρξαν οι πρώτοι και σταθερότεροι εκφραστές της περιφρόνησης της δόξας και, μεταξύ όλων των απολαύσεων, έλεγαν πως δεν υπήρχε καμιά πιο επικίνδυνη ούτε αξιότερη αποφυγή, από εκείνη που προέρχεται από την επιδοκιμασία των άλλων. Και πράγματι η πείρα μάς κάνει να αντιλαμβανόμαστε πόσο ιδιαιτέρως επιβλαβείς είναι πολλές προδοσίες της. Δεν υπάρχει τίποτα που να φαρμακώνει τόσο τους ηγεμόνες όσο η κολακεία, ούτε τίποτα από το οποίο οι κακοί να κερδίζουν ευκολότερα υπόληψη γύρω τους· ούτε μαστρωπεία τόσο ταιριαστή και τόσο κοινή να διαφθαρεί η αγνότητα των γυναικών, από το να τις χορτάσεις και να τις διασκεδάσεις με τα εγκώμιά τους.

Το πρώτο γήτεμα που οι Σειρήνες χρησιμοποιούν για να ξεγελάσουν τον Οδυσσέα, είναι τέτοιας φύσης:

Έλα προς εμάς, έλα, Οδυσσέα πολυπαινεμένε,
απ’ όσους γέννησε η Ελλάς εσύ πιο αντριωμένε. (ΟΔΥΣΣΕΙΑ)

 Εκείνοι οι φιλόσοφοι [που προανέφερα] έλεγαν πως όλη η δόξα του κόσμου δεν άξιζε ούτε να απλώσει το δάχτυλο ένας εχέφρων άνθρωπος για να την αποκτήσει – η μεγαλύτερη δόξα τι άλλο θα ’ναι από δόξα; (ΚΙΚΕΡΩΝ) – εννοώ να την αποκτήσει για αυτήν και μόνο· γιατί συχνά σέρνει πίσω της αρκετά πλεονεκτήματα, για τα οποία μπορεί να καταστεί επιθυμητή. Η δόξα κάνει να μας βλέπουν με καλό μάτι, μας εκθέτει λιγότερο στις προσβολές και στις ύβρεις των άλλων και ούτω καθεξής.

Αυτό ήταν επίσης ένα από τα κύρια παραγγέλματα του Επίκουρου· γιατί το αξίωμα της σχολής του ΚΡΥΨΕ ΤΗ ΖΩΗ ΣΟΥ [Λάθε βιώσας] (που εντέλλεται στους ανθρώπους να μην φορτώνονται δημοσίως δουλειές και υποθέσεις), προϋποθέτει κατ’ ανάγκη ότι περιφρονούμε τη δόξα, που είναι η επιδοκιμασία, την οποία προσφέρει ο κόσμος για τις πράξεις που του επιδεικνύουμε. Αυτός ο φιλόσοφος που μας διατάζει να κρυβόμαστε και να μη φροντίζουμε παρά για τον εαυτό μας και ο οποίος θέλει να παραμένουμε άγνωστοι στους άλλους, θέλει ακόμα λιγότερο να μας τιμούν και να μας δοξάζουν οι άλλοι. Έτσι, συμβουλεύει τον Ιδομενέα να μην κανονίζει καθόλου τις πράξεις του σύμφωνα με την κοινή γνώμη και φήμη εκτός και αν πρόκειται να αποφύγει τις άλλες περιστασιακές ενοχλήσεις, που η καταφρόνια των ανθρώπων θα μπορούσε να του προκαλέσει.

Αυτά τα επιχειρήματα είναι, κατά τη γνώμη μου, πέρα ως πέρα αληθινά και λογικά. Είμαστε όμως, δεν ξέρω πώς, διπλοί μέσα μας, πράγμα που κάνει ώστε αυτό που πιστεύουμε, δεν το πιστεύουμε και δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από αυτά που καταδικάζουμε.

Ας δούμε τα τελευταία λόγια του Επίκουρου και που τα λέει πεθαίνοντας. Είναι σπουδαία και άξια ενός τέτοιου φιλοσόφου, έχουν ωστόσο κάποιο αποτύπωμα της μέριμνάς του για την φήμη του ονόματος του και κάποιο στοιχείο εκείνης της αντιμετώπισης που είχε αποκηρύξει με τις αρχές του. Να ένα γράμμα που υπαγόρευσε λίγο πριν την τελευταία του πνοή:

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΠΡΟΣ ΕΡΜΑΧΟΝ, ΧΑΙΡΕ
Ενώ περνούσα την ευτυχισμένη και ακριβώς την τελευταία μέρα του βίου μου, έγραφα αυτό εδώ, με συνοδεία πάντως τέτοιον πόνο στην ουροδόχο κύστη και στα σωθικά, ώστε τίποτα δεν μπορεί να προστεθεί στο μέγεθός του. Ο πόνος αντισταθμιζόταν όμως από την ηδονή που έφερνε στην ψυχή μου η ανάμνηση των λύσεων και των επιχειρημάτων μου. Εσύ λοιπόν, όπως απαιτεί η συμπάθεια που είχες από τα μικρά σου χρόνια προς εμένα και προς τη φιλοσοφία, ανάλαβε την προστασία των παιδιών του Μητρόδωρου.

Να το γράμμα του. Και αυτό που με κάνει να συμπεραίνω ότι η ηδονή που λέει πως νιώθει στην ψυχή του για τις φιλοσοφικές λύσεις του, αφορά κάπως τη φήμη που προσδοκούσε να αποκτήσει μετά το θάνατό του, είναι η επιταγή της διαθήκης του, με την οποία ορίζει οι κληρονόμοι του Αμινόμαχος και Θυμοκράτης να καταβάλλουν τα έξοδα που ο Έρμαχος θα όριζε, για να γιορτάζονται τα γενέθλιά του κάθε Ιανουάριο, καθώς και όλες οι δαπάνες, που θα γίνονταν την εικοστή μέρα κάθε σεληνιακού μήνα για την δεξίωση των πιο οικείων του φιλοσόφων, που θα συνάζονταν προς τιμή της μνήμης της δικής του και του Μητροδώρου.

Ο Καρνεάδης υπήρξε ο αρχηγός της αντίθετης σχολής (της πλατωνικής) και υποστήριξε πως η δόξα ήταν επιθυμητή για αυτή την ίδια, όπως ακριβώς εναγκαλιζόμαστε τους επιγενόμενους για αυτούς τους ίδιους, παρ’ όλο που δεν έχουμε καμιά γνώση ούτε επαφή μαζί τους. (ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ)

Αυτή η γνώμη δεν παρέλειψε να γίνει πλατύτερα αποδεκτή, όπως με προθυμία γίνονται αποδεκτές οι γνώμες που περισσότερο προσαρμόζονται στις τάσεις μας. Ο Αριστοτέλης δίνει στη δόξα την πρώτη σειρά μεταξύ των εξωτερικών αγαθών: “Απόφυγε, σαν δύο κάκιστα άκρα, και να αναζητάς τη δόξα και να την αποφεύγεις”.

Πιστεύω πως αν είχαμε τα βιβλία που ο Κικέρων έγραψε περί αυτού του θέματος, θα μας διηγόταν πολλά χαριτωμένα· γιατί αυτός ο άνθρωπος κυριευόταν από τέτοια λύσσα για δόξα, ώστε, αν είχε τολμήσει, θα είχε – πιστεύω – πρόθυμα πέσει στην υπερβολή όπου έπεσαν άλλοι: ότι η ίδια η αρετή δεν είναι επιθυμητή, παρά για την τιμή που πάντα στέκεται πίσω της:

λίγο διαφέρει η θαμμένη νωθρότητα
από την κρυμμένη αρετή. (ΟΡΑΤΙΟΣ)

Και αυτό είναι μια τόσο λαθεμένη γνώμη, ώστε θλίβομαι που μπόρεσε ποτέ να μπει στο μυαλό ανθρώπου, ο οποίος είχε την τιμή να φέρει το όνομα “φιλόσοφος”.

Αν αυτό ήταν αλήθεια, δεν θα έπρεπε να είναι κανείς ενάρετος παρά μόνο δημοσίως· και τα έργα της ψυχής, όπου βρίσκεται η αληθινή έδρα της αρετής, δεν θα υπήρχε λόγος να τα κρατήσουμε υπό έλεγχο και σε τάξη, παρά στο μέτρο που θα έφταναν στη γνώση των άλλων.

Η αρετή είναι πράγμα μάταιο και επιπόλαιο, αν αντλεί το κύρος και την αξία της από τη δόξα. Για τίποτα δεν θα επιχειρούσαμε να τη βάλουμε να κρατήσει τη σειρά της ξεχωριστά και δεν θα την αποσυνδέαμε από την τύχη· γιατί υπάρχει τίποτα πιο συγκυριακό από τη φήμη; Αληθινά η τύχη κυριαρχεί σε όλα τα πράγματα: άλλα τα δοξάζει κι άλλα τα κρατάει στα σκοτάδια, περισσότερο κατά την όρεξή της, παρά κατά την αλήθεια. Το να γίνουν οι πράξεις γνωστές και ορατές, είναι καθαρά έργο της τύχης.

Η μοίρα μας φέρνει σε επαφή με τη δόξα ανάλογα με το πώς της έρχεται. Την είδα πολύ συχνά να βαδίζει μπροστά από την αξία και συχνά να ξεπερνάει την αξία κατά πολύ. Εκείνος που πρώτος αναγνώρισε την ομοιότητα μεταξύ σκιάς και δόξας, έπραξε καλύτερα απ’ ό,τι είχε σκοπό. (ΚΙΚΕΡΩΝ)

Αυτά είναι πράγματα εξαιρετικά μάταια.

Η σκιά πάει καμιά φορά μπροστά από το σώμα της και καμιά φορά το ξεπερνάει κατά πολύ σε μάκρος.

Ένα πραγματικά μεγάλο και σοφό πνεύμα κρίνει πως η τιμή, η οποία είναι ο κύριος σκοπός της φύσης του, βρίσκεται στις πράξεις και όχι στη δόξα. Όλη η δόξα που αξιώνω από τη ζωή μου είναι ότι τη έζησα ήσυχα· ήσυχα όχι σύμφωνα με τον Μητρόδωρο, τον Αρκεσίλαο ή τον Αρίστιππο, αλλά σύμφωνα με εμένα. Αφού η φιλοσοφία δεν κατάφερε να βρει κανένα δρόμο για την ησυχία που να είναι καλός για όλους, ας τον αναζητήσει καθένας προσωπικά για λογαριασμό του!

Σε ποιόν οφείλουν ο Καίσαρ και ο Αλέξανδρος αυτό το απέραντο μεγαλείο της φήμης τους, αν όχι στην τύχη; Πόσους άνδρες δεν εξολόθρευσε η τύχη στην αρχή της σταδιοδρομίας τους, για τους οποίους δεν έχουμε καμιά γνώση και οι οποίοι εκόμιζαν σε αυτές τις σταδιοδρομίες το ίδιο θάρρος με το δικό τους, αν η κακοτυχία τους δεν τους είχε σταματήσει μια και έξω την ώρα της γέννησης των εγχειρημάτων τους! Μέσα από τόσους πολλούς και ακραίους κινδύνους, δεν θυμάμαι να διάβασα πουθενά πως ο Καίσαρ πληγώθηκε ποτέ. Χίλιοι μύριοι πέθαναν από κινδύνους μικρότερους από ό,τι ο ελαχιστότερος των κινδύνων που εκείνος ξεπέρασε εκ του ασφαλούς. Ατελείωτες όμορφες πράξεις πρέπει να χαθούν παραμένοντας αμαρτύρητες, πριν μία φανεί να ωφελήσει. Δεν είμαστε πάντα στην κορυφή ενός προμαχώνα ή στην πρώτη γραμμή του στρατεύματός μας, ώστε να βρεθούμε στο οπτικό πεδίο του στρατηγού μας, σαν επί σκηνής. Πιανόμαστε εξαπίνης μεταξύ φράκτη και τάφρου· πρέπει να ριψοκινδυνέψουμε με αντίπαλο ένα κοτέτσι· πρέπει να ξεβγάλουμε τέσσερις μουσκετοφόρους από ένα σιτοβολώνα· πρέπει μόνοι να απομακρυνθούμε από τη διμοιρία μας και να αναλάβουμε μια αποστολή τελείως μόνοι μας, ανάλογα με την ανάγκη που παρουσιάζεται. Και αν προσέξουμε, θα βρούμε από πείρα πως οι λιγότερο λαμπρές περιστάσεις συμβαίνει να είναι πιο επικίνδυνες· και ότι στους πολέμους που έγιναν στον καιρό μας, περισσότεροι καλοί άνθρωποι χάθηκαν σε κοινές και λίγο σημαντικές περιστάσεις και στον καβγά για κάποια χαμοκέλα, παρά σε άξιους και ένδοξους τόπους.

Όποιος δεν είναι άνθρωπος του καλού παρά επειδή ο κόσμος θα το μάθει (και θα τον εκτιμήσουν περισσότερο, αφού θα το έχουν μάθει), όποιος δεν θέλει να πράξει το καλό παρά με την προϋπόθεση η αρετή του να φτάσει σε γνώση των ανθρώπων, αυτός δεν είναι άνθρωπος από τον οποίο μπορεί κανείς να αντλήσει κάποια εξυπηρέτηση.

Πιστεύω πως το υπόλοιπο εκείνου του χειμώνα
πράγματα έκαμε άξια να τα λάβει κανείς υπόψη·
όμως, άγνωστα τόσο κρατήθηκαν ως τα σήμερα,
ώστε δεν είναι φταίξιμό μου αν τώρα δεν τα λέω:
γιατί ο Ορλανδός πάντα ήταν έτοιμος να κάνει
τέτοια πράγματα, παρά να τα διηγείται ύστερα,
ούτε ποτέ τα κατορθώματά του κοινολογήθηκαν,
εκτός αν βρέθηκαν εύκαιροι μάρτυρες.
(ΑΡΙΟΣΤΟ, ΜΑΙΝΟΜΕΝΟΣ ΟΡΛΑΝΔΟΣ)

Πρέπει να πηγαίνουμε στον πόλεμο για το καθήκον μας και να περιμένουμε την επιβράβευση, η οποία δεν μπορεί να λείπει από καμία όμορφη πράξη, όσο ταπεινή και αν είναι. Δεν πρέπει καν να σκεφτόμαστε την αρετή, αλλά την ικανοποίηση της οποίας μια καλορυθμισμένη συνείδηση γίνεται ο αποδέκτης, επειδή ενήργησε καλά. Πρέπει κανείς να είναι παλικάρι για τον ίδιο του τον εαυτό και για το πλεονέκτημα που αποτελεί το γεγονός να έχει το θάρρος του σε γερά και εξασφαλισμένα θεμέλια εναντίον των επιδρομών της τύχης.

Η αρετή αγνοεί την ντροπή της αποτυχίας
και λάμπει από τιμές ακηλίδωτες.
Δεν παίρνει ούτε αφήνει τους πελέκεις,
ανάλογα πώς το θέλει η εύνοια των πολλών. (ΟΡΑΤΙΟΣ)

Η ψυχή μας οφείλει να παίζει το ρόλο της όχι προς επίδειξη αλλά στο καβούκι της, μέσα μας, όπου κανένα ζευγάρι μάτια δεν εισδύει παρά τα δικά μας μάτια βλέπουν. Εκεί μας προστατεύει από το φόβο του θανάτου, του πόνου και αυτής ακόμα της ντροπής. Εκεί μας προσφέρει αυτοπεποίθηση για να αντιμετωπίζουμε την απώλεια των παιδιών, των φίλων, των περιουσιών μας. Και όταν η ευκαιρία παρουσιάζεται, μας οδηγεί επίσης στους κινδύνους του πολέμου,

όχι για κάποιο κέρδος, αλλά για την ευπρέπεια της ίδιας της εντιμότητας. (ΚΙΚΕΡΩΝ)

Τέτοια ωφέλεια είναι πολύ πιο σπουδαία και πολύ πιο αξιέπαινη να την εύχεται και να την ελπίζει κανείς, από ότι είναι η ευνοϊκή κρίση που οι άνθρωποι φτιάχνουν για εμάς.

Χρειάζεται να ξεδιαλέξεις από ένα ολάκερο έθνος μια ντουζίνα ανθρώπων προκειμένου να υπάρξει κρίση για λίγα στρέμματα γης. Όταν όμως είναι να βγει κρίση για τις τάσεις που εκδηλώνουμε και τις πράξεις μας (το δυσκολότερο και σπουδαιότερο ζήτημα που υπάρχει), προστρέχουμε στην ψήφο του κοινού και του όχλου, σε αυτή τη μάνα άγνοιας, αδικίας και ασυνέπειας. Είναι μήπως λογικό να βάζεις να εξαρτάται η ζωή ενός σοφού ανθρώπου από την κρίση των ανόητων;

Τι πιο μωρό να θεωρούμε πως εκείνοι που τον καθένα ξεχωριστά περιφρονούμε, μετρούν κάτι όλοι μαζί. (ΚΙΚΕΡΩΝ)

Όποιος βάζει στόχο να αρέσει σε αυτή την κατηγορία ανθρώπων, ποτέ δεν πρόκειται να τελειώσει: τέτοιος στόχος που δεν έχει ούτε μορφή ούτε πιάσιμο.

Δεν υπάρχει τίποτα τόσο ακατανόητο όσο ο νους του πλήθους. (ΤΙΤΟΣ ΛΙΒΙΟΣ)

Καμία τέχνη, καμία πνευματική ευστροφία δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν τα βήματά μας, ακολουθώντας έναν οδηγό που τόσο παρεκτρέπεται και τόσο παραπαίει. Σε αυτή την ανεμώδη σύγχυση από φήμες και γνώμες του όχλου που μας σπρώχνουν, δεν μπορεί να χαραχτεί κανένας δρόμος που να αξίζει. Ας μην ορίσουμε καθόλου για τον εαυτό μας σκοπό τόσο κλυδωνιζόμενο και άτακτο· ας πηγαίνουμε σταθερά πίσω από τη λογική· ο δημόσιος έπαινος ας μας ακολουθήσει από εκεί, αν θέλει· και όπως ο δημόσιος έπαινος εξαρτάται καθ’ ολοκληρία από την τύχη, δεν έχουμε κανένα λόγο να τον περιμένουμε από αυτόν το δρόμο, αλλά από εκείνον το διαφορετικό δρόμο που θα επιλέξουμε.

Ακόμα και αν δεν ακολουθούσα τον ευθύ δρόμο για την ευθύτητά του, θα τον ακολουθούσα επειδή βρήκα από πείρα πως, στο κάτω κάτω της γραφής, είναι γενικώς ο ευτυχέστερος και ο πλέον χρήσιμος.

Η θεία Πρόνοια έκαμε αυτό το δώρο στους ανθρώπους:

ό,τι έντιμο, αυτό και το πιο ωφέλιμο. (ΚΟΥΙΝΤΙΛΙΑΝΟΣ)

Ο γέρος πορθμέας έλεγε στον Ποσειδώνα, στη διάρκεια μεγάλης φουρτούνας: “Ω Θεέ, θα μας σώσεις, αν θέλεις· θα μας πνίξεις, αν θέλεις· ωστόσο θα κρατάω πάντα ίσιο το πηδάλιό μου”.
Γνώρισα στα χρόνια μου χιλιάδες ανθρώπους επιτήδειους, διπρόσωπους, παραπλανητικούς και πέραν πάσης αμφιβολίας γνώστες των πραγμάτων του κόσμου, που κατέστρεψαν τους εαυτούς τους, ενώ εγώ έσωσα τον εαυτό μου:

γέλασα, βλέποντας πως οι απάτες μπορούσαν ν’ αποτύχουν. (ΟΒΙΔΙΟΣ)

Υπάρχει ένα είδος φυσικής απόλαυσης να νιώθεις πως σε εγκωμιάζουν, αλλά της αποδίδουμε πολλή, πάρα πολλή αξία.

Τον έπαινο δεν φοβάμαι ούτε είμαι χοντρόπετσος·
αρνούμαι όμως πως στόχος κι υπέρτατος σκοπός είναι
το “μπράβο σου!” και το “τι ωραία!”. (ΠΕΡΣΙΟΣ)

Δεν νοιάζομαι ποιος να είμαι για τους άλλους, όσο νοιάζομαι ποιος να είμαι για τον εαυτό μου τον ίδιο. Θέλω να είμαι πλούσιος από μένα και όχι από δανεικά τρίτων. Αυτοί που είναι έξω από εμάς, βλέπουν αποτελέσματα και εξωτερικά φαινόμενα· καθένας μπορεί να κάνει τον υγιή από έξω, γεμάτος πυρετό και τρομάρα από μέσα. Δεν βλέπουν το μυαλό μου, βλέπουν μόνο τα φερσίματά μου.

Ποιον ευχαριστεί μια κίβδηλη τιμή και φοβίζει μια ψεύτικη κατηγορία
αν όχι τον κίβδηλο και τον ψεύτη; (ΟΡΑΤΙΟΣ)

Να γιατί όλες αυτές οι κρίσεις που στηρίζονται σε εξωτερικά φαινόμενα είναι απίστευτα αβέβαιες και αμφίβολες· και δεν υπάρχει κανένας τόσο βέβαιος μάρτυρας, όσο ο καθένας για τον ίδιο του τον εαυτό.

Ό,τι η απειθάρχητη Ρώμη αποφασίζει, μην το δέχεσαι
και μη δοκιμάζεις να φέρεις στο ίσιο την άδικη ζυγαριά της:
μην αναζητάς τον εαυτό σου έξω από εσένα. (ΠΕΡΣΙΟΣ, ΣΑΤΙΡΕΣ)

Όταν μεριμνούμε να εξαπλωθεί το όνομά μας και να διαχυθεί σε πολλά στόματα, λέμε πως η φήμη μας μεγαλώνει· επιθυμία μας είναι το όνομά μας να γίνεται δεκτό από την καλή και να βγαίνει κερδισμένο επειδή μεγαλύνεται. Αυτό είναι το πλέον συγχωρητέο σε αυτή την πρόθεση. Η υπερβολή όμως αυτής της αρρώστιας φτάνει τόσο μακριά, ώστε αρκετοί αναζητούν να γίνεται κουβέντα για το άτομό τους με οποιονδήποτε τρόπο. Ο Τρόγος Πομπήιος λέει για τον Ηρόστρατο και ο Τίτος Λίβιος για τον Μάνλιο Καπιτολίνο ότι επιθυμούσαν περισσότερο μια πλατιά παρά καλή φήμη. Αυτό το ελάττωμα είναι κοινό. Νοιαζόμαστε πιο πολύ να μιλούν οι άνθρωποι για μας, παρά πώς μιλούν· και μας είναι αρκετό πως το όνομά μας τρέχει από στόμα σε στόμα, παρά υπό ποιες συνθήκες συμβαίνει αυτό. Φαίνεται το πως να είσαι γνωστός σημαίνει να έχεις κατά κάποιο τρόπο τη ζωή σου και την αντοχή της φήμης σου στη φύλαξη των άλλων. Εγώ θεωρώ πως υπάρχω μόνο εν οίκω, δηλαδή μέσα μου· και όσο για την άλλη ζωή μου, εκείνη δηλαδή που έχει βρει καταφύγιο στη γνώση που εκείνοι οι οποίοι με αγαπούν έχουν για το άτομό μου, όταν την εξετάζω γυμνή και απλώς και μόνο καθαυτή, ξέρω καλά πως δεν νιώθω κέρδος ούτε ικανοποίηση άλλη από τη ματαιοδοξία μιας φανταστικής γνώμης. Και όταν θα είμαι πεθαμένος, θα τη νιώθω ακόμα λιγότερο και θα χάσω επιπλέον τελείως τα αληθινά πλεονεκτήματα, τα οποία συμβαίνει καμιά φορά να τη συνοδεύουν· δεν θα έχω τότε χέρια για να αδράξω τη φήμη ούτε να κρεμαστώ από αυτή, δεν θα έχει τρόπο ώστε να με αγγίξει ή να φτάσει ως εμένα.

Η ανταμοιβή μιας καλής πράξης είναι ότι την έκαμες. (ΣΕΝΕΚΑΣ)

Καρπός ενός αξιώματος είναι το ίδιο το αξίωμα. (ΚΙΚΕΡΩΝ)

Θα ήταν ίσως δικαιολογημένο για έναν ζωγράφο ή έναν τεχνίτη ή ακόμα και κάποιον ασχολούμενο με τη ρητορική ή τη γραμματική, να αναλίσκεται ώστε να αποκτήσει όνομα από τα έργα του· οι πράξεις της αρετής όμως είναι υπερβολικά ευγενείς αφ’ εαυτών, ώστε να αναζητούν άλλην ανταμοιβή παρά από την ίδια τους την αξία και ιδιαιτέρως να την αναζητούν στη ματαιότητα των ανθρώπινων κρίσεων.

Ανακάλυψαν πολύπλοκα οργανικά μόρια πλούσια σε άνθρακα στην παγωμένη επιφάνεια του Εγκέλαδου

Επιστήμονες, οι οποίοι ανέλυσαν στοιχεία του σκάφους Cassini της NASA, ανακάλυψαν ότι μεγάλα πολύπλοκα οργανικά μόρια, πλούσια σε άνθρακα, εκτινάσσονται από ρωγμές στην παγωμένη επιφάνεια του Εγκέλαδου, του δορυφόρου του Κρόνου. Η ανακάλυψη δείχνει ότι ο Εγκέλαδος -περισσότερο από κάθε άλλο πλανήτη ή δορυφόρο πέρα από τη Γη- πληρεί τις βασικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη ζωής (νερό, ενέργεια, οργανικές ουσίες).
 
Νωρίτερα, τον Οκτώβριο του 2015, το Cassini είχε ανιχνεύσει μοριακό υδρογόνο στον πίδακα του Εγκέλαδου, ενώ ακόμη παλαιότερα στοιχεία του ίδιου σκάφους είχαν οδηγήσει τους επιστήμονες στο συμπέρασμα ότι υπάρχει ένας μεγάλος υπόγειος ωκεανός νερού, που περιβάλλει τον βραχώδη πυρήνα του. Το υδρογόνο αποτελεί πηγή χημικής ενέργειας που μπορεί να θρέψει μικρόβια στους ωκεανούς της Γης και κάτι ανάλογο θα μπορούσε να συμβαίνει επίσης στον Εγκέλαδο. 
 
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον διαστημικό επιστήμονα δρα Κρίστοφερ Γκλάιν του Νοτιοδυτικού Ερευνητικού Ινστιτούτου στο Σαν Αντόνιο του Τέξας, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Nature», εκτιμούν ότι τα οργανικά μόρια προέρχονται πιθανότατα από χημικές αντιδράσεις ανάμεσα στο βραχώδη πυρήνα του δορυφόρου και στο ζεστό νερό του υπόγειου ωκεανού του. 
 
«Για μια ακόμη φορά ο Εγκέφαλος μας ξάφνιασε τελείως. Μέχρι σήμερα είχαμε ανιχνεύσει τα απλούστερα οργανικά μόρια, που περιέχουν μόνο λίγα άτομα άνθρακα. Τώρα βρήκαμε μεγάλα οργανικά μόρια, πάνω από δέκα φορές βαρύτερα από ό,τι το μεθάνιο», δήλωσε ο Γκλάιν.
 
Όπως είπε, «με την ανακάλυψη πολύπλοκων μορίων να αναδίδονται από τον υγρό ωκεανό νερού που διαθέτει, αυτός ο δορυφόρος είναι το μόνο σώμα πέρα από τη Γη, το οποίο είναι γνωστό ότι ικανοποιεί ταυτόχρονα όλες τις βασικές απαιτήσεις της ζωής, όπως την ξέρουμε».
 
Τα νέα στοιχεία είχαν συλλεχθεί και σταλεί στη Γη από το Cassini, προτού αυτό αυτοκαταστραφεί στην ατμόσφαιρα του Κρόνου το φθινόπωρο του 2017. Το σκάφος πήρε δείγματα από τον πίδακα υλικών, ο οποίος εκτινάσσεται από το υπέδαφος του Εγκέλαδου. Η μετέπειτα ανάλυση με φασματομετρία μάζας αποκάλυψε την ύπαρξη των πολύπλοκων οργανικών μορίων.
 
Στο μέλλον κάποιο άλλο σκάφος μπορεί να περάσει μέσα από τον πίδακα του Εγκέλαδου και να συλλέξει περισσότερα στοιχεία, που θα επιτρέψουν στους επιστήμονες να καταλάβουν τον τρόπο δημιουργίας των οργανικών μορίων και κατά πόσο αυτά μπορεί να έχουν βιολογική προέλευση, δηλαδή από κάποιους μικροοργανισμούς.

Μια νέα μορφή της ύλης μπορεί να βρίσκεται πέρα ​​από τον περιοδικό πίνακα

Επί του παρόντος, το βαρύτερο στοιχείο του περιοδικού πίνακα είναι το Ογκανέσσιο (Oganesson), το οποίο έχει ατομική μάζα A=294 και ατομικό αριθμό Z=118 (της 7ης περιόδου και το πρώτο τεχνητό μέλος της Ομάδας 18), με χημικό σύμβολο Og. όπως ονομάστηκε έτσι επίσημα από το 2016. Όπως και σε κάθε στοιχείο του περιοδικού πίνακα, σχεδόν όλη η μάζα του προέρχεται από τα πρωτόνια και νετρόνια, που αποτελούνται από τρία κουάρκ το κάθε ένα. Ένα κρίσιμο χαρακτηριστικό όλων των γνωστών βαρυονικών υλικών είναι ότι τα κουάρκ τους είναι συνδεδεμένα τόσο σφιχτά από την ισχυρή πυρηνική δύναμη που είναι αδιαχώριστα. Καθώς τα σωματίδια που είναι κατασκευασμένα από δεσμευμένα κουάρκ (όπως είναι τα πρωτόνια και τα νετρόνια) ονομάζονται αδρόνια, γι αυτό και οι επιστήμονες αναφέρονται στην βασική κατάσταση της βαρυονικής ύλης ως «αδρονική ύλη».

Τα νέα θεωρητικά αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι το udQM μπορεί να έχει μια σταθερή διαμόρφωση στην «ήπειρο της σταθερότητας», υποδεικνύοντας έτσι ότι οι αναζητήσεις θα πρέπει να γίνονται στην περιοχή με μεγάλη μάζα Α (> 300) και αρκετά μεγάλο φορτίο Z, με Z / A ~ 0,3. 

Αλλά το στοιχείο Ογκανέσσιο μπορεί να είναι ένα από τα τελευταία του είδους του. Σε μια νέα δημοσίευση, οι επιστήμονες προβλέπουν ότι στοιχεία με μάζες μεγαλύτερες από, περίπου, 300 μπορεί να αποτελούνται από ελεύθερα ρέοντα κουάρκ «up» και «down”, το ίδιο είδος από τα οποία φτιάχνονται τα πρωτόνια και νετρόνια, αλλά αυτά τα κουάρκ δεν θα δεσμεύονται σε τριπλέτες. Οι επιστήμονες προβλέπουν ότι αυτός ο τύπος ύλης , που ονομάζεται «up down quark matter», ή udQM, θα είναι σταθερός για εξαιρετικά βαριά στοιχεία που μπορεί να υπάρχουν λίγο πέρα ​​από το τέλος του τρέχοντος περιοδικού πίνακα. Αν μπορούσε να παραχθούν στη Γη, ύλη από κουάρκ θα έχει την δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί ως νέα πηγή ενέργειας.

Η πιθανότητα ότι η βαριά βαρυονική ύλη έχει μάλλον μια udQM βασική κατάσταση παρά την βαρυονική, έχει περιγραφεί σε μια δημοσίευση στο περιοδικό Physical Review Letters από τους φυσικούς του Πανεπιστημίου του Τορόντο, Bob Holdom, Jing Ren και Chen Zhang.

Η ιδέα ότι κάποιο είδος ύλης από κουάρκ μπορεί να σχηματίσει την βασική κατάσταση της βαρυονικής ύλης δεν είναι καινούργια. Σε ένα διάσημο βιβλίο από το 1984, ο φυσικός Edward Witten πρότεινε ότι το ύλη παράξενου κουάρκ (SQM) θα μπορούσε να εκπληρώσει αυτόν τον ρόλο. Ωστόσο, το SQM αποτελείται από συγκρίσιμα ποσά από up, down και παράξενα κουάρκ. Ένα από τα νέα αποτελέσματα της τελευταίας μελέτης είναι ότι η ύλη από κουάρκ, χωρίς να έχει παράξενα κουάρκ, δηλαδή το udQM, έχει χαμηλότερη ενέργεια ανά βαρυόνιο, είτε από το SQM (με παράξενα κουάρκ) είτε από την αδρονική ύλη, καθιστώντας την από ενεργειακής άποψης ευνοϊκή.

«Οι φυσικοί έχουν ψάξει για ύλη SQM εδώ και δεκαετίες», ανέφεραν οι ερευνητές . «Από τα αποτελέσματά μας βλέπουμε ότι πολλές αναζητήσεις μπορεί να έγιναν σε λάθος μέρος … Ένα αρκετά βασικό ερώτημα για απάντηση είναι: Ποιά είναι η χαμηλότερη ενεργειακή κατάσταση ενός αρκετά μεγάλου αριθμού κουάρκ; Υποστηρίζουμε ότι η απάντηση δεν είναι πυρηνική ουσία ή το παράξενο SQM, αλλά μάλλον το udQM, μια κατάσταση αποτελούμενη από σχεδόν άμαζα κουάρκ πάνω και κάτω «.

Η ιδέα ότι ύλη από κουάρκ μπορεί να βρίσκεται ακριβώς πέρα ​​από το περιοδικό πίνακα είναι κάπως περίεργη γιατί γενικά η ουσία κουάρκ θεωρείται ότι υπάρχει μόνο σε ακραία περιβάλλοντα, όπως οι πυρήνες των άστρων νετρονίων, σε συγκρούσεις βαρέων ιόντων, σε αστέρια υποθετικών άστρων από κουάρκ και τις πρώτες πρώτες στιγμές του πρώιμου κόσμου. Όταν παράγεται σε ένα επιταχυντή, το κουάρκ συνήθως αποσυντίθεται μέσα σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου σε σταθερή ύλη (ύλη με δεσμευμένα κουάρκ).

Αν και η παραγωγή του udQM παρουσιάζει δυσκολίες, οι ερευνητές σημειώνουν ότι μπορεί επίσης να αναζητηθεί στη Γη, καθώς μπορεί να φτάσει μέσω κοσμικών ακτίνων και στη συνέχεια να παγιδευτεί μέσα στην κανονική ύλη. Στο μέλλον, οι ερευνητές σκοπεύουν να διερευνήσουν τη δυνατότητα αναζήτησης της ύλης από κουάρκ, τόσο στη Γη όσο και σε πιο απομακρυσμένες τοποθεσίες.

«Θα θέλαμε να μάθουμε περισσότερα για την αφθονία της ύλης από κουάρκ στο σύμπαν», ανέφεραν οι ερευνητές. «Εξετάζουμε λοιπόν το ρυθμό μετατροπής της πυρηνικής ύλης σε udQM μέσα στα αστέρια νετρονίων. Θα θέλαμε επίσης να εντοπίσουμε τις αναζητήσεις για την SQM που είναι πιο σχετικές με το udQM και είναι ενδιαφέρον να εξετάσουμε πώς θα μπορούσαν να βελτιωθούν αυτές οι αναζητήσεις. »

Εάν οι επιστήμονες θα μπορούσαν να παράγουν ή να βρουν τέτοια ύλη από κουρκ κάθε είδους, μια πολύ ενδιαφέρουσα πιθανή εφαρμογή τους θα είναι η παραγωγή ενέργειας.

Ο Αριστοτέλης για τη σωφροσύνη

Αναφερόμενος στη σωφροσύνη ο Αριστοτέλης υπενθυμίζει αυτό που έχει ήδη ξεκαθαρίσει: «Ότι η σωφροσύνη είναι μεσότητα στις ηδονές, το έχουμε ήδη πει. Στην ίδια περιοχή κάνει την εμφάνισή της και η ακολασία». (1117b 10, 29-30 και 31-32).
 
Όσο για το διαχωρισμό των ηδονών, είναι κι αυτός ήδη γνωστός: «Ας δεχτούμε ότι οι ηδονές διακρίνονται σε σωματικές και ψυχικές, όπως είναι π.χ. η αγάπη της τιμής και η αγάπη της γνώστης». (1117b 10, 33-34).
 
Είναι φανερό ότι οι ψυχικές απολαύσεις έχουν να κάνουν περισσότερο με το πνεύμα σε αντίθεση με τις σωματικές που σχετίζονται με τη σάρκα. Με δεδομένη την ανωτερότητα του πνεύματος δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ψυχικές απολαύσεις είναι ανώτερες, αφού υπηρετούν έναν ανώτερο σκοπό.
Αυτό όμως δε σημαίνει ότι ο άνθρωπος που επιδίδεται σ’ αυτές είναι κατ’ ανάγκη και σώφρων: «Και στη μία και στην άλλη από τις δύο αυτές περιπτώσεις» (της αγάπης και της τιμής εννοείται) «ο άνθρωπος χαίρεται με αυτό που αγαπάει, χωρίς να συμμετέχει στη χαρά αυτή το σώμα του, αλλά κατά κύριο λόγο το μυαλό του. Για τους ανθρώπους όμως που επιδιώκουν αυτού του είδους τις αρετές δεν προορίζεται ούτε η λέξη “σώφρονες” ούτε η λέξη “ακόλαστοι”· το ίδιο ισχύει και για τους ανθρώπους που επιδίδονται στις υπόλοιπες αρετές που δεν είναι σωματικές». (1117b 10, 34-38).
 
Κι αν κάποιος χρειάζεται περισσότερες εξηγήσεις, ο Αριστοτέλης θα φέρει και παραδείγματα: «τους φιλόμυθους ανθρώπους, τους διηγητικούς ανθρώπους, καθώς και όλους αυτούς που ξοδεύουν τις ώρες τους μιλώντας για τυχαία πράγματα, τους λέμε “φλύαρους”, όχι όμως “ακόλαστους”, όπως και όλους αυτούς που λυπούνται γιατί έχασαν χρήματα ή φίλους». (1117b 10, 38-40 και 1118a 10, 1-2).
 
Με δυο λόγια, δε φτάνει να προτιμά και να επιλέγει κανείς τις πνευματικές απολαύσεις για να χαρακτηριστεί σώφρων. Πρέπει οι απολαύσεις αυτές να έχουν ποιότητα συντελούμενες με τον τρόπο που πρέπει, τη στιγμή που πρέπει, για το λόγο που πρέπει και με τα πράγματα που πρέπει, ώστε να λειτουργούν προς την κατεύθυνση της αρετής. Είναι καλό να αφηγείται κανείς όμορφες ιστορίες, αλλά είναι κακό να είναι φλύαρος. Από την άλλη, ακόμη και οι φλύαροι ή οι φιλοχρήματοι δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ακόλαστοι.
 
Όμως, ακόμη κι αν είχαν αδιαπραγμάτευτη ποιότητα οι πνευματικές-ψυχικές απολαύσεις κάποιου, και πάλι δε θα αποτελούσαν εχέγγυο σωφροσύνης. Το ότι μπορεί να ασχολείται κανείς με την ποιοτική μουσική έχοντας καλλιεργήσει υψηλά αισθητικά κριτήρια δε σημαίνει ότι είναι και σώφρων, αφού δεν αποτελεί τεκμήριο ότι διατηρεί σχέσεις ισορροπίας με τις σωματικές ηδονές.
 
Κι αντιστρόφως, όποιος δεν ασχολείται με τη μουσική ή έχει χαμηλής ποιότητας μουσικές προτιμήσεις δε σημαίνει ότι είναι και ακόλαστος. Οι ψυχικές απολαύσεις στο σύνολό τους αποτελούν σαφέστατη πιστοποίηση πνευματικότητας, αλλά όχι σωφροσύνης, αφού δεν έχουν καμία σχέση ούτε με την εγκράτεια ούτε με τη μεσότητα σε σχέση με τις παρορμήσεις του σώματος.
 
Τελικά, το κριτήριο της σωφροσύνης για τον Αριστοτέλη αφορά πρωτίστως (αν όχι αποκλειστικά) τις ισορροπίες που διατηρεί κάποιος στις σαρκικές απολαύσεις: «Με τις σωματικές ηδονές λοιπόν σχετίζεται, λέω, η σωφροσύνη, και ούτε όμως πάλι με όλες τους». (1118a 10, 3-4).
 
Κι επειδή το σώμα αντιλαμβάνεται την ευχαρίστηση με τις αισθήσεις, αυτό που μένει είναι να εξεταστούν όλες ξεχωριστά, ώστε να εντοπιστεί ποια είναι αυτή που έχει τη δύναμη να οδηγεί τον άνθρωπο προς το ακόλαστο. Και βέβαια δεν είναι η όραση: «Αυτούς, πράγματι, που χαίρονται με όσα προσφέρει στους ανθρώπους η όραση (χρώματα, σχήματα, ζωγραφιές) δεν τους λέμε ούτε “σώφρονες” ούτε “ακόλαστους” – παρόλο ότι μπορεί κανείς και σ’ αυτές τις περιπτώσεις να ευχαριστιέται είτε με τον τρόπο που πρέπει είτε σε υπερβολικό ή ελλιπή βαθμό». (1118a 10, 4-8).
 
Με τον ίδιο τρόπο απορρίπτεται και η ακοή, καθώς είναι αδύνατο να χαρακτηριστεί ακόλαστος αυτός που απολαμβάνει την ευχαρίστηση του ήχου. Αλλά και η όσφρηση δε φαίνεται να συντελεί στην ακολασία: «Ούτε, επίσης, χρησιμοποιούμε τις λέξεις αυτές» (σώφρων-ακόλαστος) «για τους ανθρώπους που ευχαριστιούνται με τις μυρωδιές, παρά μόνο συμπτωματικά: αυτούς που ευχαριστιούνται με τις μυρωδιές των μήλων, των τριαντάφυλλων ή των θυμιαμάτων δεν τους λέμε “ακόλαστους” λέμε όμως αυτούς που ευχαριστιούνται με τις μυρωδιές των αρωμάτων ή των διάφορων μεζέδων». (1118a 10, 11-14).
 
Η αναφορά στα αρώματα και τους μεζέδες δεν είναι παρά η κατάδειξη του αχαλίνωτου στον έρωτα και στο φαγητό. Θα έλεγε κανείς ότι αυτές είναι οι κύριες πληγές για τον ακόλαστο. Γιατί ακόλαστος δεν έχει εγκράτεια. Κι ο άνθρωπος που αδυνατεί να συγκρατηθεί θα ριχτεί στους μεζέδες όσο χορτάτος κι αν είναι.
 
Γι’ αυτό και η μυρωδιά μπορεί να προδώσει τον ακόλαστο: «Ο λόγος είναι ότι οι ακόλαστοι με τις μυρωδιές αυτές, επειδή μέσω αυτών αναθυμούνται τα αντικείμενα των επιθυμιών τους. Μπορεί, φυσικά, να δει κανείς και άλλους ανθρώπους που, όταν πεινούν, ευχαριστιούνται με τις μυρωδιές των φαγητών· το να ευχαριστιέται όμως κανείς σε μόνιμη βάση με αυτού του είδους τα πράγματα δηλώνει ακόλαστο άνθρωπο· γιατί γι’ αυτόν όλα αυτά αποτελούν αντικείμενο των επιθυμιών του». (1118a 10, 14-19).
 
Το ότι ο πεινασμένος που θα ξεσηκωθεί από τη μυρωδιά του φαγητού δεν είναι ακόλαστος είναι απολύτως προφανές, αφού το φαγητό είναι ανάγκη και οφείλει κανείς να εκπληρώνει τις ανάγκες του. Η ακολασία έγκειται στην υπερβολή κι όχι στην εκπλήρωση των σωματικών λειτουργιών. Εκτός αυτού, είναι μάλλον αβάσιμο να θεωρεί κανείς την όσφρηση πηγή της ακολασίας, αφού η όσφρηση δεν αποτελεί την πηγή της ηδονής, αλλά την ενθύμησή της.
 
Εξάλλου, ο ακόλαστος μπορεί να εκδηλωθεί όχι μόνο με τη μυρωδιά, αλλά και με την όραση, καθώς και η θέα των εκλεκτών μεζέδων θα τον αναστατώσει. Ακόμη και το άκουσμα των πιατικών ή των ποτηριών που τσουγκρίζουν είναι σε θέση να τον κάνει άνω κάτω. Όπως λοιπόν η όραση και η ακοή δε θεωρούνται ότι επιφέρουν ακολασία, έτσι και η όσφρηση είναι αδύνατο να εκληφθεί ως γενεσιουργός αιτία της ακόλαστης συμπεριφοράς.
 
Για τον Αριστοτέλη οι αισθήσεις που οδηγούν τον άνθρωπο στην ακολασία είναι η αφή και η γεύση: «η σωφροσύνη και η ακολασία σχετίζονται με εκείνες τις ηδονές που και τα άλλα ζώα τις έχουν κοινές με τον άνθρωπο (κάτι που τις κάνει να φαίνονται ότι προσιδιάζουν σε δούλους και σε κτήνη): πρόκειται για την αφή και τη γεύση». (1118a 10, 27-30).
 
Και η γεύση κρίνεται επουσιώδης: «Είναι όμως φανερό ότι και τη γεύση λίγο τη χρησιμοποιούν οι ακόλαστοι, ή και καθόλου. Δουλειά της αίσθησης της γεύσης είναι, πράγματι, η διάκριση των γεύσεων (αυτό δεν κάνουν οι δοκιμαστές των κρασιών και όλοι αυτοί που ξέρουν να νοστιμίζουν τα φαγητά με καρυκεύματα;), δε βρίσκεται όμως καθόλου – τουλάχιστο των ακόλαστων – σ’ αυτή τη διάκριση η ευχαρίστησή τους, αλλά στην απόλαυση, που σε όλες τις περιπτώσεις προέρχεται από την αφή: στα φαγητά, στα ποτά, σ’ αυτό που λέμε: “χαρές της Αφροδίτης”». (1118a 10, 30-37).
 
Η αφή παρουσιάζεται ως αναντίρρητη πηγή της ακολασίας: «Αυτός είναι και ο λόγος που ευχήθηκε κάποτε ένας καλοφαγάς να ήταν ο οισοφάγος του μακρύτερος και από του γέρανου, θέλοντας να πει ότι την ευχαρίστηση την αισθανόταν με την αφή. Η αίσθηση λοιπόν με την οποία σχετίζεται η ακολασία είναι από όλες τις αισθήσεις η πιο κοινή σε όλα τα ζώα, και άρα δικαιολογημένα, λέω, η ακολασία θεωρείται επονείδιστη, αφού υπάρχει μέσα μας όχι γιατί είμαστε άνθρωποι, αλλά γιατί είμαστε ζώα. Το να χαίρεται λοιπόν κανείς με τέτοιου είδους πράγματα και να τα αγαπάει περισσότερο από όλα τα άλλα, είναι κάτι το ζωώδες». (1118a 10, 37-38 και 1118b 10, 1-5).
 
Κι αυτός είναι ο λόγος που η ακολασία είναι κατακριτέα, καθώς υποβαθμίζει τον άνθρωπο στα ζωώδη ένστικτά του. Ο σώφρων είναι αυτός που ξέρει να κρατά τις ορθές αποστάσεις δίνοντας βαρύτητα στα πράγματα που αρμόζουν περισσότερο στους ανθρώπους.
 
Φυσικά, θα ήταν παράλογο να απαιτήσει κανείς την πλήρη απάρνηση των ενστίκτων. Κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο στην ανθρώπινη φύση: «Επιπαραδείγματι, η επιθυμία της τροφής είναι φυσική· ο καθένας, πράγματι, επιθυμεί ξερή ή υγρή τροφή, άμα του λείπει – καμιά φορά τις επιθυμεί και τις δύο· και αν είναι νέος και ακμαίος επιθυμεί επίσης, όπως λέει ο Όμηρος, και το “κρεβάτι”». (1118b 11, 11-14).
 
Και βέβαια, είναι επίσης φυσικό να υπάρχουν διαφορές στις προτιμήσεις του καθενός. Δε χρειάζεται να έχουν όλοι το ίδιο αγαπημένο φαγητό ούτε τα ίδια πρότυπα στην επιλογή ερωτικού συντρόφου. Αυτού του είδους οι αποφάσεις είναι αυστηρά προσωπικές και δεν αποτελούν κριτήριο σωφροσύνης ή ακολασίας.
 
Το ακόλαστο δεν έχει να κάνει με τις επιλογές, αλλά με την υπερβολή που ξεπερνά τις φυσικές ανάγκες: «Στις φυσικές λοιπόν επιθυμίες λίγοι συμπεριφέρονται λανθασμένα, και μάλιστα προς μία μόνο κατεύθυνση: προς την κατεύθυνση της υπερβολής· γιατί το να τρώει και να πίνει κανείς ό,τι βρεθεί μπροστά του ώσπου να κορεσθεί, σημαίνει ότι ξεπερνάει σε ποσότητα αυτό που έχει ορίσει η φύση: η φυσική επιθυμία πάει ως την ικανοποίηση της ανάγκης». (1118b 11, 18-22).
 
Η ακολασία ταυτίζεται με την κατάχρηση παίρνοντας διαστάσεις παθολογίας. Γιατί ακόλαστος δεν είναι ο άνθρωπος που θα τσιμπήσει ένα μεζεδάκι παραπάνω, αλλά εκείνος που θα συμπεριφερθεί με βουλιμία. Σε τελική ανάλυση, ο ακόλαστος είναι έρμαιο των ηδονών σε βαθμό που να λειτουργεί βλαπτικά για την ίδια του την υγεία. Κατά κανόνα τέτοιες ακραίες συμπεριφορές έχουν ψυχολογικό υπόβαθρο.
 
Η έννοια της μεσότητας, που διαμορφώνει την ψυχική ισορροπία βασιζόμενη στη λογική και την επιθυμία εκπλήρωσης του ωραίου (ως τελικό σκοπό), ματαιώνεται ολοκληρωτικά: «Αυτός είναι ο λόγος που τους ανθρώπους αυτούς τους λέμε “γαστρίμαργους”, θέλοντας να πούμε ότι γεμίζουν την κοιλιά τους πέρα από όσο πρέπει – έτσι, πάντως, καταντούν οι απολύτως ευτελείς και τιποτένιοι άνθρωποι». (1118b 11, 22-24).
 
Ο Αριστοτέλης αναφέρεται απολύτως περιφρονητικά στους ακόλαστους («ευτελείς και τιποτένιοι άνθρωποι») αποδίδοντας τη συμπεριφορά τους στη διαμόρφωση του χαρακτήρα (που είναι ευτελής) κι όχι σε ψυχολογικούς παράγοντες που θα μπορούσαν και να ξεπεραστούν. (Η ψυχανάλυση θα έρθει πολλούς αιώνες αργότερα). Ο Αριστοτέλης αγγίζει το θέμα διαισθητικά. Αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για αρρώστια της ψυχής, αλλά δε συλλαμβάνει το μέγεθος του επιστημονικού πεδίου, που ο ίδιος ανοίγει.
 
Δεν είναι τυχαίο ότι για πολλούς θεωρείται ο πρώτος ψυχολόγος. Και μόνο ο διαχωρισμός της ψυχής (λόγον έχον μέρος, άλογον έχον μέρος κι επιθυμητικόν, λόγον-άλογον έχον μέρος) αποδεικνύει ότι εισάγεται μια νέα οπτική στην ερμηνεία του ανθρώπου, η οπτική της ψυχολογικής του υπόστασης.
Ο Αριστοτέλης έχει ξεπεράσει κατά πολύ το πλαίσιο της εποχής του προσεγγίζοντας ζητήματα που (ως ένα βαθμό) δεν έχουν ξεκαθαριστεί ακόμη και σήμερα. Το να ασκηθεί οποιαδήποτε κριτική για ελλιπή ερμηνεία των ψυχοπαθολογικών αιτιών της βουλιμίας και την έλλειψη προτάσεων για την αντιμετώπισή της δεν είναι απλώς υπερβολικό, είναι παράλογο.
 
Για τον Αριστοτέλη ο ακόλαστος είναι άνθρωπος τιποτένιος που διαμορφώθηκε από αρνητική έξη στα ζητήματα των ηδονών. Και η υπερβολή στην αναζήτηση της σωματικής ευχαρίστησης έχει να κάνει τόσο με τον αχαλίνωτο τρόπο που πραγματώνεται, όσο και με την ευτέλεια των πραγμάτων που την προκαλεί, τα οποία πολλές φορές είναι κατακριτέα και μισητά: «Γιατί, ενώ όλοι αυτοί που λέγονται “παθιασμένοι φίλοι του τάδε ή του τάδε πράγματος” λέγονται έτσι ή γιατί ευχαριστιούνται με πράγματα που δεν πρέπει ή γιατί ευχαριστιούνται με αυτό ή με εκείνο το πράγμα περισσότερο από ό,τι οι περισσότεροι άνθρωποι ή γιατί ευχαριστιούνται με τρόπο που δεν είναι σωστός, οι ακόλαστοι φτάνουν σε υπερβολή και από τις τρεις αυτές απόψεις: ευχαριστιούνται με κάποια πράγματα με τα οποία δεν πρέπει να ευχαριστιέται κανείς (γιατί είναι πράγματα μισητά), και στην περίπτωση που ευχαριστιούνται με πράγματα με τα οποία θα έπρεπε πράγματι κανείς να ευχαριστιέται, αυτοί το κάνουν σε βαθμό μεγαλύτερο από ό,τι πρέπει ή σε σύγκριση με τους περισσότερους ανθρώπους». (1118b 11, 26-31).
 
Ο ακόλαστος είναι απολύτως κατακριτέος άνθρωπος όχι μόνο γιατί δε γνωρίζει καμία αίσθηση του μέτρου, αλλά και γιατί μπορεί να εισπράττει χαρά από μισητά πράγματα, ανέντιμα ή ανήθικα. Κι αν ως εδώ το πορτρέτο του ακόλαστου πλάθεται από την πλευρά της εσφαλμένης χαράς, ο Αριστοτέλης θα το αποδώσει κι από την πλευρά της λύπης: «Όσο για τις λύπες, δε λέγεται κανείς – όπως στην περίπτωση της ανδρείας – σώφρων, αν τις αντιμετωπίζει, και ακόλαστος, αν δεν τις αντιμετωπίζει· ακόλαστος λέγεται αυτός που λυπάται περισσότερο από ό,τι πρέπει, επειδή δεν πετυχαίνει τα ευχάριστα πράγματα (και τη λύπη η ηδονή τού την προκαλεί), ενώ σώφρων λέγεται αυτός που δε λυπάται για την απουσία των ευχάριστων πραγμάτων [και για την αποχή του από αυτά]». (1118b 11, 33-38).
 
Από αυτή την άποψη, ο ακόλαστος είναι πρωτίστως άνθρωπος δυστυχής. Ο φόβος μήπως στερηθεί την υπερβολή των ηδονών παίρνει διαστάσεις εμμονής σκιαγραφώντας την εικόνα του εξαρτημένου-ανελεύθερου ανθρώπου. Η λύπη μήπως χάσει το αντικείμενο της ηδονής είναι η συναισθηματική έξαρση του άμετρου που γίνεται πλέον μοναδικό νόημα για τη ζωή. Σε τελική ανάλυση, ο ακόλαστος βρίσκεται σε διαρκή αγωνία. Γι’ αυτό είναι ευάλωτος.
 
Υπό αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατο να γίνει λόγος για ευτυχία. Ο σώφρων, ως άνθρωπος του μέτρου, θα απολαύσει τις ηδονές στο βαθμό που πρέπει, χωρίς να εξαρτά την ευτυχία του στην εκπλήρωσή τους. Είναι σε θέση να παραμείνει ευτυχής, ακόμη κι αν χρειαστεί να στερηθεί κάτι. Τελικά, η ακολασία τείνει στο αξιολύπητο.
 
Και βέβαια, οι δυσάρεστες παρενέργειες στην αναζήτηση των ηδονών έχουν να κάνουν μόνο με την υπερβολή: «Ελλιπείς στις ηδονές, άνθρωποι που να τις ευχαριστιούνται λιγότερο από ό,τι πρέπει, δεν υπάρχουν· μια τέτοια αναισθησία δεν είναι, πράγματι, ανθρώπινη». (1119a 11, 6-8).
 
Και συμπληρώνει: «Το να μη νιώθει, πάντως, κανείς ευχαρίστηση με τίποτε και να μην κάνει διάκριση ανάμεσα σε ένα και σε άλλο πράγμα, αυτός απέχει πάρα πολύ από το να είναι άνθρωπος». (1119a 11, 10-11). Η γενική έλλειψη ευχαρίστησης που ισοπεδώνει τα πάντα εκμηδενίζοντας κάθε έννοια προτίμησης ή επιθυμίας προσομοιάζει σ’ αυτό που σήμερα ονομάζεται κατάθλιψη.
 
Η έλλειψη στη χαρά των ηδονών αποτελεί επίσης ψυχική δυσαρμονία, και σε πολλές περιπτώσεις καταστροφικότερη κι από την υπερβολή. Ο Αριστοτέλης δε θα μπορούσε να γνωρίζει ούτε τη νευρική ανορεξία ούτε την παθολογία της ολοκληρωτικής παραίτησης. Οι σύγχρονες διαπιστώσεις των αρνητικών επιπτώσεων από την πλευρά της έλλειψης θα έλεγε κανείς ότι ενισχύουν εκ νέου την αριστοτελική προτροπή της μεσότητας.
 
Αυτό που μένει είναι ο προσδιορισμός του σώφρονα ανθρώπου: «Ο σώφρων άνθρωπος κατέχει τη μέση θέση σ’ αυτά τα πράγματα, αφού ούτε ευχαριστιέται με τα πράγματα με τα οποία ευχαριστιέται πάρα πολύ ο ακόλαστος (ίσα ίσα τα πράγματα αυτά τον δυσαρεστούν), ούτε γενικά ευχαριστιέται με πράγματα με τα οποία δε θα έπρεπε να ευχαριστιέται· επίσης, δεν ευχαριστιέται σε βαθμό υπερβολής με οποιοδήποτε από τα πράγματα αυτά». (1119a 11, 13-15).
 
Κι όχι μόνο αυτό: «Από την άλλη ο σώφρων άνθρωπος δεν αισθάνεται λύπη, όταν τα πράγματα αυτά του λείπουν, ούτε και τα επιθυμεί, ή τα επιθυμεί σε μέτριο βαθμό· δεν τα επιθυμεί, επίσης, περισσότερο από ό,τι πρέπει, ούτε σε στιγμή που δεν πρέπει – θυμήσου και όλα τα παρόμοια πράγματα που έχουμε ήδη πει». (1119a 11, 16-18). Εν κατακλείδι ο σώφρων «ενεργεί όπως ο ορθός λόγος ορίζει». (1119a 11, 21-22).
 
Για τον Αριστοτέλη δεν υπάρχει μεγαλύτερο κακό από την ακολασία. Ακόμη και η δειλία θεωρείται λιγότερο περιφρονητέα. Ο ακόλαστος είναι αδύνατο να φτάσει στην εσωτερική γαλήνη που προϋποθέτει η ευτυχία. Η σωφροσύνη παρουσιάζεται ως ύψιστη αρετή, που είναι σε θέση να καθοδηγήσει και στην απόκτηση όλων των άλλων.
 
Μόνο ο σώφρων μπορεί να είναι αληθινά ανδρείος, αφού μόνο εκείνος θα φερθεί σωστά εκπληρώνοντας τις επιταγές της μεσότητας. Ο ακόλαστος δεν μπορεί παρά να επιδείξει το παράτολμο θράσος, αν νιώσει ότι υπάρχει κίνδυνος να στερηθεί την ηδονή που στρεβλά έχει ταυτίσει με την ευτυχία. Γι’ αυτό είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της ανθρώπινης ανισορροπίας.
 
Κι αυτός είναι ο λόγος που πρέπει τα παιδιά να διαπαιδαγωγούνται από πολύ μικρή ηλικία, ώστε να μπορούν να χαλιναγωγούν τις επιθυμίες τους: «Γιατί και των παιδιών η ζωή κατευθύνεται από την επιθυμία, και κυρίως σ’ αυτά γίνεται εμφανής η επιδίωξη του ευχάριστου. Αν λοιπόν η επιθυμία δεν είναι υπάκουη και υποταγμένη σ’ αυτό που άρχει,» (δηλαδή στο λόγον έχον μέρος της ψυχής) «τότε η επιδίωξη του ευχάριστου θα προχωρήσει πολύ μακριά· γιατί η επιθυμία του ευχάριστου είναι αχόρταγη, και έρχεται στον δίχως νου άνθρωπο από παντού, και η άσκηση της επιθυμίας αυξάνει την έμφυτη, την εσωτερική δύναμη, με αποτέλεσμα, αν οι επιθυμίες είναι μεγάλες και δυνατές, μπορούν ακόμη και να αχρηστεύσουν τη σκέψη». (1119b 12, 6-12).
 
Ο σώφρων είναι ο άνθρωπος που πετυχαίνει τη σύμπλευση των επιθυμιών με τη λογική: «Όπως το παιδί πρέπει να ζει σύμφωνα με τις προσταγές του παιδαγωγού, έτσι και το επιθυμητικό στοιχείο που υπάρχει μέσα μας πρέπει να ακολουθεί τις οδηγίες του λόγου. Γι’ αυτό το επιθυμητικό στοιχείο του σώφρονα ανθρώπου πρέπει να βρίσκεται σε αρμονική σχέση με το λογικό στοιχείο· γιατί ο στόχος και των δύο είναι το ηθικά ωραίο, και ο σώφρων άνθρωπος επιθυμεί αυτά που πρέπει, με τον τρόπο που πρέπει και τη στιγμή που πρέπει: αυτό ακριβώς ορίζει και ο λόγος». (1119b 12, 15-20).
 
Αποδεχόμενοι ότι η εκπλήρωση των επιθυμιών αποτελεί τη συναισθηματική ολοκλήρωση του ανθρώπου, είναι φανερό ότι οι επιθυμίες που είναι ενάντιες στη λογική είναι το αδιέξοδο της αντίθεσης ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα. Κι αυτή είναι η κύρια πηγή της ανθρώπινης δυστυχίας. Όταν το συναίσθημα συγκρούεται με τη λογική, ο άνθρωπος είναι αδύνατο να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του. Ή δε θα νιώθει χαρά καταπιέζοντας το συναίσθημα για χάρη της λογικής ή η χαρά του θα τον οδηγεί στην ενοχή, καθώς η λογική θα την υπονομεύει.
 
Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι αδύνατο να γίνει λόγος για ψυχική γαλήνη κι αγάπη για τον εαυτό, που είναι η βάση της ευτυχίας. Με άλλα λόγια, προκύπτει ένας ορισμός: Ευτυχία είναι η ισορροπία της ψυχής που απορρέει από τη σύμπλευση του συναισθήματος και της λογικής σύμφωνα με τον τρόπο του σώφρονα ανθρώπου.
 
Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια