Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

ΑΙΣΩΠΟΣ - Μῦθοι (341.1-345.1)

341. ΑΝΗΡ, ΙΠΠΟΣ ΚΑΙ ΠΩΛΟΣ [341.1] ἀνήρ τις ἐπωχεῖτο θηλείᾳ τινὶ ἵππῳ ἐγκύῳ ὑπαρχούσῃ, καὶ ὁδοιποροῦντος αὐτοῦ πῶλον ἡ ἵππος ἀπέτεκεν. ὁ δὲ πῶλος κατόπιν αὐτῆς εὐθὺς πορευόμενος καὶ ταχέως ἰλιγγιάσας πρὸς τὸν τῆς ἰδίας μητρὸς ἐπιβάτην ἔλεγεν· «ἰδού, ὁρᾷς με βραχύτατον καὶ πρὸς πορείαν ἀδύνατον· γίνωσκε τοίνυν, ὡς, εἰ ἐνταῦθα ἐγκαταλίπῃς με, αὐθωρὸν διαφθείρομαι. εἰ δ᾽ ἐντεῦθεν ἄρῃς με καὶ ἀπαγάγῃς ἐν τόπῳ καὶ ἀνατραφῆναι παρασκευάσῃς, οὕτως αὐξυνθεὶς ἐν ὑστέρῳ ἐποχεῖσθαί μοι ποιήσω σε».
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὡς ἐκείνους εὐεργετεῖν χρή, ὑφ᾽ ὧν καὶ ἡ ἀντάμειψις τῆς εὐποιίας ἐλπίζεται.

342. ΑΝΗΡ ΚΑΙ ΚΥΚΛΩΨ
[342.1] ἀνήρ τις τῶν εὐλαβῶν τυγχάνων καὶ τοῖς πρακτέοις σεμνὸς ἐπὶ χρόνον ἱκανὸν εὐμαρῶς τοῖς ἰδίοις παισὶν συμβιοτεύων μετὰ ταῦτα ἐνδείᾳ περιπίπτει ἐσχάτῃ καὶ τὴν ψυχὴν καιρίως ἀλγῶν ἐβλασφήμει τὸ θεῖον καὶ ἑαυτὸν ἀνελεῖν ἀπηναγκάζετο. λαβὼν οὖν σπάθην ἐπί τινα τῶν ἐρημικῶν τόπων ἐξῄει θανεῖν μᾶλλον αἱρετισάμενος ἤπερ κακῶς ζῆν. πορευόμενος δὲ λάκκον τινὰ βαθύτατον ἔτυχεν εὑρηκώς, ἐν ᾧ χρυσίον οὐκ ὀλίγον παρά τινος τῶν γιγαντιαίων ἀνδρῶν ἀποτέθειτο, ᾧ Κύκλωψ τὸ ὄνομα. ἰδὼν δὲ ὁ ἀνὴρ τὸ χρυσίον φόβου εὐθὺς καὶ χαρᾶς ἀνάπλεως γίνεται καὶ ῥίπτει μὲν τῆς χειρὸς τὸ ξίφος, αἴρει δὲ τὸ χρυσίον ἐκεῖθεν καὶ ἄσμενος ἐπὶ τὴν οἰκίαν καὶ τοὺς παῖδας αὐτοῦ ἐπανέρχεται. εἶτα ὁ Κύκλωψ ἐπὶ τὸν λάκκον ἐλθὼν καὶ τὸ μὲν χρυσίον μὴ εὑρηκώς, ἀντ᾽ αὐτοῦ δὲ κείμενον ἐκεῖσε τὸ ξίφος ἑωρακὼς αὐτίκα τοῦτο σπασάμενος ἑαυτὸν διεχειρίσατο.
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὡς τοῖς σκαιοῖς ἀνδράσιν ἀκολούθως τὰ κακὰ ἐπισυμβαίνει, τοῖς δὲ ἀγαθοῖς καὶ εὐλαβέσι τὰ ἀγαθὰ ταμιεύεται.

343. ΘΗΡΕΥΤΗΣ ΚΑΙ ΙΠΠΕΥΣ
[343.1] ἀνήρ τις θηρευτὴς λαγωὸν κατασχὼν καὶ τοῦτον ἐπιφερόμενος τῆς ὁδοιπορίας εἴχετο. καί τινι προσυπαντηθεὶς ἐφ᾽ ἵππῳ ἀνδρὶ ἐζητεῖτο παρ᾽ αὐτοῦ τὸν λαγωὸν προσχήματι ἀπεμπολήσεως. λαβὼν τοίνυν ὁ ἱππεὺς τὸν λαγωὸν ἀπὸ τοῦ θηρευτοῦ εὐθὺς δρομαῖος ᾤχετο. ὁ δὲ θηρευτὴς κατόπιν αὐτοῦ τρέχων φθάσαι αὐτὸν δῆθεν ἐδόκει. τοῦ δὲ ἱππέως ἐκ πολλοῦ τοῦ διαστήματος μακρὰν ἐκείνου ἀπέχοντος ὁ θηρευτὴς καὶ ἄκων φωνεῖ πρὸς αὐτὸν καί φησιν· «ἄπελθε λοιπόν· ἐγὼ γὰρ ἤδη τὸν λαγωὸν ἐδωρησάμην σοι».
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὡς πολλοὶ ἀκουσίως τὰ ἴδια ἀφαιρούμενοι προσποιοῦνται δῆθεν ἑκοντὶ ταῦτα δεδωκέναι.

344. ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ ΛΕΩΝ
[344.1] λύκος ἁρπάσας χοῖρον καὶ ἀπάγων αὐτὸν λέοντι συνήντησεν. ὁ δὲ λέων εὐθὺς ἀπὸ τοῦ λύκου τὸν χοῖρον ἀφήρπασεν. ἀφαιρεθεὶς δὲ αὐτὸν ὁ λύκος ἐν ἑαυτῷ ἔλεγεν· «πάντως καὶ αὐτὸς ἐθαύμαζον, πῶς ἂν καὶ διέμεινε παρ᾽ ἐμοὶ τὸ ἐξ ἁρπαγῆς μοι προσγενόμενον».
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὡς καὶ τὰ ἀλλότρια πράγματα πλεονεκτικῶς τισι καὶ βιαίως ἐπικτώμενα τοῖς ταῦτα ἁρπάζουσιν οὐκ εἰς τέλος παραμένουσιν.

345. ΝΕΑΝΙΣΚΟΣ ΚΑΙ ΓΡΑΥΣ
[345.1] νεανίσκος τις ὁδοιπορῶν ἐν ἡμέρᾳ καύσωνος ἐντυγχάνει γυναικί τινι γραΐδι, ἥτις καὶ αὐτὴ τὴν αὐτὴν ὁδὸν τῷ νεανίσκῳ συνεπορεύετο. ὁρῶν δὲ αὐτὴν ἐκεῖνος τῷ τε καύσωνι καὶ τῷ τῆς ὁδοιπορίας καμάτῳ δεινῶς ἰλιγγιῶσαν κατῴκτειρε τῆς ἀσθενείας καὶ μηκέτι ἐξισχύουσαν ὅλως πορεύεσθαι ἄρας ταύτην τῆς γῆς ἐπὶ τῶν νώτων αὐτοῦ διεβάσταζεν. ταύτην δὲ ἐπιφερόμενος λογισμοῖς τισιν αἰσχρᾶς ἐπιθυμίας δεινῶς ἐταράττετο, ὑφ᾽ ὧν καὶ πρὸς οἶστρον ἀκολασίας καὶ σφοδρὸν ἔρωτα ὁ αὐτοῦ ἤρθη φαλλός. εὐθὺς δὲ τῇ γῇ καταθεὶς τὴν γραΐδα ταύτῃ ἀκολάστως συνεγίνετο. ἡ δὲ πρὸς αὐτὸν ἁπλοϊκῶς ἔλεγε· «τί ἐστιν, ὃ ἐπ᾽ ἐμοῦ ἐργάζῃ;» ὁ δὲ αὐτῇ ἔφη ὡς «βαρεῖα πέφυκας καὶ τούτου χάριν ἀπογλύψαι σου τῆς σαρκὸς διανενόημαι». καὶ ταῦτα εἰπὼν καὶ εἰς τέλος αὐτὴν συμφθαρεῖσαν πάλιν τῆς γῆς ἐξάρας αὐτὴν ἐπὶ τῶν ἑαυτοῦ νώτων ἐπέθετο. καὶ μῆκος ὁδοῦ τινος διελάσαντος αὐτοῦ ἔφη πρὸς αὐτὸν ἡ γραῦς· «εἰ ἔτι σοι βαρεῖα καὶ ἐπαχθὴς πέφυκα, πάλιν με καταγαγὼν πλέον ἐξ ἐμοῦ ἀπόγλυψον».
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὡς τῶν ἀνθρώπων τινὲς τὴν ἰδίαν πληροῦντες ἐπιθυμίαν προφασίζονται, ὡς ἐξ ἀγνοίας τὸ γεγονὸς διεπράξαντο, δόξαντες δῆθεν μὴ ἐκεῖνο, ἀλλ᾽ ἕτερόν τι τῶν δεόντων μᾶλλον πεποιηκέναι.

***
341. Ο άντρας, η φοράδα του και το πουλάρι της.
[341.1] Ήταν μια φορά ένας ταξιδιώτης που πήγαινε καβάλα σε ετοιμόγεννη φοράδα. Έτσι που ήρθαν τα πράγματα, λοιπόν, η φοράδα γέννησε το πουλαράκι της ενώ βρίσκονταν ακόμη στον δρόμο. Στη συνέχεια, που λέτε, το νεογέννητο το κακόμοιρο βάλθηκε να ακολουθεί καταπόδι τη μάνα του, ακριβώς από πίσω της. Έλα όμως που γρήγορα ένιωσε ζαλάδα. Έπιασε λοιπόν και παρακαλούσε τον καβαλάρη, ο οποίος ίππευε στη ράχη της μαμάς φοράδας: «Καλέ κύριε, κοίταξέ με λίγο, τί μικρό που είμαι, τοσοδούλικο. Πώς να αντέξω στην πεζοπορία το καημενούλι; Δεν το καταλαβαίνεις, καλέ; Αν με παρατήσεις εδώ χάμω, πάει, θα ψοφήσω στο πι και φι. Να χαρείς, μάζεψέ με από τον δρόμο και πήγαινέ με στον τόπο σου, να με δώσεις εκεί να με αναθρέψουν. Θα δεις τί ωραία που θα μεγαλώσω σε λίγο καιρό ― και τότε θα σε πάρω να σε κουβαλάω και σένα καβάλα πάνω μου».
Το δίδαγμα του μύθου: Αξίζει τον κόπο να κάνουμε το καλό σε κάποιον, αν έχουμε την ελπίδα ότι θα μας ξεπληρώσει εν καιρώ τις καλοσύνες μας.

342. Ο άνθρωπος και ο Κύκλωπας.
[342.1] Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος σοβαρός και μετρημένος, αν και λιγάκι υπεροπτικός κατά την πρακτική του συμπεριφορά στη ζωή. Για αρκετό καιρό, που λέτε, ζούσε με άνεση μαζί με τα παιδιά του. Ύστερα από κάποιο διάστημα, ωστόσο, ξέπεσε σε τρομερή φτώχεια. Τότε η ψυχή του γέμισε θλίψη (επόμενο δεν ήτανε;), και συχνά-πυκνά ο άνθρωπός μας ξεσπούσε σε βλαστήμιες ενάντια στον θεό. Στο τέλος, η ανάγκη δεν του άφηνε πλέον άλλη επιλογή, και σκέφτηκε να θέσει τέρμα στη ζωή του. Άδραξε λοιπόν τη σπάθα του και βγήκε έξω από την πόλη, γυρεύοντας κανένα ερημικό μέρος. Το είχε πάρει απόφαση μέσα του, βλέπετε, πως είναι καλύτερος ο θάνατος από τέτοια εξαθλιωμένη ζωή. Εκεί που προχωρούσε, όμως, βρήκε μπροστά του, για καλή του τύχη, ένα λαγούμι πολύ βαθύ. Και εκεί μέσα ήταν φυλαγμένο κάμποσο χρυσάφι: το είχε κρύψει επιτόπου κάποιος από τη φυλή των γιγάντων, ο Κύκλωπας με το όνομα. Μόλις αντίκρισε ο άνθρωπός μας το χρυσάφι, πλημμύρισε συγχρόνως από τρομάρα και από χαρά. Αμέσως, βέβαια, πέταξε από το χέρι του τη σπάθα, μάζεψε τον θησαυρό και έτρεξε όλο χαρά πίσω στο σπίτι του και στα παιδιά του. Αργότερα, που λέτε, κατέφτασε στο λαγούμι του και ο Κύκλωπας· έλα όμως που δεν βρήκε ίχνος από το χρυσάφι του. Αντί για αυτό, το μόνο που αντίκρισε εκεί πέρα ήταν η σπάθα, πεσμένη κάτω σε μια μεριά. Τότε λοιπόν ο γίγαντας σήκωσε το όπλο και στο λεπτό σφάχτηκε με δαύτο.
Το δίδαγμα του μύθου: Τους παλιανθρώπους, όπως είναι φυσικό, έρχονται και τους βρίσκουν οι συμφορές. Αντίθετα, τους τίμιους και μετρημένους τούς περιμένει η καλοτυχία.

343. Ο κυνηγός και ο καβαλάρης.
[343.1] Μια φορά κάποιος είχε βγει κυνήγι και έπιασε έναν λαγό. Τον σήκωσε, που λέτε, να τον κουβαλήσει και συνέχισε τον δρόμο του. Εκεί που προχωρούσε, λοιπόν, συνάντησε μπροστά του κάποιον άλλον, που ήταν καβάλα στο άλογο. Αυτός ο δεύτερος γύρεψε από τον άνθρωπό μας να του δώσει τον λαγό, προφασιζόμενος δήθεν ότι σκόπευε να τον αγοράσει. Με το που έβαλε όμως στο χέρι ο καβαλάρης το θήραμα του κυνηγού, αμέσως πήρε δρόμο καλπάζοντας μακριά. Ο κυνηγός ασφαλώς έτρεξε στο κατόπι του ― ίσως θαρρούσε ότι θα μπορούσε τάχα να τον προφτάσει. Αλλά βέβαια ο καβαλάρης όλο κέρδιζε σε απόσταση και σύντομα βρισκόταν πια πέρα μακριά. Τότε ο άνθρωπός μας, ήθελε δεν ήθελε, έβαλε μια φωνή για να πει στον κλέφτη: «Καλά, φύγε, δεν σε χρειάζομαι άλλο. Όσο για τον λαγό, μην έχεις έγνοια, σου τον κάνω δώρο».
Το δίδαγμα του μύθου: Πολλοί, ακόμη και αν τους αρπάζουν την ιδιοκτησία τους παρά τη θέλησή τους, καμώνονται τάχα ότι την παραχώρησαν ηθελημένα.

344. Ο λύκος και το λιοντάρι.
[344.1] Κάποτε ο λύκος έβαλε στο χέρι ένα γουρουνάκι του γάλακτος και το κουβαλούσε μαζί του στον δρόμο. Έλα όμως που ξαφνικά συνάντησε μπροστά του τον λέοντα. Τούτος, που λέτε, άρπαξε το γουρουνάκι μέσα από τα χέρια του λύκου στο άψε-σβήσε. Έτσι ο λύκος έχασε τη λεία του και έμεινε να μουρμουρίζει από μέσα του: «Μωρέ και εμένα περίεργο μου φαινόταν. Πώς μπορούσε να παραμείνει στην κατοχή μου κάτι που το βούτηξα σαν ληστής;».
Το δίδαγμα του μύθου: Τα ξένα πράγματα μπορεί καμιά φορά να τα αποκτήσει ο άπληστος με βίαια μέσα. Ωστόσο, όποιος τα αρπάζει έτσι, δεν πρόκειται να τα διατηρήσει για πολύ.

345. Ο νεαρός και η γριά.
[345.1] Ήταν ένας νεαρός που ταξίδευε πεζός μια μέρα με καύσωνα. Τούτος, που λέτε, συνάντησε κάπου μια γριά γυναίκα, που πορευόταν και αυτή στον ίδιο δρόμο. Η γριούλα, βέβαια, ζαλιζόταν φοβερά και τρέκλιζε, τόσο από τη ζέστη όσο και από τον κόπο της πεζοπορίας — το έβλεπε αυτό καθαρά ο νέος. Τον έπιασε λοιπόν λύπηση για την καημένη τη γυναικούλα, τόσο καταβεβλημένη που ήταν. Γι᾽ αυτό, όταν πια δεν την βαστούσαν άλλο τα πόδια της να προχωρήσει, το παλληκάρι τη σήκωσε ψηλά και βάλθηκε να τη μεταφέρει στη ράχη του. Τώρα, καθώς την κουβαλούσε πάνω του, το καλό μας το αγόρι άρχισε να κάνει διάφορες άσεμνες σκέψεις, ώσπου ερεθίστηκε φοβερά η σεξουαλική επιθυμία του. Αποτέλεσμα: από τον παροξυσμό της λαγνείας και τον ασυγκράτητο πόθο το πέος του ανασηκώθηκε σε στύση. Μια και δυο, λοιπόν, ο νταβραντισμένος νεαρός απόθεσε τη γριούλα κάτω στα χώματα και έπιασε παρευθύς να συνουσιάζεται μαζί της. Αυτή, πάλι, ήταν αγαθιάρα και δεν κατάλαβε. «Καλέ, τί κάνεις αυτού; Τί θες και ανέβηκες πάνω μου;», ρωτούσε. Το παλληκάρι τότε σκαρφίστηκε μια δικαιολογία να της πει: «Ξέρεις, είσαι κομμάτι βαριά. Γι᾽ αυτό σκέφτηκα να ξύσω και να ξεφλουδίσω λιγάκι το κρέας σου, μήπως και ελαφρώσεις». Τέτοια παραμύθια τής αράδιαζε. Τελικά, αφού την απαύτωσε για τα καλά, την ανασήκωσε πάλι από το έδαφος και την έβαλε πάνω στην πλάτη του. Έτσι λοιπόν διέσχισαν κάποια απόσταση στον δρόμο, ώσπου μετά από λίγο ήρθε η σειρά της γριάς να μιλήσει: «Ψιτ, αγόρι μου, μπας και με νιώθεις ακόμη πολύ βαριά; Μην τυχόν και σε καταπονώ; Αν είναι, όποτε θέλεις, βάλε με κάτω πάλι και ξεφλούδισέ με και άλλο, μη σε πειράζει».
Το δίδαγμα του μύθου: Μερικοί άνθρωποι, αφού ικανοποιήσουν καλά-καλά τις προσωπικές τους ορέξεις, μετά καμώνονται τάχα ότι όλα έγιναν δίχως αυτοί να το συνειδητοποιήσουν. Και θέλουν κιόλας να μας παραστήσουν πως δήθεν δεν έπραξαν τίποτε για ίδιον όφελος, παρά επιτελούσαν απλώς το καθήκον τους.

Οι ερινύες και το δίκ(α)ιο το μητρικό

Λέμε ερινύες και ο νους μας πάει στις τύψεις, γιατί αυτές, όπως ο μύθος έλεγε, χτύπησαν τον Ορέστη, μετά από εκείνη τη διαβόητη την πράξη την αιματηρή, το έργο της μητροκτονίας του, που ίσως συμβολικά να σήμαινε οριστική διάρρηξη ομφάλιου λώρου κι ενηλικίωση για ένα αγόρι, σύμφωνα με κανόνες που όριζε μια κοινωνία πατριαρχική

Όμως οι ερινύες αρχικά σημαίναν το μητρικό το δίκ(α)ιο το ίδιο, μια ιστορικά ηττημένη υπόθεση που έπρεπε, ωστόσο, να τακτοποιηθεί, να βρει μια θέση –υποτεταγμένου έστω λόγου– στους ανεξάντλητους τους πίνακες της μνήμης και της μυθικής αφήγησης κι έχει ενδιαφέρον ότι, ενώ ποικίλες άλλες σκοτεινές κι ανεξιχνίαστες δυνάμεις (σαν τον τρόμο τον ιερό ή το κακό το μάτι) έβρισκαν εν τέλει μιαν αναγνωρίσιμη αποτύπωση στους κώδικες των παραστατικών τεχνών, οι ερινύες δεν αναπαρίσταντο ποτέ, ούτε στη γλυπτική ούτε στην αγγειογραφία μέχρι που ο Αισχύλος τις παρέστησε μες στην ενσάρκωσή τους, τους έδωσε μορφή κι οστά, τις δραματοποίησε, τις έκανε Χορό στην τελευταία τραγωδία της μεγάλης τριλογίας του, για να τις υποτάξει, αλίμονο, κι αυτός στο τέλος και να τις κάνει ευμενίδες (ευνοϊκές) στον λόγο του πατέρα, μ’ εκείνην την περίφημη ψήφο της Αθηνάς του Αρεοπαγίτικου Δικαστηρίου: «Γιατί μάνα δεν είναι που μ’ έχει γεννήσει,/ κι ολόψυχα εγώ τον άντρα επαινώ/ σε όλα –μόνο σε γάμο εμένανε να μη μου τύχει– / κι ολότελα είμαι του πατέρα».

«Κάρτα δ’ εἰμὶ τοῦ πατρός» ήταν η ετυμηγορία, λόγος του κλήρου (δικαστικού κι ιδιοκτησιακού), λόγος της οικογένειας που έμελλε μες στους αιώνες να καθαγιαστεί με φωτοστέφανα και με τρισάγια κληρικών και μ’ άλλα λόγια σήμαινε: Το παιδί είναι του πατέρα –μίλησε το Μεγάλο Άλφα, όπως θα το ‘λεγε ο Λακάν, και μίλησε Οριστικά…

Όμως, προτού δικονομικά δοθεί ετούτη η λύση η θεατρική, οι ερινύες του μητρικού του δίκ(α)ιου είχαν τουλάχιστον προλάβει να φανερώσουν τις δυνάμεις τους σε κυκλικό χορό, σε όρχηση που έδενε με ξόρκια μαγικά κι οδήγαγε στην τρέλα, στην πιο εντυπωσιακή speech act δραματοποίησης, που, όταν την εκτέλεσε ο κορυφαίος μέσα στο θέατρο το διονυσιακό, δεκάδες λιποθύμησαν απ’ την τρομάρα τους –κι η βία αυτής της μνήμης τόσο διατηρήθηκε μέσα στον χρόνο που την κατέγραψε στο τέλος βυζαντινός σχολιαστής– κι έμενε η μνήμη ως ὕμνος δέσμιος που άρχιζε έτσι: «έλα μπρος, τον χορό μας να δέσουμε,/ αφού τώρ’ αποφασίσαμε να ψάλλουμε το φριχτό μας τραγούδι,/ και να πούμε το πώς/ ο όμιλός μας αυτός/ κυβερνά των ανθρώπων τη μοίρα»

Και τώρα μας μένει ο ύμνος ο δέσμιος για να γεννάει ενοχές;

Ποιος αμφιβάλλει για το μικρό το άλφα;

Αποσυμβολισμός του μυθικού Κέρβερου

Ο φύλακας του κάτω κόσμου

Σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία ο Κέρβερος ήταν ο φύλακας του Πυλών του Άδη. Ήταν γιος του Γίγαντα Τυφώνα και της Έχιδνας. Παρουσιάζεται σαν ένας τρομερός σκύλος με τρία κεφάλια, ενώ σύμφωνα με κάποιους είχε πόδια λιονταριού και ουρά φιδιού. Ήταν υπεύθυνος για την παραμονή των νεκρών στον Κάτω κόσμο αλλά και για την απαγόρευση εισόδου στους ζωντανούς.

Όταν κάποιος νεκρός έφτανε στον Άδη, ο Κέρβερος κουνούσε την ουρά του χαιρετώντας τον, ενώ εάν κάποιος από αυτούς που είχαν ήδη περάσει την Πύλη τολμούσε να το σκάσει από τον Κάτω κόσμο τον κατασπάραζε. Στην αρχαία Ελλάδα οι συγγενείς του νεκρού τοποθετούσαν στο καλάθι του μια πίτα με μέλι για να ηρεμήσουν και να ευχαριστήσουν τον Κέρβερο.

Ο Ευρυσθέας ζήτησε από τον Ηρακλή να του τον φέρει ζωντανό. Ο Ηρακλής πήγε στο ακρωτήριο Ταίναρο, βρήκε την είσοδο του Αδη και τον Κέρβερο. Λίγο πριν πλησιάσει, ελευθέρωσε δύο δεμένους ανθρώπους που τους επιτίθονταν κτήνη. Ο Κέρβερος, όταν αντίκρισε την περήφανη κορμοστασιά του ήρωα, φοβήθηκε κι έτρεξε να κρυφτεί κάτω από τον θρόνο του Πλούτωνα. Ο Πλούτωνας, κάτω από την προτροπή της Περσεφόνης, δέχτηκε να πάρει τον Κέρβερο ο Ηρακλής, εφόσον μπορούσε να τον πιάσει. Ο ήρωας μετά από πάλη, τα κατάφερε.

Τα τρία κεφάλια θεωρείται ότι αντιπροσώπευαν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, ενώ άλλες πηγές αναφέρουν ότι ήταν σύμβολο της γέννησης, της νεότητας και του γήρατος. Ίσως επίσης συμβολίζουν το τρισυπόστατο, της ανθρώπινης φύσης. Η ουρά φιδιού συμβολίζει τις πλάνες και τις φοβίες που δηλητηριάζουν τη πνευματική ζωή.

Η πιο ισχυρή ικανότητα Κέρβερου ήταν το βλέμμα του, το όποιο ήταν τόσο φοβερό που όποιος τον κοιτούσε στα μάτια αμέσως μετατρεπόταν σε πέτρα. Λέγεται ότι ο Κέρβερος είχε αιχμηρά δόντια και ένα δηλητηριώδες δάγκωμα. Από το δηλητήριο που έσταζε πάνω στο έδαφος φύτρωνε ένα φυτό που είναι γνωστό ως «Ακόνιτο»....

Ο Ορφέας ήταν ο μοναδικός που κατάφερε με τη λύρα του να κοιμίσει το μυθικό τέρας προκειμένου να περάσει τις πύλες του Άδη για να βρει την αδικοχαμένη γυναίκα του Ευρυδίκη.

Ο Ηρακλής ανεβαίνει σε ένα βουνό για να βρει την είσοδο του κάτω κόσμου, δηλαδή να εισχωρήσει στα άδυτα της ψυχής. Ο Κέρβερος με τα τρία κεφάλια, δείχνει επίσης τρία στάδια προετοιμασίας για την είσοδο στο άβατο των μυστηρίων:

α) εξαγνισμός (απελευθέρωση από τα δεσμά του υλικού κόσμου)
β) μύηση μέσω της προσωπικής μας κόλασης, για να αγγίξουμε το συμπαντικό νόημα μέσα από την εμπειρία
γ) υπηρεσία στην ανθρωπότητα.

Και τα τρία είναι απαραίτητα, ειδικά το τελευταίο, καθώς διαπιστώνουμε παράλληλα με τους άθλους, ο Ηρακλής βοηθά κι άλλους ανθρώπους που υποφέρουν. Η ψυχή δεν ξεχνά πως είναι μέρος ενός συνόλου, ένα κομμάτι της συμπαντικής ενέργειας.

Ο σκληρός αγώνας και η νίκη επί του Κέρβερου, δηλαδή κάθε υλικής επιθυμίας, απόλαυσης ή φοβίας, έχει στόχο την άνοδο στη κορυφή της γνώσης. Ο αναζητητής όμως θα πρέπει να αντιμετωπίσει αυτές τις αδυναμίες, πριν εισχωρήσει στο άδυτο του ναού της γνώσης. Αν μπει με θάρρος κι αυτοπεποίθηση, όπως ο Ηρακλής, οι αδυναμίες θα τον φοβηθούν, όπως ο Κέρβερος.

Η προσωπική εμπειρία μέσα από τη μάχη είναι απαραίτητη, κατάκτηση της γνώσης μέσω της εμπειρίας.

Το πραγματικό, συναρπαστικό μάθημα από τις «τρεις σοφές μαϊμούδες»

Πιθανώς έχετε ήδη δει την περίφημη εικόνα με τις τρεις σοφές μαϊμούδες. Γνωρίζετε όμως τι σημαίνει πραγματικά;

Η κλασική εικόνα με τις τρεις σοφές μαϊμούδες από το Ιερό Τοσόγκου εκφράζει ένα απλό, διαχρονικό μάθημα: πρέπει να προσέχουμε τι λέμε, τι ακούμε και τι βλέπουμε.

Αυτό το φημισμένο ιερό βρίσκεται στην Ιαπωνία. Το γλυπτό με τις τρεις σοφές μαϊμούδες –με τη μία να καλύπτει το στόμα της, την άλλη τα μάτια της και την τελευταία τα αφτιά της– χρονολογείται στο 1636.

Λίγες εικόνες έχουν περάσει τόσα πολλά σύνορα και έχουν διαρκέσει τόσες δεκαετίες όσο αυτή. Οι τρεις σοφές μαϊμούδες αποτελούν πλέον ένα σύμβολο.

Ωστόσο το νόημα αυτής της εικόνας με τον καιρό σταδιακά χάθηκε.

Οι Ιάπωνες, για παράδειγμα, αναφέρονται σε έναν φιλοσοφικό κώδικα προσεκτικής συμπεριφοράς:

«Μη βλέπεις το κακό, μην ακούς το κακό και μη λες το κακό».

Το μάθημα αυτό προέρχεται από τα γραπτά του Κομφούκιου. Για πολλούς, καλλιεργεί μια αίσθηση «παράδοσης».

Ωστόσο, οι ιστορικοί βλέπουν έναν παραλληλισμό ανάμεσα στην εικόνα με τις τρεις σοφές μαϊμούδες και τα τρία φίλτρα του Σωκράτη.

Έτσι, αυτή η εμβληματική εικόνα μπορεί να περιλαμβάνει ένα πολύ πιο χρήσιμο μήνυμα για τη σύγχρονη ζωή μας. Η εικόνα αυτή δεν έχει καμία σχέση με κάποια αρχαία ανατολίτικη δουλοπρέπεια που επιβάλλεται για να μη βλέπουν ή να μην ακούνε οι άνθρωποι την αδικία.

Σας προσκαλούμε να σκεφτείτε πάνω σε αυτές τις διδασκαλίες.

Η δοκιμασία των τριών φίλτρων του Σωκράτη

Για να κατανοήσουμε την ομοιότητα ανάμεσα στις τρεις σοφές μαϊμούδες και τα τρία φίλτρα του Σωκράτη, είναι χρήσιμο να καταλάβουμε πρώτα μια ιστορία και ένα μάθημα:

Ένας μαθητής του Σωκράτη πήγε σε αυτόν για να τον ενημερώσει ότι κάποιος τον κατέκρινε.

Πριν καν ο νευρικός μαθητής ανοίξει το στόμα του, ο Σωκράτης του έθεσε τις παρακάτω τρεις ερωτήσεις. Πρόκειται για τα τρία φίλτρα πάνω στα οποία έπρεπε να σκεφτεί ο μαθητής πριν απευθυνθεί στον Σωκράτη. Ήταν τα εξής:

Το φίλτρο της αλήθειας: Είναι πραγματικά αληθινό αυτό που θα πεις; Έχεις ελέγξει όλα όσα πρόκειται να μου πεις με επιδεξιότητα, προσοχή και συγκράτηση για να εξασφαλίσεις ότι είναι αλήθεια;

Το φίλτρο της καλοσύνης: Είναι αυτό που πρόκειται να μου πεις καλό ή ευγενικό;

Το φίλτρο της αναγκαιότητας: Είναι αυτό που πρόκειται να μου πεις απαραίτητο; Είναι χρήσιμο ή αναγκαίο να μου το πεις;

Αυτά τα τρία φίλτρα λειτουργούν ως οδηγοί που μας βοηθούν να είμαστε πιο συνετοί, προσεκτικοί και κριτικοί απέναντι σε όλα όσα λέμε.

Πολλοί άνθρωποι βλέπουν μια σχέση ανάμεσα σε αυτό το μάθημα και τις τρεις σοφές μαϊμούδες στο ιερό Τοσόγκου.

Το μάθημα από τις τρεις σοφές μαϊμούδες

Ας ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά σε αυτήν την περίφημη εικόνα.

Η μαϊμού που καλύπτει το στόμα της: Iwazaru

Η Iwazaru είναι η μικρή μαϊμού που βλέπετε στα αριστερά.

Για τον Ιάπωνα φιλόσοφο, η μορφή αυτή αντιπροσωπεύει την ανάγκη να μη διαδίδουμε το κακό. Συνδέεται με τη σύσταση να μην εκφράζουμε τη δυσαρέσκεια ή τα αρνητικά μας συναισθήματα.

Η σύνεση περιλαμβάνει επίσης το να μην αφήνετε τον συναισθηματικό σας κόσμο να φαίνεται πολύ. Έχει να κάνει με την αταραξία και την αυτοσυγκράτηση.

Όσον αφορά στην αντιστοιχία με τα τρία φίλτρα του Σωκράτη, συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με την ανάγκη να αποφεύγουμε τα κουτσομπολιά.

Αυτό επειδή οι φήμες δεν είναι πάντα αληθινές. Δεν είναι κάτι καλό και δεν είναι πάντα απαραίτητο να τις μεταδίδουμε.

Η μαϊμού που καλύπτει τα αφτιά της: Kikazaru

Η Kikazaru είναι η μαϊμού στη μέση.

Στην Ιαπωνία, οι άνθρωποι που διαδίδουν φήμες, κατακρίνουν ή μεταφέρουν κακές ειδήσεις αντιμετωπίζονται πολύ αρνητικά.

Έτσι, οι Ιάπωνες πιστεύουν ότι είναι καλύτερα να κλείνουν τα αφτιά τους σε ορισμένα είδη πληροφοριών προκειμένου να διατηρήσουν την ισορροπία τους.

Αυτή η παραδοσιακή ιδέα μπορεί να σοκάρει κάπως εμάς στον δυτικό κόσμο. Εξάλλου, οι κακές ειδήσεις, τα κουτσομπολιά και οι κριτικές μάς κατακλύζουν συνεχώς.

Όμως, αν εφαρμόσουμε τα τρία φίλτρα του Σωκράτη, μπορούμε να διακρίνουμε διάφορα επίπεδα νοήματος:

Μερικές φορές χρειάζεται να ακούσουμε αρνητικές πληροφορίες επειδή είναι χρήσιμες. Για παράδειγμα, λέτε στο αφεντικό σας ότι οι πελάτες του δεν είναι ευχαριστημένοι και ότι θα πρέπει να δουλέψει για να τους κρατήσει.

Ωστόσο, αν οι πληροφορίες δεν είναι χρήσιμες και επιπλέον βλάπτουν, τότε είναι η στιγμή να εφαρμόσετε το μάθημα της μαϊμούς Kikazaru: καλύψτε τα αφτιά σας.

Η μαϊμού που καλύπτει τα μάτια της: Mizaru

Σύμφωνα με τον φιλοσοφικό και ηθικό κώδικα santai, είναι καλύτερα να μη βλέπουμε, ακούμε ή εκφράζουμε την αδικία. Όπως γνωρίζουμε, αυτή η ιδέα δεν εφαρμόζεται στην πραγματική ζωή.

Ωστόσο, αν δούμε την εικόνα της τρίτης μαϊμούς μέσα από τα σωκρατικά φίλτρα, συνειδητοποιούμε κάτι. Πρόκειται για μια άμεση πρόσκληση να κλείσουμε τα μάτια μας σε ό,τι δεν είναι χρήσιμο ή καλό.

Κλείστε τα μάτια σας στο σκοτάδι και υψώστε το βλέμμα σας προς την πιο φωτεινή, πιο ελπιδοφόρα και πιο σημαντική πλευρά.

Γενικά, οι τρεις σοφές μαϊμούδες μας διδάσκουν να δίνουμε προσοχή στις δικές μας ανάγκες και να είμαστε πάντα προσεκτικοί και συνετοί, ειδικά όταν πρόκειται για βλαβερές ή αρνητικές σκέψεις.

«Προσέχετε τα λόγια σας. Καλύψτε τα αφτιά σας σε ό,τι δεν είναι καλό ή χρήσιμο και καλύψτε τα μάτια σας σε ό,τι σας βλάπτει και σας κάνει δυστυχισμένους».

Πρόσεξε πού σκορπάς το μέσα σου, δεν το αξίζουν όλοι

Όπως ακριβώς το ακούς!
Δεν αξίζουν όλοι το μέσα σου καρδιά μου.
Δεν αξίζει σε κανέναν που δεν έχει παλέψει για να το πάρει, για να το κατακτήσει.
Τα πράγματα είναι απλά και οι άνθρωποι χωρίζονται σε δυο κατηγορίες.
Για τα σοβαρά και για τα ότι να ναι. Έτσι απλά και κατανοητά χωρίς πολλά πολλά.
Αφού ξέρεις και έχεις μάθει μεγαλώνοντας πως οι άνθρωποί δεν ενδιαφέρονται και δεν ακούν πραγματικά αυτά που τους λες.
Βιάζονται να τελειώσεις για να σου πουν τα δικά τους.
Γιατί εσύ λοιπόν να ανοίξεις την ψυχή σου και να πεις στον καθένα τα δικά σου προβλήματα και γιατί να περιμένει πως θα σε βοηθήσει.
Αφού το ξέρεις καλά πως δεν πρόκειται να γίνει αυτό.
Λίγοι είναι εκείνοι που θα σε ακούσουν πραγματικά, θα πάρουν μέσα τους το πρόβλημά σου και θα προσπαθήσουν να σου δώσουν λύση. Και ας μην μπορεί να γίνει αυτή η λύση, σημασία έχει πως θα έχει προσπαθήσει να μπει μέσα σου
Αυτοί λοιπόν που προσπαθούν και στο δείχνουν αυτοί αξίζουν να έχουν το μέσα σου.
Εσύ;
Εσύ το κάνεις ούτως ή άλλος γιατί σου αρέσεις ή μάλλον ευχαριστιέσαι με το προσπαθείς να βοηθήσεις τους δικούς σου ανθρώπους και όχι μόνο.
Δεν είναι όλοι έτσι μάτια μου και απογοητεύεσαι. Δεν έχεις βάλει ακόμα μυαλό. Μεγάλωσες και ακόμα πιστεύεις όπως ένα μωρό την μητέρα του γιατί δεν έχει άλλον.
Μάθε να ξέρεις που τα δίνεις όλα και ποιον εμπιστεύεσαι. Οι γύρω μας δεν ενδιαφέρονται πια όπως παλιά. Ξέρεις γιατί;
Γιατί έχουν τόσο πολύ ανάγκη να βγάλουν τα μέσα τους σε έναν άνθρωπό που ξέρουν πως θα τους βοηθήσει έστω και μόνο ακούγοντας τους.
Οι άνθρωποι δεν έχουν μάθει να ακούν παρά μόνο να μιλούν.
Μάθε να ξεχωρίζεις ποιους βάζεις εκεί μέσα που είναι τόσο εύθραυστα.
Μάθε να μην παίζεις με την δικιά σου ψυχή. Προστάτευσε εκείνο εκεί το μάσα σου όπως κάνουν και οι άλλοι.
Μονό εσένα έχει για να τον κρατήσεις μακριά από τις δυσάρεστες καταστάσεις.
Δεν αξίζουν όλοι το μέσα σου καρδιά μου.

Μας γοητεύουν εκείνοι που θαυμάζουμε

Για τον έρωτα έχουν μιλήσει ποιητές, ερωτευμένοι, συγγραφείς, επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων. Για τον έρωτα έχουν γραφτεί σενάρια, βιβλία, ταινίες! Για τον έρωτα έχουν ζήσει νεκροί κι έχουν πεθάνει νέοι. Όμως, τι μας ωθεί, ώστε να ερωτευτούμε κάποιον; Με ποιο κριτήριο διαλέγει ο έρωτας ποια πόρτα θα χτυπήσει;

Αν κλείσουμε τα μάτια και φέρουμε στο μυαλό μας τα άτομα στα οποία μιλήσαμε, γράψαμε, ζήσαμε ή πεθάναμε γι’ αυτούς, θα βρούμε κάτι κοινό μεταξύ τους. Ακόμα κι αν εξωτερικά είναι η μέρα με τη νύχτα, μοιάζουν σε αυτό που αποπνέουν. Ξέρουν ποιοι είναι και τι θέλουν στη ζωή τους, το ‘χουν-δεν το ‘χουν. Η αύρα τους είναι θετική. Η στάση τους προς τη ζωή το ίδιο. Όταν κοιτάζονται στον καθρέφτη τους, χαμογελούν και τους κλείνουν το μάτι!

Είναι αλήθεια ότι ερωτευόμαστε αυτούς που θαυμάζουν τον εαυτό τους. Αυτούς που τον φρόντισαν, αυτούς που δεν τον κλείδωσαν μέσα σε ανασφάλειες και δειλίες. Ερωτευόμαστε αυτούς που νιώθουν σιγουριά μέσα τους. Αυτούς ου όταν λένε «σε θέλω» το εννοούν. Απ’ το πάθος τους, τραντάζεται η γη. Αυτούς που είναι μονίμως ήρεμοι, πράοι, όχι γιατί είναι στον κόσμο τους, αλλά γιατί το ‘χουν φιλοσοφήσει, πως ό,τι και να προκύψει, μια λύση θα βρεθεί. Κι ένα ήρεμο μυαλό, μπορεί να σκεφτεί με μεγαλύτερη διαύγεια κι άρα να καταστεί αποτελεσματικότερο.

Ερωτευόμαστε αυτούς που έχουν μελετήσει τον εαυτό τους. Αναγνωρίζουν τα καλά και τα κακά τους στοιχεία, προσπαθούν μέρα με τη μέρα να βελτιώνονται. Είναι άνετοι. Έχουν αποδεχτεί την εικόνα τους, νιώθουν ωραία μέσα τους. Γι’ αυτά που έζησαν, γι’ αυτά που έμαθαν, γι’ αυτό που έγιναν σήμερα. Θαυμάζουν τον εαυτό τους για όσα κατάφεραν, προσπαθούν ν’ αλλάξουν κάτι που θα τους φέρει πιο κοντά σε όσα δεν κατάφεραν. Και πάνω απ’ όλα, άφησαν πίσω τους όσα όχι απλά δεν κατάφεραν να πετύχουν, αλλά διαλύθηκαν εντελώς στην πορεία.

Το χαμόγελό τους μας παίζει σαν μαριονέτες. Αυτοί οι άνθρωποι δε ζηλεύουν, εκτός κι αν αυτό εξυπηρετεί κάποιο κόνσεπτ, ίσα-ίσα για ν’ ανάψουν τα αίματα και ν’ αρχίσουν πάλι εκείνα τα επικίνδυνα «σε θέλω». Μου θυμίζουν ψηλοκρεμαστούς κήπους. Μοσχοβολιστούς, χρωματιστούς κήπους, που ξόδεψαν πολλές εργατοώρες για να τους δημιουργήσουν, να τους φροντίσουν, να τους διατηρήσουν κι εν κατακλείδι, να γυρίσουν μια μέρα και να τους κοιτάξουν με το θαυμασμό που τους πρέπει.

Νιώθουμε ασφάλεια μέσα στην αγκαλιά τους. Με κάποιο μαγικό κόλπο, ρουφούν όλη την ένταση από πάνω μας, μας αδειάζουν από καθετί αρνητικό. Ξαφνικά, ζυγίζουμε σαν ένα μικρό βαμβάκι! Τους εμπιστευόμαστε. Μας κοιτάζουν μέσα στα μάτια κάθε φορά που μας απευθύνουν το λόγο. Δε νιώθουμε φόβο κοντά τους. Θέλουμε ν’ αφεθούμε. Ερωτευόμαστε αυτούς που θα μας επιτρέψουν να τους ψηλαφίσουμε με ανοιχτό το φως. Αυτούς που θα μας αφήσουν να εισβάλλουμε στο πιο κλειστό, σκοτεινό δωμάτιο της ψυχής τους.

Ερωτευόμαστε αυτούς που ξέρουν να μας μετρούν και να μας υπολογίζουν σωστά. Αυτούς που είναι ακομπλεξάριστοι και δε μας καταπιέζουν. Μας πιάνουν στα χέρια τους ως ένα ακατέργαστο κομμάτι χρυσού και μας βοηθούν να περάσουμε την κατάλληλη επεξεργασία, ώστε να μεταμορφωθούμε στο πιο καθαρό, πολλών καρατίων, χρυσό. Στο πλάι τους, αναδύεται ο καλύτερος άνθρωπος που θα μπορούσαμε να είμαστε, γιατί είναι υποστηρικτικοί και σταθερά δίπλα μας. Ερωτευόμαστε αυτούς που μας φέρνουν πιο κοντά στα όνειρά μας. Αυτούς που μας μεταδίδουν την αυτοπεποίθησή τους.

Ο έρωτας, μπορεί να μην είναι παιδί της λογικής, είναι όμως, ο αγγελιοφόρος της αγάπης. Κι αν δεν ήξερε τι σημαίνει αγάπη, δε θα μπορούσε ούτε να τη δεχτεί ούτε να την ανταποδώσει… Εμείς το χώμα, αυτοί το νερό κι ο έρωτας το λουλούδι. Με λίγο ήλιο, φωτοσυνθέτει κι ανθίζει, μα αν δεν τον προσέξουμε, θα μας μαραθεί! Να τον σκεπάζουμε τον έρωτα, να τον δροσίζουμε, για να κυριαρχήσει μια μέρα η απαλή μυρωδιά του…

Δώσε το τιμόνι στο συναίσθημα

Πολλές φορές ο άνθρωπος βρίσκεται μπροστά σε συναισθηματικά αδιέξοδα. Κι υπάρχει συγκεκριμένος λόγος που συμβαίνει αυτό. Ώστε να ψάξει μέσα του και να βρει το δικό του μονοπάτι που επιβάλλεται να διαβεί.

Το πρώτο που σκέφτεται είναι αν πρέπει ν’ ακούσει τη φωνή της καρδιάς ή του μυαλού. Να ψάξει να βρει μόνιμες λύσεις που είναι και πιο επίπονες ή απλά να κρύψει τα προβλήματά του κάτω απ’ το χαλί. Με το «βλέποντας και κάνοντας» δεν κερδίζεις τίποτα. Απλά επιτρέπεις στο χρόνο να περνά χωρίς να μαθαίνεις.

Στην πραγματικότητα, ο άνθρωπος είναι ένα βαθιά συναισθηματικό ον. Αυτό δεν αλλάζει με τίποτα. Το μυαλό απλώς θα σε παγιδέψει, ενώ η καρδιά θα είναι πάντα ο οδηγός σου. Ο άκρατος ρεαλισμός μπορεί να σε τραβήξει απ’ τα πιο σκοτεινά μέρη. Να σε φέρει πιο κοντά με τους συνανθρώπους σου και να νιώθεις μια σχετική ασφάλεια ότι δε θα πληγωθείς. Κι αυτό γίνεται γιατί σου βάζει κι ένα όριο που δε θα πρέπει να ξεπεράσεις ποτέ. Αν γίνει αυτό θα παγιδευτείς. Και τότε δε θα υπάρχει κανένας για να σε βοηθήσει να ξεφύγεις.

Άραγε, έχεις σκεφτεί ποτέ τι θα γίνει αν υπερβείς αυτό το όριο; Εκεί αναλαμβάνει να σε καθοδηγήσει η καρδιά σου. Γνωρίζει ότι τα συναισθήματα υπερέχουν. Σε καθιστούν μοναδικό, αξιοπρεπή κι ολοκληρωμένο. Σου δίνουν τη δυνατότητα να ψαχτείς λίγο περισσότερο για το τι πραγματικά αντιπροσωπεύει η ζωή. Βοηθούν να βρεις ανθρώπους σαν εσένα με σκοπό να δεις τον κόσμο διαφορετικά. Με ένα αίσθημα ευδαιμονίας θες να ανακαλύψεις το πραγματικό πρόσωπο της αγάπης. Είναι ευλογία να μπορείς να αγαπάς βαθιά και να νοιάζεσαι πολύ.

Η αγάπη είναι κάτι που ανακαλύπτεις όταν αγκαλιάσεις τα πάθη, τους δαίμονες και τους πόθους σου. Ερωτεύεσαι τον εαυτό σου, τα πράγματα που κάνεις και τα όνειρά σου. Η ευτυχία πηγάζει από μέσα σου κι από πουθενά αλλού. Γι’ αυτό, ακολούθησε το δρόμο που χαράζει το συναίσθημα. Όλα αυτά που κάνουν την ψυχή σου να χαμογελάει. Χωρίς να υπολογίζεις φόβους κι απώλειες. Όλα μέσα στο παιχνίδι είναι κι εσύ δεν αξίζει να το παρακολουθείς απ’ την κερκίδα.

Αυτή η ζωή είναι πολύ μικρή, για να βολεύεσαι με καθετί που σε κάνει απλά να μένεις στα ρηχά. Η ουσία δεν κρύβεται στις λαμπερές και πολυσύχναστες λεωφόρους, αλλά σε κάποια σοκάκια που συχνάζουν οι πιο όμορφες πτυχές της.

Όσα εμπόδια κι αν βρεθούν μπροστά σου, να ξέρεις ότι όλα αυτά που επιθυμείς θα έρθουν. Πρώτα, όμως, πρέπει να ακολουθήσεις ό,τι αγαπάς κι όχι αυτά που σκέφτεσαι. Θα οδηγηθείς στον τόπο που τα πάντα είναι μαγικά και θα είσαι ευτυχισμένος. Και το σημαντικότερο είναι ότι η καρδιά σου θα είναι γεμάτη. Εκεί ξεκινούν και τελειώνουν όλα.

Ξέρω, πολλοί θα πουν ότι όλα αυτά είναι αθώα και γραφικά. Δεν υπάρχουν πουθενά κι αν τα αποδεχτείς τότε θα καταστραφείς. Ζούμε σε μια εποχή όπου πολεμάμε με μανία οτιδήποτε όμορφο μας έχει δοθεί. Μας ξεζουμίζει ο υλισμός κι η υποκρισία. Παριστάνουμε τους δυνατούς ενώ δεν είμαστε.

Χαμογελάμε, όχι επειδή το νιώθουμε, αλλά για να δείξουμε πως δεν είμαστε αδύναμοι. Μας απασχολούν κενές κι άχαρες καταστάσεις. Το μεγαλύτερο παραμύθι είναι να ψάχνεις την αλήθεια εκεί που δεν υπάρχει.

Λες και γεννηθήκαμε απλά και μόνο για να παραμυθιαζόμαστε. Μάθαμε να δίνουμε τροφή στο κακό. Χωρίς να υπολογίζουμε ότι στο τέλος της διαδρομής θα μας κατασπαράξει. Κι οι αποκλειστικοί υπεύθυνοι θα είμαστε εμείς. Δε θα υπάρχει καμία δικαιολογία και κανένα ελαφρυντικό. Τότε θα είναι πολύ αργά για δάκρυα.

Καλύτερα, λοιπόν, να λαβωθείς στη μάχη παρά να κερδίσεις το παράσημο της δειλίας.

Ανώριμοι γονείς αναθρέφουν ανώριμα παιδιά

Πολύ συχνά ακούμε σε συζητήσεις να είναι στα χείλη όλων ερωτήσεις όπως: «τι έχει πάει τόσο στραβά;», «πως φτάσαμε εδώ που είμαστε;» κ.λ.π.
 
Η αλήθεια είναι ότι πέρα από τα προβλήματα που είναι κοινά σε παγκόσμια κλίμακα, έχουμε να αντιμετωπίσουμε κι ένα σημαντικό ζήτημα: την ανωριμότητα!
 
Δυστυχώς ακόμη και σε συνέδρια, γίνεται συχνά ειδική μνεία σε σχέση με το ότι ο νέος αργεί να ωριμάσει.
      
Η κρίση μάλιστα που περνάμε, ενισχύεται πάρα πολύ απ’ τον παραπάνω παράγοντα. Τα αίτια αυτής της ανωριμότητας θα τα βρούμε στη δομή της οικογένειας. Ανεξάρτητα από το πώς και πότε ξεκίνησε να υφίσταται αυτό πρόβλημα (γιατί δεν ήταν ανέκαθεν έτσι), στην παρούσα φάση θα πρέπει να το διαπραγματευτούμε.
 
Κάθε οικογένεια στήνεται αρχικά γύρω από τους δύο γεννήτορες. Οι άνθρωποι έχουν την ανάγκη να ανήκουν πλήρως σε μια ομάδα και μέσα στα όριά της να εξασφαλίζουν στενές, αυθεντικές σχέσεις.
 
Ο κάθε σύντροφος λοιπόν μέσα από τη στενή ψυχο-σεξουαλική σχέση που αναπτύσσει με τον άλλον, προσδοκά να καλύψει τις ανάγκες του για στοργή, μοίρασμα και αληθινή ένωση. Όμως καθώς μεγαλώναμε, πολλούς από εμάς δεν μας προετοίμασαν επαρκώς ώστε να είμαστε ικανοί να δομήσουμε μια τέτοια αυθεντική σχέση. Έτσι ο πατέρας και η μητέρα συχνά δεν μπορούν να βρουν αναμεταξύ τους αυτό που αναζητούν. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα παιδιά «πληρώνουν τα σπασμένα»...
 
Ο γονιός μετατρέπει (ασυνείδητα) τον μπλοκαρισμένο ερωτισμό του προς το σύντροφο, σε υπερβολική στοργή προς το παιδί. Οδηγεί έτσι τον απόγονό του να δεθεί κυριολεκτικά μαζί του.
 
Γονιός και τέκνο, σχηματίζουν έναν αδιάρρηκτο προσωπικό δεσμό. Είναι σα να ορκίστηκαν σιωπηλά να σχηματίσουν οι δυο τους μια ομάδα που δεν χωρά κανέναν άλλο! Ακόμη κι ο άλλος γονιός μένει απέξω. Αυτό βέβαια στην ουσία τον βολεύει. Γιατί πατέρας και μητέρα έχουν ταιριάξει μεταξύ τους στα νευρωτικά τους χαρακτηριστικά. Ο καθένας δηλαδή έχει βρει στον άλλον, το άρρωστο (πλην όμως γνώριμο!) κομμάτι του από την παλιά δική του οικογένεια. Όταν λοιπόν ο ένας παίρνει το συμβιωτικό με το παιδί ρόλο, ο άλλος αναλαμβάνει το ρόλο του «συναισθηματικού ζητιάνου». Με αυτό τον τρόπο στήνεται μια δυναμική (νοσηρή) ισορροπία και η οικογένεια δένει σφικτά.
 
Στατιστικά είναι συχνότερα η μητέρα αυτή που δημιουργεί τη συμμαχία με το παιδί.
 
Ο πατέρας δεν είναι σε θέση να καλύψει τις συναισθηματικές της ανάγκες ως σύζυγος και αυτή τις καλύπτει μέσα από το παιδί της. Με αυτό τον τρόπο τα παιδιά μένουν σε μια σχέση εξάρτησης και πιθανόν δεν θα μπορέσουν ποτέ να ξεδιπλώσουν τα φτερά τους. Η μητέρα πάλι, ανακουφίζεται μέσα στην παντοδύναμη κυριαρχία της. Έχοντας τον απόγονο ως λάφυρο, αισθάνεται ότι έχει κατατροπώσει το αρσενικό, που έτσι κι αλλιώς την έχει απορρίψει. Ο μεγάλος χαμένος από αυτά τα «παιγνίδια» είναι βεβαίως το παιδί. Το βρέφος, εάν του επιτρέπαμε να αναπτυχθεί φυσιολογικά, θα έπρεπε να ολοκληρώσει σταδιακά μέσα στα τέσσερα πρώτα χρόνια της ζωής του τη διαδικασία της εξατομίκευσης.
 
Αυτό σημαίνει να περάσει «αναίμακτα» και με φυσικό τρόπο τη φάση του αποχωρισμού από τη μητέρα και να αρχίσει να σχηματοποιεί τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Πολλές μαμάδες όμως εξαιτίας των δικών τους κενών εμποδίζουν την υγιή ανάπτυξη των παιδιών τους. Τους μεταδίδουν (με μη λεκτικούς τρόπους συνήθως) τα δικά τους μπλοκαρίσματα. Όπως ένα παιδί φοβάται να μην το εγκαταλείψουν, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο φοβάται και η μητέρα (που έχει μείνει ουσιαστικά ανώριμη) να μην εγκαταλειφθεί από το παιδί της. Η συμβιωτική σχέση έχει στηθεί. Ο ομφάλιος λώρος είναι ξανά άθικτος και ενώνει αδυσώπητα τις δύο πλευρές, οι οποίες θα τραβούν η μια την άλλη εις αεί. Τo παιδί έχει πλέον μάθει να αξιολογεί τον (από)χωρισμό ως εγκατάλειψη και καταστροφή.
 
Ο πατέρας δεν είναι βέβαια άμοιρος ευθυνών σε όλη αυτή τη διαδικασία.
 
Δέχεται αδιαμαρτύρητα την όλη κατάσταση και αντί να επέμβει διαχωρίζει συνήθως τη θέση του. Αποτραβιέται στην άκρη και αφήνει τη γυναίκα να λάβει τις δύσκολες αποφάσεις. Η κατάσταση του είναι άλλωστε γνώριμη, αφού σε μια ίδιας δομής οικογένεια μεγάλωσε κι ο ίδιος. Ούτε αυτός έχει ενηλικιωθεί. Η βρεφική πλευρά της προσωπικότητας και των δύο συζύγων ζητά επιτακτική ικανοποίηση. Δεν υπάρχει μια ώριμη σχέση ικανή για βάθος συναισθημάτων και αληθινή κατανόηση. Στο γάμο πλέον, δεν διαπραγματεύονται δύο ενήλικες. Είναι δύο μικρά παιδιά που ζουν μαζί και διεκδικούν το ένα από το άλλο υποχρεωτική ευχαρίστηση. Το αποτέλεσμα είναι οι οικονομικές διαφορές, οι τσακωμοί και η απιστία (το 92% των αντρών απατά. Και στις γυναίκες τα ποσοστά έχουν αυξηθεί, μιλάμε σήμερα για 70%).
 
Θεωρητικά μιλώντας, οι γονείς αποκτούν παιδιά με αρχική πρόθεση να τους προσφέρουν επαρκή κάλυψη των υλικών και συναισθηματικών τους αναγκών. Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν όμως, χρειάζεται να μειώνεται η φροντίδα και η προστασία τους προς αυτά, έτσι ώστε να δοκιμάσουν τα ίδια να φροντίσουν τον εαυτό τους. Για να το θέσουμε με ψυχαναλυτικούς όρους, πρέπει να αντικατασταθεί η αρχής της ηδονής (ευχαρίστησης) από την αρχή της πραγματικότητας. Δυστυχώς, ωριμότητα και προσκόλληση δεν ταιριάζουν. Τι γίνεται όμως στ’ αλήθεια; Οι γονείς περνούν στα παιδιά τους τα περίφημα «διπλά μηνύματα».
 
Τους δίνουν δηλαδή ταυτόχρονα δύο αντικρουόμενες οδηγίες! Μπορεί για παράδειγμα να παροτρύνουν από τη μια το παιδί να παντρευτεί και να τεκνοποιήσει και από την άλλη να σαμποτάρουν με κάθε μέσο όλες τις ερωτικές επιλογές του παιδιού. Θυμηθείτε τις ελληνικές ταινίες και την «αθάνατη» Ελληνίδα μάνα: «Εγώ πότε θα κρατήσω στα χέρια μου εγγονάκι;» και ταυτόχρονα «Δεν μπορώ να καταλάβω που πας και τις βρίσκεις όλες... η μια χειρότερη απ’ την άλλη!». Αυτό που στην ουσία επιθυμεί ν μητέρα είναι παράλογο και ανεδαφικό: θέλει ο γιός της να θέτει όρια σε όλους τους άλλους αλλά να παραμένει εξαρτημένος από την ίδια. Δε χρειάζεται σοφία για να αντιληφθούμε το ασύμβατο του πράγματος. Ένας άνθρωπος εκπαιδεύεται να είναι ή εξαρτημένος ή ανεξάρτητος. Δεν γίνεται να είναι υποταγμένος στη μαμά του, αλλά όχι στη γυναίκα με την οποία θα ζήσει μαζί.
 
Όταν λοιπόν ακούμε κάποιον να ξεστομίζει περήφανα τη φράση: «Είμαστε μια πολύ δεμένη οικογένεια», θα μπορούσαμε να διακρίνουμε κι ένα δεύτερο μήνυμα πίσω από αυτή.
 
Ίσως μια διευκρίνιση του τύπου: «Κανένας μας από αυτή την οικογένεια δεν είναι έτοιμος (ώριμος) να αποχωριστεί κανέναν». Η διευκρίνιση αυτή υποκρύπτει ταυτόχρονα και την απειλή ότι αν κάποιος τολμήσει να απομακρυνθεί από την οικογένεια, τότε θα στερηθεί την αγάπη και τη στοργή των υπολοίπων. Άρα κανείς δεν έχει στην ουσία την *άδεια* να οδεύσει προς την εξατομίκευση. Το οικογενειακό «δέσιμο» γίνεται αυτοσκοπός. Με ένα σχεδόν ιδεοψυχαναγκαστικό τρόπο, το «Εγώ» της οικογένειας αφιερώνεται στη διαιώνιση αυτής της σχέσης εξάρτησης. Δυστυχώς ένας σημαντικός αριθμός από αυτά τα άτομα έχει ή αποκτά τα στοιχεία της προσωπικότητας ενός καταθλιπτικά οργανωμένου ανθρώπου.
 
Σκεφτείτε τώρα μέχρι πια ηλικία μένουν οι νέοι κάτω από την πατρική στέγη. Βλέπουμε νέους ανθρώπους στην ηλικία των είκοσι πέντε, τριάντα ή κι τριάντα πέντε ετών να είναι προσκολλημένοι στη γονική εστία. Στην Ευρώπη το έχουν παρατηρήσει αυτό και μας ειρωνεύονται συνεχώς. Υπάρχουν μάλιστα ευρωπαϊκές χώρες, στις οποίες εάν στα τριάντα σου μένεις με τη μαμά σου, αυτό θεωρείται αυτόματα ψυχοπαθολογία. Στην Ελλάδα βέβαια το φαινόμενο αυτό είναι κοινωνικά αποδεκτό. Οι νέοι από τη μεριά τους υποστηρίζουν ότι είναι πρακτικοί οικονομικοί λόγοι αυτοί που τους εμποδίζουν να μετακομίσουν. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι δεν μπορούν να αναλάβουν τις ευθύνες ενός ενήλικα. Οι γονείς πάλι αισθάνονται ασφάλεια που έχουν κοντά τους και υπό τον έλεγχό τους τα παιδιά τους. Δεν διακινδυνεύουν κανέναν αποχωρισμό και δεν συνταξιοδοτούνται από τον αρχικό τους ρόλο. Έτσι διατηρούν αυτή την κατάσταση όσο περισσότερο μπορούν.
 
Τι γίνεται τώρα όταν έρθει η ώρα για το παιδί να δημιουργήσει τη δική του οικογένεια;
Γιατί έρχεται κάποια στιγμή (σε μια φάση έντονης αμφιθυμίας συνήθως) για όλους αυτούς τους ανώριμους άντρες και γυναίκες, που αποφασίζουν να παντρευτούν. Ο γάμος αυτός βέβαια δεν έχει τις προϋποθέσεις για να στεριώσει σωστά. Οι δύο σύζυγοι χαμένοι στα δικά τους προβλήματα είναι ανίκανοι να εδραιώσουν μια αληθινή και βαθιά συντροφική σχέση. Σύντομα αρχίζουν τα προβλήματα. Η μόνη διέξοδος που βρίσκουν τα ζευγάρια είναι η απόκτηση τέκνων. Τα παιδιά σαν από μηχανής θεοί, έρχονται να δώσουν (παροδικά) τη λύση στη λιμνασμένη και άχαρη σχέση των γονιών τους. Συμβολικά, η γέννησή τους μειώνει το άγχος του θανάτου των γονιών. Ο νέος πατέρας και η νέα μητέρα έχουν τώρα κάτι για να απασχολούνται (και μάλιστα full time) αντί να πρέπει να διαπραγματευτούν την προβληματική τους σχέση. Φυσικά τα προβλήματα δεν έχουν λυθεί, αλλά έχουν μετατεθεί στο μακρινό μέλλον.
 
Με την απόκτηση των παιδιών φαίνεται πλέον σε όλη της την έκταση η κακή εκπαίδευση που έχουν λάβει οι γονείς από την πρώτη τους οικογένεια. Πρώτα απ’ όλα τους είναι αδύνατο να αποκολληθούν από αυτή και να δοθούν ψυχή τε και σώματι στη νέα δική τους οικογένεια. Πολλοί δεν μπορούν καν να ξεχωρίσουν σε ποια οικογένεια πραγματικά ανήκουν. Συχνά ο/η σύντροφος φαντάζει σαν αντίπαλος (είναι ο «ξένος») και δεν υπάρχει εμπιστοσύνη παρά μόνον για την παλιά καλή οικογένεια. Το δεμένο με την παλαιά οικογένεια μέλος αποδίδει τους «δαίμονες» στη νέα του οικογένεια. Σαν τον κακοποιημένο που, μόλις βρει ευκαιρία, θα κακοποίηση και καραδοκεί να εφαρμόσει τη γνώριμη σε εκείνον συμπεριφορά. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες αγιοποιούνται. Επειδή αποπλανητικά τόσα χρόνια έχτιζαν εξαρτητική σχέση με το παιδί τους, αυτό νιώθει ότι με τον γάμο του τους πρόδωσε. Αιτία της «προδοσίας» βαφτίζεται ο/ή σύζυγος. Έτσι προκύπτουν οι γνωστές εχθρικές διαθέσεις έναντι εκείνου που τους «έκλεψε» από τη μητρική/πατρική αγκαλιά (θυμηθείτε τη σχέση νύφης – πεθεράς).
 
Με τη σειρά τους λοιπόν οι νέοι γονείς θα αναπαράγουν το γνώριμο σε αυτούς πρότυπο.
Θα φροντίσουν τα παιδιά τους να μην απελευθερωθούν ποτέ συναισθηματικά από αυτούς. Η νέα γενιά θα φοβάται με τη σειρά της οποιαδήποτε αποστασιοποίηση από τη γονική εστία. Τα «δεμένα πρωταρχικά τρίγωνα» θα συνεχίσουν να υπάρχουν και τα παιδιά θα εκδηλώνουν θυμό για το δήθεν βίαιο απογαλακτισμό τους. Θα προτιμούσαν να παραμείνουν αιωνίως προσκολλημένα στους γονείς τους.
 
Όταν έρθει η ώρα λοιπόν να αλλάξουν ρόλους και να γίνουν σύζυγοι, εραστές και γονείς οι ίδιοι, το σύστημα καταρρέει! Το μοντέλο επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά. Ανώριμοι γονείς αναθρέφουν ανώριμα παιδιά. Γενεές ολόκληρες ταλαιπωρούνται και υποφέρουν σκληρά από αυτή την πραγματικότητα. Τώρα όμως ξέρουμε τι μας συμβαίνει. Η επιλογή είναι πλέον δική μας.

Πραγματικότητα: Ποιά είναι η Αληθινή φύση της;

Για να απαντηθεί αυτή η απάντηση οι άνθρωποι σκαρφίζονται ιστορίες για να περιγράψουν τον κόσμο. Ελέγχουμε τις ιστορίες μας και διδασκόμαστε τι να κρατήσουμε και τι να πετάξουμε. Αλλά όσο περισσότερα μαθαίνουμε, όλο και πιο πολύπλοκες γίνονται οι ιστορίες μας. Μερικές από αυτές τόσο πολύ, που καταντά πολύ δύσκολο να κατανοήσουμε για ποιο πράγμα μιλάμε. Σαν την θεωρία των Χορδών…

Μία διάσημη αμφιλεγόμενη και συχνά λάθος κατανοητή ιστορία για την φύση των πάντων. Γιατί την επινοήσαμε και είναι σωστή, ή απλά μια ιδέα για να ξεφορτωθούμε;

Για να καταλάβουμε την αληθινή φύση της πραγματικότητας, οι επιστήμονες κοίταξαν διάφορα αντικείμενα από κοντά και εντυπωσιάστηκαν. Θεσπέσια τοπία στην σκόνη, βιοποικιλία παράξενων πλασμάτων, πολύπλοκα πρωτεϊνικά ρομπότ.. Όλα αυτά φτιαγμένα από δομές μορίων φτιαγμένα από άπειρα μικρότερα πράγματα:

Τα άτομα
 Οι επιστήμονες νόμιζαν πως ήταν τα τελευταία στρώματα της πραγματικότητας, μέχρι που τα συγκρούσανε μαζί πολύ δυνατά και ανακάλυψαν στοιχεία που δεν διαιρούνται περαιτέρω:

Στοιχειώδη Σωματίδια
Σε αυτήν την περίπτωση υπάρχει ένα πρόβλημα: Είναι τόσο μικρά που πλέον οι επιστήμονες δεν μπορούν να τα παρατηρήσουν. Σκέψου όμως: Τι είναι η όραση; Για να δούμε κάτι, χρειαζόμαστε φώς, ένα ηλεκτρομαγνητικό κύμα. Αυτό το κύμα χτυπά την επιφάνεια του αντικειμένου και αντανακλάται πίσω στο μάτι σου. Το κύμα κουβαλά πληροφορίες από το αντικείμενο που το μυαλό σου χρησιμοποιεί για να φτιάξει μια εικόνα. Άρα δεν μπορείς να δεις κάτι χωρίς κάπως να αλληλεπιδράσεις με αυτό. Να βλέπεις σημαίνει να αγγίζεις, μια ενεργή διαδικασία όχι παθητική. Κάτι που δεν είναι πρόβλημα για τα περισσότερα αντικείμενα. Αλλά τα σωματίδια είναι ΠΟΛΥ ΠΟΛΥ πολύ μικρά, τόσο μικρά που τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα που χρησιμοποιούμε είναι πολύ μεγάλα για να τα αγγίξουν. Το ορατό φως απλά το προσπερνά. Αυτό μπορούμε να το λύσουμε χρησιμοποιώντας ηλεκτρομαγνητικά κύματα με περισσότερα και μικρότερα μήκη κυμάτων. Αλλά περισσότερα κύματα σημαίνει και περισσότερη ενέργεια. Οπότε όταν αγγίξουμε ένα σωματίδιο με ένα κύμα που έχει πολύ ενέργεια το μεταβάλλει. Κοιτώντας ένα αντικείμενο το αλλάζουμε. Άρα δεν μπορούμε να αλλάξουμε τα στοιχειώδη σωματίδια με ακρίβεια. Αυτό το γεγονός είναι τόσο σημαντικό, που έχει και όνομα.

Η αρχή της απροσδιοριστίας Βέρνερ Χαιζενμπεργκ.
Η βάση όλης της κβαντομηχανικής! Οπότε πώς μοιάζει ένα σωματίδιο; Ποια είναι η φύση του; Δυστυχώς δεν ξέρουμε ακόμη.

Αν κοιτάξουμε όμως με πολύ προσπάθεια, μπορούμε να δούμε μια θολή σφαίρα επηρεάσεων αλλά όχι αυτοπρόσωπου τα σωματίδια. Απλά ξέρουμε πώς υπάρχουν. Αν όμως αυτή είναι μόνο η υπόθεση, πως μπορούμε να πειραματιστούμε μόνο με αυτά; Οι επιστήμονες έκαναν ότι έκαναν οι άνθρωποι και δημιούργησαν μια καινούργια ιστορία:

Ένα μαθηματικό φαντασιοκόπημα
Η ιστορία του σωματιδίου σημείου. Αποφάσισαν λοιπόν να υποθέσουν πως το σωματίδιο είναι ένα σημείο στον χώρο. Οποιοδήποτε ηλεκτρόνιο είναι ένα σημείο με συγκεκριμένο ηλεκτρικό φορτίο και καθορισμένη μάζα. Όλα να προσομοιάζουν μεταξύ τους. Έτσι οι φυσικοί θα μπορούσαν να ορίσουν και να υπολογίσουν τις παρατηρήσεις τους. Αυτό ονομάζεται κβαντική θεωρία πεδίου και μάλιστα έχει λύσει πολλά προβλήματα. Όλα τα στάνταρ μοντέλα της σωματιδιακής φυσικής είναι χτισμένα πάνω σε αυτήν. Επίσης μπορεί να προβλέψει πολλά πράγματα. Μερικές κβαντικές ιδιότητες του ηλεκτρονίου για παράδειγμα, έχουν δοκιμαστεί και έχουν ακρίβεια περίπου 0000000000000,2%.

Παρόλο που τα σωματίδια δεν είναι σημεία στην πραγματικότητα αν τα αντιμετωπίσουμε σαν να ήταν, παίρνουμε μια καλή εικόνα σύμπαντος. Αυτή η ιδέα δεν εξέλιξε μόνο την επιστήμη, οδήγησε επίσης σε πολλές ηλεκτρικές συσκευές που χρησιμοποιούμε σήμερα. Όμως υπάρχει ένα τεράστιο πρόβλημα:

Η βαρύτητα
Στην κβαντομηχανική όλες οι φυσικές δυνάμεις μεταδίδεται από συγκεκριμένα σωματίδια. Σύμφωνα όμως με την θεωρία της Σχετικότητας η βαρύτητα δεν είναι μια δύναμη σαν τις άλλες στο σύμπαν. Αν για παράδειγμα το σύμπαν ήταν ένα θεατρικό έργο, τα σωματίδια είναι οι ηθοποιοί αλλά η βαρύτητα είναι η σκηνή. Με απλά λόγια η βαρύτητα είναι μια θεωρία γεωμετρίας.

Η γεωμετρία του ίδιου του χωροχρόνου
Αποστάσεις που πρέπει να υπολογισθούν με απόλυτη ακρίβεια. Αφού όμως δεν μπορούμε να μετρήσουμε με απόλυτη ακρίβεια τα αντικείμενα στον κβαντικό κόσμο, η ιστορία της βαρύτητας δεν λειτουργεί με την ιστορία της κβαντικής φυσικής. Όταν οι φυσικοί προσπάθησαν να προσθέσουν βαρύτητα στην ιστορία επινοώντας ένα καινούργιο σωματίδιο, τα μαθηματικά δεν αποκρίθηκαν, και αυτό είναι πράγματι ένα μεγάλο πρόβλημα. Αν μπορούσαμε να ΄΄παντρέψουμε΄΄ την βαρύτητα με την κβαντική φυσική και το αρχικό μοντέλο, θα είχαμε την θεωρία των Πάντων. Με αφορμή αυτή πολλοί έξυπνοι άνθρωποι επινόησαν μια καινούργια ιστορία.. Ερωτήθηκαν: Τι είναι πιο πολύπλοκο από ένα σημείο;

Μια γραμμή ή μια χορδή.
Η θεωρία των Χορδών γεννήθηκε. Τι κάνει λοιπόν την θεωρία των Χορδών τόσο κομψή; Είναι ότι περιγράφει πολλά διαφορετικά στοιχειώδη σωματίδια σαν διαφορετικούς τόνους δόνησης των χορδών. Ακριβώς σε ένα βιολί οι χορδές ταλαντώνονται διαφορετικά και μπορούν να δώσουν διαφορετικές νότες, μια χορδή μπορεί να σου δώσει διαφορετικά σωματίδια. Σημαντικότερα τη βαρύτητα. Η θεωρία των Χορδών υπόσχεται να ενοποιήσει όλες τις θεμελιώδεις δυνάμεις του σύμπαντος! Αυτό βέβαια προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό στον κλάδο της επιστήμης. Η θεωρία των Χορδών γρήγορα προόδευσε στο να είναι η θεωρία των Πάντων. Δυστυχώς η θεωρία των Χορδών έρχεται με πολλές χορδές να σε κρατούν. Πολλά από τα μαθηματικά που βασίζονται στην θεωρία των Χορδών δεν λειτουργούν στο σύμπαν μας με τις τρεις χωρικές και μια χρονική διάσταση.

Η θεωρία των Χορδών χρειάζεται 10 διαστάσεις για να λειτουργήσει! Οι επιστήμονες αυτής της θεωρίας έκανα υπολογισμούς σε μοντέλα σύμπαντα. Και μετά προσπάθησαν να ξεφορτωθούν τις έξι διαστάσεις ώστε να περιγράψουν το δικό μας σύμπαν. Μέχρι στιγμής κανείς δεν το έχει καταφέρει.. Και καμία πρόβλεψη της θεωρίας των Χορδών είναι αποδεδειγμένη σε πείραμα. Αυτό σημαίνει πως η θεωρία των Χορδών δεν αποκάλυψε την φύση του σύμπαντος μας. Σε αυτή την περίπτωση θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η θεωρία των Χορδών δεν είναι καθόλου χρήσιμη. Η επιστήμη έχει να κάνει με πειράματα και προβλέψεις. Αν δεν μπορούμε να τα κάνουμε γιατί να ασχολούμαστε με χορδές; Όλα βασίζονται στο πως την χρησιμοποιούμε. Η φυσική βασίζεται στα μαθηματικά. Δύο και δύο κάνουν τέσσερα. Αυτό πράγματι είναι αλήθεια. Και τα μαθηματικά στην θεωρία των Χορδών δεν λειτουργούν. Να γιατί η θεωρία των Χορδών είναι χρήσιμη. Φαντάσου για παράδειγμα ότι ήθελες να κατασκευάσεις ένα κρουαζιερόπλοιο, αλλά είχες σχέδια για μια μικρή βαρκούλα. Υπάρχουν πολλές διαφορές: Ο κινητήρας, το μέγεθος και τα υλικά. Αλλά και τα δυο είναι θεμελιωδώς ίδια: Πράγματα που επιπλέουν. Άρα μελετώντας τα σχέδια της βάρκας, μπορείς να μάθεις να κατασκευάζεις ένα κρουαζιερόπλοιο μια μέρα.

Με την θεωρία των Χορδών μπορούμε να προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε ερωτήσεις για την κβαντική βαρύτητα που προβλημάτιζαν τους φυσικούς για αιώνες. Όπως λειτουργούν οι μαύρες τρύπες ή το παράδοξο της πληροφορίας.

Η θεωρία των Χορδών μπορεί να μας οδηγήσει στην σωστή κατεύθυνση και γίνεται ένα πολύτιμο όπλο για τους θεωρητικούς φυσικούς και τους βοηθάει να ανακαλύψουν καινούργιες πτυχές του κβαντικού κόσμου.

Οι ευγενέστερες ψυχές έχουν υποφέρει το σκοτεινότερο παρελθόν

Έχουμε, οι περισσότεροι, συνειδητοποιήσει ότι οι άνθρωποι δεν ζούνε όλοι την ίδια ζωή- κάποιοι έχουν πιο ευτυχισμένο παρελθόν ή παρόν, ενώ άλλοι υποφέρουν περισσότερο. Βέβαια, όλοι περνάμε από δοκιμασίες στη ζωή, με κάποιο τρόπο. Και πάντα θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα εμπόδιο που θα καθορίσει τις επερχόμενες εμπειρίες μας και το ποιοι θα γίνουμε.

Έχετε ποτέ παρατηρήσει ότι ο άνθρωπος που χαμογελά περισσότερο είναι και ο πιο θλιμμένος κατά βάθος; Εκείνοι που θεραπεύουν πληγωμένες καρδιές, είναι και οι ευγενέστεροι άνθρωποι που θα συναντήσετε. Αυτοί είναι που απεχθάνονται να βλέπουν τους άλλους να πονούν, επειδή γνωρίζουν πώς είναι να μην αγαπιέσαι, να είσαι θλιμμένος, πληγωμένος και μόνος. Και είναι αυτοί που κάνουν ό,τι μπορούν, ώστε κανείς άλλος να μη νιώσει τον ίδιο πόνο που νιώθουν εκείνοι κάθε μέρα.
Όταν έχεις ζήσει μια επώδυνη ζωή, βρίσκεις τη χαρά στο να είσαι καλός άνθρωπος. Μαθαίνεις να δίνεις αγάπη και συμπόνοια, αυτά δηλαδή που κι εσύ λαχταρούσες πάντα.
Έχουμε πληγωθεί σωματικά, συναισθηματικά και ψυχικά, κι όμως στεκόμαστε ακόμα όρθιοι. Έχω πάει στην κόλαση και επέστρεψα παρά τις δυσκολίες, και όσο μεγαλώνω, συνειδητοποιώ ότι απλά θέλω οι άνθρωποι να νιώθουν καλά. Θέλω να βιώσουν μια διαφορετική πραγματικότητα από αυτή στην οποία εγώ μεγάλωσα. Θέλω να χαμογελώ στους ανθρώπους καθώς με προσπερνούν και θέλω να κάνω τη διαφορά. Συνειδητοποίησα ότι το να δείχνω καλοσύνη κάνει τους άλλους να νιώθουν όμορφα, αλλά και εμένα τον ίδιο.

Εμείς μάθαμε να βλέπουμε το φως στον κόσμο, επειδή έχουμε επίσης δει το σκοτάδι. Ένας καλόκαρδος άνθρωπος έχει τη δύναμη να φωτίζει ένα σκοτεινό δωμάτιο, επειδή εκμεταλλεύεται τη θετικότητα για να δημιουργήσει φως. Γεννηθήκαμε σε σκοτεινές εποχές και ζήσαμε υπό δύσκολες συνθήκες, αλλά πάντα βρίσκαμε διέξοδο. Υποφέραμε σε κάποιες από τις τρομακτικότερες στιγμές που κάποιος μπορεί να φανταστεί. Όταν είσαι πληγωμένος σε όλη σου τη ζωή, δεν θες τίποτε άλλο πια πέρα από χαρά και ευτυχία. Οι ευγενικές ψυχές είναι εκείνες που έχουν βασανιστεί πολύ και γι’ αυτό έχουν διαφορετική οπτική για τη ζωή.
Οι ευγενέστεροι άνθρωποι έχουν δει κάθε προσωπείο της ζωής, γνωρίζουν τη τέχνη της μεταμόρφωσης της αρνητικότητας σε θετικότητα.
Οι ευγενέστερες ψυχές έχουν νιώσει την καρδιά τους να ξεριζώνεται πολλές φορές. Καταλαβαίνουν πώς πραγματικά είναι η θλίψη, η απογοήτευση, η απώλεια και η αποτυχία, επειδή έχει συμβεί σε αυτούς σε ένα πολύ βαθύ επίπεδο. Αυτό τους διευκολύνει στο να ακούνε εκείνους που υποφέρουν από μια παρόμοια εμπειρία και να στο να κατανοούν πώς νιώθουν. Και είναι κάτι που δεν θέλουν οι άλλοι να νιώσουν, ειδικά αν νοιάζονται βαθιά για εκείνους.

Άνθρωποι σαν κι εμένα που χρειάστηκε να ξεπεράσουν συναισθηματικά εμπόδια έχουν μάθει να είναι δυνατότεροι και ανθεκτικότεροι. Μέσω της κακής μας τύχης, των επιβαρυντικών καταστάσεων, της φτώχειας, της καταστροφής, των οικογενειακών προβλημάτων, βλέπουμε τον αγώνα ως μια διαδικασία μάθησης. Έχουμε μάθει να επιβιώνουμε και να προοδεύουμε, ενάντια σε κάθε πρόβλεψη. Κάθε αποτυχία μας έδωσε μια νέα αχτίδα ελπίδας για να ξεκινήσουμε από την αρχή.
Οι ευγενέστεροι άνθρωποι δε γεννιούνται έτσι- έχουν διαμορφωθεί έτσι μέσω των επιλογών που έκαναν κατά τη διάρκεια των δοκιμασιών. Έχουν αντέξει τις δυσκολότερες καταιγίδες χωρίς να πνιγούν, γι’ αυτούς, όλα είναι πιθανά.
Είναι εύκολο να είναι κανείς μίζερος, αρνητικός και να τα παρατάει. Η αντοχή και η καλοσύνη, παρά όλες τις κακουχίες και δυσκολίες στη ζωή απαιτεί δύναμη. Η επιλογή είναι δική μας, όσον αφορά στην επιβίωση ή στην ήττα μας. Μπορείτε να παραδοθείτε ή να πολεμήσετε, αλλά ο τρόπος που χειριζόμαστε τις δοκιμασίες είναι αυτός που μας κάνει πικρόχολους ή γλυκούς ανθρώπους και εκείνοι που επιβιώνουν είναι οι γλυκύτεροι και ευγενέστεροι άνθρωποι, αλλά και οι δυνατότεροι.

Νήστευε από κακία

Αποτέλεσμα εικόνας για ΠΕΡΙ ΑΟΡΓΗΣΙΑΣΠΕΡΙ ΑΟΡΓΗΣΙΑΣ

Θα πρέπει όμως, όπως παρατηρεί κάπου ο Παναίτιος, να χρησιμοποιούμε τον κανόνα συμπεριφοράς του Αναξαγόρα, και όπως αυτός, όταν πέθανε ο γιος του, είπε: “Ήξερα πως είχα γεννήσει θνητό”, έτσι κι εμείς πρέπει να λέμε σε σχέση με τα αδικήματα που μας εκνευρίζουν: “Ήξερα ότι δεν είχα αγοράσει κάποιον σοφό για δούλο”, ‘Ήξερα πως δεν είχα φίλο απρόσβλητο από πάθη”, “Ήξερα πως η γυναίκα μου ήταν γυναίκα”. Αν επαναλαμβάνουμε συνεχώς το ερώτημα του Πλάτωνα: “Μήπως είμαι και εγώ έτσι;” και στρέφουμε την προσοχή μας προς τα μέσα αντί σε εξωτερικά πράγματα και αντικαταστήσουμε τη μομφή με την προφύλαξη, δεν θα χρησιμοποιούμε και πολύ πια το μίσος για το κακό έναντι των άλλων, όταν παρατηρήσουμε ότι και σ’ εμάς τους ίδιους χρειάζεται να συγχωρηθούν πολλά.

Τώρα όμως, όλοι μας, όταν είμαστε θυμωμένοι και επιβάλλουμε τιμωρία, δίνουμε εντολές σαν να είμαστε ο Αριστείδης ή ο Κάτων: “Μην κλέβεις”, “Μη λες ψέματα”, “Γιατί τεμπελιάζεις;” και – το πλέον επονείδιστο όλων – οργισμένοι επικρίνουμε τους άλλους, επειδή είναι οργισμένοι, και θυμωμένοι τιμωρούμε πράξεις που έχουν γίνει υπό το κράτος του θυμού, όχι σαν τους γιατρούς που “με φάρμακα πικρά καθαρίζουν την πικρή χολή”, αλλά μάλλον κάνουμε πιο έντονη την αρρώστια και την επιδεινώνουμε. Όποτε, λοιπόν, έρχομαι σε τούτες τις σκέψεις, προσπαθώ ταυτόχρονα να εξαλείψω και κάποιο μέρος της πολυπραγμοσύνης μου.

Το να ψάχνει, δηλαδή, κάποιος με κάθε λεπτομέρεια, ν’ ανακαλύπτει και να φέρνει στο φως κάθε πρόβλημα δούλου, κάθε πράξη φίλου, κάθε ασχολία γιου και κάθε ψίθυρο συζύγου, προκαλεί πολλές και συνεχείς και καθημερινές κρίσης οργής, συγκεφαλαίωση των οποίων είναι η στρυφνή και δύστροπη διάθεση. Αν και, όπως λέει ο Ευριπίδης, ο θεός “στα σπουδαία επεμβαίνει κι αφήνει τα μικρά δίνοντάς τα στην τύχη”, εγώ όμως είμαι της γνώμης ότι ο νουνεχής δεν πρέπει ν’ αφήνει τίποτα στην τύχη ούτε να παραβλέπει τίποτα, αλλά για μερικά πράγματα θα πρέπει να εμπιστεύεται και να χρησιμοποιεί τη γυναίκα του, για άλλα τους υπηρέτες, για άλλα φίλους, όπως ο άρχοντας χρησιμοποιεί επιτρόπους και λογιστές και διοικητές, ενώ ο ίδιος κρατάει υπό τον προσωπικό του έλεγχο τα πιο σημαντικά και μεγάλα θέματα χρησιμοποιώντας τη λογική.

Όπως τα μικρά γράμματα κουράζουν τα μάτια, έτσι πράγματι και τα μικρά ζητήματα, προκαλώντας ακόμη μεγαλύτερη κούραση, κεντρίζουν και υποκινούν την οργή, η οποία γίνεται κακή συνήθεια που επηρεάζει τα περισσότερο σημαντικά ζητήματα.

Εν τέλει, θεώρησα μεγάλη και θεϊκή τη ρήση του Εμπεδοκλή:

Νήστευε από κακία”.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ΗΘΙΚΑ

Κβαντική Φυσική: Σύστημα παράγει τυχαίους αριθμούς χρησιμοποιώντας φως από απομακρυσμένα άστρα και κβάζαρ

Για να βοηθήσει στον έλεγχο της κβαντικής φυσικής, μια νέα μέθοδος παράγει τυχαίους αριθμούς χρησιμοποιώντας φως από απομακρυσμένα άστρα και κβάζαρ που υποθετικά δεν έχουν σχέση με τα πειράματα στη Γη.

Η κβαντική φυσική είναι πολύ καλά εδραιωμένη, όμως ορισμένα «παραθυράκια» παραμένουν για αυτούς τους συντηρητικούς που θέλουν να αποφύγουν τις περίεργες συνέπειές της. Ένα από αυτά τα παραθυράκια, που επηρεάζει τα αποκαλούμενα πειράματα Bell που ελέγχουν την κβαντική φυσική, εμπλέκει ένα πιθανό συσχετισμό μεταξύ των σωματιδίων που χρησιμοποιήθηκαν στα πειράματα και την υποτιθέμενη τυχαία επιλογή των ρυθμίσεων του ανιχνευτή. Μια τέτοια σύνδεση θα μπορούσε να αλλάξει τα σωματίδια έτσι που η συμπεριφορά τους να εμφανίζει κβάντωση όταν φθάνουν στον ανιχνευτή. Για να κλείσουν αυτό το «ελεύθερης επιλογής» παραθυράκι, οι ερευνητές τώρα επινόησαν ένα σύστημα που παράγει τυχαίους αριθμούς χρησιμοποιώντας φως από απομακρυσμένα άστρα και κβάζαρ.

Ο Jason Gallicchio από το Harvey Mudd College στην Καλιφόρνια και οι συνεργάτες του ανέπτυξαν για πρώτη φορά τη δική τους γεννήτρια τυχαίων αριθμών για να αξιολογήσουν τις ρυθμίσεις του ανιχνευτή για έναν έλεγχο Bell που πραγματοποίησαν το 2017. Χρησιμοποιώντας φως από άστρα του Γαλαξία μας, εξάλειψαν κάθε τοπικό συσχετισμό μεταξύ σωματιδίων και ανιχνευτών πηγαίνοντας 600 χρόνια πίσω στο παρελθόν. Τώρα έχουν βελτιώσει το πρωτόκολλο έτσι που να λειτουργεί ταχύτερα και με αντικείμενα πολύ πιο απομακρυσμένα. Για πηγές τους, επέλεξαν 50 άστρα και 12 κβάζαρ. Μερικά από τα δεύτερα βρίσκονται δισεκατομμύρια έτη φωτός μακριά, πράγμα που μπορεί να σημαίνει ότι κάθε είδους συσχετισμοί με έναν επίγειο ανιχνευτή θα έπρεπε να έχουν υπάρξει κοντά στην αρχή του σύμπαντος. Το σύστημα διαλέγει τιμές δυφίου (bit) με βάση του εάν ή όχι το μήκος κύματος ενός ανιχνευόμενου φωτονίου είναι μεγαλύτερο από 700 nm, παράγοντας τυχαία δυφία με ένα ρυθμό τόσο υψηλό όσο 10^6 Hz χρησιμοποιώντας τα άστρα ή 10^3 Hz χρησιμοποιώντας τα κβάζαρ. Αυτή η υψηλής ταχύτητας διαδικασία θα μπορούσε να είναι χρήσιμη σε ένα «καθυστερημένης επιλογής» πείραμα, στο οποίο μια γεννήτρια τυχαίων επιλέγει τις ρυθμίσεις ενός συμβολόμετρου μετά την είσοδο ενός σωματιδίου στη συσκευή και πριν αυτό φθάσει στο τέλος.

Ο Αριστοτέλης και οι ανθρώπινοι χαρακτήρες μέσα από τις κοινωνικές επαφές

Το ότι ο Αριστοτέλης ξεχωρίζει κάποιους ανθρώπινους χαρακτήρες από τον τρόπο που συμπεριφέρονται στις κοινωνικές συναναστροφές δεν αναιρεί ότι και οι υπόλοιποι χαρακτήρες έχουν να κάνουν με τις ανθρώπινες σχέσεις. Όλες οι ηθικές αρετές σχετίζονται με την ανθρώπινη επαφή, ως προσωπικό πλέγμα συνηθειών που καθορίζει την προσέγγιση του άλλου. Ηθική αρετή χωρίς συνύπαρξη δεν υφίσταται. Γι’ αυτό και η καλλιέργεια των ηθικών αρετών νοηματοδοτείται μόνο μέσα στο πλαίσιο της πόλης. Έξω από αυτή δεν έχει να προσφέρει τίποτε.
 
Η ειδική αναφορά του Αριστοτέλη «στο χώρο των κοινωνικών σχέσεων» αφορά την πρόθεσή του να διακρίνει τις συμπεριφορές σε σχέση με την εικόνα του εαυτού που παρουσιάζεται (ή που θέλει να παρουσιαστεί) στους άλλους τη στιγμή της συναναστροφής. Πρόκειται, δηλαδή, για τη στάση των ανθρώπων απέναντι στο ερέθισμα της κοινωνικοποίησης ως συνθήκη καθαυτή, χωρίς υστεροβουλίες ή εξαναγκασμούς ή την τήρηση κανόνων που μπορεί να επιβάλλει κάθε είδους ιεραρχία.
 
Ο άνθρωπος ως φύσει κοινωνικό ον αισθάνεται την ανάγκη της συναναστροφής, καθώς νιώθει ότι η εσωτερική του πληρότητα είναι δυνατή μόνο μέσα από τη σχέση με τους άλλους ανθρώπους. Κι αν κάποιος δε έχει την ανάγκη αυτή, ο Αριστοτέλης το έχει ξεκαθαρίσει στο έργο του «Πολιτικά», δεν είναι άνθρωπος: είναι κάτι κατώτερο ή ανώτερο, ή ζώο ή θεός.
 
Η πρώτη κατηγορία που εντοπίζεται είναι οι «αρεσκιάρηδες» (άρεσκοι στο πρωτότυπο): «Στο χώρο των κοινωνικών σχέσεων και επαφών, στην κοινωνική συμβίωση και στις σχέσεις που αναπτύσσουμε, με τα λόγια και τις πράξεις μας, με τους άλλους μια περίπτωση είναι των ανθρώπων που θεωρούνται αρεσκιάρηδες». (1126b 6, 13-14).
 
Κι ακολουθούν εξηγήσεις: «Πρόκειται για τους ανθρώπους που, προκειμένου να είναι ευχάριστοι, επαινούν τα πάντα και δεν αντιμιλούν σε τίποτε, αλλά θεωρούν υποχρέωσή τους να μην προκαλούν λύπη σε όσους συναντούν». (1126b 6, 15-17).
 
Ο αρεσκιάρης είναι ανυστερόβουλος. Επιδιώκει την ελαφρότητα των σχέσεων επιθυμώντας να είναι αγαπητός μόνο και μόνο για τη χαρά της αποδοχής. Τα αστεία του είναι πάντα ανώδυνα και τα πειράγματα που θα επιχειρήσει τόσο επιφανειακά, που εκλαμβάνονται ως κομπλιμέντα. Στην ουσία λέει αυτά ακριβώς που θέλει να ακούσει ο άλλος. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με καλοπιάσματα. Γιατί αυτός που καλοπιάνει έχει άλλες προθέσεις, ενώ ο αρεσκιάρης ικανοποιείται πλήρως με την κερδισμένη συμπάθεια.
 
Πρόκειται για άκακο άνθρωπο, που όμως δεν έχει να προσθέσει τίποτε στην ομήγυρη πέρα από την ανάλαφρη ευχαρίστηση του χαριτωμένου. Είναι πάντα ευπρόσδεκτος, αλλά όχι περιζήτητος. Όλοι θα πουν καλά λόγια γι’ αυτόν, αλλά όχι λόγια εκτίμησης.
 
Από την άλλη πλευρά βρίσκονται αυτοί που ο Αριστοτέλης αποκαλεί στριμμένους ή καυγατζήδες: «Αντίθετοι με αυτούς είναι οι άνθρωποι που αντιμιλούν στα πάντα και δε νοιάζονται καθόλου αν προκαλέσουν λύπη στους άλλους: είναι αυτοί που τους λέμε στριμμένους και καυγατζήδες». (1126b 6, 17-19).
 
Η αυθάδεια και το θράσος είναι τα κύρια γνωρίσματα αυτών των ανθρώπων. Την κακή συμπεριφορά την αντιλαμβάνονται κάτι σαν καθήκον. Έχουν αναλάβει από μόνοι τους το ρόλο να συμμορφώνουν τους άλλους, να τους προσγειώνουν. Συνήθως γίνονται έξαλλοι αν τους ανταποδώσει κάποιος την ίδια συμπεριφορά.
 
Προτιμούν να συζητούν τα ζητήματα των άλλων, για να μπορούν εύκολα να εκφράζουν την κακοήθεια. Τα δικά τους ζητήματα αναφέρονται μόνο ως αφορμή για να ειπωθούν κακίες για άλλους. Τα πάντα μπορούν να γίνουν αντικείμενο αρνητικής κριτικής. Από το πιο ασήμαντο, όπως η διακόσμηση του σπιτιού που τους φιλοξενεί ή αδιόρατες καθημερινές συνήθειες των άλλων, μέχρι το πιο σημαντικό, όπως η διαπαιδαγώγηση των παιδιών ή οι πράξεις αγαπημένων προσώπων. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην τα ξέρουν όλα. Η δεδομένη τους παντογνωσία τους επιτρέπει να έχουν άποψη για καθετί. Θα έλεγε κανείς ότι νιώθουν χαρά εξοργίζοντας τον άλλο. Στην ουσία θέλουν να παραστήσουν τους έξυπνους.
 
Οι άνθρωποι αυτοί είναι ανεπιθύμητοι. Ακόμη κι αν έχουν κάποια στοιχεία που αξίζουν, είναι αδύνατο να εκτιμηθούν. Η κακεντρέχεια και η αγένεια τα σκεπάζουν σε σημείο που είναι αδύνατο να τα διακρίνει κανείς. Σταδιακά απομονώνονται. Η ευθύνη γι’ αυτό ανήκει πάντα στους άλλους, που δεν αντέχουν να ακούν «την αλήθεια».
 
Ασφαλώς δεν τα έχουν καλά με τον εαυτό τους. Η διαρκής προσπάθεια να τονιστούν οι αδυναμίες του άλλου είναι η συγκάλυψη της δικής τους ανασφάλειας. Γι’ αυτό και οι ίδιοι δεν ανέχονται καμία κριτική. Σε τελική ανάλυση, το πιο μεγάλο θύμα της κακοήθειάς τους είναι ο ίδιος τους ο εαυτός.
 
Κι αφού οι προηγούμενοι χαρακτήρες κινούνται στα άκρα της έλλειψης και της υπερβολής, ο μόνος αριστοτελικός δρόμος που απομένει είναι η μεσότητα: «Ότι οι έξεις που μόλις τώρα είπαμε είναι ψεκτές, είναι φανερό, όπως είναι φανερό και το ότι η έξη που βρίσκεται στο μέσον – ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο – είναι επαινετή: είναι αυτή σύμφωνα με την οποία το άτομο είναι έτοιμο να αποδεχθεί αυτά που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει, το ίδιο όμως και να δυσανασχετήσει με αυτά που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει». (1126b 6, 20-22).
 
Οι άνθρωποι που ξέρουν πώς να συμπεριφερθούν πριν απ’ όλα είναι ισορροπημένοι οι ίδιοι. Γνωρίζοντας καλά τη δική τους υποκειμενική μεσότητα, έχοντας δηλαδή κατακτήσει την αυτογνωσία, πατάνε γερά στα πόδια τους και δε νιώθουν καμία ανάγκη να παραστήσουν το ένα ή το άλλο. Η αυτοπεποίθηση που τους προσδίδει η γνώση του εαυτού τούς επιτρέπει να κρίνουν με καθαρότητα και τις πράξεις των άλλων, και η άνεση που προσφέρει η σιγουριά του εαυτού τούς απαλλάσσει από όλους τους περιττούς δισταγμούς. Εξάλλου, η αίσθηση της μεσότητας που πηγάζει από μέσα τους θα δώσει τη δυνατότητα να εκφραστούν και με τον τρόπο που πρέπει.
 
Οι άνθρωποι αυτοί είναι που απολαμβάνουν την αληθινή εκτίμηση των άλλων. Είναι ευχάριστοι, χωρίς όμως να μένουν στην επιφάνεια, και ταυτόχρονα μπορούν να επισημάνουν αδυναμίες, χωρίς όμως να γίνονται κακοήθεις.
 
Ο Αριστοτέλης διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει λέξη που να αποδίδει με ακρίβεια τις δυνατότητες αυτών των ανθρώπων. Ως κοντινότερη προτείνει τη λέξη φίλος, αν και ξέρει καλά ότι ούτε κι αυτή είναι απολύτως κατάλληλη: «Μια ξεχωριστή λέξη-όνομα δεν έχει αποδοθεί σ’ αυτήν την έξη, μοιάζει όμως πάρα πολύ με τη φιλία. Γιατί αυτός που εκπροσωπεί αυτή τη μέση έξη είναι ο τύπος ανθρώπου που θέλουμε να δηλώσουμε όταν λέμε “καλός φίλος” (με την προσθήκη, βέβαια, στη δεύτερη αυτή περίπτωση της έννοιας της στοργής)». (1126b 6, 22-25).
 
Η έννοια της στοργής που συμπληρώνεται καταδεικνύει το συναισθηματικό δέσιμο ως απαράβατη προϋπόθεση για μια φιλία. Κι αυτή ακριβώς είναι η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτούς τους ανθρώπους και τους φίλους: «Διαφέρει η έξη αυτή από τη φιλία κατά τούτο, ότι το άτομο δεν έχει μέσα του κανένα πάθος και καμιά στοργή για τους ανθρώπους που συναναστρέφεται: αν το άτομο αυτό “εισπράττει” το καθετί με τον τρόπο που πρέπει, δεν είναι γιατί αισθάνεται αγάπη ή μίσος, αλλά γιατί είναι τέτοιας λογής άνθρωπος. Η συμπεριφορά του θα είναι, πράγματι, η ίδια είτε πρόκειται για γνωστούς του είτε πρόκειται για άγνωστους σ’ αυτόν ανθρώπους, για πολύ δικά του ή για μη δικά του πρόσωπα – φυσικά, στην κάθε επιμέρους περίπτωση με τον αρμόζοντα τρόπο· γιατί δεν ταιριάζει να βάζει κανείς στην ίδια γραμμή τους δικούς του και τους ξένους ανθρώπους, είτε πρόκειται να τους νοιαστεί είτε να τους λυπήσει». (1126b 6, 26-32).
 
Η έννοια «πάθος» που τονίζεται από τον Αριστοτέλη αφορά την απαραίτητη συναισθηματική σύνδεση που χρειάζεται ως δεσμός για τη φιλία. Η διευκρίνιση ότι οι άνθρωποι που ακολουθούν τη μεσότητα στις κοινωνικές τους σχέσεις συμπεριφέρονται όπως πρέπει όχι από «αγάπη ή μίσος» ξεκαθαρίζει ότι οι θετικές ή αρνητικές παρατηρήσεις που θα κάνουν δεν αφορούν το συναισθηματισμό που θολώνει την κρίση, αλλά τον ορθό-αποστασιοποιημένο λόγο, που είναι σε θέση να εκτιμήσει σωστά τις καταστάσεις.
 
Αυτό εννοεί ο Αριστοτέλης όταν λέει «τέτοιας λογής άνθρωπος» και γι’ αυτό η «συμπεριφορά του θα είναι η ίδια είτε πρόκειται για γνωστούς του είτε πρόκειται για άγνωστους σ’ αυτόν ανθρώπους». Ένας «τέτοιας λογής άνθρωπος», που ακολουθεί τη μεσότητα μέσα στο πλαίσιο της λογικής του σώφρονα ανθρώπου, είναι σε θέση να συμπεριφερθεί με τον ίδιο καθαρό τρόπο απέναντι σε όλους.
Η ιδιότητα αυτή δεν υπονοεί τη διαρκή συναισθηματική απομάκρυνση από όλους τους ανθρώπους, αλλά τη δυνατότητα της ορθής συναναστροφής σε όλες τις περιστάσεις. Το να εκληφθεί η επίγνωση και η υιοθέτηση της μεσότητας στις κοινωνικές επαφές σαν εξάλειψη συναισθημάτων (αγάπης, μίσους, στοργής κλπ) είναι σαν να ταυτίζεται με το συναισθηματικό ακρωτηριασμό.
 
Κι αυτό είναι αδύνατο να συμβαίνει σ’ έναν άνθρωπο που ξέρει τη σημασία του μέτρου. Το συναισθηματικό δέσιμο απέναντι στους ανθρώπους που γνωρίζει κρίνεται αδιαπραγμάτευτο. Εξάλλου, ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει ότι «δεν ταιριάζει να βάζει κανείς στην ίδια γραμμή τους δικούς του και τους ξένους ανθρώπους» εννοώντας ακριβώς τη συναισθηματική σύνδεση που διαχωρίζει τους κοντινούς από τους ξένους.
 
Γι’ αυτό δεν πρέπει να δημιουργούνται παρανοήσεις στη φράση «το άτομο δεν έχει μέσα του κανένα πάθος και καμιά στοργή για τους ανθρώπους που συναναστρέφεται», όπως και στη φράση «η συμπεριφορά του θα είναι ίδια είτε πρόκειται για γνωστούς του είτε πρόκειται για άγνωστους σ’ αυτόν ανθρώπους, για πολύ δικά του ή για μη δικά του πρόσωπα». Οι φράσεις αυτές αφορούν την ικανότητα της ορθής κρίσης κι όχι την αδυναμία της συναισθηματικής επαφής. Κι αυτός είναι ο λόγος που τα άτομα αυτά κρίνονται ιδανικά για να συνάψει κανείς φιλίες. Γιατί η φιλία θα επιφέρει και τη στοργή, χωρίς το συναίσθημα να επηρεάζει την ορθότητα της κρίσης. Κι είναι πολύ σημαντικό να έχει κανείς δίπλα του τέτοιους ανθρώπους.
 
Ο άνθρωπος που εκπληρώνει το μέσον στις κοινωνικές του σχέσεις είναι εκείνος που ακολουθεί τις επιταγές της αρετής. Οι πράξεις του αποσκοπούν στο ηθικά ωραίο και στο ωφέλιμο κι αυτός είναι ο λόγος που τελικά αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να προσφέρει ευχαρίστηση στους ανθρώπους. Γιατί θα είναι ευχάριστος σε όλες τις περιστάσεις που αρμόζει μια τέτοια συμπεριφορά. Κι όταν αναγκάζεται να πει πράγματα που μπορεί να μην ευχαριστούν, όχι μόνο θα το κάνει με τον πρέποντα τρόπο, ώστε να προξενήσει όσο το δυνατό μικρότερη λύπη, αλλά θα επιδιώκει την πραγμάτωση του καλού, για την επίτευξη της μελλοντικής χαράς.
 
Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στον εκφραστή του μέσου και τον κακοήθη. Ο πρώτος έχει ως στόχο την επίτευξη του ορθού, ακόμη κι όταν λέει δυσάρεστα πράγματα, ενώ ο δεύτερος αρέσκεται να φέρνει τους άλλους σε δύσκολη θέση, προφανώς γιατί έτσι νιώθει ότι εξυψώνει τον εαυτό του. Ο Αριστοτέλης αναφέρει για τον κάτοχο της μεσότητας: «στην κάθε ξεχωριστή περίπτωση θα απονείμει αυτό που είναι το πρέπον, προτιμώντας, βασικά, το να προκαλεί ευχαρίστηση και αποφεύγοντας το να προκαλεί λύπη, παρακολουθώντας όμως συγχρόνως αν αυτά που προκύπτουν από τη συμπεριφορά του (εννοώ το ωραίο και το συμφέρον) είναι μεγαλύτερα». (1127a 6, 2-7).
 
Για να φτάσει στο τελικό συμπέρασμα: «Στην περίπτωση λοιπόν για την οποία συζητούμε, τα χαρακτηριστικά του μέσου είναι αυτά που είπαμε, η γλώσσα μας όμως δεν έχει λέξη για να τον δηλώσει». (1127a 6, 7-8). Σε τελική ανάλυση, τα κίνητρα του ανθρώπου που κινείται στο μέσο είναι η εκπλήρωση της αρετής, δηλαδή η προσφορά στους άλλους ανθρώπους.
 
Το ίδιο ακριβώς κριτήριο των κινήτρων στη συμπεριφορά είναι που διαχωρίζει και τον αρεσκιάρη από τον κόλακα: «Από τους ανθρώπους, τώρα, που προκαλούν ευχαρίστηση, όσοι κάνουν το πράγμα αυτό χωρίς να αποβλέπουν σε τίποτε άλλο, είναι οι αρεσκιάρηδες, ενώ αυτοί που το κάνουν για να προκύψει κάποιο όφελος γι’ αυτούς (σε χρήματα ή σε πράγματα που αποκτώνται με τα χρήματα), είναι κόλακες». (1127a 6, 8-11).
 
Ο κόλακας είναι ίσως το χειρότερο είδος ανθρώπου για συναναστροφή. Ωφελιμιστής, υποκριτής και εξ’ ορισμού άπιστος. Με μια λέξη γλοιώδης. Οι τρόποι του είναι τόσο κατάφωρα προσποιητοί που διακρίνονται σχεδόν αμέσως. Κι εδώ αξίζει να σταθεί κανείς στους ανθρώπους που πέφτουν θύματα της κολακείας. Πρόκειται για μια άλλου τύπου απόκλιση από τη μεσότητα, που οδηγεί σε τόσο έντονη ανάγκη επιβεβαίωσης, ώστε ακόμη και ο κόλακας να βρει πρόσφορο πεδίο δράσης. Ο ισορροπημένος άνθρωπος δεν έχει να φοβάται από τον κόλακα. Η αυτογνωσία τον προστατεύει επαρκώς.
 
Ο κόλακας ευημερεί κοντά σε ανθρώπους που τον έχουν ανάγκη. Κι αυτό δεν αφορά την κοινωνική ισχύ ή το κύρος που μπορεί να απολαμβάνει κάποιος. Οι τύραννοι είναι η πιο συνηθισμένη πελατεία. Αυτό σχετίζεται με την κενότητα της ύπαρξης, που χρειάζεται κάποιον να τη στηρίξει. Το θύμα του κόλακα είναι πρωτίστως θύμα του εαυτού του. Κι αυτή η διαπίστωση κάνει ακόμη πιο έντονη την ανάγκη να κατακτήσει κανείς την ηθική αρετή με την αριστοτελική έννοια του όρου.
 
Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια