Παρασκευή 16 Μαρτίου 2018

ΑΙΣΩΠΟΣ - Μῦθοι (146.1-150.1)

146. ΛΕΩΝ ΚΑΙ ΒΑΤΡΑΧΟΣ [146.1] λέων ἀκούσας βατράχου κεκραγότος ἐπεστράφη πρὸς τὴν φωνὴν οἰόμενος μέγα τι ζῷον εἶναι. προσμείνας δὲ αὐτῷ μικρὸν χρόνον ὡς ἐθεάσατο αὐτὸν ἀπὸ τῆς λίμνης ἐξελθόντα, προσελθὼν κατεπάτησεν εἰπών· «μηδένα ἀκοὴ ταραττέτω πρὸ τῆς θέας».
πρὸς ἄνδρα γλωσσαλγῆ οὐδὲν πλέον τοῦ λαλεῖν δυνάμενον.

147. ΛΕΩΝ ΚΑΙ ΑΛΩΠΗΞ
[147.1] λέων γηράσας καὶ μὴ δυνάμενος δι᾽ ἀλκῆς ἑαυτῷ τροφὴν πορίζειν ἔγνω δεῖν δι᾽ ἐπινοίας τοῦτο πρᾶξαι. καὶ δὴ παραγενόμενος εἴς τι σπήλαιον καὶ ἐνταῦθα κατακλιθεὶς προσεποιεῖτο τὸν νοσοῦντα καὶ οὕτω τὰ παραγενόμενα πρὸς αὐτὸν εἰς ἐπίσκεψιν ζῷα συλλαμβάνων κατήσθιε. πολλῶν δὲ θηρίων καταναλωθέντων ἀλώπηξ τὸ τέχνασμα αὐτοῦ συνεῖσα παρεγένετο καὶ στᾶσα ἄπωθεν τοῦ σπηλαίου ἐπυνθάνετο αὐτοῦ, πῶς ἔχοι. τοῦ δὲ εἰπόντος· «κακῶς» καὶ τὴν αἰτίαν ἐρομένου, δι᾽ ἣν οὐκ εἴσεισιν, ἔφη· «ἀλλ᾽ ἔγωγε εἰσῆλθον ἄν, εἰ μὴ ἑώρων πολλῶν εἰσιόντων ἴχνη, ἐξιόντος δὲ οὐδενός».
οὕτως οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων ἐκ τεκμηρίων προορώμενοι τοὺς κινδύνους ἐκφεύγουσι.

148. ΛΕΩΝ ΚΑΙ ΤΑΥΡΟΣ
[148.1] λέων ταύρῳ παμμεγέθει ἐπιβουλεύων ἐβουλήθη δόλῳ αὐτοῦ περιγενέσθαι. διόπερ πρόβατον τεθυκέναι φήσας πρὸς ἑστίασιν αὐτὸν ἐκάλεσε βουλόμενος κατακλιθέντα αὐτὸν καταγωνίσασθαι. ὁ δὲ ἐλθὼν καὶ θεασάμενος λέβητάς τε πολλοὺς καὶ ὀβελίσκους μεγάλους, τὸ δὲ πρόβατον οὐδαμοῦ, μηδὲν εἰπὼν ἀπηλλάττετο. τοῦ δὲ λέοντος αἰτιωμένου αὐτὸν καὶ τὴν αἰτίαν πυνθανομένου, δι᾽ ἣν οὐδὲν δεινὸν παθὼν ἄλογος ἄπεισιν, ἔφη· «ἀλλ᾽ ἔγωγε οὐ μάτην τοῦτο ποιῶ. ὁρῶ γὰρ παρασκευὴν οὐχ ὡς εἰς πρόβατον, ἀλλ᾽ εἰς ταῦρον ἡτοιμασμένην».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι τοὺς φρονίμους τῶν ἀνθρώπων αἱ τῶν πονηρῶν τέχναι οὐ λανθάνουσι.

149. ΛΕΩΝ ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΟΣ
[149.1] λέων εἰς ἔπαυλιν γεωργοῦ εἰσῆλθεν· ὁ δὲ συλλαβεῖν αὐτὸν βουλόμενος τὴν αὐλιαίαν θύραν ἔκλεισε. καὶ ὃς ἐξελθεῖν μὴ δυνάμενος πρῶτον μὲν τὰ ποίμνια διέφθειρεν, ἔπειτα δὲ καὶ ἐπὶ τοὺς βόας ἐτράπη. καὶ ὁ γεωργὸς φοβηθεὶς περὶ αὑτοῦ τὴν θύραν ἀνέῳξεν. ἀπαλλαγέντος δὲ τοῦ λέοντος ἡ γυνὴ θεασαμένη αὐτὸν στένοντα εἶπεν· «ἀλλὰ σύ γε δίκαια πέπονθας· τί γὰρ συγκλεῖσαι τοῦτον ἠβουλήθης, ὃν καὶ μακρόθεν σε ἔδει τρέμειν;»
οὕτως οἱ τοὺς ἰσχυροτέρους διερεθίζοντες εἰκότως τὰς ἑαυτῶν πλημμελείας ὑπομένουσι.

150. ΛΕΩΝ ΚΑΙ ΔΕΛΦΙΣ
[150.1] λέων ἔν τινι αἰγιαλῷ πλαζόμενος ὡς ἐθεάσατο δελφῖνα παρακύψαντα, τοῦτον ἐπὶ συμμαχίαν παρεκάλεσε λέγων, ὅτι ἁρμόζει μάλιστα φίλους αὐτοὺς καὶ βοηθοὺς γενέσθαι· ὁ μὲν γὰρ τῶν θαλαττίων ζῴων, αὐτὸς δὲ τῶν χερσαίων βασιλεύει. τοῦ δὲ ἀσμένως ἐπινεύσαντος ὁ λέων μετ᾽ οὐ πολὺν χρόνον μάχην ἔχων πρὸς ταῦρον ἄγριον ἐπεκαλεῖτο τὸν δελφῖνα ἐπὶ βοήθειαν. ὡς δὲ ἐκεῖνος καίπερ βουλόμενος ἐκβῆναι τῆς θαλάσσης οὐκ ἠδύνατο, ᾐτιᾶτο αὐτὸν ὁ λέων ὡς προδότην. ὁ δὲ ὑποτυχὼν εἶπεν· «ἀλλὰ μὴ ἐμὲ μέμφου, ἀλλὰ τὴν φύσιν, ἥτις με θαλάσσιον ποιήσασα γῆς οὐκ ἐᾷ ἐπιβῆναι».
ἀτὰρ οὖν καὶ ἡμᾶς δεῖ φιλίαν σπενδομένους τοιούτους ἐπιλέγεσθαι συμμάχους, οἳ ἐν κινδύνοις παρεῖναι ἡμῖν δύνανται.

***
146. Το λιοντάρι και ο βάτραχος.
[146.1] Μια φορά το λιοντάρι άκουσε τον βάτραχο να κοάζει. Αμέσως γύρισε το βλέμμα του προς τα εκεί από όπου ακουγόταν η φωνή, θαρρώντας πως επρόκειτο για κανένα πελώριο θηρίο. Περίμενε έτσι για λίγο με αδημονία. Μόλις όμως αντίκρισε το κακομοίρικο το βατράχι να βγαίνει από τη λίμνη, τράβηξε καταπάνω του και το έλιωσε κάτω από την πατούσα του, παρατηρώντας: «Προτού να δεις ποιός φωνάζει, μην πανικοβάλλεσαι από τον σαματά του».
Ο μύθος ταιριάζει για άνθρωπο πολυλογά που είναι όλο λόγια και τίποτε άλλο.

147. Το λιοντάρι και η αλεπού.
[147.1] Ήταν μια φορά ένα γέρικο λιοντάρι που δεν ήταν πλέον σε θέση να προσπορίζεται την τροφή του με τη σωματική του ρώμη. Συνειδητοποίησε λοιπόν ότι από εδώ και πέρα έπρεπε να καταφύγει σε πονηριές για να το πετύχει. Μια και δυο, πήγε χώθηκε σε κάποια σπηλιά και ξάπλωσε εκεί μέσα, κάνοντας τον άρρωστο. Έτσι, διάφορα ζώα άρχισαν να καταφτάνουν για να το επισκεφτούν, και το λιοντάρι φυσικά τα άρπαζε και τα καταβρόχθιζε. Με αυτόν τον τρόπο χάθηκαν κάμποσα πλάσματα. Στο τέλος όμως η αλεπού κατάλαβε το τέχνασμα του θεριού. Κατέφτασε λοιπόν έξω από τη σπηλιά του, στάθηκε κάπως μακρύτερα από την είσοδο και ρωτούσε το λιοντάρι πώς πάει η υγεία του. «Χάλια, χάλια είμαι», βόγκηξε το θηρίο και συμπλήρωσε: «Μα γιατί δεν περνάς μέσα, καλή μου;». Η αλεπού τότε αποκρίθηκε: «Ε, ξέρεις… Θα έμπαινα, μόνο που, να, βρε παιδί μου, βλέπω τα ίχνη τόσων πολλών ζώων να κατευθύνονται προς τα μέσα, και όμως κανένα τους δεν βγαίνει προς τα έξω, μυστήριο πράγμα».
Έτσι συμβαίνει και με τους ανθρώπους: Όσοι μπορούν και προβλέπουν το κακό από τις ενδείξεις, ξεφεύγουν τον κίνδυνο.

148. Το λιοντάρι και ο ταύρος.
[148.1] Ήταν ένα λιοντάρι που βυσσοδομούσε ενάντια σε κάποιον πελώριο ταύρο. Έβαλε, που λέτε, με τον νου του πανούργο σχέδιο για να τον εξολοθρεύσει. Για αυτόν τον σκοπό έστειλε μήνυμα στον ταύρο ότι είχε σφάξει ένα πρόβατο και τον καλούσε και αυτόν για τραπέζωμα. Λογάριαζε, βλέπετε, να ορμήσει πάνω του, αμέσως μόλις θα πλάγιαζε το καημένο το ζώο για το γεύμα, και να τον βάλει κάτω. Πράγματι, ο καλεσμένος ήλθε και αμέσως παρατήρησε πολλά καζάνια τριγύρω και σούβλες μεγάλου μεγέθους, πρόβατο όμως δεν πήρε το μάτι του πουθενά. Χωρίς να πει τίποτε, λοιπόν, σηκώθηκε και πήρε δρόμο. Μετά από αυτό, το λιοντάρι του έκανε παράπονα και απορούσε για ποιόν λόγο το έσκασε ο μουσαφίρης του έτσι αμίλητος, δίχως να έχει πάθει κανένα κακό. Ωστόσο ο ταύρος ήξερε να του δώσει απάντηση: «Έγνοια σου και δεν το έκανα δίχως λόγο. Τί θαρρείς, πως δεν το έβλεπα; Οι ετοιμασίες που είχες κάνει δεν ήσαν για πρόβατο, για ταύρο ολόκληρο ήσαν».
Το δίδαγμα του μύθου: Τους μυαλωμένους ανθρώπους δεν τους ξεγελούν τα τεχνάσματα των πονηρών.

149. Το λιοντάρι και ο γεωργός.
[149.1] Μια φορά το λιοντάρι τρύπωσε μέσα στο αγρόκτημα κάποιου γεωργού. Εκείνος, που λέτε, είχε την πρόθεση να το αιχμαλωτίσει, γι᾽ αυτό έκλεισε από πίσω του τη θύρα του στάβλου. Τότε το θηρίο, καθώς δεν έβρισκε τρόπο να βγει έξω, έπεσε πρώτα πάνω στα πρόβατα και τα μακέλεψε, και κατόπιν όρμησε να κάνει το ίδιο και στα βόδια. Εκεί ήταν που ο γεωργός τα χρειάστηκε από φόβο για την ίδια τη ζωή του. Άνοιξε λοιπόν την πόρτα και το λιοντάρι ξέφυγε μακριά. Ύστερα, έτσι όπως καθόταν ο ανθρωπάκος και αναστέναζε βαθιά, τον είδε η γυναίκα του και τον κατσάδιασε: «Μωρέ καλά να πάθεις. Τί σου ήρθε, για πες μου, και βάλθηκες να φυλακίσεις εδώ μέσα το θεριό που θα έπρεπε να το τρέμεις από μίλια μακριά;».
Το ίδιο συμβαίνει και με εμάς: Όσοι τσιγκλάνε τους πιο δυνατούς, φυσικό είναι να υφίστανται κατόπιν τις συνέπειες της αστοχασιάς τους.

150. Το λιοντάρι και το δελφίνι.
[150.1] Ήταν ένα λιοντάρι που τριγύριζε στην ακρογιαλιά, όταν ξαφνικά πήρε το μάτι του ένα δελφίνι το οποίο ξεμύτισε για λίγο έξω από το νερό. Αμέσως ο λέοντας του πρότεινε να κάνουν συμμαχία, καθότι οι δυο τους ταίριαζαν απολύτως να γίνουν φίλοι και βοηθοί ο ένας του άλλου. Βλέπετε, το δελφίνι είναι ο βασιλιάς των πλασμάτων της θάλασσας, όπως το λιοντάρι διαφεντεύει τα ζωντανά της ξηράς. Το θαλάσσιο ζώο, που λέτε, συμφώνησε μετά χαράς. Μετά από λίγο καιρό, όμως, ο λέοντας έμπλεξε σε μάχη ενάντια σε κάποιον ανήμερο ταύρο, και φυσικά έσπευσε να καλέσει τον πρόσφατο σύμμαχό του σε βοήθεια. Το δελφίνι είχε ασφαλώς όλη την καλή διάθεση να συνδράμει, έλα όμως που δεν μπορούσε να βγει από τα νερά. Τότε το λιοντάρι τού έκανε πικρά παράπονα και το αποκάλεσε προδότη. Όμως το δελφίνι δικαιολογήθηκε ως εξής: «Α, όλα κι όλα! Μη ρίχνεις το φταίξιμο σε μένα, στη φύση να το ρίξεις. Αυτή με έπλασε ζώο της θάλασσας και δεν με αφήνει να πατήσω πόδι στη γη».
Έτσι πρέπει να κάνουμε και εμείς: Άμα συνάπτουμε φιλίες, να κοιτάζουμε να διαλέγουμε κατάλληλους συμμάχους, που θα είναι σε θέση να σταθούν πλάι μας στον κίνδυνο.

Στο CERN σχεδιάζεται η συγκέντρωση και μεταφορά τεράστιας ποσότητας αντιύλης για να μελετηθούν οι συγκρούσεις της με την ύλη

Η αντιύλη εξαφανίζεται στιγμιαίως όταν συναντά την ύλη. Όμως οι ερευνητές έχουν αναπτύξει τρόπους για να την παγιδεύουν και να αυξάνουν τον χρόνο ζωής της με σκοπό να την χρησιμοποιήσουν για να μελετήσουν την ύλη. Ένα νέο πρόγραμμα το οποίο αποκαλείται PUMA (antiProton Unstable Matter Annihilation) στοχεύει να παγιδεύσει μια ποσότητα ενός δισεκατομμυρίου αντιπρωτονίων στο πείραμα GBAR του CERN στις εγκαταστάσεις ELENA και να τα κρατήσουν για ορισμένες εβδομάδες.

Ένας τέτοιος μεγάλος χρόνος αποθήκευσης θα επέτρεπε τα παγιδευμένα αντιπρωτόνια να φορτωθούν σε ένα βαν και να μεταφερθούν στη γειτονική εγκατάσταση δέσμης ιόντων ISOLDE που βρίσκεται μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά. Στις εγκαταστάσεις ISOLDE, τα αντιπρωτόνια στη συνέχεια θα συγκρουσθούν με ραδιενεργά ιόντα έτσι που θα μπορούσαν να μελετηθούν εξωτικά πυρηνικά φαινόμενα.

Για να παγιδευτούν τα αντιπρωτόνια για αρκετά μακρύ, για αυτά, χρονικό διάστημα για να μεταφερθούν και χρησιμοποιηθούν στις εγκαταστάσεις ISOLDE, το PUMA σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει μια 70 εκατοστών μήκους παγίδα «διπλής ζώνης» μέσα σε έναν, ενός τόνου, υπεραγωγό σωληνοειδή μαγνήτη και να τα διατηρήσει κάτω από ένα εξαιρετικά υψηλό κενό (10^-17 mbar) και σε κρυογονική θερμοκρασία (4 Κ). Η αποκαλούμενη αποθηκευτική ζώνη της παγίδας θα εγκιβωτίσει τα αντιπρωτόνια, , ενώ η δεύτερη ζώνη θα φιλοξενήσει συγκρούσεις μεταξύ των αντιπρωτονίων και των ραδιενεργών πυρήνων που παράγονται στις εγκαταστάσεις ISOLDE όμως διασπώνται τόσο γρήγορα για να μεταφερθούν και να μελετηθούν αλλού.

Το πρόγραμμα ελπίζεται να μελετήσει τις ιδιότητες των ραδιενεργών πυρήνων μετρώντας τα σωμάτια πιόνια που εκπέμπονται στις συγκρούσεις μεταξύ των πυρήνων και των αντιπρωτονίων. Τέτοιες μετρήσεις θα βοηθήσουν να προσδιοριστεί πόσο συχνά τα αντιπρωτόνια εξαφανίζονται με τα πρωτόνια ή τα νετρόνια των πυρήνων και συνεπώς οι σχετικές τους πυκνότητες στην επιφάνεια των πυρήνων. Οι σχετικές πυκνότητες στη συνέχεια θα δείχνουν εάν οι πυρήνες έχουν εξωτικές ιδιότητες, όπως οι πυκνοί νετρονικοί φλοιοί, οι οποίοι ανταποκρίνονται σε μια σημαντικά υψηλότερη πυκνότητα νετρονίων παρά πρωτονίων στην πυρηνική επιφάνεια και στην εκτεινόμενη άλω πρωτονίων και νετρονίων γύρω από την κεντρική πυρηνική περιοχή.

Σήμερα, το CERN είναι το μόνο μέρος στον κόσμο όπου παράγονται χαμηλής ενέργειας αντιπρωτόνια, όμως «το πρόγραμμα αυτό μπορεί να οδηγήσει στον εκδημοκρατισμό της χρήσης της αντιύλης», αναφέρει ο Alexandre Obertelli, φυσικός του Τεχνικού Πανεπιστημίου του Darmstadt, ο οποίος είναι ο επικεφαλής του προγράμματος. Ο Obertelli σχεδιάζει να κατασκευάσει και αναπτύξει το σωληνοειδές, παγίδα και ανιχνευτή στα ερχόμενα δυο χρόνια, με σκοπό της παραγωγής των πρώτων συγκρούσεων στο CERN το 2022.

Όλοι οι γαλαξίες κάνουν μία περιστροφή κάθε ένα δισ. χρόνια

Ανεξαρτήτως του μεγέθους τους, φαίνεται ότι όλοι οι γαλαξίες έχουν μερικά περίεργα κοινά χαρακτηριστικά, όπως ότι κάνουν μία περιστροφή κάθε ένα δισ. χρόνια.  Στη Γη μετράμε τον χρόνο βάσει της περιστροφής του πλανήτη μας γύρω από τον άξονά του. Μια πλήρης περιστροφή είναι μια μέρα και μια ολοκληρωμένη τροχιά γύρω από τον Ήλιο είναι ένας χρόνος. 
 
“Δεν έχει ο Γαλαξίας μας την ακρίβεια των ελβετικών ρολογιών, αλλά ανεξαρτήτως αν ένας γαλαξίας είναι πολύ μεγάλος ή πολύ μικρός, αν μπορούσατε να καθίσετε στην άκρη του καθώς γυρίζει, θα χρειαζόταν περίπου ένα δισ. χρόνια για να κάνει όλη την περιστροφή. Μάλιστα όλοι οι γαλαξίες του ίδιου μεγέθους έχουν την ίδια μέση εσωτερική πυκνότητα.», δήλωσε ο καθηγητής Gerhardt Meurer του Διεθνούς Κέντρου Έρευνας Ραδιοαστρονομίας.
 
Ο Γαλαξίας μας (Milky Way) έχει διάμετρο μεταξύ 100.000 και 180.000 ετών φωτός, αναλόγως από ποιο σημείο γίνεται η μέτρηση.
 
«Η ανακάλυψη μιας τέτοιας κανονικότητας στους γαλαξίες μας βοηθάει να κατανοήσουμε καλύτερα τους μηχανισμούς που τους κάνουν να κινούνται. Δεν θα βρείτε έναν πυκνό γαλαξία να περιστρέφεται γρήγορα και έναν άλλο με το ίδιο μέγεθος αλλά με μικρότερη πυκνότητα να περιστρέφεται πιο αργά».
 
Η ομάδα του Gerhardt Meurer διαπίστωσε, επίσης, ότι τα μεγάλα αστέρια τα τελευταία χρόνια της «ζωής» τους υπάρχουν στην άκρη των γαλαξιών. «Με βάση τα υπάρχοντα μοντέλα, περιμέναμε ότι θα βρούμε ένα μικρό πληθυσμό νέων αστεριών στην άκρη των γαλαξιών που μελετήσαμε. Αντί να βρούμε όμως μόνο αέρια και νεοσυσταθέντα αστέρια στις άκρες, βρήκαμε έναν σημαντικό αριθμό παλαιότερων αστέρων μαζί με λίγα νέα αστέρια και διαστρικό αέριο», πρόσθεσε ο καθηγητής.
 
Και συνέχισε: «Αυτό είναι σημαντικό συμπέρασμα γιατί γνωρίζοντας πού τελειώνει ο γαλαξίας, οι αστρονόμοι μπορούν να περιορίσουν τις έρευνές τους και να μην σπαταλούν χρόνο, προσπάθεια και ενέργεια για τη μελέτη δεδομένων πέρα από αυτό το σημείο. Έτσι, λόγω αυτής της ανακάλυψης, γνωρίζουμε τώρα ότι οι γαλαξίες περιστρέφονται μία φορά κάθε ένα δισ. χρόνια, με μια άκρη γεμάτη με διαστρικό αέριο και παλιά και νέα αστέρια».
 
Ο καθηγητής δήλωσε ότι αυτές οι πληροφορίες είναι ζωτικής σημασίας για την επόμενη γενιά ραδιοτηλεσκοπίων που θα φέρνουν τεράστιους αριθμούς δεδομένων κατά την εξέταση του ουρανού.
Για τα τηλεσκόπια, όπως το υπό κατασκευή SKA, που μπορεί να εντοπίσει την ακμή ενός γαλαξία, θα γίνει πιο εύκολη η αναζήτηση αυτών των δεδομένων.
 
«Όταν το SKA ενεργοποιηθεί την επόμενη δεκαετία, θα χρειαστούμε τη μέγιστη δυνατή βοήθεια για να χαρακτηρίσουμε τα δισεκατομμύρια των γαλαξιών, που αυτά τα τηλεσκόπια θα μας κάνουν διαθέσιμα», επεσήμανε ο ίδιος.

Ο Αριστοτέλης και η αρετή σε σχέση με το χρήμα

Ο Αριστοτέλης μετά την κατάδειξη των γενικών αρχών της αρετής (εθισμός, υποκειμενική μεσότητα, λογική, ελεύθερη βούληση) έχει τη διάθεση να προχωρήσει ακόμη πιο πέρα: «Γιατί στην πρακτική φιλοσοφία οι καθολικές αρχές έχουν, βέβαια, πλατύτερη εφαρμογή, οι αρχές όμως που καλύπτουν μερικότερες περιπτώσεις έχουν μέσα τους μεγαλύτερο ποσοστό αλήθειας: η συμπεριφορά μας αποτελείται από επιμέρους πράξεις, και ο θεωρητικός μας λόγος πρέπει να βρίσκεται σε συμφωνία με αυτές». (1107a 7, 31-34).
 
Η θεωρία, όταν λειτουργεί αποκομμένα από την πράξη, είναι αδύνατο να αποδώσει με ασφάλεια αυτό που πραγματεύεται, καθώς μόνο η πράξη θα καταδείξει την ορθότητά της. Με άλλα λόγια, θεωρία χωρίς εφαρμογή στερείται εγκυρότητας κι αυτό ο Αριστοτέλης, ως θεμελιωτής της «πρακτικής φιλοσοφίας», το γνωρίζει πολύ καλά. Η αναζήτηση παραδειγμάτων είναι η μέθοδος που θα καταστήσει τη θεωρία χειροπιαστή. Και η σχέση του ανθρώπου με το χρήμα (και στην απόκτηση και στη διαχείρισή του) είναι εξόχως κατατοπιστική για μια τέτοια διερεύνηση.
 
Η μεσότητα τίθεται κι εδώ (όπως παντού) ως βασικότερο κριτήριο προκειμένου να καταδειχθεί η ισορροπία που εξασφαλίζει την αρετή. Το ζήτημα είναι ότι ο Αριστοτέλης ταυτίζει την ορθή μέση στάση προς το χρήμα με την ελευθεριότητα, ενώ την υπερβολή και την έλλειψη με την ασωτία και την ανελευθερία αντιστοίχως: «Στη δόση και τη λήψη χρημάτων μεσότητα είναι η ελευθεριότητα, υπερβολή και έλλειψη η ασωτία και η ανελευθερία». (1107b 7, 10-12).
 
Και συμπληρώνει αμέσως: «Σαυτές τις δύο» (εννοείται ασωτία κι ανελευθερία) «οι άνθρωποι υπερβάλλουν και ελλείπουν με ακριβώς αντίθετο τρόπο: ο άσωτος υπερβάλλει στο ξόδεμα και ελλείπει στη λήψη, ενώ ο ανελεύθερος υπερβάλλει στη λήψη και ελλείπει στο ξόδεμα των χρημάτων». (1107 7, 12-15).
 
Το ότι η ανελευθερία ταυτίζεται με τη συσσώρευση του χρήματος καταδεικνύει το ευάλωτο του ανθρώπου απέναντι στον πλούτο, αφού τον μετατρέπει σε καθαυτό αξία και πηγή χαράς. Για τον Αριστοτέλη το χρήμα έχει σημασία μόνο ως εργαλείο που διευκολύνει τη ζωή με την κάλυψη των πρακτικών αναγκών. Η αναγωγή του σε ευτυχία είναι η θεοποίηση του εργαλείου, δηλαδή, η απόλυτη στρέβλωσή του, που, σε τελική ανάλυση, το καθιστά άχρηστο στην εκπλήρωση του πραγματικού του ρόλου. Γιατί το χρήμα δεν είναι για να μαζεύεται, αλλά για να μετατρέπεται σε αγαθά που θα συμβάλουν στην απόκτηση της ευτυχίας.
 
Και λέμε συμβάλλουν, γιατί άλλο η συμβολή κι άλλο η εξασφάλιση. Τα αγαθά δεν εξασφαλίζουν την ευτυχία, αλλά εκπληρώνουν τις υλικές προϋποθέσεις για να αποκτηθεί. Η προσπάθεια του ανθρώπου να νιώσει ευτυχής μέσω της αγοράς είναι η μετουσίωση του μέσου σε αυτοσκοπό διαστρεβλώνοντας το νόημα της ευτυχίας που ανάγεται σε εμπορεύσιμο είδος. Από την άλλη, αυτός που δεν ξοδεύει μαζεύοντας το χρήμα γίνεται δέσμιος της δικής του στρέβλωσης, καθώς αντιλαμβάνεται σαν ευτυχία το ίδιο το χρήμα (ούτε καν τα αγαθά που πρεσβεύει με την αξία του). Η επιμονή στη συσσώρευση του πλούτου παρουσιάζεται ως πάθος που όχι μόνο υποβαθμίζει την ποιότητα της ζωής αλλά οδηγεί στο ανελεύθερο.
 
Και οι δύο στρεβλώσεις έχουν να κάνουν με την κακή αντίληψη του χρήματος. Ο άσωτος, που σκορπάει το χρήμα στην αναζήτηση απολαύσεων, είναι αδύνατο να φτάσει στην ευτυχία, αφού η ψυχική του ολοκλήρωση είναι αδύνατο να καλυφθεί με ηδονές. Το εφήμερο αυτού του είδους των απολαύσεων επιβάλλουν τη διαρκή (θα έλεγε κανείς ξέφρενη) ανανέωσή τους προκειμένου να μη γίνει φανερή η κενότητα που τις πλαισιώνει. Κι αυτή είναι η κατάδειξη της ανισορροπίας, που αναγκαστικά ευτελίζει τα πάντα μετατρέποντάς τα σε καταναλωτικά αγαθά. Γιαυτό και οι ηδονές που αναζητούνται από τέτοιους ανθρώπους είναι κατά κανόνα χαμηλής ποιότητας. Υπό αυτούς τους όρους είναι αδύνατο να γίνει λόγος για ευτυχία.
 
Ο Αριστοτέλης στο τέταρτο βιβλίο από τα «Ηθικά Νικομάχεια» σχολιάζει: «Γιαυτό και οι άσωτοι θεωρούνται εξαιρετικά κακής ποιότητας άνθρωποι· γιατί έχουν πολλές μαζί κακίες». (1119b 1, 33-35). Η ακατάπαυστη αναζήτηση ηδονών δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην ακολασία: «ονομάζουμε, πράγματι, ασώτους τους ακρατείς και αυτούς που ξοδεύουν τα χρήματά τους για να ικανοποιήσουν την ακολασία τους». (1119b 1, 32-33).
 
Σε τελική ανάλυση, ο άσωτος δεν μπορεί παρά να οδηγηθεί στην αυτοκαταστροφή: «Άσωτος είναι, πράγματι, ο άνθρωπος που καταστρέφεται από τον ίδιο τον εαυτό του, και η καταστροφή της περιουσίας θεωρείται ένα είδος αυτοκαταστροφής, αφού η ζωή θεωρείται ότι διατηρείται μέσω αυτών των πραγμάτων. Με αυτή λοιπόν τη σημασία καταλαβαίνουμε τη λέξη ασωτία». (1120a 1, 2-5).
 
Κι όταν γίνεται λόγος για ακολασία, δεν εννοείται κατανάγκη η προτεραιότητα στις σωματικές ηδονές (ούτε βέβαια και αποκλείεται), αλλά η κάθε είδους χρηματική σπατάλη προς ανθρώπους που δεν το αξίζουν: «σε ανθρώπους με καλό και αξιοπρεπή χαρακτήρα μπορεί να μη δίνουν τίποτε, δίνουν όμως πολλά στους κόλακες και σαυτούς που τους προσφέρουν κάποια άλλη ευχαρίστηση». (1121b 7-9).
 
Η χρηματοδότηση του κόλακα ή οποιουδήποτε άλλου προσφέρει ευτελή ευχαρίστηση είναι η ανάγκη της επιβεβαίωσης, δηλαδή της συναισθηματικής είσπραξης που γίνεται με λάθος τρόπο. Σε τελική ανάλυση, κι ο πιο άσωτος το συναισθηματικό του κενό προσπαθεί να γεμίσει. Κι αυτό είναι το νόημα της ασωτίας. Η αναζήτηση της ευτυχίας μέσα από το δρόμο της ευτέλειας.
 
Και δε χρειάζεται να χρηματοδοτεί κανείς πρόθυμους επιτήδειους για να γεμίσει το κενό του. Και μόνο η αγορά αγαθών κρίνεται αρκετή. Ο σύγχρονος κόσμος είναι γεμάτους από δυστυχισμένους υπερκαταναλωτές. Η θεοποίηση της κατανάλωσης είναι η θεοποίηση του χρήματος που τίθεται πάνω από τους ανθρώπους. Κι αυτή είναι η πιο επαίσχυντη μορφή αποξένωσης. Ο άνθρωπος αυτού του είδους είναι καταδικασμένος στη δυστυχία, αφού αδυνατεί να φτάσει στη γαλήνη της ισορροπίας που επέρχεται μόνο μέσα από την πληρότητα των συναισθημάτων, δηλαδή από την επαφή με τους άλλους ανθρώπους.
 
Κι αν ο άσωτος είναι αυτός που τείνει προς τη μεριά της υπερβολής, ο ανελεύθερος τείνει προς τη μεριά της έλλειψης. Είναι αυτός που το χρήμα το αντιλαμβάνεται πρωτίστως ως αντικείμενο προς αποθήκευση. Ένας τέτοιος άνθρωπος επί της ουσίας αδυνατεί να συμμετέχει στις αληθινές χαρές της ζωής, καθώς τις έχει αντικαταστήσει με το χρήμα. Ο πλούτος είναι γιαυτόν η καθαυτό ευχαρίστηση, που ματαιώνει όλες τις άλλες. Συνήθως επικαλείται τη δικαιολογία της μελλοντικής αβεβαιότητας, που καθιστά συνετό το να έχει κανείς χρήματα στην άκρη.
 
Ο Αριστοτέλης σχολιάζει: «υπάρχουν, πράγματι, κάποιοι που δίνουν την εντύπωση, ή τουλάχιστον έτσι λένε οι ίδιοι, ότι ο λόγος που φυλάγουν τα χρήματά τους είναι για να μη βρεθούν κάποια μέρα στην ανάγκη να κάνουν κάτι το άσχημο· εδώ ανήκει και ο εξηνταβελόνηςκαι όλοι οι όμοιοί του η λέξη ξεκινάει από την υπερβολή στην οποία φτάνουν, να μη θέλουν να δώσουν απολύτως τίποτε». (1121b 1, 29-33).
 
Κι εδώ δεν πρόκειται για την απαξίωση της αποταμίευσης. Η μεσότητα επιβάλλει να μεριμνά κανείς και για κάποια δύσκολη μελλοντική στιγμή. Το ζήτημα είναι η αναγωγή της αποταμίευσης σε σκοπό της ζωής. Σταδιακά ένας τέτοιος άνθρωπος δεν μπορεί παρά να απομακρυνθεί από τους άλλους ανθρώπους. Αποφεύγοντας οτιδήποτε μπορεί να τον κάνει να ξοδέψει απεχθάνεται τις συναναστροφές. Κι αυτό γιατί τις θυσιάζει. Το μάζεμα του πλούτου κρίνεται περισσότερο δελεαστικό. Βρισκόμαστε μπροστά στην απαρχή της ανελευθερίας. Ο πλούτος από απελευθερωτική δύναμη που εκπληρώνει τις επιθυμίες μετατρέπεται σε μηχανισμό υποδούλωσης εξαφανίζοντάς τες. Η αντικατάσταση των επιθυμιών από τη συγκέντρωση του πλούτου σηματοδοτεί τη θυσία των πάντων για χάρη του. Τελικά, πρόκειται για τη θυσία της ελευθερίας για την εξυπηρέτηση ενός πάθους.
 
Όμως, η ανελευθερία δεν είναι μόνο αυτό: «η ανελευθερία καλύπτει μεγάλη έκταση και είναι πολύμορφη φαίνεται, πράγματι, ότι υπάρχουν πολλά είδη ανελευθερίας. Καθώς η ανελευθερία σχετίζεται με δύο πράγματα, με την έλλειψη στη δόση και με την υπερβολή στη λήψη, δεν εμφανίζεται στην ολοκληρωμένη της μορφή σε όλους τους ανθρώπους, αλλά μερικές φορές χωρίζεται: άλλοι υπερβάλλουν στη λήψη και άλλοι ελλείπουν στη δόση». (1121b 1, 19-24).
 
Με άλλα λόγια, ανελεύθερος δεν είναι μόνο αυτός που τσιγκουνεύεται, αλλά κι αυτός που είναι πρόθυμος να κάνει τα πάντα για να αποκτήσει περισσότερα, ασχέτως αν δεν τα χρειάζεται πραγματικά. Επί της ουσίας, τόσο ο άσωτος, όσο κι ο ανελεύθερος καταλήγουν στο ίδιο πράγμα από την άλλη πλευρά: στη θεοποίηση του χρήματος. Ο πρώτος το θεοποιεί για να το σπαταλήσει κι ο δεύτερος για να το αποθηκεύσει. Εν τέλει κανείς τους δεν είναι ελεύθερος: «Οι περισσότεροι όμως άσωτοι, όπως το έχουμε ήδη πει, και παίρνουν από κει που δεν πρέπει και είναι από την άποψη αυτή ανελεύθεροι». (1121a 1, 35-37).
 
Οι άσωτοι σταδιακά είναι ικανοί να κάνουν τα πάντα για να αποκτήσουν χρήμα: «Την τάση να παίρνουν την αποκτούν επειδή θέλουν να ξοδεύουν, κάτι όμως που δεν είναι σε θέση να το κάνουν με την απλοχεριά που θέλουν, αφού τα υπάρχοντά τους εξαντλούνται γρήγορα· αναγκάζονται λοιπόν να τα προμηθευτούν από αλλού». (1121a 1, 37-40 και 1121b 1, 1).
 
Κι αυτό το «αλλού», όταν πρόκειται για ανθρώπους που εξυπηρετούν κάποιο πάθος, κρίνεται επίφοβο. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι αδύνατο να φερθεί με ελευθεριότητα: «Από την άλλη μεριά, καθώς δε νοιάζονται καθόλου για το (ηθικά) ωραίο, παίρνουν απερίσκεπτα και από παντού· το μόνο που επιθυμούν είναι να δίνουν· το πώς και το από πού τους είναι τελείως αδιάφορο. Γιαυτό και όταν δίνουν, η ενέργειά τους αυτή δεν έχει καθόλου τα χαρακτηριστικά της ελευθεριότητας, αφού ούτε (ηθικά) ωραία είναι, ούτε σε έναν τέτοιου είδους συγκεκριμένο σκοπό αποβλέπει». (1121b 1, 2-6).
 
Βέβαια, ο Αριστοτέλης αναφέρεται σε ακραίες περιπτώσεις. Γιαυτό και η φράση: «το μόνο που επιθυμούν είναι να δίνουν· το πώς και το από πού τους είναι τελείως αδιάφορο». Οι άνθρωποι, όταν χάνουν το σημείο της μεσότητας δε φτάνουν αναγκαστικά στα απόλυτα άκρα. Άλλοι βρίσκονται κοντά της (αν και όχι ακριβώς), άλλοι ακόμη μακρύτερα και πάει λέγοντας. Ο ίδιος έχει ξεκαθαρίσει ότι τα σημεία εκτός του μέσου είναι άπειρα. Από αυτή την άποψη και η έννοια άσωτος έχει διαβαθμίσεις ανάλογα από το πόσο απέχει κανείς από το μέσο. Αυτός που τείνει στην υπερβολή τείνει προς την ασωτία, κι άλλος μπορεί να τείνει πολύ κι άλλος λίγο.
 
Η πλήρης αδιαφορία για τον τρόπο που αποκτά κανείς τον πλούτο προκειμένου να τον ξοδέψει αφορά προφανώς το ανώτατο σημείο της υπερβολής, δηλαδή το πιο απομακρυσμένο από το μέσο. Όμως, κι ο άσωτος που δεν κινείται στα άκρα, μπορεί να μην έχει φτάσει στο ακραίο σημείο του ολοκληρωτικού αμοραλισμού ή ανηθικότητας, αλλά είναι σε θέση να επιβαρύνει τα κοντινά του πρόσωπα αποσπώντας χρήματα ή να αυτοκαταστραφεί καταφεύγοντας σε τοκογλύφους. Η διαβάθμιση παίζει σπουδαίο ρόλο στο μέγεθος της αριστοτελικής ασωτίας κι αυτό επιβεβαιώνει εκ νέου τη σημασία της μεσότητας, αφού όσο πιο κοντά βρίσκεται κανείς σαυτή, τόσο πιο ακίνδυνες είναι οι επιλογές του.
 
Ακριβώς το ίδιο κι από την πλευρά της έλλειψης. Ο τσιγκούνης που βρίσκεται κοντά στη μεσότητα μπορεί να περνά απαρατήρητος. Όσο όμως απομακρύνεται, τόσο πιο ισχυρά γίνονται τα δεσμά της ανελευθερίας του. Ο ολοκληρωτικά τσιγκούνης μπορεί να αποδειχθεί καταστροφικός και για τους γύρω του και για τον εαυτό του. Το βέβαιο είναι ότι ο τσιγκούνης δε συμπεριφέρεται αρπακτικά προς τους άλλους: «Αυτοί που τους λέμε με λέξεις όπως τσιγκούνης, σφιχτός, σπαγκοραμμένος, όλοι τους ελλείπουν στη δόση· δεν επιθυμούν, πάντως, τα ξένα υλικά αγαθά, ούτε και θέλουν να τα πάρουν, μερικοί από ένα είδος εντιμότητας και αποφυγής των άσχημων πραγμάτων και άλλοι πάλι κρατιούνται μακριά από τα ξένα αγαθά από φόβο, λέγοντας πως δεν είναι εύκολο ο ίδιος να παίρνεις τα αγαθά των άλλων, να εμποδίζεις όμως τους άλλους να πάρουν τα δικά σου· προτιμούν λοιπόν μήτε να παίρνουν μήτε να δίνουν». (1121b 1, 25-28 και 1121b 1, 33-35).
 
Από την πλευρά της έλλειψης εκείνος που προτιμά την αισχροκέρδεια κρίνεται απείρως επικινδυνότερος από τον τσιγκούνη: «Άλλοι, πάλι, υπερβάλλουν στη λήψη, καθώς παίρνουν από παντού και τα πάντα, όπως π.χ. αυτοί που κάνουν βρόμικες και χυδαίες δουλειές: οι σωματέμποροι και όλοι οι όμοιοί τους ή οι τοκογλύφοι που δανείζουν μικρά ποσά με μεγάλους τόκους. Όλοι αυτοί παίρνουν από εκεί που δεν πρέπει και όσα δεν πρέπει. Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι προφανώς η αισχροκέρδεια, αφού για κάποιο κέρδος, και αυτό μικρό, είναι πρόθυμοι να υπομείνουν κάθε λογής ντροπή. Γιατί αυτούς που παίρνουν μεγάλα κέρδη, όχι όμως από κει που πρέπει, κέρδη που δε θα έπρεπε να τα κερδίζουν, αυτούς δεν τους λέμε ανελεύθερους (τους τυράννους π.χ. που καταστρέφουν πόλεις και λεηλατούν ιερά), αλλά μάλλον κακούς, ασεβείς και άδικους». (1121b 1, 35-39 και 1122a 1, 1-8).
 
Ο Αριστοτέλης διαχωρίζει τους άδικους και τους κακούς από τους ανελεύθερους ανάλογα με τα κέρδη που αποκτιούνται. Οι ανελεύθεροι έχουν να κάνουν με τα μικρά κέρδη. Όταν τα ποσά μεγαλώνουν οι έννοιες αλλάζουν. Κι αυτό έχει να κάνει με το νόμο. Ο άσωτος, ως ανελεύθερος, είναι υπόδουλος του χρήματος, αλλά δεν παραβαίνει το νόμο (ή τουλάχιστον όχι σε μεγάλο βαθμό). Ο τύραννος, όπως και ο άδικος, εγκληματούν. Κι αυτό τους καθιστά διαφορετικούς, παρόλο που το κίνητρο μπορεί να είναι και πάλι το χρήμα. Όταν μιλάμε γιαυτούς, αυτό που τίθεται πρωτίστως δεν είναι ο τρόπος που αντιλαμβάνονται το χρήμα, αλλά ότι παραβαίνουν το νόμο. Και το ζήτημα της δικαιοσύνης είναι μια άλλη υπόθεση.
 
Η σχέση του ανθρώπου με το χρήμα είναι πολύ ενδεικτική για την κατάδειξη της επικρατούσας αντίληψης για την ευτυχία. Κι όσο πιο στρεβλή αποδεικνύεται, τόσο πιο επίφοβα γίνονται τα πράγματα. Αν η στρέβλωση πάρει συλλογικές διαστάσεις, γίνει δηλαδή κοινωνικό πρότυπο, τότε η απληστία, η αδικία και η εξαπάτηση μετατρέπονται σε κανόνες ζωής. Μια τέτοια κοινωνία όμως δεν μπορεί να προσδοκά και πολλά. Το μόνο που της μένει είναι το ανελεύθερο. Κι αυτό οι πολίτες πρέπει να το λάβουν υπόψη τους πολύ σοβαρά.
 
Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια