Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2018

ΑΙΣΩΠΟΣ - Μῦθοι (6.1-10.1)

6. ΑΙΓΕΣ ΑΓΡΙΑΙ ΚΑΙ ΑΙΠΟΛΟΣ [6.1] αἰπόλος τὰς αἶγας αὐτοῦ ἐπὶ νομὴν ἀπελάσας ὡς ἐθεάσατο ἀγρίαις αὐτὰς ἀναμιγείσας, ἑσπέρας ἐπιλαβούσης πάσας εἰς τὸ ἑαυτοῦ σπήλαιον εἰσήλασε. τῇ δὲ ὑστεραίᾳ χειμῶνος πολλοῦ γενομένου μὴ δυνάμενος ἐπὶ τὴν συνήθη νομὴν αὐτὰς παραγαγεῖν ἔνδον ἐτημέλει, ταῖς μὲν ἰδίαις μετρίαν τροφὴν παραβάλλων πρὸς μόνον τὸ μὴ λιμώττειν, ταῖς δὲ ὀθνείαις πλείονα παρασωρεύων πρὸς τὸ καὶ αὐτὰς ἰδιοποιήσασθαι. παυσαμένου δὲ τοῦ χειμῶνος ἐπειδὴ πάσας ἐπὶ νομὴν ἐξήγαγεν, αἱ ἄγριαι ἐπιλαβόμεναι τῶν ὀρῶν ἔφευγον. τοῦ δὲ ποιμένος ἀχαριστίαν αὐτῶν κατηγοροῦντος, εἴ γε περισσοτέρας αὐταὶ τημελείας ἐπιτυχοῦσαι καταλείπουσιν αὐτόν, ἔφασαν ἐπιστραφεῖσαι· «ἀλλὰ δι᾽ αὐτὸ τοῦτο μᾶλλον φυλαττόμεθα· εἰ γὰρ ἡμᾶς τὰς χθὲς προσεληλυθυίας μειζόνως τῶν πάλαι σὺ προετίμησας, δῆλον ὅτι, εἰ καὶ ἕτεραί σοι μετὰ ταῦτα προσπελάσουσιν, ἐκείνας ἡμῶν προκρινεῖς».
ὁ λόγος δηλοῖ μὴ δεῖν τούτων ἀσμενίζεσθαι τὰς φιλίας, οἳ τῶν παλαιῶν φίλων ἡμᾶς τοὺς προσφάτους προτιμῶσι, λογιζομένους, ὅτι καί, ἂν ἡμῶν ἐγχρονιζόντων ἑτέροις φιλιάσωσιν, ἐκείνους προκρινοῦσιν.

7. ΑΙΛΟΥΡΟΣ ΚΑΙ ΟΡΝΕΙΣ
[7.1] αἴλουρος ἀκούσας ὅτι ἔν τινι ἐπαύλει ὄρνεις νοσοῦσι, σχηματίσας ἑαυτὸν εἰς ἰατρὸν καὶ τὰ τῆς ἐπιστήμης πρόσφορα ἀναλαβὼν ἐργαλεῖα παρεγένετο καὶ στὰς πρὸ τῆς ἐπαύλεως ἐπυνθάνετο αὐτῶν, πῶς ἔχοιεν. αἱ δὲ ὑποτυχοῦσαι· «καλῶς», ἔφασαν, «ἐὰν σὺ ἐντεῦθεν ἀπαλλαγῇς».
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ πονηροὶ τοὺς φρονίμους οὐ λανθάνουσι, κἂν τὰ μάλιστα χρηστότητα ὑποκρίνωνται.

8. ΑΙΣΩΠΟΣ ΕΝ ΝΑΥΠΗΓΙΩΙ
[8.1] Αἴσωπός ποτε ὁ λογοποιὸς σχολὴν ἄγων εἰς ναυπήγιον εἰσῆλθε. τῶν δὲ ναυπηγῶν σκωπτόντων τε αὐτὸν καὶ ἐκκαλουμένων εἰς ἀπόκρισιν ὁ Αἴσωπος ἔλεγε τὸ παλαιὸν χάος καὶ ὕδωρ γενέσθαι, τὸν δὲ Δία βουλόμενον καὶ τὸ τῆς γῆς στοιχεῖον ἀναδεῖξαι παραινέσαι αὐτῇ, ὅπως ἐπὶ τρὶς ἐκροφήσῃ τὴν θάλασσαν. κἀκείνη ἀρξαμένη τὸ μὲν πρῶτον τὰ ὄρη ἐξέφηνεν, ἐκ δευτέρου δὲ ἐκροφήσασα καὶ τὰ πεδία ἀπεγύμνωσεν. «ἐὰν δὲ δόξῃ αὐτῇ καὶ τὸ τρίτον ἐκπιεῖν τὸ ὕδωρ, ἄχρηστος ὑμῶν ἡ τέχνη γενήσεται».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οἱ τοὺς κρείττονας χλευάζοντες λανθάνουσι μείζονας ἑαυτοῖς τὰς ἀνίας ἐξ αὐτῶν ἐπισπώμενοι.

9. ΑΛΩΠΗΞ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΣ
[9.1] ἀλώπηξ πεσοῦσα εἰς φρέαρ ἐπάναγκες ἔμενε πρὸς τὴν ἀνάβασιν ἀμηχανοῦσα. τράγος δὲ δίψῃ συνεχόμενος ὡς ἐγένετο κατὰ τὸ αὐτὸ φρέαρ, θεασάμενος αὐτὴν ἐπυνθάνετο, εἰ καλὸν εἴη τὸ ὕδωρ. ἡ δὲ τὴν συντυχίαν ἀσμενισαμένη πολὺν ἔπαινον τοῦ ὕδατος κατέτεινε λέγουσα ὡς χρηστὸν εἴη καὶ δὴ καὶ αὐτὸν καταβῆναι παρῄνει. τοῦ δὲ ἀμελετήτως καθαλλομένου διὰ τὸ μόνην ὁρᾶν τότε τὴν ἐπιθυμίαν καὶ ἅμα τῷ τὴν δίψαν σβέσαι ἀναδῦναι μετὰ τῆς ἀλώπεκος σκοποῦντος χρήσιμόν τι ἡ ἀλώπηξ ἔφη ἐπινενοηκέναι εἰς τὴν ἀμφοτέρων σωτηρίαν. «ἐὰν γὰρ θελήσῃς τοὺς ἐμπροσθίους πόδας τῷ τοίχῳ προσερείσας ἐγκλῖναι καὶ τὰ κέρατα, ἀναδραμοῦσα αὐτὴ διὰ τοῦ σοῦ νώτου καὶ σὲ ἀνασπάσω». τοῦ δὲ καὶ πρὸς τὴν δευτέραν παραίνεσιν ἑτοίμως ὑπηρετήσαντος ἡ ἀλώπηξ ἀναλλομένη διὰ τῶν σκελῶν αὐτοῦ ἐπὶ τὸν νῶτον ἀνέβη καὶ ἀπ᾽ ἐκείνου ἐπὶ τὰ κέρατα διερεισαμένη ἐπὶ τὸ στόμα τοῦ φρέατος ηὑρέθη καὶ ἀνελθοῦσα ἀπηλλάττετο. τοῦ δὲ τράγου μεμφομένου αὐτὴν ὡς τὰς ὁμολογίας παραβαίνουσαν ἡ ἀλώπηξ ἐπιστραφεῖσα εἶπεν· «ὦ οὗτος, ἀλλ᾽ εἰ τοσαύτας φρένας εἶχες, ὅσας ἐν τῷ πώγωνι τρίχας, οὐ πρότερον ἂν καταβεβήκεις πρὶν ἢ τὴν ἄνοδον ἐσκέψω».
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων τοὺς φρονίμους δεῖ πρότερον τὰ τέλη τῶν πραγμάτων σκοπεῖν, εἶθ᾽ οὕτως αὐτοῖς ἐγχειρεῖν.

10. ΑΛΩΠΗΞ ΚΑΙ ΛΕΩΝ
[10.1] ἀλώπηξ μηδέποτε θεασαμένη λέοντα ἐπειδὴ κατά τινα συντυχίαν ὑπήντησε, τὸ μὲν πρῶτον ἰδοῦσα οὕτως ἐξεταράχθη, ὡς μικροῦ ἀποθανεῖν. ἐκ δευτέρου δὲ αὐτῷ ἐπιτυχοῦσα ἐφοβήθη μέν, ἀλλ᾽ οὐχ οὕτως ὡς τὸ πρότερον. ἐκ τρίτου δὲ θεασαμένη οὕτω κατεθάρρησεν ὡς καὶ προσελθοῦσα αὐτῷ διαλέγεσθαι.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι ἡ συνήθεια καὶ τὰ φοβερὰ τῶν πραγμάτων καταπραΰνει.

***
6. Τα αγριοκάτσικα και ο γιδοβοσκός.
[6.1] Ήταν ένας γιδοβοσκός που έβγαλε τα κατσίκια του για βοσκή. Εκεί έξω, που λέτε, ανακατεύτηκαν μέσα στο κοπάδι και μερικά αγριοκάτσικα. Το αντιλήφθηκε αυτό ο βοσκός, και έτσι, όταν έπεσε το βράδυ, σαλάγησε τα ζώα όλα μαζί μέχρι μέσα στη σπηλιά του. Την επομένη, τώρα, είχε πολλή κακοκαιρία, και ο άνθρωπός μας δεν μπορούσε να οδηγήσει τα ζωντανά έξω για να βοσκήσουν όπως συνήθως. Κάθισε λοιπόν μέσα και τα φρόντιζε. Στα δικά του κατσίκια έβαλε τροφή μετρημένη, ίσα-ίσα όση χρειαζόταν για να μη λιμοκτονήσουν. Αντίθετα, μπροστά στα άγρια στοίβαξε πολύ φαγητό, για να τα πάρει με το μέρος του και αυτά. Όταν με τα πολλά σταμάτησε η κακοκαιρία, ο τσοπάνης έβγαλε πάλι έξω όλα τα ζώα για βοσκή. Τα αγριοκάτσικα τότε πήραν τα βουνά και το έβαλαν στα πόδια. Ο βοσκός βέβαια άρχισε ευθύς να τα κακολογεί για την αχαριστία τους — ακούς εκεί να τον εγκαταλείψουν έτσι, παρ᾽ όλη την παραπανίσια φροντίδα που τους επιδαψίλευσε. Όμως εκείνα στράφηκαν και του είπαν: «Μα για αυτόν ακριβώς τον λόγο πρέπει να φυλαχτούμε περισσότερο. Τί πράγμα ήταν αυτό, να δείξεις τόσο ξεκάθαρη προτίμηση για εμάς, που σε προσεγγίσαμε μόλις χτες, σε βάρος των άλλων κατσικιών που είχες από παλιά! Λοιπόν, δεν ήθελε και πολύ για να το καταλάβουμε: σε λίγο, μόλις βρεθούν κοντά σου καινούργια ζώα, πάλι θα προτιμήσεις εκείνα από εμάς».
Το δίδαγμα του μύθου: Δεν πρέπει να πολυχαιρόμαστε με τη φιλία ανθρώπων που προτιμούν εμάς, τις πρόσφατες γνωριμίες τους, από τους παλιούς τους φίλους. Και τούτο διότι, άμα παλιώσουμε και εμείς, εκείνοι μετά θα πιάσουν φιλίες με άλλους και θα δείξουν προτίμηση σε εκείνους.

7. Ο γάτος και οι κότες.
[7.1] Μια φορά ο γάτος άκουσε ότι οι κότες σε κάποιο αγρόκτημα ήσαν άρρωστες. Μια και δυο, λοιπόν, ντύθηκε γιατρός, προμηθεύτηκε τα κατάλληλα εργαλεία της επιστημονικής του ειδικότητας και παρουσιάστηκε στο αγρόκτημα. Εκεί στήθηκε μπροστά στη θύρα και ρωτούσε τις κότες πώς αισθάνονταν. Όμως εκείνες τον διέκοψαν λέγοντας: «Μια χαρά, αρκεί να φύγεις εσύ από εδώ».
Το δίδαγμα: Με τον ίδιο τρόπο οι μυαλωμένοι καταλαβαίνουν τους κακούς ανθρώπους, ακόμη και αν εκείνοι προσποιούνται με όλη τους τη δύναμη πως είναι ενάρετοι.

8. Ο Αίσωπος στο ναυπηγείο.
[8.1] Μια φορά ο Αίσωπος, ο γνωστός μυθοποιός, είχε ελεύθερο χρόνο και μπήκε σε ένα ναυπηγείο. Εκεί οι εργάτες βάλθηκαν να τον κοροϊδεύουν και τον προκαλούσαν κιόλας να απαντήσει στα πειράγματα. Ο Αίσωπος τότε τους διηγήθηκε: «Τον καιρό εκείνο τον παλιό υπήρχαν μόνο το χάος και τα νερά. Ο Δίας, που λέτε, ήθελε να φέρει στο φως και το στοιχείο της γης, γι᾽ αυτό παρακίνησε τη γη να ρουφήξει τρεις φορές τη θάλασσα. Εκείνη έβαλε μπρος, και με το πρώτο ρούφηγμα έβγαλε στην επιφάνεια τα βουνά. Μετά ρούφηξε δεύτερη φορά και αποκάλυψε τις πεδινές εκτάσεις. Και αν τυχόν το βάλει στον νου της να πιει τα νερά και τρίτη φορά, ουαί και αλίμονό σας, διότι η δουλειά σας θα καταντήσει άχρηστη».
Το δίδαγμα του μύθου: Όποιος περιγελάει τους καλύτερούς του, δεν καταλαβαίνει ότι πάει γυρεύοντας· θα ακούσει και αυτός τα ίδια και χειρότερα από εκείνους.

9. Η αλεπού και ο τράγος.
[9.1] Μια φορά και έναν καιρό η αλεπού έπεσε μέσα στο πηγάδι και ήταν αναγκασμένη να μείνει εκεί κάτω, διότι δεν έβρισκε τρόπο να ανεβεί. Πάνω στην ώρα, ωστόσο, κατέφτασε στο ίδιο πηγάδι ο τράγος, που υπέφερε από τη δίψα. Μόλις έσκυψε και αντίκρισε την αλεπού, τη ρώτησε αν ήταν ωραίο το νερό εκεί μέσα. Αυτή βέβαια καταχάρηκε με τούτο το τυχερό και άρχισε να αραδιάζει πλήθος εγκώμια για το νερό: «Αχ, τί ωραίο που είναι», έλεγε συνέχεια, και φυσικά παρακινούσε τον τράγο να κατεβεί και αυτός. Με τα πολλά, λοιπόν, πήδηξε και εκείνος κάτω χωρίς να το πολυσκεφτεί — βλέπετε, εκείνη τη στιγμή δεν κοιτούσε τίποτε άλλο εκτός από την επιθυμία του. Μετά από λίγο, αφού έσβησε τη δίψα του, κάθισαν να συλλογιστούν μαζί με την αλεπού πώς να αναρριχηθούνε. Τότε η πονήρω τού πρότεινε: «Βρε συ, μου ήρθε μια καλή ιδέα για να σωθούμε και οι δύο. Έναν κόπο μόνο χρειάζεται να κάνεις: σήκω και στήριξε τα μπροστινά σου πόδια στο τοίχωμα, και μετά γείρε και τα κέρατά σου πάνω του, νά, έτσι. Εγώ τότε θα σκαρφαλώσω από την ράχη σου μέχρι πάνω και θα σε τραβήξω και σένα». Πάντα πρόθυμος ο τράγος, συμμορφώθηκε για δεύτερη φορά προς τις οδηγίες της αλεπούς. Μια και δυο, λοιπόν, εκείνη έδωσε ένα σάλτο ανάμεσα από τα σκέλη του και καβάλησε πάνω στη ράχη του. Από εκεί πάτησε στα κέρατά του και έφτασε στο στόμιο του πηγαδιού, οπότε ανέβηκε ευθύς στην επιφάνεια και πήρε δρόμο. Ο τράγος βέβαια ξέσπασε σε διαμαρτυρίες που η αλεπού αθετούσε έτσι τη συμφωνία τους. Τότε η πανούργα στράφηκε πίσω και του είπε: «Βρε χαμένε, αν είχες τόση φαιά ουσία όσες τρίχες κουβαλάς στο πηγούνι σου, δεν θα κατέβαινες κάτω προτού σκεφτείς τρόπο για να ανεβείς».
Το ίδιο ισχύει και για τους ανθρώπους. Οι μυαλωμένοι πρέπει πρώτα να λογαριάζουν τα αποτελέσματα κάθε πράξης, προτού καταπιαστούν με αυτήν.

10. Η αλεπού και το λιοντάρι.
[10.1] Ήταν μια αλεπού που δεν είχε δει ποτέ της λιοντάρι, ώσπου συνάντησε ένα κατά τύχη. Λοιπόν, εκείνη την πρώτη φορά, με το που αντίκρισε το θηρίο, τρόμαξε τόσο πολύ ώστε κόντεψε να πεθάνει. Τη δεύτερη φορά που το συναπάντησε, φοβήθηκε βέβαια, αλλά όχι τόσο όσο πρωτύτερα. Και την τρίτη φορά που το είδε μπροστά της, είχε πια πάρει τόσο θάρρος ώστε το πλησίασε κιόλας και του έπιασε κουβέντα.
Το δίδαγμα του μύθου: Η συνήθεια εξημερώνει ακόμη και τα πιο φοβερά πράγματα.

Το Θουκυδίδειο έργο μέσα από τη διεισδυτική ματιά του Κορνήλιου Καστοριάδη

Αποτέλεσμα εικόνας για ελληνικη ιδιαιτεροτητα καστοριαδησΠρόκειται για τη θεματική που απασχόλησε τον Καστοριάδη, ήδη από τη δεκαετία του 1970, στο μέτρο που θεωρεί την ελληνική δημοκρατική πόλη ως μια περίπτωση θέσμισης της αυτόνομης κοινωνίας, μιας κοινωνίας, δηλαδή, που δύναται να αμφισβητεί ανοιχτά τον ίδιο της τον εαυτό.
 
Καθοδηγητικός μίτος της συστηματικής ανάγνωσης του έργου, την οποία επιχειρεί ο Καστοριάδης, είναι η αντίληψη του Θουκυδίδη για την ιστορία, για την θέσμιση της αθηναϊκής κοινωνίας, για τη σχέση δικαίου και ισχύος και για τον πόλεμο.
 
Σύμφωνα και με τον Burchardt, η ιστορία, ως προσπάθεια συνεκτικής αφήγησης και κατανόησης του παρελθόντος, «ξεκινά» τη στιγμή που αρχίζει να αμφισβητείται η παράδοση ως το κριτήριο της αλήθειας και της ορθότητας, ενώ τα συμβάντα παύουν να εκλαμβάνονται ανεξάρτητα από τις ανθρώπινες δράσεις. Οι λόγοι για τους οποίους ο Καστοριάδης επέλεξε να ασχοληθεί, ειδικά, με τον Θουκυδίδη μπορούν να αναχθούν σε δύο: Πρώτον, το ιστορικό του έργο δεν εξαντλήθηκε σε απαριθμήσεις ηρωικών ανδραγαθημάτων, αλλά εκφράζει τη μεγάλη μεταβολή που συντελέστηκε κατά τον 5ο αιώνα, τον αιώνα της γενικής αμφισβήτησης. Την εποχή αυτή ανιχνεύεται μια πλήρης απαγκίστρωση από τα ισχύοντα νομιμοποιητικά σχήματα, που οδήγησε με τη σειρά της στη γενικευμένη τάση αμφισβήτησης, η οποία συνόδευσε τη σύσταση και την εξάπλωση της αθηναϊκής δημοκρατίας. Δεύτερον, η μελέτη του έργου του Θουκυδίδη σηματοδοτεί και την εκ νέου μελέτη της πόλης των Αθηναίων, όπως αυτή παρουσιάζεται στον Επιτάφιο του Περικλή.
 
Η μελέτη της γενικής αντίληψης του Θουκυδίδη για την ιστορία ξεκινά με την αναίρεση της άποψης σύμφωνα με την οποία οι Έλληνες γνώριζαν μόνο τον κυκλικό χρόνο. Παρά τη διατύπωση μιας κοσμολογίας άρρηκτα συνδεδεμένης με τον κυκλικό χρόνο, στον Πλάτωνα και, κυρίως, στον Αριστοτέλη, στον ιστορικό κόσμο, ο χρόνος ακολουθεί γραμμική πορεία. Όπως έδειξε ο Dodds, στους κύκλους των διανοούμενων, κατά τον 5ο αιώνα, ήταν εδραιωμένη η ιδέα της προόδου. Ωστόσο, αυτή η πρόοδος δεν έχει καθολικό χαρακτήρα. Δεν εμπερικλείει την πίστη στην ηθικό-πολιτική πρόοδο του ανθρωπίνου όντος. Ανιχνεύεται, κυρίως στα μέσα παραγωγής και εξόντωσης. Στο προοίμιό του, ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι το ανά χείρας έργο δεν αποσκοπεί στο να διασκεδάσει πρόσκαιρα τον αναγνώστη, αλλά ότι φιλοδοξεί να είναι αιώνιο απόκτημα[1]. Θεωρεί, με λίγα λόγια, ότι σε αυτά που ο ίδιος καταθέτει υπάρχουν εν σπέρματι στοιχεία που πρόκειται να απασχολήσουν τις επερχόμενες γενεές. Στην ιστορία, μπορούμε να εντοπίσουμε κανονικότητες, αλλά όχι νόμους, κυρίως λόγω του ευμετάβολου χαρακτήρα των ανθρωπίνων πραγμάτων. Η μόνη, λοιπόν, σταθερά σε όλο τον ανορθολογισμό που διέπει τπ φύση αυτών των πραγμάτων είναι ο διαρκής αγώνας για επαύξηση της εξουσίας.
 
Η αναζήτηση της αλήθειας, η προσπάθεια συνεκτικής σύνδεσης των γεγονότων μεταξύ τους και η αντικειμενικότητα, στη διάκρισή της με την ακρισία της ουδετερότητας, αποτελούν αναμφίβολα και αναντίρρητα τα βασικά χαρακτηριστικά της «ξυγγραφής» του Θουκυδίδη. Την ιστορία που δε συνιστά μια απλή καταγραφή των γεγονότων ούτε και μία προσπάθεια ανακάλυψης του δακτύλου του θεού πίσω από τα γεγονότα, τη συναντάμε ξανά τον 18ο και 19ο αιώνα στην Ευρώπη. Υπάρχουν βέβαια και ο Machiavelli και ο Guicciardini τον 16ο αιώνα, αλλά αυτοί παραμένουν μεμονωμένες περιπτώσεις.
 
Επόμενος σταθμός, στην προσέγγιση του Καστοριάδη, είναι η προβληματική της σχέσης μεταξύ δικαίου και ισχύος που θίγεται για πρώτη φορά στο πρώτο βιβλίο. Οι δημηγορίες των Κορινθίων, των Κερκυραίων, των Αθηναίων όπως επίσης και οι υποθέσεις της Μήλου και της Μυτιλήνης ρίχνουν άπλετο φως σε αυτό το ζήτημα[2].
 
Αναλύοντας τα επιχειρήματα των Κορινθίων που επικαλούνται το δίκαιο που στην παρούσα φάση ταυτίζεται με την έννοια του ορθολογικού συμφέροντος, καθώς και την απάντηση των Αθηναίων υπέρ του «νόμου του ισχυρότερου», ο Καστοριάδης, υποστηρίζει ότι ο Θουκυδίδης φέρει στο προσκήνιο την «αυτόνομη δυναμική» της κυριαρχίας αποφεύγοντας με αυτόν τον τρόπο μια καθαρά ηθική θεώρηση αναφορικά με την αντιπαλότητα μεταξύ ύβρεως και μέτρου.
 
Το μεγαλύτερο όμως ενδιαφέρον το παρουσιάζει η υπόθεση της Μήλου. Για πρώτη φορά, δεν γίνεται καμία αναφορά στο δίκαιο. Οι Αθηναίοι επικαλούνται το νόμο της φύσης[3], σύμφωνα με τον οποίο αυτό που ισχύει είναι εκείνο που επιτάσσει αυτός που υπερτερεί σε δύναμη[4]. Όπως επισημαίνεται, βέβαια, εδώ, το να μιλάμε για φυσικό δίκαιο στους Έλληνες αποτελεί αντίφαση εν τοις όροις, καθώς φύσις και νόμος είναι όροι αντιθετικοί μεταξύ τους. Με άλλα λόγια, το δίκαιο στην αρχαία Ελλάδα, θεωρείται προϊόν των ανθρωπίνων συμβάσεων, σε αντίθεση με τη φύση που υπάρχει αυτοτελώς. Σύμφωνα με τον Καστοριάδη, σ’ αυτή τη ρητορική υπέρ της ωμής ισχύος, εντοπίζουμε μεγαλύτερη ευθύτητα και από την λατινική φράση oderint dum metuant. Μάλιστα, βοηθά στο να αναγνωρίσουμε την υποκρισία του σύγχρονου κόσμου, από τη στιγμή που ούτε ο Hitler δε θα είχε παραγνωρίσει την ανάγκη μιας κάποιας συγκάλυψης. Συμπερασματικά, η ισχύς έτσι όπως εκφράζεται μέσα από τον Θουκυδίδη μπορεί να παρομοιασθεί με αέριο: Τείνει να καταλάβει όλο το διαθέσιμο χώρο και μπορεί να αναχαιτιστεί μόνο από μία μεγαλύτερη ισχύ.
 
Βάσει των όσων έχουν λεχθεί, ο Θουκυδίδη, για τον Καστοριάδη, είναι ο θεωρητικός των σχέσεων ισχύος. Η ιστορία είναι η καταγραφή των συγκρούσεων που προκύπτουν από τα πάθη και τα συμφέροντα. Ο πόλεμος κατά τον Θουκυδίδη είναι μια μορφή παροξυσμού των ανθρωπίνων δράσεων, έτσι ώστε, μέσω αυτού, αναδύεται το ανορθόλογο μέσα στην ιστορία. Όπως το λέει ο ίδιος με εμβληματικό τρόπο: «ήκιστα γαρ πόλεμος επί ρητοΐς»[5], ο πόλεμος, δηλαδή, δεν ακολουθεί κατ’ ουδένα τρόπο προδιαγεγραμμένη πορεία[6]. Δεν αποτελεί μια θεόπεμπτη πληγή και δεν οφείλεται σε λάθη, εσφαλμένους υπολογισμούς ή στην κακία των ανθρώπων. Στην αφετηρία του πολέμου ανευρίσκεται η επιθυμία των διαφόρων κέντρων ισχύος να συνεχίσουν να υπάρχουν και να εξαπλώνονται, έως ότου καταλάβουν όλο το διαθέσιμο χώρο.
 
Ο πόλεμος αποτελεί ένα αξεδιάλυτο πλέγμα υποκειμενικών δράσεων γι’ αυτό και τα υποκείμενα, εδώ νοούμενα ως συλλογή οντότητες, δεν είναι απλά μαριονέτες που άγονται και φέρονται, ούτε είναι άγρια θηρία. Είναι όντα που έχουν κρίση και μπορούν να σταθμίζουν τις καταστάσεις. Παράλληλα, το παράδειγμα του πολέμου μάς δείχνει ότι οι άνθρωποι μοιάζουν ανίκανοι να υπακούσουν τη λογική τους. Με άλλα λόγια, ο Θουκυδίδης μάς επιτρέπει να κατανοήσουμε ότι οι εσφαλμένες εκτιμήσει και οι καταστροφικοί σχεδιασμοί δεν οφείλονται σε ανοησία, αλλά είναι αποτέλεσμα της επικράτησης των παθών. Επίσης, ο Θουκυδίδης γνωστοποιεί ότι ο πόλεμος δεν προξενεί μόνον ανθρώπινες και υλικές απώλειες. Κυρίως, ως βίαιος διδάσκαλος[7], ανατρέπει τα ισχύοντα συστήματα αξιών, διαστρεβλώνοντας τη γλώσσα και καταλύοντας, έτσι, τα νοήματα των πραγμάτων.
 
Ωστόσο, μέσα σε τούτη την ιστορία της προοδευτικής τελειοποίησης των μέσων εξόντωσης και κατίσχυσης, και, συνακόλουθα, του αμείλικτου αγώνα μεταξύ δυνάμεων, λάμπει, αναπάντεχα, η εκκόλαψη μιας εξαιρετικής δημιουργίας, αυτής της αθηναϊκής θέσμισης. Ο τρόπος που ο Θουκυδίδης αντιλαμβάνεται τη συγκεκριμένη θέσμιση, αυτήν την εξαίρεση μέσα σε μία ιστορία φτιαγμένη «από βουή και μανία», «από αχό και πάθος»[8], παρουσιάζεται μέσα από τρεις μεγάλες δημηγορίες: των Κορινθίων[9], των Αθηναίων[10] προς τους Σπαρτιάτες και τον Επιτάφιο του Περικλή[11]. Ο Καστοριάδης, ερευνά, εδώ, την αθηναϊκή εμπειρία και τη συνείδηση που είχαν οι Έλληνες της πολιτικής τους δημιουργίας. Στη βάση αυτής της διερεύνησης, θεωρεί ότι οι εν λόγω δημηγορίες βοηθούν να γνωρίσουμε τη διαδικασία της διαβούλευσης και της λήψης αποφάσεων μέσα στην πόλη. Με άλλα λόγια, οι δημηγορίες μπορούν να μας διαφωτίσουν σχετικά με το κατά πόσον η θέσμιση της δημοκρατίας συνιστά συνειδητή δημιουργία• κοντολογίς, σχετικά με τη δυνατότητα αναστοχασμού στην Αθήνα.

Η δημηγορία των Κορινθίων, παρότι καταγγέλλει την εξωτερική πολιτική των Αθηναίων, στην ουσία αποτελεί ύμνο της δημιουργικότητας, της επινοητικότητας και της ικανότητας Αθηναίων για νεωτερισμούς. Έτσι, μοιάζει να λειτουργεί σαν ένα μουσικό πρελούδιο που μας προετοιμάζει για να «ακούσουμε» τον Επιτάφιο, τη δημηγορία όπου, αδιαμφισβήτητα, η αθηναϊκή δημοκρατία μιλά για τον εαυτό της.
 
Το σημαντικότερο σημείο του Επιταφίου ο Καστοριάδης το εντοπίζει στο τεσσαρακοστό κεφάλαιο, εκεί όπου τίθεται το ζήτημα της τελικότητας (finalite) της δημοκρατικής πολιτικής θέσμισης. Αυτοσκοπό της θέσμισης αποτελούν η ελευθερία και η αυτονομία[12]. Αυτή η αναγωγή της αυτονομίας σε αυτοσκοπό δε γίνεται αποδεκτή από τον Καστοριάδη, αφού, κατά τη γνώμη του, μας οδηγεί σε μία φορμαλιστική και καντιανή θεώρηση. Απώτερος στόχος της κοινωνικής θέσμισης είναι η διασφάλιση και η πραγμάτωση της ελευθερίας[13]. Αντικείμενο της θέσμισης της αθηναϊκής κοινωνίας είναι η δημιουργία ενός ανθρώπινου όντος, του Αθηναίου πολίτη, ο οποίος υπάρχει μέσω της «συνύπαρξης», στη βάση του θαυμασμού για το ωραίο, της αγάπης για τη σοφία και της μέριμνας για το δημόσιο συμφέρον. Οι Αθηναίοι έχουν βαθιά πεποίθηση του ότι ο ανθρώπινος τρόπος ζωής πραγματώνεται μόνο εντός της πόλεως, της οποίας οι πολίτες παραμένουν εραστές, με σάρκα και οστά[14]. Σε αυτήν την πόλη ανιχνεύεται μία de jure, δηλαδή, δημόσια ισότητα, εφόσον οι πολίτες είναι και κυβερνώντες και κυβερνώμενοι, όμως μας λέει και ο Αριστοτέλης. Έτσι, κατά τον Καστοριάδη δημιουργείται μία περίεργη κυκλικότητα. Συγκεκριμένα: Ακριβώς επειδή υπάρχει αθηναϊκή θέσμιση υπάρχει και αθηναϊκό άτομο, και ακριβώς επειδή υπάρχει αθηναϊκό άτομο, αυτή η αθηναϊκή θέσμιση μπορεί ταυτοχρόνως να αλλάξει, παραμένοντας συγχρόνως αθηναϊκή θέσμιση. Βάσει των όσων έχουν ήδη αναφερθεί συνάγεται το συμπέρασμα ότι η πόλις των Αθηνών είναι η παίδευσις της Ελλάδας[15]: η παιδαγωγός, η εκπαίδευση ή το μάθημα. Όπως ισχυρίζεται ο Περικλής, η πόλη των Αθηναίων δε φθονεί τους νόμους των άλλων, αλλά αποτελεί η ίδια υπόδειγμα γι’ αυτούς[16].
 
Σκοπός του Περικλή δεν είναι να εμμείνει στην περιγραφή των τυπικών χαρακτηριστικών της πόλης του, αλλά να εξηγήσει την αμφίδρομη σχέση μεταξύ ατομικών δράσεων και κοινωνικών κανόνων. Έτσι, μας παρέχει τα στοιχεία της πρώτης ανθρωπολογικής πραγματείας που διαθέτουμε. Σ’ αυτήν την πόλη, οι θεσμοί που εξασφαλίζουν την πολιτική αυτονομία δεν διαχωρίζονται από τον υπόλοιπο κοινωνικό βίο[17]. Το πολίτευμα, μας λέει ο Θουκυδίδης, ονομάζεται δημοκρατία και ορίζεται ως ές πλείονας οικείν[18]: κατοικούμε, ζούμε, και ο τρόπος διακυβέρνησής μας καθορίζεται και υλοποιείται από τους πολλούς. Ως γνωστό, για τον Καστοριάδη, δημοκρατία είναι το πολίτευμα στο οποίο ο λαός έχει την ικανότητα συλλογικά να αλλάξει τα πράγματα. Γεννάται τη στιγμή που ο λαός παίρνει στα χέρια του το πεπρωμένο. Και ο Θουκυδίδης και ο Καστοριάδης επιχείρησαν να αναλύσουν αυτό το εν κινήσει κράτος σε όλες του τις εκφάνσεις, ακόμα και στα μεγαλύτερά του ατοπήματα.
 
Η αθηναϊκή αυτονομία, για τον Καστοριάδη, αν και σύμφυτη με τη δημοκρατία, εντούτοις δεν εξαντλεί όλες τις δυνατότητες της τελευταίας. Ως εκ τούτου, η αθηναϊκή δημοκρατία δεν μπορεί, κατ’ ουδένα τρόπο, να αποτελέσει πρότυπο, όπως, ακριβώς, δεν μπορεί από ένα συμβάν να συναχθεί ένας κανόνας. Αυτό που μπορεί κανείς να διακρίνει είναι ένα σπέρμα, μια απαρχή, μια δυνατότητα, με την έννοια ότι έχουμε να κάνουμε, εδώ, με την πρωταρχική εκδήλωση μιας ιδέας εγγεγραμμένης «στο γίγνεσθαι και στην παρακμή» η οποία παραμένει διαρκώς επίκαιρη. Το θέμα δεν είναι μιμηθούμε την Αθήνα. Αυτό που χρειάζεται είναι να επωφεληθούμε από αυτά τα σπέρματα που ανιχνεύουμε εντός της, σε περίπτωση που θελήσουμε να επιχειρήσουμε κάτι. Με την αθηναϊκή πραγματικότητα συμβαίνει ό,τι και με ένα φιλοσοφικό κείμενο ή μια μουσική σύνθεση μεγάλου διαμετρήματος. Δεν εξαντλείται με μία πρώτη ανάγνωση. Υπάρχει η δυνατότητα επιστροφής στο έργο για μια εκ νέου νοηματοδότηση, κάτι που συνιστά και τον ορισμό του κλασικού.
 
Η άποψη που θέλει τον Πελοποννησιακό πόλεμο να είναι κατ’ αποκλειστικότητα μια εμφύλια σύρραξη ανάμεσα στο δήμο και στους λίγους δε γίνεται αποδεκτή από τον Καστοριάδη. Όπως υποστηρίζει, αυτού του είδους η διαμάχη λαμβάνει χώρα στην καρδιά του αθηναϊκού δήμου, ο οποίος, στην παρούσα φάση, μοιάζει να έχει το ρόλο του ήρωα της τραγωδίας. Ωστόσο, ο Θουκυδίδης αναφέρεται, αρκετά συχνά, στη σύγκρουση ανάμεσα στο δήμο και στους λίγους. Ακόμη, δεν είναι λίγες οι φορές που τα όρια μεταξύ εμφυλίου πολέμου και πολέμου ενάντια στον εξωτερικό εχθρό είναι συγκεχυμένα. Οι εσωτερικές διαμάχες ανάμεσα στο δήμο και στους λίγους συνδέονται, κατά τον Θουκυδίδη, με ένα άλλο ζήτημα μείζονος σημασίας, αυτό της προδοσίας. Από τη μία πλευρά έχουμε την πόλη και τους ανθρώπους που την αποτελούν, τη διαμεσολαβημένη ταυτότητα των δύο, όπως θα έλεγε και ένας εγελιανός, και από την άλλη, τα άτομα ή τις ομάδες που αποσκοπούν στην απόκτηση εξουσίας και αντιμετωπίζουν την κοινότητα σαν μέσον ικανοποίησης των εγωιστικών συμφερόντων τους. Εκείνο δε που ο Καστοριάδης επισημαίνει αναφορικά με τον αγώνα του δήμου ενάντια στους λίγους, είναι ότι η συγκρουσιακή αυτή κατάσταση δεν αρκεί για να εγκαθιδρύσει τη δημοκρατία.
 
Τέλος, ο Καστοριάδης καταπιάνεται με την τραγική διάσταση της ιστορίας στον Θουκυδίδη, την οποία διερευνά από τρεις διαφορετικές σκοπιές: τα κίνητρα, το παράδειγμα της ύβρεως, και την ανθρώπινη φύση. Τα κίνητρα κατανοούνται στη βάση της επιθυμίας για ισχύ. Άλλωστε, προκειμένου να ερμηνεύσει τα γεγονότα, ο Θουκυδίδης αναφέρεται στον κυριαρχικό ρόλο των παθών, είτε πρόκειται για άτομα είτε για τις κοινότητες στο σύνολό τους. Η ύβρις εκφράζεται παραδειγματικά με την εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία, στην πιο κρίσιμη φάση του πολέμου. Έτσι, ως υβριστής, ο αθηναϊκός λαός αποκτά τα χαρακτηριστικά του ήρωα της τραγωδίας. Στο ρόλο του χορού, ο Περικλής, υμνεί τη δόξα του, καλώντας τον, συνάμα, να μην υπερβεί τα όρια, προκαλώντας τη Νέμεση. Τέλος, ο τρόπος με τον οποίο ο Θουκυδίδης αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη φύση εκφράζει την απαισιοδοξία του σχετικά με την διττή σημασία της ανθρώπινης δεινότητας, όπως αυτήν την όρισε ο Σοφοκλής[19]. Ο άνθρωπος είναι το ίδιο ικανός να μεγαλουργεί όσο και να καταστρέφει.
---------------------
[1] Θουκ., 1.22.4.
[2] ό.π., 1.32-44.
[3] ό.π., 5.98.
[4] O διάλογος μεταξύ Αθηναίων και Μηλίων παραπέμπει, κατά μία έννοια, στα επιχειρήματα του Θρασύμαχου, στο πρώτο βιβλίο της Πολιτείας του Πλάτωνα (338c), υπέρ της αντίληψης ότι η δικαιοσύνη ταυτίζεται με το συμφέρον του ισχυρότερου.
[5] Θουκ., 1.122.
[6] Θουκυδίδη, Ιστορία, μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2014, σελ. 177.
[7] Θουκ. 3.82.2.
[8] Βλ. Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Μακμπέθ, μτφρ. Βασίλης Ρώτας, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1992, σελ. 111.
[9] Θουκ., 1.68-71.
[10] ό.π., 1.73-78.
[11] ό.π., 2.35-46.
[12] Στην καρδιά του πολιτικού ζητήματος θα βρεθούμε, κατά τον Καστοριάδη, αν αποσαφηνίσουμε τους όρους: αυτονομία, αυτόνομο άτομο, αυτόνομη κοινωνία. Η αυτονομία της κοινωνίας συνίσταται στην εγγενή δυνατότητά της να τροποποιεί την ίδια τη θέσμισή της. Από την άλλη η αυτονομία του ατόμου έγκειται στην ικανότητα του να αναγνωρίζει τις επιθυμίες του, ξεχωρίζοντας τες από την πραγματικότητα, και να ενεργεί βάσει αυτών. Βλ Κορνήλιος Καστοριάδης, Η ελληνική ιδιαιτερότητα, Τόμος Γ: Θουκυδίδης: Η ισχύς και το δίκαιο, Σεμινάρια 1984-1985, εκδ. Κριτική, Αθήνα 2011, σσ. 124, 127-128 και Κορνήλιος Καστοριάδης, Η Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2010, σσ.150-151 και 158-160.
[13] Η ελευθερία μπορεί να οριστεί ως η ορθολογική και συνειδητή δράση των ατόμων, οι οποίοι γνωρίζουν ότι δεν εξαρτώνται τα πάντα από αυτούς. Βλ. Κορνήλιος Καστοριάδης, Η ελληνική ιδιαιτερότητα, ό.π., σελ. 341.
[14] Θουκ., 1.43.
[15] ό.π., 2.41.1.
[16] ό.π., 2.37.1.
[17] Αυτό συμβαίνει διότι ο πολιτικός βίος αφορά σε πράξεις και σκοπούς που υπερβαίνουν την ιδιωτική σφαίρα και καθίστανται αντικείμενο κοινής συζήτησης και δράσης.
[18] Θουκ., 2.37.1.
[19] Βλ. Σοφοκλής, Αντιγόνη, στ. 365-366: «σοφόν τι το μηχανόεν τέχνας υπέρ έλπιδ’ έχων τοτέ μεν κακόν, άλλοτ’ έπ’ εσθλόν έρπει».

Ξεχάσαμε πώς να ερωτευόμαστε;

Αποτέλεσμα εικόνας για citate din panza de paianjen cella serghiΕπιχειρώντας ένα διανοητικό ταξίδι στο χρόνο, δε θα βρίσκαμε άλλη ιστορική περίοδο που να ασχολείται τόσο συστηματικά με τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων. Όλοι ανεξαιρέτως "σεξολογούν", "ερωτολογούν", "σχεσεολογούν" ακατασχέτως. Η ρητορική της κλινοσοφιστείας καταλαμβάνει μεγάλο μέρος του δημοσίου λόγου.

Θα έλεγε κανείς ότι μετά από τόση "ερωτοφιλολογία", οι ανθρώπινες σχέσεις θα περνούσαν τις εξετάσεις, θα προβιβαζόντουσαν στην επόμενη τάξη και θα έπαυαν να ταλανίζονται από τα διαχρονικά προβλήματα που τις χαρακτηρίζουν. Επειδή όμως η εποχή μας, όπως σημείωνε και ο Καρλ Γιάσπερς "στοχάζεται με όρους του “γνωρίζω πως να το κάνω”, ακόμη κι όταν δεν υπάρχει τίποτα να γίνει", ο πλούτος των λογυδρίων γύρω από τις ερωτικές σχέσεις δεν συνταυτίζεται με μια ευοίωνη εξέλιξη των στενών διαπροσωπικών σχέσεων.

Συγχρόνως, η εποχή πριμοδοτεί την ελεύθερη επιλογή και τη δυνατότητα υλοποίησης κάθε επιθυμίας, ακόμα και πέραν των ασύδοτων πορνογραφικών περιορισμών, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που το χειραφετημένο άτομο στέκεται σαστισμένο εμπρός στην ποικιλία των εν δυνάμει προοπτικών, χωρίς να μπορεί να αποφασίσει τι θα διαλέξει και αν τελικά επιθυμεί να διαλέξει. Άλλωστε, ο σύγχρονος δυτικός άνθρωπος, ως συλλέκτης και καταναλωτής εμπειριών, διέρχεται ανάμεσα από τις σχέσεις με στιγμιαίες διαθέσεις και χωρίς συνήθως να επιλέγει τελικό ή έστω προσωρινό προορισμό. Προτιμά και εξιδανικεύει την ευκολία. Δεν σπαταλά δυνάμεις σε ανεκπλήρωτους ερωτικούς πόθους. Βρίσκεται και συνουσιάζεται γιατί έτσι επιτάσσει η φύση. Πριν την σεξουαλική συνεύρεση είναι μόνος, καθώς επίσης και μετά απ’ αυτήν, συχνά δε, η μοναξιά τον συνοδεύει και κατά τη διάρκεια.

Ο εν λόγω λοιπόν δυτικός άνθρωπος προτιμά πάνω από όλα να είναι cool, να μην δεσμεύεται, να παραμένει ανοιχτός σε νέες εμπειρίες, να διατηρεί τον προσωπικό του χώρο, να μην θυσιάζει χρόνο από τον εαυτό του, να περιφρονεί τους ρομαντισμούς και τις υπερβατικές περί έρωτος αντιλήψεις, επιλέγοντας ένα στυλ πιο "ορθολογικό", είτε κυνικό, είτε γλυκανάλατο. Ο άνθρωπος αυτός θα ζήσει ίσως πολλά, μα δυστυχώς δεν θα τον αγγίξει τίποτα. Ας τον φανταστούμε σαν έναν ταξιδιώτη που έχει ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, χωρίς ποτέ να έχει προλάβει να βγει έξω από τα αεροδρόμια. Οι ερωτικές του εμπειρίες, είτε εν τη παρουσία, είτε εν τη απουσία του ερωτικού άλλου, είναι συνήθως μοναχικές και εξατομικευμένες. Οι cool και free ερωτικές του περιπτύξεις ομοιάζουν με δυαδικούς αυνανισμούς.

Όσον αφορά τον έρωτα…
Κατά πάσα πιθανότητα, η "ανθρώπινη μονάδα" στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω δε θα γνωρίσει ποτέ τον μύστη της ζωής που στην καθομιλουμένη καλούμε έρωτα. Εκείνον που μαζί με την απόλαυση προσφέρει πόνο, που απαιτεί θυσίες, που "συν-κινεί", που "συν-πάσχει", που "συν-παθεί". Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Δ. Δημητριάδης στον πρόλογο της "Ιστορίας του Ματιού", του Μπατάιγ: "Χωρίς τον ερωτισμό ο άνθρωπος δεν θα ήταν άνθρωπος". Άλλωστε, "από τις πολλές “φυσικές” ανάγκες, κλίσεις και προδιαθέσεις των ανθρώπων, η σεξουαλική επιθυμία υπήρξε και παραμένει η πιο πρόδηλα, μονοσήμαντα και αναντίρρητα κοινωνική. Τείνει προς ένα άλλο ανθρώπινο όν, προσκαλεί την παρουσία του και καταγίνεται να μεταπλάσει την παρουσία σε ένωση" (Bauman, Z. 2006, σ. 79, "Ρευστή Αγάπη").

Ο άνθρωπος, λοιπόν, δεν μπορεί να ζήσει μόνος, παρά είτε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού (ως ασκητής) ή κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του θηρίου. Ο έρωτας δεν μπορεί να εν-σαρκωθεί και να εν-πνευστεί (εμπνευστεί) μόνος. Συνεπώς, ο έρωτας μας στρέφει προς τον Άλλο, προς την κοινωνία. Η άρνησή του, αντίθετα, μας απομονώνει, μας "ιδιωτικοποιεί" ως ανθρώπινες υπάρξεις, μας αποκτηνώνει, μας εξαχρειώνει. Η αποφυγή του υποδεικνύει φόβο, οδηγεί στη μοναξιά, καταδικάζει στη φυλακή της δειλίας. Ο έρωτας είναι από μόνος του μια υπερβατική πράξη που τραντάζει συθέμελα το οικοδόμημα της ζωής και του εαυτού μας.

Η "ανθρώπινη μονάδα" που επιλέγει ή καταδικάζεται σε μια ζωή χωρίς έρωτα κυκλοφορεί σε ένα κόσμο γεμάτο θορύβους, μα χωρίς μουσική, με άπειρες αποχρώσεις μα χωρίς χρώματα. Μαζί με τα πάθη και τους πόνους του έρωτα, το δήθεν χειραφετημένο άτομο απαλλάχτηκε από τις απαγορεύσεις με τις οποίες ήταν ενδεδυμένη η ερωτική συμπεριφορά. Κάποτε, απαλλαγμένος από ταμπού και προκαταλήψεις, ο άνθρωπος αυτός είναι "έτοιμος να τα ζήσει όλα", "να τα δει όλα", "να τα κάνει όλα": έχει χωρίς κόπο την απόλυτη δυνατότητα να διευρύνει το φάσμα των εμπειριών του. Αναλώνεται λοιπόν σε αυτήν και στερείται τη βιωμένη πραγματικότητα.

Διότι ο έρωτας, εκείνος που ωθούσε τους "αγγέλους να ασπάζονται τα άστρα" ήταν ζωντανός και γι’ αυτό εξοικειωμένος με την ρομαντική έννοια της τρωτότητας, εξιδανικευμένος και ταυτόχρονα ρεαλιστικός, δημιουργικός και ταυτόχρονα καταστροφικός, συνθέτης φαινομενικά αντιθέτων. Δεν κουραζόταν να πασχίζει για την επίτευξη του ακατόρθωτου. Μα όπως λέει και το τραγούδι, "δεν υπάρχουν άγγελοι". Και αν ακόμα υπάρχουν, δεν γνωρίζουν πια πώς να ασπαστούν τα άστρα, όταν δεν περιφρονούν την ίδια την ιδέα του ασπασμού προς αυτά.

Όμως, σε πείσμα των καιρών, υπάρχουν ευτυχώς ορισμένοι γύρω μας που τολμούν να ερωτευτούν, να ζήσουν, να γιορτάσουν…

Ο ΕΣΩΤΕΡΙΣΜΟΣ

Ο Εσωτερισμός δεν είναι ούτε θεωρία, ούτε διδασκαλία, ούτε νοοτροπία, ούτε εξωτερικές δραστηριότητες, δεν είναι ούτε ιστορία (που περιγράφει εξωτερικές εμπειρίες και γεγονότα). Είναι στην ουσία του Πραγματική Κατανόηση που εκφράζεται σαν ολοκληρωτική παραίτηση από όλες τις εξωτερικές δραστηριότητες της συνείδησης, μια απέραντη ησυχία, μια βαθιά σιωπή, μια απόλυτη αίσθηση ελευθερίας. Είναι η Εμπειρία του Ανοιχτού Βάθους της Ύπαρξης, της Αληθινής Ουσίας που είναι χωρίς αναγνωρίσιμες ιδιότητες.

Η Κατανόηση είναι άμεση όραση, δράση, απελευθέρωση. Απόλυτη ακινησία που αποκαλύπτει την Απεραντοσύνη της Ύπαρξης. Είναι η αυτόματη μετατόπιση ακριβώς στην Αληθινή Ουσία που αποτελεί την Πραγματικότητα, το Βάθρο κάθε ύπαρξης, κάθε δραστηριότητας. Όταν βιωθεί Αυτό το Απόλυτο Υπόβαθρο της Ύπαρξης υπάρχει απόλυτη ελευθερία, πλήρης επίγνωση, και δεν υπάρχει πια κανένας διαχωρισμός ανάμεσα στην ακινησία ή την κίνηση γιατί είναι πλέον φανερό ότι κάθε κίνηση, κάθε δραστηριότητα, είναι απλά ένα φαινόμενο στο απόλυτο φόντο της ύπαρξης, που δεν διαταράζει την απόλυτη ειρήνη της Πραγματικότητας.
 
Αυτό είναι κάτι που πρέπει να βιωθεί. Αλλά η βίωση, η «πράξη», είναι ελευθερία και ελευθέρωση από κάθε περιορισμένη αντίληψη. Έτσι αυτό το βίωμα είναι μια αντικειμενική κατάσταση της συνείδησης κι όχι μια υποκειμενική εμπειρία. Αυτό δεν μπορεί να βιωθεί από καμία περιορισμένη αντίληψη, από κανένα εγώ. Ο Ιερός Χώρος του Έσω είναι απόλυτα απροσπέλαστος από όλα τα εγώ.
 
Το Πέρασμα Πέραν είναι μια εμπειρία τελείως άγνωστη στους ανθρώπους-εγώ, που αντιλαμβάνονται μέσα από την διανοητική αντίληψη. Αυτός που βιώνει αυτή την κατάσταση είναι απόλυτα απρόσιτος στους ανθρώπους. Είναι ο αληθινός δάσκαλος που ελευθερώνει το ανθρώπινο πνεύμα από όλους τους περιορισμούς, ακόμα κι από τον ανόητο διαχωρισμό δασκάλου-μαθητή.
 
Αντίθετα ο άνθρωπος-εγώ που δεν βιώνει πραγματικά αυτή την κατάσταση, αλλά μιμείται την κατάσταση της ελευθερίας είναι ο προσιτός δάσκαλος των ανθρώπων αλλά ούτε ο ίδιος έχει ξεφύγει από τον κόσμο της σκιάς ούτε κανέναν άλλο μπορεί να οδηγήσει έξω. Η φαντασία μιμείται απόλυτα σχεδόν την πραγματικότητα αλλά το έξω που συλλαμβάνει, η ελευθερία, η φώτιση, είναι φανταστικά.

Το ότι έχετε ανάγκες, δε σημαίνει ότι είστε και απαιτητικοί

Μέχρι πρόσφατα και όλα αυτά τα χρόνια, φοβόμουν τόσο πολύ να εκφράσω αυτό που ήθελα, επειδή φοβόμουν να το ζητήσω. Πίστευα ότι δεν ήμουν τόσο επιθυμητός ή ότι δεν άρεσα τόσο και αυτό σήμαινε ότι οι ανάγκες μου θα οδηγούνταν σε απόρριψη ή ότι θα με χαρακτήριζαν απαιτητικό ή τρελό.

Καθώς ζούσα με αυτή την άποψη, δημιουργούσα ξανά και ξανά φιλίες και σχέσεις, από τις οποίες ήμουν πλήρως δυσαρεστημένος και ανικανοποίητος.

Ακόμα και τώρα, κάποιες φορές, αυτή η άποψη επαναφέρεται στο νου μου, όλοι το σκεφτόμαστε αυτό σε ένα βαθμό. Κρατάμε κάποια πράγματα για τον εαυτό μας, ώστε να αποφύγουμε την απόρριψη ή τη δυσανασχέτηση.

Το καταλαβαίνω, όμως. Κανείς δεν νομίζω ότι θέλει να είναι ο φίλος που «γκρινιάζει» στον άλλο φίλο του: «Όταν εξαφανίζεσαι για κάποιες εβδομάδες, νιώθω ότι δε νοιάζεσαι για τη σχέση μας» και κανείς δε θέλει να λέει στο/στη σύντροφο: «Όταν δεν με επαινείς για την προσπάθειά μου, νιώθω ότι δεν με προσέχεις καν». Το να εκφράζουμε τις ανάγκες μας είναι κάπως τρομακτικό.

Όταν εκφράζουμε τις ανάγκες μας, ουσιαστικά μοιραζόμαστε τις πιο ευάλωτες πλευρές του εαυτού μας και τελικά ανοίγουμε την πόρτα σε κάποιον και τον αφήνουμε να τις ικανοποιήσει ή όχι.

Αλλά αν δεν επικοινωνήσουμε τις ανάγκες μας εξαιτίας του φόβου της απόρριψης, τότε τι συμβαίνει; Παγιδευόμαστε σε μια φιλία, από την οποία δεν λαμβάνουμε την επικοινωνία που χρειαζόμαστε ή μένουμε σε μια σχέση με κάποιον, ο οποίος νιώθουμε ότι δεν μας δίνει τη δέουσα προσοχή.

Συνεπώς, δεν λαμβάνουμε ποτέ πλήρως την εκτίμηση και το σεβασμό που αξίζουμε, απλά επειδή δε δηλώνουμε την ανάγκη μας γι’ αυτά.

Το συμπέρασμα είναιΟποιαδήποτε σχέση, κατά την οποία και τα δύο μέρη δεν έχουν ανάγκες ή δεν τις εκφράζουν, δεν θα είναι ποτέ μια επιτυχημένη ή ευτυχισμένη σχέση. Ποτέ.

Χρειάζεται να επικοινωνούμε τις ανάγκες μας, έτσι ώστε οι άλλοι να γνωρίζουν τι χρειαζόμαστε εμείς από εκείνους. Χρειάζεται να εκφραζόμαστε, έτσι ώστε οι άλλοι να γνωρίζουν τα όριά μας και τα αδύναμα σημεία μας, πού χρειάζεται να προσέχουν περισσότερο και πότε να αγαπούν λίγο περισσότερο.

Πρέπει να επικοινωνούμε τις ανάγκες μας, ώστε να μπορούμε να λειτουργήσουμε επιτυχώς σε μια σχέση, για την οποία θέλουμε να παλέψουμε.

Οι ανάγκες μας είναι πτυχή της ανθρώπινης υπόστασής μας και είναι πλήρως και εντελώς αναπόφευκτες.

Το ότι τις αναγνωρίζουμε, σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε αυτή μας την υπόσταση, την ιστορία και την επιθυμία μας να επιτύχουμε στη ζωή. Οι ανάγκες μας προέρχονται από έναν τόπο ολοκλήρωσης, από έναν τόπο αυτεπίγνωσης.

Από την άλλη πλευρά, το να είναι κανείς απαιτητικός σημαίνει ότι περιμένει και πιστεύει ότι οι πράξεις ενός άλλου ατόμου θα τον ολοκληρώσουν και ότι κάτι έξω από αυτόν, μια εξωτερική πηγή μπορεί μόνο να τον κάνει να νιώσει πλήρης.

Όταν κάποιος είναι συναισθηματικά απαιτητικός σημαίνει ότι όλη η βαρύτητα έχει δοθεί στους άλλους και μόνο εκείνοι μπορούν να αλλάξουν ριζικά την ψυχική (και όχι μόνο) κατάστασή του.

Το να εκφράζουμε τις ανάγκες μας είναι κάτι διαφορετικό. Σημαίνει ότι απλά μοιραζόμαστε με τους άλλους τι είναι αυτό που μας κάνει να νιώθουμε καλά και τι όχι και αφήνουμε το χώρο στον άλλο, αν είναι πρόθυμος ή ικανός, να ικανοποιήσει ή να συμμετέχει σε κάποια ανάγκη μας.

Αυτό που έχει περισσότερη σημασία τελικά, δεν είναι το αν οι άλλοι τελικά θα ικανοποιήσουν τις ανάγκες μας, αλλά το ότι με αυτό τον τρόπο, δημιουργούμε σχέσεις με ανθρώπους που είναι πρόθυμοι να ικανοποιήσουν τις ανάγκες μας, ώστε να μπορούμε να νιώθουμε την υγιή σχέση που αξίζουμε και την ανάγκη μας να υπάρξουμε ευτυχισμένοι.

Αν νιώθεις ότι σε εκμεταλλεύονται μη ξεχνάς ότι εσύ το επιτρέπεις

Οι άνθρωποι έχουν την τάση να επιβάλλονται, μερικές φορές δίχως να υπολογίζουν ότι όταν αυτό γίνεται ασταμάτητα πληγώνει και φέρνει τους άλλους σε δύσκολη θέση. Ίσως -εκ πρώτης όψεως- η επιβολή να μην αποσκοπεί στην εκμετάλλευση, ωστόσο συχνά καταλήγουν σε αυτή.

Είναι εύλογο να αναρωτηθούμε από πού πηγάζει αυτή η ανάγκη για κυριαρχία, εν τούτοις δεν είναι δύσκολο να εντοπίσουμε τα αν μη τι άλλο βιολογικά αίτια.

Το θέμα είναι ότι όντας άνθρωποι και κατέχοντας τη λογική είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε πότε φέρνουμε κάποιον συνάνθρωπό μας σε δύσκολη θέση και πότε τον εκμεταλλευόμαστε με τον ένα ή τον άλλον τρόπο.

Αρχικά, λοιπόν, είναι στο χέρι μας να μην ξεφεύγουμε και να περιορίζουμε τα ένστικτα περί επιβολής που υπάρχουν κι υπήρχαν μέσα μας ανέκαθεν.

Απ’ την άλλη πλευρά, βέβαια, ο καθένας πρέπει να βάζει τα όριά του· ελάχιστοι είναι οι άνθρωποι που -ενώ μπορούν- δε θα σε εκμεταλλευτούν με κάποιο πιθανό τρόπο. Αν νιώθεις ότι σε εκμεταλλεύονται, μην ξεχνάς ότι εσύ το επιτρέπεις. Είμαι σίγουρος ότι δεν το κάνεις εσκεμμένα, εν τούτοις έχει ενδιαφέρον να ψάξεις τους λόγους που βάζεις τον εαυτό σου στην εν λόγω θέση.

Εφόσον έχεις την αυτοδιάθεση του εαυτού σου, είσαι σε θέση να διακόψεις οποιαδήποτε ενδεχόμενη εκμετάλλευση υφίστασαι. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι είναι αναγκαίο να απομακρύνεις ορισμένα άτομα απ’ τη ζωή σου -διότι μονάχα φθορά σου προκαλούν- ή να αλλάξεις τα δεδομένα· την άποψη που έχουν χτίσει οι άλλοι για σένα ή ακόμη και το πώς βλέπεις τον ίδιο σου τον εαυτό.

Αν χρειαστεί να έρθεις σε ρήξη, απόβαλλε το φόβο· θυμήσου ότι κανένας δεν έχει το δικαίωμα να σου επιβάλει κάτι που εσύ δε θέλεις. Εσύ έχεις δίκιο κι οφείλεις να υπερασπιστείς τον εαυτό σου. Αν ο άλλος αρνείται να το αποδεχθεί, τότε δεν έχεις λόγο να συζητάς μαζί του· δεν έχει, όμως, και λόγο ύπαρξης στη ζωή σου. Είναι ευεργετικό να καθαρίζουμε τη ζωή μας από ανθρώπους που μας τη μολύνουν.

Μη στεναχωριέσαι· οι άνθρωποι δε χάθηκαν, το ανθρώπινο είδος συνεχίζει να υφίσταται κι υπάρχουν τόσοι ακόμα για να γνωρίσεις και να συναναστραφείς. Οι φίλοι έρχονται και παρέρχονται -μην ακούτε όσους ισχυρίζονται το αντίθετο. Ελάχιστες σταθερές έχουμε στη ζωή μας απ’ ό,τι φαίνεται, οπότε μην αναλώνεσαι στο να διατηρείς πεθαμένες φιλίες ή σχέσεις εν γένει· επίλεξε να ζήσεις και μην επιτρέψεις σε κανέναν να στο στερήσει.

Έχεις τη δύναμη να αλλάξεις ολόκληρη τη ζωή σου σε μία στιγμή. Αν νιώθεις την ανάγκη να το κάνεις, τότε κανένας δεν μπορεί να σε εμποδίσει. Δώσε τώρα μία υπόσχεση στον εαυτό σου· υποσχέσου ότι δε θα επιτρέψεις σε κανέναν να σε εκμεταλλευτεί ξανά. Αξίζεις πολλά, όλοι αξίζουμε κι η εκμετάλλευσή τους σε πάει πίσω. Μπορείς να σηκωθείς, να σταθείς στα πόδια σου και να επιβληθείς.

Πίστεψέ με, γύρω σου θα έρθουν άνθρωποι που αισθάνονται ακριβώς όπως αισθάνεσαι κι εσύ. Μαζί θα είστε δυνατοί και θα χτίσετε σχέσεις αξιοπιστίας και κυρίως ισότητας. Κανένας δεν αξίζει να νιώθει αδικημένος, ωστόσο οφείλει ο ίδιος να καταπολεμήσει την αδικία που υφίσταται. Είμαστε υπεύθυνοι για ό,τι μας συμβαίνει· την επόμενη φορά, λοιπόν, απλώς δε θα επιτρέψουμε να συμβεί

Κουβαλάμε τους πόνους που δεν μπορέσαμε να εκφράσουμε στην παιδική μας ηλικία

Αν εξοργίζομαι επειδή αργείς, μπορεί, το να έρχεσαι στην ώρα σου να μην αρκεί για την επίλυση του προβλήματός μου. Θα έπρεπε να δω τι είναι αυτό που με πειράζει τόσο, ποια ερμηνεία δίνω στην αργοπορία σου, τι είναι αυτό που χρειάζομαι από σένα, τι σου ζητάω απαιτώντας ακρίβεια…

Να μου αποδείξεις ότι νοιάζεσαι για μένα; Να με εκτιμάς; Να με λάβεις υπόψη σου; Τι θέλω να πω όταν αντιδρώ έτσι;

Όταν επικεντρωνόμαστε υπερβολικά στον εαυτό μας, δεν μπορούμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει στον άλλον και γινόμαστε εγωκεντρικοί.

Γι’ αυτόν που βλέπει απ΄έξω, η συμπεριφορά μας μοιάζει τουλάχιστον υπερβολική – αν όχι εντελώς παράλογη. Και πιθανότατα είναι, γιατί αυτές οι τόσο πρωτόγονες αντιδράσεις προέρχονται στην πραγματικότητα από τα πρώτα χρόνια της ζωής μας, από τους τρόπους συμπεριφοράς που μάθαμε για να προστατευόμαστε από τα τραύματα της παιδικής ηλικίας…

Αυτή η ανάμνηση του πρωτογενούς τραύματος μπορεί να ονομαστεί «το πληγωμένο παιδί». Αυτό το πληγωμένο παιδί που φέρουμε μέσα μας είναι που μας κάνει να αντιδρούμε έτσι.

Κουβαλάμε τους πόνους που δεν μπορέσαμε να εκφράσουμε στην παιδική μας ηλικία και τους εξωτερικεύουμε μέσω των αντιδράσεών μας, χωρίς να το συνειδητοποιούμε.

Αυτό σημαίνει πως τοποθετούμαστε πριν καλά καλά μπορέσουμε να σκεφτούμε. Αυτού του είδους οι αντιδράσεις είναι που δημιουργούν τα περισσότερα προβλήματα στις διαπροσωπικές σχέσεις.

Δυστυχώς, όταν βιώνουμε μία σχέση, τους πόνους και τους θυμούς που δεν βρήκαν διέξοδο στο παρελθόν, τους αναπλάθουμε στο παρόν μας, εμπλέκοντας και τον άλλον στις αντιδράσεις μας.

Γενικά, αυτοί οι παλιοί πόνοι δεν εμφανίζονται μέχρι να βρεθούμε σε μία ερωτική σχέση. Η σχέση και ο γάμος ξύνουν αυτές τις παλιές πληγές και υποθέτουμε πως είναι ο σύντροφός μας που τις προκαλεί.

Συνήθως αυτό δε συμβαίνει από την αρχή, αλλά σιγά σιγά, όσο αισθανόμαστε πραγματικά δεμένοι με τον άλλον. Αυτό το πληγωμένο παιδί που κουβαλάμε μέσα μας είναι σαν μία μαύρη τρύπα που ρουφάει τα πάντα, σαν ένας πονόδοντος.

Όταν παρουσιάζεται στη ζωή μας δεν μπορούμε να σκεφτούμε τίποτε άλλο, ο πόνος κυριαρχεί στη ζωή μας. Σε πολλές περιπτώσεις χωρισμού, το πρόβλημα δεν βρίσκεται στη σχέση μεταξύ των δύο, αλλά σε άλυτα θέματα του παρελθόντος ενός από τους δύο (ή και των δύο).

Η αντίδρασή μου προκαλεί τη δική σου, κι έτσι ο ένας επηρεάζει αρνητικά τον άλλον. Όταν κουβαλάμε μέσα μας το πληγωμένο παιδί, έχουμε την αίσθηση πως ποτέ δεν βρισκόμαστε στο παρόν.

Πάντα αντιδρούμε για πράγματα που μας συνέβησαν πριν πολλά χρόνια. Αυτό καθιστά τη σχέση με τον άλλον αδύνατη. Όσο δεν ασχολούμαι με το πληγωμένο παιδί, αυτό θα συνεχίσει να αντιδρά και να επιδεινώνει τις προσωπικές μου σχέσεις, καθώς ο μόνος που μπορεί να το ακούσει είμαι εγώ ο ίδιος όταν σκύβω πάνω στη θλίψη και την οργή του. Τότε μόνο το παιδί παύει να αντιδρά, γιατί τότε μόνο το στηρίζω.

 

Το πληγωμένο παιδί ζητάει την επικύρωση του πόνου του. Μόνο όταν ένας άνθρωπος αισθάνεται επιβεβαίωση μέσα στον πόνο του, μπορεί να τον εκφράσει και να τον ξεπεράσει.


Για να αγγίξω το σημείο που με πονάει είναι απολύτως απαραίτητο να σταματήσω να κατηγορώ τον άλλον και να παρατηρήσω μέσα από τις αντιδράσεις μου τι είναι αυτό που μου συμβαίνει.

Στις χειρότερες περιπτώσεις, όταν ένα ζευγάρι νιώθει αυτό το κενό που δεν μπορεί να γεμίσει με τους δυο, αποφασίζει να κάνει ένα παιδί… καθώς κι αυτοί που δείχνουν ενήλικοι, δεν είναι παρά δύο απελπισμένα παιδιά που ψάχνουν σωτηρία στο κοινό παιδί τους.

Υπάρχουν άνθρωποι που μπορεί να είναι λαμπροί ως ενήλικες, αλλά όταν αποτραβιούνται στην οικειότητα των πιο στενών τους σχέσεων δεν είναι παρά παιδιά, που χρειάζονται διαρκώς βοήθεια και αντιδρούν στην έλλειψη στοργής, προσοχής ή αναγνώρισης.

Να μάθουμε να εκμεταλλευόμαστε κάθε δυσκολία που συναντάμε στο δρόμο μας, για να εμβαθύνουμε περισσότερο και να έρθουμε σε ουσιαστικότερη επαφή, όχι μόνο με τον σύντροφό μας, αλλά και με την δική μας προσωπική κατάσταση, ως ζωντανά πλάσματα

ΔΡΑΠΕΤΑΙ

ΔΙΑΣ
Αλλά ποια είναι αυτή που πλησιάζει βιαστικά, ταραγμένη και δακρυσμένη, σαν να είναι θύμα μιας μεγάλης αδικίας; Μάλλον είναι η Φιλοσοφία, και φωνάζει αγανακτισμένη το δικό μου όνομα. Γιατί κλαις, κόρη μου; Και γιατί εγκατέλειψες τον κόσμο κι ήρθες εδώ; Μήπως τάχα οι απαίδευτοι έχουν συνωμοτήσει και πάλι εναντίον σου, όπως παλαιότερα, τότε που θανάτωσαν τον Σωκράτη, τον οποίο είχε κατηγορήσει ο Άνυτος, και γι’ αυτό απομακρύνεσαι από αυτούς;

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Τίποτε παρόμοιο, πατέρα μου. Αντίθετα εκείνοι, ο πολύς κόσμος, με επαινούσαν και με είχαν σε υπόληψη, με σέβονταν και με θαύμαζαν και λίγο έλειπε να αρχίσουν να με προσκυνούνε, παρόλο που δεν καταλάβαιναν και πολύ καλά τι έλεγα. Οι άλλοι όμως – πώς θα μπορούσα να το πω; – αυτοί που ισχυρίζονται πως είναι σύντροφοι και φίλοι μου, και παρουσιάζονται με το δικό μου όνομα, εκείνοι μου φέρθηκαν με τον πιο φοβερό τρόπο.

ΔΙΑΣ
Οι φιλόσοφοι οργάνωσαν κάποια συνωμοσία εναντίον σου;

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Κάθε άλλο, πατέρα μου, αφού έχουν αδικηθεί κι αυτοί μαζί μ’ εμένα.

ΔΙΑΣ
Από ποιους λοιπόν έχεις αδικηθεί, αν δεν κατηγορείς γι’ αυτό ούτε τους απαίδευτους ούτε τους φιλοσόφους;

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Υπάρχουν κάποιοι, Δία μου, στο ενδιάμεσο μεταξύ των πολλών και αυτών που φιλοσοφούνε. Στην εμφάνιση και στο βλέμμα και στο βάδισμα είναι όμοιοι μ’ εμάς, κι είναι και ντυμένοι με τον ίδιο τρόπο. Έχουν λοιπόν την αξίωση να ανήκουν στη δική μου παράταξη, και τιτλοφορούνται με το δικό μου όνομα, λέγοντας πως είναι μαθητές και σύντροφοι και ακόλουθοί μου. Η ζωή τους όμως, υπερβολικά απαίσια, γεμάτη από αμάθεια και θράσος και ακολασία, είναι μεγάλη προσβολή εναντίον μας. Αδικημένη από αυτούς, πατέρα μου, σηκώθηκα και έφυγα.

ΔΙΑΣ
Αυτό είναι φοβερό, κόρη μου. Αλλά σε τι ακριβώς σε έχουν αδικήσει;

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Πρόσεξε, πατέρα μου, να δεις αν είναι κάτι ασήμαντο. Εσύ, βλέποντας την ανθρώπινη ζωή να είναι γεμάτη από αδικία και παρανομία, επειδή τη συντρόφευε η αμάθεια και η αλαζονεία, οι οποίες και την αναστάτωναν, λυπήθηκες το ανθρώπινο γένος, που παρασυρόταν από την άγνοια, και έστειλες εμένα, με την εντολή να φροντίσω να σταματήσουν να αδικούν ο ένας τον άλλον και να συμπεριφέρονται βίαια και να ζούνε σαν άγρια θηρία, αλλά, στρέφοντας το βλέμμα τους προς την αλήθεια, να αρχίσουν να συμβιώνουν πιο ειρηνικά. Στέλνοντας με λοιπόν μου είπες: “Αυτά που κάνουν οι άνθρωποι, κόρη μου, και την κατάσταση στην οποία βρίσκονται εξαιτίας της αμάθειας, τα βλέπεις κι εσύ η ίδια. Εγώ όμως (επειδή τους λυπάμαι) εσένα, που νομίζω πως είσαι η μόνη που μπορείς να γιατρέψεις όσα γίνονται, εσένα επέλεξα από όλους εμάς, και σε στέλνω για να τους γιατρέψεις”.

ΔΙΑΣ
Το ξέρω πως τότε είπα πολλά μ’ αυτό το περιεχόμενο. Εσύ όμως πες μου τι έγινε μετά: πώς σε υποδέχτηκαν στην αρχή, τότε που πετώντας προσγειώθηκες ανάμεσά τους, και τι σου έχουν κάνει τώρα.

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Εξόρμησα, πατέρα μου, όχι αμέσως στους Έλληνες, αλλά αυτό που μου φαινόταν το δυσκολότερο μέρος του έργου, το να εκπαιδεύσω δηλαδή και να διδάξω τους βαρβάρους, αυτό αποφάσισα να πραγματοποιήσω πρώτο. Το ελληνικό γένος το άφησα, ως ικανότερο να υποταχτεί ευκολότερα, όπως τουλάχιστον φανταζόμουν, και να δεχτεί γρηγορότερα το χαλινάρι μου και να μπει κάτω από το ζυγό μου. Κατέφτασα λοιπόν πρώτα στους Ινδούς, το μεγαλύτερο από τα έθνη που υπάρχουν στον κόσμο, και τους έπεισα χωρίς δυσκολία να κατέβουν από τους ελέφαντες και να κάνουν συντροφιά μαζί μου, με αποτέλεσμα μια ολόκληρη φυλή, οι Βραχμάνες, που συνορεύουν με τους Νεχραίους και τους Οξυδράκες, όλοι τους να ανήκουν στην παράταξή μου και να ζούνε σύμφωνα με τις απόψεις μου· τους τιμούν όλοι οι γείτονές τους, και πεθαίνουνε με έναν παράξενο τρόπο θανάτου.

ΔΙΑΣ
Εννοείς τους γυμνοσοφιστές. Έχω ακουστά και άλλα πράγματα γι’ αυτούς, αλλά και ότι ανεβαίνουν σε μια τεράστια φωτιά και καίγονται υπομονετικά, χωρίς να μεταβάλλουν καθόλου την εμφάνιση ή το κάθισμά τους.

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Έπειτα λοιπόν από τους Βραχμάνους πήγα αμέσως στην Αιθιοπία, μετά κατέβηκα στην Αίγυπτο και, αφού έκανα συντροφιά με τους ιερείς και τους προφήτες τους, και τους δίδαξα θεϊκά ζητήματα, έφυγα για την Βαβυλώνα, για να μυήσω τους Χαλδαίους και τους Μάγους, έπειτα από κει στη Σκυθία, έπειτα στη Θράκη, όπου με συντρόφεψαν ο Εύμολπος και ο Ορφέας, τους οποίους έστειλα προδρόμους μου στην Ελλάδα, τον έναν, τον Εύμολπο,για να τους μυήσει – γιατί είχε μάθει από μένα όλα τα θεϊκά ζητήματα – και τον άλλο για να τους εξοικειώσει μαζί μου, μαγεύοντάς τους με τη μουσική· κι εγώ ακολούθησα ξοπίσω τους.

Στην αρχή λοιπόν, αμέσως μόλις έφτασα οι Έλληνες ούτε με υποδέχτηκαν εγκάρδια ούτε με απέκλισαν εντελώς από τη ζωή τους. Σιγά σιγά όμως, κάνοντας παρέα μαζί τους, προσέλκυσα από το σύνολο επτά ως συντρόφους και μαθητές, κι έναν ακόμη από τη Σάμο, κι έναν από την Έφεσο, κι από τα Άβδηρα ακόμη έναν, πολύ λίγους συνολικά.

Μετά απ’ αυτούς προσκολλήθηκε επάνω μου – κι εγώ δεν ξέρω πως – η φυλή των σοφιστών, που ούτε νοιαζόταν να εμβαθύνει στις δικές μου ενασχολήσεις ούτε και απομακρυνόταν πολύ απ’ αυτές, αλλά ήταν σαν τη γενιά των Ιπποκενταύρων, κάτι σύνθετο και ανάμεικτο, που πλανιόταν ανάμεσα στην αγυρτεία και στη φιλοσοφία, χωρίς ούτε να είναι εντελώς παραδομένο στην άγνοια ούτε και να μπορεί να κοιτάξει σ’ εμάς με σταθερό βλέμμα, αλλά, όπως οι τσιμπλιασμένοι, μπόρεσαν με ελαττωματική τους όραση να δουν ένα ακαθόριστο και θαμπό ομοίωμά μας ή μερικές φορές κάποια σκιά. Εκείνοι όμως νόμιζαν πως έχουν κατανοήσει με ακρίβεια τα πάντα. Γι’ αυτό και εξαπλώθηκε μεταξύ τους η άχρηστη εκείνη και περιττή σοφία και, όπως αυτοί νόμιζαν, ακαταμάχητη, οι περίτεχνες και αδιέξοδες και παράδοξες απαντήσεις και οι δυσεπίλητες και δαιδαλώδεις ερωτήσεις. Έπειτα, επειδή οι δικοί μου σύντροφοι τους εμπόδιζαν και τους αντέκρουαν, άρχισαν να εξοργίζονται και να συσπειρώνονται εναντίον τους, και στο τέλος τους έσυραν στα δικαστήρια και τους παρέδωσαν να πιούν το κώνειο. Ίσως λοιπόν να έπρεπε τότε να φύγω αμέσως και να μην ανεχτώ άλλο τη συντροφιά τους. Ωστόσο ο Αντισθένης και ο Διογένης, και λίγο αργότερα ο Κράτης και αυτός εδώ ο Μένιππος, με έπεισαν να παρατείνω λίγο την παραμονή μου, πράγμα που μακάρι ποτέ να μην το έκανα· και δεν θα είχα πάθει τόσες συμφορές αργότερα.

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ, Σάτιρα φιλοσοφίας και φιλοσοφούντων

Ποιος είναι πνευματικός άνθρωπος

Σχετική εικόναΠνευματικός είναι ο άνθρωπος που δε ζει σαν αυτόματο, δεν εξαρτάται από το παρελθόν, τα δόγματα, τις κουλτούρες. Ζει σαν άτομο, όχι σαν γρανάζι μιας μηχανής. Η ζωή του δεν αποφασίζεται από τους άλλους, αλλά από τη δική του συνείδηση. Ουσιαστικό άρωμα της ζωής του είναι η Ελευθερία.

Είναι ένας άνθρωπος που ζει ελεύθερα, επιτρέποντας σε όλους να ζουν ελεύθερα. Δεν ακολουθεί το πλήθος στις λεωφόρους και δε φοβάται να είναι μόνος. Αντίθετα, απολαμβάνει τις στιγμές μοναχικότητας σαν πολύτιμο θησαυρό. Η ζωή του είναι ριψοκίνδυνη, γιατί είναι πραγματικά ζωντανή. Είναι μια φλεγόμενη ψυχή, που εγκαταλείπει το συμβατικό βόλεμα και τη μαλθακή σιγουριά της εξασφάλισης, για να πετάξει στον ανοιχτό ορίζοντα του αγνώστου.

Στο πέταγμά του πάνω από την άβυσσο αφήνει πίσω του κάθε ελπίδα, ακόμα και την ελπίδα της λύτρωσης!

Όπως λέει χαρακτηριστικά ο Καζαντζάκης: «Ετούτη είναι η λευτεριά η δικιά μου. Λυτρώθηκα από τη λύτρωση! Κάθε άλλη λευτεριά, μάθετέ το, είναι σκλαβιά».

Πώς μπορεί να ’ναι λεύτερη μια ψυχή που ελπίζει;
Όποιος ελπίζει, φοβάται τη ζωή τούτη, φοβάται τη ζωή την άλλη, κρέμεται μετέωρος και περιμένει την τύχη ή το έλεος του Θεού. Είναι σαν ένα άσπρο σύννεφο, που δεν επιδιώκει στόχους, δεν αντιστέκεται στον άνεμο, αλλά ρέει παντού. Όλες οι διαστάσεις και όλες οι κατευθύνσεις του ανήκουν. Είναι απόλυτη αποδοχή. Δεν κοιτάζει τη ζωή σαν πρόβλημα, αλλά σαν μυστήριο που του αποκαλύπτεται στιγμή προς στιγμή. Γίνεται ο ίδιος το μυστήριο.

Δεν είναι ούτε κονφορμιστής, ούτε αντικοφορμιστής. Ο εκάστοτε επαναστάτης γκρεμίζει τη μια φυλακή για να χτίσει μια άλλη. Ο πνευματικός άνθρωπος είναι μια δημιουργική δράση, όχι ενάντια στο παλαιό, αλλά υπέρ του Αιώνια Νέου. Σκοπός του είναι η σύλληψη των αρχετύπων του Ωραίου, του Καλού και του Αγαθού και η εξωτερίκευσή τους στο χωροχρόνο.

Δε δίνει ιδιαίτερη σημασία στη συσσώρευση γνώσεων, γιατί ο νους που είναι σκλαβωμένος σε οποιαδήποτε συσσώρευση, δεν είναι ικανός να περιπλανηθεί μακριά και να ανακαλύψει την αλήθεια. Η Γνώση είναι αυθεντική, όταν επιτυγχάνεται υπαρξιακά και η πολυμάθεια, όπως παρατηρεί ο Ηράκλειτος, δε διδάσκει τη φρόνηση. Είναι ελεύθερος τόσο από την αφελή πίστη, όσο και τη φανατική πίστη, ενώ έχει απεριόριστη εμπιστοσύνη στη Ζωή.

Η θρησκευτικότητά του δεν ανήκει σε καμιά θρησκεία. Όπως η αγάπη, η θρησκευτικότητα δεν μπορεί να μπει σε καλούπια και να οργανωθεί. Δεν είναι ένα σύστημα πεποιθήσεων, αλλά ένας τρόπος ζωής, γεμάτος συνειδητότητα, συμπάθεια, φιλικότητα, αγάπη προς όλα τα πλάσματα, έμψυχα και άψυχα, χωρίς όρους και διάκριση.

Ο πνευματικός άνθρωπος δεν είναι ποτέ σοβαροφανής, γιατί η σοβαροφάνεια είναι αρρώστια και απονέκρωση.

Όπως λέει ο Silo: «Εγώ, σε κάθε πραγματικό σοφό είδα ένα παιδί που παίζει στον κόσμο των ιδεών και των πραγμάτων, που φτιάχνει μεγάλες και αστραφτερές σαπουνόφουσκες, που αυτός ο ίδιος τις κάνει να σκάνε».

Ο πνευματικός άνθρωπος είναι αστείρευτη πηγή εκστατικής χαράς, έμπνευσης και ακτινοβολίας για εκείνους που τον περιβάλλουν, γιατί είναι συνδεδεμένος με την Κοσμική Ενέργεια και συνεπώς δεν εμπλέκεται στις καθημερινές συγκρούσεις για εξασφάλιση της πεπερασμένης ανθρώπινης ενέργειας μέσω των θεάτρων ελέγχου. Η εσωτερική του ενότητα, προϊόν υπέρβασης των αντιθέσεων, του χαρίζει την πεποίθηση ότι ούτε ο θάνατος μπορεί να σταθεί εμπόδιο στη φωτεινή του πορεία.

Η Λύτρωση δεν είναι γι αυτόν η άρνηση των εγκοσμίων. Απάρνηση δε σημαίνει να λέμε αντίο στον κόσμο, αλλά να αλλάξουμε τη στάση της ταύτισης-προσκόλλησης. Είναι η εγκατάλειψη των ονειρικών προβολών της επιθυμίας, για να αγκαλιάσουμε αυτό που Είναι, Εδώ και Τώρα. Έχει την παλικαριά και τη δροσιά της καρδιάς ενός Ζορμπά, αλλά και το άρωμα της αταραξία ενός Βούδα, σύμφωνα με τον Οsho.

Για να χρησιμοποιήσουμε τον ποιητικό λόγο του Ταγκόρ: "Λύτρωση; Που εννοείς να βρεις τη λύτρωση; Μήπως ο ίδιος ο Θεός μας με ευχαρίστηση δε δέθηκε με της Δημιουργίας τα δεσμά, δε δέθηκε μαζί μας για πάντα; Παράτησε τις βαθιές σου προσευχές κι άφησε κατά μέρος το κομποσκοίνι και τους λιβανωτούς. Τα ρούχα σου θα σκονιστούνε και θα λερωθούν, μα δεν πειράζει. Πήγαινε κι αντάμωσέ Τον, και στάσου κοντά Του με την εργασία, και με τον ιδρώτα στο μέτωπό σου στο μεγάλο πανηγύρι της κοινής ανθρώπινης ζωής".

Ο πνευματικός άνθρωπος δεν είναι ένα όνειρο, δεν είναι μια ουτοπία. Είναι η πραγμάτωση του ανθρώπινου δυναμικού. Είναι ο δρόμος του Καινούργιου Ανθρώπου, η μόνη ελπίδα για την αναγέννηση του πολιτισμού μας.

Δημιούργησαν ξύλο γερό σαν ατσάλι

Αναπτύσσοντας μια νέα τεχνική, επιστήμονες από τις Ηνωμένες Πολιτείες δημιούργησαν λεπτά φύλλα ξύλου τα οποία είναι πιο ανθεκτικά από πολλά κράματα μετάλλων. Τις τελευταίες δεκαετίες αρκετές ερευνητικές ομάδες πειραματίζονται προσπαθώντας να ενισχύσουν το ξύλο με στόχο τη δημιουργία νέων υλικών τα οποία θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τα μέταλλα ή να προσφέρουν μια «φυσική» λύση στη μάστιγα των πλαστικών.

Η νέα ερευνητική εργασία προσφέρει μακράν τα καλύτερα – και πιο εντυπωσιακά – αποτελέσματα.

Οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ στο Κόλετζ Παρκ με επικεφαλής τους Τενγκ Λι και Λιανγκμπίνγκ Χου υιοθέτησαν μια νέα προσέγγιση, επιδιώκοντας να αλλάξουν την πορώδη δομή του φυσικού ξύλου. Αρχικά έβρασαν διάφορα είδη ξύλου, μεταξύ των οποίων και ξύλο από δρυ, σε ένα διάλυμα υδορξειδίου του νατρίου και θειώδους νατρίου επί επτά ώρες. Με τον τρόπο αυτόν η κυτταρίνη του ξύλου έμεινε ανέπαφη αλλά κάποια άλλα συστατικά – όπως π.χ. η λιγνίνη, η οποία συγκρατεί την κυτταρίνη – διαλύθηκαν σε μεγάλο βαθμό δημιουργώντας κενά.

Στη συνέχεια οι επιστήμονες έβαλαν το ξύλο σε καυτή πρέσα, σε θερμοκρασία 100 βαθμών Κελσίου, επί μια ημέρα. Το συμπιεσμένο φύλλο ξύλου που προέκυψε είχε πάχος όσο το ένα πέμπτο του αρχικού, αλλά η πυκνότητά του ήταν τρεις φορές μεγαλύτερη από του φυσικού ξύλου, με αποτέλεσμα να είναι 11,5 φορές πιο ανθεκτικό.

Οπως περιγράφεται στο σχετικό άρθρο στην επιθεώρηση «Nature», σε δοκιμές που έγιναν με ειδικό βαλλιστικό αεροβόλο όπως αυτά που χρησιμοποιούνται στις δοκιμές στρατιωτικών οχημάτων, το νέο υλικό αποδείχθηκε εξαιρετικά «σκληροτράχηλο». Πέντε φύλλα συγκολλημένα μεταξύ τους σε μια στρωματοποιημένη πλάκα πάχους μόλις 3 χιλιοστών μπορούσαν να αποκρούσουν χωρίς κανένα πρόβλημα ατσάλινα βλήματα βάρους 46 γραμμαρίων τα οποία κινούνταν με ταχύτητα περίπου 30 χιλιομέτρων την ώρα.

Η ταχύτητα αυτή είναι κατά πολύ μικρότερη από αυτή με την οποία κινούνται οι πραγματικές σφαίρες, όμως η δύναμη πρόσκρουσης των ατσάλινων βλημάτων στη στρωματοποιημένη πλάκα είναι παρόμοια με εκείνη που δημιουργείται κατά τη σύγκρουση δυο αυτοκινήτων. Για τον λόγο αυτόν οι ερευνητές από το Μέριλαντ θεωρούν ότι το συμπιεσμένο ξύλο μπορεί να αποτελέσει ιδανικό υλικό για την αυτοκινητοβιομηχανία.

Ορισμένοι επιστήμονες οι οποίοι δεν συμμετείχαν στη μελέτη επεσήμαναν ότι ενδεχομένως και άλλες, ηδη υπάρχουσες τεχνικές θα μπορούσαν να επιτύχουν ανάλογα αποτελέσματα αφαιρώντας τη λιγνίνη από το ξύλο με μικρότερο κόστος. Οι ερευνητές από το Μέριλαντ δεν διαφωνούν: αντιτείνουν ότι το σημαντικό εύρημα στην έρευνά τους είναι η ανακάλυψη ότι η ποσότητα της λιγνίνης που αφαιρείται είναι καθοριστική για τις επιδόσεις του υλικού.

Στα πειράματά τους είδαν ότι όταν αφαιρούσαν περισσότερη λιγνίνη το ξύλο αποκτούσε μικρότερη πυκνότητα και γινόταν εύθραυστο, γεγονός το οποίο υποδηλώνει ότι κάποια ποσότητα λιγνίνης είναι απαραίτητη προκειμένου να συγκρατεί την κυτταρίνη κατά τη συμπίεση.

Ο επιταχυντής LHC δεν βλέπει σκοτεινά φωτόνια

dark-photons.061801Μπορεί η αναζήτηση των σκοτεινών φωτονίων (της σκοτεινής ύλης) στον επιταχυντή  LHC να μην ήταν επιτυχημένη, αλλά έθεσε νέους περιορισμούς στην ισχύ της σύζευξης των υποθετικών αυτών σωματιδίων στα ηλεκτρομαγνητικά πεδία. Η σκοτεινή ύλη έχει ονομαστεί έτσι πολύ εύστοχα. Δεν εκπέμπει φως και αλληλεπιδρά με την ορατή ύλη μόνο μέσω της βαρύτητας. Όμως η σκοτεινή ύλη μπορεί να είναι μόνο η κορυφή ενός αόρατου σύμπαντος άγνωστων δυνάμεων. Αυτή η πιθανότητα έχει οδηγήσει σε ένα κυνήγι για την ανακάλυψη των «σκοτεινών” φωτονίων. 
 
Τέτοια φωτόνια είναι ανάλογα με τα συνηθισμένα φωτόνια, αλλά ανταλλάσσονται μεταξύ των σωματιδίων της σκοτεινής ύλης και σύμφωνα με ορισμένα μοντέλα μπορεί να έχουν μάζα. Τα αποδεικτικά στοιχεία για τα σκοτεινά φωτόνια θα ήταν ένα παιχνίδι αλλαγής, αποκαλύπτοντας έτσι ότι η σκοτεινή ύλη οδηγεί σε μια μυστική ζωή που είναι πολύ πιο πολύπλοκη από ό, τι υποτίθεται από τις περισσότερες θεωρίες. Η τελευταία αναζήτηση για σκοτεινά φωτόνια στο Μεγάλο Επιταχυντή Αδρονίων (LHC), ωστόσο, δεν έχει βρει τίποτα. Παρ ‘όλα αυτά, τα αποτελέσματα περιορίζουν το φάσμα των πιθανών τιμών για την ισχύ της σύζευξης μεταξύ σκοτεινών φωτονίων και των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων.
 
Οι συγκρούσεις ,εταξύ προτωνίων είναι μια πιθανή οδός για τη δημιουργία τέτοιων σκοτεινών φωτονίων, που στη συνέχεια αποσυντίθενται είτε αμέσως είτε μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, σε μιόνια και αντιμιόνια. Η ομάδα που χειρίζεται τον ανιχνευτή LHCb χτενίζει τα δεδομένα της σύγκρουσης πρωτονίων-πρωτονίων που συλλέχθηκαν το 2016, αλλά δεν βρήκαν στοιχεία για μια περίσσεια ζευγών μιονίου-αντιμιονίου, που θα μπορούσε να δείξει την παρουσία σκοτεινών φωτονίων.
 
Ωστόσο, οι ερευνητές ήταν σε θέση να μεγαλώσουν τους περιορισμούς στην ηλεκτρομαγνητική σύζευξη για την άμεση διάσπαση των σκοτεινών φωτονίων σε ένα εύρος μάζας 10.6 -70 GeV /c 2, παρέχοντας έτσι τους πρώτους περιορισμούς στα μακράς διάρκειας  φωτόνια στο 214 -350 MeV /c 2MeV /c 2, που συμφωνούν με τους προηγούμενους περιορισμούς για τα φωτόνια που έχουν υποβληθεί σε δοκιμή με μάζα μικρότερη από 0,5 GeV /c 2GeV /c 2.
 
Τα αποτελέσματα δείχνουν καλά για την προσεχή ανάλυση των πειραμάτων που πραγματοποιήθηκαν το 2017, τα οποία επικεντρώθηκαν στην εύρεση προϊόντων αποσύνθεσης σκοτεινών φωτονίων στη χαμηλότερη περιοχή μάζας. Οι ερευνητές αναμένουν ότι μέχρι το 2021, το πείραμα θα είναι πιο ευαίσθητο στις διασπάσεις των σκοτεινών φωτονίων τουλάχιστον κατά πολλές εκατοντάδες.

Στο CERN οι επιστήμονες βρίσκουν στοιχεία ότι στα πρωτόνια μπορεί να κρύβονται παράξενες περιττού αριθμού ενώσεις γλοιονίων

Σχετική εικόναΤα πρωτόνια είναι γνωστό ότι περιέχουν κουάρκ και γλοιόνια. Συμπεριφέρονται όμως τα γλοιόνια όπως αναμένονταν; Επιστήμονες από τη συνεργασία TOTEM (Total, elastic and diffractive cross-section measurement) μπορεί να έχουν βρει έμμεσες ενδείξεις μιας υποατομικής ένωσης γλοιονίων στις συγκρούσεις μεταξύ των πρωτονίων. Μια τέτοια κατάσταση, που θεωρητικά προσεγγίστηκε τη δεκαετία του 1970, τότε αποδόθηκε ως «Odderon», συνίσταται από περιττό αριθμό γλοιονίων.
Συνήθως, τα πρωτόνια που συγκρούονται στο LHC (Large Hadron Collider) θρυμματίζονται και δημιουργούν νέα σωματίδια. Ωστόσο μερικές φορές, περίπου 25%, επιβιώνουν άθικτα από τη σύγκρουση. Αντί να διασπαστούν σε κομμάτια, αλλάζουν μόνο την κατεύθυνσή τους και εμφανίζονται στον ανιχνευτή σε πολύ μικρές γωνίες ως προς τον αγωγό δέσμης. Η απόκλισή τους σε μια απόσταση 200 μέτρων είναι της τάξης του ενός χιλιοστομέτρου. Αυτού του τύπου η αλληλεπίδραση αποκαλείται «ελαστική σκέδαση» και είναι η εξειδίκευση του TOTEM, του μεγαλύτερου πειράματος του CERN. Για να γίνει δυνατό να ανιχνευτούν τα πρωτόνια που επιβιώνουν, οι ανιχνευτές απλώνονται κατά μήκος περίπου μισού χιλιομέτρου γύρω από το σημείο αλληλεπίδρασης CMS.

Τα κουάρκ στο πρωτόνιο συνδέονται με γλοιόνια, τους φορείς της ισχυρής δύναμης. Οι φυσικοί έχουν εξηγήσει με επιτυχία την ελαστική σκέδαση με μεταφορά χαμηλής ορμής και υψηλές ενέργειες με την ανταλλαγή ενός «Pomeron», που στην σύγχρονη γλώσσα είναι μια κατάσταση δυο ομαδοποιημένων γλοιονίων. Το πείραμα TOTEM μέτρησε με ακρίβεια την διαδικασία της ελαστικής σκέδασης στα 13 TeV για να εξαγάγει την ολική πιθανότητα για τις συγκρούσεις πρωτονίων, καθώς και την αποκαλούμενη παράμετρο ρ, που βοηθάει για να εξηγηθεί η διαφορά στην σκέδαση στη σύγκρουση πρωτονίων και στη σύγκρουση αντιπρωτονίου-πρωτονίου.

Συνδυάζοντας αυτές τις δυο μετρήσεις, η συνεργασία TOTEM βρίσκει καλύτερη συμφωνία με θεωρητικά μοντέλα που δείχνουν την ανταλλαγή τριών συγκεντρωμένων γλοιονίων. Παρόλο που αυτή η ανταλλαγή προβλέφθηκε από την Κβαντική Χρωμοδυναμική (QCD) θεωρία κατά τη δεκαετία του 1980, κανένα πειραματικό στοιχείο δεν παρουσιάστηκε μέχρι σήμερα. Οι μετρήσεις δείχνουν επίσης μια αργή μείωση της ολικής πιθανότητας της σκέδασης με την ενέργεια. Ενώ κάτι αναμένονταν στις πολύ υψηλότερες ενέργειες, δεν υπήρχε ένδειξη ενός τέτοιου αποτελέσματος σε προηγούμενα δεδομένα.

«Οι μετρήσεις αυτές εξερευνούν για πρώτη φορά τη συμπεριφορά των πρωτονίων σε ελαστικές αλληλεπιδράσεις στην υψηλότατη ενέργεια των 13 TeV. Τα αποτελέσματα αυτά που ελήφθησαν με εκπληκτική ακρίβεια, έγιναν δυνατά λόγω της εκπληκτικής απόδοσης των ανιχνευτών του TOTEM και τις εξαιρετικές δυνατότητες του LHC», παρατήρησε ο εκπρόσωπος του TOTEM, Simone Giani.
Εάν τρία γλοιόνια πραγματικά διαμορφώνουν μια ένωση, θα έπρεπε να εμφανίζεται και σε άλλα πειράματα σκέδασης. Έτσι οι φυσικοί αναζητούν εξειδικευμένα πειράματα για να διαπιστώσουν αν μια τέτοια ένωση διαμορφώνεται πραγματικά. Για να εξερευνήσουν περαιτέρω και να επιβεβαιώσουν τις θεωρητικές ερμηνείες, σχεδιάζεται να γίνει ένας ειδικός γύρος πρωτονίων στο LHC σε μια ενέργεια 900 GeV, το 2018, για να συλλεχθούν περισσότερα δεδομένα και θα εμπλέκει επίσης και άλλα πειράματα του LHC.

Η ανάπτυξη των φιλοσοφικών ιδεών από την εποχή του Καρτέσιου σε σύγκριση με τη νέα κατάσταση στην κβαντική θεωρία

Στα δύο χιλιάδες χρόνια που ακολούθησαν το μεσουράνημα της ελληνικής επιστήμης και παιδείας, τον πέμπτο και τέταρτο αιώνα π.Χ., το ανθρώπινο πνεύμα απασχολήθηκε σε μεγάλο βαθμό με προβλήματα διαφορετικού είδους από εκείνα της προηγουμένης περιόδου. Τους πρώτους αιώνες της ελληνικής παιδείας η ισχυρότερη ώθηση είχε προέλθει από την άμεση πραγματικότητα του κόσμου, στον οποίο ζούμε και τον οποίο αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας. Η πραγματικότητα αύτη ήταν γεμάτη ζωή και δεν υπήρχε κανένας σοβαρός λόγος να τονιστεί ή διάκριση ανάμεσα στην ύλη και το πνεύμα ή στο σώμα και την ψυχή.
 
Στη φιλοσοφία όμως τού Πλάτωνα παρατηρεί κιόλας κανείς πως αρχίζει να γίνεται ισχυρότερη μία άλλη πραγματικότητα. Στην περίφημη παρομοίωση της σπηλιάς ο Πλάτωνας συγκρίνει τους ανθρώπους με φυλακισμένους, που είναι δεμένοι μέσα σε μια σπηλιά, και μπορούν να βλέπουν προς μία μόνο κατεύθυνση. Έχουν από πίσω τους μία φωτιά και βλέπουν σ’ ένα τοίχο τις σκιές τους καθώς και τις σκιές των αντικειμένων που είναι πίσω τους. Επειδή δεν βλέπουν τίποτε άλλο από τις σκιές, νομίζουν πως οι σκιές αυτές είναι πραγματικές και δεν έχουν ιδέα για τα αντικείμενα. Τελικά, ένας από τους φυλακισμένους δραπετεύει και βγαίνει από τη σπηλιά στο φως του ήλιου. Για πρώτη φορά βλέπει αληθινά πράγματα και αντιλαμβάνεται πως μέχρι τότε τον εξαπατούσαν οι σκιές. Για πρώτη φορά μαθαίνει την αλήθεια και συλλογιέται μονάχα με λύπη τη μακρόχρονη ζωή του μέσα στο σκοτάδι.
 
Ο αληθινός φιλόσοφος είναι ο φυλακισμένος που δραπέτευσε από τη σπηλιά στο φως της αλήθειας, είναι ο μόνος που κατέχει την πραγματική γνώση. Αυτή ή άμεση συνάφεια με την αλήθεια ή, πως μπορούμε να πούμε κατά τη χριστιανική αντίληψη, με το θεό είναι ή καινούργια πραγματικότητα, που άρχισε να γίνεται ισχυρότερη από την πραγματικότητα του κόσμου, πως τον αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας. Ή άμεση επαφή με το θεό γίνεται μέσα στην ανθρώπινη ψυχή, χι στον κόσμο, και αυτό ήταν το πρόβλημα που απασχόλησε την ανθρώπινη σκέψη περισσότερο από κάθε άλλο πράγμα στα δυο χιλιάδες χρόνια μετά τον Πλάτωνα.
 
Αυτή την περίοδο τα μάτια των φιλοσόφων ήταν στραμμένα προς την ανθρώπινη ψυχή και στη σχέση της με το θεό, στα προβλήματα της ηθικής και στην ερμηνεία της αποκάλυψης, άλλα όχι προς τον εξωτερικό κόσμο. Μόνο την εποχή της ιταλικής Αναγέννησης παρατηρείται και πάλι μία βαθμιαία μεταβολή του ανθρώπινου πνεύματος, η οποία τελικά είχε σαν αποτέλεσμα μιαν αναγέννηση του ενδιαφέροντος για τη φύση.
 
Η ανάπτυξη των φιλοσοφικών ιδεών που ήταν στενά δεμένες με τις θεμελιακές έννοιες της επιστήμης είχε προηγηθεί μεν, άλλα και συνόδεψε τη μεγάλη εξέλιξη των φυσικών επιστημών που άρχισε το δέκατο έκτο καώ δέκατο έβδομο αιώνα. Γι' αυτό το λόγο μπορεί να είναι ωφέλιμο να σχολιάσουμε τις ιδέες αυτές από τη θέση που τελικά έφτασε στον καιρό μας η σύγχρονη επιστήμη.
 
Ο πρώτος μεγάλος φιλόσοφος αυτής της νέας περιόδου της επιστήμης ήταν ο Καρτέσιος, ο οποίος έζησε στο πρώτο μισό του δεκάτου εβδόμου αιώνα. Εκείνες από τις ιδέες του, που είναι οι πιο σπουδαίες για την ανάπτυξη του επιστημονικού τρόπου σκέψης, περιέχονται στο έργο του "Λόγος περί Μεθόδου". Στηριζόμενος στην αμφιβολία και το λογικό συλλογισμό προσπαθεί να βρει μία εντελώς καινούργια και, πως πιστεύει, στερεή βάση για ένα φιλοσοφικό σύστημα. Δεν δέχεται την αποκάλυψη σαν τέτοια βάση ούτε θέλει να παραδεχτεί χωρίς κριτική ό,τι αντιλαμβάνεται με τις αισθήσεις του. Έτσι αρχίζει με τη μέθοδο του της αμφιβολίας. Ρίχνει την αμφιβολία του πάνω σ’ εκείνο για το όποιο οι αισθήσεις μας λένε για τα αποτελέσματα του συλλογισμού μας και τελικά φτάνει στην περίφημη πρόταση του: "cogito ergo sum" ("σκέπτομαι, άρα υπάρχω"). Δεν μπορώ να αμφιβάλω για την ύπαρξη μου, γιατί προκύπτει από το γεγονός πως σκέπτομαι. μετά τη θεμελίωση της ύπαρξης του Εγώ κατά τον τρόπο αυτό, προχωρεί στην απόδειξη της ύπαρξης του Θεού ουσιαστικά πάνω στις γραμμές της σχολαστικής φιλοσοφίας. Τελικά, ή ύπαρξη του κόσμου προκύπτει από το γεγονός πως ο θεός μου έδωσε μιαν ισχυρή διάθεση να πιστεύω στην ύπαρξη του κόσμου, και είναι απλώς αδύνατον να με έχει εξαπατήσει ο θεός.
 
Η βάση Αυτή της φιλοσοφίας του Καρτέσιου είναι ριζικά διαφορετική από εκείνη των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων. Εδώ ή αφετηρία δεν είναι μία θεμελιακή αρχή η ουσία, αλλά η απόπειρα μιας θεμελιακής γνώσης. Και ο Καρτέσιος διαπιστώνει πως ό,τι γνωρίζουμε για το πνεύμα μας, είναι περισσότερο βέβαιο από ό,τι ξέρουμε για τον εξωτερικό κόσμο. "Αλλά από την αφετηρία του κιόλας με το "τρίγωνο" θεός – Κόσμος – Εγώ απλουστεύει κατά επικίνδυνο τρόπο τη βάση για πιο πέρα συλλογισμό. Ή διαίρεση ανάμεσα σε ύλη και πνεύμα, ανάμεσα σε ψυχή και σώμα, που είχε αρχίσει στη φιλοσοφία του Πλάτωνα, είναι τώρα πλήρης. Ο θεός διαχωρίζεται και από το Εγώ και από τον Κόσμο. Πραγματικά, ο Θεός υψώνεται τόσο ψηλά πάνω από τον κόσμο και τους ανθρώπους, ώστε τελικά φαίνεται στη φιλοσοφία του Καρτέσιου μόνο σαν κοινό σημείο αναφοράς που αποκαθιστά τη σχέση ανάμεσα στο Εγώ και τον Κόσμο.
 
Ενώ ή αρχαία ελληνική φιλοσοφία προσπάθησε να βρει μία τάξη στην άπειρη ποικιλία πραγμάτων και γεγονότων ψάχνοντας για κάποια θεμελιακή ενοποιητική αρχή, ο Καρτέσιος προσπαθεί να αποκαταστήσει την τάξη με τη βοήθεια μιας θεμελιακής διαίρεσης. Αλλά τα τρία μέρη που προκύπτουν απ’ τη διαίρεση χάνουν κάτι από την ουσία τους, όταν ένα οποιοδήποτε μέρος θεωρείται χωριστά από τ’ άλλα δύο. Γι’ αυτόν που θα χρησιμοποιήσει τις θεμελιακές έννοιες του Καρτέσιου στο σύνολο τους, είναι ουσιώδες πως ο Θεός υπάρχει στον Κόσμο και στο Εγώ και ακόμα πως το Εγώ δεν μπορεί να χωριστεί πραγματικά από τον Κόσμο. Φυσικά, ο Καρτέσιος γνώριζε την αναμφισβήτητη αναγκαιότητα της σύνδεσης, αλλά στην περίοδο που ακολούθησε, η φιλοσοφία και οι φυσικές επιστήμες αναπτύχθηκαν με βάση την πολικότητα ανάμεσα στη "res cogitans" και στη "res extensa" και οι φυσικές επιστήμες συγκέντρωσαν το ενδιαφέρον τους στη "res extensa". Είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε πλήρως την επίδραση της Καρτεσιανής διαίρεσης στην ανθρώπινη σκέψη κατά τους αιώνες που ακολούθησαν, αλλά αυτην ακριβώς τη διαίρεση πρέπει να επικρίνουμε αργότερα από την ανάπτυξη της Φυσικής στον καιρό μας.
 
Φυσικά, θα ήταν λάθος να πούμε πως ο Καρτέσιος, με την καινούργια του φιλοσοφική μέθοδο, έδωσε νέα κατεύθυνση στην ανθρώπινη σκέψη. Εκείνο που πραγματικά έκανε ήταν να διατυπώσει για πρώτη φορά μία τάση στον ανθρώπινο τρόπο σκέψης, που μπορούσε κιόλας να παρατηρηθεί στην ιταλική Αναγέννηση και τη Μεταρρύθμιση. Υπήρχε η αναγέννηση του ενδιαφέροντος για τα μαθηματικά, η οποία προκάλεσε μία αυξανόμενη επίδραση Πλατωνικών στοιχείων στη φιλοσοφία και την εμμονή σε προσωπική θρησκεία. Το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τα μαθηματικά ευνόησε ένα φιλοσοφικό σύστημα που ξεκίνησε από το λογικό συλλογισμό και προσπάθησε με τη μέθοδο Αυτή να φτάσει σε κάποια αλήθεια που ήταν τόσο βέβαιη όσο και ένα μαθηματικό συμπέρασμα. Η εμμονή σε προσωπική θρησκεία διαχώρισε το Εγώ και τη σχέση του με το Θεό από τον Κόσμο. Το ενδιαφέρον για το συνδυασμό εμπειρικής γνώσης και μαθηματικών, όπως παρατηρείται στο έργο του Γαλιλαίου, οφειλόταν ίσως κατά ένα μέρος στη δυνατότητα να φτάσει κανείς με τον τρόπο αυτό σε κάποια γνώση που θα μπορούσε να κρατηθεί εντελώς μακριά από τις θεολογικές διαμάχες που ξεσήκωσε ή Μεταρρύθμιση. Η εμπειρική Αυτή γνώση μπορούσε να διατυπωθεί χωρίς να μιλάει κανείς για το Θεό ή τον εαυτό του και ευνοούσε το διαχωρισμό των τριών θεμελιακών εννοιών Θεός – Κόσμος – Εγώ ή το διαχωρισμό ανάμεσα σε "res cogitans" και "res extensa".
 
Την περίοδο αυτή σε μερικές περιπτώσεις οι πρωτοπόροι των εμπειρικών επιστημών συμφωνούσαν σαφώς, πως στις συζητήσεις τους δεν θα έπρεπε να αναφέρεται το όνομα του Θεού ή οποιαδήποτε θεμελιακή αίτια.
 
Από την άλλη μεριά, ο διαχωρισμός παρουσίαζε δυσκολίες από την αρχή κιόλας. Στη διάκριση, π.χ., ανάμεσα στη "res cogitans" και τη "res extensa" ο Καρτέσιος εξαναγκάστηκε να βάλει όλα τα ζώα προς την πλευρά της "res extensa". κατά συνέπεια, τα ζώα και τα φυτά δεν διαφέρανε ουσιαστικά από τις μηχανές, η συμπεριφορά τους καθοριζόταν τελείως από υλικά αιτία. Πάντοτε όμως δυσκολευόταν κανείς να αρνηθεί τελείως την ύπαρξη κάποιου είδους ψυχής στα ζώα, και μας φαίνεται πως η παλιότερη έννοια της ψυχής, π.χ. στη φιλοσοφία του Θωμά του Άκινατη, ήταν πιο φυσική και λιγότερο παρατραβηγμένη από την Καρτεσιανή έννοια της "res cogitans", ακόμα και αν έχουμε πειστεί πως οι νόμοι της Φυσικής ή της Χημείας ισχύουν αυστηρά και στους ζωντανούς οργανισμούς. Μιά από τις μεταγενέστερες συνέπειες της άποψης αυτής του Καρτέσιου ήταν πως, αν τα ζώα θεωρούνταν απλώς μηχανές, θα ήταν δύσκολο να μη σκεφτούμε το ίδιο και για τους ανθρώπους. Επειδή, εξάλλου, η "res cogitans" και η "res externa" θεωρούνταν τελείως διαφορετικές ως προς την ουσία τους, δεν φαινόταν δυνατό πως μπορούσαν να ενεργούν η μία πάνω στην άλλη. κατά συνέπεια, για να διατηρηθεί πλήρης παραλληλισμός ανάμεσα στις εμπειρίες του πνεύματος και του σώματος, και το μυαλό επίσης στις δραστηριότητες του, καθοριζόταν τελείως από νόμους οι οποίοι αντιστοιχούσαν στους νόμους της Φυσικής και της Χημείας. Εδώ ανέκυψε το θέμα της δυνατότητας της "ελεύθερης βούλησης". Είναι φανερό πως ολόκληρη Αυτή η περιγραφή είναι κάπως τεχνητή και δείχνει τα σοβαρά ελαττώματα της Καρτεσιανής διαίρεσης.
 
Από την άλλη όμως μεριά, στις φυσικές επιστήμες, η διαίρεση για μερικούς αιώνες είχε εξαιρετική επιτυχία. Η μηχανική τού Νεύτωνα και όλοι οι άλλοι κλάδοι της κλασικής φυσικής οικοδομήθηκαν έχοντας σαν πρότυπο την υπόθεση, πως μπορεί κανείς να περιγράψει τον κόσμο χωρίς να μιλάει για το θεό ή τον εαυτό του. Ή δυνατότητα Αυτή γρήγορα φάνηκε σα σχεδόν αναγκαία συνθήκη για λες γενικά τις φυσικές επιστήμες.
 
Στο σημείο όμως αυτό ή κατάσταση άλλαξε ως ένα βαθμό με την κβαντική θεωρία και γι αυτό μπορούμε τώρα να κάνουμε μία σύγκριση τού φιλοσοφικού συστήματος τού Καρτέσιου με τη σημερινή μας κατάσταση στη σύγχρονη φυσική. Τονίσαμε και προηγουμένως πως, σύμφωνα με την- ερμηνεία της κβαντικής θεωρίας από τη Σχολή της Κοπεγχάγης, μπορούμε πράγματι να προχωρήσουμε χωρίς να αναφέρουμε τους εαυτούς μας, ως άτομα, άλλα δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός πως οι φυσικές επιστήμες διαμορφώθηκαν από τους ανθρώπους.
 
Οι φυσικές επιστήμες δεν περιγράφουν και δεν εξηγούν απλώς τη φύση· είναι μέρος από την αλληλεπίδραση ανάμεσα στη φύση και τους εαυτούς μας περιγράφουν τη φύση πως Αυτή φανερώνεται στη μέθοδο των ερωτήσεων μας. αυτό ήταν μία περίπτωση που ο Καρτέσιος δεν μπορούσε να σκεφτεί, άλλα κάνει αδύνατο τον οξύ διαχωρισμό ανάμεσα στον Κόσμο και το Εγώ.
 
Αν κανείς ακολουθήσει τη μεγάλη δυσκολία, που ακόμα και έξοχοι επιστήμονες, σαν τον Αϊνστάιν, συνάντησαν στην κατανόηση και αποδοχή της ερμηνείας της κβαντικής θεωρίας από τη Σχολή της Κοπεγχάγης, θα βρει τις ρίζες της δυσκολίας αυτής στην Καρτεσιανή διαίρεση. Η διαίρεση Αυτή τρύπωσε βαθιά στο ανθρώπινο πνεύμα μέσα στους τρεις αιώνες που ακολούθησαν τον Καρτέσιο και θα περάσει πολύς καιρός για να αντικατασταθεί από μία πραγματικά διαφορετική στάση αντίκρυ στο πρόβλημα της πραγματικότητας.
 
Η θέση στην όποια οδήγησε η Καρτεσιανή διαίρεση, αναφορικά με τη "res extensa", ήταν αυτό που μπορεί κανείς να ονομάσει μεταφυσικό ρεαλισμό. Ο κόσμος, δηλαδή τα εκτεινόμενα πράγματα, "υπάρχει". Το ρεαλισμό αυτόν πρέπει να τον διακρίνουμε από τον πρακτικό ρεαλισμό και τις διάφορες μορφές ρεαλισμού που μπορούν να περιγραφούν ως εξής: "Αντικειμενοποιούμε" μία πρόταση, όταν ισχυριζόμαστε πως το περιεχόμενο της δεν εξαρτιέται από τις συνθήκες κάτω από τις όποιες μπορεί να επαληθευτεί. Ο πρακτικός ρεαλισμός παραδέχεται πως υπάρχουν προτάσεις που μπορούν να αντικειμενοποιηθούν και πως στην πραγματικότητα το μεγαλύτερο μέρος της καθημερινής μας πείρας αποτελείται από τέτοιες προτάσεις. Ο δογματικός ρεαλισμός ισχυρίζεται πως δεν υπάρχουν προτάσεις, αναφερόμενες στον υλικό κόσμο, που να μη μπορούν να αντικειμενοποιηθούν. Ο πρακτικός ρεαλισμός ήταν και θα είναι πάντοτε ουσιαστικό μέρος των φυσικών επιστημών. Ο δογματικός ρεαλισμός όμως, όπως τον βλέπουμε τώρα, δεν είναι αναγκαστική συνθήκη για τις φυσικές επιστήμες. Αλλά στο παρελθόν έπαιξε πολύ σπουδαίο ρόλο στην εξέλιξη της επιστήμης πραγματικά, ο δογματικός ρεαλισμός είναι η θέση της κλασικής φυσικής. Μόνο με την κβαντική θεωρία μάθαμε πως η ακριβής επιστήμη είναι δυνατή χωρίς τη βάση τού δογματικού ρεαλισμού. Όταν ο Αϊνστάιν επέκρινε την κβαντική θεωρία, το έκανε από τη σκοπιά του δογματικού ρεαλισμού. αυτό είναι πολύ φυσικό. Κάθε επιστήμονας που κάνει ερευνητική εργασία αισθάνεται πως ψάχνει για κάτι που είναι αντικειμενικά αληθινό. Οι προτάσεις του δεν νοούνται πως εξαρτιόνται από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες μπορούν να επαληθευτούν. Ειδικά στη Φυσική, το γεγονός πως μπορούμε να εξηγούμε τη φύση με απλούς μαθηματικούς νόμους μας λέει ότι έχουμε συναντήσει εδώ κάποιο γνήσιο χαρακτηριστικό της πραγματικότητας και όχι κάτι που – με κάθε σημασία της λέξης – επινοήσαμε εμείς οι ίδιοι. αυτό είναι που είχε ο Αϊνστάιν στο μυαλό του, όταν πήρε το δογματικό ρεαλισμό σα βάση για τις φυσικές επιστήμες.
 
Η ίδια όμως η κβαντική θεωρία αποτελεί παράδειγμα για τη δυνατότητα ερμηνείας της φύσης με τη βοήθεια απλών μαθηματικών νόμων χωρίς Αυτή τη βάση. Βέβαια, οι νόμοι αυτοί μπορεί να μη φαίνονται πολύ απλοί σε σύγκριση με τη Νευτώνεια μηχανική. Αλλά κρίνοντας από τα φοβερά πολύπλοκα φαινόμενα, που πρέπει να ερμηνευτούν (π.χ. τα γραμμικά φάσματα των ατόμων με μεγάλο ατομικό αριθμό), η μαθηματική μορφή της κβαντικής θεωρίας είναι συγκριτικά απλή. Η φυσική επιστήμη είναι πράγματι δυνατή χωρίς τη βάση του δογματικού ρεαλισμού.
 
Ό μεταφυσικός ρεαλισμός πάει ένα βήμα πιο πέρα από το δογματικό ρεαλισμό λέγοντας πως "Τα πράγματα αληθινά υπάρχουν". αυτό είναι ακριβώς εκείνο που ο Καρτέσιος προσπάθησε να αποδείξει με το επιχείρημα ότι "Ό Θεός δεν μπορεί να μας έχει εξαπατήσει". Ή πρόταση, πως τα πράγματα υπάρχουν στ’ αλήθεια, διαφέρει από την πρόταση του δογματικού ρεαλισμού μόνο στο ότι εδώ χρησιμοποιείται η λέξη "υπάρχω", πράγμα που εννοεί επίσης και ή άλλη πρόταση "cogito ergo sum" … "Σκέπτομαι, άρα υπάρχω". Αλλά είναι δύσκολο να καταλάβουμε τι εννοείται σε αυτό το σημείο, που δεν περιέχεται ακόμη στη θέση του δογματικού ρεαλισμού· και αυτό μας οδηγεί σε μία γενική κριτική της πρότασης "cogito ergo sum", που ο Καρτέσιος θεώρησε σαν τη στερεή βάση πάνω στην οποία θα μπορούσε να κτίσει το σύστημα του. Είναι πράγματι αλήθεια πως η πρόταση Αυτή έχει την βεβαιότητα μαθηματικού συμπεράσματος, αν οι λέξεις "cogito" και "sum" οριστούν με το συνηθισμένο τρόπο η, για να το τοποθετήσουμε πιο προσεχτικά και ταυτόχρονα πιο κριτικά, αν οι λέξεις οριστούν κατά τρόπο που να προκύπτει η πρόταση. αυτό όμως δεν μας λέει τίποτα για το ως που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τις έννοιες "σκέπτεσθαι" και "είναι" για να βρούμε τον δρόμο μας. Τελικά, κατά γενική έννοια, είναι πάντοτε θέμα πείρας το ως πού μπορούν να εφαρμοστούν οι αντιλήψεις μας.
 
Η δυσκολία τού μεταφυσικού ρεαλισμού έγινε γρήγορα αισθητή μετά τον Καρτέσιο και στάθηκε η αφετηρία για την εμπειριστική φιλοσοφία, την αισθησιοκρατία και το θετικισμό.
 
Οι τρεις φιλόσοφοι που μπορούν να θεωρηθούν αντιπρόσωποι της πρώιμης εμπειριστικής φιλοσοφίας είναι οι Λοκ, Μπέρκλευ και Χιούμ. Ο Λοκ ισχυρίζεται, αντίθετα με τον Καρτέσιο, πως όλη η γνώση βασίζεται τελικά στην εμπειρία. Η εμπειρία Αυτή μπορεί να είναι αίσθηση ή αντίληψη της λειτουργίας του μυαλού μας. Η γνώση, όπως δηλώνει ο Λοκ, είναι η αντίληψη της συμφωνίας ή διαφωνίας δύο ιδεών. Ο Μπέρκλευ έκανε το επόμενο βήμα. Αν πραγματικά όλη μας η γνώση προέρχεται από την αντίληψη, δεν έχει καθόλου νόημα ή πρόταση πώς τα πράγματα όντως υπάρχουν γιατί αν είναι δοσμένη ή αντίληψη, ίσως να μην ενδιαφέρει το αν τα πράγματα υπάρχουν ή δεν υπάρχουν. κατά συνέπεια, το να είμαστε αντιληπτοί είναι ταυτόσημο με την ύπαρξη. Αυτή η γραμμή επιχειρηματολογίας επεκτάθηκε κατόπιν σε άκρο σκεπτικισμό από τον Χιουμ, ο οποίος αρνιόταν τη λογική επαγωγή και τη σχέση ανάμεσα στο αίτιο και το αποτέλεσμα και με τον τρόπο αυτό έφτανε σε ένα συμπέρασμα που, αν το πάρουμε στα σοβαρά, θα μπορούσε να καταστρέψει τη βάση κάθε εμπειρικής επιστήμης.
 
Η επίκριση του μεταφυσικού ρεαλισμού, η οποία εκφράστηκε στην εμπειριστική φιλοσοφία, δικαιώνεται βέβαια στο βαθμό που αποτελεί προειδοποίηση ενάντια την απλοϊκή χρήση τού όρου "ύπαρξη". Οι θετικές προτάσεις αυτής της φιλοσοφίας μπορούν να επικριθούν πάνω στην ίδια βάση. Πρώτα – πρώτα, οι αντιλήψεις μας δεν είναι δέσμιες από χρώματα ή ήχους· ό,τι αντιλαμβανόμαστε έχει γίνει κιόλας αντιληπτό σαν κάποιο πράγμα, εδώ πρέπει να τονίσουμε τη λέξη "πράγμα", και για το λόγο αυτό είναι αμφίβολο αν κερδίζουμε τίποτα παίρνοντας τις αντιλήψεις αντί για τα πράγματα σαν τα έσχατα στοιχεία της πραγματικότητας.
 
Ο σύγχρονος θετικισμός αναγνώρισε καθαρά τη δυσκολία πού κρυβόταν από κάτω. Αυτή η γραμμή σκέψης εκφράζει μία επίκριση ενάντια στην απλοϊκή χρήση ορισμένων όρων, όπως "πράγμα", "αντίληψη", "ύπαρξη" με το γενικό αξίωμα, πως το ζήτημα, αν μία δοσμένη πρόταση έχει καθόλου νόημα, θα έπρεπε πάντοτε να εξετάζεται στην εντέλεια και με κριτική διάθεση. Το αξίωμα αυτό και η συγκαλυμμένη του στάση πηγάζουν από τη μαθηματική λογική. Η πορεία των φυσικών επιστημών εικονίζεται σαν προσάρτηση συμβόλων στα φαινόμενα. Τα σύμβολα μπορούν, όπως στα μαθηματικά, να συνδυάζονται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες και μ’ αυτό τον τρόπο προτάσεις για τα φαινόμενα μπορούν να παρασταίνονται με συνδυασμούς συμβόλων. Παρόλα αυτά, ένας συνδυασμός συμβόλων που δεν συμμορφώνεται με τους κανόνες δεν είναι λαθεμένος, άλλα δεν περιέχει κανένα νόημα.
 
Η φανερή δυσκολία στο επιχείρημα αυτό είναι ή έλλειψη οποιουδήποτε γενικού κριτηρίου για το πότε μία πρόταση πρέπει να θεωρείται χωρίς νόημα. Μία οριστική απόφαση είναι δυνατή μόνον όταν η πρόταση ανήκει σε ένα κλειστό σύστημα εννοιών και αξιωμάτων, πράγμα που στην εξέλιξη των φυσικών επιστημών θα αποτελεί εξαίρεση περισσότερο παρά κανόνα. Σε μερικές περιπτώσεις η εικασία, πως κάποια πρόταση είναι χωρίς νόημα, οδήγησε ιστορικά σε σπουδαία πρόοδο, γιατί άνοιξε το δρόμο προς τη θεμελίωση νέων σχέσεων, που θα ήταν αδύνατη αν η πρόταση είχε ένα νόημα. Ένα παράδειγμα στην κβαντική θεωρία, που έχει κιόλας συζητηθεί, είναι η πρόταση: "Σε ποια τροχιά κινείται το ηλεκτρόνιο γύρω από τον πυρήνα; ". Γενικά όμως το θετικιστικό σχήμα που πάρθηκε από τη μαθηματική λογική είναι πολύ στενό για την περιγραφή της φύσης, η οποία χρησιμοποιεί αναγκαστικά λέξεις και έννοιες, που έχουν οριστεί με ασάφεια μόνο.
 
Η φιλοσοφική θέση πως όλη η γνώση βασίζεται τελικά στην εμπειρία οδήγησε στο τέλος σε ένα αξίωμα που αφορά τη λογική διευκρίνηση κάθε πρότασης για τη φύση. Ένα τέτοιο αξίωμα μπορεί να ήτανε δικαιολογημένο στην περίοδο της κλασικής φυσικής, άλλα από την εποχή της κβαντικής θεωρίας μάθαμε πως δεν μπορεί να εκπληρωθεί. Οι λέξεις "θέση" και "ταχύτητα" ενός ηλεκτρονίου, για παράδειγμα, φαίνονταν τέλεια καθορισμένες και ως προς τη σημασία τους και ως προς τις δυνατές τους σχέσεις, και πράγματι ήσαν έννοιες καθαρά προσδιορισμένες μέσα στα μαθηματικά πλαίσια της Νευτώνειας μηχανικής. Στην πραγματικότητα όμως δεν ήσαν καλά καθορισμένες, όπως φαίνεται από τις σχέσεις απροσδιοριστίας. Μπορεί κανείς να πει ότι, αναφορικά με τη θέση τους στη Νευτώνεια μηχανική, ήσαν καλά προσδιορισμένες, αλλά σε σχέση με τη φύση δεν ήσαν. Τούτο αποδείχνει πως δεν μπορούμε ποτέ να ξέρουμε προκαταβολικά ποιους περιορισμούς ως προς το εφαρμόσιμο ορισμένων αντιλήψεων θα βάλει η εξάπλωση της γνώσης μας στα απόμακρα μέρη της φύσης, στα οποία μπορούμε να εισχωρήσουμε μόνο με τα πιο λεπτεπίλεπτα εργαλεία. Γι αυτό, στη διαδικασία της διείσδυσης δεσμευόμαστε μερικές φορές να χρησιμοποιήσουμε τις αντιλήψεις μας κατά τρόπο που δεν δικαιολογείται και που δεν έχει κανένα νόημα. Η επιμονή στο αξίωμα της πλήρους λογικής διευκρίνισης θα έκανε την επιστήμη αδύνατη. Εδώ η σύγχρονη φυσική μας υπενθυμίζει την παλιά σοφή παροιμία, πως εκείνος που επιμένει να μην ξεστομίσει ποτέ ένα λάθος πρέπει να μένει αμίλητος.
 
Ο Καντ, που ήταν ο θεμελιωτής του γερμανικού ιδεαλισμού, προσπάθησε στη φιλοσοφία του να συνδυάσει αυτές τις δυο γραμμές σκέψης που άρχισαν με τον Καρτέσιο, από τη μια μεριά, και τους Λοκ και Μπέρκλεϋ, από την άλλη. Το μέρος εκείνο τού έργου του, που είναι σημαντικό σε σύγκριση με τα αποτελέσματα της σύγχρονης φυσικής, περιέχεται στην "Κριτική τού Καθαρού Λόγου". Τον απασχολεί το πρόβλημα αν η γνώση βασίζεται μονάχα στην εμπειρία ή μπορεί να προέρχεται και από άλλες πηγές και φθάνει στο συμπέρασμα πως η γνώση μας είναι κατά ένα μέρος "a priori" και δεν συνάγεται επαγωγικά από την εμπειρία. Κατά συνέπεια, κάνει διάκριση ανάμεσα στην "εμπειρική" γνώση και τη γνώση που είναι "a priori". Ταυτόχρονα, κάνει διάκριση ανάμεσα σε "αναλυτικές" και "συνθετικές" προτάσεις. Οι αναλυτικές προτάσεις προκύπτουν απλώς από τη λογική και ή άρνηση τους θα οδηγούσε σε αυτοαντίφαση. Προτάσεις που δεν είναι "αναλυτικές" ονομάζονται "συνθετικές".
 
Ποιο είναι, σύμφωνα με τον Καντ, το κριτήριο για τη γνώση "a priori" ; Ο Καντ συμφωνεί πως κάθε γνώση αρχίζει με την εμπειρία, αλλά προσθέτει ότι δεν προέρχεται πάντοτε από την εμπειρία. Είναι αλήθεια, πως η εμπειρία μας διδάσκει ότι ένα πράγμα έχει αυτές ή εκείνες τις ιδιότητες, αλλά δεν μας διδάσκει πως δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικό. Κατά συνέπεια, εάν μία πρόταση είναι μαζί σκέψη και αναγκαιότητα, πρέπει να είναι "a priori". Ή εμπειρία δεν δίνει ποτέ στις κρίσεις της πλήρη γενικότητα. Π.χ., η πρόταση " Ό ήλιος ανατέλλει κάθε πρωί" σημαίνει πως δεν γνωρίζουμε να υπάρχει καμιά εξαίρεση αυτού του κανόνα στο παρελθόν και ότι περιμένουμε πως θα ισχύει στο μέλλον. Μπορούμε όμως να φανταστούμε εξαιρέσεις στον κανόνα. Αν μία κρίση διατυπώνεται με πλήρη γενικότητα, κατά συνέπεια, αν είναι αδύνατο να φανταστούμε οποιαδήποτε εξαίρεση, πρέπει να είναι "a priori". Μία αναλυτική κρίση είναι πάντοτε «a priori» ακόμα κι αv ένα παιδί μαθαίνει αριθμητική παίζοντας βώλους δεν χρειάζεται αργότερα να ξαναγυρίσει στην έμπειρα για να ξέρει πως "δύο και δύο κάνουν τέσσερα". ‘Από την άλλη μεριά, η εμπειρική γνώση είναι συνθετική. Είναι όμως δυνατές οι a priori συνθετικές κρίσεις; Ο Καντ προσπαθεί να το αποδείξει δίνοντας παραδείγματα, στα οποία φαίνονται να εκπληρώνονται τα παραπάνω κριτήρια. Ό χώρος και ο χρόνος είναι, λέει, a priori μορφές καθαρής εποπτείας.
 
Στην περίπτωση του χώρου προβάλλει τα ακόλουθα μεταφυσικά επιχειρήματα:
1. Ο χώρος δεν είναι εμπειρική έννοια απομονωμένη από άλλες εμπειρίες, γιατί όταν οι αισθήσεις αναφέρονται σε κάτι εξωτερικό προϋποτίθεται ο χώρος και οι εξωτερικές εμπειρίες είναι δυνατές μονάχα με την παράσταση του χώρου.
2. Ο χώρος είναι αναγκαία a priori παράσταση, που αποτελεί υπόβαθρο κάθε εξωτερικής αντίληψης· γιατί
δεν μπορούμε να φανταστούμε πως δεν υπάρχει χώρος, αν και μπορούμε να φανταστούμε πως δεν υπάρχει τίποτα στο χώρο.
3. Ο χώρος δεν είναι ανεξάρτητη ή γενική έννοια των σχέσεων των πραγμάτων γενικά, γιατί υπάρχει μονάχα ένας χώρος, του οποίου ό,τι ονομάζουμε "χώρους" είναι μέρη, όχι παραδείγματα.
4. Ο χώρος παρουσιάζεται άπειρος ως προς το μέγεθος, που περιέχει έλα τα μέρη του χώρου, η σχέση αυτή είναι διαφορετική από τη σχέση μιας έννοιας και των παραδειγμάτων της και κατά συνέπεια ο χώρος δεν είναι έννοια αλλά μορφή εποπτείας.
 
Δεν θα συζητήσουμε εδώ αυτά τα επιχειρήματα. Τα αναφέραμε απλώς σαν παραδείγματα για το γενικό τύπο απόδειξης, που είχε στο μυαλό του ο Καντ, για τις a priori συνθετικές κρίσεις.
 
Αναφορικά με τη Φυσική ο Καντ πήρε σαν a priori, εκτός από το χώρο και το χρόνο, το νόμο αιτιότητας και την έννοια της ουσίας. Σ’ ένα μεταγενέστερο στάδιο του έργου του προσπάθησε να συμπεριλάβει το νόμο διατήρησης της ύλης, την ισότητα των "actio και reactio" ("δράση και αντίδραση"), ακόμα και το νόμο της βαρύτητας. Κανένας φυσικός δεν θάθελε να ακολουθήσει εδώ τον Καντ, αν ο όρος "a priori" χρησιμοποιηθεί με την απόλυτη έννοια που του έδωσε ο Καντ. Στα μαθηματικά ο Καντ θεώρησε την Ευκλείδεια Γεωμετρία "a priori".
 
Προτού συγκρίνουμε τις δοξασίες αυτές του Καντ με τα συμπεράσματα της σύγχρονης φυσικής πρέπει να αναφέρουμε ένα άλλο μέρος του έργου του, στο οποίο θα χρειαστεί να αναφερθούμε αργότερα. Το δυσάρεστο ερώτημα του αν "τα πράγματα όντως υπάρχουν", που γέννησε την εμπειριστική φιλοσοφία, παρατηρήθηκε επίσης και στο σύστημα του Καντ. Ο Καντ όμως δεν ακολούθησε τη γραμμή των Μπέρκλεϋ και Χιούμ, αν και αυτό θα ήταν λογικά συνεπές, θεωρούσε πως η ιδέα του "πράγματος καθαυτό" ήταν διαφορετική από το αντικείμενο της παρατήρησης και μ’ αυτό τον τρόπο διατήρησε κάποια σύνδεση με το ρεαλισμό.
 
Καθώς ερχόμαστε τώρα στη σύγκριση των δοξασιών του Καντ με τη σύγχρονη φυσική, φαίνεται από την πρώτη στιγμή σα να έχουν εκμηδενίσει πλήρως οι ανακαλύψεις του αιώνα μας την κεντρική του έννοια για τις "a priori συνθετικές κρίσεις". Ή θεωρία της σχετικότητας άλλαξε τις απόψεις μας για το χώρο και χρόνο, έχει πραγματικά αποκαλύψει εντελώς νέα χαρακτηριστικά του χώρου και χρόνου, για τα οποία τίποτα δεν παρατηρείται στις Καντιανές a priori μορφές καθαρής εποπτείας. Ο νόμος της αιτιότητας δεν εφαρμόζεται πια στην κβαντική θεωρία και ο νόμος διατήρησης της ύλης δεν αληθεύει πια για τα στοιχειώδη σωμάτια. Είναι φανερό πως ο Καντ δεν μπορούσε να προβλέψει τις νέες ανακαλύψεις, άλλα μια και είχε πειστεί πως οι έννοιες του θα ήσαν "ή βάση οποιασδήποτε μελλοντικής μεταφυσικής που μπορεί να ονομάζεται επιστήμη", είναι ενδιαφέρον να δούμε που ήσαν λαθεμένα τα επιχειρήματα του.
 
Σαν παράδειγμα παίρνουμε το νόμο της αιτιότητας. Ο Καντ λέει πως, όποτε παρατηρούμε ένα γεγονός, υποθέτουμε ότι υπάρχει ένα προηγούμενο γεγονός από το οποίο πρέπει να προκύπτει σύμφωνα με κάποιο κανόνα. Αυτό αποτελεί, όπως δηλώνει ο Καντ, τη βάση κάθε επιστημονικού έργου. Στη συζήτηση αυτή δεν έχει σημασία το αν μπορούμε ή όχι να βρούμε πάντοτε το προηγούμενο γεγονός, από το οποίο προέκυψε το άλλο. Στην πραγματικότητα μπορούμε να το βρούμε σε πολλές περιπτώσεις. Αλλά ακόμα και αν δεν μπορούμε, δεν μας εμποδίζει τίποτα να ρωτήσουμε ποιο θα μπορούσε να ήταν το προηγούμενο αυτό γεγονός και να ψάξουμε να το βρούμε. Κατά συνέπεια, ό νόμος της αιτιότητας ανάγεται στη μέθοδο επιστημονικής έρευνας· είναι ή απαραίτητη προϋπόθεση για την επιστήμη. Επειδή στην πραγματικότητα εφαρμόζουμε τη μέθοδο αυτή, ο νόμος της αιτιότητας είναι "a priori" και δεν παράγεται από την εμπειρία.
 
Αληθεύει αυτό στην ατομική φυσική; Ας θεωρήσουμε ένα άτομο ραδίου, που μπορεί να εκπέμψει ένα σωμάτιο α. Ο χρόνος εκπομπής του σωματίου α δεν μπορεί να προβλεφτεί. Μπορούμε μόνο να πούμε πως κατά μέσον όρο η εκπομπή θα γίνει σε δύο χιλιάδες χρόνια περίπου. Κατά συνέπεια, όταν παρατηρούμε την εκπομπή δεν ψάχνουμε στην πραγματικότητα για ένα προηγούμενο γεγονός, από το οποίο πρέπει να προκύπτει η εκπομπή σύμφωνα με ένα κανόνα. Λογικά θα ήταν τελείως δυνατό να ψάξουμε για ένα τέτοιο προηγούμενο γεγονός και δεν χρειάζεται να αποθαρρυνθούμε από το ότι μέχρι τώρα δεν το βρήκε κανένας. Γιατί όμως άλλαξε πράγματι η επιστημονική μέθοδος από την εποχή του Καντ σ’ αυτό το πολύ θεμελιακό ζήτημα;
 
Στο ερώτημα τούτο μπορούν να δοθούν δυο μόνον απαντήσεις. Η μία είναι: ‘Έχουμε πειστεί από την εμπειρία πως οι νόμοι της κβαντικής θεωρίας είναι σωστοί και, αν είναι, ξέρουμε πως δεν μπορεί να βρεθεί ένα προηγούμενο γεγονός σαν αίτιο για την εκπομπή σε δοσμένο χρόνο. Η άλλη απάντηση είναι: Γνωρίζουμε το προηγούμενο γεγονός, αλλά όχι με μεγάλη ακρίβεια. Γνωρίζουμε τις δυνάμεις στον ατομικό πυρήνα, που είναι υπεύθυνες για την εκπομπή του σωματίου α. Ή γνώση όμως αυτή περιέχει την αβεβαιότητα, ή οποία προέκυψε οπό την αλληλεπίδραση ανάμεσα στον πυρήνα και τον υπόλοιπο κόσμο. Αν θέλαμε να μάθουμε γιατί το σωμάτιο α εκπέμφθηκε εκείνη ειδικά τη στιγμή, θα έπρεπε να γνωρίζουμε τη μικροσκοπική δομή ολόκληρου του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων και των εαυτών μας, και αυτό είναι αδύνατο. Κατά συνέπεια, δεν εφαρμόζονται πια τα επιχειρήματα του Καντ για τον a priori χαρακτήρα του νόμου της αιτιότητας.
 
Μία παρόμοια συζήτηση θα μπορούσαμε να κάνουμε και για τον a priori χαρακτήρα του χώρου και χρόνου σαν μορφών εποπτείας. Το συμπέρασμα θα ήταν το ίδιο. Οι a priori έννοιες, τις όποιες ο Καντ θεώρησε σαν αναμφισβήτητη αλήθεια, δεν περιέχονται πια στο επιστημονικό σύστημα της σύγχρονης φυσικής.
 
Παρόλα αυτά αποτελούν ουσιαστικό μέρος του συστήματος αυτού κατά μια κάπως διαφορετική έννοια. Στη συζήτηση για την ερμηνεία της κβαντικής θεωρίας από τη Σχολή της Κοπεγχάγης τονίστηκε ιδιαίτερα, πως χρησιμοποιούμε τις κλασικές έννοιες για να περιγράφουμε τις πειραματικές συσκευές και, πιο γενικά, για να περιγράφουμε εκείνο το μέρος του κόσμου, το όποιο δεν ανήκει στο αντικείμενο του πειράματος. Η χρήση αυτών των εννοιών, μαζί με τις έννοιες του χώρου, χρόνου και αιτιότητας, αποτελεί πράγματι την προϋπόθεση για την παρατήρηση των ατομικών περιστατικών και είναι, μ’ αυτή την έννοια της λέξης, "a priori". Εκείνο που ο Καντ δεν είχε προβλέψει ήταν πως αυτές οι a priori έννοιες μπορούν να είναι προϋποθέσεις για την επιστήμη και ταυτόχρονα να έχουν μόνο περιορισμένη περιοχή ως προς το εφαρμόσιμο τους. ‘Όταν κάνουμε ένα πείραμα πρέπει να υποθέτουμε μια αιτιακή αλυσίδα γεγονότων, που οδηγεί από το ατομικό γεγονός, με τη βοήθεια της συσκευής, τελικά στο μάτι του παρατηρητή, εάν δεν υποθέταμε αυτή την αιτιακή αλυσίδα, δεν θα γνωρίζαμε τίποτα για το ατομικό γεγονός. Πρέπει ακόμα να θυμόμαστε πως η κλασική φυσική και η αιτιότητα έχουν περιορισμένη μόνο περιοχή ως προς το εφαρμόσιμο τους. Ο Καντ δεν μπορούσε να προβλέψει το θεμελιακό παράδοξο της κβαντικής θεωρίας. Η σύγχρονη φυσική άλλαξε τη δήλωση του Καντ, για τη δυνατότητα συνθετικών κρίσεων a priori, από μεταφυσική σε πραχτική. M’ αυτό τον τρόπο οι a priori συνθετικές κρίσεις έχουν το χαρακτήρα σχετικής αλήθειας.
 
Αν κανείς ξαναερμηνεύσει μ’ αυτό τον τρόπο το Καντιανό "a priori", δεν υπάρχει λόγος να θεωρήσει σα δοσμένες τις αντιλήψεις περισσότερο από τα πράγματα. ‘Όπως ακριβώς και στην κλασική φυσική, μπορούμε να μιλάμε για τα γεγονότα που δεν παρατηρούνται με τον ίδιο τρόπο που μιλάμε και για τα γεγονότα που πράγματι παρατηρούνται. Κατά συνέπεια, ό πραχτικός ρεαλισμός είναι φυσικό μέρος της επανερμηνείας.
 
Θεωρώντας το Καντιανό "πράγμα καθαυτό" ο Καντ υπόδειξε πως δεν μπορούμε να συμπεράνουμε τίποτα από την αντίληψη για το "πράγμα καθαυτό". Η πρόταση αυτή έχει, όπως παρατήρησε ο Βαϊτσέκερ, το τυπικό της ανάλογο στο γεγονός πως, παρά τη χρήση των κλασικών εννοιών σε όλα τα πειράματα, είναι δυνατή μια μη κλασική συμπεριφορά των ατομικών αντικειμένων. Το "πράγμα καθαυτό" είναι, τελικά, για τον ατομικό φυσικό, αν χρησιμοποιήσει καθόλου αυτή την έννοια, μια μαθηματική δομή· η δομή όμως αυτή συνάγεται — αντίθετα με τον Καντ — έμμεσα από την εμπειρία.
 
Σ’ αυτή την επανερμηνεία το Καντιανό "a priori" συνδέεται έμμεσα με την εμπειρία, στο βαθμό που διαμορφώθηκε με την ανάπτυξη του ανθρώπινου μυαλού σ’ ένα πολύ μακρινό παρελθόν.
 
Ακολουθώντας το επιχείρημα αυτό ο βιολόγος Λόρεντς παρομοίασε κάποτε τις "a priori" έννοιες με μορφές συμπεριφοράς, οι οποίες στα ζώα ονομάζονται "κληρονομικά ή έμφυτα σχήματα". Είναι πραγματικά πολύ εύλογο, πως για ορισμένα πρωτόγονα ζώα ο χώρος και ο χρόνος είναι διαφορετικοί απ’ αυτό που ο Καντ ονομάζει "καθαρή εποπτεία" μας του χώρου και χρόνου. Το τελευταίο, δηλ. ή καθαρή εποπτεία, μπορεί να ανήκει στο είδος "άνθρωπος", όχι όμως και στον κόσμο ανεξάρτητα από ανθρώπους. ‘Αλλά μπαίνουμε ίσως σε πολύ υποθετικές συζητήσεις ακολουθώντας το βιολογικό αυτό σχόλιο για το "a priori". To αναφέραμε εδώ απλώς σαν παράδειγμα για το πως είναι δυνατόν να ερμηνευτεί ο όρος "σχετική αλήθεια" σε συνδυασμό με το Καντιανό "a priori".
 
Χρησιμοποιήσαμε εδώ τη σύγχρονη φυσική σαν παράδειγμα ή, μπορούμε να πούμε, σαν υπόδειγμα έλεγχου των συμπερασμάτων μερικών σημαντικών φιλοσοφικών συστημάτων του παρελθόντος, για τα οποία, φυσικά, υπήρχε ή γνώμη πως ίσχυαν σε πολύ πιο πλατύ πεδίο. Αυτά που μάθαμε, ειδικά από τη συζήτηση των φιλοσοφιών του Καρτέσιου και του Καντ, μπορούν ίσως να διατυπωθούν με τον ακόλουθο τρόπο:
 
Οι έννοιες και οι λέξεις, που διαμορφώθηκαν στο παρελθόν από την αλληλεπίδραση ανάμεσα στον κόσμο και τον εαυτό μας, δεν έχουν στην πραγματικότητα οριστεί με αυστηρή ακρίβεια αναφορικά με τη σημασία τους, σα να λέμε, δεν ξέρουμε ακριβώς πόσο θα μας βοηθήσουν να βρούμε το δρόμο μας μέσα στον κόσμο. Συχνά ξέρουμε πως μπορούν να εφαρμοστούν σε μια πλατιά περιοχή της εσωτερικής ή εξωτερικής εμπειρίας μας, πραχτικά όμως δεν θα μάθουμε ποτέ με ακρίβεια τα όρια του εφαρμόσιμου τους. Αυτό είναι αλήθεια ακόμα και για τις πιο άπλες και πιο γενικές έννοιες όπως ή "ύπαρξη", ο "χώρος" και ό "χρόνος". Κατά συνέπεια, δεν θα μπορέσουμε ποτέ με την καθαρή λογική να φτάσουμε σε μιαν απόλυτη αλήθεια.
 
Παρόλα αυτά, οι έννοιες μπορούν να οριστούν με ακρίβεια ως προς τις σχέσεις τους. Αυτό είναι πράγματι γεγονός, όταν οι έννοιες γίνουν μέρος ενός συστήματος αξιωμάτων και ορισμών, το οποίο μπορεί να εκφραστεί με συνέπεια από ένα μαθηματικό σχήμα. Μια τέτοια ομάδα συσχετιζόμενων εννοιών μπορεί να εφαρμοστεί σε ένα πλατύ πεδίο εμπειρίας και θα μας βοηθήσει να βρούμε το δρόμο μας σ’ αυτό το πεδίο. Τα όρια όμως του εφαρμοσίμου της δεν θα είναι γενικώς γνωστά, τουλάχιστον όχι πλήρως.
 
‘Ακόμη και αν αντιλαμβανόμαστε πως η σημασία μιας έννοιας δεν ορίζεται ποτέ με απόλυτη ακρίβεια, μερικές έννοιες αποτελούν ένα ακέραιο μέρος επιστημονικών μεθόδων, επειδή αντιπροσωπεύουν προς το παρόν το τελικό αποτέλεσμα της εξέλιξης της ανθρώπινης σκέψης στο παρελθόν, ακόμη και στο πολύ μακρινό παρελθόν μπορεί ακόμα να είναι κληρονομικές και να αποτελούν σε κάθε περίπτωση τα απαραίτητα εργαλεία για τη διεξαγωγή επιστημονικής δουλειάς στην εποχή μας. M’ αυτή την έννοια μπορούν να ναι πραχτικά a priori. Στο μέλλον όμως μπορεί να βρεθούν και άλλοι περιορισμοί ως προς το εφαρμόσιμο τους.