Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

Άνταμ Σμιθ: Σχετικά με την προέλευση και τη χρήση του χρήματος

Από τη στιγμή που θα επικρατήσει επαρκώς ο καταμερισμός εργασίας, το προϊόν της εργασίας ενός ανθρώπου μπορεί να εξυπηρετήσει μόνο ένα μικρό μέρος των αναγκών του. Ένα πολύ μεγαλύτερο μέρος τους εξυπηρετείται μόνο μέσω της ανταλλαγής του τμήματος εκείνου του προϊόντος της εργασίας του που υπερβαίνει την προσωπική του κατανάλωση, έναντι εκείνου του μέρους του προϊόντος της εργασίας άλλων ανθρώπων που αυτός έχει ανάγκη. Με αυτόν τον τρόπο, κάθε άνθρωπος ζει μέσω της ανταλλαγής ή, κατά κάποιο τρόπο, γίνεται έμπορος, και η ίδια π κοινωνία εξελίσσεται σε μια εμπορική κοινωνία με την κυριολεξία του όρου.
 
Όταν όμως άρχισε να λαμβάνει χώρα για πρώτη φορά ο καταμερισμός της εργασίας, αυτή η δυνατότητα ανταλλαγής αντιμετώπισε στην πράξη σημαντικά εμπόδια και δυσχέρειες. Ας υποθέσουμε ότι ένας άνθρωπος κατέχει μεγαλύτερη ποσότητα από ένα εμπόρευμα απ’ αυτήν που έχει ο ίδιος ανάγκη, ενώ ένας άλλος κατέχει μια μικρότερη ποσότητα. Κατά συνέπεια, ο πρώτος θα ήταν ευτυχής να απαλλαγεί και ο δεύτερος να αγοράσει ένα μέρος αυτού του πλεονάσματος. Αν όμως ο δεύτερος δεν συνέβαινε να κατέχει τίποτα από αυτά που έχει ανάγκη ο πρώτος, δεν θα γινόταν μεταξύ τους καμιά ανταλλαγή. Ο κρεοπώλης έχει στο κατάστημά του περισσότερο κρέας απ’ όσο μπορεί ο ίδιος να καταναλώσει και ο ζυθοποιός και ο αρτοποιός θα ήταν πρόθυμοι να αγοράσουν ένα μέρος του. Αλλά δεν έχουν τίποτα να του προσφέρουν ως αντάλλαγμα, εκτός από τα προϊόντα του αντίστοιχου επαγγέλματος τους, και ο κρεοπώλης έχει ήδη προμηθευτεί όλο το ψωμί και την μπίρα που έχει άμεσα ανάγκη. Σε αυτή την περίπτωση, δεν μπορεί να γίνει μεταξύ τους καμιά ανταλλαγή. Ούτε αυτός μπορεί να είναι ο έμπορός τους, ούτε αυτοί πελάτες του. Και με αυτόν τον τρόπο, είναι όλοι αμοιβαία λιγότερο ωφέλιμοι ο ένας στον άλλο. Προκειμένου να αποφύγει τη δυσχέρεια τέτοιων καταστάσεων, κάθε φρόνιμος άνθρωπος, σε κάθε περίοδο της κοινωνίας μετά την καθιέρωση του καταμερισμού της εργασίας, θα πρέπει να προσπάθησε να διευθύνει τις υποθέσεις του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διαθέτει πάντα, πέραν του ιδιαίτερου προϊόντος της δραστηριότητάς του, μια ορισμένη ποσότητα κάποιου άλλου εμπορεύματος το οποίο θα θεωρούσε ότι λίγοι άνθρωποι θα αρνούνταν ως αντάλλαγμα του προϊόντος της δικής τους δραστηριότητας.
 
Είναι πιθανόν ότι για το σκοπό αυτόν επινοήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν διαδοχικά πολλά διαφορετικά εμπορεύματα. Στις πρωτόγονες εποχές της κοινωνίας, λέγεται ότι το κοινό εργαλείο του εμπορίου ήταν τα βοοειδή. Και, παρότι πρέπει να ήταν ένα από τα πλέον δύσχρηστα, στις παλαιότερες εποχές συναντάμε πράγματα που αξιολογούνταν συχνά σύμφωνα με τον αριθμό των βοοειδών τα οποία δίδονταν ως αντάλλαγμα γι’ αυτά. Η πανοπλία του Διομήδη, λέει ο Όμηρος, κόστιζε μόνο εννιά βόδια, ενώ αυτή του Γλαύκου κόστιζε εκατό βόδια. Λέγεται ότι στην Αβησσυνία το κοινό όργανο του εμπορίου και των ανταλλαγών ήταν το αλάτι, σε κάποιες ακτές των Ινδιών ήταν ένα είδος κοχυλιών, στη Νέα Γη ήταν ο αποξηραμένος βακαλάος, στη Βιρτζίνια ο καπνός, σε μερικές αποικίες μας των Δυτικών Ινδιών η ζάχαρη, σε κάποιες άλλες χώρες τα τομάρια ζώων ή τα δερμάτινα ρούχα, και σήμερα υπάρχει ένα χωριό στη Σκοτία όπου μπορεί κανείς να συναντήσει, όπως μου λένε, έναν εργάτη ο οποίος έρχεται στο φούρνο ή στην ταβέρνα φέρνοντας καρφιά αντί για χρήματα.
 
Φαίνεται, ωστόσο, ότι σε όλες τις χώρες, κάποιες ακαταμάχητες αιτίες οδήγησαν τους ανθρώπους στο να προτιμήσουν για το σκοπό αυτόν, πέρα από κάθε άλλο εμπόρευμα, τα μέταλλα. Τα μέταλλα όχι μόνο μπορούν να διατηρηθούν με τις μικρότερες απώλειες από οποιοδήποτε άλλο εμπόρευμα, αφού πολύ δύσκολα μπορούμε να συναντήσουμε κάτι λιγότερο αλλοιώσιμο απ’ αυτά, αλλά μπορούν επίσης να υποδιαιρεθούν σε οποιονδήπστε αριθμό κομματιών, όπως επίσης τα κομμάτια αυτά μπορούν να επανενωθούν με τη σύντηξη. Η ιδιότητα αυτή, που δεν την κατέχει κανένα άλλο από τα εξίσου ανθεκτικά εμπορεύματα, είναι αυτή που περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη τα καθιστά κατάλληλα για να αποτελέσουν τα όργανα του εμπορίου και της κυκλοφορίας. Ο άνθρωπος που ήθελε, για παράδειγμα, να αγοράσει αλάτι και δεν μπορούσε να προσφέρει ως αντάλλαγμα τίποτα άλλο από ζωντανά, θα ήταν υποχρεωμένος να αγοράζει κάθε φορά αλάτι αξίας ενός ολόκληρου βοδιού ή ενός ολόκληρου προβάτου. Σπανίως θα μπορούσε να αγοράσει λιγότερο αλάτι, γιατί αυτό που θα έπρεπε να δώσει ως αντάλλαγμα σπανίως θα μπορούσε να μοιραστεί χωρίς ζημιά. Και, εάν σκόπευε να αγοράσει περισσότερο αλάτι, θα ήταν για τους ίδιους λόγους αναγκασμένος να αγοράσει διπλάσια ή τριπλάσια ποσότητα, δηλαδή ίση με την αξία δύο ή τριών βοδιών ή δύο ή τριών προβάτων. Αν, αντίθετα, μπορούσε να δώσει, ως αντάλλαγμα για το αλάτι, μέταλλα και όχι βόδια ή πρόβατα, θα μπορούσε εύκολα να απομονώσει μια ποσότητα μετάλλου ανάλογη με την ακριβή ποσότητα του εμπορεύματος που είχε άμεση ανάγκη.
Για το σκοπό αυτόν, χρησιμοποιήθηκαν από τους διάφορους λαούς διάφορα μέταλλα. Οι αρχαίοι Σπαρτιάτες είχαν ως κοινό όργανο εμπορίου το σίδηρο, οι αρχαίοι Ρωμαίοι το χαλκό και οι πλούσιοι και εμπορικοί λαοί τον άργυρο και το χρυσό.
 
Φαίνεται ότι τα μέταλλα αυτά χρησιμοποιήθηκαν στην αρχή υπό τη μορφή ακατέργαστων ράβδων, χωρίς καμιά σφραγίδα ή νομισματική μονάδα. Έτσι, λοιπόν, πληροφορούμαστε από τον Πλίνιο ότι, σύμφωνα με μαρτυρία ενός αρχαίου ιστορικού, του Τιμαίου, μέχρι την εποχή του Σέρβιου Τύλιου οι Ρωμαίοι δεν διέθεταν νόμισμα υπό μορφήν κέρματος, αλλά, προκειμένου να αγοράσουν οτιδήποτε είχαν ανάγκη, χρησιμοποιούσαν ασφράγιστες ράβδους χαλκού. Επομένως, εκείνη την εποχή, αυτές οι ακατέργαστες ράβδοι επιτελούσαν τη λειτουργία του χρήματος.

Η χρήση μετάλλων σε αυτή την ακατέργαστη κατάσταση συνοδευόταν από δύο σημαντικές αδυναμίες: πρώτον, το πρόβλημα της ζύγισης και, δεύτερον, αυτό της καθαρότητάς τους. Στην περίπτωση των πολύτιμων μετάλλων, όπου μια μικρή διαφορά στο βάρος μεταφράζεται σε μια μεγάλη διαφορά στην αξία ακόμα και η εργασία της ζύγισης με την απαιτούμενη ακρίβεια προϋποθέτει τουλάχιστον σταθμά και ζυγούς μεγάλης ακρίβειας. Ιδίως η ζύγιση του χρυσού είναι μια σχετικά λεπτολόγος εργασία Στην περίπτωση των μη ευγενών μετάλλων, αντίθετα, όπου ένα μικρό λάθος θα έχει μικρή σημασία, η απαιτούμενη ακρίβεια αναμφίβολα θα είναι μικρότερη. Ωστόσο, όταν ο κάθε φτωχούλης, που χρειάζεται να αγοράσει ή να πωλήσει πράγματα αξίας ίσης με ένα φαρδίνι, είναι υποχρεωμένος να ζυγίζει αυτό το φαρδίνι, αυτό είναι υπέρμετρα κουραστικό. Η εργασία εκτίμησης της καθαρότητας είναι ακόμα πιο δύσκολη, ακόμα πιο επίπονη, και, αν εξαιρέσουμε την περίπτωση της διάλυσης ενός μέρους του μετάλλου στο χωνευτήριο, με τη βοήθεια κατάλληλων διαλυτικών μέσων, τα συμπεράσματα που εξάγονται απ’ αυτήν είναι εξαιρετικά αβέβαια. Από την άλλη πλευρά, πριν από τη θεσμοθέτηση της κοπής νομίσματος, οι άνθρωποι ήταν πάντα εκτεθειμένοι στην πιο χονδροειδή απάτη και αδικία, και υπήρχε πάντα ο κίνδυνος ως αντάλλαγμα για τα αγαθά τους, αντί μίας λίβρας καθαρού αργύρου ή χαλκού, να εισπράξουν μια νοθευμένη σύνθεση των πιο ευτελών υλικών που στην εξωτερική τους εμφάνιση δεν διέφεραν από αυτά τα μέταλλα Για την αποτροπή αυτών των ατιμιών, τη διευκόλυνση των συναλλαγών και, κατά συνέπεια, την ενθάρρυνση κάθε μορφής παραγωγικής και εμπορικής δραστηριότητας, σε όλες τις χώρες που είχαν πραγματοποιήσει κάποιες σημαντικές προόδους κρίθηκε αναγκαίο να προσθέσουν μια δημόσια σφραγίδα σε συγκεκριμένα βάρη των ιδιαίτερων εκείνων μετάλλων που χρησιμοποιούνταν ευρέως για την αγορά αγαθών. Εξ ου η απαρχή της κερματικής μορφής νομίσματος και εκείνων των δημόσιων γραφείων που ονομάστηκαν «νομισματοκοπεία», θεσμοί ακριβώς της ίδιας φύσης με αυτούς των δημόσιων πιστοποιητών του μάλλινου και του λινού υφάσματος. Όλοι αυτοί οι θεσμοί στοχεύουν στο να πιστοποιήσουν, μέσω μιας δημόσιας σφραγίδας, την ποσότητα και την ομοιόμορφη ποιότητα των διαφόρων εμπορευμάτων που φέρονται στην αγορά.

Οι πρώτες δημόσιες σφραγίδες αυτού του είδους που προστέθηκαν στα τρέχοντα μέταλλα, φαίνεται ότι σε πολλές περιπτώσεις στόχευαν στο να πιστοποιήσουν αυτό του οποίου η εξασφάλιση ήταν ταυτόχρονα η πιο δύσκολη και η πιο σημαντική, δηλαδή την ποιότητα ή την καθαρότητα του μετάλλου. Φαίνεται ακόμα ότι έμοιαζαν με το σημάδι γνησιότητας που αποτυπώνεται σήμερα στα φύλλα ή στις ράβδους αργύρου ή με το ισπανικό σημάδι, που αποτυπώνεται συχνά στις χελώνες χρυσού και το οποίο, καθώς χτυπιέται στη μία μόνο πλευρά του κομματιού και δεν καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια, πιστοποιεί την καθαρότητα και όχι το βάρος του μετάλλου. Ο Αβραάμ ζύγισε στον Έφρωνα τα τετρακόσια σέκελ [σ.σ.= παλαιό εβραικό νόμισμα] αργύρου, τα οποία είχαν συμφωνήσει να πληρώσει για τον αγρό του Μαχπελά. Παρόλο, όμως, που αναφέρονται ως το τρέχον νόμισμα του εμπόρου, εισπράττονται ως βάρος και όχι ως αριθμητική ποσότητα, κατά τον ίδιο τρόπο που γίνονται σήμερα δεκτές οι χελώνες χρυσού ή οι ράβδοι αργύρου. Λέγεται ότι τα εισοδήματα των αρχαίων Σαξόνων βασιλιάδων της Αγγλίας πληρώνονταν όχι σε χρήμα, αλλά σε είδος, δηλαδή σε τρόφιμα και σε μέσα συντήρησης κάθε είδους. Το έθιμο της πληρωμής τους σε χρήμα το εισήγαγε ο Γουλιέλμος ο Κατακτητής. Ωστόσο, τα χρήματα αυτά επί ένα μεγάλο διάστημα εισπράττονταν στο θησαυροφυλάκιο ως βάρος και όχι ως αριθμητική ποσότητα.
 
Η μη πρακτικότητα και η δυσκολία ζύγισης αυτών των μετάλλων με ακρίβεια προκάλεσαν τη θεσμοθέτηση των κερμάτων, η σφραγίδα των οποίων, καθώς κάλυπτε τελείως και τις δύο όψεις του κέρματος και μερικές φορές και τις ακμές του, υποτίθεται ότι πιστοποιούσε όχι μόνο την καθαρότητα, αλλά και το βάρος του μετάλλου. Αυτά τα κέρματα εισπράττονταν συνεπώς ως αριθμητική ποσότητα, όπως και σήμερα, απαλλαγμένα από το πρόβλημα της ζύγισης.

Η ονομασία αυτών των κερμάτων φαίνεται ότι αρχικά εξέφραζε το βάρος ή την ποσότητα του περιεχόμενου μετάλλου. Στην εποχή του Σέρβιου Τύλιου, που ήταν ο πρώτος ο οποίος έκοψε κέρματα στη Ρώμη, το ρωμαϊκό Ας ή Πόντο περιείχε μια ρωμαϊκή λίβρα καλού χαλκού. ‘Οπως και η δική μας λίβρα Troy, υποδιαιρείτο σε δώδεκα ουγκιές, καθεμιά από τις οποίες περιείχε μια πραγματική ουγκιά καλού χαλκού. Την εποχή του Εδουάρδουτου Ι, η αγγλική λίρα στερλίνα περιείχε μία λίβρα (βάρος Tower) αργύρου γνωστής καθαρότητας. Η λίβρα Τower φαίνεται ότι ήταν κάτι περισσότερο από τη ρωμαϊκή λίβρα και κάτι λιγότερο από τη λίβρα Troy, η οποία εισήχθη στο νομισματοκοπείο της Αγγλίας μόλις το 18ο χρόνο της βασιλείας του Ερρίκου του VIII (1745, Σ.τ.Μ.). Η γαλλική λίβρα περιείχε κατά την εποχή του Καρλομάγνου μία λίβρα Troy γνωστής καθαρότητας αργύρου. Την αγορά της Τroyes στην Κομπανία επισκέπτονταν την εποχή εκείνη όλα τα έθνη της Ευρώπης, και τα βάρη και οι μονάδες μέτρησης μιας τόσο φημισμένης αγοράς ήταν ευρέως γνωστά και σεβαστά. Η σκοτική λίρα περιείχε από την εποχή ίου Αλεξάνδρου του Α’ μέχρι αυτήν του Ρόμπερτ Μπρους (Robert Bruce) μία λίβρα αργύρου του ίδιου βάρους και καθαρότητας με την αγγλική στερλίνα. Επίσης, οι αγγλικές, οι γαλλικές και οι σκοτικές πένες περιείχαν αρχικά το βάρος μίας πένας αργύρου, το ένα εικοστό μιας ουγκιάς και τα δύο εκατοστά τεσσαρακοστά μιας λίβρας. Το σελίνι επίσης φαίνεται ότι αρχικά προσδιοριζόταν ως βάρος. Ένα παλαιό διάταγμα του Ερρίκου του VIII ανέφερε ότι, όταν το σιτάρι κοστίζει δώδεκα σελίνια το κουάρτο, τότε το ψωμί αξίας ενός φάρθιγκ (φαρδινιού) θα ζυγίζει έντεκα σελίνια και τέσσερις πένες. Ωστόσο, η αναλογία μεταξύ σελινιού και πένας, είτε μεταξύ σελινιού και λίβρας, φαίνεται ότι δεν ήταν τόσο σταθερή και ομοιόμορφη όσο αυτή μεταξύ πένας και λίβρας. Στην εποχή του πρώτου βασιλικού οίκου της Γαλλίας, το γαλλικό Sou ή σελίνι εμφανίζεται σε διάφορες περιπτώσεις να περιέχει πέντε, δώδεκα, είκοσι ή σαράντα πένες. Στους αρχαίους Σάξονες το σελίνι εμφανίζεται κάποια στιγμή να περιέχει μόνο πέντε πένες και είναι πολύ πιθανό να είχε την ίδια διακύμανση για τους Σάξονες όπως και για τους γείτονές τους, τους Φράγκους. Από την εποχή του Καρλομάγνου για τους Γάλλους και του Γουλιέλμου του Κατακτητή για τους Άγγλους, η αναλογία μεταξύ λίβρας, σελινιού και πένας φαίνεται ότι σταθεροποιήθηκε στα επίπεδα όπου βρίσκεται και σήμερα, παρότι η αξία καθενός από τα τρία αυτά είναι πολύ διαφορετική. Γιατί, όπως πιστεύω, σε όλες τις χώρες του κόσμου η απληστία και η αδικία των πριγκίπων και των ανώτατων αρχόντων που καταχρώνται την εμπιστοσύνη των υπηκόων τους, έχουν μειώσει σε σημαντικό βαθμό την ποσότητα του μετάλλου που περιείχαν αρχικά τα νομίσματά τους. Το ρωμαϊκό Ας, την τελευταία περίοδο της Αυτοκρατορίας, είχε μειωθεί στο ένα εικοστό τέταρτο της αρχικής του αξίας και, αντί να ζυγίζει μία λίβρα, ζύγιζε μόνο μισή ουγκιά. Η αγγλική λίρα και η πένα περιέχουν σήμερα περίπου μόνο το ένα τρίτο, η Σκοτική λίρα και πένα περιέχουν περίπου το ένα τριακοστό έκτο, και η γαλλική λίρα και πένα περίπου το ένα εξηκοστό έκτο της αρχικής τους αξίας. Με τις ενέργειές τους αυτές, οι μονάρχες και τα κράτη ήταν σε θέση, φαινομενικά, να αποπληρώνουν τα δάνειά τους και να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους με μια μικρότερη ποσότητα αργύρου από αυτήν που θα απαιτείτο διαφορετικά. Στην πραγματικότητα, αυτό ήταν μόνο φαινομενικό, γιατί από τους πιστωτές τους υπεξαιρείτο μόνο ένα μέρος από αυτά που τους οφείλονταν. Όλοι οι άλλοι οφειλέτες της χώρας αποκτούσαν το ίδιο προνόμιο και μπορούσαν να πληρώνουν με το ίδιο ονομαστικό άθροισμα του νέου και υποτιμημένου νομίσματος οτιδήποτε είχαν δανειστεί με το παλαιό. Επομένως, αυτές οι ενέργειες υποδεικνύονταν πάντα ευνοϊκές προς τον οφειλέτη και καταστροφικές για τον πιστωτή, και μερικές φορές προκάλεσαν τον αφανισμό ιδιωτικών περιουσιών σε μεγαλύτερη και καθολικότερη έκταση από αυτήν που θα μπορούσε να προκληθεί από μια πολύ μεγάλη εθνική συμφορά.
 
Μ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπο, το χρήμα έγινε σε όλες σχεδόν τις πολιτισμένες χώρες το καθολικό όργανο του εμπορίου, με την παρεμβολή του οποίου πωλούνται, αγοράζονται ή ανταλλάσσονται όλων των ειδών τα αγαθά.
 
Άνταμ Σμιθ: Έρευνα για τη Φύση και τις αιτίες του Πλούτου των Εθνών

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου