Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2018

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Πέρσαι (800-851)

ΔΑ. παῦροί γε πολλῶν, εἴ τι πιστεῦσαι θεῶν
χρὴ θεσφάτοισιν, ἐς τὰ νῦν πεπραγμένα
βλέψαντα· συμβαίνει γὰρ οὐ τὰ μέν, τὰ δ᾽ οὔ.
κεἴπερ τάδ᾽ ἐστί, πλῆθος ἔκκριτον στρατοῦ
λείπει κεναῖσιν ἐλπίσιν πεπεισμένος.
805 μίμνουσι δ᾽ ἔνθα πεδίον Ἀσωπὸς ῥοαῖς
ἄρδει, φίλον πίασμα Βοιωτῶν χθονί·
οὗ σφιν κακῶν ὕψιστ᾽ ἐπαμμένει παθεῖν,
ὕβρεως ἄποινα κἀθέων φρονημάτων·
οἳ γῆν μολόντες Ἑλλάδ᾽ οὐ θεῶν βρέτη
810 ᾐδοῦντο συλᾶν οὐδὲ πιμπράναι νεώς·
βωμοὶ δ᾽ ἄιστοι, δαιμόνων θ᾽ ἱδρύματα
πρόρριζα φύρδην ἐξανέστραπται βάθρων.
τοιγὰρ κακῶς δράσαντες οὐκ ἐλάσσονα
πάσχουσι, τὰ δὲ μέλλουσι, κοὐδέπω κακῶν
815 κρηπὶς ὕπεστιν, ἀλλ᾽ ἔτ᾽ ἐκπιδύεται.
τόσος γὰρ ἔσται πέλανος αἱματοσφαγὴς
πρὸς γῇ Πλαταιῶν Δωρίδος λόγχης ὕπο·
θῖνες νεκρῶν δὲ καὶ τριτοσπόρῳ γονῇ
ἄφωνα σημανοῦσιν ὄμμασιν βροτῶν
820 ὡς οὐχ ὑπέρφευ θνητὸν ὄντα χρὴ φρονεῖν.
ὕβρις γὰρ ἐξανθοῦσ᾽ ἐκάρπωσεν στάχυν
ἄτης, ὅθεν πάγκλαυτον ἐξαμᾷ θέρος.
τοιαῦθ᾽ ὁρῶντες τῶνδε τἀπιτίμια
μέμνησθ᾽ Ἀθηνῶν Ἑλλάδος τε, μηδέ τις
825 ὑπερφρονήσας τὸν παρόντα δαίμονα
ἄλλων ἐρασθεὶς ὄλβον ἐκχέῃ μέγαν.
Ζεύς τοι κολαστὴς τῶν ὑπερκόμπων ἄγαν
φρονημάτων ἔπεστιν, εὔθυνος βαρύς.
πρὸς ταῦτ᾽ ἐκεῖνον, σωφρονεῖν κεχρημένοι,
830 πινύσκετ᾽ εὐλόγοισι νουθετήμασιν,
λῆξαι θεοβλαβοῦνθ᾽ ὑπερκόμπῳ θράσει.
σὺ δ᾽, ὦ γεραιὰ μῆτερ ἡ Ξέρξου φίλη,
ἐλθοῦσ᾽ ἐς οἴκους κόσμον ὅστις εὐπρεπὴς
λαβοῦσ᾽ ὑπαντίαζε παιδί. † πάντα γὰρ
835 κακῶν ὑπ᾽ ἄλγους λακίδες ἀμφὶ σώματι
στημορραγοῦσι ποικίλων ἐσθημάτων.
ἀλλ᾽ αὐτὸν εὐφρόνως σὺ πράυνον λόγοις·
μόνης γάρ, οἶδα, σοῦ κλύων ἀνέξεται.
ἐγὼ δ᾽ ἄπειμι γῆς ὑπὸ ζόφον κάτω.
840 ὑμεῖς δέ, πρέσβεις, χαίρετ᾽, ἐν κακοῖς ὅμως
ψυχῇ διδόντες ἡδονὴν καθ᾽ ἡμέραν,
ὡς τοῖς θανοῦσι πλοῦτος οὐδὲν ὠφελεῖ.
ΧΟ. ἦ πολλὰ καὶ παρόντα καὶ μέλλοντ᾽ ἔτι
ἤλγησ᾽ ἀκούσας βαρβάροισι πήματα.
845 ΒΑ. ὦ δαῖμον, ὥς με πόλλ᾽ ἐσέρχεται κακῶν
ἄλγη, μάλιστα δ᾽ ἥδε συμφορὰ δάκνει,
ἀτιμίαν γε παιδὸς ἀμφὶ σώματι
ἐσθημάτων κλύουσαν, ἥ νιν ἀμπέχει.
ἀλλ᾽ εἶμι, καὶ λαβοῦσα κόσμον ἐκ δόμων
850 ὑπαντιάζειν † ἐμῷ παιδὶ πειράσομαι. †
οὐ γὰρ τὰ φίλτατ᾽ ἐν κακοῖς προδώσομεν.

***
ΔΑΡΕΙΟΣ
800 Όχι, μα λίγοι από πολλούς, αν κανείς πρέπει
στις προφητείες τις θεϊκές να δίνει πίστη
βλέποντας όσα βγήκαν ως τα τώρ᾽ αλήθεια,
γιατί δεν αληθεύουν άλλες, κι άλλες όχι.
Κι αν έτσ᾽ είναι, στηρίχτηκε σ᾽ ελπίδες κούφιες
π᾽ άφησ᾽ ο Ξέρξης διαλεχτό στρατού εκεί πλήθος·
και τώρα μένουν όπου ο Ασωπός ποτίζει
τον κάμπο, θρέφοντας την γη των Βοιωτών του.
Κι εδώ είναι η πιο χειρότερη που τους προσμένει
να πάθουν συμφορά, για την αποκοτιά τους
και τ᾽ άθεα τα φρονήματα· γιατί σαν ήρθαν
στης Ελλάδας τη γη, δεν κρατήθηκαν χέρι
στ᾽ αγάλματα των θεών ιερόσυλο μη βάλουν
810 και φωτιά στους ναούς· και τώρα είν᾽ οι βωμοί τους
αφανισμένοι και συθέμελα απ᾽ τη ρίζα
των θεών τ᾽ άγια ανάκατα στη γη στρωμένα.
Απ᾽ όσα λοιπόν έπραξαν, όχι πιο λίγα
κακά παθαίνουν, κι άλλα μέλλουνται, κι ακόμα
πάτο δε βρήκε η συμφορά, μα όλο ανεβαίνει·
τόση σφαγή θενα γενεί κι αιμάτου πήχτρα
στη γη των Πλαταιών από τη δώρια λόγχη,
που ως την τριτόσπαρτη γενιά των νεκρών στοίβες
άφωνα θενά λεν στα μάτια όσων τις βλέπουν,
πως άνθρωπος θνητός δεν πρέπει να το παίρνει
820 απάνω του παρά πολύ, γιατ᾽ η περφάνεια
μεστώνοντας καρποφοράει ολέθρου στάχυ,
απούθε ο πολυδάκρυτος τρυγιέται θέρος.
Την τέτοια λοιπόν βλέποντας την πλερωμή τους,
μη ξεχνάτε την Αθήνα και την Ελλάδα
κι ας μην καταφρονά κανείς τ᾽ αγαθά πὄχει,
μην πάει και χάσει, άλλα ζηλεύοντας, το βιο του.
γιατί βαρύς κριτής στέκει από πάνω ο Δίας
που την υπέρμετρη έπαρση σκληρά κολάζει.
Εσείς λοιπόν, αφού του λείπει εκείνου η γνώση,
830 στα σύγκαλά του φέρτε τον με νουθεσίες,
μην την αντίθεη τύφλωση του νου του αφήσει
και τη θρασειά του αποκοτιά. Μα εσύ του Ξέρξη
καλή γριά μάνα πήγαινε από μέσα πάρε
την πιο λαμπρή στολή να υποδεχτείς το γιο σου,
γιατ᾽ ένα γύρω επάνω του ξεσκλίδια ρεύουν
από της συμφοράς τον πόνο ξεφτισμένα
της πολυξόμπλιαστης τα φάδια φορεσιάς του·
και συ με τα καλά σου λόγια ημέρωνέ τον,
γιατί εσέ μόνο, ξέρω, θα δεχτεί ν᾽ ακούσει.
Μα τώρα εγώ γυρνώ κάτω στης γης τα σκότη·
840 και σεις, γερόντοι, χαίρετε και μέσα ως τόσο
σ᾽ αυτές τις συμφορές δίνετε της ψυχής σας
όση αναγάλλια η πάσα μια θα φέρνει μέρα·
για τους νεκρούς τίποτα δε φελούν τα πλούτη.
ΧΟΡΟΣ
Αχ, πόσο ακούοντας σπάραξα τα όσα μας βρήκαν
τωρινά πάθη κι όσα είναι να ᾽ρθουν ακόμα.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Ω μαύρη μοίρα, πόσος με γιομίζει πόνος
να βάζω αυτά στο νου μου τα κακά, μ᾽ απ᾽ όλα
με σκίζει εκείνο πιο πολύ, ν᾽ ακούω την τόση
της φορεσιάς του καταφρόνια, που σκεπάζει
του γιου μου το κορμί· μα τώρα πάω να πάρω
στολή από μέσα, για να δω πώς το παιδί μου
850 θα υποδεχτώ· γιατί ποτέ στη δυστυχία
δεν θα προδώσουμε ό,τι πιότερο αγαπούμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου