Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2018

Κανένα συναίσθημα δεν κρατά για πάντα άμα το ζήσεις μέχρι το τέρμα

Ένα μούδιασμα συναισθηματικό. Που δεν δίνει δεκάρα για τα ολόγιομα φεγγάρια εκεί έξω. Γιατί; Ρωτάς; Πόσες αλήθεια απουσίες μέτρησες φέτος; Πόσες άνω τελείες πέρασες ελπίζοντας για μια συνέχεια; Κι αλήθεια αναρωτιέμαι αν σε αυτή τη ζωή πονά περισσότερο το ξαφνικό ή αυτό που περιμένεις. Δυο θάνατοι ανυπόφοροι και τα δυο.

Θα πάρεις τον εαυτό σου βόλτα σε χώρους που γαληνεύει ψυχή σου. Γιατί σιχάθηκες να βλέπεις αναρτημένες στιγμές δεξιά – αριστερά με «αυθόρμητες» φωτογραφίες και χαμόγελα τόσο ψεύτικα όσο τα χρήματα που βγάζαμε στη μονόπολη. Γκρίνια ε; Εμ, κάθε υπερβολή στο συναίσθημα βλ. χαρά, λύπη, κλάμα, φέρνει το πανέμορφο κι απόλυτο κενό. Που σε προετοιμάζει γι’ αυτό που θα έρθει. Το άγνωστο Χ που θα βρει το κενό και κυνικό Ψ για να το ταρακουνήσει και να του θυμίσει εκείνες τις ομορφιές που τόσο αρνείται πεισματικά να ξαναζήσει.

«Against all odds», λένε οι φίλοι μας οι Άγγλοι. Πανέμορφη φράση με σημασία σχεδόν ουτοπική. Παρ’ όλες τις ελάχιστες πιθανότητες, ενάντια σε όλα τα προγνωστικά και ίσως με τον πιο ασυνήθιστο και παράδοξο τρόπο έρχεται εκείνο το χάπι έντ. Χάπι πώς να είναι με τόσες άδειες καρέκλες μέσα στην καρδιά μας. Με τόσα αντίο και τόσα κεφάλια που σηκώσαμε ψηλά προχωρώντας με τα κομμάτια μας στην τρύπια μας βαλίτσα με προορισμό το άγνωστο.

Ένα διάβα πρωτόγνωρο, χωρίς χάρτες και οδικές πινακίδες. Χάσαμε στη διαδρομή τα θέλω μας που αναρωτηθήκαμε άπειρες φορές γιατί τα κρατήσαμε. Γιατί τα περάσαμε στο θρόνο της επιθυμίας – να το γιατί πάλι. Μια συνεχόμενη αντίφαση μέσα μας. Μια μικρή δόση ρεαλισμού ποτισμένη με λίγες ψιχάλες όνειρο. Ίσα-ίσα να μην ξεχνάμε την ανθρώπινή μας φύση και πετρώσει κι άλλο η καρδιά μας.

Κι αλήθεια, ο χρόνος περνά. Πότε γελά μαζί σου και πότε σου δίνει κάτι χαστούκια στη μούρη αφήνοντας το σημάδι της «παλάμης» του στο μάγουλο σαν παιδάκι να το κρατάς και να λες πάλι εκείνο το «γιατί». Και να ξέρεις υπάρχουν «γιατί» στο διάβα σου που δεν έχουν απάντηση και λογική. Η μόνη αλήθεια που μπόρεσα να καταλάβω και να δεχτώ – μεταξύ μας πάντα.


Αυτή η ησυχία τις καλοκαιρινές βραδιές στη βεράντα που κοιτάς τα αστέρια κι αν κλείσεις τα μάτια ακούς μέχρι και το γείτονα δίπλα να ροχαλίζει, σε τρομάζει. Σε παραξενεύει. Νιώθεις πως κάτι έρχεται. Πως κάτι σου λείπει. Πως κάτι πάει τόσο τρομερά λάθος και είσαι εκεί σ’αυτή τη καρέκλα να αμπελοφιλοσοφείς με τις σκέψεις σου.

Κενό. Και δεν το νοιάζει αν έξω βρέχει ή σκάει ο τζίτζικας. Δεν το νοιάζουν οι τέσσερις εποχές και τα παραμύθια που ακούγαμε παιδιά. Σου φωνάζει ένα «Ψιτ» και τρομάζεις. Σου ακυρώνει όλα όσα ήξερες. Αναθεωρείς, μουτζώνεσαι, σου φταίνε τα πάντα. Μα «against all odds» κάτι το σπάει εκεί που βολεύεται μέσα σου και το διώχνει κακήν-κακώς για διακοπές χωρίς επιστροφή εκεί που κρυβόταν τόσο καιρό πριν έρθει να σου συστηθεί. Και να θυμάσαι: Κανένα συναίσθημα δεν κρατά για πάντα άμα το ζήσεις μέχρι το τέρμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου