Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018

ΤΙΜΩΝ Ή ΜΙΣΑΝΘΡΩΠΟΣ

ΤΙΜΩΝ
Αυτά λοιπόν, αξιοθαύμαστε, πότε θα πάψεις να τα παραβλέπεις με τόση αδιαφορία, και πότε επιτέλους θα τιμωρήσεις την τόσο εκτεταμένη αδικία; Πόσες τιμωρίες τύπου Φαέθοντα ή Δευκαλίωνα είναι αρκετές για μια ζωή τόσο ξεχειλισμένη από αλαζονεία;
Και για να αφήσω τα κοινά και να μιλήσω για τα δικά μου, εμένα, που εξύψωσα τόσους Αθηναίους και από πάμφτωχους τους ανέδειξα πλούσιους, και που βοήθησα όλους όσους είχαν ανάγκη, ή καλύτερα που σκόρπισα το σύνολο του πλούτου μου ευεργετώντας τους φίλους μου, όταν γι’ αυτό τον λόγο έγινα φτωχός, αυτοί ούτε καν με γνωρίζουν πια, ούτε καν γυρίζουν να με κοιτάξουν εκείνοι που προηγουμένως συστέλλονταν και προσκυνούσαν και κρεμόταν από ένα νεύμα μου, αλλά αν κάπου βαδίζοντας στο δρόμο συναντήσω κάποιον απ’ αυτούς, με αντιμετωπίζουν σαν κάποια πεσμένη επιτύμβια στήλη παμπάλαιου νεκρού, αναποδογυρισμένη από τα χρόνια, που την προσπερνούν χωρίς καν να τη διαβάσουν.
Άλλοι πάλι, βλέποντάς με από μακριά, αλλάζουν δρόμο έχοντας την εντύπωση πως θα δουν ένα δυσάρεστο και δυσοίωνο θέαμα, αυτόν που πριν λίγο καιρό είχε γίνει σωτήρας και ευεργέτης τους.
Από τις συμφορές μου λοιπόν αποτραβήχτηκα σ’ αυτή την απόμακρη περιοχή, φόρεσα ένα τομάρι, και καλλιεργώ τη γη μεροκαματιάρης για τέσσερις οβολούς τη μέρα, φιλοσοφώντας μαζί με την ερημιά και το δικέλλι μου. Μου φαίνεται πως εδώ τουλάχιστον θα έχω αυτό το κέρδος, το να μην βλέπω άλλο πια πολλούς να καλοπερνούν χωρίς να το αξίζουν· γιατί αυτό θα ήταν ακόμη πιο δυσάρεστο.

ΔΙΑΣ
Ποιος είναι αυτός, Ερμή, που φωνάζει από την Αττική, κοντά στον Υμηττό, στους πρόποδες, εντελώς λερωμένος και ακάθαρτος και ντυμένος με τομάρι; Είναι σκυμμένος, νομίζω, και σκάβει· φλύαρος άνθρωπος και θρασύς.
Μάλλον φιλόσοφος θα είναι· αλλιώς δεν θα μιλούσε με τόση ασέβεια εναντίον μας.

ΕΡΜΗΣ
Τι λες πατέρα; Δεν ξέρεις τον Τίμωνα, τον γιο του Εχεκρατίδη από τον δήμο του Κολλυτού;
Είναι αυτός που πολλές φορές μας έκανε το τραπέζι με άψογες θυσίες, ο νεόπλουτος, αυτός που θυσίαζε εκατό ολόκληρα βόδια μαζί, που συνηθίζαμε στο σπίτι του να γιορτάζουμε με λαμπρότητα τα Διάσια.

ΔΙΑΣ
Πω, πω, τι αλλαγή! Εκείνος ο ωραίος, ο πλούσιος, που τον περιτριγύριζαν τόσοι φίλοι;
Μα τι έπαθε και κατάντησε έτσι, ακάθαρτος, αξιολύπητος, και σκαφτιάς και μεροκαματιάρης, όπως φαίνεται, που δίνει τόσο βαριά χτυπήματα με το δικέλλι;

ΕΡΜΗΣ
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι τον κατέστρεψε η εντιμότητά του και η φιλανθρωπία και η συμπόνια για όλους αυτούς που είχαν ανάγκη, η αλήθεια όμως είναι ότι τον κατέστρεψε η απερισκεψία και η αφέλεια και η έλλειψη ευθυκρισίας στην επιλογή των φίλων του, καθώς δεν καταλάβαινε ότι έδειχνε εύνοια σε κοράκια και λύκους.
Γι’ αυτό λοιπόν σκαφτιάς και τομαροντυμένος, όπως βλέπεις, έχοντας εγκαταλείψει την πόλη από ντροπή, καλλιεργεί τη γη με μεροκάματο, μέσα στη μαύρη θλίψη για τις συμφορές του, καθώς αυτοί που έγιναν πλούσιοι εξαιτίας του τον προσπερνούν με υπεροψία, χωρίς να ξέρουν ούτε καν το όνομά του, αν λέγεται Τίμωνας.

ΔΙΑΣ
Ασφαλώς δεν πρέπει να τον παραβλέψουμε τον άνθρωπο, ούτε να τον παραμελήσουμε· με το δίκιο του ήταν αγανακτισμένος μέσα στη δυστυχία του. Αλλιώς, θα συμπεριφερθούμε κι εμείς σαν τους καταραμένους εκείνους κόλακες, αν ξεχάσουμε έναν άνθρωπο που έκαψε για χάρη μας στους βωμούς τόσα τετράπαχα μεριά από ταύρους και γίδες· ακόμη έχω στα ρουθούνια μου την τσίκνα τους.
Ωστόσο εξαιτίας των φροντίδων και της μεγάλης φασαρίας εκείνων που καταπατούν τους όρκους τους και χρησιμοποιούν βία και αρπαγή, καθώς και εξαιτίας του φόβου των ιερόσυλων – που είναι πολλοί και δύσκολα φυλάγεται κανείς απ’ αυτούς, και δεν μας αφήνουν ούτε για λίγο να κλείσουμε τα μάτια μας – εδώ και πολύ καιρό ούτε που γύρισα να κοιτάξω στην Αττική, ιδιαίτερα από τότε που περίσσεψε ανάμεσά τους η φιλοσοφία και οι λογομαχίες· γιατί καθώς μαλώνουν μεταξύ τους και φωνάζουν, δεν μπορεί κανείς ούτε τις προσευχές να ακούσει.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο έτυχε να τον παραμελήσουμε, ενώ δεν είναι ανάξιος λόγου.
Πάρε λοιπόν τον Πλούτο, Ερμή, και πήγαινε γρήγορα κοντά του. Ο Πλούτος να πάρει και τον Θησαυρό μαζί του και να μείνουν και οι δύο κοντά στον Τίμωνα και να μη φύγουν τόσο εύκολα, ακόμη κι αν από εντιμότητα τους διώχνει πάλι από το σπίτι.
Όσο για εκείνους τους κόλακες και την αχαριστία που του έδειξαν, θα εξετάσω πάλι το ζήτημα και θα τιμωρηθούν, μόλις επισκευάσω τον κεραυνό μου.
Στο μεταξύ όμως κι αυτή η τιμωρία θα είναι αρκετή γι’ αυτούς, να βλέπουν τον Τίμωνα πάμπλουτο.

ΕΡΜΗΣ
Πόσο σημαντικό ήταν το να φωνάζει κανείς δυνατά και να είναι ενοχλητικός και θρασύς. Δεν είναι χρήσιμο μόνο γι’ αυτούς που δικηγορούν, αλλά και γι’ αυτούς που προσεύχονται. Ορίστε, τώρα αμέσως θα γίνει πλούσιος από πάμφτωχος ο Τίμωνας, επειδή φώναξε και εκφράστηκε ελεύθερα στην προσευχή, και τράβηξε την προσοχή του Δία. Αν όμως έσκαβε σκυμμένος σιωπηλά, ακόμη θα έσκαβε παραμελημένος.

ΠΛΟΥΤΟΣ
Εγώ όμως, Δία, δεν πρόκειται να πάω σ’ αυτόν.

ΔΙΑΣ
Γιατί, αξιότιμε Πλούτε, και μάλιστα ενώ εγώ έδωσα την εντολή;

ΠΛΟΥΤΟΣ
Γιατί, μα τον Δία, με κακομεταχειριζόταν και με ξαπόστελνε και με κατακομμάτιαζε, και μάλιστα ενώ ήμουν φίλος του πατέρα του, και μόνο που δεν με έσπρωχνε με δικράνια έξω από το σπίτι, όπως αυτοί που πετούν κάτι αναμμένο από τα χέρια τους. Να πάω λοιπόν πάλι, για να παραδοθώ σε παράσιτους και κόλακες και πόρνες;

ΔΙΑΣ
Δεν πρόκειται πια να σου κάνει κάτι τέτοιο ο Τίμωνας· πολύ καλά τον έχει δασκαλέψει το δικέλλι, αν δεν είναι εντελώς αναίσθητος στη μέση του, ότι εσένα έπρεπε να προτιμήσει από τη φτώχεια.
Εσύ όμως μου φαίνεται πως είσαι πολύ γκρινιάρης· τώρα κατηγορείς τον Τίμωνα, επειδή σου άνοιγε διάπλατα τις πόρτες και σε άφηνε να τριγυρνάς ελεύθερος, χωρίς ούτε να σε περιορίζει ούτε να σε ζηλεύει· άλλες φορές όμως, αντίθετα, αγανακτούσες με τους πλούσιους, λέγοντας ότι σε κλειδαμπαρώνουν με μάνταλα και κλειδιά και σφραγίδες, ώστε να μη σου είναι δυνατό ούτε να ξεμυτίσεις στο φως. Αυτά μου παραπονιόσουν, λέγοντας ότι παθαίνεις ασφυξία μέσα στο πολύ σκοτάδι.
Και γενικά η κατάσταση σου φαινόταν εντελώς αφόρητη, να μένεις παρθενικά κλεισμένος μέσα σε έναν μπρούτζινο ή σιδερένιο θάλαμο, όπως η Δανάη, και να ανατρέφεσαι από αυστηρούς και κακότροπους παιδαγωγούς, τον Τόκο και τον Υπολογισμό.
Έλεγες λοιπόν ότι ήταν παράλογο αυτό που έκαναν, να είναι υπερβολικά ερωτευμένοι μαζί σου και, ενώ μπορούν να σε χαρούν, να μην το τολμούν, ούτε να απολαμβάνουν ελεύθερα τον έρωτά τους, ενώ έχουν το δικαίωμα, αλλά να σε περιφρουρούν άγρυπνοι, με τα μάτια καρφωμένα στη σφραγίδα και στο μάνταλο, θεωρώντας ικανοποιητική απόλαυση όχι το να μπορούν να απολαμβάνουν οι ίδιοι, αλλά το να μη συμμερίζονται την απόλαυση με κανέναν.
Πώς λοιπόν δεν είναι άδικα αυτά που κάνεις, προηγουμένως να τα κατηγορείς εκείνα, και τώρα να εγκαλείς τον Τίμωνα για τα αντίθετα;

ΠΛΟΥΤΟΣ
Κι όμως, αν αναζητήσεις την αλήθεια, θα καταλήξεις ότι εύλογα κάνω και τα δύο. Και αυτή η πολύ χαλαρή στάση του Τίμωνα θα φαινόταν λογικά ότι αποτελεί αδιαφορία και όχι ευνοϊκή αντιμετώπιση μου· αλλά και αυτούς που με κρατούν με κλειδαμπαρωμένες πόρτες μέσα στο σκοτάδι, φροντίζοντας να τους γίνω παχύτερος και καλοθρεμμένος και υπέρμετρος, χωρίς ούτε οι ίδιοι να με αγγίζουν ούτε να με βγάζουν στο φως, ώστε να μην μπορεί κανείς ούτε να με δει, τους θεωρούσα ανόητους και αδιάντροπους, που με αφήνουν να σαπίζω μέσα σε τέτοια δεσμά, ενώ δεν έχω κάνει τίποτε κακό, και δεν ξέρουν ότι έπειτα από λίγο θα φύγουν αφήνοντας με σε κάποιον άλλο καλότυχο. Ούτε λοιπόν εκείνους τους επαινώ ούτε όσους είναι πολύ απλόχεροι μ’ εμένα, αλλά αυτούς που, όπως είναι το καλύτερο, θα βάλουν ένα μέτρο στο ζήτημα, και ούτε θα κρατιούνται εντελώς μακριά μου ούτε θα με διασκορπίζουν ολότελα.
Γι’ αυτό κι εγώ αγανακτώ, επειδή μερικοί με κλοτσούν περιφρονητικά και με καταβροχθίζουν και με αποτελειώνουν, ενώ μερικοί άλλοι με κρατούν αλυσοδεμένο σαν σημαδεμένο δραπέτη δούλο.

ΔΙΑΣ
Γιατί λοιπόν αγανακτείς εναντίον τους; Και στις δύο πλευρές αντιστοιχεί καλή τιμωρία· στη μια μένοντας, όπως ο Τάνταλος, χωρίς να πίνουν και χωρίς να γεύονται και με ξηρό το στόμα, χάσκοντας μόνο πάνω από το χρυσάφι, ενώ στην άλλη έχοντας, όπως ο Φινέας, τις Άρπυιες να τους αρπάζουν την τροφή μέσα από το στόμα. Πήγαινε όμως, για να συναντήσεις πια τον Τίμωνα πολύ πιο μυαλωμένο.
Πηγαίνετε λοιπόν και κάντε τον πλούσιο· κι εσύ, Ερμή, επιστρέφοντας σ’ εμάς, θυμήσου να φέρεις τους Κύκλωπες από την Αίτνα, για να ακονίσουν και να επισκευάσουν τον κεραυνό· γιατί σε λίγο θα τον χρειαστούμε ακονισμένο.

ΕΡΜΗΣ
Ας πηγαίνουμε, Πλούτε. Τι έπαθες; Κουτσαίνεις; Δεν το είχα προσέξει, λεβέντη μου, ότι είσαι όχι μόνο τυφλός, αλλά και κουτσός.

ΠΛΟΥΤΟΣ
Δεν μου συμβαίνει πάντοτε αυτό, Ερμή, αλλά όποτε πηγαίνω σε κάποιον σταλμένος από τον Δία, δεν ξέρω πως, είμαι αργός και κουτσός και στα δύο πόδια, με αποτέλεσμα δύσκολα να φτάνω στο τέρμα, αφού έχει ήδη γεράσει αυτός που με περιμένει, ενώ όποτε χρειάζεται να φύγω, θα με δεις να πετάω, πολύ πιο γρήγορα από τα όνειρα.

ΕΡΜΗΣ
Δεν είναι αλήθεια αυτά που λες· εγώ τουλάχιστον μπορώ να σου πω για πολλούς, που χθες δεν είχαν ούτε έναν οβολό για να αγοράσουν θηλιά να κρεμαστούν, και σήμερα ξαφνικά είναι πλούσιοι και σπάταλοι, κυκλοφορώντας με άμαξα που τη σέρνει ένα ζευγάρι άσπρα άλογα, ενώ δεν είχαν ποτέ ως τώρα ούτε καν γαϊδούρι. Κι όμως, τριγυρνούν με πορφυρά ρούχα και χρυσά δαχτυλίδια, χωρίς ούτε και οι ίδιοι, φαντάζομαι, να πιστεύουν ότι δεν είναι όνειρο ο πλούτος τους.

ΠΛΟΥΤΟΣ
Αυτό είναι διαφορετικό, Ερμή, και τότε δεν βαδίζω με τα δικά μου πόδια, ούτε με στέλνει σ’ αυτούς ο Δίας, αλλά ο Πλούτωνας, που είναι και ο ίδιος πλουτοδότης και γενναιόδωρος· το δηλώνει άλλωστε και με το στόμα του. Όταν λοιπόν χρειαστεί να μετακομίσω από τον έναν στον άλλον, με βάζουν σε μια διαθήκη, με σφραγίζουν προσεκτικά, με φορτώνονται και με μεταφέρουν.
Όταν λοιπόν αφαιρεθεί η σφραγίδα και κοπεί η λινή κλωστή και ανοιχτεί η διαθήκη και ανακηρυχθεί ο καινούργιος μου αφέντης, ή κάποιος συγγενής ή κόλακας ή θηλυπρεπής δούλος του σπιτιού, εκείνος λοιπόν, οποιοσδήποτε κι αν είναι, αρπάζοντάς με μαζί με τη διαθήκη τρέχει κρατώντας με, έχοντας αλλάξει το όνομά του από Πυρρίας ή Δρόμωνας ή Τίβειος σε Μεγακλής ή Μεγάβυζος ή Πρώταρχος.
Κι αυτός πέφτοντας με τα μούτρα επάνω μου, άνθρωπος ακαλαίσθητος και αγροίκος, που ακόμη ανατριχιάζει τις αλυσίδες και τεντώνει τα αφτιά του αν κάποιος περαστικός χτυπήσει άσκοπα το μαστίγιο, και προσκυνάει τον μύλο όπως το Ανάκτορο, είναι πια ανυπόφορος σε όσους συναπαντά: προσβάλλει τους ελεύθερους και μαστιγώνει τους συντρόφους του δούλους, για να δοκιμάσει αν επιτρέπεται και σ’ αυτόν να κάνει τέτοια πράγματα, μέχρις ότου πέσει στα δίχτυα κάποιου πορνιδίου ή επιθυμήσει την εκτροφή αλόγων ή παραδώσει τον εαυτό του σε κόλακες, που ορκίζονται ότι αυτός είναι πιο όμορφος από τον Νιρέα, πιο ευγενής από τον Κέκροπα ή τον Κόδρο, πιο συνετός από τον Οδυσσέα, και πιο πλούσιος από δεκαέξι Κροίσους μαζί, με αποτέλεσμα να διασκορπίσει μέσα σε μια στιγμή αυτά που συγκεντρώθηκαν λίγο λίγο με πολλές επιορκίες και αρπαγές και πανουργίες.

ΕΡΜΗΣ
Περιγράφεις σχεδόν ακριβώς αυτά που γίνονται. Όταν όμως περπατάς με τα δικά σου πόδια, πώς βρίσκεις τον δρόμο, ενώ είσαι έτσι τυφλός; ή πώς ξεχωρίζεις αυτούς στους οποίους τυχόν σε στέλνει ο Δίας κρίνοντας πως είναι άξιοι να γίνουν πλούσιοι;

ΠΛΟΥΤΟΣ
Νομίζεις πως βρίσκω ποιοι είναι; Όχι και πολύ, μα τον Δία· γιατί αλλιώς δεν θα άφηνα τον Αριστείδη για να βρεθώ κοντά στον Ιππόνικο και τον Καλλία και σε πολλούς άλλους Αθηναίους που δεν αξίζουν ούτε δεκάρα.

ΕΡΜΗΣ
Και τι λοιπόν κάνεις, όταν σε στέλνει κάτω;

ΠΛΟΥΤΟΣ
Περιπλανιέμαι τριγυρνώντας πάνω κάτω, μέχρι που, χωρίς να το καταλάβω, πέφτω επάνω σε κάποιον. Κι αυτός, οποιοσδήποτε κι αν με συναντήσει πρώτος, με παίρνει στο σπίτι του και με κρατάει, προσκυνώντας εσένα, τον Ερμή, για το απροσδόκητο κέρδος.

ΕΡΜΗΣ
Επομένως ο Δίας έχει εξαπατηθεί, νομίζοντας ότι εσύ κάνεις πλούσιους όσους, κατά τη δική του εκτίμηση, θεωρεί ότι είναι άξιοι να είναι πλούσιοι;

ΠΛΟΥΤΟΣ
Και πολύ δικαιολογημένα, αγαπητέ μου, αφού, ξέροντας ότι είμαι τυφλός, με έστελνε να αναζητήσω ένα τόσο δυσεύρετο πράγμα, που έχει εκλείψει από τη ζωή εδώ και καιρό, ένα πράγμα που ούτε ο Λυγκέας δεν θα μπορούσε να το βρει εύκολα, καθώς είναι τόσο δυσδιάκριτο και μικρό. Επειδή λοιπόν οι καλοί είναι λίγοι, ενώ οι κακοήθεις είναι πάρα πολλοί και κατέχουν τα πάντα στις πόλεις, ευκολότερα πέφτω πάνω σε τέτοιους, καθώς τριγυρνώ, και πιάνομαι στα δίχτυα τους.

ΕΡΜΗΣ
Έπειτα όμως, όταν τους εγκαταλείπεις, πώς φεύγεις τόσο εύκολα, ενώ δεν ξέρεις τον δρόμο;

ΠΛΟΥΤΟΣ
Τότε με κάποιον τρόπο αποκτώ οξύτατη όραση και γερά πόδια μόνο για την περίοδο της φυγής.

ΕΡΜΗΣ
Απάντησέ μου και σε κάτι ακόμη. Πώς ενώ είσαι τυφλός – θα τολμήσω να το πω – και επιπλέον χλωμός και αργοκίνητος, έχεις τόσους εραστές, ώστε όλοι να έχουν στραμμένα τα μάτια επάνω σου και, αν σε αποκτήσουν, να νομίζουν πως είναι καλότυχοι, ενώ, αν δεν τα καταφέρουν, να μην ανέχονται πια τη ζωή τους;
Ξέρω όμως καλά ότι κι εσύ ο ίδιος θα ομολογούσες, αν έχεις κάποια συναίσθηση του εαυτού σου, ότι δεν είναι στα καλά τους, αυτοί που έχουν ξετρελαθεί με έναν τέτοιο αγαπητικό.

ΠΛΟΥΤΟΣ
Νομίζεις ότι αυτοί με βλέπουν έτσι όπως είμαι, κουτσό ή τυφλό ή με όσα άλλα χαρακτηριστικά έχω;

ΕΡΜΗΣ
Αλλά πώς, Πλούτε, αν δεν είναι και αυτοί τυφλοί;

ΠΛΟΥΤΟΣ
Δεν είναι τυφλοί, αγαπητέ μου, αλλά ή άγνοια και η απάτη, που τώρα επικρατούν παντού, σκοτεινιάζουν το μυαλό τους· αλλά και εγώ ο ίδιος, για να μην είμαι εντελώς άσχημος, τους συναντώ βάζοντας μια πολύ αξιαγάπητη μάσκα, χρυσοποίκιλτη και γεμάτη πολύτιμα πετράδια, και φορώντας πολύχρωμα ρούχα· κι αυτοί, νομίζοντας ότι βλέπουν αυτούσια την ομορφιά, με ερωτεύονται και, αν δεν με αποκτήσουν, καταστρέφονται. Αν όμως κάποιος με έδειχνε σ’ αυτούς ολόγυμνο, είναι φανερό ότι θα αναγνώριζαν, κατηγορώντας τον εαυτό τους, ότι έχουν πρόβλημα όρασης σε τέτοια πράγματα, και ότι είναι ερωτευμένοι με πράγματα ανάξια για έρωτα και άσχημα.

ΕΡΜΗΣ
Γιατί λοιπόν συμβαίνει να εξαπατώνται ακόμη κι όταν είναι ήδη πλούσιοι και φορούν οι ίδιοι τη μάσκα, και, αν κάποιος προσπαθούσε να τους τη βγάλει, ευκολότερα θα έδιναν το κεφάλι τους παρά τη μάσκα;
Δεν είναι λογικό να μην ξέρουν ακόμη και τότε ότι η ομορφιά είναι επίπλαστη, από τη στιγμή που βλέπουν τα πάντα από μέσα.

ΠΛΟΥΤΟΣ
Δεν είναι λίγα, Ερμή, αυτά που με υποστηρίζουν και σ’ αυτό.

ΕΡΜΗΣ
Ποια δηλαδή;

ΠΛΟΥΤΟΣ
Όταν κάποιος, συναντώντας με για πρώτη φορά, ανοίξει διάπλατα την πόρτα και με δεχτεί, μπαίνουν κρυφά μαζί μου η έπαρση και η ανοησία και η υπεροψία και η μαλθακότητα και η αναίδεια και η απάτη και μυριάδες άλλα.
Καθώς λοιπόν η ψυχή του καταλαμβάνεται από όλα αυτά, θαυμάζει αυτά που δεν είναι αξιοθαύμαστα, και επιθυμεί αυτά που θα έπρεπε να αποφεύγει, και μένει έκθαμβος μπροστά σ’ εμένα, τον πατέρα όλων εκείνων των κακών που μπήκαν μέσα και με περιφρουρούν, και θα προτιμούσε να υποφέρει οτιδήποτε παρά να αντέξει να με αποχωριστεί.

ΕΡΜΗΣ
Πόσο λείος είσαι και γλιστερός, Πλούτε, πόσο δύσκολα κρατιέσαι και πόσο εύκολα ξεφεύγεις, χωρίς να διαθέτεις ένα σίγουρο πιάσιμο, αλλά κι εγώ δεν ξέρω πώς δραπετεύεις μέσα από τα δάχτυλα, όπως τα χέλια ή τα φίδια.
Αντίθετα η Φτώχεια είναι κολλώδης και ευκολόπιαστη και έχει φυτρωμένα από όλο το σώμα της μυριάδες αγκίδες, ώστε, μόλις κάποιος την πλησιάσει, αμέσως πιάνεται και δεν μπορεί εύκολα να ελευθερωθεί.
Λοιπόν, ας προσγειωθούμε πια στην Αττική.
Ακολούθα με, κρατώντας με από τον μανδύα, μέχρι να φτάσω σ’ εκείνη την απόμακρη περιοχή.
Αυτός εκεί ο Τίμωνας σκάβει εδώ κοντά ένα μικρό ορεινό κτήμα, γεμάτο πέτρες.
Πω πω, είναι κοντά του και η Φτώχεια και ο πασίγνωστος Κόπος, καθώς και η Καρτερικότητα και η Σοφία και η Ανδροπρέπεια και ο αντίστοιχος συρφετός όλων αυτών που είναι κάτω από τις διαταγές της Πείνας, πολύ καλύτεροι από τους δικούς σου σωματοφύλακες.

ΦΤΩΧΕΙΑ
Πού τον πηγαίνεις αυτόν, Αργοφονιά, κρατώντας τον από το χέρι;

ΕΡΜΗΣ
Έχουμε σταλεί από τον Δία σ’ αυτόν εδώ τον Τίμωνα.

ΦΤΩΧΕΙΑ
Τώρα έρχεται ο Πλούτος στον Τίμωνα, αφού εγώ τον πήρα σε κακή κατάσταση από τη Μαλθακότητα και παραδίδοντάς τον σ’ αυτούς εδώ, στη Σοφία και τον Κόπο, τον ανέδειξα εκλεκτό και πανάξιο άνδρα;
Σας φαίνεται άραγε ότι εγώ η φτώχεια μπορώ να περιφρονηθώ και να αδικηθώ τόσο εύκολα, ώστε να μου πάρετε το μόνο μου απόκτημα, επεξεργασμένο με ακρίβεια για την αρετή, για να τον πάρει πάλι ο Πλούτος και, παραδίδοντάς τον στην Αναίδεια και την Έπαρση, να τον καταντήσει, όπως παλιά, μαλθακό και αναξιοπρεπή και ανόητο, και, όταν θα έχει γίνει πια κουρέλι, να μου τον επιστρέψει πάλι;

ΕΡΜΗΣ
Έτσι αποφάσισε, Φτώχεια, ο Δίας.

ΦΤΩΧΕΙΑ
Φεύγω. Κι εσείς, Κόπε, Σοφία και οι υπόλοιποι, ακολουθήστε με. Όσο γι’ αυτόν, σύντομα θα καταλάβει τι λογής σύντροφο θα εγκαταλείψει, καλή συνεργάτιδα και δασκάλα των καλύτερων, μαζί με την οποία, αν έμενε, θα ήταν υγιής στο σώμα, δυνατός στη σκέψη, ζώντας ανδροπρεπή ζωή και βασιζόμενος μόνο στον εαυτό του, θεωρώντας ξένα, όπως και είναι, αυτά τα πολλά περιττά πράγματα.

ΕΡΜΗΣ
Φεύγουν. Κι εμείς ας τον πλησιάσουμε.

ΤΙΜΩΝΑΣ
Ποιοι είστε, καταραμένοι; Τι θέλετε και ήρθατε εδώ πέρα α ενοχλήσετε έναν άνθρωπο δουλευτή και μεροκαματιάρη;

ΕΡΜΗΣ
Μας έστειλε ο Δίας, ως απάντηση στις προσευχές σου. Με το καλό λοιπόν, δέξου τον πλούτο αφήνοντας στην άκρη τις κοπιαστικές δουλειές.

ΤΙΜΩΝΑΣ
Και εσείς θα κλάψετε τώρα, κι ας είστε και θεοί, όπως λέτε· γιατί μισώ όλους μαζί τους ανθρώπους και τους θεούς. Κι αυτόν εδώ τον τυφλό, όποιος κι αν είναι, μου φαίνεται πως θα τον τσακίσω με το δικέλλι.

ΕΡΜΗΣ
Μην κάνεις καμιά ανοησία, Τίμωνα, αλλά άφησε στην άκρη αυτήν τη μεγάλη αγριότητα και τραχύτητα, άπλωσε τα χέρια σου και πάρε την καλή σου τύχη και γίνε πάλι πλούσιος, ο πρώτος από τους Αθηναίους, και περιφρόνησε εκείνους τους αχάριστους, έχοντας μόνο εσύ την καλοτυχία.

ΤΙΜΩΝΑΣ
Δεν σας χρειάζομαι καθόλου. Μη με ενοχλείτε.
Μου είναι αρκετός πλούτος το δικέλλι, και κατά τα άλλα είμαι τρισευτυχισμένος, αν δεν με πλησιάζει κανείς.

ΕΡΜΗΣ
Ήταν βέβαια εύλογο να είσαι μισάνθρωπος, μια και έπαθες τόσο φοβερά πράγματα από τους ανθρώπους, όχι όμως και μισόθεος, αφού οι θεοί σε φροντίζουν τόσο.

ΤΙΜΩΝΑΣ
Σ’ εσένα, Ερμή, και στον Δία χρωστώ μεγάλη ευγνωμοσύνη για τη φροντίδα, αλλά αυτόν εδώ τον Πλούτο δεν θα ήθελα να τον δεχτώ.

ΕΡΜΗΣ
Μα γιατί;

ΤΙΜΩΝΑΣ
Γιατί αυτός παλαιότερα μου προξένησε πάμπολλες συμφορές: με παρέδωσε σε κόλακες, με περιτριγύρισε με δολοπλόκους, ξεσήκωσε μίσος εναντίον μου, με διέφθειρε με καλοπέραση, με κατάντησε αντικείμενο φθόνου, και στο τέλος ξαφνικά με εγκατέλειψε τόσο αναξιόπιστα και προδοτικά.
Αντίθετα η αξιότιμη Φτώχεια, γυμνάζοντάς με συστηματικά με πολύ αντρίκειες κοπιαστικές εργασίες και συντροφεύοντάς με με αλήθεια και ελευθερία έκφρασης, φρόντιζε να μου εξασφαλίζει με τον κόπο μου τα απαραίτητα και να με εκπαιδεύει να περιφρονώ τα πολλά εκείνα, εξαρτώντας τις ελπίδες της ζωής μου μόνο από τον ίδιο τον εαυτό μου, και δείχνοντάς μου ποιος ήταν ο δικός μου πλούτος, που δεν θα μπορούσε να μου τον αφαιρέσει ούτε κόλακας καλοπιάνοντας με, ούτε συκοφάντης εκφοβίζοντάς με, ούτε όχλος που εξοργίστηκε, ούτε μέλος της συνέλευσης που ψήφισε, ούτε τύραννος που μηχανορράφησε.
Δυναμωμένος λοιπόν από τις κοπιαστικές εργασίες, καθώς καλλιεργώ φιλόπονα αυτό το χωράφι, χωρίς να βλέπω καμιά από τις ασχήμιες της πόλης, έχω αρκετά τρόφιμα διαρκώς από το δικέλλι μου.
Επομένως πάρε το δρόμο της επιστροφής, Ερμή, πηγαίνοντας τον Πλούτο πίσω στον Δία.

ΕΡΜΗΣ
Άσε όμως τα δύστροπα και παιδιάστικα, και δέξου τον Πλούτο. Δεν είναι για πέταμα τα δώρα που στέλνει ο Δίας.

ΠΛΟΥΤΟΣ
Θέλεις, Τίμωνα, να υπερασπιστώ τον εαυτό μου μπροστά σου, ή θα θυμώσεις, μόλις αρχίσω να μιλώ;

ΤΙΜΩΝΑΣ
Λέγε, όχι όμως με πολυλογίες, ούτε με προοίμια, όπως οι κατεργάρηδες οι ρήτορες. Αν πεις λίγα, θα σε ανεχτώ, για χάρη αυτού εδώ του Ερμή.

ΠΛΟΥΤΟΣ
Θα χρειαζόταν βέβαια ίσως και να μακρηγορήσω, μια και με κατηγόρησες για τόσα πολλά. Ωστόσο δες αν πραγματικά σε έχω αδικήσει, όπως λες, εγώ που ήμουν η αιτία για τις πιο ευχάριστες εμπειρίες σου, για εκδηλώσεις τιμής και προεδρική θέση και τιμητικά στεφάνια και κάθε άλλη καλοπέραση, καθώς εξαιτίας μου ήσουν αξιοθαύμαστος και περίφημος και περιζήτητος. Αν όμως έπαθες κάτι κακό από τους κόλακες, δεν σου φταίω εγώ. Το αντίθετο μάλιστα, εγώ αδικήθηκα από σένα σ’ αυτό, γιατί με άφησες τόσο ατιμωτικά στη διάθεση τρισκατάρατων ανθρώπων, που σε επαινούσαν και σε ξεγελούσαν και μηχανορραφούσαν εναντίον μου με κάθε τρόπο.
Όσο για το τελευταίο που είπες, ότι σε πρόδωσα, αντίθετα εγώ θα μπορούσα να σε κατηγορήσω γι’ αυτό, που διώχτηκα με κάθε τρόπο από σένα και πετάχτηκα κατακέφαλα έξω από το σπίτι σου. Να γιατί η αξιότιμη Φτώχεια σου φόρεσε αυτό το τομάρι, αντί για μαλακό μανδύα.
Άλλωστε είναι μάρτυράς μου αυτός εδώ ο Ερμής, πώς θερμοπαρακαλούσα τον Δία να μην έρθω σ’ εσένα, που μου είχες φερθεί τόσο εχθρικά.

ΕΡΜΗΣ
Βλέπεις όμως τώρα, Πλούτε, τι λογής άνθρωπος έχει γίνει; Μη διστάζεις λοιπόν να μείνεις μαζί του.

ΤΙΜΩΝΑΣ
Πρέπει να πειστώ, Ερμή, και να ξαναπλουτίσω. Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει κανείς, όταν οι θεοί τον αναγκάζουν; Πρόσεξε όμως σε τι βάσανα με βάζεις, τον κακότυχο, που, ενώ μέχρι τώρα ζούσα τρισευτυχισμένος, θα αποκτήσω ξαφνικά τόσο πολύ χρυσάφι, χωρίς να έχω κάνει κάτι κακό, και θα φορτωθώ τόσο μεγάλες έγνοιες.

ΕΡΜΗΣ
Αποδέξου το, Τίμωνα, για χάρη μου, ακόμη κι αν είναι δύσκολο και ανυπόφορο, ώστε οι κόλακες εκείνοι να σκάσουν από τη ζήλια τους.
Κι εγώ θα πετάξω πάνω από την Αίτνα προς τον ουρανό.

ΠΛΟΥΤΟΣ
Αυτός έφυγε, όπως συμπεραίνω από το φτεροκόπημα. Κι εσύ περίμενε εδώ· φεύγοντας θα σου στείλω τον Θησαυρό· ή καλύτερα χτύπα.
Εσένα λέω, Θησαυρέ από χρυσάφι, υπάκουσε σ’ αυτόν εδώ τον Τίμωνα και άφησε τον εαυτό σου να σε βγάλει έξω. Σκάβε, Τίμωνα, χτυπώντας βαθιά.

ΤΙΜΩΝΑΣ
Εμπρός λοιπόν, δικέλλι μου, δυνάμωσε τώρα και μην αποκάμεις να προσκαλείς τον Θησαυρό από το βάθος στην επιφάνεια.
Ω Δία αξιοθαύμαστε και αγαπητοί μου Κορύβαντες και κερδοφόρε Ερμή, που βρέθηκε τόσο χρυσάφι;
Μήπως αυτά είναι τάχα όνειρο; Φοβάμαι μήπως ξυπνήσω και βρω μπροστά μου κάρβουνα. Κι όμως, είναι χρυσάφι σε νομίσματα, κοκκινωπό, βαρύ και με απολαυστικότατη όψη.
Ω Μίδα και Κροίσε και αναθηματικές προσφορές στους Δελφούς, πόσο τιποτένιοι υπήρξατε μπροστά στον Τίμωνα και στον πλούτο του Τίμωνα, με τον οποίο δεν είναι ίσος ούτε ο βασιλιάς των Περσών.
Ω δικέλλι και αγαπητό μου τομάρι, εσάς θα είναι ωραίο να σας προσφέρω σ’ αυτόν εδώ τον Πάνα.
Κι εγώ θα αγοράσω ολόκληρη αυτή την απόμακρη περιοχή, θα χτίσω για τη φύλαξη του θησαυρού έναν μικρό πύργο, που θα είναι αρκετός μόνο για να μένω εγώ, και μου φαίνεται πως τον ίδιο θα έχω και για τάφο, όταν πεθάνω.
“Ας αποφασιστούν αυτά και ας νομοθετηθούν για την υπόλοιπη ζωή μου: αποφυγή οποιασδήποτε επικοινωνίας και γνωριμίας· περιφρόνηση σε όλους· ο φίλος, ο φιλοξενούμενος, ο σύντροφος και ο βωμός της Συμπόνιας είναι ανοησίες· το να λυπηθώ κάποιον που κλαίει ή να βοηθήσω κάποιον που έχει ανάγκη είναι παρανομία και παράβαση των κανονισμών· διαβίωση μοναχική, όπως των λύκων, και φίλος μόνο ένας: ο Τίμωνας. Όλοι οι άλλοι, εχθροί και μηχανορράφοι· και η συνομιλία με κάποιον απ’ αυτούς, μόλυνση.
Ας πλουτεί μόνο ο Τίμωνας και ας περιφρονεί τους πάντες και ας καλοπερνάει μόνος με τον εαυτό του, απαλλαγμένος από κολακείες και ενοχλητικούς επαίνους.
Και ας έχει το εξαιρετικά ευχάριστο όνομα “Μισάνθρωπος”, καθώς χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς του θα είναι δυστροπία και τραχύτητα και αναισθησία και οργή.
Τον νόμο τον εισηγήθηκε ο Τίμωνας, ο γιος του Εχεκρατίδη από τον δήμο του Κολλυτού, τον υπερψήφισε στη συνέλευση ο Τίμωνας ο ίδιος”.
Ωστόσο, και τι δεν θα ’δινα για να για να γνωστοποιηθούν αυτά με κάποιο τρόπο σε όλους, ότι δηλαδή είμαι πάμπλουτος· το γεγονός αυτό θα ήταν θηλιά στο λαιμό τους.
Αλλά τι συμβαίνει; Πω πω ταχύτητα! Από παντού τρέχουν όλοι μαζί, σκονισμένοι και λαχανιασμένοι, καθώς, κι εγώ δεν ξέρω πως, μυρίζονται το χρυσάφι.
Τι από τα δύο λοιπόν να κάνω, να ανέβω σ’ αυτόν τον βράχο και να τους αποδιώχνω με τις πέτρες, εκσφενδονίζοντάς τες από ψηλά, ή να παραβούμε για λίγο τον κανόνα απευθύνοντάς τους μόνο για μια φορά τον λόγο, για να στεναχωριούνται ακόμη περισσότερο που θα τους δείχνω καταφρόνια;
Αυτό, νομίζω, είναι το καλύτερο.
Επομένως ας τους υποδεχτούμε μένοντας εδώ κάτω.
Για να δω, ποιος είναι αυτός που έρχεται πρώτος απ’ όλους;
Ο Γναθωνίδης ο κόλακας, που, όταν παλαιότερα του ζήτησα άτοκο δάνειο, μου έδωσε μια θηλιά, ενώ είχε ξεράσει πιθάρια ολόκληρα στο σπίτι μου.
Καλά έκανε όμως που ήρθε· θα κλάψει πριν από τους υπόλοιπους.

ΓΝΑΘΩΝΙΔΗΣ
Δεν το έλεγα εγώ ότι οι θεοί δεν θα παραμελήσουν τον καλό άνθρωπο, τον Τίμωνα;
Γεια σου, Τίμωνα, πανέμορφε, εξαιρετικά ευχάριστε και άριστε συμποσιαστή.

ΤΙΜΩΝΑΣ
Κι εσύ, Γναθωνίδη, πιο αρπακτικέ από όλους τους γύπες και πιο κατεργάρη από όλους τους ανθρώπους.

ΓΝΑΘΩΝΙΔΗΣ
Πάντοτε σου άρεσαν τα πειράγματα εσένα.
Πού όμως θα γίνει το συμπόσιο;
Τι είναι τούτο; Με χτυπάς, Τίμωνα; Καλώ μάρτυρες.
Ηρακλή μου, ωχ, ωχ, προσφεύγω εναντίον σου στον Άρειο Πάγο για τραυματισμό.

ΤΙΜΩΝΑΣ
Και μάλιστα, αν καθυστερήσεις λίγο, ίσως κλητευθώ για φόνο.
Ποιος είναι αυτός που έρχεται, με τη φαλάκρα να αρχίζει από το μέτωπο;
Ο Φιλιάδης, ο πιο σιχαμερός από όλους τους κόλακες. Αυτός εδώ, ενώ πήρε από μένα ένα ολόκληρο χωράφι και δύο τάλαντα προίκα για την κόρη του, ως ανταμοιβή για την επιδοκιμασία του, τότε που τραγούδησα και, ενώ όλοι σιωπούσαν, μόνο αυτός με επαίνεσε, και με το παραπάνω, παίρνοντας όρκο πως είμαι πιο καλλίφωνος από τους κύκνους, όταν λοιπόν αυτός με είδε άρρωστο πριν λίγο καιρό, και εγώ τον προσέγγισα ζητώντας βοήθεια, άρχισε να με χτυπάει, ο λεβέντης.

ΦΙΛΙΑΔΗΣ
Γεια σου, αφεντικό, και φρόντισε να φυλάγεσαι από τους σιχαμερούς αυτούς κόλακες, που είναι μόνο για το τραπέζι, ενώ κατά τα άλλα δεν διαφέρουν από κόρακες. Δεν πρέπει να έχει κανείς εμπιστοσύνη σε κανέναν από τους τωρινούς· όλοι είναι αχάριστοι και κακοήθεις.
Αντίθετα εγώ, καθώς σου έφερνα ένα τάλαντο, για να μπορείς να το χρησιμοποιήσεις για τις άμεσες ανάγκες σου, άκουσα στον δρόμο, ενώ ήμουν κοντά, ότι πλούτισες με τεράστιο πλούτο.
Ήρθα λοιπόν να σου δώσω αυτές τις συμβουλές.

ΤΙΜΩΝΑΣ
Θα γίνουν αυτά, Φιλιάδη. Πλησίασε όμως, για να σε καλωσορίσω με το δικέλλι.

ΦΙΛΙΑΔΗΣ
Άνθρωποι, μου έσπασε το κεφάλι αυτός ο αχάριστος, γιατί του έδινα συμβουλές για το συμφέρον του.

ΤΙΜΩΝΑΣ
Να που έρχεται τρίτος αυτός ο ρήτορας, ο Δημέας, που κρατάει στο δεξί οτυ χέρι ένα ψήφισμα και ισχυρίζεται ότι είναι συγγενής μας.
Αυτός, ενώ πλήρωσε με δικά μου χρήματα στην πόλη δεκαέξι τάλαντα σε μια μέρα – είχε καταδικαστεί και ήταν στη φυλακή, μια και δεν μπορούσε να πληρώσει, κι εγώ τον λυπήθηκα και τον ελευθέρωσα – όταν πριν από λίγο κληρώθηκε στην Ερεχθηίδα φυλή να διανέμει τα θεωρικά χρήματα, κι εγώ τον πλησίασα ζητώντας το μερίδιό μου, είπε πως δεν ξέρει αν είμαι πολίτης.

ΔΗΜΕΑΣ
Γεια σου, Τίμωνα, το εξαίρετο απάνθισμα της γενιάς σου, το στήριγμα των Αθηνών, το προπύργιο της Ελλάδας· από ώρα βέβαια η εκκλησία του δήμου συγκεντρωμένη και οι δύο βουλές σε περιμένουν.
Εγώ μάλιστα ήθελα να σου φέρω και τον γιο μου, που από το δικό σου όνομα τον ονόμασα Τίμωνα.

ΤΙΜΩΝΑΣ
Πώς, Δημέα, αφού ούτε καν έχεις παντρευτεί, όσο ξέρω τουλάχιστον;

ΔΗΜΕΑΣ
Αλλά θα παντρευτώ του χρόνου, πρώτα ο θεός, και θα κάνω παιδιά, και αυτό που θα γεννηθεί – θα είναι αγόρι βέβαια – το ονομάζω από τώρα Τίμωνα.

ΤΙΜΩΝΑΣ
Δεν ξέρω αν θα επιθυμείς ακόμη, φίλε μου, να παντρευτείς, μετά από το τόσο γερό χτύπημα που θα σου δώσω.

ΔΗΜΕΑΣ
Αλίμονο! Τι είναι τούτο; Επιχειρείς να εγκαθιδρύσεις τυραννίδα, Τίμωνα, και χτυπάς ελεύθερους πολίτες, ενώ εσύ δεν είσαι καλά καλά ούτε ελεύθερος ούτε πολίτης; Σύντομα όμως θα τιμωρηθείς και για τα άλλα και γιατί έβαλες φωτιά στην ακρόπολη.

ΤΙΜΩΝΑΣ
Μα δεν έχει πάρει φωτιά η ακρόπολη, παλιάνθρωπε· επομένως είναι φανερό ότι είσαι συκοφάντης.

ΔΗΜΕΑΣ
Ωχ, το σβέρκο μου!

ΤΙΜΩΝΑΣ
Μη φωνάζεις· θα σου δώσω και τρίτο χτύπημα.
Τι είναι όμως τούτο; Δεν είναι τούτος ο Θρασυκλής ο φιλόσοφος;
Αυτός είναι, και όχι άλλος. Με απλωμένη τη γενειάδα και ανασηκωμένα τα φρύδια και καμαρώνοντας για τον εαυτό του, έρχεται κοιτάζοντας σαν Τιτάνας.
Αυτός, που συγκροτημένη εμφάνιση και αξιοπρεπές βάδισμα και σεμνό ντύσιμο αναπτύσσει από το πρωί μυριάδες πράγματα για την αρετή και κατηγορεί τους οπαδούς της ηδονής και επαινεί την ολιγάρκεια, όταν καταφτάσει λουσμένος στο δείπνο παρουσιάζει ακριβώς τα αντίθετα από τα πρωινά εκείνα λόγια, αρπάζοντας πρώτος σαν περδικογέρακο τα φαγητά και σπρώχνοντας με τον αγκώνα τον διπλανό του, με τα γένια πασαλειμμένα από ζωμό, καταβροχθίζοντας σαν σκύλος, έχοντας σκύψει σαν να περιμένει να βρει την αρετή στις γαβάθες.
Πάντοτε ανικανοποίητος, ακόμη κι αν πάρει μόνο αυτός από όλους ολόκληρο το γλύκισμα ή το γουρουνόπουλο.
Το αποκορύφωμα δηλαδή της λαιμαργίας και της απληστίας.
Αλλά ακόμη και όταν είναι ξεμέθυστος, σε κανέναν δεν θα παραχωρούσε τα πρωτεία στο ψέμα, στη θρασύτητα ή στη φιλαργυρία· είναι επίσης από τους πρώτους κόλακες και πανέτοιμος να καταπατήσει τον όρκο του και η αγυρτεία προηγείται και αναίδεια τον συνοδεύει, και γενικά είναι ένα πάνσοφο πλάσμα, άρτιο από παντού και ποικιλότροπα τελειοποιημένο. Σε λίγο λοιπόν θα κλάψει, μια και είναι τόσο εξαιρετικός άνθρωπος.
Τι είναι τούτο; Πω, πω, καιρό είχες να μας έρθεις. Θρασυκλή.

ΘΡΑΣΥΚΛΗΣ
Δεν ήρθα, Τίμωνα, έχοντας τις ίδιες προθέσεις με αυτούς τους πολλούς, δεν ήρθα σαν εκείνους που, μένοντας έκθαμβοι μπροστά στον πλούτο σου, συγκεντρώθηκαν βιαστικά προσδοκώντας ασήμι και χρυσάφι και πολυτελή δείπνα, για να κάνουν επίδειξη άφθονης κολακείας σε έναν άνθρωπο σαν εσένα, που διαθέτεις απλότητα και μεταδοτικότητα σε όσα έχεις.
Ξέρεις άλλωστε ότι για μένα είναι αρκετό φαγητό ένα κριθαρόψωμο, και πολύ ευχάριστο προσφάι το θυμάρι ή το κάρδαμο ή, αν ποτέ θέλω να καλοπεράσω, λίγο αλάτι· ποτό μου το νερό από την εννεάκρουνη πηγή· κι αυτό το τριμμένο πανωφόρι καλύτερο από οποιοδήποτε πορφυρό ρούχο.
Όσο για το χρυσάφι, δεν το θεωρώ καθόλου πολυτιμότερο από τα πετραδάκια στην ακρογιαλιά.
Ξεκίνησα να έρθω για δική σου χάρη, για να μη σε διαφθείρει αυτό το εξαιρετικά κακό και ύπουλο απόκτημα, ο πλούτος, που πολλές φορές έγινε σε πολλούς αιτία ανεπανόρθωτων συμφορών.
Αν ακολουθήσεις τη συμβουλή μου, ασφαλώς θα τον πετάξεις ολόκληρο στη θάλασσα, μια που δεν είναι καθόλου απαραίτητος σε έναν άνθρωπο που είναι καλός και που μπορεί να βλέπει τον πλούτο της φιλοσοφίας· όχι όμως βαθιά, αγαπητέ μου, αλλά μπαίνοντας στη θάλασσα ως τους βουβώνες, σε μικρή απόσταση από την ακροθαλασσιά. Ενώ θα σε βλέπω μόνο εγώ.

ΤΙΜΩΝΑΣ
Επαινώ αυτά τα λόγια σου, Θρασυκλή· πριν όμως αν συμφωνείς, έλα να σου γεμίσω το κεφάλι με καρούμπαλα, μετρώντας τα με το δικέλλι.

ΘΡΑΣΥΚΛΗΣ
Ω δημοκρατία και νόμοι, μας χτυπάει ο καταραμένος μέσα σε μια ελεύθερη πόλη.

ΤΙΜΩΝΑΣ
Τι είναι όμως τούτο;
Συγκεντρώνονται πολλοί· ο Βλεψίας εκείνος και ο Λάχης και ο Γνίφωνας και όλη η παράταξη αυτών που πρόκειται να κλάψουν.
Γιατί λοιπόν δεν ανεβαίνω σ’ αυτόν τον βράχο να ξεκουράσω λίγο το δικέλλι μου, που είναι καταπονημένο εδώ και ώρα, και μαζεύοντας ο ίδιος όσο γίνεται περισσότερες πέτρες, να τις ρίχνω επάνω τους σαν χαλάζι από μακριά;

ΒΛΕΨΙΑΣ
Μη ρίχνεις, Τίμωνα· φεύγουμε.

ΤΙΜΩΝΑΣ
Όχι όμως χωρίς αίματα, εσείς τουλάχιστον, ούτε χωρίς τραύματα.

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ, ΣΑΤΙΡΑ ΑΠΛΗΣΤΙΑΣ ΚΑΙ ΜΑΤΑΙΟΔΟΞΙΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου