Πέμπτη 26 Ιουλίου 2018

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Εὐμενίδες (585-613)

ΧΟ. πολλαὶ μέν ἐσμεν, λέξομεν δὲ συντόμως.
ἔπος δ᾽ ἀμείβου πρὸς ἔπος ἐν μέρει τιθείς.
τὴν μητέρ᾽ εἰπὲ πρῶτον εἰ κατέκτονας.
ΟΡ. ἔκτεινα· τούτου δ᾽ οὔτις ἄρνησις πέλει.
ΧΟ. ἓν μὲν τόδ᾽ ἤδη τῶν τριῶν παλαισμάτων.
590 ΟΡ. οὐ κειμένῳ πω τόνδε κομπάζεις λόγον.
ΧΟ. εἰπεῖν γε μέντοι δεῖ σ᾽ ὅπως κατέκτανες.
ΟΡ. λέγω· ξιφουλκῷ χειρὶ πρὸς δέρην τεμών.
ΧΟ. πρὸς τοῦ δ᾽ ἐπείσθης καὶ τίνος βουλεύμασιν;
ΟΡ. τοῖς τοῦδε θεσφάτοισι· μαρτυρεῖ δέ μοι.
595 ΧΟ. ὁ μάντις ἐξηγεῖτό σοι μητροκτονεῖν;
ΟΡ. καὶ δεῦρό γ᾽ ἀεὶ τὴν τύχην οὐ μέμφομαι.
ΧΟ. ἀλλ᾽ εἴ σε μάρψει ψῆφος, ἄλλ᾽ ἐρεῖς τάχα.
ΟΡ. πέποιθ᾽· ἀρωγὰς [δ᾽] ἐκ τάφου πέμπει πατήρ.
ΧΟ. νεκροῖσί νυν πέπισθι μητέρα κτανών.
600 ΟΡ. δυοῖν γὰρ εἶχε προσβολὰς μιασμάτων.
ΧΟ. πῶς δή; δίδαξον τοὺς δικάζοντας τάδε.
ΟΡ. ἀνδροκτονοῦσα πατέρ᾽ ἐμὸν κατέκτανε.
ΧΟ. †τοιγὰρ σὺ μὲν ζῇς, ἡ δ᾽ ἐλευθέρα φόνου.
ΟΡ. τί δ᾽ οὐκ ἐκείνην ζῶσαν ἤλαυνες φυγῇ;
605 ΧΟ. οὐκ ἦν ὅμαιμος φωτὸς ὃν κατέκτανεν.
ΟΡ. ἐγὼ δὲ μητρὸς τῆς ἐμῆς ἐν αἵματι;
ΧΟ. πῶς γάρ σ᾽ ἔθρεψεν ἐντός, ὦ μιαιφόνε,
ζώνης; ἀπεύχῃ μητρὸς αἷμα φίλτατον;
ΟΡ. ἤδη σὺ μαρτύρησον, ἐξηγοῦ δέ μοι,
610 Ἄπολλον, εἴ σφε σὺν δίκῃ κατέκτανον.
δρᾶσαι γάρ, ὥσπερ ἔστιν, οὐκ ἀρνούμεθα·
ἀλλ᾽ εἰ δικαίως εἴτε μὴ τῇ σῇ φρενὶ
δοκεῖ, τόδ᾽ αἷμα κρῖνον, ὡς τούτοις φράσω.

***
ΧΟΡΟΣ
Αν και πολλές, τα λόγια μας σύντομα θα ᾽ναι
κι ένα προς ένα εσύ σ᾽ ό,τι ρωτούμε απάντα·
και πρώτα πε μου: έχεις τη μάνα σου σκοτώσει;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Τη σκότωσα κι αυτό καθόλου δεν τ᾽ αρνιούμαι.
ΧΟΡΟΣ
Από τα τρία παλαίματα πάει, νά, το πρώτο.
ΟΡΕΣΤΗΣ
590 Δεν είμ᾽ ακόμα κατά γης να μου καυχιέσαι.
ΧΟΡΟΣ
Πρέπει και πώς την σκότωσες να πεις ακόμα.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Τραβώντας το σπαθί το ᾽μπηξα στο λαιμό της.
ΧΟΡΟΣ
Ποιός σ᾽ έπεισε και ποιός τη συμβουλή είχε δώσει;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Του θεού οι χρησμοί, που εδώ και μάρτυράς μου στέκει.
ΧΟΡΟΣ
Να σφάξεις τη μητέρα σου σ᾽ έβαλε ο μάντης;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ναι και δε το μετάνιωσα ποτέ μου ώς τώρα.
ΧΟΡΟΣ
Σε λίγο άλλα θα λες, σα θα σ᾽ αρπάξει η ψήφος.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Τα θάρρη μου έχω στου πατέρα μου τον τάφο.
ΧΟΡΟΣ
Έλπιζε στους νεκρούς, αφού έχεις μάνα σφάξει.
ΟΡΕΣΤΗΣ
600 Διπλό είχε πάρει επάνω της εκείνη κρίμα.
ΧΟΡΟΣ
Πώς τάχα; εξήγα το σ᾽ αυτούς, που θα δικάσουν.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Άντρα της και πατέρα σκότωσε δικό μου.
ΧΟΡΟΣ
Εκείνη πάει, σχωρέθηκε· συ ζεις ακόμα.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Μα όσο που ζούσε, πώς δεν τήνε κυνηγούσες;
ΧΟΡΟΣ
Μ᾽ αυτόν που σκότωσε δεν ήταν ένα αίμα.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Κι εγώ απ᾽ της μάνας μου λοιπόν ήμουν το αίμα;
ΧΟΡΟΣ
Και πώς τότε στα σπλάχνα της σ᾽ έθρεψε μέσα,
κακούργε; της μητέρας σου το αίμα απαρνιέσαι;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Τώρα μαρτύρησέ μου εσύ κι εξήγησέ το,
610 αν είχα δίκιο, Απόλλωνα, να τη σκοτώσω·
γιατ᾽ είν᾽ αλήθεια το ᾽καμα και δεν τ᾽ αρνιούμαι·
μ᾽ αν δίκιο ή όχι αυτό σου φαίνεται το αίμα,
πες πώς το κρίνεις, για να πω και γω σε τούτους.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου