Κυριακή 3 Ιουνίου 2018

ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Ἀγαμέμνων (1331-1371)

ΑΝΑΠΑΙΣΤΟΙ


ΧΟ. τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ
πᾶσι βροτοῖσιν· δακτυλοδείκτων δ᾽
οὔτις ἀπειπὼν εἴργει μελάθρων,
μηκέτ᾽ ἐσέλθῃς, τάδε φωνῶν.
1335 καὶ τῷδε πόλιν μὲν ἑλεῖν ἔδοσαν
μάκαρες Πριάμου·
θεοτίμητος δ᾽ οἴκαδ᾽ ἱκάνει·
νῦν δ᾽ εἰ προτέρων αἷμ᾽ ἀποτείσει
καὶ τοῖσι θανοῦσι θανὼν ἄλλων
1340 ποινὰς θανάτων ἐπικρανεῖ,
τίς τἂν εὔξαιτο βροτῶν ἀσινεῖ
δαίμονι φῦναι τάδ᾽ ἀκούων;

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΠΕΜΠΤΟΝ


ΑΓ. ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω.
ΧΟ. σῖγα· τίς πληγὴν ἀυτεῖ καιρίως οὐτασμένος;
1345 ΑΓ. ὤμοι μάλ᾽ αὖθις, δευτέραν πεπληγμένος.
ΧΟ. τοὔργον εἰργάσθαι δοκεῖ μοι βασιλέως οἰμώγμασιν.
ἀλλὰ κοινωσώμεθ᾽, ἤν πως, ἀσφαλῆ βουλεύματα.
― ἐγὼ μὲν ὑμῖν τὴν ἐμὴν γνώμην λέγω,
πρὸς δῶμα δεῦρ᾽ ἀστοῖσι κηρύσσειν βοήν.
1350 ― ἐμοὶ δ᾽ ὅπως τάχιστά γ᾽ ἐμπεσεῖν δοκεῖ
καὶ πρᾶγμ᾽ ἐλέγχειν σὺν νεορρύτῳ ξίφει.
― κἀγὼ τοιούτου γνώματος κοινωνὸς ὢν
ψηφίζομαί τι δρᾶν· τὸ μὴ μέλλειν δ᾽ ἀκμή.
― ὁρᾶν πάρεστι· φροιμιάζονται γὰρ ὥς,
1355 τυραννίδος σημεῖα πράσσοντες πόλει.
― χρονίζομεν γάρ. οἱ δὲ τῆς μελλοῦς κλέος
πέδοι πατοῦντες οὐ καθεύδουσιν χερί.
― οὐκ οἶδα βουλῆς ἧστινος τυχὼν λέγω.
τοῦ δρῶντός ἐστι καὶ τὸ βουλεῦσαι πέρι.
1360 ― κἀγὼ τοιοῦτός εἰμ᾽, ἐπεὶ δυσμηχανῶ
λόγοισι τὸν θανόντ᾽ ἀνιστάναι πάλιν.
― ἦ καὶ βίον τείνοντες ὧδ᾽ ὑπείξομεν
δόμων καταισχυντῆρσι τοῖσδ᾽ ἡγουμένοις;
― ἀλλ᾽ οὐκ ἀνεκτόν, ἀλλὰ κατθανεῖν κρατεῖ·
1365 πεπαιτέρα γὰρ μοῖρα τῆς τυραννίδος.
― ἦ γὰρ τεκμηρίοισιν ἐξ οἰμωγμάτων
μαντευσόμεσθα τἀνδρὸς ὡς ὀλωλότος;
― σάφ᾽ εἰδότας χρὴ τῶνδε θυμοῦσθαι πέρι·
τὸ γὰρ τοπάζειν τοῦ σάφ᾽ εἰδέναι δίχα.
1370 ― ταύτην ἐπαινεῖν πάντοθεν πληθύνομαι,
τρανῶς Ἀτρείδην † εἰδέναι κυροῦνθ᾽ ὅπως.

***

ΧΟΡΟΣ
Η ευτυχία είναι πράμα που ο άνθρωπος
δε χορταίνει και δεν τη βαρέθηκε
κανείς τόσο ποτέ, που την πόρτα του
να της δείξει απ᾽ τα σπίτια του διώχνοντας
και της πει: πια μη μπαίνεις!
Και σ᾽ αυτόν έτσι οι αθάνατοι δώσανε
να κυριεύσει του Πριάμου την πόλη
και θεοτίμητος πίσω μάς γύρισε·
Όμως τώρα αν πλερώσει με το αίμα του
τα παλιά φονικά, και πεθαίνοντας
μετά τόσους κι αυτός, το κατόπι του

ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ
Οϊμένα μου και πάω· βαθιά με βρήκε μέσα!
ΧΟΡΟΣ
Σώπα! ποιός φωνάζει τάχα χτυπημένος στα γερά;
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ
Πάλι ξανά μου, αλίμονο! με βρήκε κι η άλλη!
ΧΟΡΟΣ
Πάει, τέλειωσε! αν θα κρίνω απ᾽ τις φωνές του βασιλιά,
μα στα σοβαρά ας σκεφτούμε μιαν απόφαση όλοι εδώ.
ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ Ο Α’.
Εμένα η γνώμη μου είναι σε βοήθεια αμέσως
να κράξομε όλη εδώ την πόλη στο παλάτι.
Ο Β’.
Εγώ, με μιας, λέω, να χυθούμε μέσα κι έτσι
1350μ᾽ αιμόβρεχτο τους πιάσομε σπαθί στο χέρι.
Ο Γ’.
Κι εγώ είμαι αυτής της γνώμης· κάτι, πρέπει, λέω
να κάνομε· καιρός για χάσιμο δεν είναι.
Ο Δ’.
Φως φανερό· όπως άρχισαν, είναι σημάδι
πως ετοιμάζουν τυραννίδα για τη χώρα.
Ο Ε’.
Η ώρα περνά· μα αυτοί στα πόδια των πατούνε
το σοφό δισταγμό κι έχουν το χέρι ξύπνιο.
Ο ΣΤ’.
Κι εγώ δεν ξέρω ποιά βουλή να βρω να δώσω.
έχει να σκεφθεί πριν κι αυτός που θα ενεργήσει.
Ο Ζ’.
1360 Τέτοιος είμαι και ᾽γω· δύσκολα βλέπω τρόπο
ένα νεκρό με λόγια ν᾽ αναστήσω πάλι.
Ο Η’.
Κι έτσι όσο ζούμε θενα σκύβομε κεφάλι
στους άτιμους που τα παλάτια αυτά ντροπιάζουν;
Ο Θ’.
Μα όχι, δεν είναι υποφερτό· κάλλιο ας πεθάνω·
πιο γλυκός πάντα ο θάνατος απ᾽ τη σκλαβιά ᾽ναι…
Ο Ι’.
Μα τάχ᾽ αυτά τα βογγητά να ήταν σημάδι
να κρίνομε πως είναι κιόλας σκοτωμένος;
Ο ΙΑ’.
Ας μη μας πάρ᾽ η οργή πρι να βεβαιωθούμε·
άλλο να υποψιάζεσαι κι άλλο είν᾽ η αλήθεια.
Ο ΙΒ’.
1370 Απ᾽ όλα τα πολλά μ᾽ αυτή τη γνώμη κλίνω,
να μάθομε ακριβώς τί γένηκε ο Ατρείδης.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου