Παρασκευή 25 Μαΐου 2018

Αρκεσίλαος από την Πιτάνη

Τι χάρμα ο Αρκεσίλαος! Πειστικός στους λόγους του όσο κανείς άλλος, δαιμόνιος στην τέχνη της αναιρέσεως, δεξιοτέχνης στα επιχειρήματα, ευφυής στην πραγμάτευση των θεμάτων, ποτέ δεν ξεκινούσε με τις δικές του απόψεις και, σαν άκουγε τους άλλους, τους αντιπάλους του, με εκπληκτική ετοιμότητα και ευρηματικότητα τους αντέκρουε ακολουθώντας την μέθοδο του pro και contra, της in utramque partem disputare. Τι σημαίνει αυτό; Απλούστατα ότι αναιρούσε κάθε θέση, λέγοντας τα υπέρ και τα κατά. Και αν τύχαινε να τον δυσκολέψουν οι άλλοι, τότε τους ξέφευγε επικαλούμενος την “εποχή”. Επέχει, έλεγε. Και ήταν γι’ αυτόν η εποχή ό,τι το μελάνι που αφήνει πίσω της η σουπιά, για να ξεφύγει από τους διώκτες της.

Η Ακαδημία με αρχηγό τον Αρκεσίλαο βρήκε τις δόξες των παλαιών ημερών. Έκανε όμως τους γύρω του άνω – κάτω. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι τελικά υποστήριζε. Κατόρθωνε με τη διδασκαλία του το ακατόρθωτο. Δεν είναι πράγματι μικρό πράγμα να έχεις τις θέσεις του Πύρρωνος και να μην λέγεσαι ο ίδιος πυρρώνειος· να απομακρύνεσαι από τον Πλάτωνα και όμως να σε ονομάζουν ακαδημεικό και μάλιστα να διευθύνεις την Ακαδημία για 25 ολόκληρα χρόνια! Έντεχνη συγκάλυψη του πυρρωνισμού του; Εξαπάτηση των πολλών; Ειλικρινής και πιστός στον Πλάτωνα για τους ολίγους; Τις απαντήσεις θα τις δώσουμε· δεν θα είναι όμως δικές του, αφού κανένα γραπτό δεν άφησε. Στις μαρτυρίες από δεύτερο χέρι θα ακουμπήσουμε, τις πολύτιμες αλλά και όχι πάντα αξιόπιστες δοξογραφικές μαρτυρίες. Η πιο χτυπητή είναι εκείνη του Αρίστωνος, μαθητού του Ζήνωνος, που τον περιγράφει με λίγες λέξεις: πρόσθε Πλάτων, ὄπισθεν Πύρρων, μέσος Διόδωρος.

Ο Αρίστων εμπνέεται από το στίχο του Ομήρου στην Ιλιάδα όπου ζωγραφίζεται η Χίμαιρα με κεφάλι λιονταριού, ουρά δράκου και σώμα αιγός (Ι ΣΤ’ 181). Είναι φανερή η πρόθεση του Αρίστωνος να περιγράψει τον Αρκεσίλαο άστατο, χωρίς δηλαδή καθαρές θέσεις. Αντλεί από όλους τους φιλοσόφους. Είναι λίγο απ’ όλα. Θα δούμε ότι αυτό είναι και το βασικό γνώρισμα ενός εκλεκτικού φιλοσόφου: να προσπαθεί να συγκεράσει διάφορες απόψεις.

Πρέπει να το δεχτούμε· ήταν διαδεδομένη η εικόνα του ως φιλοσόφου χωρίς ξεκάθαρη φιλοσοφική ταυτότητα. Γι’ αυτό τους έκανε όλους να αναρωτιούνται: μα τι είναι, πυρρώνειος ή ακαδημεικός; Να λύσουμε άραγε εμείς το αίνιγμα; Για τον Νουμήνιο ήταν πυρρώνειος, αλλά δεν τον λέγανε πυρρώνειο· και δεν ήταν ακαδημεικός, αλλά του είχαν δώσει το όνομα:

ἦν μέν Πυρρώνειος, πλήν τοῦ ὀνόματος· Ἀκαδημαϊκός δ’ οὐκ ἦν, πλήν τοῦ λέγεσθαι.

Ήταν όμορφος ο Αρκεσίλαος. Γοήτευε με την χάρη του, το οξύ μυαλό, τον λόγο του. Και σαν τον είδε ο Κράντωρ, ένοιωσε συμπάθεια, αγάπη, για τον μαθητή που, γεμάτος ομορφιά και νιάτα, ήρθε στην Αθήνα να σπουδάσει. Τον υποδέχτηκε με έναν στίχο του Ευριπίδη:

ὦ νεαρέ, ἐάν σέ σώσω, θά μοῦ ἔχεις χάρη;”

Ευφυής, λοιπόν, ωραίος, πλούσιος ο Αρκεσίλαος είχε όλη την οξύνοια και την άνεση, για να επιδοθεί στην φιλοσοφία. Άλλωστε, σαν έφθανε στην Αθήνα από την Πιτάνη της Αιολίδος, είχε ήδη πίσω του μια μόρφωση που πλατιά άνοιγε τον δρόμο στις φιλοσοφικές σπουδές. Είχε σπουδάσει μαθηματικά στην πατρίδα του αλλά και στις Σάρδεις, κοντά στον αστρονόμο και μαθηματικό Αυτόλυκο, και μουσική με τον Ξάνθο τον Αθηναίο. Τις σπουδές στην γεωμετρία τις συνέχισε με τον Ιππόνικο. Στην Αθήνα εφοίτησε αρχικά κοντά στον Θεόφραστο και εκεί κατάδειξε και τον ξεχωριστό ζήλο για την διαλεκτική. Ήταν η δύναμή του. Εξοικειωμένος με την τέχνη των ερετρικών μπορούσε να αντικρούσει κάθε επιχείρημα. Είχε βέβαια επίγνωση πόσο η διαλεκτική φέρνει τα πάνω κάτω.

Γνώριζε όμως ο Αρκεσίλαος και την κακή δύναμη της διαλεκτικής και συμβούλευε τους μαθητές του να μην εγκλωβίζονται στα δίχτυα της, να την αποφεύγουν. Γιατί οι διαλεκτικοί είναι σαν αυτούς που παίζουν με τις ψήφους: εξαπατούν με χάρη.

Ἀρκεσίλαος ὁ φιλόσοφος ἔφη τούς διαλεκτικούς ἐοικέναι τοῖς ψηφοπαίκταις, οἵ τινες χαριέντως παραλογίζονται (Στοβαίου, Ἐκλογαί)

Πολλά και ωραία ήταν τα χρόνια που ο Αρκεσίλαος πέρασε στην Ακαδημία. Η συμπάθεια και η εύνοια του Κράντορος του επέτρεψαν να γνωρίσει από κοντά τον Πολέμωνα – τον άκουσε και εκείνον – τον Κράτηρα. Ήταν σπουδαίοι οι διάδοχοι αυτοί του Πλάτωνος. Τους εθαύμασε· ωσάν θεοί ή λείψανα από το χρυσό γένος φάνταζαν στα μάτια του:

θεοί τινες ἤ λείψανα τῶν ἐκ τοῦ χρυσοῦ γένους (Δ.Λ. IV 22)

Δεν απαρνιέται κανείς εύκολα ό,τι αγάπησε. Δεν απαρνήθηκε ο Αρκεσίλαος τα όσα έμαθε και άκουσε στην Ακαδημία. Να εξηγείται, άραγε, έτσι η προσπάθειά του να ξαναθυμηθούν οι μαθητές του την σωκρατική μέθοδο; Να θέλησε να ξαναζωντανέψει την τέχνη του ερωτάν και αποκρίνεσθαι; Να πίστευε ότι με την “απορητική” μέθοδο αντιμετώπιζε καλύτερα τον δογματισμό των στωικών;

Με τον Ζήνωνα τον στωικό, που για την ζωή του πληροφορεί ο Διογένης ο Λαέρτιος, άρχισε τον πόλεμο. Είχαν και οι δύο τον ίδιο δάσκαλο στην διαλεκτική, τον Διόδωρο Κρόνο, και την πλατωνική φιλοσοφία την διδάχθηκαν και οι δύο από τον Πολέμωνα.

Ήταν συμφοιτητές αλλά πόσο διαφορετικοί χαρακτήρες!

Καρτερικότατος ο Ζήνων, λιτότατος – έπινε λίγο κρασί – πάντα ντυμένος απλά και ελαφρά άντεχε το κρύο του χειμώνα. Συνήθιζε να λέγει ότι το ευ γίνεσθαι έρχεται λίγο – λίγο, δεν είναι όμως μικρό πράγμα:

τό εὖ γίνεσθαι παρά μικρόν, οὐ μήν μικρόν εἶναι (Δ.Λ. VII26)

Αυτόν τον ασκητικό Ζήνωνα αλλά και δεινό συνομιλητή, που βαθιά στοχάστηκε πάνω στον άνθρωπο και άφησε πίσω του το θαυμαστό οικοδόμημα της στωικής ηθικής, που τον τελευταίο Ρωμαίο αυτοκράτορα, τον Μάρκο Αυρήλιο, συγκίνησε τόσο, ώστε να μας αφήσει τα εκπληκτικά Εἰς ἑαυτόν, αυτόν τον Ζήνωνα επέλεξε ως αντίπαλο ο Αρκεσίλαος. Και οι δύο εγνώριζαν την φιλοσοφία του Πλάτωνος, και οι δύο εγνώριζαν καλά την τέχνη της διαλεκτικής· ήρθαν όμως σε σύγκρουση.

Ο πόλεμος με τους στωικούς πήρε, από το μέρος του Αρκεσιλάου, τέτοια μορφή ώστε η επιμονή του τελευταίου στην απορητική μέθοδο να εκβάλει σε μια διδασκαλία της ακαταληψίας, στην θέση δηλαδή ότι τα πράγματα είναι ακατάληπτα. Μακρύς βέβαια ο δρόμος από τη θεωρία των ιδεών στην ακαταληψία. Είναι τα δύο άκρα. Για να λυθεί το “αίνιγμα” του Αρκεσιλάου υπαινίχθησαν μια εσωτερική διδασκαλία, ότι δηλαδή στους πολλούς ο Αρκεσίλαος εδίδασκε την ακαταληψία, αλλά ότι με στενό κύκλο μαθητών συνέχιζε την πλατωνική φιλοσοφία. Φανερά ωστόσο κατηγορήθηκε ότι εγκατέλειψε την Παλαιά Ακαδημία και ότι στη θέση της έστησε μια νέα Ακαδημία. Έτσι πολιτογραφείται ο Αρκεσίλαος ως νεοακαδημεικός φιλόσοφος, ένας φιλόσοφος που εισάγει τον σκεπτικισμό στην σχολή του, αφού όπλο του πια γίνεται η εποχή. Σε τέτοιο σημείο μάλιστα την είχε καταφύγιο που πολλοί είπαν ότι, προς το επέχειν, δεν έγραψε τίποτα.

Ας μείνουμε όμως ακόμη κοντά στον άνθρωπο Αρκεσίλαο.

Η ζωή του δεν ήταν κακή στην Αθήνα, όταν με τον θάνατο του Κράτηρος αναλαμβάνει αρχηγός της Μέσης Ακαδημίας. Θα φανταζόμαστε τον Αρκεσίλαο, που δεν άφηνε στιγμή τον Ζήνωνα ήσυχο με τις συνεχείς επιθέσεις του, έναν άνθρωπο κακό, αλαζονικό, εκδικητικό. Ήταν ακριβώς το αντίθετο.

Γενναιόδωρος από φύση του και ανοιχτός, βοηθούσε πάντα όσους είχαν ανάγκη. Τον Ιππόνικο, τον παλιό του δάσκαλο, για τον οποίο είχε κάποτε αστειευθεί* τον πήρε, όταν αρρώστησε, σπίτι του έως ότου έγινε καλά. Άλλη μια φορά, όταν ο Κτησίβιος, αρρώστησε, τον επισκέφθηκε, είδε σε τι ένδεια ζούσε και τότε του έβαλε κρυφά χρήματα κάτω από το μαξιλάρι, όταν έφευγε. Αθόρυβα και διακριτικά – πρόχειρος ἦν και λαθεῖν, την χάριν ἀτυφότατος – έκανε τις γενναιοδωρίες του: ούτε ζήτησε πίσω έναν ασημένιο δίσκο που είχε δανείσει σε κάποιον που έκανε τραπέζι σε φίλους του.

Μικρά, απλά περιστατικά – που αφηγείται ο Διογένης – ικανά όμως να φωτίσουν τον χαρακτήρα του. Γι’ αυτό ήταν αγαπητός όσο κανείς άλλος στους Αθηναίους. Δεν νοιαζότανε για χρήματα – είχε περιουσία στην Πιτάνη και ο μεγάλος αδερφός του, ο Πυλάδης, του έστελνε τα εισοδήματά του – και του άρεσε η καλή ζωή, το καλό φαγητό με φίλους, ωστόσο, που εκείνος ήθελε. Ιδιαίτερα όμως αγαπούσε το θέατρο.

Ως φιλόσοφος δεν είχε καμία έπαρση και συμβούλευε τους μαθητές να ακούνε και τα μαθήματα των άλλων. Δεν πήρε άλλωστε ο ίδιος από το χέρι έναν μαθητή, που του παραπονέθηκε για την διδασκαλία του, και τον πήγε στην σχολή του Ιερώνυμου του περιπατητικού;

Αξιοπρεπείς ο Αρκεσίλαος· σεβόταν τον εαυτό του. Ενώ είχε φίλο βασιλέα, τον Ευμένη, δεν έτρεχε να επισκεφτεί τον Αντίγονο τον Γονατά, παρόλες τις υποδείξεις του φίλου του Ιεροκλή που τον πίεζε να πηγαίνει να υποβάλλει τα σέβη του στον Αντίγονο, κάθε φορά που αυτός επισκεπτόταν την Αθήνα. Δεν πήγε ακόμη και όταν όλοι έτρεξαν να συγχαρούν και να τον κολακεύσουν για την νίκη στην ναυμαχία με τους Αιγύπτιους.

Αφιλαργυρώτατος, ατυφότατος, κοινωνικότατος, ευρεσιλογώτατος. Δεν παύει να μας τονίζει ο Διογένης τα χαρίσματά του: γενναιόδωρος σε ύψιστο βαθμό, σεμνότατος, κοινωνικότατος, εξυπνότατος.

Και πολλούς αιώνες αργότερα, πολύ κοντά σε εμάς, θα τα ξανακούσουμε: “Ωραίος, εύγλωττος, έξυπνος, ετοιμόλογος, είχε όλα τα απαραίτητα χαρίσματα για την αντιλογία και φάνηκε ότι ασχολήθηκε με αυτήν με ζήλο. Η στωική φιλοσοφία ήταν φυσικά εκείνη η οποία δέχτηκε το βάρος της επιθέσεως αφού από όλα τα φιλοσοφικά συστήματα παρουσιαζόταν το πιο φιλόδοξο και, φυσικά, και το πιο τρωτό· και ήταν τέτοια η τόλμη και η επιδεξιότητα του επιτιθέμενου ώστε οι αντίπαλοί του τον συνέκριναν πότε με τι Έμπουσες και πότε με την Λερναία Ύδρα της μυθολογίας. Στους τρόπους και στην διάθεση ερχόταν σε αντίθεση με τον ασκητικό Ζήνωνα. Φιλόφρων, γενναιόδωρος, ανοιχτόκαρδος, ήταν ένας άνθρωπος του κόσμου· του άρεσε η τέχνη και η λογοτεχνία.

Αυτός είναι ο σχολάρχης της Μέσης Ακαδημίας. Μυήθηκε στην πλατωνική φιλοσοφία από τους τρεις μεγάλους διαδόχους, τον Κράντορα, τον Πολέμωνα, τον Κράτητα. Και σ’ αυτήν την Ακαδημία που δεν την φώτιζαν πια, όπως παλαιότερα, οι προβολείς, στραμμένοι τώρα στη Στοά και στον Κήπο, τις μεγάλες φιλοσοφικές σχολές της ελληνιστικής εποχής, ο Αρκεσίλαος έδωσε και πάλι, εβδομήντα πέντε χρόνια μετά τον Πλάτωνα, την παλιά της λάμψη. Ἤνθησεν ἡ Ἀκαδημία. Την έφερε στο προσκήνιο, με τον πόλεμο που ξεκίνησε με τους στωικούς.

Σέξτος ο Εμπειρικός, ΠΥΡΡΩΝΕΙΕΣ ΥΠΟΤΥΠΩΣΕΙΣ Α’, Β’

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου