Δευτέρα 21 Μαΐου 2018

Η ομορφιά που γεννιόταν και πέθαινε απαρατήρητη και που, παρ’ όλα αυτά, ποτέ δεν το' βαλε κάτω

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα μικρό μαύρο σποράκι παπαρούνας, που ζούσε στριμωγμένο, μαζί με τ’ άλλα αδέρφια του, μες στην κοιλιά της μάνας του.

Μια μέρα του καλοκαιριού, η μάνα τους, αφού έχασε και το τελευταίο κόκκινο πέταλό της, πέθανε ήσυχα, όπως ήσυχα είχε ζήσει όλη τη ζωή της.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και η κοιλιά της, ξεραμένη απ’ τον ήλιο, έσκασε, κι από μέσα της τινάχτηκαν τα ελάχιστα μαύρα σποράκια κι έπεσαν στο χώμα.

Το χώμα, όπως ξέρετε, το καλοκαίρι είναι στεγνό και σκληρό και τα σποράκια δεν μπορούσαν να χωθούνε μέσα του και να μείνουν εκεί, όλα μαζί, στο μέρος που γεννήθηκαν.

Έτσι, ο πρώτος άνεμος που πέρασε από κει τα πήρε και τα σκόρπισε, άλλα μέσα σε σταροχώραφα, άλλα μέσα σε κήπους, άλλα σε ξέφωτα δασών κι άλλα επάνω στις πλαγιές των λόφων.

Ένα απ’ αυτά, το σποράκι αυτής της ιστορίας, ήταν πιο μικροκαμωμένο από τ’ άλλα, πιο ελαφρύ, κι έτσι ο αέρας το κουβάλησε μακριά, πολύ μακριά από την εξοχή, στη μεγάλη γκρίζα πολιτεία.

Σαν έφτασε όμως εκεί, δεν ήξερε πού να το αποθέσει, γιατί στην γκρίζα πολιτεία το χώμα είχε πια χαθεί. Παντού δεν έβλεπες άλλο από τσιμέντο κι άσφαλτο και σίδερο, τσιμέντο κι άσφαλτο και σίδερο.

Μάταια έψαχνε ο άνεμος να βρει λιγάκι χώμα ν’ αποθέσει το μικρό σποράκι, έτσι που να μπορέσει το άμοιρο κι αυτό να ρίξει ρίζες κάποτε και να βλαστήσει.

Κι επειδή είχε φτάσει η ώρα του, του ανέμου, να πεθάνει και δεν προλάβαινε ή να το πάει το σποράκι πιο μακριά ή να το φέρει πίσω, εκεί απ’ όπου τό ’χε πάρει, έψαχνε απελπισμένα να βρει έστω μια γλάστρα σε μπαλκόνι ή σε παράθυρο.

Τίποτε όμως. Γλάστρες δεν είχε η πολιτεία, παρά μόνο, όπως είπαμε, τσιμέντο κι άσφαλτο και σίδερο, τσιμέντο κι άσφαλτο και σίδερο.

Τότε, ο άνεμος, που δεν άντεχε άλλο, ξεψύχησε κι άφησε το σποράκι να πέσει πάνω στο πεζοδρόμιο μιας μεγάλης λεωφόρου.

Το πεζοδρόμιο ήτανε πλακόστρωτο, και το σποράκι βρέθηκε στην ένωση από δυο μεγάλες πλάκες, που, για καλή του τύχη, δεν ήταν καλά κολλημένες μεταξύ τους, κι έτσι μπόρεσε να χωθεί μες στη χαραματιά πού ’χασκε ανάμεσά τους και να κρυφτεί.

Εκεί μέσα ένιωσε ξαφνικά μιαν ασφάλεια περίεργη και μια ζέστα, σαν κάτι να τ’ αγκάλιαζε, να το νανούριζε γλυκά. Κι όσο κι αν σας φανεί παράξενο, αυτό το κάτι ήταν το χώμα.

Θαμμένο εκεί, κάτω απ’ τις κρύες γκρίζες πλάκες, ήταν ακόμη ζωντανό, ζεστό, και τώρα χαιρότανε και γιόρταζε πού ’χε ξανά στην αγκαλιά του ένα σποράκι, κι ας ήταν και μικρό.

Το καλοκαίρι τέλειωσε, τέλειωσε το φθινόπωρο, τέλειωσε κι ο χειμώνας κι ήρθε η άνοιξη, και το σποράκι, που κοιμότανε βαθιά μήνες και μήνες τώρα, ξύπνησε ξαφνικά από μια φαγούρα κι ένα φούσκωμα κι ανακάλυψε μ’ έκπληξη και κάποιον τρόμο πως το κορμάκι του ήταν τώρα μεγαλύτερο απ’ ό,τι όταν το πήρε ο ύπνος.

Τις μέρες που ακολούθησαν, το φούσκωμα συνέχισε κι ο τρόμος του μεγάλωσε, γιατί το δέρμα του άρχισε να σκίζεται, κι εκεί που πριν είχε μονάχα μια ολοστρόγγυλη κοιλίτσα άρχισε τώρα να βγάζει κάτι κλωστούλες σαν ποδαράκια, που χώνονταν μέσα στο χώμα, κι ένα κιτρινοπράσινο, μυτερό πραγματάκι σαν κεφαλάκι, που ορθωνόταν προς τα πάνω κι αγωνιζόταν να βγει από τη χαραμάδα στο φως.

Ο τρόμος του όμως δεν κράτησε πολύ, γιατί θυμήθηκε κάτι ιστορίες που είχε ακούσει, όταν ήταν ακόμη στην κοιλιά της μάνας του, πως δηλαδή είν’ έτσι που τα σποράκια γίνονται παπαρούνες.

Αφέθηκε λοιπόν να μεγαλώνει, θρεμμένο απ’ το φιλόξενο χώμα, ώσπου ένα πρωί, θαρρώ πως ήταν Μάης, μια παπαρούνα κατακόκκινη άνοιξε τα πέταλά της εκεί, στις πλάκες του πεζοδρομίου της μεγάλης λεωφόρου.

Φανταστείτε, αλήθεια, ένα τέτοιο λουλούδι, τόσο κόκκινο, τόσο γεμάτο αίμα, τόσο γεμάτο φως, πάνω στις πλάκες του πεζοδρομίου της γκρίζας πολιτείας, πού ’ναι φτιαγμένη από τσιμέντο, άσφαλτο και σίδερο.

Φανταστείτε μια παπαρούνα στο πεζοδρόμιο. Κάτι τέτοιο.

Σίγουρα, θα σκεφτόσαστε πως εκείνο τ’ ανοιξιάτικο πρωινό έγινε κάτι σαν επανάσταση στην πόλη• πως η συγκοινωνία σταμάτησε• πως τα γκρίζα κτίρια άδειασαν κι οι άνθρωποι έτρεξαν κατά χιλιάδες να μαζευτούνε γύρω απ’ την παπαρούνα, με το στόμα ανοιχτό μια πήχη, με τα μάτια βουρκωμένα απ’ τη χαρά για το θαύμα˙ πως οι πίσω, που δε βλέπανε, φωνάζανε στους μπρος «στην άκρη, να δούμε κι εμείς, κι εμείς»˙ πως χρειάστηκε να επέμβει η αστυνομία για την αποκατάσταση της τάξης, που τελικά δεν αποκαταστάθηκε, γιατί ακόμα και οι κρανοφόροι, όταν πλησίασαν, ανοίξανε κι αυτοί μια πήχη στόμα, και τα κλομπς τούς πέσαν απ’ τα χέρια και βγάλανε τα κράνη τους, γιατί δε χώραγαν πια τα κεφάλια τους˙ πως οι γυναίκες, μη βλέποντας τους άντρες να γυρίζουνε το μεσημέρι σπίτι, αφήσαν το φαΐ να ψήνεται και πεταχτήκανε να δούνε τι συμβαίνει και μείνανε κι αυτές εκεί, ξεχνώντας τα φαγιά να καίγονται επάνω στη φωτιά...

Τίποτε απ’ όλ’ αυτά δεν έγινε. Οι άνθρωποι της πολιτείας ήτανε κι αυτοί από τσιμέντο κι άσφαλτο και σίδερο και στο μέρος της καρδιάς είχανε μια πλαστική σακούλα.

Περνούσανε, λοιπόν, πλάι απ’ την παπαρούνα, σαν να μην είχε τίποτε συμβεί, γιατί, όσο κι αν φαίνεται τρελό, οι άνθρωποι της πολιτείας κοιτούσαν, μα δε βλέπανε.

Παράξενο πράγμα όμως• ενώ όλοι τους βαδίζαν στα τυφλά, κανένας δεν την πάτησε, λες κι είχε σηκωθεί τριγύρω της αόρατο περίφραγμα, για να την προστατέψει απ’ όλες αυτές τις στρατιές πελμάτων που την απειλούσαν με ισοπέδωση κι έτσι να συνεχίσει να υπάρχει η ομορφιά στη μέση της ασκήμιας, κι ας ήτανε αόρατη, μια που κανένας δεν την έβλεπε, κι ας μην ήτανε παρηγοριά για κανέναν, μια που κανένας δεν την αποζητούσε.

Έτσι προφυλαγμένη, έζησε τις μέρες της ζωής της και, όταν ήρθε η ώρα της, πέσανε κι αυτηνής τα πέταλά της, κι αργότερα απ’ την ξερή κοιλιά της πήδησαν πάνω στο πεζοδρόμιο τα μαύρα ελάχιστα παιδιά της, κι ένας αέρας, ανακατεμένος μ’ εξατμίσεις αυτοκινήτων, ήρθε και τα σάρωσε από κει και τά ’σπειρε πάνω στην άσφαλτο, και με την πρώτη βροχή τελειώσαν όλα μες στους υπονόμους.

Όλα, εκτός από ένα, το πιο μικρό, το πιο ελαφρύ, που ο αέρας τό ’φερε και τ’ άφησε στη στέγη ενός σπιτιού, πού ’χαν ξεχάσει να το γκρεμίσουν κι είχε ακόμα κεραμίδια.

Εκεί, στα κεραμίδια ανάμεσα, σε μια γωνιά πού ’χε μαζέψει σκόνη μπόλικη και μούσκλα απ’ τη βροχή, κούρνιασε το σποράκι και, την άλλη άνοιξη, φύτρωσε κι έδωσε μια παπαρούνα κατακόκκινη, που έζησε κι αυτή και πέθανε ωραία κι αγνοημένη.

Η ιστορία θά ’πρεπε να τελειώνει εδώ, γιατί πού αλλού θα μπορούσε να πάει το επόμενο σποράκι;

Ε, λοιπόν, δεν είναι έτσι, η ιστορία δεν τελειώνει εδώ (κι ίσως να μην τελειώνει και ποτέ), γιατί, την άλλη άνοιξη, μια παπαρούνα άνθισε επάνω σ’ ένα συννεφάκι...
 
Επιμύθιο Ι: Αν δεν σηκώνετε, πότε πότε, το βλέμμα σας στον ουρανό, υπάρχει κίνδυνος να χάσετε θαύματα που συμβαίνουν εκεί πάνω.
Επιμύθιο ΙΙ: Αν περπατάτε κοιτώντας συνέχεια ψηλά, υπάρχει κίνδυνος να πατήσετε κάποια παπαρούνα που θάλλει στο πεζοδρόμιό σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου