Παρασκευή 25 Μαΐου 2018

Ο Αριστοτέλης και η φύση της εκούσιας και ακούσιας πράξης

Με δεδομένο ότι ως ακούσια ορίζεται η πράξη που οφείλεται είτε σε συνθήκες εξωτερικής βίας που ξεπερνούν την ανθρώπινη φύση είτε σε άγνοια γίνεται αντιληπτό ότι μια τέτοια πράξη δε θα μπορούσε να επισύρει ηθικούς χαρακτηρισμούς. Το άτομο που ενεργεί απαλλάσσεται από τις ευθύνες, αφού ή δε γνωρίζει τι πρέπει να κάνει ή κινείται ανεξέλεγκτα από δυνάμεις που υπερβαίνουν τα ανθρώπινα μέτρα. Για παράδειγμα, αν κάποιος που σκόνταψε, τη στιγμή της πτώσης τραυματίσει ένα παιδάκι που βρίσκεται δίπλα του, θα ήταν παράλογο να κατηγορηθεί, καθώς είναι απολύτως προφανές ότι δεν ήλεγχε το σώμα του.
 
Αυτό που ο Αριστοτέλης ονομάζει «εξωτερική βία», που ο άνθρωπος αδυνατεί να ελέγξει, αφορά πρωτίστως παρόμοιες περιπτώσεις αδυναμίας διαχείρισης του σώματος, που μπορεί να προκαλέσουν ατυχήματα, κι όχι ενδεχόμενους ψυχολογικούς εκβιασμούς που εξαναγκάζουν την εκδήλωση μιας συμπεριφοράς. Για τον Αριστοτέλη οποιαδήποτε πράξη γίνεται με τη συγκατάθεση του σώματος και της λογικής είναι εκούσια, ακόμη κι αν κάποιος ενεργεί υποκύπτοντας στο χειρότερο εκβιασμό κι έχοντας τα αγνότερα κίνητρα. Ακόμη κι αν ενεργεί για να γλιτώσει το παιδί του από τον πιο επαίσχυντο τύραννο.
 
Το μέγεθος του εξαναγκασμού μπορεί να λειτουργεί ελαφρυντικά από την άποψη των ηθικών χαρακτηρισμών, αλλά δε ματαιώνει τη δυνατότητα της επιλογής. Φυσικά, η συντριπτική πλειοψηφία θα υπέκυπτε προκειμένου να σώσει το παιδί της. Κανείς δεν αμφισβητεί το μέγεθος του κινήτρου. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι θα το έκαναν όλοι.
 
Κάποιοι λίγοι ενδεχομένως να μην το έκαναν. Να προτιμούσαν να θυσιάσουν το παιδί τους. Το πώς θα χαρακτηρίσει κανείς τους πρώτους ή τους δεύτερους είναι μια άλλη υπόθεση. Εκείνο που αφορά το χαρακτηρισμό της πράξης ως ακούσια ή εκούσια είναι η δυνατότητα της επιλογής, η λήψη της τελικής απόφασης και η συμμετοχή του σώματος για την εκτέλεσή της. Από αυτή την άποψη είναι εκούσια.
 
Όσο για την άγνοια, τίθεται επίσης σε πολύ αυστηρά περιθώρια. Σημαίνει αποκλειστικά την έλλειψη γνώσης για το πώς να δράσει κανείς σε μια συγκεκριμένη κατάσταση. Για παράδειγμα, κανείς δεν μπορεί κατηγορηθεί επειδή δεν είναι γιατρός και δεν κατάφερε να σώσει κάποιον που ένας γιατρός θα τον έσωζε. Κι αυτό είναι πολύ διαφορετικό από το να λέει κανείς ότι έκανε μια πράξη, επειδή δεν είχε συνειδητοποιήσει το μέγεθός της. Ούτε η οργή ούτε η έξαρση του ποτού μπορούν να αποτελέσουν δικαιολογία ότι κάποιος βρισκόταν σε άγνοια.
 
Ο Αριστοτέλης είναι σαφής: «Το να κάνει κανείς μια πράξη από άγνοια φαίνεται, επίσης, ότι είναι διαφορετικό από το να την κάνει μη έχοντας συνείδηση του ότι την κάνει. Γιατί ο μεθυσμένος ή ο οργισμένος ό,τι κάνει δεν το κάνει από άγνοια, αλλά – έτσι το δεχόμαστε όλοι – για έναν από τους λόγους που είπαμε, μη έχοντας συνείδηση του τι κάνει, αλλά αγνοώντας το». (1110b 1, 27-30).
 
Η άγνοια που οδηγεί στο ακούσιο μιας πράξης δε σχετίζεται ούτε με την εκτίμηση του συμφέροντος ούτε με το γενικό πλαίσιο της σωστής συμπεριφοράς – αυτό όλοι πρέπει να το γνωρίζουν – αλλά με συγκεκριμένα-επιμέρους πράγματα στα οποία μπορεί να εμπλακεί κανείς άθελά του και να μη γνωρίζει πώς πρέπει να δράσει νιώθοντας σαν ψάρι εκτός νερού: «ο όρος “ακούσιο” δεν έχει την τάση να χρησιμοποιείται για την περίπτωση που κάποιος αγνοεί το πραγματικό του συμφέρον· γιατί η άγνοια κατά τη στιγμή της απόφασης δεν είναι αιτία του να ενεργεί κανείς ακούσια (αντίθετα, είναι αιτία της κακίας), ούτε επίσης είναι αιτία η άγνοια του γενικού (γι’ αυτήν, βέβαια, ψέγονται οι άνθρωποι), αλλά η άγνοια των συγκεκριμένων-επιμέρους πραγμάτων, των συνθηκών δηλαδή κάτω από τις οποίες έγινε η συγκεκριμένη πράξη και των πραγμάτων με τα οποία αυτή σχετιζόταν· γιατί από αυτά τα συγκεκριμένα-επιμέρους πράγματα εξαρτάται το αν θα βρει κανείς συμπόνια και κατανόηση, αφού αυτών των πραγμάτων η άγνοια είναι που τον κάνει να ενεργεί ακούσια». (1110b 1, 33-36 και 1111a 1, 1-3).
 
Και για να γίνει απολύτως σαφής, ο Αριστοτέλης θα φέρει και κάποια συγκεκριμένα παραδείγματα που φανερώνουν την άγνοια της πράξης: «λέει π.χ. ο κόσμος ότι “τους ξέφυγε καθώς μιλούσαν”, ή ότι “δεν ήξεραν πως είναι μυστικό” (όπως έκανε ο Αισχύλος εν σχέσει με τα Μυστήρια)». «Αναφορά στην αρχαία παράδοση ότι ο μεγάλος τραγικός ποιητής οδηγήθηκε στον Άρειο Πάγο με την κατηγορία ότι διέπραξε ασέβεια αποκαλύπτοντας τα μυστικά των Μυστηρίων, αθωώθηκε όμως λέγοντας στο δικαστήριο ότι είπε όσα είπε χωρίς να ξέρει ότι ήταν μυστικά», «ή ότι “απλώς ήθελε να δείξει πώς λειτουργεί κάτι και αυτό ξέφυγε από τον έλεγχό του” (όπως εκείνος με τον καταπέλτη)· μπορεί, επίσης, κανείς να φαντασθεί ότι ο γιος του είναι ένας εχθρός (όπως το έκανε η Μερόπη)» (πρόκειται για τη χαμένη τραγωδία του Ευριπίδη Κρεσφόντης), «ή ότι το μυτερό ακόντιο είχε αμβλυμένη την άκρη του με ένα κουμπί ή ότι η πέτρα που χρησιμοποίησε ήταν ελαφρόπετρα· θα μπορούσε, επίσης, να δώσει σε κάποιον κάτι να πιει για να τον σώσει, και με αυτό να τον σκοτώσει». (1111a 1, 10-16).
 
Οι περιπτώσεις αυτού του είδους δεν τελειώνουν, όπως είναι αναρίθμητα και τα ακούσια ατυχήματα που μπορεί να συμβούν. Το σίγουρο είναι ότι αυτό που ακολουθεί πάντα σε μια τέτοιου είδους ζημιογόνα ακούσια πράξη είναι η μεταμέλεια και η στενοχώρια: «Η άγνοια σε όλα αυτά που είπαμε αναφέρεται στις συνθήκες κάτω από τις οποίες γίνεται η πράξη, και ο άνθρωπος που είχε άγνοια κάποιας από αυτές, θεωρείται ότι ενήργησε ακούσια, ιδίως αν η άγνοιά του αναφερόταν στα κυριότερα από αυτά τα σημεία· τέτοια είναι οι συνθήκες της πράξης και ο σκοπός της. Μια πράξη λοιπόν που λέγεται ακούσια επειδή γίνεται από τέτοιου είδους άγνοια, πρέπει, επιπλέον, να συνοδεύεται από στενοχώρια και από μεταμέλεια». (1111a 1, 17-23).
 
Κατόπιν αυτών είναι ξεκάθαρο ότι η άγνοια είναι αδύνατο να τεθεί ως δικαιολογία για πράξεις που σχετίζονται με την οργή ή την επιθυμία. Ο έντονος πόθος για κάτι (συνήθως τον πλούτο, τη δόξα ή ακόμη και τον έρωτα) είναι δυνατό να ωθήσει σε ενέργειες αντίθετες με την αρετή και η συχνότερη δικαιολογία για τέτοιου είδους πράξεις είναι το παράφορο των αισθημάτων που οδηγεί σε άγνοια των συνεπειών. Κάτι τέτοιο όμως κρίνεται μάλλον γελοίο, καθώς εξισώνει την επιθυμία με το ζωώδες.
 
Δεν είναι κακό να επιθυμεί κανείς κάτι. Είναι όμως κακό να ενεργεί έξω από τους νόμους της αρετής για να το πετύχει. Τα ζώα μπορούν να κάνουν τα πάντα γι’ αυτό που επιθυμούν. Και θα ήταν παράλογο να κατηγορηθούν γι’ αυτό. Η ηθική αρετή αφορά μόνο τους ανθρώπους.
 
Εξάλλου, κι αυτά που επιθυμεί κανείς είναι απόρροια της παιδείας και της αγωγής που τον διέπουν. Άλλο να επιθυμεί κανείς τη γνώση κι άλλο τις ευτελείς διασκεδάσεις. Κι αυτός είναι ο λόγος που η ακούσια πράξη είναι αδύνατο να συνδεθεί με την επιθυμία. Οι επιθυμίες είναι εκούσιες, γιατί είναι αντικείμενο επιλογής και προτίμησης. Διαμορφώνονται από την πνευματική και ηθική καλλιέργεια κάθε ανθρώπου. Γι’ αυτό υπάρχουν υψηλές κι ευτελείς επιθυμίες.
 
Όταν είναι σαφές ότι το αντικείμενο των επιθυμιών αφορά το σύνολο της ανθρώπινης προσωπικότητας είναι παράλογο να υποστηριχθεί ότι τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την εκπλήρωσή τους κινούνται στο χώρο του ακούσιου: «Θα ήταν, ασφαλώς, παράξενο να αποδώσουμε το χαρακτηρισμό “ακούσια” σε πράγματα που οφείλουμε να επιθυμούμε· και πραγματικά οφείλουμε και να οργιζόμαστε για κάποια πράγματα και να επιθυμούμε κάποια, την υγεία π.χ. και τη μάθηση». (1111a 1, 32-34).
 
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά με δεδομένο το επιθυμητικό (λόγον – άλογον) μέρος της ψυχής είναι σαφές ότι ο άνθρωπος δεν κινείται μόνο από τη λογική αλλά και από το δίχως λογική κομμάτι του εαυτού του, που αφορά τις εκρήξεις του συναισθήματος. Κι εδώ βρίσκεται το μεγάλο του χρέος, που τον διαφοροποιεί από τα ζώα· να δαμάσει δηλαδή τις άλογες παρορμήσεις του κατακτώντας την ηθική αρετή, ώστε να μπορέσει να συνυπάρξει με τους άλλους.
 
Ο θυμός είναι συναίσθημα αλληλένδετο με τη φύση του ανθρώπου. Το αχαλιναγώγητο όμως που μπορεί να οδηγήσει σε αρνητικές βίαιες πράξεις ξεπερνώντας κάθε έννοια μεσότητας είναι αδύνατο να δικαιολογηθεί ως κάτι ακούσιο που στηρίζεται στην άγνοια ή στο πέρας των ανθρώπινων δυνατοτήτων.
 
Αν κάτι τέτοιο γίνει δεκτό, τότε η προσπάθεια της κατάκτησης της ηθικής αρετής βρίσκεται πλήρως ματαιωμένη: «σε τι διαφέρουν από την άποψη του ακούσιου τα σφάλματα που έγιναν με υπολογισμό και σκέψη και αυτά που έγιναν από θυμό; Στην πραγματικότητα, και τα δύο πρέπει να τα αποφεύγουμε το ίδιο· και, πάντως, το άλογο προσιδιάζει στην ανθρώπινη φύση εξίσου με το λογικό, άρα και οι πράξεις που προέρχονται από την οργή και την επιθυμία. Είναι επομένως παράξενο να χαρακτηρίζουμε τις πράξεις αυτές ακούσιες». (1111a 1, 36-37 και 1111b 1-4).
 
Και βέβαια, μέσα στη σφαίρα του εκούσιου δεν μπορεί παρά να ενταχθεί και η έννοια της προαίρεσης: «Αφού ορίσαμε με ακρίβεια το περιεχόμενο των εννοιών “εκούσια πράξη” και “ακούσια πράξη”, το αμέσως επόμενο θέμα μας είναι η προαίρεση· γιατί θεωρείται ότι βρίσκεται σε πολύ στενή σχέση με την αρετή και βοηθάει στο να διακρίνεται ο χαρακτήρας των ανθρώπων περισσότερο από ό,τι το κάνουν οι πράξεις τους». (1111b 2, 5-8).
 
Κι αμέσως συμπληρώνεται: «Η προαίρεση λοιπόν φαίνεται ότι δηλώνει ότι το άτομο ενεργεί εκούσια, στην πραγματικότητα όμως οι δύο έννοιες δεν ταυτίζονται: το περιεχόμενο της έννοιας “εκούσιο” είναι ευρύτερο». (1111b 2, 8-9).
 
Ο Αριστοτέλης θα επιμείνει πολύ στην έννοια της προαίρεσης. Στα σχόλια εξηγεί τη μεγάλη δυσκολία που έγκειται στο να αποδώσει κανείς την ακριβή μετάφραση αυτής της λέξης: «Δεν είναι μόνο οι ξένοι μελετητές του Αριστοτέλη που το βρίσκουν πολύ δύσκολο να αποδώσουν στη γλώσσα τους την αριστοτελική αυτή λέξη (έχουν δοκιμαστεί λέξεις όπως – δείγματος χάριν – βούληση, πρόθεση, σκοπός, απόφαση, επιλογή). Μεταφραστικές δυσκολίες γεννάει η λέξη και στους Έλληνες μελετητές: μερικοί χρησιμοποιούν μια από τις λέξεις που μόλις είπαμε, μεταφράζοντας, στην πραγματικότητα, μια από τις ξένες λέξεις με τις οποίες δοκιμάστηκε εκεί να αποδοθεί η αριστοτελική λέξη. Παράγωγο από το ρήμα προαιρούμαι (= “ύστερα από σκέψη προτιμώ κάτι από κάτι άλλο”) το ουσιαστικό προαίρεσις σήμαινε την ύστερα από σκέψη επιλογή και προτίμηση: έτσι απέδωσα ο ίδιος – αρκετές φορές ως τώρα – την αριστοτελική αυτή λέξη στο νεοελληνικό μας λόγο».
 
Το σίγουρο είναι ότι η προαίρεση εμπεριέχει το εκούσιο μιας πράξης, αλλά δεν πρέπει να εξισώνεται μ’ αυτό, καθώς το εκούσιο είναι έννοια σφαιρικότερη, που απευθύνεται ακόμη και στα ζώα, ενώ η προαίρεση όχι: «Πραγματικά, το εκούσιο υπάρχει και στα παιδιά και, γενικά, στα ζώα, η προαίρεση όμως όχι· έπειτα, ενώ για τις πράξεις που τις κάνουμε ξαφνικά, κάτω από την επιβολή της στιγμής, λέμε ότι τις κάνουμε εκούσια, δε λέμε ότι είναι αποτέλεσμα διαδικασίας επιλογής και προτίμησης». (1111b 2, 10-12).
 
Η προαίρεση δεν έχει να κάνει μόνο με το εκούσιο, αλλά και με τη συνείδηση μιας πράξης. Τα ζώα ή τα μικρά παιδιά μπορεί να δρουν εκουσίως, μπορεί δηλαδή πράγματι να επιθυμούν αυτό που κάνουν, αλλά δεν μπορούν να έχουν συνείδηση των πράξεών τους. Η επιθυμία τους λειτουργεί αντανακλαστικά, γι’ αυτό και είναι αφιλτράριστη. Το ίδιο και η παρόρμηση για έναν ενήλικα, που αποφασίζει ακαριαία να κάνει κάτι (από ενθουσιασμό ή επιπολαιότητα), χωρίς όμως να συνειδητοποιεί (θα λέγαμε να έχει πλήρη επίγνωση) τις συνέπειες που θα μπορούσαν να επέλθουν.
 
Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης λέει ότι τέτοιου είδους πράξεις δεν ανήκουν στην προαίρεση, γιατί όσο εκούσιες κι αν είναι δεν έχουν εξεταστεί επαρκώς, ώστε να αποτελούν διαδικασία επιλογής και προτίμησης. Και βέβαια η ηθική ευθύνη που βαραίνει την ενήλικη απερισκεψία είναι απείρως μεγαλύτερη από εκείνη της παιδικής πράξης. Γιατί ο μεγάλος είναι σε θέση να προνοεί, ενώ το παιδί όχι. Σε τελική ανάλυση, ο μεγάλος έχει την ευθύνη και για το παιδί, το οποίο οφείλει να προσέχει.
 
Από αυτή την άποψη, γίνεται αντιληπτό ότι άλλο η επιθυμία κι άλλο η προαίρεση. Η επιθυμία, κυρίως όταν προέρχεται από το άλογο μέρος της ψυχής, μπορεί να έχει καθαρά αρνητικό περιεχόμενο. Η προαίρεση, ως επανεξέταση της επιθυμίας με βάση τη λογική, οφείλει να τιθασεύσει τέτοιες επιθυμίες δίνοντας την οπτική της συνείδησης που ενεργοποιεί την ευθύνη: «Η επιθυμία μπορεί να είναι αντίθετη με την προαίρεση, επιθυμία όμως με επιθυμία όχι. Ακόμη: Η επιθυμία σχετίζεται με το ευχάριστο και το δυσάρεστο, ενώ η προαίρεση ούτε με το δυσάρεστο ούτε με το ευχάριστο». (1111b 2, 18-20).
 
Η προαίρεση εμπεριέχει και το καθήκον ή την ανάληψη ενός μόχθου, ακόμη και δυσάρεστου, προκειμένου να εκπληρωθούν συγκεκριμένες υποχρεώσεις. Γι’ αυτό δεν είναι πάντα ευχάριστη. Η επιθυμία έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με το συναίσθημα. Η ταύτιση της προαίρεσης με την επιθυμία μπορεί να συμβεί μόνο εφόσον η επιθυμία εκπληρώνει τις απαιτήσεις της λογικής· όταν δηλαδή το συναίσθημα συμπλέει με τη λογική. Κι αυτό είναι η ύψιστη μορφή ευτυχίας.
 
Γι’ αυτό και είναι αδύνατο να συσχετιστεί η προαίρεση με συναισθήματα όπως ο θυμός ή η χαρά της έντονης επιθυμίας: «… όλοι αυτοί που λένε ότι η προαίρεση είναι επιθυμία ή θυμός ή βούληση ή ένα είδος γνώμης δε φαίνεται να έχουν δίκαιο, γιατί η προαίρεση δεν είναι κάτι που το μοιράζονται με τον άνθρωπο τα διάφορα άλογα όντα, ενώ είναι κοινά στον άνθρωπο και σ’ αυτά τα όντα η επιθυμία και ο θυμός». (1111b 2, 12-15).
 
Ειδικά για το θυμό ο Αριστοτέλης είναι ανυποχώρητος: «Πολύ λιγότερο μπορεί η προαίρεση να είναι θυμός· κατά την κοινή, πράγματι, αντίληψη τίποτε δεν έχει τόσο λίγη σχέση με την προαίρεση όσο οι πράξεις που οφείλονται στο θυμό». (1111b 2, 21-22).
 
Ο θυμός, ως συναίσθημα που αντίκειται στη συνείδηση καταδεικνύει ότι η προαίρεση είναι η απόφαση που θα παρθεί μετά τη συναισθηματική αποφόρτιση. Οι αποφάσεις εν βρασμώ ψυχής δεν έχουν να κάνουν με την προαίρεση. Κι αυτή ίσως είναι η διαφορά ανάμεσα στον ακρατή κι εκείνον που ξέρει να δείχνει εγκράτεια: «Ο ακρατής άνθρωπος ενεργεί με την επιθυμία του, ενώ, αντίθετα, εγκρατής ενεργεί με την προαίρεσή του, όχι με την επιθυμία του». (1111b 2, 16-18).
 
Η βούληση μπορεί να βρίσκεται κοντά στην προαίρεση, όμως και πάλι δε θα ταυτιστεί, γιατί η προαίρεση, ως επιταγή της λογικής, κινείται αποκλειστικά στο χώρο του εφικτού, ενώ η βούληση όχι: «ούτε και η βούληση μπορεί να είναι προαίρεση, παρόλο ότι φαίνεται να βρίσκεται πολύ κοντά της: η προαίρεση δεν έχει καμία σχέση με τα αδύνατα, και αν βρισκόταν κανείς να πει ότι επιλέγει και προτιμάει τα αδύνατα, θα τον θεωρούσαμε ανόητο· βούληση όμως έχουμε και για τα αδύνατα, π.χ. για την αθανασία». (1111b 2, 23-27).
 
Κι αυτός είναι ο λόγος που όλοι οφείλουν να προσαρμόζουν την προαίρεσή τους σύμφωνα με τις πραγματικές τους δυνατότητες. Η αυτογνωσία αποδεικνύεται αναπόσπαστο στοιχείο της προαίρεσης, καθώς η δίχως αυτογνωσία βούληση (ας πούμε η θέληση του παράφωνου να γίνει τραγουδιστής) κατευθύνει στο μη εφικτό αναιρώντας τη συνθήκη της προσγειωμένης λογικής που απαιτεί η προαίρεση.
 
Ο Αριστοτέλης προσθέτει διευκρινιστικά: «Η βούληση σχετίζεται πιο πολύ με το τέλος, ενώ η προαίρεση με τα μέσα που οδηγούν στο τέλος· π.χ. η βούλησή μας είναι να είμαστε υγιείς, η προαίρεσή μας όμως αναφέρεται στα μέσα που θα μας κάνουν υγιείς». (1111b 2, 31-34).
 
Τέλος, πρέπει να αποκλειστεί ο συσχετισμός της προαίρεσης με τη γνώμη, αφού η γνώμη (με την έννοια της άποψης για κάτι) δεν έχει κατ’ ανάγκη ηθικό περιεχόμενο. Κι ο πιο ενάρετος άνθρωπος, κι ο πιο εγκρατής είναι δυνατό να έχει εσφαλμένη γνώμη σε κάποιο θέμα: «Κανείς επίσης, θαρρώ, δε λέει ότι η προαίρεση ταυτίζεται γενικά με τη γνώμη. Δεν ταυτίζεται, επίσης, με κάποιο επιμέρους είδους γνώμης· απόδειξη: επιλέγοντας και προτιμώντας τα καλά ή τα κακά, είμαστε άτομα με μια ορισμένη ποιότητα χαρακτήρα, κάτι που δε συμβαίνει, αν το κριτήριο είναι οι γνώμες που έχουμε». (1112a 2, 1-3).
 
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά μπορεί το ίδιο άτομο που έχει τις καλύτερες απόψεις να ακολουθεί τις χειρότερες προαιρέσεις, καθώς η άποψη έχει να κάνει με την αντίληψη των καταστάσεων (ή των αφηρημένων ιδεών) που τίθενται, ενώ η προαίρεση την ποιότητα του χαρακτήρα: «Όλοι, τέλος, δέχονται ότι οι καλύτερες προαιρέσεις και οι καλύτερες γνώμες δε συνυπάρχουν στα ίδια πρόσωπα, αλλά ότι υπάρχουν άνθρωποι που εκφράζουν τις καλύτερες γνώμες, λόγω του κακού τους όμως χαρακτήρα επιλέγουν και προτιμούν να κάνουν πράγματα που δεν πρέπει». (1112a 2, 10-12).
 
Εξάλλου, άλλο η άποψη κι άλλο η πράξη. Η προαίρεση είναι αλληλένδετη με την πράξη, ενώ η γνώμη όχι. Σε τελική ανάλυση, ο καθένας κρίνεται πρωτίστως από αυτά που πράττει και δευτερευόντως από αυτά που έχει στο μυαλό του: «στη μια περίπτωση “επιλέγουμε και προτιμούμε” να κάνουμε ή να αποφύγουμε κάτι καλό ή κάτι κακό, ενώ στη δεύτερη “έχουμε τη γνώμη” ότι το τάδε πράγμα είναι έτσι ή έτσι, ότι συμφέρει στον τάδε ή τον συμφέρει με τον εξής τρόπο – καθόλου όμως δεν αποτελεί αντικείμενο της γνώμης η επιτέλεση ή η αποφυγή ενός πράγματος». (1112a 2, 4-6).
 
Το κατά πόσο έχει σημασία αν η γνώση προηγείται της προαίρεσης ή το αντίθετο για τον Αριστοτέλη δεν έχει καμία σημασία, αφού η παράμετρος αυτή δεν επηρεάζει την ουσία των συλλογισμών του: «Αν, τώρα, μια γνώμη προηγείται από την προαίρεση ή την ακολουθεί, αυτό δεν έχει για μας καμιά σημασία: δεν είναι αυτό το θέμα μας, αλλά το αν η προαίρεση ταυτίζεται με κάποιο είδος γνώμης». (1112a 2, 12-14).
 
Αυτό που ενδιαφέρει τον Αριστοτέλη είναι να καταδειχθεί με τον πληρέστερο δυνατό τρόπο η έννοια της προαίρεσης. Γι’ αυτό και κλείνει συνοψίζοντας: «Φαίνεται λοιπόν ότι είναι» (η προαίρεση εννοείται) «κάτι το εκούσιο, καθετί όμως το εκούσιο δεν είναι αντικείμενο προαίρεσης. Μήπως είναι λοιπόν η εκούσια ενέργεια που επιλέχθηκε και προτιμήθηκε ύστερα από σκέψη; Και βέβαια, αφού η προαίρεση προϋποθέτει λόγο και σκέψη. Και η ίδια η λέξη φαίνεται να το υποδηλώνει: είναι κάτι που επιλέγεται και προτιμάται πριν από άλλα». (1112a 2, 16-20).
 
Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου