Κυριακή 27 Μαΐου 2018

Ο Αριστοτέλης και οι προϋποθέσεις της ιδανικής πόλης

Το άριστο πολίτευμα, ως προϋπόθεση της ιδανικής πόλης, είναι αδύνατο να επιτευχθεί, αν δε ληφθούν υπόψη οι θεμελιώδεις παράμετροι, δηλαδή τα μέσα που απαιτούνται για την εκπλήρωση των αναγκών του: «δεν είναι δυνατόν να υπάρξει άριστο πολίτευμα χωρίς τα ανάλογα προς τις ανάγκες του μέσα». (1325b 37 – 38).
 
Και για να είναι απολύτως κατανοητός, ο Αριστοτέλης συμπληρώνει: «Γιατί, όπως όλοι οι τεχνίτες, λόγου χάρη ο υφαντής και ο ναυπηγός, χρειάζονται υλικά κατάλληλα για την εργασία τους (μάλιστα όσο καλύτερα επεξεργασμένα είναι τα υλικά, τόσο και το παραγόμενο από την τέχνη τους αποτέλεσμα είναι καλύτερο αναγκαστικά), έτσι και ο πολιτικός και ο νομοθέτης επιβάλλεται να έχουν τα απαιτούμενα υλικά σε συνθήκες κατάλληλες για το έργο τους». (1325b 40 – 1326a 1).
 
Ο πληθυσμός και η έκταση της πόλης είναι πολύ βασικά στοιχεία (εργαλεία – υλικά), που καθορίζουν τη λειτουργία της επηρεάζοντας σοβαρά τις δομές και την ποιότητα του πολιτεύματος: «Πρώτο στοιχείο από τα απαιτούμενα στην πολιτική είναι ο πληθυσμός των ανθρώπων, πόσοι δηλαδή και ποιας ιδιοσυγκρασίας πρέπει να είναι, το ίδιο και η έκταση της χώρας, πόση και τι είδους πρέπει να είναι αυτή». (1326a 5 – 8). Τα άλλα στοιχεία που πρέπει να διερευνηθούν είναι το μέγεθος και η πρόσβαση στη θάλασσα – γεωγραφική θέση.
 
Το πρώτο που ξεκαθαρίζεται είναι ότι η έννοια μεγάλη πόλη δεν είναι αριθμητικό μέγεθος, αλλά μέγεθος ισχύος. Οι πολυάνθρωπες πόλεις δε σημαίνει ότι είναι και μεγάλες πόλεις ή, ακόμη πιο ξεκάθαρα, οι μεγάλες πληθυσμιακά πόλεις δε σημαίνει ότι θα είναι κατ’ ανάγκη ακμαίες: «Γιατί κρίνουν μια πόλη μεγάλη με βάση το αριθμητικό πλήθος των κατοίκων, ενώ σωστό είναι να προσέχουν όχι το πλήθος αλλά τη δύναμη». (1326a 10 – 13).
 
Η πόλη, ως σύμπραξη ανθρώπων, υπάρχει για να επιτελεί ένα σκοπό, τη μέγιστη δυνατή αυτάρκεια, κι αυτό είναι και το κριτήριο βάσει του οποίου μπορεί να την αξιολογήσει κανείς. Το πολυάνθρωπο δεν αποτελεί από μόνο του εγγύηση της επίτευξης αυτού του σκοπού, αφού το κύριο συστατικό της πόλης είναι οι πολίτες που συμμετέχουν οργανικά στο πολίτευμα κι όχι το «τυχαίο πλήθος» που μπορεί να έχει συγκεντρωθεί: «Εξάλλου και στην περίπτωση που είμαστε υποχρεωμένοι να κρίνουμε λαμβάνοντας υπόψη το πλήθος, οφείλουμε να το κάνουμε όχι με κριτήριο το τυχαίο πλήθος (γιατί στην πόλη αναγκαστικά υπάρχει εξίσου μεγάλος αριθμός δούλων, μετοίκων και ξένων), αλλά με κριτήριο την τάξη των πολιτών και τα οργανικά μέρη από τα οποία συνίσταται η πόλη». (1326a 16 – 21).
 
Παρακολουθούμε και πάλι τις πάγιες θέσεις του Αριστοτέλη σχετικά με τους δούλους, τους οποίους θεωρεί κατώτερους από τη φύση και άξιους μόνο για δεσποτικό τρόπο μεταχείρισης, σαν να μην προσφέρουν  στην αυτάρκεια της πόλης ή σαν να ζουν παρασιτικά απομυζώντας το δημόσιο πλούτο. Με όμοιο τρόπο δεν υπολογίζει και την προσφορά των μετοίκων. (Οι ξένοι, ως περιστασιακά παρευρισκόμενοι – ξένος είναι κυρίως ο φίλος από φιλοξενία – ορθώς δεν προσμετρούνται στο παραγωγικό δυναμικό της πόλης).
 
Το γεγονός ότι ο αριθμός των δούλων καταδεικνύει τον πλούτο και τη δύναμη μιας πόλης δε φαίνεται να τον απασχολεί: «αν όμως από την πόλη εκστρατεύουν πολλοί σε αριθμό ελαφρώς οπλισμένοι, λίγοι όμως οπλίτες βαρέως οπλισμένοι, αυτή η πόλη δεν μπορεί να είναι μεγάλη, γιατί δεν ταυτίζεται η μεγάλη πόλη με την πολυάνθρωπη». (1326a 22 – 25).
 
Αυτό που δε λαμβάνεται υπόψη είναι ότι – τελικά – οι άνθρωποι είναι η δύναμη της πόλης κι ότι η διαμόρφωσή τους είναι υπόθεση των θεσμών. Μια πολυάνθρωπη κοινωνία δεν μπορεί παρά να έχει και πολυάνθρωπο στρατό. Από κει και πέρα, αν δεν κατορθώσει να εξασκήσει σωστά τον απαραίτητο αριθμό εκείνων που θα φέρουν βαρύ οπλισμό, το πρόβλημα μάλλον έχει να κάνει με τη στρατιωτική εκπαίδευση παρά με τους ανθρώπους. Μια κοινωνία που απαξιώνει τους ανθρώπους στερώντας τους τη δυνατότητα να προσφέρουν με αποκλεισμούς κάθε είδους, πριν απ’ όλα ζημιώνεται η ίδια. Η παιδεία, η νομοθεσία, η αξιοκρατία, η στρατιωτική οργάνωση, όλες οι δομές που στοιχειοθετούν την πόλη, οφείλουν να δράσουν  με τέτοιο τρόπο, ώστε να αξιοποιήσουν το σύνολο του ανθρώπινου δυναμικού προς όφελός της.
 
Το βέβαιο είναι ότι ο πληθυσμός οφείλει να είναι ανάλογος με την έκταση. Ένας υπερβολικά μεγάλος αριθμός ανθρώπων σε μια έκταση που δεν μπορεί να καλύψει ούτε τις διατροφικές του ανάγκες είναι σαφώς προβληματικός, αφού θα επιφέρει πληθυσμιακή ασφυξία, όπως θα ήταν αρνητική και η κατάφωρη δυσαναλογία των ελάχιστων ανθρώπων και της τεράστιας έκτασης, που αναγκαστικά θα έμενε αναξιοποίητη. Το πιθανότερο θα ήταν να χανόταν το μεγαλύτερο μέρος της – αν όχι όλο – από εξωτερικούς εχθρούς που δε θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν.
 
Ο Αριστοτέλης, ως υπέρμαχος του μέτρου, καταγγέλλει και τον υπερπληθυσμό και την ολιγανθρωπία, σαν κάτι απόλυτο κι όχι ανάλογο με τα όρια που θέτουν οι εδαφικές δυνατότητες. Για να το πούμε αλλιώς, τοποθετεί την έννοια του πληθυσμιακού, και κατ’ επέκταση και του εδαφικού, μέτρου σαν έννοιες που αποδίδονται με συγκεκριμένα σταθμά κι όχι ως σχέση ισορροπίας που πρέπει να διαμορφώνεται μεταξύ τους: «υπάρχει μέτρο για το μέγεθος μιας πόλης, όπως ακριβώς και για το μέγεθος όλων των άλλων, δηλαδή ζώων, φυτών και οργάνων. Με άλλα λόγια, το καθένα από αυτά, όταν είναι πολύ μικρό είτε υπερβολικά μεγάλο στο μέγεθος, είτε δε θα διατηρήσει την αποτελεσματικότητά του, αλλά στη μια περίπτωση θα χάσει τη φύση του και στην άλλη θα μειονεκτήσει. Για παράδειγμα, πλοίο σε μέγεθος σπιθαμής, αποκλείεται να είναι πλοίο, το ίδιο και αν έχει μήκος δύο σταδίων, αλλά ανεξάρτητα από το μέγεθος, είτε εξαιτίας της μικρότητάς του είτε εξαιτίας του υπερβολικού μεγέθους του, θα καταστήσει επικίνδυνο το ναυτικό ταξίδι». (1326a 35 – 1326b 2).
 
Ο μεγάλος πληθυσμός θα προκαλέσει σοβαρά πολιτικά προβλήματα: «η εμπειρία δείχνει ότι είναι δύσκολο, ίσως αδύνατο, να ευνομείται η υπερβολικά πολυάνθρωπη πόλη. Μάλιστα από τις πόλεις που φημίζονται για τον καλό πολιτικό τους βίο, καμία δε βλέπουμε να έχει υπεραυξημένο μέγεθος… Διότι ο νόμος είναι μια συγκεκριμένη τάξη και γι’ αυτό αναγκαστικά η ευνομία είναι ευταξία, αλλά ο υπερβολικά μεγάλος αριθμός δεν είναι δυνατόν να διέπεται από τάξη». (1326a 25 – 28, 29 – 32).
 
Αναγκαστικά θα προκύψει διοικητικό αδιέξοδο: «Γιατί ποιος στρατηγός θα ηγηθεί ενός τόσο υπερβολικά μεγάλου πλήθους ή ποιος κήρυκας θα το υπηρετήσει» (1326b 5 – 7). Εξάλλου, και η δικαστική εξουσία είναι δύσκολο να λειτουργήσει σ’ ένα αχανές πλήθος, που μοιραία θα κινείται στο απρόσωπο: «Ωστόσο αναγκαία προϋπόθεση για να ασκεί δικαστική εξουσία» (ο άρχοντας εννοείται) «αποφαινόμενος για το δίκιο και για να προβαίνει σε αξιοκρατική διανομή αξιωμάτων, είναι να γνωρίζονται οι πολίτες μεταξύ τους, ποια δηλαδή ποιοτικά γνωρίσματα έχουν, αλλιώς, όπου αυτό δε συμβαίνει, υποχρεωτικά η άσκηση της εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας υπολείπεται». (1326b 14 – 18).
 
Από την άλλη, μια πόλη με ελάχιστους κατοίκους είναι αδύνατο να γνωρίσει την αυτάρκεια: «Το ίδιο και η πόλη που αποτελείται από πολύ λίγους, δεν είναι αυτάρκης (η πόλη όμως ορίζεται ως κάτι το αύταρκες). (1326b 2 – 3). Όμως, η αυτάρκεια είναι ο τελικός στόχος της πόλης, πράγμα που σημαίνει ότι η μη επίτευξή της, στην ουσία την ακυρώνει: «ο καθένας θα επαινούσε την απόλυτα αυτάρκη χώρα (οπωσδήποτε αυτή είναι η χώρα που παράγει τα πάντα, καθώς αυτάρκεια σημαίνει ότι υπάρχουν τα πάντα και δεν παρατηρείται καμία στέρηση σε τίποτε». (1326b 27 – 30).
 
Αυτό που αναγνωρίζεται χωρίς αμφισβήτηση είναι ότι η πόλη που έχει μεγάλο πληθυσμό θα έχει αυτάρκεια των αγαθών: «Εκείνη πάλι» (η πόλη εννοείται) «που αποτελείται από υπερβολικά πολλούς, έχει βέβαια αυτάρκεια των αναγκαίων, όπως οποιοδήποτε έθνος, αλλά όχι ως πόλη, επειδή δεν είναι εύκολο να υπάρχει πολίτευμα». (1326b 2 – 5). Η παραδοχή ότι οι υπερβολικά πολλοί θα πετυχαίνουν «βέβαια αυτάρκεια των αναγκαίων» είναι η διαβεβαίωση ότι τα πολλά εργατικά χέρια θα συμβάλουν θετικά στην παραγωγή των προϊόντων ανεβάζοντας το βιοτικό επίπεδο.
 
Από την άλλη, οι υπερβολικά πολλοί είναι προφανές ότι προϋποθέτουν και τη μεγάλη έκταση που θα μπορέσει να καλύψει τις ανάγκες τους. Όμως, η μεγάλη έκταση που συνοδεύεται από τον αντίστοιχα μεγάλο πληθυσμό είναι αδύνατο να υπολογιστεί μέσα στα στενά όρια της πόλης – κράτους. Αναγκαστικά πρόκειται για κάτι άλλο «όπως οποιοδήποτε έθνος» («ώσπερ έθνος» γράφει στο πρωτότυπο), «αλλά όχι ως πόλη».
 
Ο Αριστοτέλης αντιλαμβάνεται διαισθητικά το πέρασμα από την πόλη στο εθνικό κράτος κι αποδέχεται ότι η εξέλιξη αυτή θα είναι προς όφελος της αυτάρκειας, αλλά αδυνατεί να προσδιορίσει τις διοικητικές αλλαγές που θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τη νέα κατάσταση: «δεν είναι εύκολο να υπάρχει πολίτευμα». Θα έλεγε κανείς ότι, αν ήταν εύκολο να υπάρχει πολίτευμα, τότε θα ήταν καλό να γίνει, αφού θα ήταν προς όφελος της αυτάρκειας.
 
Αυτός είναι και ο λόγος που δεν ξεκαθαρίζει με σαφήνεια την αναλογία ανάμεσα στον πληθυσμό και την εδαφική έκταση. Θεωρεί δεδομένο ότι μιλάμε αποκλειστικά για τα όρια μιας πόλης κράτους (είτε λίγο μεγαλύτερης είτε λίγο μικρότερης, αλλά τίποτε πέρα απ’ αυτό), αφού, αν αυτά ξεπεραστούν θα υπάρξει πολιτειακό χάος: «Είναι σαφές λοιπόν ότι αυτός είναι ο άριστος όρος της πόλεως, δηλαδή το μεγαλύτερο δυνατό πλήθος να είναι περιορισμένο με σκοπό την αυτάρκεια που απαιτεί η ζωή». (1326b 22 – 24).
 
Από κει και πέρα το ζήτημα της έκτασης αφορά τις ανάγκες του πληθυσμού – πάντα μέσα στη λογική της πόλης – κράτους: «Ως προς το πλήθος των κτημάτων και την έκταση να είναι τόσο μεγάλη η χώρα ώστε να είναι σε θέση οι κάτοικοι να ζουν άνετα, ελεύθερα και συνετά». (1326b 30 – 32). Η άνεση έχει να κάνει με την επάρκεια των αγαθών που θα διασφαλίζει το αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο. Η ελευθερία προκύπτει από την επάρκεια, αφού η πόλη δε θα εξαρτάται από άλλους δίνοντάς τους το δικαίωμα να επεμβαίνουν στα εσωτερικά της (ο στρατός εμπεριέχεται στην έννοια της αυτάρκειας). Όσο για τη σύνεση, σχετίζεται κυρίως με τη διαχείριση του παραγόμενου πλούτου: «Γιατί διατυπώνονται πολλές αμφισβητήσεις για το ζήτημα αυτό, που οφείλονται στους υποστηρικτές των δύο διαμετρικά αντίθετων θέσεων για τη ζωή, σε εκείνους που υπερασπίζονται το μίζερο τρόπο ζωής και στους άλλους που υπερασπίζονται την πολυτέλεια». (1326b 36 – 39).
 
Πέρα απ’ αυτά, η πόλη πρέπει να έχει τέτοια μορφολογία, που να ευνοεί και τις στρατιωτικές ανάγκες: «Σχετικά με τη μορφολογία της χώρας δεν είναι δύσκολο να πούμε (σε μερικά ζητήματα είναι απαραίτητο να δεχόμαστε την άποψη των έμπειρων στα στρατιωτικά) ότι πρέπει να αποτρέπει την εισβολή των εχθρών, να διευκολύνει όμως την έξοδο των κατοίκων της». (1326b 39 – 41). Κι αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που πρέπει η χώρα να είναι μικρή: «Μάλιστα χώρα με περιορισμένη έκταση είναι εκείνη που επιτρέπει εύκολα την παροχή στρατιωτικής βοήθειας». (1327a 2 – 3).
 
Επιπλέον, θα ήταν ευλογία, αν η πόλη βρισκόταν κοντά σε θάλασσα: «Και η γεωγραφική θέση της πόλης, ευχής έργο θα ήταν να βρίσκεται κοντά σε θάλασσα και να συγκοινωνεί με τη στεριά. Αρχικά αυτό εξυπηρετεί τον προαναφερθέντα όρο (δηλαδή χρειάζεται να διευκολύνεται η παροχή στρατιωτικής βοήθειας από όλα τα σημεία της χώρας το ίδιο). Έπειτα είναι χρήσιμο να γίνεται εύκολα η μεταφορά των παραγόμενων καρπών, ακόμη της ξυλείας και άλλων προϊόντων που με άλλη μορφή εργασίας η χώρα παράγει». (1327a 3 – 10).
 
Η θαλάσσια πρόσβαση αποτελεί σαφές πλεονέκτημα για μια πόλη και στρατιωτικά και εμπορικά. Η Αθήνα γνωρίζει καλά τη δύναμη που προσδίδει η ναυσιπλοΐα. Υπάρχουν όμως απόψεις που αμφισβητούν τα θαλάσσια οφέλη επικαλούμενες την άκρατη πολυανθρωπία των λιμανιών και τις επίφοβες συνθήκες που υπάρχουν σχετικά με την τήρηση των νόμων: «Επιπλέον σοβαρά αμφισβητείται αν ωφελείται ή βλάπτεται η ευνομούμενη πόλη από την επικοινωνία της με τη θάλασσα. Υπάρχει σχετικά η άποψη ότι οι επισκέψεις στη χώρα ξένων που έχουν ανατραφεί με άλλους νόμους, επηρεάζουν αρνητικά την ευνομία, όπως επίσης ότι ο υπερπληθυσμός ο οποίος προκύπτει από το πλήθος των εμπόρων που έρχεται και φεύγει με την ευχέρεια που δίνει η θάλασσα, είναι ασυμβίβαστος με την εύτακτη πολιτική ζωή». (1327a 11 – 18).
 
Όμως, το γεγονός ότι στα λιμάνια μπορεί πράγματι να υπάρχουν παραβατικές συμπεριφορές (δεν έχουν και την καλύτερη φήμη) δεν μπορεί να ακυρώσει τις ωφέλειες που προσφέρουν στην πόλη. Η άρνηση της ναυσιπλοΐας στο όνομα της ευταξίας και της ηθικής είναι ξεκάθαρη οπισθοδρόμηση και λειτουργεί απολύτως ζημιογόνα για την πόλη. Η πολιτεία, ως ύψιστος διαχειριστής των υποθέσεων πόλης, οφείλει να προασπίσει και τη νομιμότητα χωρίς να αρνείται το δημόσιο συμφέρον. Οφείλει δηλαδή να βρει τον τρόπο της λειτουργίας των λιμανιών εξαλείφοντας (ή ελαχιστοποιώντας) τους κινδύνους που μπορεί να υπάρχουν.
 
Σε τελική ανάλυση, ο Αριστοτέλης προτείνει, αν τα λιμάνια κρίνονται τόσο επικίνδυνα για την πόλη, να χτίζονται πιο μακριά, ώστε να μην επηρεάζουν τη ζωή της, αλλά να προσφέρουν τη θετική τους επίδραση: «Επειδή όμως και σήμερα παρατηρούμε ότι πολλές χώρες και πόλεις έχουν επίνεια και λιμάνια σε ευνοϊκή θέση ως προς την πόλη, ώστε να είναι μέρος της ούτε όμως και πολύ μακριά της, αλλά να αυτονομούνται με τείχη και άλλα παρόμοια οχυρωματικά έργα, γίνεται σαφές ότι, αν κάτι καλό προκύπτει από την επικοινωνία της με αυτά, η πόλη το καρπώνεται, αν όμως κάτι βλαβερό προκύπτει, ευκολότερα προστατεύονται από αυτό οι πολίτες, θεσπίζοντας νόμους με τους οποίους δηλώνουν και ορίζουν ποιοι δεν επιτρέπεται και ποιοι επιτρέπεται να επικοινωνούν μαζί τους». (1327a 32 – 40).
 
Αυτό που μένει είναι και πάλι η οπτική του μέτρου και της ακριβούς οριοθέτησης των στόχων που πρέπει να καθορίσουν τη στάση της πόλης: «Για τον αριθμό όμως και το μέγεθος αυτής της δύναμης οφείλουμε να εξετάσουμε τον τρόπο ζωής της πόλης. Διότι, αν πρόκειται η πόλη να ασκήσει ηγεμονική πολιτική και διπλωματία, η ναυτική δύναμη επιβάλλεται να είναι ανάλογη με τις πράξεις της». (1327b 2 – 6)
 
Το βέβαιο είναι ότι οι πόλεις δεν οφείλουν να επιδιώκουν την ενσωμάτωση του ναυτικού πληθυσμού: «Όμως οι πόλεις δεν είναι ανάγκη να ενσωματώνουν την πολυανθρωπία που παρατηρείται στο ναυτικό πληθυσμό, καθώς αυτός δε χρειάζεται να αποτελεί οργανικό μέρος της πόλης. Γιατί οι πολεμιστές του ναυτικού είναι ελεύθεροι και ανήκουν στον πεζικό στρατό και αυτοί αποτελούν την κυρίαρχη δύναμη και ελέγχουν το ναυτιλιακό τομέα. Όπου μάλιστα υπάρχει πλήθος περιοίκων και γεωργών, κατ’ ανάγκη υπάρχουν και πολλοί ναύτες». (1327b 7 – 13).
 
Η αντίληψη ότι οι πολεμιστές του ναυτικού ανήκουν στο πεζικό καταδεικνύει την αναγνώριση της ενότητας του στρατού, που πριν απ’ όλα αφορά τη στεριά και που αντιμετωπίζει τη θάλασσα ως ευρύτερο κι αδιάσπαστο κομμάτι των πολεμικών επιχειρήσεων. Όσο για τη διαπίστωση ότι από τους περίοικους και τους γεωργούς ξεπηδούν και πολλοί ναύτες, δεν είναι τίποτε άλλο από την ταξική οριοθέτηση των δραστηριοτήτων, που κατ’ επέκταση καθορίζει και τις πολιτειακές προτιμήσεις. (Είναι γνωστό ότι οι άνθρωποι της θάλασσας – κατά πλειοψηφία – τάσσονται υπέρ της δημοκρατίας, τόσο λόγω της ταξικής τους προέλευσης, όσο και λόγω των προοδευτικών ιδεών που συνήθως εμφορούνται από την επαφή με άλλους πολιτισμούς).
 
Κι αυτή ακριβώς είναι η ισορροπία που πρέπει να προϋπάρχει ως εργαλείο για το ιδανικό πολίτευμα που θα αναδείξει την ιδανική πόλη. Το κατάλληλο μέγεθος, ο κατάλληλος αριθμός των ανθρώπων και η κατάλληλη σχέση με τη θάλασσα είναι η μαγιά για το χτίσιμο της τέλειας πόλης. Και βέβαια, είναι αδύνατο να μη διακρίνει κανείς τα στοιχεία που σηματοδοτούν την Αθήνα. Δεν είναι τυχαίο ότι η Αθήνα έγινε τόσο ισχυρή, ότι αποτέλεσε κέντρο των τεχνών και της φιλοσοφίας κι ότι προχώρησε τόσο πολύ σε πολιτειακό επίπεδο γεννώντας τη δημοκρατία – άσχετα με τα παρατράγουδα. Η θέση της, η μορφολογία του εδάφους και η θαλάσσια πρόσβαση προφανώς έπαιξαν βασικό ρόλο. Ο Αριστοτέλης φαίνεται να καταλαβαίνει πολύ καλά αυτό που ονομάζεται γεωπολιτική θέση μιας χώρας.
 
Αριστοτέλης: Πολιτικά

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου