Σάββατο 7 Απριλίου 2018

Παρμενίδης: Περί Φύσεως

Είναι και Μη Είναι των πραγμάτων.
«Αλλά ωστόσο θα μάθεις και τούτο, πως τα δοκούντα θα έπρεπε να είναι απολύτως δεκτά, όλα δεκτά στο σύνολό τους ως όντα».

Ο Παρμενίδης είναι αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος που γεννήθηκε το 514 π.κ.ε. περίπου στην Ελέα τής κάτω Ιταλίας και πέθανε περί το 440 π.κ.ε. Θεωρείται ο βασικότερος εκπρόσωπος της Ελεατικής σχολής, που ιδρύθηκε από τον ποιητή Ξενοφάνη τον Κολοφώνιο. Μαθήτευσε κοντά στον Ξενοφάνη, αλλά δέχτηκε και την επίδραση των Πυθαγόρειων.

Οι τρεις Μιλήσιοι φιλόσοφοι ο Θαλής, ο Αναξίμανδρος κι ο Αναξιμένης θεωρούν πως από Ενα -και μόνο- πρωταρχικό στοιχείο, έχουν προκύψει τα πάντα. Αλλά πως μπορούσε ένα στοιχείο ν’ αλλάξει ξαφνικά μορφή και να γίνει κάτι εντελώς διαφορετικό; Το πρόβλημα αυτό μπορούμε να το ονομάσουμε πρόβλημα της μεταβολής. M’ αυτά τα ερωτήματα ασχολήθηκαν μεταξύ των άλλων οι λεγόμενοι Ελεάτες φιλόσοφοι, που πήραν τ’ όνομα τους από την ελληνική αποικία Ελέα στη Νότια Ιταλία. Οι Ελεάτες έζησαν περίπου το 500 π.κ.ε και ο πιο γνωστός ανάμεσα τους ήταν ο Παρμενίδης (540-480 π.κ.ε)

Ο Παρμενίδης ήταν λίγο νεότερος από τον Ηράκλειτο. Ο Πλάτων του αφιερώνει έναν σημαντικό διάλογο, όπου ο Παρμενίδης εμφανίζεται να επισκέπτεται σε προχωρημένη ηλικία την Αθήνα και να δίνει ένα φιλοσοφικό μάθημα στον νεαρό κι άσημο Σωκράτη, δείχνοντας την καθοριστική επίδραση της σκέψης του Παρμενίδη στις νεότερες γενεές των φιλοσόφων.

Και ο Παρμενίδης προερχόταν από γνωστή οικογένεια, μία από αυτές που ίδρυσαν την πόλη της Ελέας το 540 π.κ.ε. Αυτός αντίθετα από τον Ηράκλειτο, μετείχε ενεργά στα κοινά, αφού λέγεται ότι συνέταξε τους νόμους της πατρίδας του. Πιθανόν στα νιάτα του στην Ελέα να γνώρισε και τον Ξενοφάνη, χωρίς όμως να εντυπωσιαστεί από τον ανατρεπτικό διαφωτισμό του. Μόνο στην απόφασή του να εκφραστεί μέσα από ένα μακροσκελές ποίημα θα μπορούσε να διακρίνει κανείς κάποια επιρροή του Ξενοφάνη.

Είναι σίγουρο ότι ο Παρμενίδης γνώριζε την φιλοσοφία των Πυθαγορείων, αφού γεννήθηκε και έζησε σε μια περιοχή όπου κυριαρχούσε το Πυθαγόρειο κίνημα. Ωστόσο, ακόμη κι αν μυήθηκε στη φιλοσοφία από κάποιους Πυθαγόρειους, δεν υιοθέτησε τον τρόπο ζωής τους, ούτε τις αντιλήψεις τους.

Ο Παρμενίδης ενδιαφέρθηκε για την διάδοση των φιλοσοφικών του ιδεών και συγκέντρωσε γύρω του μαθητές. Οι μεταγενέστεροι αναφέρονται συχνά στην «ελεατική σχολή» εννοώντας κυρίως τον Παρμενίδη, τον νεότερο συμπολίτη του Ζήνωνα και τον Μέλισσο από τη Σάμο. Η σχέση όμως του Παρμενίδη με τους μαθητές του είναι σχέση διανοητικής συγγένειας, δεν θυμίζει σε τίποτε την ιεραρχική οργάνωση της πυθαγόρειας αδελφότητας.

Οι δύο μεγάλοι φιλόσοφοι της εποχής, ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης, θα υποδείξουν μια άλλη προσέγγιση. Συνήθως θεωρούμε ότι εκπροσωπούν αντίθετους πόλους στη φιλοσοφία: ο Ηράκλειτος είναι ο φιλόσοφος της αέναης αλλαγής και ο Παρμενίδης της απόλυτης ακινησίας. Και όμως η αφετηρία της σκέψης τους είναι κοινή. Και για τους δύο η φιλοσοφία είναι άρνηση του κοινού νου. Στις διαδεδομένες πεποιθήσεις των ανθρώπων, στις θρησκευτικές τους πρακτικές, ακόμη και στις απλές εικόνες που σχηματίζουν για τον κόσμο, δεν υπάρχει η παραμικρή δόση αλήθειας. Ο φιλόσοφος δεν θα κολακέψει ποτέ το πλήθος, δεν θα επιδιώξει να το προσεταιριστεί. Για να το αποσπάσει από τις φρούδες βεβαιότητές του, τους ευσεβείς του πόθους, δεν θα διστάσει να κατακρίνει ανοιχτά τις συνήθειες, τις αξίες και τις αντιλήψεις του, με καυστικό και δηκτικό τρόπο.

«Θέλουν να καθαρθούν και μολύνονται με άλλο αίμα και μπροστά σ᾽ αυτά τα αγάλματα προσεύχονται, όπως θα φλυαρούσε κανείς στο σπίτι του χωρίς να ξέρει τι είναι οι Θεοί και τι οι Ηρωες.» / «Οι άνθρωποι δεν ξέρουν τι κάνουν όταν είναι ξύπνιοι, όπως ξεχνούν όσα κάνουν κοιμισμένοι.» / «Οι πολλοί δεν βασανίζουν το μυαλό τους με αυτά που τους τυχαίνουν, ούτε κι αν τα μάθουν τα καταλαβαίνουν, αλλά νομίζει ο καθένας ότι κάτι ξέρει.» Ηράκλειτος

«Γιατί σε κρατώ μακριά και από εκείνο τον δρόμο,
όπου οι θνητοί αδαείς περιφέρονται,
δικέφαλοι· γιατί η αδυναμία μες στο στήθος τους
κατευθύνει τον περιπλανώμενο νου· κι αυτοί παρασύρονται,
κουφοί αλλά και τυφλοί, έκθαμβοι, ορδές χωρίς κρίση.»
Παρμενίδης

Η φιλοσοφία είναι μια εντελώς νέα μορφή γνώσης, η οποία διεκδικεί ευθαρσώς την πρωτοτυπία και την αυτονομία της. Δεν συνδέεται με τη θρησκευτική πρακτική, δεν χρωστά τίποτε στην ποιητική παράδοση και στην αρχαία σοφία ούτε αποτελεί συνέχεια της ιωνικής ιστορίας. Ο φιλόσοφος θα διαχωρίσει την θέση του από κάθε μορφή παλαιότερης γνώσης και θα αποκαθηλώσει τους δασκάλους των προηγούμενων γενεών.

«Η πολυμάθεια δεν φωτίζει τον νου· αλλιώς θα είχε διδάξει τον Ησίοδο και τον Πυθαγόρη κι ακόμη τον Ξενοφάνη και τον Εκαταίο.» Ηράκλειτος

«Τον Όμηρο θα άξιζε να τον διώχνουν από τους αγώνες και να τον χτυπούν και τον Αρχίλοχο το ίδιο.» Ηράκλειτος

«Αρχηγός αγυρτών» [ο Πυθαγόρας]. Ηράκλειτος

Ο φιλόσοφος τοποθετείται απέναντι στο πλήθος και στην παράδοση και διδάσκει την Γνώση. Γνωρίζει ότι η αποστολή του είναι δύσκολη. Η Γνώση της φιλοσοφίας απαιτεί μεγάλη διανοητική προσπάθεια, δεν είναι αυτονόητη ούτε προσιτή σε όλους. Για να την κατανοήσει κάποιος πρέπει να απαλλαγεί από τις προκαταλήψεις του και να δει την πραγματικότητα μέσα από ένα ριζικά νέο πρίσμα. Γιατί όμως να ακολουθήσει κανείς αυτό τον δρόμο; Από που αντλεί το κύρος της μια τέτοια δύσκολη γνώση;

Ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης παρουσιάζονται ως θεματοφύλακες μιας αλήθειας η οποία τους ξεπερνά. Ο φιλόσοφος είχε την τύχη ή το χάρισμα να του αποκαλυφθεί κάποια στιγμή η Γνώση, και τώρα ανέλαβε την αποστολή να την μεταδώσει και στους άλλους. «Μην ακούσετε εμένα αλλά τον Λόγο» είναι η συμβουλή του Ηράκλειτου.

Ο Παρμενίδης αφηγείται την φιλοσοφική του μύηση από μια Θεά που του αποκάλυψε ότι η μόνη Γνώση είναι η Γνώση του Όντος. «Λόγος» και «Ον» με την φιλοσοφία κατακτά βήμα με βήμα το βασικό της λεξιλόγιο. Η φιλοσοφία του Παρμενίδη εμπεριέχεται σε ένα αποκαλυπτικό ποίημα, γραμμένο σε δακτυλικό εξάμετρο, από το οποίο ευτυχώς διασώθηκαν τα πιο σημαντικά μέρη. Στο ποίημα ένας νέος (ο ίδιος ο Παρμενίδης) διηγείται τη μύησή του στη φιλοσοφία από μια Θεά, η οποία αναλαμβάνει να τον κρατήσει μακριά από τις κοινές αντιλήψεις των ανθρώπων, «όπου αληθινή εμπιστοσύνη δεν υπάρχει» και να τον οδηγήσει στην «ατρόμητη καρδιά της ολοστρόγγυλης αλήθειας».

Το ποίημα του Παρμενίδη χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο εκτενές προοίμιο, σε καθαρά επική γλώσσα, περιγράφεται η ανάβαση του νέου προς τις πύλες της Ημέρας και της Νύκτας, όπου θα συναντήσει την Θεά. Το δεύτερο και κύριο μέρος του ποιήματος είναι ο λόγος της Θεάς για τη φύση της Αλήθειας. Το τρίτο και πιο αινιγματικό, από το οποίο έχουν σωθεί λίγα αποσπάσματα, πρέπει να ήταν μάλλον μια ανάπλαση κοσμολογικών αντιλήψεων που θυμίζουν προγενέστερους φιλοσόφους.

Στα χρόνια του Παρμενίδη ο φιλόσοφος είναι ακόμη ελεύθερος να εκφραστεί μέσα από το είδος του Λόγου που ο ίδιος θεωρεί πρόσφορο. Η φιλοσοφική πραγματεία σε πεζό λόγο, όπως την γνωρίζουμε σήμερα, θα καθιερωθεί μόνο μετά τον Αριστοτέλη. Το γεγονός λοιπόν ότι ο Παρμενίδης επιλέγει τον ποιητικό λόγο, την ίδια στιγμή που ο Ηράκλειτος εκφράζεται με χρησμούς και οι Πυθαγόρειοι αποφεύγουν την γραφή, έχει σημασία.

Η γλώσσα του έπους δεν είναι απλώς υποβλητική, είναι η γλώσσα της παιδείας και της θρησκείας των Ελλήνων, η γλώσσα μέσα από την οποία οι Έλληνες έχουν εμπεδώσει την κοινή τους καταγωγή και τις κοινές τους αξίες. Ο Παρμενίδης εντάσσει τον εαυτό του στην παράδοση του Όμηρου και του Ησίοδου. Φιλοδοξεί μέσα από την καθιερωμένη οδό να μεταδώσει ένα νέο μήνυμα παιδείας: ο φιλοσοφικός Λόγος μπορεί να αντικαταστήσει τον μύθο.

Την θέση της Μούσας του ποιητή παίρνει τώρα η Θεά του Παρμενίδη. Ο λόγος της είναι υποβλητικός και δογματικός, είναι η ίδια η αποκάλυψη μιας μοναδικής Αλήθειας. Είναι όμως ταυτοχρόνως ένας λόγος συνεκτικός και αποδεικτικός, ένας λόγος που μπορεί να γίνει κατανοητός μόνο αν αφυπνιστεί η λογική ικανότητα και το κριτικό πνεύμα του αποδέκτη. Αυτή είναι άλλωστε και η συμβουλή της στον νεαρό Παρμενίδη: «Να κρίνεις με τον λόγο τον επίμαχο έλεγχο που εγώ πρότεινα» (απόσπ. 7).

Οι αρχαίοι δεν εκτιμούσαν ιδιαίτερα τα ποιητικά χαρίσματα του Παρμενίδη. Τον θεωρούσαν μεγάλο φιλόσοφο αλλά μέτριο ποιητή. Οι αφηρημένες έννοιες και οι αποδεικτικοί συλλογισμοί της Παρμενίδειας φιλοσοφίας ασφυκτιούν μέσα στο περίβλημα της επικής ποίησης. Η φιλοσοφία έπρεπε να βρει τον δικό της τρόπο έκφρασης.

Η θεωρία του Παρμενίδη, είναι διάχυτη από την αμφιβολία, κατά πόσο οι αισθήσεις μπορούν να μας δώσουν την αντικειμενική αλήθεια. Ακόμα και ο Ηράκλειτος αναρωτιόταν για την αντικειμενικότητα της Λογικής. Τις φιλοσοφικές του ιδέες και τις προσπάθειές του να ερμηνεύσει τον κόσμο εκθέτει στο φιλοσοφικό ποίημά του «Περί φύσεως» από το οποίο σώθηκαν μόνο αποσπάσματα.

Κατά την θεωρία του το Ον είναι αδιατάρακτο και αγέννητο και μέσα στην ενότητά του διαλύεται ο κόσμος των φαινομένων κι εντυπώσεων. Άρα, το αληθινό ον είναι διαφορετικό απ’ αυτό που μας δίνουν οι αισθήσεις και η επιστήμη της γνώσης διαφορετική από την υποκειμενική γνώμη. Είναι ο φιλόσοφος του Είναι, σε αντιπαραβολή με τον Ηράκλειτο που είναι ο φιλόσοφος του Γίγνεσθαι. Θεωρεί ότι ο κόσμος αποτελείται από ένα σύνολο πολλαπλών φαινομένων, στον κόσμο αυτόν το κάθε φαινόμενο ή αντικείμενο είναι κάτι και παράλληλα δεν είναι κάτι άλλο, δηλαδή το καθετί μέσα στον κόσμο έχει την δική του φύση, τις δικές του ιδιότητες, τα δικά του κύρια χαρακτηριστικά.

Σ’ αυτό το σκεπτικό στηρίζει την θέση του πάνω στο Είναι και Μη Είναι των πραγμάτων. Καθετί συνεπώς Είναι και συγχρόνως δεν Είναι. Γι’ αυτό και για τον Παρμενίδη, δεν υπάρχει ούτε γένεση ούτε φθορά. Η πολλαπλότητα των αντικειμένων είναι μόνο μια δοξασία. Αληθινό είναι μόνο ό,τι μπορεί να εκφραστεί με το Είναι. Η γνώση φτάνει μέχρι την πλήρη αντίληψη του όντος, από τη στιγμή που και η νόηση είναι ταυτόσημη με την ύπαρξη, δηλ. μπορεί να νοήσει κανείς ό,τι είναι αληθινά υπαρκτό. Τα κύρια στοιχεία της σύνθεσης του κόσμου είναι το θερμό και το αντίθετό του ψυχρό. Το θερμό μέσα στη σφαίρα που συνθέτει τον κόσμο κατέχει τη θέση του όντος.

Ο Παρμενίδης εκθέτει την φιλοσοφία του σε έμμετρο λόγο (δακτυλικό εξάμετρο), ως αποτέλεσμα Θείας αποκάλυψης. Στο προίμιο του ποιήματoς περιγράφεται το ταξίδι του ποιητή πάνω σε άρμα, καθοδηγούμενο από κόρες του Ηλιου σε μια ανώνυμη Θεά. Ακολουθεί η Αλήθεια, στην οποία μιλά η Θεά επιχειρώντας μια προσέγγιση της καρδιάς της αλήθειας. «αλλά ωστόσο θα μάθεις και τούτο, πως τα δοκούντα θα έπρεπε να είναι απολύτως δεκτά, όλα δεκτά στο σύνολό τους ως όντα».

Παρουσιάζοντας τα φαινόμενα ως όντα, εισάγεται στο ποίημα το Είναι και γεννιέται εκείνος ο κλάδος της φιλοσοφίας που ονομάζεται Οντολογία, δηλαδή Λόγος περί του Όντος, περί του Είναι. Σε αντίθεση με τους Ίωνες ο Παρμενίδης δεν ρωτά για το Τι των όντων, αλλά στρέφει την προσοχή στο Είναι. Με τον όρο Οντολογία αναφερόμαστε στο λόγο περί του Οντος ή στην επιστήμη του Οντος, τη φιλοσοφική αναζήτηση που εξετάζει τις αρχές της ύπαρξης και συγκρότησης του Όντος, μελετά την φύση και την ουσία των Όντων (Ον= αυτό που πραγματικά υπάρχει, καθετί που έχει υπόσταση). Στη φιλοσοφία η έρευνα της φύσης του Οντος γίνεται σε διάκριση από το φαινόμενο.

Όταν η οντολογία αναδεικνύει την ουσία, σε σχέση με τα επιμέρους όντα, τότε αποκαλείται ουσιοκρατία, ουσιολογική οντολογία, ουσιοκρατική οντολογία ή σπανιότερα, εσενσιαλισμός (essentialismus) από τη λατινική λέξη essentia (ουσία).

Όταν η οντολογία προκρίνει το πρόσωπο έναντι της ουσίας, τότε ονομάζεται προσωποκρατία, προσωποκεντρισμός, περσοναλισμός (personalismus) ή προσωποκρατική οντολογία. Όταν η οντολογία δίνει προτεραιότητα στο άτομο έναντι του προσώπου, τότε ονομάζεται ατομοκρατική οντολογία ή ατομοκρατία.

Σε ένα άλλο απόσπασμα ο Παρμενίδης αντιδιαστέλλει το Είναι, την ύπαρξη των όντων, με το μηδέν και το απορρίπτει, μη αποδεχόμενος τη σύλληψη του απόλυτου μηδενός ως αντίθετου στο Είναι. Παρόλο που αναφέρει αρχικά τις δύο οδούς του είναι και του μηδενός, ως τις μόνες που μπορούν να νοηθούν, σπεύδει να υπογραμμίσει ότι η οδός του «Είναι» είναι η μόνη αληθινή και ότι μόνον το «Είναι» μπορεί να αποτελέσει αυθεντικό αντικείμενο της νόησης.

Η νόηση εδώ δεν εξαρτάται βέβαια από τις αισθήσεις, ούτε τις λέξεις, αλλά εισδύει στη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων. Άσχετα από τη μεταβολή των εξωτερικών πραγμάτων το «Είναι» που αφορά αδιακρίτως κάθε ον, αποτελεί το μοναδικό αντικείμενο της Αλήθειας, η οποία δεν αρνείται τον Κόσμο και την πολλαπλότητα, την κίνηση και την πολυμορφία, αλλά υπογραμμίζει την «ΕΝΟΤΗΤΑ» και συνέχεια που τον διέπει, αν φυσικά τον δούμε γεμάτο από το «Είναι».

Ο μονισμός της Αλήθειας και ο δυισμός της Δόξας δε βρίσκονται σε αντίθεση, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται και συνδέονται στενά. Η Αλήθεια ασχολείται με το Αμετάβλητο «Είναι» ενώ η Δόξα με το Κοσμικό «Γίγνεσθαι». Ανάμεσα στα δύο τμήματα το τμήμα της Αλήθειας ήταν εκείνο που επηρέασε την εξέλιξη της ελληνικής φιλοσοφίας περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο προσωκρατικό κείμενο. Η επίδρασή του είναι εμφανής τόσο στους μεταγενέστρεους προσωκρατικούς όσο και στο έργο του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.

Στα κείμενά του παρουσιάζεται, ο Ελεάτης φιλόσοφος, πως έρχεται με μια άμαξα από τον ουρανό και συνομιλεί, αναπτύσσοντας τις φιλοσοφικές του απόψεις, όχι με θνητό αλλά με μια Θεά. Αποδίδει με τον τρόπο αυτό την πνευματική δύναμη των απόψεων του. Ο λόγος του είναι αρχέγονος:

Εἰ δ΄ἄγ΄ἐγὼν ἐρέω, κόμισαι δὲ σὺ μῦθον ἀκούσας,
αἵπερ ὁδοὶ μοῦναι διζήσιός εἰσι νοῆσαι•
ἡ μὲν ὅπως ἔστιν τε καὶ ὡς οὐκ ἔστι μὴ εἶναι,
Πειθοῦς ἐστι κέλευθος• ἀληθείῃ γὰρ ὀπηδεῖ•
ἡ δ΄ ὡς οὐκ ἔστιν τε καὶ ὡς χρεών ἐστι μὴ εἶναι,

τὴν δή τοι φράζω παναπευθέα ἔμμεν ἀταρπόν•
οὔτε γὰρ ἂν γνοίης τό γε μὴ ἐὸν – οὐ γὰρ ἀνυστόν –
οὔτε φράσαις.

***
[Εμπρός λοιπόν, εγώ θα σου μιλώ, κι εσύ σκέψου, αφού ακούσεις
τον λόγο μου, ποιοι μόνοι δρόμοι έρευνας μπορούν να είναι προσιτοί στην νόηση
ο ένας, πως το Είναι υπάρχει και δεν μπορεί να μην υπάρχει,
είναι ο δρόμος της Πειθούς• γιατί ακολουθεί την αλήθεια•
ο άλλος όμως πως δεν υπάρχει και πως είναι ανάγκη να μην υπάρχει•
αυτό το μονοπάτι, σου λέω, είναι εντελώς απρόσιτο/μη-γνωρίσιμο•
γιατί ούτε να γνωρίσεις θα μπορούσες το μη ον, κάτι δηλαδή το
ανέφικτο• ούτε να το εκφράσεις, να το πεις.]

Και πιο κάτω με στοχασμό μεταφυσικό:

«Χρὴ τὸ λέγειν τε νοεῖν τ΄ἐὸν ἔμμεναι• ἔστι γὰρ εἶναι,
μηδὲν δ΄οὐκ ἔστιν•
»
***
[Είναι απαραίτητο να λέγεται και να νοείται πως το Ον υπάρχει.
Γιατί το Είναι, η ουσία του σύμπαντος υπάρχει. Το μηδέν όμως δεν υπάρχει.]

Είναι ακριβώς η αντιγραφή του Καρτέσιου, που κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή διανόηση: ‘ex nihilo nihil fit’ [από το τίποτε δεν δημιουργείται τίποτε.] ή κατά Παρμενίδη – δύο χιλιάδες χρόνια πριν τον Καρτέσιο:

«ἔστι γὰρ εἶναι,
μηδὲν δ΄ οὐκ ἔστιν
•»
***
[Δηλαδή, δεν υπάρχει γένεση ούτε φθορά.
Γιατί η γένεση προϋποθέτει μια κατάσταση «Μη Είναι»
που μεταβαίνει στην κατάσταση του «Είναι»
και αντίστροφα για τη φθορά (θάνατο).]

Για το ίδιο το σύμπαν θα εκφράσει την άποψη:

«πῶς γαῖα καὶ ἥλιος ἠδὲ σελήνη
αἰθήρ τε ξυνὸς γάλα τ΄ οὐράνιον καὶ ὄλυμπος
ἔσχατος ἠδ΄ ἄστρων θερμὸν μένος ὡρμήθησαν
γίγνεσθαι.»

***
[η γη, ο ήλιος και η σελήνη, ο κοινός αέρας αλλά και ο ουράνιος γαλαξίας κι ο Όλυμπος ο έσχατος (το απάτητο σύμπαν, δηλαδή) και τα φλέγοντα αστέρια διεγέρθηκαν, μπήκαν βίαια σε κίνηση.]
Η γλώσσα της φιλοσοφίας: Αρκεί η αρχή της ταυτότητας για να κάνει κανείς φιλοσοφία; Πόσο μακριά μπορεί να πάει κανείς μόνο με αυτή την αρχή; Ας παρακολουθήσουμε τον βασικό συλλογισμό του Παρμενίδη.

«Ένας πια μόνο λόγος για οδό απομένει: ότι Είναι. Και υπάρχουν σημάδια σ᾽ αυτή την οδό πάμπολλα, ότι το ον είναι αγέννητο και άφθαρτο, όλο και μοναδικό, ακλόνητο και πλήρες. Ούτε ποτέ ήταν ούτε θα είναι, γιατί Είναι τώρα όλο μαζί, ένα, συνεχές. Γιατί ποια γέννησή του θα αναζητούσες; Από τα πού και προς πού να αυξήθηκε; Ούτε θα σ᾽ αφήσω από το μη ον να πεις ή να σκεφτείς· γιατί δεν είναι δυνατό να πεις ή να σκεφτείς ότι δεν Είναι. Ποια ανάγκη θα το έκανε αργότερα ή νωρίτερα να αυξηθεί, ενώ θα είχε αρχίσει από το τίποτε; Επομένως, πρέπει είτε να Είναι εντελώς είτε να μην είναι καθόλου.» Παρμενίδης, απόσπ. 8.1-11

Ο Παρμενίδης έχει ήδη δείξει δύο πράγματα. Πρώτον, ότι για κάτι που δεν υπάρχει, για το μη ον, δεν μπορεί κανείς να πει τίποτε. Και δεύτερον, ότι για κάτι υπαρκτό, για το ον, μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα μόνο ότι Είναι. Από την πιστοποίηση του όντος ο Παρμενίδης εξάγει τις βασικές του ιδιότητες: το ον είναι αγέννητο και ανώλεθρο, μοναδικό, ακίνητο, πλήρες, συνεχές.

Στο χωρίο επάνω αποδεικνύεται γιατί το Ον δεν μπορεί να έχει γεννηθεί. Με παρόμοιο συλλογισμό ο Παρμενίδης θα αποδείξει ότι το Ον δεν έχει θάνατο (είναι ανώλεθρο), δεν έχει κίνηση και μεταβολή (είναι αμετάβλητο), δεν έχει μέρη (είναι πλήρες και συνεχές), δεν αποτελεί μέρος μιας δυάδας (είναι μοναδικό).

Όταν λέμε για κάποιο πράγμα ότι έχει γεννηθεί, εννοούμε ότι αυτό το πράγμα προηγουμένως δεν υπήρχε. Γέννηση είναι η μετάβαση από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Αυτές οι δύο καταστάσεις είναι όμως μεταξύ τους ασυμβίβαστες. Κατά τον Παρμενίδη, κάτι υπάρχει ή δεν υπάρχει. Δεν μπορεί ταυτοχρόνως να υπάρχει και να μην υπάρχει. «Για την ανυπαρξία έτσι κι αλλιώς δεν μπορώ να πω τίποτε. Μπορώ να μιλήσω μόνο για την ύπαρξη. Άρα, αν κάτι υπάρχει, δεν μπορεί να έχει γεννηθεί. Το ον είναι αγέννητο.» Στην αρχαία Ελληνική Γνώση, ο Ερωτας είναι αγέννητος.

Η βασική σκέψη του Παρμενίδη είναι ότι, αν δεχτούμε την οποιαδήποτε μεταβολή (είτε αυτή είναι γέννηση είτε φθορά είτε κίνηση είτε διαίρεση), πέφτουμε κατ᾽ ανάγκην σε αντίφαση. Αναγκαζόμαστε να ισχυριστούμε ότι την ίδια χρονική στιγμή κάτι υπάρχει και δεν υπάρχει, κάτι είναι Α και όχι Α. Σκάψου μια μεταβολή στο χρώμα ενός αντικειμένου. Όταν λέμε ότι κάτι από άσπρο έγινε μαύρο, δεχόμαστε ότι σε μια δεδομένη χρονική στιγμή το ίδιο πράγμα ήταν και άσπρο και μαύρο. Αυτό όμως είναι αντιφατικό. Ή σκέψου την κίνηση ενός αντικειμένου σε μια ευθεία γραμμή. Για να πούμε ότι το αντικείμενο αυτό κινείται, πρέπει να ισχυριστούμε ότι βρίσκεται ταυτοχρόνως στο σημείο Α της γραμμής και στο αμέσως επόμενο σημείο Β. Αυτό όμως είναι αδύνατο. Τα παράδοξα που προκύπτουν από την εφαρμογή της αρχής της ταυτότητας στην κίνηση θα τα αναπτύξει με ιδιαίτερη επιδεξιότητα ο Ζήνων, ο μαθητής του Παρμενίδη και θα αποτελέσουν περίφημους φιλοσοφικούς γρίφους σε όλη την αρχαιότητα, μέχρι σήμερα.

Ο κόσμος του Παρμενίδη είναι ένα σύνολο αιώνιων, ακίνητων και αδιαίρετων οντοτήτων. Καθώς μάλιστα ο Παρμενίδης μιλά για το «Ον» αδιακρίτως και το ίδιο το σύμπαν θα πρέπει να θεωρηθεί μια κλειστή, αιώνια και αμετάβλητη ολότητα. Αμετάβλητες οντότητες μέσα σε ένα αμετάβλητο σύμπαν. Πόσο διατεθειμένοι είμαστε να αποδεχτούμε έναν τόσο παράδοξο κόσμο; Έναν κόσμο ξένο προς τον δικό μας, έναν κόσμο από όπου «η γέννηση έχει σβηστεί, ενώ για τη φθορά κανείς ποτέ δεν άκουσε» Θαυμάζει κανείς τη συλλογιστική δεινότητα του Παρμενίδη, αντιλαμβάνεται (ή υποψιάζεται) ότι κάτι πολύ σημαντικό έχει πει, διστάζει ωστόσο να τον ακολουθήσει στα συμπεράσματά του.

Αυτή ήταν και η στάση των μεταγενέστερων φιλοσόφων. Από τον Εμπεδοκλή και τον Δημόκριτο ως τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, όλοι θα προσπαθήσουν να απαντήσουν στην πρόκληση του Παρμενίδη. Η φιλοσοφία μετά τον Παρμενίδη διαθέτει επιτέλους τη δική της γλώσσα, χρησιμοποιεί έννοιες και συλλογισμούς, απεχθάνεται τις λογικές αντιφάσεις, τείνει προς τον αποδεικτικό λόγο. Δεν θέλει όμως και να αποστρέψει το βλέμμα της από την έκδηλη πραγματικότητα της μεταβολής.

Ένας συμβιβασμός είναι τελικά αναγκαίος. Ο Παρμενίδης αναγνωρίζεται από τον Πλάτωνα ως ένας από τους ιδρυτές του ορθολογισμού και ένας από τους σημαντικότερους αρχαίους Έλληνες φιλόσοφους. Μπορεί βασίμως να θεωρηθεί και δίκαια, ως ο πατέρας της κλασικής μεταφυσικής.

Παρμενίδης «Περί φύσεως»
Ἵπποι ταί με φέρουσιν, ὅσον τ΄ἐπὶ θυμὸς ἱκάνοι,
πέμπον, ἐπεί μ΄ἐς ὁδὸν βῆσαν πολύφημον ἄγουσαι
δαίμονες, ἣ κατὰ πάντ΄ἄστη φέρει εἰδότα φῶτα·
τῇ φερόμην· τῇ γάρ με πολύφραστοι φέρον ἵπποι
[5] ἅρμα τιταίνουσαι, κοῦραι δ΄ὁδὸν ἡγεμόνευον.

Ἄξων δ΄ἐν χνοίῃσιν ἵει σύριγγος ἀυτήν
αἰθόμενος – δοιοῖς γὰρ ἐπείγετο δινωτοῖσιν
κύκλοις ἀμφοτέρωθεν -, ὅτε σπερχοίατο πέμπειν
Ἡλιάδες κοῦραι, προλιποῦσαι δώματα Νυκτός,
[10] εἰς φάος, ὠσάμεναι κράτων ἄπο χερσὶ καλύπτρας.

Ἔνθα πύλαι Νυκτός τε καὶ Ἤματός εἰσι κελεύθων,
καί σφας ὑπέρθυρον ἀμφὶς ἔχει καὶ λάινος οὐδός·
αὐταὶ δ΄αἰθέριαι πλῆνται μεγάλοισι θυρέτροις·
τῶν δὲ Δίκη πολύποινος ἔχει κληῖδας ἀμοιβούς.
[15] Τὴν δὴ παρφάμεναι κοῦραι μαλακοῖσι λόγοισιν

πεῖσαν ἐπιφράδέως, ὥς σφιν βαλανωτὸν ὀχῆα
ἀπτερέως ὤσειε πυλέων ἄπο· ταὶ δὲ θυρέτρων
χάσμ΄ ἀχανὲς ποίησαν ἀναπτάμεναι πολυχάλκους
ἄξονας ἐν σύριγξιν ἀμοιβαδὸν εἰλίξασαι
[20] γόμφοις καὶ περόνῃσιν ἀρηρότε· τῇ ῥα δι΄ αὐτέων

ἰθὺς ἔχον κοῦραι κατ΄ἀμαξιτὸν ἅρμα καὶ ἵππους.
Καί με θεὰ πρόφρων ὑπεδέξατο, χεῖρα δὲ χειρί
δεξιτερὴν ἕλεν, ὧδε δ΄ἔτος φάτο καί με προσηύδα·
ὦ κοῦρ΄ ἀθανάτοισι συνάορος ἡνιόχοισιν,
[25] ἵπποις ταί σε φέρουσιν ἱκάνων ἡμέτερον δῶ,

χαῖρ΄, ἐπεὶ οὔτι σε μοῖρα κακὴ προὔπεμπε νέεσθαι
τήνδ΄ ὁδόν – ἦ γὰρ ἀπ΄ἀνθρώπων ἐκτὸς πάτου ἐστίν-,
ἀλλὰ θέμις τε δίκη τε. Χρεὼ δέ σε πάντα πυθέσθαι
ἠμέν Ἀληθείης εὐκυκλέος ἀτρεμὲς ἦτορ
[30] ἠδὲ βροτῶν δόξας, ταῖς οὐκ ἔνι πίστις ἀληθής.

Ἀλλ΄ἔμπης καὶ ταῦτα μαθήσεαι, ὡς τὰ δοκοῦντα
χρῆν δοκίμως εἶναι διὰ παντὸς πάντα περῶντα.

II
Εἰ δ΄ ἄγ΄ ἐγὼν ἐρέω, κόμισαι δὲ σὺ μῦθον ἀκούσας,
αἵπερ ὁδοὶ μοῦναι διζήσιός εἰσι νοῆσαι·
ἡ μὲν ὅπως ἔστιν τε καὶ ὡς οὐκ ἔστι μὴ εἶναι,
Πειθοῦς ἐστι κέλευθος – Ἀληθείῃ γὰρ ὀπηδεῖ -,
[5] ἡ δ΄ ὡς οὐκ ἔστιν τε καὶ ὡς χρεών ἐστι μὴ εἶναι,
τὴν δή τοι φράζω παναπευθέα ἔμμεν ἀταρπόν·
οὔτε γὰρ ἂν γνοίης τό γε μὴ ἐὸν – οὐ γὰρ ἀνυστόν –
οὔτε φράσαις·

III
τὸ γὰρ αὐτὸ νοεῖν ἐστίν τε καὶ εἶναι.
IV
Λεῦσσε δ΄ ὅμως ἀπεόντα νόῳ παρεόντα βεβαίως·
οὐ γὰρ ἀποτμήξει τὸ ἐὸν τοῦ ἐόντος ἔχεσθαι
οὔτε σκιδνάμενον πάντῃ πάντως κατὰ κόσμον
οὔτε συνιστάμενον.

V
Ξυνὸν δέ μοί ἐστιν, ὁππόθεν ἄρξωμαι· τόθι γὰρ πάλιν ἵξομαι αὖθις.
VI
Χρὴ τὸ λέγειν τε νοεῖν τ΄ ἐὸν ἔμμεναι· ἔστι γὰρ εἶναι,
μηδὲν δ΄ οὐκ ἔστιν· τά σ΄ ἐγὼ φράζεσθαι ἄνωγα.
Πρώτης γάρ σ΄ ἀφ΄ ὁδοῦ ταύτης διζήσιος <εἴργω>,
αὐτὰρ ἔπειτ΄ ἀπὸ τῆς, ἣν δὴ βροτοὶ εἰδότες οὐδέν


Ο άνθρωπος είναι ο φύλακας, ο ποιμένας του Είναι.
1. Η αλληγορία της εισαγωγής. Το ποίημα ξεκινά μ’ έναν τόνο πανηγυ­ρικό: «Τ’ άλογα που μ’ έσερναν όσο επιθυμούσε η καρδιά μου, με ξεπρο­βόδισαν καθώς Θεές μ’ οδήγησαν στον ξακουστό το δρόμο, που φέρνει το γνώστη ψηλότερα απ’ όλες τις πόλεις». Οδηγούμενος από τις κόρες που του δείχνουν το δρόμο, ο Παρμενίδης διασχίζει με το άρμα του τις πύλες της Ημέρας και της Νύχτας για να φτάσει ενώπιον της Θεότητος που τον καλωσορίζει. Ορθά ο Β. Γαίγκερ επέμεινε στον μυητικό, ορφικό, χαρακτήρα του εισαγωγικού αυτού επεισοδίου του Παρμενιδικού ποιήματος.

2. Το Είναι και το Μη Είναι. Ο Παρμενίδης οφείλει πράγματι τη φήμη του στο ότι διακήρυξε πως το Είναι είναι ενώ το Μη Είναι δεν είναι. Ορίζοντας το Είναι ως αυτό του οποίου δεν μπορούμε να αρνηθούμε την ύπαρ­ξη, ούτε καν εν μέρει, ο Παρμενίδης αποκλείει οποιαδήποτε προσφυγή στην κίνηση, την αλλαγή και το γίγνεσθαι. Το Είναι υπάρχει, αγέννητο, άφθαρτο, άπειρο, «κι ούτε ήταν, ούτε θα γενεί, γιατί όλο μαζί είναι τώρα, ένα και συνεχές» (VIII, 5). Είναι αδιαίρε­το (VIII, 22), ακίνητο μέσα στα όρια ισχυρών δεσμών (VIII, 26), αμετακί­νητα σταθερό στο ίδιο σημείο (VIII, 30), χωρίς ελλείψεις (VIII, 34): «Κι έχοντας όριο έσχατο είν’ όλο τελειωμένο παντούθε μ’ ομορφόκυκλη στον όγκο σφαίραν όμοιο, ισόρροπο από μέσα του παντού: τι μήτε πιο μεγάλο μήτε μικρότερο εδώ για εκεί του πρέπει να είναι» (VIII, 41). Αγνοεί άρα τη διασπορά και τη συγκέντρωση (IV). Αποκλείεται να προέρχεται από το Μηδέν (VIII, 7) κι εφόσον είναι αιώνιο κι ακίνητο αγνοεί το χρόνο και το χώρο.

Το μη ον δεν Είναι· πώς γνωρίζει τότε κανείς, και κατ’ επέκταση πώς μπορεί και ονο­μάζει αυτό που δεν Είναι (II, 7); Γνωρίζουμε πως αργότερα οι Μεγαρικοί θα προσφύγουν σε παρόμοιες αποφάνσεις, ισχυριζόμενοι πως μας είναι αδύνατον να ονομάσουμε το Είναι καθώς κι ότι μας είναι επίσης αδύνατον να εξέλθουμε της αρχής της ταυτότητας Λ είναι Λ, γιατί διαφορετικά θα αποδίδαμε στο οριζόμενο κάτι το οποίο δεν Είναι το ίδιο. Γνωρίζουμε επί­σης πως ο Πλάτων στον Σοφιστή θα διαπράξει το «έγκλημα της πατρο­κτονίας», παίρνοντας θέση αντίθετη με αυτή του Παρμενίδη: μέσα στον πλατωνικό διάλογο ο τελευταίος θα δώσει την ευκαιρία στον σοφιστή να ισχυριστεί πως είναι αδύνατον να αποφανθούμε για το σφάλμα, εφόσον αυτό, όντας εξ ορισμού μη ον, δεν είναι καν δυνατόν να ονομαστεί.

Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν το θεμέλιο της παραδοσιακής αντιπαράθε­σης ελεατισμού και ηρακλειτισμού: η φιλοσοφία του Είναι από τη μια κι αυτή του Γίγνεσθαι από την άλλη εμφανίζονταν ως δύο αντιτιθέμενες οπτι­κές του κόσμου που πολλοί φιλόσοφοι επιχείρησαν να συμφιλιώσουν κά­νοντας λόγο για κάποιο Γίγνεσθαι του Είναι ή Είναι του Γίγνεσθαι.

3. Το πρόβλημα των οδών. Η Θεά, μιλώντας στον Παρμενίδη, λέει: «Λοιπόν εγώ θα σου μιλήσω κι εσύ δέξου τον Λόγο, ποιοι δρόμοι μό­νοι είναι της ζήτησης να τους σκεφτούμε. Ο ένας, ότι είναι και δεν μπορεί να μην είναι, της Πειθούς είναι ο δρόμος – γιατί η αλήθεια ακολουθεί. Κι ο άλλος, πως δεν είναι κι είναι ανάγκη να μην είναι, τούτο σου λέω πέρα για πέρα είναι αστόχαστο το μονοπάτι» (απ. II).

Ο Παρμενίδης κάνει σαφώς λόγο για δύο οδούς: την οδό της αλή­θειας, που μας δείχνει πως το Είναι είναι και δεν μπορεί να μην είναι, και τη δεύτερη, που λέει πως το Είναι δεν είναι κι είναι αναγκαίο το Μη Είναι, οδός, κατά τον Παρμενίδη, τελείως αδιέξοδη.

Οι παραδοσιακοί ερ­μηνευτές λένε πως ο Παρμενίδης δεν διέθετε άλλο τρόπο άρνησης του να σκέφτεται κανείς το Μη Ον παρ’ εκτός το ότι δεν πρέπει να το σκέφτε­ται. Στην Εισαγωγή στην Μεταφυσική του, ο Χάιντεγκερ αναφέρει πως λέγοντας τελικά ο Παρμενίδης ότι δεν πρέπει να σκεφτόμαστε το Μη Ον, το σκέφτεται πραγματικά και ανάγει έτσι τη σκέψη αυτή σε ένα είδος γνώσης. Κατά τον Χάιντεγκερ, οφείλουμε να γνωρίσουμε κι αυτή την άθικτη και άβατη οδό, επειδή ακριβώς μας οδηγεί στο Μη Είναι. Σ’ αυτό το σημείο είναι που κρύβεται κατ’ αυτόν η αρχαιότερη διδασκαλία της φιλοσοφίας, ότι δηλαδή οφείλουμε να στοχαζόμαστε, ταυτόχρονα με την οδό του Είναι και την οδό του Μη Είναι: αν, ισχυρι­ζόμαστε ότι το Μη Είναι δεν είναι τίποτα, τότε αγνοούμε τα πάντα και στο ζήτημα του Είναι.

Ένα άλλο πρόβλημα που τίθεται για τους σχολιαστές του Παρμενίδη είναι η δυνατότητα για μια τρίτη ενδεχομένως οδό. Στο δεύτερο μέρος του ποιήματος (VIII, 50 επ.), γίνεται λόγος για την οδό της Γνώμης, όπου τα πάντα εμφανίζονται υπό την κατηγορία της δυαδικότητας: «Έτσι τελειώνω τον πιστό μου λόγο και τη σκέψη για την αλήθεια», συνεχίζει η Θεότητα που μόλις μίλησε για την οδό του Είναι, «γνώ­μες θνητών τώρα όμως μάθε ακούοντας κόσμο απατηλό από δικά μου λόγια: σε γνώμη καταστάλαξαν μορφές δυο να ονομάζουν, απ’ όποιες μια δεν έπρεπε να ‘χουν, σ’ αυτήν πλανιούνται, και τη μορφή στα ενάντια μοίρασαν βάζοντας της σημάδια το ένα από το άλλο χωριστά». Γι’ αυτό και οι άνθρωποι νομίζουν πως τα πάντα είναι γε­μάτα από φως και νύχτα ταυτοχρόνως.

Βρισκόμαστε μπροστά σε μια τρίτη οδό, αυτή της Γνώμης, που δεν είναι αυτή του Είναι αλλά ούτε και του Μη Είναι. Για πολ­λούς σχολιαστές, μεταξύ των οποίων και ο Ζαν Βαλ (Jean Wahl), αυτή η τρίτη οδός δεν είναι παρά μια παραλλαγή της δεύτερης και εν πάση πε­ριπτώσει πρόκειται για την οδό του σφάλματος. Για τον Νίτσε το δεύ­τερο μέρος του ποιήματος αντιστοιχεί σε μια πρώιμη φιλοσοφία του Παρ­μενίδη, συγγενή με αυτή του Αναξίμανδρου. Οι Τσέλλερ και Γκόρμπεζ πι­στεύουν πως βρισκόμαστε ενώπιον της έκθεσης εκ μέρους του Παρμενίδη πώς θα αντιλαμβανόταν ο ίδιος τον κόσμο αν υιοθετούσε την οπτική του κοινού νου.

Κατά τον Ντιλς, πρόκειται εδώ για την κριτική μιας θεωρίας, η οποία δεν είναι άλλη από αυτή του Ηράκλειτου, που συγκαταλέγεται άρα στους στοχαστές με το διπλό κεφάλι για τους οποίους γίνεται λόγος στο στίχο VI, 5: ο Μπερνετ πιστεύει πως στο σημείο αυτό ο Παρμενίδης στοχεύει μάλλον τους Πυθαγόρειους. Πρωτότυπη, που προκάλεσε μάλι στα αίσθηση στην ιστοριογραφία του ελεατισμού, ερμηνεία είναι αυτή του Καρλ Ράνχαρντ (Karl Reinhardt), που απορρίπτει όλες τις προηγούμενες αναγνώσεις και θεωρεί την Γνώμη ως «το αποτέλεσμα μιας προπατορικής έκπτωσης: από αυτή θα προέρχονταν τα ελαττώματα των παρα­στάσεων μας, που δεν θ’ αποφεύγαμε ακόμα κι αν βλέπαμε την αλήθεια.»

Ο Χάιντεγκερ εμμένει στην σπουδαιότητα της ερμηνείας του Ράν­χαρντ που κατ’ αυτόν όχι μόνο κατανόησε αλλά και επέλυσε το πολυ­συζητημένο πρόβλημα της σχέσης μεταξύ των δύο μερών του ποιήματος του Παρμενίδη: παρέλειψε όμως να διαλευκάνει την οντολογική θεμελίωση και την αναγκαιότητα της σχέσης μεταξύ αλήθειας και γνώμης. Στην Ει­σαγωγή στη Μεταφυσική, ο Χάιντεγκερ καταπιάνεται και πάλι με το πρόβλημα, λέγοντας ότι η οδός της Γνώμης είναι τελείως διάφορη της δεύτερης και συνιστά μια αυθεντική τρίτη οδό, αυτή του Φαίνεσθαι -όχι του επιφαινομένου. Πρόκειται για την οδό του όντος που εμφανίζεται μέ­σα από διαφορετικές οπτικές γωνίες, την οδό ενός Φαίνεσθαι που εκλαμ­βάνεται ως ανήκον στο Είναι.

Αυτό το Φαίνεσθαι δεν είναι άλλο από τη φύση ως εκδήλωση, ως εμφάνιση του Είναι. Το Φαίνεσθαι αυτό ανήκει και δεν ανήκει στο Είναι, γιατί, κατά τον Χάιντεγκερ, η σκέψη του Παρμενίδη δεν είχε πραγματικά απομακρυν­θεί απ’ αυτή του Ηράκλειτου, σύμφωνα με τον οποίο, «η φύση αγαπά να κρύβεται». Έτσι κατά τον Χάιντεγκερ, ο άνθρωπος που πραγματικά διαθέτει Γνώση είναι αυτός που διατρέχει και τις τρεις οδούς: του Είναι, του Μη Είναι και του Φαίνεσθαι: οι τρεις αυτές οδοί τελικά συνενώνονται μέσα σ’ ένα εγχείρημα Νιτσεϊκού τύπου.

4. Το απόσπασμα III. Δεν είναι παρά λίγες λέξεις: «το γαρ αυτό νοείν εστίν τε και Είναι», όπου κάθε απόδοση είναι και μια ερμηνεία. Η τρέχουσα απόδοση είναι ότι: «Το ίδιο πράμα είναι να σκέφτεσαι και να είσαι». Ο Φ. Κληβ αντιμετωπίζει την διατύπωση αυτή “like an ancient cogito ergo sum”. O Μπέρνετ όμως διαμαρτύρεται έντονα, θεωρώντας την μετάφρα­ση αυτή έναν φιλοσοφικό αρχαϊσμό, και αποδίδει ο ίδιος: «Ένα και το αυτό ό,τι μπορεί να νοηθεί και μπορεί να είναι». Ο Ζαν Μπωφρέ (Jean Beaufret) πάλι αποδίδει: «Το ίδιο, αυτό, είναι ταυτόχρονα σκέπτεσθαι και Είναι»· η τελευταία αυτή απόδοση στηρίζεται στην ερμηνεία του Χάιν­τεγκερ.

Σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, ο χριστιανισμός έχει διαστρεβλώσει το νόημα των στοχασμών του Παρμενίδη στο σημείο αυτό: η παρανόηση αυ­τή έγκειται ακριβώς στην πίστη πως η ύπαρξη συνοψίζεται στο ενέργημα της νόησης. Αυτό που θα ‘πρεπε να κάνουμε, λέει ο Χάιντεγ­κερ, είναι να αναρωτηθούμε τι πραγματικά σημαίνουν τα το αυτό και τε καί, στη συνέχεια τι θα πει νοείν, και τέλος τι νόημα θα πρέπει να δώσου­με στη λέξη Είναι.

Ο Ζαν Βαλ, αναφέρει σχετικά με τη Χαϊντεγκεριανή ερμηνεία του Παρμενίδη. «Ως νοείν, λοιπόν, θα πρέπει να αντιληφθούμε την φύσιν, το βασίλειο αυτού που διανοίγεται και αναπτύσσεται μέσα στο φως, η ύπαρ­ξη, με άλλα λόγια, ως φαίνεσθαι κι εκδήλωση. Το νοείν πάλι, που αποδί­δεται συνήθως ως γνωρίζω (Connaître), δεν θα πρέπει να το αντιλαμβανό­μαστε ως έλλογο σκέψη, αντίθετα μάλιστα φαίνεται προτιμότερο να το αποδίδουμε ως εννοώ (entendre), δίχως να παραβλέπουμε το διττό νόημα του ρήματος αυτού: αφ’ ενός μεν υποδέχομαι, συν-λαμβάνω (accueillir) (εξού και το παράγωγο (éntendred) συνεννοούμαι καθώς και το ουσιαστι­κό (entente), συνεννόηση), αφ’ ετέρου δε, ακούω έναν μάρτυρα (entendre un témoin), στον οποίο έχει δοθεί ο Λόγος.» Έτσι λοιπόν το νοείν, κατ’ αυ­τήν την άποψη, σημαίνει τόσο τη συνεννόηση μεταξύ δύο συνδεόμενων προσώπων όσο και τη στάση αυτού που ακούει και αναδιπλώνεται αμυν­τικά για να υποδεχτεί τον αντίπαλο και να τον ανακόψει. Το νοείν συνί­σταται, κατά τον Χάιντεγκερ, στο σύνθετο ενέργημα της απόδοσης του φαινομένου στην ύπαρξη και ταυτόχρονα της ανακοπής του.

Από την άλλη πάλι πλευρά, το αυτό υποδηλώνει την ενότητα, νοούμενη όμως όχι ως τέλεια ομοιογένεια, ταυτότητα ή μη διαφορικότητα, αλλά ως αμοιβαίο συνανήκειν των αντιφασκόντων. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με μια προσφιλή στον Χάιντεγκερ ιδέα, ο Παρμενίδης συναντά στο σημείο αυτό τον Ηράκλειτο, καθώς καταλήγουν και οι δυο τους να μιλούν για ενότητα των αντιθέτων. Ο στίχος άρα του Παρμενίδη θα πρέπει να σημαί­νει πως μεταξύ του Είναι και της σύλληψης του Είναι υπάρχει ένα είδος ενοποιούσας αντίφασης, ενώ δηλαδή το ένα αποσπάται από το άλλο, την ίδια στιγμή παραμένουν συνδεδεμένα.

«Θα πρέπει λοιπόν να αναγνωρίσουμε πως, στην αυγή ακόμα του στοχασμού, καιρό πριν φθάσουμε στη διατύπωση κάποιας αρχής της ταυτότητας, η ίδια η ταυτότητα είχε κιόλας μιλήσει μέσα από μια πρόταση που αποφαινόταν: νόηση και είναι βρίσκουν τη θέση τους μέσα στο ίδιο και παραμένουν συνδεδεμένα χάρη σ’ αυτό»

Θα ‘ταν άδικο λοιπόν να πιστεύουμε πως μπορούμε να μεταβούμε από το Dasein στο Sein· αν ο άνθρωπος δαθέτει την ικανότητα να συλλαμβά­νει την ύπαρξη, είναι γιατί ακριβώς του αποκαλύπτεται το Είναι: το Sein είναι άρα αυτό που εξηγεί το φως που ενδέχεται να εγκλείει το Dasein. Ο Χάιντεγκερ αναζητεί στηρίγματα αυτής της ερμηνείας και στο απόσπα­σμα VIII. 34: «ταύτον δ’ έστί νοείν τε και ούνεκεν εστί νόημα», το οποίο αποδίδεται ως εξής: «Το ίδιο είναι το νόημα κι αυτό για το οποίο υπάρχει το νόημα». Έτσι λοιπόν νοείν σημαίνει ακριβώς την αφετηριακή επιλογή της προνομιακής οδού, της οδού του Είναι. Ωστόσο ο Χάιντεγκερ θέλει να προχωρήσει ακόμα παραπέρα και να καταδείξει πως το νοείν αυτό ισο­δυναμεί τελικά με τη φύσιν, ουσιαστικά τον Ηρακλείτειο Λόγο. Γι’ αυτό στηρίζεται στο απόσπασμα VI, 1.

5. Το απόσπασμα VI. «Χρή το λέγειν τε νοείν τ’ εόν έμμεναι» Το απόσπα­σμα αυτό αποδίδεται: «Πρέπει να λέμε και να σκεφτόμαστε πως πάντα υπάρχει το Είναι» ή «Κατ’ απόλυτη αναγκαιότητα ό,τι μπορεί να νοηθεί και να λεχθεί πρέπει και να υπάρχει» ή πά­λι «είναι αναγκαίο μια φράση και μια σκέψη να είναι» (Φραίνκελ). Είναι δύσκολο να επιλέξουμε μια από αυτές τις αποδόσεις, εφόσον όλες τους είναι από κάθε άποψη εγγράψιμες στην κλασική ερμηνεία της ελεατικής οντολογίας.

Αλλά κι εδώ ο Χάιντεγκερ μας προσφέρει μια πρωτότυπη κι ορθό­τερη ερμηνεία, ιδιαίτερα διαφωτιστική. Υπο­γραμμίζοντας την σημασία του όρου “λέγειν” κι επιδιώκοντας πάντα να συν­δέσει τον Παρμενίδη με τον Ηράκλειτο, εκλαμβάνοντας και τους δύο ως κατόχους μιας αρχέγονης μορφής σκέψης· ξεχασμένης ήδη από την εποχή του Σωκράτη, ο Χάιντεγκερ ανακαλύπτει εκεί μια θεωρία του Λόγου που συσχε­τίζει με την έννοια της φύσεως στον Ηράκλειτο.  Λέγει: «Είναι αναγκαίο να ομιλούμε όσο και να νοούμε, κι αυτό που πρέπει να λέμε και να νοούμε είναι το Ον στην ύπαρξη του». Το χωρίο αυτό απο­βλέπει ακριβώς στο να απαντήσει στην ερώτηση: Τι είναι ο άνθρωπος. Το νοείν διόλου δεν αποτελεί μια εγγενή στον άνθρωπο δύναμη. Αλλά είναι το γίγνεσθαι που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο και εντός του οποίου αυτός τοποθετείται, οδεύοντας μαζί με την ιστορία, για να αγγίξει, διανοιγόμενος, το Είναι. Από εδώ προκύπτει και ο περίφημος ορισμός του Χάιντεγ­κερ, σύμφωνα με τον οποίο ο άνθρωπος είναι ο φύλακας, ο ποιμένας του Είναι.

Σήμερα είμαστε δέσμιοι ακόμα ενός παλαιού, δανεισμένου από τη ζωολογία, ορισμού του ανθρώπου που τον θέλει έμφρον ζώον: Ολόκληρη η αντίληψη της Δύσης για τον άνθρωπο, όλα αυτά που αποκαλούμε ψυχολογία, ηθική, γνωσιοθεωρία και ανθρωπολογία οι­κοδομήθηκαν εντός των πλαισίων αυτού του ορισμού. Εδώ και πο­λύ καιρό παραδέρνουμε σ’ ένα πελώριο συνονθύλευμα ιδεών και αν­τιλήψεων δανεισμένων από αυτούς τους κλάδους. Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, ο άνθρωπος και το Είναι συνανήκουν όντας χωρισμένα, κι αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που η ουσία του ανθρώπου έγκειται στην ύπαρξη του.

Όσο συζητήσιμες κι αν είναι οι ερμηνείες του Χάιντεγκερ, όσο απροσ­δόκητες κι αν φαίνονται οι φιλολογικές του προτάσεις, μας επιτρέπουν ωστόσο να δούμε μ’ ένα διαφορετικό μάτι την απλούστατη ιδέα πως το Είναι δεν είναι η ύπαρξη. Πρόκειται γι’ αυτό ακριβώς που υπογράμμιζε ο Etienne Gilson)λέγοντας ότι: «Η θεωρία του Παρμενίδη απολήγει στην αντιπαράθεση Είναι και Υπαρξης: αυτό που Είναι δεν υπάρ­χει, είτε πάλι, αν θέλουμε να αναγάγουμε την ύπαρξη στο γίγνεσθαι του αισθητού κόσμου, ό,τι υπάρχει δεν Είναι»

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου