Κυριακή 8 Απριλίου 2018

ΑΙΣΩΠΟΣ - Μῦθοι (261.1-265.1)

261. ΨΙΤΤΑΚΟΣ ΚΑΙ ΓΑΛΗ [261.1] ψιττακόν τις ἀγοράσας ἀφῆκεν ἐπὶ τῆς οἰκίας νέμεσθαι. ὁ δὲ τῇ ἡμερότητι χρησάμενος ἀναπηδήσας ἐπὶ τὴν ἑστίαν ἐκάθισε κἀκεῖθεν τερπνὸν ἐκεκράγει. γαλῆ δὲ θεασαμένη ἐπυνθάνετο αὐτοῦ, τίς τέ ἐστι καὶ πόθεν ἦλθεν. ὁ δὲ εἶπεν· «ὁ δεσπότης με νεωστὶ ὠνήσατο». «οὐκοῦν, ἰταμώτατε ζῴων», ἔφη, «πρόσφατος ὢν τοιαῦτα βοᾷς, ὅτε ἐμοὶ τῇ οἰκογενεῖ οὐκ ἐπιτρέπουσιν οἱ δεσπόται, ἀλλ᾽ ἐάν ποτε τοῦτο πράξω, προσαγανακτοῦντες ἀπελαύνουσί με». ὁ δὲ ἀπεκρίνατο λέγων· «οἰκοδέσποινα, ἀλλὰ σύ γε βάδιζε μακράν· οὐχ ὁμοίως γὰρ δυσχεραίνουσιν οἱ δεσπόται ἐπὶ τῇ ἐμῇ φωνῇ ὅσον ἐπὶ τῇ σῇ».
πρὸς ἄνδρα φιλοψόγον ἑτέροις ἀεὶ αἰτίας προσάπτειν ἐπιχειροῦντα ὁ λόγος εὔκαιρος.

262. ΔΡΥΟΤΟΜΟΙ ΚΑΙ ΔΡΥΣ
[262.1] δρυοτόμοι δρῦν ἔσχιζον· οἱ δὲ ἐξ αὐτῆς σφῆνας ποιήσαντες ἔσχιζον αὐτήν. ἡ δὲ ἔφη· «οὐ τοσοῦτον τὸν κόψαντά με πέλεκυν μέμφομαι ὅσον τοὺς ἐξ ἐμοῦ φυέντας σφῆνας».
ὅτι δεινότερόν ἐστιν ἡ λύπη, ὅταν τις ὑπὸ τῶν συγγενῶν πάθῃ τι ἢ παρὰ τῶν ἀλλοτρίων.

263. ΕΛΑΤΗ ΚΑΙ ΒΑΤΟΣ
[263.1] ἐλάτη καυχωμένη τῇ βάτῳ ἔλεγεν· «ἐν οὐδενὶ οὐδὲν χρησιμεύεις, ὅτε ἐγὼ ἐν στέγεσι ναοῦ χρησιμεύω καὶ οἴκοις». ἡ δὲ βάτος ἔφη· «ὦ ἐλεεινή, εἰ μνησθείης τῶν πελέκεων καὶ πριόνων τῶν κοπτόντων σε, βάτος ἂν εἶχες θελήσειν γενέσθαι, οὐκ ἐλάτη».
κρεῖσσον πενία ἄφοβος ἢ πλουσιότης μετὰ ἀναγκῶν καὶ ἐπηρειῶν.

264. ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΛΕΩΝ ΣΥΝΟΔΕΥΟΝΤΕΣ
[264.1] λέων σὺν ἀνθρώπῳ ὁδεύων ὁμοῦ ἐν ὁδῷ, ὁ δὲ ἄνθρωπος αὐτῷ ἔλακε· «δυνατώτερον ζῷον ὁ ἄνθρωπος παρὰ τὸν λέοντα». ὁ δὲ λέων· «δυνατώτερον ζῷον ὁ λέων». καὶ ὁδευόντων αὐτῶν ἐδείκνυεν ὁ ἄνθρωπος τὰς γεγλυμμένας στήλας, ἃς οἱ ἄνθρωποι ἔγλυφον καὶ ἐποίουν λέοντας ὑποτασσομένους καὶ ὑποκάτω ὄντας ἀνθρώπων καὶ ἔλεγε· «βλέπεις, πῶς εἰσιν οἱ λέοντες;» ὁ δὲ λέων ἔφη· «εἰ ᾔδεσαν λέοντες γλύφειν, πολλοὺς ἀνθρώπους εἶδες ὑποκάτω λεόντων».
ὅτι εἰσί τινες, ἐν οἷς οὐ δύνανται καυχώμενοι μὴ δὲ δυνάμενοι.

265. ΚΥΩΝ ΚΑΙ ΚΟΧΛΟΣ
[265.1] ὠά τις κύων καταπίνειν εἰθισμένος ἰδών τινα κόχλον, χάνας τὸ στόμα αὐτοῦ μεγίστῃ συνολκῇ καταπέπωκε τοῦτον οἰηθεὶς ὠὸν εἶναι. βαρυνόμενος δὲ τὰ σπλάγχνα καὶ ὀδυνόμενος ἔλεγε· «δίκαια ἔγωγε πέπονθα, εἴγε πάντα περιφερῆ ὠὰ πεπίστευκα».
διδάσκει ἡμᾶς ὁ λόγος, ὅτι οἱ ἀδιστάκτως πρᾶγμα προσιόντες λανθάνουσιν ἑαυτοὺς περιπείροντες ἀτοπίαις.

***
261. Ο παπαγάλος και η νυφίτσα.
[261.1] Μια φορά ένας άνθρωπος αγόρασε παπαγάλο και τον αμόλησε μέσα στο σπίτι του να ζει ελεύθερα. Το πουλί, λοιπόν, εκμεταλλεύτηκε αυτήν την καλοσύνη: δίνοντας έναν πήδο, κούρνιασε πάνω από το τζάκι και από εκεί έκρωζε όλο ευχαρίστηση. Τότε, που λέτε, τον πρόσεξε η νυφίτσα και αμέσως βάλθηκε να τον ανακρίνει ποιός είναι και από πού ξεφύτρωσε. Ο παπαγάλος αποκρίθηκε: «Νά, τώρα πρόσφατα με αγόρασε το αφεντικό». «Τί λες, βρε αναιδέστατο πλάσμα;», φώναξε η νυφίτσα. «Μας ήρθες φρέσκος-φρέσκος και παρ᾽ όλα αυτά έχεις το θράσος να ξελαρυγγιάζεσαι έτσι; Εγώ, βρε, είμαι από τα γεννοφάσκια μου σε τούτο το σπίτι, και τα αφεντικά δεν μου έδωσαν ποτέ άδεια να το κάνω. Ας τολμήσω να βγάλω καμιά φωνούλα, και θα σου πω εγώ για πότε θα γίνουν έξω φρενών και θα με πετάξουν έξω». Όμως ο παπαγάλος είχε έτοιμη την απάντηση: «Κοίταξε, νοικοκυρούλα μου, καλύτερα φύγε και μη μου κολλάς εδώ πέρα. Άλλο πράγμα η δική μου φωνή — βλέπεις, δεν δυσαρεστεί τον αφέντη τόσο πολύ όσο η δικιά σου».
Ο μύθος ταιριάζει για άνθρωπο που του αρέσει να γλωσσοτρώει και όλο πασχίζει να βρει αφορμή για να κακολογήσει τους άλλους.

262. Οι ξυλοκόποι και η βελανιδιά.
[262.1] Ήταν κάτι ξυλοκόποι που ξεσκίζανε στη μέση τον κορμό μιας βελανιδιάς. Μάλιστα, έφτιαξαν σφήνες από το ξύλο της και τις έμπηξαν μέσα στον κορμό, για να τον ανοίξουν ευκολότερα. Τότε λοιπόν βόγκηξε η βελανιδιά: «Καλά το τσεκούρι που με έκοψε, αυτό δεν μπορώ να το κατηγορήσω. Αλλά οι σφήνες, διάβολε, να με ξεσκίζουν αυτές που γεννήθηκαν από εμένα την ίδια;».
Δίδαγμα: Είναι πολύ πιο πικρή η στενοχώρια άμα σου κάνουν κακό οι ίδιοι οι συγγενείς σου παρά άμα το πάθεις από ξένους.

263. Το έλατο και ο βάτος.
[263.1] Μια φορά το έλατο καμάρωνε και καυχιόταν στον βάτο: «Βρε, εσύ είσαι τελείως άχρηστος για όλα. Δεν βλέπεις εμένα, που με χρησιμοποιούν και στα σπίτια και για τις στέγες των ναών;». Όμως ο βάτος τού αντέτεινε: «Τί λες, βρε κακομοίρη! Για θυμήσου λίγο τί πελέκια και τί πριόνια σε κόβουν, και θα δούμε τότε αν θα σου αρέσει που είσαι έλατο. Βάτος θα ευχόσουν να γίνεις στο πι και φι!».
Με άλλα λόγια, κάλλιο φτώχεια δίχως φόβο παρά πλούτη συνοδευόμενα από καταναγκασμούς και προσβολές.

264. Ο άνθρωπος και το λιοντάρι συνταξιδεύουν.
[264.1] Μια φορά το λιοντάρι και ο άνθρωπος ταξίδευαν μαζί στον ίδιο δρόμο. Ο δεύτερος, που λέτε, ξεφώνιζε προς το θηρίο: «Να το ξέρεις, ο άνθρωπος είναι πλάσμα πολύ πιο δυνατό από τα λιοντάρια». «Όχι βέβαια», αντέτεινε το ζώο, «το λιοντάρι είναι ισχυρότερο». Έτσι πορεύονταν, και κάθε τόσο ο άντρας έδειχνε στο θηρίο διάφορες ανάγλυφες πλάκες, φιλοτεχνημένες από άλλους ανθρώπους: τούτες, φυσικά, παρίσταναν λιοντάρια που τα είχαν βάλει κάτω άνθρωποι και τα υπότασσαν στη δύναμή τους. Έβγαζε συμπέρασμα, λοιπόν, ο εξυπνάκιας: «Νά, δεν βλέπεις εδώ; Κοίτα πώς την παθαίνουν οι όμοιοί σου!». Όμως το λιοντάρι ήξερε τί να απαντήσει: «Καλά, ας σκάμπαζαν και τα λιοντάρια από γλυπτική, και θα σου έλεγα πόσους ανθρώπους θα έβλεπες να τους βάζουνε οι δικοί μου κάτω».
Δίδαγμα: Ορισμένοι κοκορεύονται για πράγματα πέρα από τις δυνάμεις τους, δεν μπορούν όμως να τα πραγματοποιήσουν.

265. Ο σκύλος και το κοχύλι.
[265.1] Ήταν μια φορά ένας σκύλος που του άρεσε να τρώει αυγά. Τούτος, που λέτε, βρήκε κάποτε μπροστά του ένα κοχύλι και το πέρασε και αυτό για αυγό. Άνοιξε λοιπόν διάπλατα τη στοματάρα του και το έκανε μια χαψιά, κατεβάζοντάς το ολόκληρο με τη μία. Έλα όμως που βάρυνε τότε το στομάχι του και τον πιάσανε πόνοι. Γι᾽ αυτό αναλογίστηκε: «Μωρέ καλά να πάθω. Έπρεπε να το ξέρω: ό,τι είναι στρογγυλό, δεν πάει να πει πως είναι απαραίτητα αυγό».
Το δίδαγμα του μύθου: Όσοι προσεγγίζουν κάτι δίχως καμία προφύλαξη, μπλέκονται σε περίεργες καταστάσεις προτού καλά-καλά το καταλάβουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου