Πέμπτη 1 Μαρτίου 2018

ΑΙΣΩΠΟΣ - Μῦθοι (76.1-80.1)

76. ΕΛΑΦΟΣ ΚΑΙ ΛΕΩΝ [76.1] ἔλαφος δίψῃ συσχεθεῖσα παρεγένετο ἐπί τινα πηγήν. πιοῦσα δὲ ὡς ἐθεάσατο τὴν ἑαυτῆς σκιὰν κατὰ τοῦ ὕδατος, ἐπὶ μὲν τοῖς κέρασιν ἠγάλλετο ὁρῶσα τὸ μέγεθος καὶ τὴν ποικιλίαν, ἐπὶ δὲ τοῖς ποσὶ σφόδρα ἤχθετο ὡς λεπτοῖς οὖσι καὶ ἀσθενέσιν. ἔτι δὲ αὐτῆς διανοουμένης λέων ἐπιφανεὶς ἐδίωκεν αὐτήν· κἀκείνη εἰς φυγὴν τραπεῖσα κατὰ πολὺ αὐτοῦ προεῖχεν. [ἀλκὴ γὰρ ἐλάφων μὲν ἐν τοῖς ποσί, λεόντων δὲ ἐν καρδίᾳ.] μέχρι μὲν οὖν ψιλὸν ἦν τὸ πεδίον, ἡ μὲν προθέουσα ἐσώζετο, ἐπεὶ δὲ ἐγένετο κατά τινα ὑλώδη τόπον, τηνικαῦτα συνέβη τῶν κεράτων αὐτῆς ἐμπλακέντων τοῖς κλάδοις μὴ δυναμένην τρέχειν συλληφθῆναι. μέλλουσα δὲ ἀναιρεῖσθαι ἔφη πρὸς ἑαυτήν· «δειλαία ἔγωγε, ἥτις ὑφ᾽ ὧν μὲν ᾠόμην προδοθήσεσθαι, ὑπὸ τούτων ἐσωζόμην, οἷς δὲ καὶ σφόδρα ἐπεποίθειν, ὑπὸ τούτων ἀπωλόμην».
οὕτω πολλάκις ἐν κινδύνοις οἱ μὲν ὕποπτοι τῶν φίλων σωτῆρες ἐγένοντο, οἱ δὲ σφόδρα ἐμπιστευθέντες προδόται.

77. ΕΛΑΦΟΣ
[77.1] ἔλαφος πηρωθεῖσα τὸν ἕτερον τῶν ὀφθαλμῶν παρεγένετο εἴς τινα αἰγιαλὸν καὶ ἐνταῦθα ἐνέμετο τὸν μὲν ὁλόκληρον ὀφθαλμὸν πρὸς τῇ γῇ ἔχουσα καὶ τὴν τῶν κυνηγῶν ἔφοδον παρατηρουμένη, τὸν δὲ πεπηρωμένον ἐν τῇ θαλάσσῃ· ἔνθεν γὰρ οὐδένα ὑφωρᾶτο κίνδυνον. καὶ δή τινες παραπλέοντες ἐκεῖνον τὸν τόπον καὶ θεασάμενοι αὐτὴν κατηυστόχησαν. καὶ ἐπειδὴ ἐλειποψύχει, εἶπε πρὸς ἑαυτήν· «ἀλλ᾽ ἔγωγε ἀθλία, ἥτις τὴν γῆν ὡς ἐπίβουλον ἐφυλαττόμην πολὺ χαλεπωτέραν ἔχουσα τὴν θάλασσαν, ἐφ᾽ ἣν κατέφυγον».
οὕτω πολλάκις παρὰ τὴν ἡμετέραν ὑπόληψιν τὰ μὲν χαλεπὰ τῶν πραγμάτων δοκοῦντα εἶναι ὠφέλιμα εὑρίσκονται, τὰ δὲ νομιζόμενα σωτήρια ἐπισφαλῆ.

78. ΕΛΑΦΟΣ ΚΑΙ ΛΕΩΝ
[78.1] ἔλαφος κυνηγοὺς φεύγουσα ἐγένετο κατά τι σπήλαιον, ἐν ᾧ λέων ἦν καὶ ἐνταῦθα εἰσῄει κρυβησομένη. συλληφθεῖσα δὲ ὑπὸ τοῦ λέοντος καὶ ἀναιρουμένη ἔφη· «βαρυδαίμων ἐγώ, ἥτις ἀνθρώπους φεύγουσα ἐμαυτὴν θηρίῳ ἐνεχείρισα».
οὕτως ἔνιοι τῶν ἀνθρώπων διὰ φόβον ἐλαττόνων κινδύνων ἑαυτοὺς εἰς μείζονα κακὰ εἰσιᾶσιν.

79. ΕΛΑΦΟΣ ΚΑΙ ΑΜΠΕΛΟΣ
[79.1] ἔλαφος διωκομένη ὑπὸ κυνηγῶν ἐκρύπτετο ὑπό τινα ἄμπελον. διελθόντων δὲ τῶν κυνηγῶν ‹λαθεῖν ἤδη δόξασα› κατήσθιε τὰ φύλλα τῆς ἀμπέλου. εἷς δέ τις τῶν κυνηγῶν στραφεὶς καὶ θεασάμενος ᾧ εἶχεν ἀκοντίῳ βαλὼν ἔτρωσεν αὐτήν. ἡ δὲ μέλλουσα τελευτᾶν στενάξασα πρὸς ἑαυτὴν ἔφη· «δίκαια πάσχω, ὅτι τὴν σώσασάν με ἄμπελον ἠδίκησα».
οὗτος ὁ λόγος λεχθείη ἂν κατὰ ἀνδρῶν, οἵ τινες τοὺς εὐεργέτας ἀδικοῦντες ὑπὸ θεοῦ κολάζονται.

80. ΠΛΕΟΝΤΕΣ
[80.1] ἐμβάντες τινὲς εἰς σκάφος ἔπλεον. γενομένων δὲ αὐτῶν πελαγίων συνέβη χειμῶνα ἐξαίσιον γενέσθαι καὶ τὴν ναῦν μικροῦ καταδύεσθαι. τῶν δὲ πλεόντων ἕτερος περιρρηξάμενος τοὺς πατρῴους θεοὺς ἐπεκαλεῖτο μετ᾽ οἰμωγῆς καὶ στεναγμοῦ χαριστήρια ἀποδώσειν ἐπαγγελλόμενος, ἐὰν περισωθῶσι. παυσαμένου δὲ τοῦ χειμῶνος καὶ πάλιν γαλήνης γενομένης εἰς εὐωχίαν τραπέντες ὠρχοῦντό τε καὶ ἐσκίρτων ἅτε δὴ ἐξ ἀπροσδοκήτου διαπεφευγότες. καὶ στερρὸς ὁ κυβερνήτης ὑπάρχων ἔφη πρὸς αὐτούς· «ἀλλ᾽, ὦ φίλοι, οὕτως ἡμᾶς γεγηθέναι δεῖ, ὡς πάλιν, ἐὰν τύχῃ, χειμῶνος ἐσομένου».
ὁ λόγος διδάσκει μὴ σφόδρα ταῖς εὐτυχίαις ἐπαίρεσθαι τῆς τύχης τὸ εὐμετάβλητον ἐννοουμένους.

***
76. Το ελάφι και το λιοντάρι.
[76.1] Ήταν μια ελαφίνα που την έπιασε δίψα και πλησίασε σε κάποια πηγή για να πιει. Τότε ήταν που παρατήρησε το είδωλό της μέσα στο νερό. Ένιωσε πολύ περήφανη για τα κέρατά της, αντικρίζοντας το μέγεθος και τα περίπλοκα σχήματά τους· στενοχωριόταν όμως για τα ποδάρια της, που τα έβλεπε έτσι ισχνά και ασθενικά. Ενώ καθόταν και τα συλλογιζόταν αυτά, φάνηκε ξαφνικά ένα λιοντάρι και την πήρε στο κυνήγι. Η ελαφίνα το έβαλε αμέσως στα πόδια και άφησε το λιοντάρι πολύ πίσω της, κερδίζοντας ολοένα σε απόσταση (ως γνωστόν, εκεί είναι το δυνατό σημείο των ελαφιών: αυτά υπερέχουν στη γρηγοράδα των ποδιών, ενώ τα λιοντάρια στη γενναιοκαρδία). Έτσι λοιπόν, όσο η πεδιάδα ήταν ακάλυπτη, η ελαφίνα κάλπαζε μπρος και κατάφερνε να γλιτώσει. Όταν όμως έφτασαν σε δασωμένη περιοχή, τότε συνέβη το κακό: τα κέρατά της μπλέχτηκαν μέσα στα κλαδιά και δεν μπορούσε πια να τρέξει, με αποτέλεσμα να την πιάσει το λιοντάρι. Εκείνη τη στιγμή, βλέποντας τον θάνατο να πλησιάζει, η ελαφίνα μονολόγησε από μέσα της: «Αχ εγώ η καημένη, αυτά που θαρρούσα πως θα με προδώσουν, αυτά ήταν που με έσωσαν. Αντίθετα, εκείνα που είχα για καμάρι μου μεγάλο, στάθηκαν η καταστροφή μου».
Έτσι συμβαίνει πολλές φορές: Μέσα στον κίνδυνο οι άνθρωποι που τους βλέπαμε με καχυποψία ενδέχεται να αποδειχθούν σωτήρες μας, ενώ άλλοι φίλοι, τους οποίους εμπιστευόμασταν πλήρως, μπορεί να μας προδώσουν.

77. Το ελάφι.
[77.1] Ήταν ένα ελάφι που τυφλώθηκε από το ένα του μάτι. Πήγε λοιπόν σε κάποια ακρογιαλιά και εκεί έμεινε να βοσκήσει, με το καλό του μάτι στραμμένο προς την ξηρά, ώστε να παρατηρήσει τυχόν επίθεση από κυνηγούς. Αντίθετα, το άλλο μάτι, το χαλασμένο, το είχε από τη μεριά της θάλασσας· από εκεί, βλέπετε, δεν υποψιαζόταν κανέναν κίνδυνο. Δείτε ωστόσο πώς ήρθαν τα πράγματα: Κάποιοι έτυχε να αρμενίζουν με τη βάρκα τους κοντά σε εκείνη την ακτή· αυτοί πρόσεξαν το ελάφι, το σημάδεψαν και το πέτυχαν. Τότε το ζώο, ξεψυχώντας, συλλογίστηκε από μέσα του: «Τί δύσμοιρο που είμαι! Φυλαγόμουν από την ξηρά, προσμένοντας από εκεί την παγίδα. Μα η θάλασσα, όπου ζήτησα καταφύγιο, αποδείχτηκε πολύ πιο ολέθρια».
Έτσι συμβαίνει πολλές φορές και με τις δικές μας αντιλήψεις: Όσα πράγματα μας φαίνονται εχθρικά μπορεί να αποδειχθούν ωφέλιμα, ενώ αντίθετα εκείνα που λογαριάζουμε για σωτήρια ίσως να είναι κάθε άλλο παρά ασφαλή.

78. Το ελάφι και το λιοντάρι.
[78.1] Ήταν μια ελαφίνα που έτρεχε για να γλιτώσει από τους κυνηγούς, και έτσι έφτασε σε κάποιο σπήλαιο, όπου ζούσε λιοντάρι. Εκεί μέσα τρύπωσε και η κυνηγημένη για να κρυφτεί. Την άρπαξε όμως το λιοντάρι και τη λιάνισε. Εκείνη λοιπόν συλλογίστηκε: «Αχ δυστυχία μου η βαριόμοιρη! Πήγαινα να ξεφύγω από τους ανθρώπους και έπεσα μόνη μου στα χέρια του θεριού».
Έτσι συμβαίνει και με μερικούς συνανθρώπους μας: Από τον φόβο τους για μικρότερους κινδύνους ρίχνονται τελικά σε πολύ χειρότερες συμφορές.

79. Το ελάφι και η κληματαριά.
[79.1] Ήταν ένα ελάφι που το καταδίωκαν κάτι κυνηγοί, και γι᾽ αυτό πήγε και κρύφτηκε κάτω από μια κληματαριά. Έτσι οι κυνηγοί προσπέρασαν και έφυγαν. Τότε το ελάφι, που νόμισε πως τους είχε ξεφύγει πια, βάλθηκε να μασουλάει τα φύλλα του αμπελιού. Πάνω στην ώρα, ωστόσο, ένας από τους κυνηγούς στράφηκε πίσω και πρόσεξε το ζώο. Έριξε λοιπόν καταπάνω του το ακόντιο που κρατούσε στο χέρι και το πλήγωσε. Το ελάφι, ψυχομαχώντας, στέναξε και είπε από μέσα του: «Καλά να πάθω, αφού είχα την αχαριστία να βλάψω την κληματαριά που με έσωσε».
Αυτός ο μύθος μπορεί να ειπωθεί για ανθρώπους που κάνουν κακό στους ευεργέτες τους και γι᾽ αυτό τιμωρούνται από τον θεό.

80. Οι επιβάτες του πλοίου.
[80.1] Ήταν κάτι άνθρωποι που μπήκαν επιβάτες σε πλοίο και αρμένιζαν. Όταν ξανοίχτηκαν στο πέλαγος, που λέτε, έτυχε να ξεσπάσει τρομακτική καταιγίδα, τόσο που το πλεούμενο κόντεψε να βουλιάξει. Ένας από τους επιβάτες, λοιπόν, έσκιζε τα ρούχα του και επικαλούνταν τους θεούς των πατέρων του με κλάματα και στεναγμούς, κάνοντας τάματα να τους προσφέρει ευχαριστήριες θυσίες, αν καταφέρει το καράβι και γλιτώσει. Μετά από λίγο, όντως, σταμάτησε η θύελλα και έγινε ξανά γαλήνη. Τότε όλοι ρίχτηκαν στο φαγοπότι και έστηναν χορούς και χοροπηδούσαν, έτσι που γλίτωσαν δίχως να το περιμένουν. Όμως ο καπετάνιος ήταν άνθρωπος τραχύς και τους μίλησε αυστηρά: «Καλά όλα αυτά, φιλαράκια μου, αλλά μην ξεχνάτε: Η χαρά μας πρέπει να είναι τέτοια σαν να πρόκειται πάλι να πέσουμε σε τρικυμία, άμα το φέρει η τύχη».
Το δίδαγμα του μύθου: Δεν πρέπει να το παίρνουμε πολύ πάνω μας με τις ευτυχείς συγκυρίες, παρά να έχουμε κατά νου την ευμεταβλησία της τύχης.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου