Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017

ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ: Βίοι Φιλοσόφων - Σόλων (1.58-1.63)

Ἔλεγε δὲ τὸν μὲν λόγον εἴδωλον εἶναι τῶν ἔργων· βασιλέα δὲ τὸν ἰσχυρότατον τῇ δυνάμει. τοὺς δὲ νόμους τοῖς ἀραχνίοις ὁμοίους· καὶ γὰρ ἐκεῖνα, ἐὰν μὲν ἐμπέσῃ τι κοῦφον καὶ ἀσθενές, στέγειν· ἐὰν δὲ μεῖζον, διακόψαν οἴχεσθαι. ἔφασκέ τε σφραγίζεσθαι τὸν μὲν λόγον σιγῇ, τὴν δὲ σιγὴν καιρῷ.

[1.59] ἔλεγε δὲ τοὺς παρὰ τοῖς τυράννοις δυναμένους παραπλησίους εἶναι ταῖς ψήφοις ταῖς ἐπὶ τῶν λογισμῶν. καὶ γὰρ ἐκείνων ἑκάστην ποτὲ μὲν πλείω σημαίνειν, ποτὲ δὲ ἥττω· καὶ τούτων τοὺς τυράννους ποτὲ μὲν ἕκαστον μέγαν ἄγειν καὶ λαμπρόν, ποτὲ δὲ ἄτιμον. ἐρωτηθεὶς διὰ τί κατὰ πατροκτόνου νόμον οὐκ ἔθηκε, «διὰ τὸ ἀπελπίσαι,» εἶπεν. πῶς τε ἥκιστ᾽ ἂν ἀδικοῖεν οἱ ἄνθρωποι, «εἰ ὁμοίως,» ἔφη, «ἄχθοιντο τοῖς ἀδικουμένοις οἱ μὴ ἀδικούμενοι.» καὶ «τὸν μὲν κόρον ὑπὸ τοῦ πλούτου γεννᾶσθαι, τὴν δὲ ὕβριν ὑπὸ τοῦ κόρου.» ἠξίωσέ τε Ἀθηναίους τὰς ἡμέρας κατὰ σελήνην ἄγειν. καὶ Θέσπιν ἐκώλυσε τραγῳδίας διδάσκειν, ὡς ἀνωφελῆ τὴν ψευδολογίαν.

[1.60] ὅτ᾽ οὖν Πεισίστρατος ἑαυτὸν κατέτρωσεν, ἐκεῖθεν ἔφη ταῦτα φῦναι. τοῖς τε ἀνθρώποις συνεβούλευσεν, ὥς φησιν Ἀπολλόδωρος ἐν τῷ Περὶ τῶν φιλοσόφων αἱρέσεων, τάδε· καλοκἀγαθίαν ὅρκου πιστοτέραν ἔχε. μὴ ψεύδου. τὰ σπουδαῖα μελέτα. φίλους μὴ ταχὺ κτῶ· οὓς δ᾽ ἂν κτήσῃ μὴ ἀποδοκίμαζε. ἄρχε πρῶτον μαθὼν ἄρχεσθαι. συμβούλευε μὴ τὰ ἥδιστα, ἀλλὰ τὰ ἄριστα. νοῦν ἡγεμόνα ποιοῦ. μὴ κακοῖς ὁμίλει. θεοὺς τίμα, γονέας αἰδοῦ. φασὶ δ᾽ αὐτὸν καὶ Μιμνέρμου γράψαντος,
αἲ γὰρ ἄτερ νούσων τε καὶ ἀργαλέων μελεδωνέων
ἑξηκονταέτη μοῖρα κίχοι θανάτου,

[1.61] ἐπιτιμῶντα αὐτῷ εἰπεῖν·
ἀλλ᾽ εἴ μοι κἂν νῦν ἔτι πείσεαι, ἔξελε τοῦτον·
μηδὲ μέγαιρ᾽ ὅτι σεῦ τοῖον ἐπεφρασάμην·
καὶ μεταποίησον, Λιγυαστάδη, ὧδε δ᾽ ἄειδε·
ὀγδωκονταέτη μοῖρα κίχοι θανάτου.
Τῶν δὲ ᾀδομένων αὐτοῦ ἐστι τάδε·
πεφυλαγμένος ἄνδρα ἕκαστον, ὅρα
μὴ κρυπτὸν ἔχων ἔχθος κραδίῃ,
φαιδρῷ προσεννέπῃ προσώπῳ,
γλῶσσα δέ οἱ διχόμυθος
ἐκ μελαίνης φρενὸς γεγωνῇ.
Γέγραφε δὲ δῆλον μὲν ὅτι τοὺς νόμους, καὶ δημηγορίας καὶ εἰς ἑαυτὸν ὑποθήκας, ἐλεγεῖα, καὶ τὰ περὶ Σαλαμῖνος καὶ τῆς Ἀθηναίων πολιτείας ἔπη πεντακισχίλια, καὶ ἰάμβους καὶ ἐπῳδούς.

[1.62] Ἐπὶ δὲ τῆς εἰκόνος αὐτοῦ ἐπιγέγραπται τάδε·
ἡ Μήδων ἄδικον παύσασ᾽ ὕβριν, ἥδε Σόλωνα
τόνδε τεκνοῖ Σαλαμὶς θεσμοθέτην ἱερόν.
Ἤκμαζε μὲν οὖν περὶ τὴν τεσσαρακοστὴν ἕκτην Ὀλυμπιάδα, ἧς τῷ τρίτῳ ἔτει ἦρξεν Ἀθήνησι, καθά φησι Σωσικράτης· ὅτε καὶ τίθησι τοὺς νόμους. ἐτελεύτησε δ᾽ ἐν Κύπρῳ βιοὺς ἔτη ὀγδοήκοντα, τοῦτον ἐπισκήψας τοῖς ἰδίοις τὸν τρόπον, ἀποκομίσαι αὐτοῦ τὰ ὀστᾶ εἰς Σαλαμῖνα καὶ τεφρώσαντας εἰς τὴν χώραν σπεῖραι. ὅθεν καὶ Κρατῖνος ἐν τοῖς Χείρωσί φησιν, αὐτὸν ποιῶν λέγοντα·
οἰκῶ δὲ νῆσον, ὡς μὲν ἀνθρώπων λόγος,
ἐσπαρμένος κατὰ πᾶσαν Αἴαντος πόλιν.

[1.63] Ἔστι δὲ καὶ ἡμέτερον ἐπίγραμμα ἐν τῇ προειρημένῃ Παμμέτρῳ, ἔνθα καὶ περὶ πάντων τῶν τελευτησάντων ἐλλογίμων διείλεγμαι παντὶ μέτρῳ καὶ ῥυθμῷ, ἐπιγράμμασι καὶ μέλεσιν, ἔχον οὕτως·
σῶμα μὲν ἦρε Σόλωνος ἐν ἀλλοδαπῇ Κύπριον πῦρ·
ὀστὰ δ᾽ ἔχει Σαλαμίς, ὧν κόνις ἀστάχυες.
ψυχὴν δ᾽ ἄξονες εὐθὺς ἐς οὐρανὸν ἤγαγον· εὖ γὰρ
θῆκε νόμους αὐτοῖς ἄχθεα κουφότατα.
Ἀπεφθέγξατο δέ, φασί, Μηδὲν ἄγαν. καὶ αὐτόν φησι Διοσκουρίδης ἐν τοῖς Ἀπομνημονεύμασιν, ἐπειδὴ δακρύει τὸν παῖδα τελευτήσαντα, ὃν ἡμεῖς οὐ παρειλήφαμεν, πρὸς τὸν εἰπόντα, «ἀλλ᾽ οὐδὲν ἀνύτεις,» εἰπεῖν, «δι᾽ αὐτὸ δὲ τοῦτο δακρύω, ὅτι οὐδὲν ἀνύτω.»

***
Έλεγε ότι ο λόγος είναι εικόνα των έργων. Βασιλιάς, έλεγε, είναι αυτός που έχει την πιο μεγάλη δύναμη. Για τους νόμους έλεγε ότι μοιάζουν με τον ιστό της αράχνης: ο ιστός της αράχνης, αν πέσει πάνω του κάτι ελαφρό και μαλακό, το συγκρατεί· αν όμως αυτό είναι κάτι βαρύτερο, σκίζει τον ιστό και φεύγει. Συνήθιζε επίσης να λέει ότι σφραγίδα του λόγου είναι η σιωπή και η κατάλληλη περίσταση σφραγίδα της σιωπής.

[1.59] Έλεγε επίσης ότι οι άνθρωποι που έχουν δύναμη δίπλα στους τυράννους θυμίζουν τις πετρούλες που χρησιμοποιούμε για να κάνουμε τους λογαριασμούς μας: όπως η καθεμιά τους άλλοτε σημαίνει κάτι το περισσότερο και άλλοτε κάτι το λιγότερο, έτσι και οι τύραννοι άλλοτε κάνουν τον καθένα τους μεγάλο και τρανό και άλλοτε δεν τον θεωρούν άξιο ούτε για την παραμικρότερη τιμή. Όταν τον ρώτησαν γιατί δεν έκανε νόμο για τον πατροκτόνο, απάντησε: «Γιατί είχα την ελπίδα ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ». Και πώς θα γινόταν να αδικούν οι άνθρωποι όσο γίνεται λιγότερο; Η απάντησή του ήταν: «Αν αυτοί που δεν αδικούνται αγανακτούν όσο και αυτοί που αδικούνται». Επίσης: «Τον κόρο τον γεννάει ο πλούτος, και ο κόρος τη βίαιη και προκλητική συμπεριφορά». Αξίωσε οι Αθηναίοι να υιοθετήσουν τον σεληνιακό μήνα. Εμπόδισε τον Θέσπη να παρουσιάζει τραγωδίες του, λέγοντας ότι οι ψευδολογίες δεν ωφελούν σε τίποτε.

[1.60] Όταν λοιπόν ο Πεισίστρατος αυτοκατατραυματίστηκε, ο Σόλωνας είπε: «Από κάτι τέτοια προήλθαν όλα αυτά». Όπως λέει ο Απολλόδωρος στο έργο του Για τις φιλοσοφικές σχολές, έδωσε στους ανθρώπους τις ακόλουθες συμβουλές: Δίνε μεγαλύτερη πίστη στην ακεραιότητα του χαρακτήρα παρά στον όρκο· Μη λες ψέματα· Μόνο με σοβαρά και αξιόλογα πράγματα να ασχολείσαι· Αρχή να αναλαμβάνεις, μόνο αφού πρώτα μάθεις να άρχεσαι· Οι συμβουλές σου να μην είναι για τα πιο ευχάριστα, αλλά για τα πιο καλά· Κάνε οδηγό σου το μυαλό· Να μη συναναστρέφεσαι κακούς ανθρώπους· Να τιμάς τους θεούς, να ντρέπεσαι και να σέβεσαι τους γονείς σου. Λένε πως επιτιμώντας τον Μίμνερμο που έγραψε
Δίχως αρρώστιες και χωρίς έγνοιες σκληρές μακάρι
η μοίρα του θανάτου μου να μ᾽ εύρισκ᾽ εξηντάρη,

[1.61] είπε:
Αν θέλεις να μ᾽ ακούσεις, τον στίχο εκείνον πέτα τον,
και μη ζηλεύεις που εγώ το σκέφτηκα καλύτερα·
άλλαξ᾽ τον, φίλε μου, και ας είναι πλέον έτσι το τραγούδι:
μακάρι στα ογδόντα να με βρει η μοίρα του θανάτου.
Από τα τραγούδια που τραγουδιούνταν στα συμπόσια δικό του είναι το ακόλουθο:
Κοίτα καλά τον κάθε άνθρωπο και δες
αν μέσα στην καρδιά του κρύβει μίσος,
—ακόμη κι όταν σου μιλάει με πρόσωπο γλυκό:
μήπως μιλάει με λόγια απατηλά,
που βγαίνουν από μια ψυχή κατάμαυρη.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έγραψε τους γνωστούς νόμους, αλλά και δημηγορίες, παραινέσεις προς τον ίδιο τον εαυτό του, ελεγειακά ποιήματα, μαζί και όσα αναφέρονται στη Σαλαμίνα και στο πολίτευμα της Αθήνας, συνολικά πέντε χιλιάδες στίχους, καθώς και ιάμβους και επωδούς.

[1.62] Στο άγαλμά του ήταν γραμμένη η ακόλουθη επιγραφή:
Η Σαλαμίνα, που σταμάτησε τ᾽ άδικο των Μήδων φέρσιμο,
γέννησε αυτόν εδώ τον Σόλωνα, τον θείο νομοθέτη.
Στην ακμή της ηλικίας του βρισκόταν γύρω στην 46η Ολυμπιάδα: στο τρίτο έτος αυτής της Ολυμπιάδας ο Σόλωνας ήταν άρχοντας στην Αθήνα, σύμφωνα με όσα λέει ο Σωσικράτης. Τότε ήταν που θέσπισε και τους νόμους του. Πέθανε στην Κύπρο σε ηλικία ογδόντα χρονών. Οι παραγγελίες που άφησε στους δικούς του ήταν αυτές: να φέρουν τα οστά του στη Σαλαμίνα και, αφού τα αποτεφρώσουν, να σκορπίσουν τη στάχτη στο νησί. Εξού και ο Κρατίνος στους Χείρωνές του τον βάζει να λέει:
Ζω στο νησί, όπως το λέει ο κόσμος όλος,
σπαρμένος σ᾽ ολόκληρη του Αίαντα την πόλη.

[1.63] Υπάρχει και ένα δικό μου επίγραμμα στην Πάμμετρο, τη συλλογή μου (τη μνημονεύσαμε και παραπάνω), στην οποία έκανα λόγο, σε όλα τα μέτρα και σε όλους τους ρυθμούς, σε επιγράμματα και σε λυρικούς στίχους, για όλους τους πεθαμένους ένδοξους άντρες. Ιδού το επίγραμμά μου αυτό: :
Το σώμα του Σόλωνα στα ξένα Κυπριακή το αφάνισε φωτιά·
τα οστά του τα ᾿χει η Σαλαμίνα, στάχτη που έφερε σπαρτά·
μα την ψυχή του οι άξονες ψηλά τη φέραν στα ουράνια:
νόμοι ωραίοι, για τους αστούς πανάλαφρο φορτίο.
Λένε πως είπε το απόφθεγμα «Ποτέ, καμία υπερβολή». Ο Διοσκουρίδης λέει στα Απομνημονεύματά του ότι, όταν κάποιος τον είδε να κλαίει για τον θάνατο του γιου του (για τον οποίο τίποτε άλλο δεν μας είναι γνωστό) και του είπε: «Δεν μπορείς να κάνεις τίποτε», εκείνος απάντησε: «Μα γι᾽ αυτό ακριβώς κλαίω, επειδή δεν μπορώ να κάνω τίποτε».

Ο Σωκράτης για τη σωφρονιστική δύναμη της τιμωρίας

«Είναι περισσότερο δυστυχής αν δεν καταδικαστεί ούτε τιμωρηθεί ενώ αδικεί, λιγότερο δυστυχής αν καταδικαστεί και γνωρίσει τιμωρία από θεούς και ανθρώπους» 472e

Σε μία μάλλον σπάνια εκδήλωση προθυμίας, ο Σωκράτης απαντάει στον συνομιλητή του, τον Πώλο*, ο οποίος τον ρωτάει τη δικιά του άποψη για το τι είναι η ρητορική τέχνη, μετά το αδιέξοδο όπου φτάσανε με τον Γοργία. Ο Σωκράτης, που έχει ήδη αμφισβητήσει τη χρησιμότητα της ρητορικής, του απαντάει πως δεν είναι καν τέχνη, αλλά «εμπειρία δημιουργίας κάποιου είδους ευχαρίστησης και ηδονής» 462c.

Η ρητορική είναι κάτι που «δεν συγκαταλέγεται στα ωραία», αλλά είναι μέρος της κολακείας. Ως κολακεία θεωρεί την απεικόνιση ενός πραγματικού αγαθού σε μια φαινομενική του παράσταση. Για παράδειγμα, η καλή σωματική κατάσταση μπορεί να είναι μόνο φαινομενική. Πολλοί δίνουν την εντύπωση πως έχουν σωματική υγεία, και είναι μόνο οι γιατροί που μπορούν να καταλάβουν ότι είναι ασθενείς.

«Τη μορφή της ιατρικής λοιπόν υποδύθηκε η μαγειρική, και προσποιείται ότι γνωρίζει τις καλύτερες για το σώμα τροφές» 464d και τις πιο βλαβερές. Έτσι, οι μάγειροι μπορούν να πείσουν όσους δεν γνωρίζουν, ότι αυτοί είναι κατάλληλοι για την υγεία του σώματος περισσότερο από τους γιατρούς. Τη μαγειρική λοιπόν ο Σωκράτης ονομάζει κολακεία, πράγμα βλαβερό, καθώς «κατατείνει στο ευχάριστο αποκομμένη από το άριστο. Υποστηρίζω πως δεν είναι τέχνη αλλά εμπειρία, επειδή δεν διαθέτει καμιά έλλογη ερμηνεία για την εκ φύσεως υπόσταση των πραγμάτων τα οποία προσφέρει, ώστε δεν μπορεί ν’ αναφέρει την αιτία καθενός» 465a. «Τέχνη» για τον Σωκράτη είναι η συστηματική, ορθολογική μελέτη ενός αντικειμένου, η οποία ερμηνεύει τη φύση και βρίσκει τις αιτίες του, ταξινομώντας κάθε αίτιο με το αποτέλεσμά του˙ είναι, θα λέγαμε σήμερα, η επιστήμη. Αντίθετα, η μαγειρική, και γενικότερα η κολακεία, αναλογεί στην ψευδοεπιστήμη, που δεν βασίζεται στην έλλογη έρευνα, αλλά στην εμπειρία και τη μνήμη των μεμονωμένων περιστατικών, εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο απολαύσεις χωρίς να κατανοεί τη φύση του φαινομένου με το οποίο καταπιάνεται 501a. Αν δεν κυριαρχεί λοιπόν η ψυχή στο σώμα αλλά το σώμα κρίνει από μόνο του, θα σταθμίζει βάσει των ευχαριστήσεων και των απολαύσεων, και θα ήταν αξεχώριστα τα σχετικά με την ιατρική και τη μαγειρική, την επιστήμη και την ψευδοεπιστήμη.

Παρομοίως, η κομμωτική υποδύεται την γυμναστική, «έτσι που να κάνει να έλκονται οι άνθρωποι από την αλλότρια ομορφιά και να παραμελούν το κάλλος που τους προσιδιάζει, αυτό που αποκτάται με τη γυμναστική» 465b, και η ρητορική συγκαταλέγεται στην κολακεία ως απεικόνιση της δικαιοσύνης και άρα είναι κάτι βλαβερό.

Ο Πώλος ενίσταται λέγοντας πως αν έχει δίκιο ο Σωκράτης θα σήμαινε ότι οι καλοί ρήτορες θα έπρεπε να θεωρούνται φαύλοι, ενώ στην πραγματικότητα έχουν μεγάλη δύναμη στην πόλη, αφού, όπως και οι τύραννοι, μπορούν να σκοτώσουν και να εξορίσουν όποιον θέλουν, ή να αφαιρέσουν περιουσίες από όποιον νομίζουν. Ο Σωκράτης απαντάει ότι οι ρήτορες και οι τύραννοι έχουν πολύ μικρή δύναμη μέσα στις πόλεις, αφού στην πραγματικότητα, «δεν κάνουν τίποτα από όσα θέλουν, αλλά κάνουν ό,τι τους φανεί καλύτερο» 466d.
Πώς γίνεται όμως να κάνουν αυτό που τους «φαίνεται καλύτερο» αλλά όχι αυτό που θέλουν; Τι διαφορά έχει «αυτό που μου φαίνεται καλό» και «αυτό που θέλω»; Ο Σωκράτης σημειώνει ότι οι άνθρωποι δεν θέλουν ό,τι επιλέγουν να κάνουν κάθε στιγμή, αλλά αυτό που θα κερδίσουν κάνοντάς το. Αυτοί που ασχολούνται με το θαλάσσιο εμπόριο, δεν το κάνουν επειδή θέλουν να ταξιδεύουν με κίνδυνους και δυσκολίες, αλλά για να αποκτήσουν πλούτη. Και ο άρρωστος που παίρνει ένα δύσοσμο φάρμακο δεν το κάνει επειδή θέλει να πιει το φάρμακο αλλά για να γίνει υγιής.

Ό,τι κάνουμε, θέλουμε να το κάνουμε επειδή είναι ωφέλιμο. Όταν λοιπόν κάνουμε κάτι που νομίζουμε ότι είναι καλό ενώ στην πραγματικότητα είναι βλαβερό, αυτό δεν μπορεί να ονομαστεί δύναμη, αλλά μόνο φαίνεται σαν τέτοια, ενώ στην πραγματικότητα είναι αδυναμία. Για να ξέρουμε τι είναι ωφέλιμο όμως χρειάζεται φρόνηση, και η φρόνηση δεν ταιριάζει με το να κάνουμε αυτό που «μας φαίνεται» καλύτερο. Από τη στιγμή που ο Πώλος θεωρεί τη δύναμη σαν κάτι καλό και ενάρετο, δεν μπορεί να τη συνδέει με τις αυθόρμητες εκφράσεις εκδίκησης και καπρίτσιου που αναφέρει.

Όταν λοιπόν κάποιος σκοτώνει, εξορίζει ή παίρνει περιουσίες, μπορεί κάλλιστα να το κάνει χωρίς να είναι ωφέλιμο γι’ αυτόν, ενώ νομίζει ότι είναι. Δεν μπορεί όμως να θέλει πραγματικά κάτι που δεν του είναι ωφέλιμο αλλά μόνο τού φαίνεται τέτοιο. Και για να ξέρει αν του είναι ωφέλιμο ή όχι, πρέπει να έχει τη φρόνηση για να κρίνει. Η κατοχή δύναμης δεν αρκεί για να εξαίρουμε κάποιον ως ενάρετο ή ζηλευτό πρόσωπο.

Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα από τα σωκρατικά παράδοξα, ότι κανείς δεν κάνει το κακό εν γνώσει του (ουδείς εκών κακός). Ο Σωκράτης θεωρούσε ότι όλοι οι άνθρωποι επιδιώκουν την ευδαιμονία. Αρκεί λοιπόν ο καθένας να ξέρει πώς θα την κατακτήσει. Από τη στιγμή που θα γνωρίσει την αλήθεια για το ποια πράξη θα τον φέρει κοντύτερα στην ευτυχία, το μόνο που μένει είναι να την πράξει. Όλοι μας δηλαδή από τη στιγμή που ξέρουμε τι είναι καλό και τι είναι κακό, αναγκαστικά θα κάνουμε τις καλές πράξεις και θα αποφεύγουμε τις άδικες, αφού σίγουρα όλοι θέλουμε το καλό μας. Οι επιθυμίες μας όμως εκβιάζονται από πρόσκαιρες απολαύσεις και πάθη, και μας ωθούν σε άδικες πράξεις που προσφέρουν πρόσκαιρη ικανοποίηση εις βάρος της επίτευξης του στόχου μας. Το να αδικήσει, ο Σωκράτης το θεωρεί απαράδεκτη ενέργεια γιατί θα του κοστίσει την ευτυχία. Η άδικη τιμωρία λοιπόν, που ο Πώλος παραδέχεται σαν ένδειξη δύναμης, είναι γι’ αυτόν άθλια.

Ο Πώλος αντιδράει υποστηρίζοντας ότι ακόμα και ο Σωκράτης θα ζήλευε κάποιον με δύναμη που φέρεται όπως περιέγραψε πριν, εξουσιάζοντας τον οποιονδήποτε, είτε δίκαια είτε άδικα˙ ο Σωκράτης όμως λέει ότι όχι μόνο δεν θα ζήλευε έναν τέτοιον, αλλά θα τον λυπόταν. Κι αυτό γιατί αυτός που σκοτώνει άδικα είναι άθλιος, ενώ αυτός που αδικείται ούτε άθλιος είναι ούτε του αξίζει η λύπηση.
«Δηλαδή εσύ θα ήθελες πιο πολύ ν’ αδικείσαι παρά ν’ αδικείς;»

«Προσωπικά δεν θα ήθελα ούτε το ένα ούτε το άλλο. Αν όμως ήταν αναπόφευκτο ν’ αδικώ ή ν’ αδικούμαι, θα προτιμούσα ν’ αδικηθώ παρά ν’ αδικήσω» 469c.

Ο Σωκράτης δεν είναι ο πασιφιστής που αρνείται πλήρως τη θανάτωση, ούτε την εξορία ή την απόσπαση της περιουσίας κάποιου, παρά μόνο όταν γίνεται άδικα. Με άλλα λόγια, μιλάει για την τιμωρία και τη δικαιοσύνη. Αρνείται όμως απόλυτα την ανταποδοτικότητα, αφού πίστευε πως ό,τι και να του έχει κάνει κάποιος, έστω και άδικα, δεν επιτρέπεται αυτός να απαντήσει ανάλογα, καθώς κάνοντας μια άδικη πράξη θα έβλαπτε τον εαυτό του. Η άρνηση της ανταποδοτικότητας (ακόμα ένα σωκρατικό παράδοξο) έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την κοινή ηθική της εποχής, που επέτρεπε και επικροτούσε την εκδίκηση (ανταπόδοση) μιας βλαβερής πράξης. Ο Σωκράτης λοιπόν από τη μία επικροτεί τη δίκαιη τιμωρία αυτού που αδίκησε, από την άλλη όμως δεν δέχεται ότι η εκδίκηση από μόνη της είναι καλός λόγος για την τιμώρηση.

Η δίκαιη τιμωρία όμως είναι κάτι ωραίο, κάτι καλό. Αυτός που δέχεται δίκαιη τιμωρία, δέχεται κάτι ωραίο, άρα και ωφέλιμο, δηλαδή ωφελείται ο ίδιος. Ακόμα κι αν η τιμωρία προξενεί σωματικούς πόνους, βελτιώνεται η ψυχή του, «λυτρώνεται δηλαδή από την κακία της ψυχής όποιος τιμωρείται δίκαια»477a. Και η ιατρική πολλές φορές δεν είναι ευχάριστη, αφού η θεραπεία μπορεί να είναι επίπονη ή ψυχοφθόρα, είναι όμως προφανώς ωφέλιμη, προσφέροντας την υγεία. Η απόδοση δικαιοσύνης λοιπόν αν και φαίνεται ή και λαμβάνεται ως κάτι δυσάρεστο (φυλάκιση, εξορία, αφαίρεση περιουσίας), γιατρεύει την ψυχή από την φαυλότητα. Η φαυλότητα της ψυχής είναι το χειρότερο από όλα τα άσχημα, όπως η φτώχεια και η ασθένεια, αφού τα μέρη της φαυλότητας (αδικία, ακολασία, δειλία, αμάθεια) είναι περισσότερο βλαβερά από τη φτώχεια και την ασθένεια. Αυτοί που αποφεύγουν την τιμωρία βλέπουν μόνο το λυπηρό, δυσάρεστο, μέρος της και «αγνοούν πόσο περισσότερη δυστυχία είναι να συμβιώνει κάποιος με μη υγιή ψυχή παρά με μη υγιές σώμα» 479b, και κάνουν τα πάντα για να μη λογοδοτήσουν.

Η αποφυγή της τιμωρίας λοιπόν αποδεικνύεται εμμονή στο κακό, ενώ η αποδοχή της προσπάθεια βελτίωσης της ψυχής και κατάκτησης της ευτυχίας.

Αν ο άδικος θέλει πραγματικά να ωφεληθεί, από μόνος του πρέπει να ζητήσει την τιμωρία, όπως ο ασθενής τον γιατρό. Άρα για την απολογία στο δικαστήριο η ρητορική, που ορίστηκε σαν η επιτυχημένη προσπάθεια αποφυγής της τιμωρίας και απόκτησης αγαθών (από τον Γοργία και τον Πώλο), δεν είναι καθόλου χρήσιμη, ούτε για τον ίδιο αυτόν που αδίκησε, ούτε αν υπερασπίζεται έναν φίλο ή συγγενή, αν φυσικά θέλει το καλό του. Είναι μάλιστα αντιπαραγωγική, αφού αποτρέπει από την ευκαιρία για περίθαλψη της ψυχής. Για τον Σωκράτη, η τιμωρία ήταν ένα μέσο σωφρονισμού, και ποτέ τρόπος εκδίκησης.

Αφού λοιπόν η τιμωρία είναι ωφέλιμη, πρέπει να φροντίζουμε για την τιμωρία του φίλου και όχι του εχθρού. Μάλιστα, η τιμωρία του εχθρού πρέπει να αποτραπεί αν είναι στις δυνάμεις μας. Ακόμα και στην περίπτωση που ένας δικός μας εχθρός αδικεί κάποιον άλλο, επίσης εχθρό μας (δηλαδή ακόμα και στην περίπτωση που η μοίρα του εχθρού δεν μας αφορά άμεσα), αν (και μόνο αν) χρειαστεί να τον βλάψουμε, τότε πρέπει με κάθε τρόπο να φροντίσουμε να μη λογοδοτήσει και να μην προσαχθεί στον δικαστή για να ωφεληθεί. Και αν προσαχθεί, λόγου χάρη για κλοπή, πρέπει να επινοήσουμε τρόπο να γλιτώσει και να διαφύγει με τα κλοπιμαία για να τα ξοδέψει και να τα χαραμίσει με τρόπο άδικο και ανόσιο. Έτσι, θα βλάψει μόνος του την ψυχή του και θα στερηθεί την ευτυχία. Μόνο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι χρήσιμη η ρητορική.

Καλύτερο βέβαια από το να γιατρευτούμε είναι να μην χρειαστούμε καν τη γιατρειά, δηλαδή να μην παρουσιαστεί η ασθένεια. Όσον αφορά την ψυχή, είναι καλύτερο να μην αδικήσουμε, ώστε να μην χρειαστεί να τιμωρηθούμε για να ωφεληθούμε.

«Κατ’ εξοχήν ευτυχισμένος λοιπόν είναι όποιος δεν έχει κακία στην ψυχή»

«Δεύτερος στην ευτυχία είναι όποιος απαλλάσσεται από την κακία», δηλαδή αυτός που δέχεται νουθεσία, επίπληξη και τιμωρία.

«Χειρότερα συνεπώς ζει όποιος βρίσκεται μέσα στην αδικία και δεν απαλλάσσεται» 478d–e.

Άρα η δικαιοσύνη, που απαλλάσσει από την αδικία, είναι ωραιότερη από την «χρηματιστική» τέχνη και την ιατρική που απαλλάσσουν από τη φτώχεια και την ασθένεια. Η ωφέλεια της δικαιοσύνης λοιπόν είναι μεγαλύτερη ακόμα και από της ιατρικής.
-------------------------
* Μαθητής του Γοργία, ενθουσιώδης οπαδός της διδασκαλίας του, δάσκαλος ρητορικής και ο ίδιος. Εμφανίζεται και στον διάλογο Φαίδρος.

Καστοριάδης: Παιδεία και πολιτική

Θέλω να σας μιλήσω για ένα θέμα που πρέπει να μας απασχολεί όλους μας και πνευματικά και πολιτικά. Το θέμα της παιδείας μέσα σε μια δημοκρατική κοινωνία. Πρώτα πρώτα μια επεξήγηση για τον όρο παιδεία. Εάν μιλούσα ξένη γλώσσα, θα έλεγα κουλτούρα αλλά αυτός o όρος και ξενικός είναι και κάπως κακόηχος στα ελληνικά και λίγο κακόφημος τα τελευταία χρόνια. Θα εξηγηθώ πιο κάτω για το τι εννοώ με τη λέξη παιδεία και θα ‘θελα να σας υπενθυμίσω ότι κατ’ αρχήν τίποτε δεν θα έπρεπε να είναι πιο αυτονόητο από το θέμα αυτής της συζήτησής μας.
 
Το να ζούμε σε μια δημοκρατική κοινωνία σημαίνει ότι διερωτάστε για όλα όσα μας περιτριγυρίζουν μέσα στην κοινωνία. Συνεπώς διερωτόμαστε και για την ίδια την παιδεία μας. Η ίδια αυτή η διερώτηση αποτελεί τμήμα της παιδείας ως διαδικασίας και ως ήθους. Φυσικά, μόλις διατυπώσουμε αυτήν τη φράση –η θέση της παιδείας μέσα σε μια δημοκρατική κοινωνία— αμέσως αναφύονται ένα σωρό προβλήματα. Τι εννοούμε με τη λέξη παιδεία, τι εννοούμε με τη λέξη κοινωνία, επίσης τι εννοούμε με τη λέξη δημοκρατία. Γι’ αυτά δεν θα μιλήσω, απλώς θα τα θίξω. Θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι το κέντρο του θέματός μας είναι τι το ιδιαίτερο παρουσιάζει η παιδεία σε μια δημοκρατική κοινωνία και η σχέση της με την κοινωνία και με τη δημοκρατία, σε σύγκριση με άλλες κοινωνίες οι όποιες, όλες, και οι πιο πρωτόγονες, είχαν αυτό που εγώ θέλω να ονομάσω παιδεία ή ένα είδος πολιτισμού; Θα ονομάσω παιδεία κάθε τι που σε μια δεδομένη κοινωνία, μέσα στον δημόσιο χώρο της, υπερβαίνει αυτό που είναι απλά λειτουργικό ή εργαλειακό και παρουσιάζει -κι αυτό είναι το σημαντικότερο- μιαν αόρατη διάσταση, η οποία είναι θετικά επενδυμένη από τα μέλη της κοινωνίας. Με άλλα λόγια, αυτό που έχει να κάνει με τη δημόσια εμφάνιση του φαντασιακού -με την ακριβή έννοια του όρου- αυτής της κοινωνίας και του φαντασιακού του ποιητικού -με την ευρύτερη έννοια- έτσι, όπως αυτό το ποιητικό φαντασιακό ενσαρκώνεται και ενσωματώνεται μέσα σε έργα και σε συμπεριφορές και πράξεις που υπερβαίνουν το λειτουργικό και το εργαλειακό.
 
Μίλησα για αόρατη διάσταση. Όταν έχουμε μπροστά μας ένα βιβλίο ή μια μουσική παρτιτούρα, ή κι όταν ακούμε αυτό που είναι γραμμένο στην παρτιτούρα, ή όταν βλέπουμε μια ζωγραφιά, ένα άγαλμα, ένα μνημείο, παρ’ όλο ότι είναι ορατά, αυτό που μας ενδιαφέρει κι αυτό που μας συνεπαίρνει, είναι ακριβώς η αόρατη διάσταση πέρα από το ορατό ή η μη αισθητή διάσταση πέρα απ’ αυτό που άμεσα ακούγεται -που φυσικά δεν μπορεί να υπάρξει παρά μέσω του ορατού, του ακουστού ή του απτού-, αλλά για την οποία αυτή η ορατότητα, η ακουστότητα ή η απτότητα είναι απλώς μια προϋπόθεση.
 
Τώρα, δημοκρατία είναι βέβαια ένας όρος που σηκώνει πολύ περισσότερη συζήτηση από τη φύση του και επειδή από πολύν καιρόν, από αιώνες, χιλιετηρίδες, διακυβεύτηκε μέσα σε συζητήσεις και σε πολιτικούς αγώνες, και ακόμα διότι από πολλές δεκαετίες τώρα στον Δυτικό κόσμο έχει εκπορνευθεί είτε με ήπιες μορφές είτε με βίαιες. Ας μην ξεχνάμε ότι ένα από τα τυραννικά κράτη που γνώρισε η ανθρώπινη ιστορία και τα πιο αποτελεσματικά στην τυραννικότητά τους είχε ως τίτλο, μέχρι τη διάλυσή του προ τριών ετών, τέσσερις λέξεις που ήταν τέσσερα ψέματα: Ένωση Σοσιαλιστικών Σοβιετικών Δημοκρατιών.
 
Προκειμένου να ξεφύγουμε απ’ αυτή την κακοφωνία, θα επανέλθουμε στην ετυμολογία. Δημοκρατία, το κράτος του δήμου, δηλαδή η εξουσία του λαού στα σύγχρονα ελληνικά. Ασφαλώς η φιλολογία δεν μας επιτρέπει να λύσουμε πολιτικά προβλήματα, αλλά μας επιτρέπει τουλάχιστον να διατυπώσουμε αυτή την ερώτηση: πού, σε ποιά χώρα σήμερα, τολμάει κανείς να πει ότι είναι πραγματοποιημένη η εξουσία του λαού; Εντούτοις αυτή η εξουσία είναι εγγεγραμμένη στα συντάγματα των Δυτικών χωρών, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η δική μας, με το όνομα της λαϊκής κυριαρχίας. Και αφήνοντας, προς το παρόν, κατά μέρος την υποκρισία αυτής της φράσης, θα στηριχτώ στο γράμμα της για να συναγάγω μια σημασία που ολίγοι θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν. Μέσα σε μια δημοκρατία ο λαός είναι κυρίαρχος, δηλαδή ο λαός κάνει τους νόμους και τον Νόμο ή, με άλλα λόγια, η κοινωνία κάνει τους θεσμούς της και τον θεσμό της. Η κοινωνία είναι αυτόνομη, αυτοθεσμίζεται φανερά και ρητά, θέτει η ίδια τους κανόνες της, τις αξίες της, τις σημασίες της. Η αυτονομία ή η ελευθερία, η οποία συνεπάγεται και προϋποθέτει την αυτονομία ή την ελευθερία των ατόμων, είναι ταυτοχρόνως αδύνατη χωρίς αυτή την τελευταία. Αυτή ακριβώς η αυτονομία αποτελεί τον κεντρικό στόχο του πολιτικού μας προτάγματος. Αλλά η αυτονομία, η οποία τουλάχιστον κατ’ επίφασιν, ακόμη μια φορά, είναι εγγυημένη από τον νόμο, από τα συντάγματα, από τις δηλώσεις των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτου, σε τελευταία ανάλυση στηρίζεται και de jure και de facto επάνω στον συλλογικό νόμο, τον Νόμο με την τυπική έννοια όσο και με την άτυπη έννοια.
 
Η πραγματική ατομική ελευθερία, δεν μιλάω εδώ για τη φιλοσοφική ή την ψυχική ελευθερία, αλλά για την ελευθερία που μπορούμε να πραγματώσουμε μέσα στην ατομική μας ζωή και στην κοινωνική μας πράξη, πρέπει να είναι αντικείμενο απόφασης και κατοχύρωσης από ένα νόμο που κανένα άτομο δεν θα μπορούσε μόνο του ούτε να θέσει ούτε να κυρώσει. Και μέσα στο πλαίσιο αυτού του νόμου το άτομο μπορεί με τη σειρά του να προσδιορίσει και να ορίσει τους κανόνες, τις αξίες, τις σημασίες, πάνω στους οποίους και με τους οποίους θα προσπαθήσει να διατάξει τη ζωή του και να της δώσει ένα νόημα. Η αυτονομία, αυτή η ρητή αυτοθέσμιση όπως το ξέρουμε όλοι μας, αναδύεται για πρώτη φορά στις ελληνικές δημοκρατικές πόλεις. Ξανααναδύεται αργότερα με διαφορετικό, και από ορισμένες απόψεις πλατύτερο, από άλλες στενότερο, τρόπο στον σύγχρονο Δυτικό κόσμο. Αυτή λοιπόν η αυτονομία σημειώνει τη ρήξη που συνεπάγεται η δημιουργία της δημοκρατίας με όλα τα προηγούμενα κοινωνικο-ιστορικά καθεστώτα. Γιατί όλα τα προηγούμενα κοινωνικο-ιστορικά καθεστώτα είναι καθεστώτα θεσπισμένης ετερονομίας: Δηλαδή, σ’ αυτά τα καθεστώτα η πηγή και το θεμέλιο του νόμου, όπως επίσης η πηγή και το θεμέλιο κάθε κανόνα, κάθε αξίας και κάθε σημασίας, τίθενται ως υπερβατικά σε σχέση με την κοινωνία. Υπερβατικά με μιαν απόλυτη έννοια, όπως στις μονοθεϊστικές κοινωνίες, υπερβατικά, ούτως ή άλλως, σχετικά με την πραγματικότητα της ζωντανής κοινωνίας, όπως συμβαίνει στις μυθικές ή πρωτόγονες κοινωνίες. Μυθικές όχι με την έννοια ότι είναι κοινωνίες τις όποιες διηγούνται οι μύθοι, αλλά με την έννοια ότι είναι κοινωνίες οι όποιες στηρίζουν τη θέσπισή τους πάνω σε μύθους. Και η ετερονομία συμβαδίζει με κάτι που είναι για μας πολύ σημαντικό και που θα το ονομάσω, προσωρινά τουλάχιστον, περίφραξη της σημασίας. Δηλαδή ο λόγος του Θεού ή οι διατάξεις που έθεσαν οι πρόγονοί μας δεν είναι συζητήσιμοι. Έχουν καθοριστεί άπαξ δια παντός. Αυτό στις ετερόνομες κοινωνίες ισχύει επίσης και για τα άτομα. Το νόημα της ζωής τους είναι δοσμένο, είναι κανονισμένο εκ των προτέρων και κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι επίσης εγγυημένο. Καμιά συζήτηση δεν είναι δυνατή πάνω στους θεσμούς. Ούτε και είναι δυνατή συζήτηση, η αμφιβολία πάνω στο τι αξίζει και στο τι δεν αξίζει, πάνω στο τι είναι καλό και τι είναι κακό, πάνω στο τι πρέπει να κάνω και στο τι δεν πρέπει να κάνω.
 
Μ’ αυτόν τον τρόπο, μέσα σε μιαν ετερόνομη ή παραδοσιακή κοινωνία, η περίφραξη της σημασίας, και της ισχύος ή της αξίας, συνεπάγεται ότι όχι μονάχα το πολιτικό ερώτημα ή το φιλοσοφικό ερώτημα είναι κλεισμένο εκ των προτέρων, αλλά ακόμα και ότι το αισθητικό ζήτημα ή το ηθικό πρόβλημα είναι επίσης κλεισμένο εκ των προτέρων. Αυτό που πρέπει να πει κανείς σε κάθε περίπτωση υπαγορεύεται, χωρίς δυνατή έφεση, από τον νόμο και από τους συλλογικούς κανόνες, και τίποτε δεν αλλάζει σ’ αυτό όταν εμφανίζονται τα τεράστια, τα λεπτεπίλεπτα, τα σοφά και ατελείωτα σχόλια του νόμου στο Ταλμούδ, στη χριστιανική θεολογία ή στην ισλαμική θεολογία.
 
Το ίδιο ισχύει και για την παιδεία, με την έννοια που δίνω σ’ αυτόν τον όρο, Χωρίς αμφιβολία, οι ετερόνομες κοινωνίες παρήγαγαν, δημιούργησαν αθάνατα έργα, που θα ήτανε αδύνατο και άχρηστο να απαριθμήσει κανείς, Αλλά αυτά τα έργα, αυτά τα μνημεία, με τη γενικότερη έννοια του όρου, βρίσκονται πάντα μέσα στον ορίζοντα των θεσμισμένων φαντασιακών σημασιών, αυτά τα έργα είναι πάντα, σε τελευταία ανάλυση, συντεταγμένα με το θείο, με το ιερό, με το άγιο, είτε το θείο, το ιερό, το άγιο τα πάρουμε με την τρέχουσα έννοια, είτε τα πάρουμε ως το ιερό και το άγιο του χώρου της πολιτικής. τα έργα αυτά ενισχύουν τις θεσμισμένες σημασίες, είτε πρόκειται για τη λατρεία του θείου είτε πρόκειται για την αποθέωση ή τον εκθειασμό των ηρώων ή της ανδρείας των προγόνων και ούτω καθεξής. Φυσικά εδώ περιγράφω με πολύ αδρές πινελιές, αλλά αυτός είναι ο ουσιαστικός πυρήνας των μεγάλων έργων που μας άφησαν οι πρωτόγονοι, οι μεγάλες παραδοσιακές μοναρχίες της Ανατολής, ο αληθινός ευρωπαϊκός Μεσαίωνας, Ανατολικός ή Δυτικός, ή το παραδοσιακό Ισλάμ.

Εάν αυτά τα έργα και οι δημιουργοί τους είναι, ούτως ειπείν, στην υπηρεσία των θεσμισμένων σημασιών, το κοινό τους βρίσκει μέσα σ’ αυτά την επιβεβαίωση και τον εκθειασμό των δικών του σημασιών και των δικών του άξιων, που είναι απλώς οι συλλογικές και παραδοσιακές άξιες. Και αυτό είναι συναρμοσμένο με τον ειδικό τρόπο της πολιτιστικής χρονικότητας των κοινωνιών, δηλαδή τον εξαιρετικά βραδύ ρυθμό της αλλαγής και τον υπόγειο, τον κρυφό, χαρακτήρα της αλλοίωσης του ύφους, του στυλ και του περιεχομένου. Όπως επίσης συμβαδίζει με την αδυνατότητα να εξατομικεύσει κανείς τους δημιουργούς, που δεν απορρέει καθόλου από την ανεπάρκεια της πληροφόρησής μας. Υπό την δυναστεία των Τανγκ στην Κίνα ζωγραφίζουνε έτσι και όχι αλλιώς· αλλιώς δεν είναι νοητό. Υπό την εικοστή φαραωνική δυναστεία η γλυπτική γίνεται έτσι και όχι αλλιώς, και θα πρέπει να είσαστε ειδικευμένος για να μπορέσετε να διακρίνει τα έργα των Τανγκ από τα έργα των Σονγκ ή των Μενγκ, ή τα έργα της εικοστής δυναστείας από τα έργα της εικοστής πρώτης ή της δέκατης ένατης. Έτσι υπάρχουν κανονισμένες και κανονιστικές μορφές, φόρμες. Όπως στις δικές μας τις βυζαντινές εικόνες, για μεγάλες περιόδους, ακόμα και οι μικρότερες λεπτομέρειες είναι εκκλησιαστικά κανονισμένες όταν πρόκειται για τη ζωή ενός αγίου ή για μια δεδομένη στιγμή της ζωής της Παρθένου. Ενώ -το λέω προτρέχοντας- είναι αδύνατο να υπάρξει σύγχυση ανάμεσα σ’ ένα στίχο της Σαπφώς και σ’ ένα στίχο του Αρχιλόχου. Μας είναι αδύνατο, κι αν δεν είμαστε φιλόλογοι αλλά απλώς ξέρουμε να διαβάζουμε, να εκλάβουμε ένα στίχο του Αισχύλου ως ένα στίχο του Σοφοκλή ή, για να περάσω στη μοντέρνα εποχή, είναι αδύνατο να μη διακρίνουμε μια μουσική του Μπαχ από μια μουσική του Χαίντελ, παρ’ όλο ότι και οι δύο είναι Γερμανοί, ζουν στην ίδια εποχή και γράφουν στο ίδιο αντιστικτικό στυλ. η δημιουργία της δημοκρατίας, η εμφάνιση του προτάγματος της αυτονομίας μέσα στην ιστορία, έστω και ως απλού σπόρου, έστω και ατελούς, αλλοιώνει ριζικά την προηγούμενη κατάσταση και από αύτη την άποψη.
 
Μια βραχεία φιλοσοφική παρέκβαση είναι εδώ αναγκαία. Όταν κατά κάποιον τρόπο θεωρήσουμε, συλλογιστούμε και στοχαστούμε ό,τι μπορούμε να θεωρήσουμε, να λογιστούμε και να στοχαστούμε, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το Είναι είναι χάος, είναι άβυσσος, είναι το απύθμενον, αλλά είναι ταυτοχρόνως και δημιουργία· είναι μια vis formandi, όπως θα έλεγαν στα λατινικά, μια δύναμη μορφώσεως ή μορφοποίησης, που δεν είναι προκαθορισμένη και η οποία επιθέτει, αν μπορώ να πω, απάνω στο χάος έναν κόσμο με την αρχαία ελληνική έννοια, δηλαδή ένα σύνολο που είναι κατά το μάλλον ή ήττον οργανωμένο και κανονισμένο.
 
Παρομοίως, όταν τελειώσουμε, αν μπορούμε να τελειώσουμε, να στοχαζόμαστε, να συλλογιζόμαστε, να σκεφτόμαστε το ανθρώπινο πεδίο, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος, με τη γενική, τη συλλογική έννοια, δηλαδή ταυτόχρονα και ως κοινωνία και ως άτομο που συμμετέχει φυσικά στο Είναι είναι και ο ίδιος άβυσσος, χάος και απύθμενος. Και αυτό, διότι άνθρωπος είναι ον φαντασίας και φαντασιακού· και ως ον φαντασίας και φαντασιακού, φαντασίας ατομικής και φαντασιακό συλλογικού και κοινωνικού, είναι και ο ίδιος ο άνθρωπος δύναμη μόρφωσης (vis formandi). Αλλά είναι και κάτι που ασφαλώς δε μπορούμε να το πούμε -ή μπορούμε;-για το Είναι εν τω συνόλω του, είναι, θα λέγαμε στα λατινικά, libido formandi είναι έρως και πάθος μόρφωσης και μορφοποίησης, είναι δύναμη δημιουργίας αλλά και επιθυμία δημιουργίας και μόρφωσης ή μορφοποίησης.
 
Αυτή η δύναμη και η επιθυμία ή το πάθος είναι αυτό που ονομάζω το ποιητικό στοιχείο στον άνθρωπο, ποιητικό στοιχείο του όποιου και ο ίδιος ο Λόγος δεν είναι παρά μια παραφυάδα, ο ίδιος ο Λόγος είναι ένα ποιητικό δημιούργημα του ανθρώπου, το νόημα με το όποιο ο άνθρωπος θέλει και απαραίτητα πρέπει κάθε φορά να επενδύσει τον κόσμο, την κοινωνία, το πρόσωπό του και τη ζωή του, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ακριβώς αυτή η μόρφωση, με την πρωταρχική έννοια του όρου, όχι της τυπικής μόρφωσης, η Bildung θα λέγαμε στα γερμανικά (Bild σημαίνει εικόνα), η διαρκής προσπάθεια να πιαστούν μαζί μέσα σε μια τάξη και μία οργάνωση, σ’ έναν κόσμο, όλα όσα παρουσιάζονται κι όλα όσα ο ίδιος ο άνθρωπος κάνει να αναδύονται. Το να δοθεί μορφή στο χάος – νομίζω ότι αυτός είναι ο καλύτερος δυνατός ορισμός της παιδείας και φυσικά αυτό φαίνεται με πολύ μεγάλη ενάργεια όταν πρόκειται για την τέχνη, η μορφή που δίνουμε στο χάος είναι το νόημα και η σημασία, νόημα και σημασία που φυσικά δεν είναι απλώς υπόθεση ιδεών ή παραστάσεων αλλά που πρέπει ακόμη μια φορά να πιάσει μαζί, δηλαδή να συν-λάβει (συλλάβει) μέσα σε μια μορφή, σε μια φόρμα, και την παράσταση και την επιθυμία και το αίσθημα.
 
Φυσικά δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτό έκανε, ανέκαθεν, η θρησκεία και η κάθε θρησκεία. Η θρησκεία είναι διφυής από το γεγονός ότι απ’ τη μια μεριά προσπαθεί να δώσει μορφή και νόημα στο χάος, στην άβυσσο, στο απύθμενο, άλλα αυτό δεν το κατορθώνει παρά περιορίζοντας το χάος, την άβυσσο και το απύθμενο, δίνοντάς του μια μορφή, μια εικόνα, ένα όνομα, ένα Λόγο, ορισμένες επιταγές ή ορισμένες ιδιότητες, τα όποια ενδεχομένως ονομάζει Θεό· κι αυτό που μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα εδώ πέρα, όπου δεν μιλάμε τόσο φιλοσοφικά όσο κοινωνικό-ιστορικά, είναι ότι η θρησκεία δεν μπορεί να επιτύχει κάτι τέτοιο, πράγμα που τη χαρακτηρίζει, παρά προσφέροντας ταυτόχρονα και δένοντας τη μορφή που δίνει στο χάος τόσο με την υπερβατική εγγύηση της σημασίας, εγγύηση της οποίας, όπως είναι προφανές, τα ανθρώπινα όντα έχουνε μιαν άπληστη ανάγκη, όσο και με την περίφραξη, η οποία φαινομενικά και μόνο εμφανίζεται ομοούσια με την ίδια την ιδέα του νοήματος. Αυτή την εγγύηση και αυτή την περίφραξη την εγκαθιδρύει αρνούμενη στην ανθρωπότητα -κι εδώ δεν μιλάω μόνο για μονοθεϊστικές θρησκείες- τη δυνατότητα δημιουργίας νοήματος. Διότι για κάθε θρησκεία το νόημα έχει ήδη δημιουργηθεί άπαξ διά παντός κι έχει δημιουργηθεί αλλού· ο άνθρωπος, το πολύ, μπορεί να το αποδεχθεί,
 
Έτσι, η δημιουργική δύναμη, η vis formandi, περιστέλλεται και διοχετεύεται, αν μπορώ να πω, κατά έναν ορισμένο τρόπο, όπως επίσης περιστέλλεται και διοχετεύεται το πάθος της μόρφωσης, το όποιο στο εξής περιορίζεται να χαίρεται τις προηγούμενές του δημιουργίες χωρίς καν να ξέρει ότι είναι δικές του δημιουργίες, εφόσον τις αποδίδει σε ένα υπερβατικό ον.
 
Όμως η δημοκρατική δημιουργία καταλύει κάθε υπερβατική πηγή της σημασίας, τουλάχιστον όσον αφορά το δημόσιο πεδίο και, θα έλεγα, εάν είναι ολοκληρωμένη, ακόμα και για το ιδιωτικό άτομο. Σπάει το περίφραγμα της σημασίας και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, αποδίδει στη ζωντανή κοινωνία, στους ανθρώπους που υπάρχουν «εδώ και τώρα», τη δυνατότητα να σκεφτούν τη δημιουργική τους δύναμη, τη vis formandi και να αφήσουν να λειτουργήσει η libido formandi, το πάθος και ο πόθος της μόρφωσης και της δημιουργίας. Και κάνει το ίδιο πράγμα όχι μόνο στη δημόσια σφαίρα αλλά και στην ιδιωτική, δεδομένου ότι η δημοκρατική κοινωνία, όπως το είπαμε, είναι αδιανόητη χωρίς την πραγματική αυτονομία των ατόμων, και συνεπώς χωρίς τη δυνατότητα τη δοσμένη στον κάθε έναν να δημιουργήσει το νόημα της ζωής του. Φυσικά αυτό προϋποθέτει μια φιλοσοφική θέση που κατά κάποιον τρόπο, νομίζω, είναι το σημείο επαφής της φιλοσοφίας και της πολιτικής ή, αν θέλετε, της φιλοσοφίας και της δημοκρατίας παρά τα φαινόμενα. Αυτό θα σας φανεί ίσως παραδοξολογία άλλα νομίζω ότι έτσι είναι. Και οι δύο προϋποθέτουν την παραδοχή του γεγονότος ότι δεν υπάρχει σημασία στο Είναι σαν κρυμμένος θησαυρός που πρέπει να εξευρεθεί, ούτε μέσα στο Είναι ούτε μέσα στον κόσμο ούτε μέσα στην Ιστορία ούτε μέσα στην προσωπική μας ζωή· ότι εμείς δημιουργούμε τη σημασία και το νόημα πάνω στη βάση αυτού που δεν έχει βάση, στηριζόμενοι στο απύθμενο, κι ότι μ’ αυτόν τον τρόπο εμείς δίνουμε μορφή στο χάος με τη σκέψη μας, με την πράξη μας, με τα έργα μας, και ότι συνεπώς αυτή η σημασία δεν έχει καμία εξωτερική εγγύηση. Κατά τον ίδιο τρόπο που ο Ενταφιασμός του κόμητος Οργκάθ του Γκρέκο δεν αντλεί την ομορφιά του από τον ουρανό που υπάρχει στο απάνω μέρος του πίνακα αλλά από το σύνολο του πίνακα κι από την ίδια τη ζωγραφική.

Αυτό σημαίνει ότι είμαστε μόνοι μας μέσα στο Είναι, μόνοι μας αλλά όχι σολιψιστές. Είμαστε μόνοι μας, ήδη, παράδοξα, διότι μιλάμε, και διότι μιλάμε ο ένας στον άλλον, ενώ το Είναι δεν μιλάει ούτε καν για να εκφωνήσει το αίνιγμα της Σφιγγός. Αλλά δεν είμαστε σολιψιστές, γιατί η δημιουργία μας και ήδη κιόλας ο λόγος μας στηρίζεται πάνω στο Είναι και συνεχώς αναπηδά από την αντιμετώπιση με το Είναι και διατηρείται σε κίνηση αυτός ο λόγος και η δημιουργία μας με την προσπάθεια να μορφώσει αυτό που μόνο φευγαλέα και αποσπασματικά προσφέρεται προς μόρφωσιν κι έτσι μπορεί, άλλοτε εφήμερα, άλλοτε μακροχρόνια, αλλά πάντοτε κάτω από κίνδυνο, να μορφώσει αυτό που παρουσιάζεται.
 
Αν είναι έτσι τα πράγματα, σε μια δημοκρατική κοινωνία η πολιτιστική, η παιδειακή, αν μπορώ να τολμήσω αυτόν τον νεολογισμό, δημιουργία μάς εμφανίζεται σαν τελείως αλλαγμένη σε σχέση με τις προδημοκρατικές κοινωνίες και φτάνουμε επιτέλους στο κυρίως ζήτημά μας. Συνελόντι ειπείν, το έργο δεν εγγράφεται πλέον μέσα σε ένα πεδίο σημασιών που έχουν ήδη γίνει συλλογικά αποδεχτές και έχουν θεσμιστεί. Δεν βρίσκει σ’ αυτό το πεδίο ούτε τους κανόνες της μορφής του ούτε το περιεχόμενό του, όπως και ο δημιουργός του δεν μπορεί να αντλήσει απλώς από αυτό το πεδίο τους κανόνες του, την ύλη του έργου του και τη μέθοδο της δουλειάς του, όπως και ούτε το κοινό δεν μπορεί να στηρίξει την αποδοχή του τού καινούργιου έργου σε κάτι το απλώς παραδεδομένο.
 
Η κοινότητα, η κοινωνία, δημιουργεί η ίδια ανοιχτά τους κανόνες της και τις σημασίες της και έτσι το άτομο καλείται, τουλάχιστον de jure, να δημιουργήσει, μέσα σε πλαίσια που, τύποις τουλάχιστον, είναι σχεδόν απεριόριστα, το νόημα της ζωής του και, παραδείγματος χάριν, καλείται να κρίνει το ίδιο με τα ίδια του τα κριτήρια τις πολιτιστικές δημιουργίες που του παρουσιάζουν. Φυσικά, αυτό το πέρασμα δεν πρέπει να το σκεφτόμαστε σαν απόλυτο πέρασμα, διότι πάντοτε βρισκόμαστε, και θα βρισκόμαστε, και σε μία αυτόνομη δημοκρατική κοινωνία, μέσα σε ένα κοινωνικό πεδίο της σημασίας που δεν είναι απλώς τυπικό. Πάντοτε θα έχουμε κάποια σχέση με την παράδοση και αυτά κανείς, ούτε καν ο πιο πρωτότυπος καλλιτέχνης, δεν μπορεί να τα αποφύγει. Μπορεί απλώς να συμβάλει στη δημιουργική τους αλλοίωση. Και αυτοί ακριβώς οι ουσιώδεις χαρακτήρες του πεδίου αλλοιώνονται όταν εγκαθιδρύεται μια δημοκρατική κοινωνία και όταν εγκαθιδρύθηκαν αυτές οι έστω και περιορισμένες δημοκρατικές κοινωνίες σ’ αυτές τις δυο φάσεις της ιστορίας που ανέφερα προηγουμένως, δηλαδή στην αρχαία Ελλάδα και στη Δυτική.
 
Μπορούμε να το διαπιστώσουμε πολύ καθαρά στην αρχαία Ελλάδα -δεν θα μιλήσω γι’ αυτήν, γιατί νομίζω σας είναι πολύ πιο οικεία, θα μιλήσω για την περίπτωση της Δυτικής Ευρώπης. Ας θεωρήσουμε την αυστηρά μοντέρνα φάση του Δυτικού κόσμου, ας πούμε από τα μέσα του 18ου αιώνα με τον Διαφωτισμό και μετά τις μεγάλες δημοκρατικές επαναστάσεις και τη σχετική δύση της θρησκείας, τουλάχιστον ως πολιτικής και κοινωνικής δύναμης, ως το 1950 -χρονολογία φυσικά τελείως συμβολική, αλλά χρονολογία μετά την οποία νομίζω ότι διαπιστώνουμε την είσο8ο σε μία καινούργια φάση.
 
Ποιο είναι το πεδίο σημασιών της ανήκουστης και αφάνταστης πολιτιστικής δημιουργίας που χαρακτήριζε αυτούς τους δύο αιώνες; Ας πάρουμε την άποψη του δημιουργού. Τι είναι ο δημιουργός εδώ; Δεν είναι ένας βυζαντινός αγιογράφος ή ένας οικοδόμος, όπως ο Ισίδωρος και ο Ανθέμιος όταν οικοδομούν την Αγία Σοφία ή ένας άγνωστος, ανώνυμος Δυτικός καλλιτέχνης όταν οικοδομεί τα εξίσου μεγάλα αριστουργήματα που είναι οι γοτθικοί ναοί, κάποιος ο όποιος δουλεύει για τη δόξα του Θεού του. Διότι οι μεγάλοι καλλιτέχνες που γνωρίζουμε σ’ αυτή την περίοδο δεν έχουν καμία ή περίπου καμία σχέση με τη θρησκεία. Πού βρίσκεται αυτός ο καλλιτέχνης; Νομίζω ότι αυτό που τον κινεί και τον κάνει να ζει είναι αυτό που θα ονόμαζα η νηφάλια μέθη της ελευθερίας. Η μέθη της εξερεύνησης, της ελευθερίας ως προς τη δημιουργία καινούργιων μορφών, τις όποιες καινούργιες μορφές επιζητεί ως τέτοιες. Καινούργιες μορφές φυσικά αναδύονται και στις άλλες φάσεις της ιστορίας, το ρομαντικό στυλ διαδέχεται το γοτθικό, αλλά αυτές οι καινούργιες μορφές εμφανίζονται, αν μπορεί να πει κανείς, ως εκ περισσού. Στη μοντέρνα εποχή έχουμε αυτή την ελευθερία αναζήτησης καινούργιων μορτών ως τοιούτων. Αλλ’ αυτή η ελευθερία μένει δεμένη με το αντικείμενο της, δηλαδή είναι αναζήτηση και, κατά κάποιον τρόπο, εγκαθίδρυση ενός νοήματος μέσα στην καινούργια μορφή. Βέβαια, ο καλλιτέχνης αναζητεί, όπως και οι Αρχαίοι, το κλέος και το κύδος, τη φήμη και τη δόξα. Αλλά πάνω σ’ αυτό ένας μεγάλος καλλιτέχνης, ο Προυστ, έχει ο ίδιος πει τι μπορεί κανείς να στεφτεί και τι πρέπει να σκεφτεί. Η ίδια η πράξη, η πρακτική του καλλιτέχνη, τον τροποποιεί αρκετά βαθιά ώστε να μη δίνει ο ίδιος πια σημασία, ούτε εμείς, στα κίνητρά του. Διότι, όπως λέει ο Προυστ, ο καλλιτέχνης άρχισε να δουλεύει για τη δόξα και ξεχάστηκε τόσο πολύ πάνω στη δουλειά του ώστε η δόξα δεν τον ενδιαφέρει πια. Αυτό νομίζω είναι αληθινός χαρακτηρισμός του αληθινού καλλιτέχνη, όπως και του αληθινού πολιτικού, όπως και του αληθινού φιλοσόφου. Η πραγματοποίηση της ελευθερίας εδώ, και η πραγματοποίηση της vis formandi και της libido formandi είναι ελευθερία δημιουργίας κανόνων, είναι η δημιουργία παραδειγμάτων, όπως πολύ σωστά λέει ο Καντ στην Κριτική της κριτικής ικανότητας. Και ως δημιουργία παραδειγμάτων είναι προορισμένη για τη διάρκεια.
 
Αυτή είναι κατ’ εξοχήν η περίπτωση της μοντέρνας τέχνης αυτούς τους δύο αιώνες, η οποία εξερευνά και δημιουργεί μορφές, με την ισχυρή και αυστηρή έννοια του όρου, και θα έλεγα ότι γι’ αυτόν τον λόγο είναι δημοκρατική, δηλαδή απελευθερωτική ακόμα κι όταν αυτοί που την αντιπροσωπεύουν είναι, όπως μπορεί να είναι, αντιδραστικοί, όπως ήταν ο Σατομπριάν, ο Μπαλζάκ, ο Φλωμπέρ, ο Ντοστογιέφσκι, ο Ντεγκά, ο Ρίλκε ή άλλοι. Αλλά ιδίως ο καλλιτέχνης μένει δεμένος με ένα αντικείμενο. Η μοντέρνα τέχνη έπαψε να είναι θρησκευτική αλλά έγινε, μπορεί να πει κανείς, φιλοσοφική. Είναι εξερεύνηση, δεν είναι βέβαια φιλοσοφία, αλλά είναι φιλοσοφική γιατί είναι εξερεύνηση ολοένα και πιο καινούργιων στοιβάδων της ψυχής, της κοινωνίας, τον ορατού, του ακουστού. Φυσικά, εξερεύνηση αυτών των στοιβάδων η οποία αποσκοπεί, με τον μοναδικό τρόπο που είναι ο τρόπος της τέχνης, να δώσει μορφή στο χάος.
 
Ακόμα μια φορά, αυτό δεν σημαίνει ότι η τέχνη είναι φιλοσοφία αλλά ότι δεν μπορεί να υπάρξει ως τέχνη παρά δημιουργώντας νόημα. Ενώ, επί παραδείγματι, μια θρησκευτική τέχνη δεν έχει υποχρέωση να δημιουργήσει νόημα. Το νόημα της το δίνει η θρησκευτική πίστη και το περιεχόμενο της θρησκείας. Κι εδώ θα θυμίσω για δεύτερη φορά τον Προυστ. Αυτό είναι ακριβώς το θέμα του εκτεταμένου λογισμού και διαλογισμού που ο συγγραφέας κάνει με τον εαυτό του και στο τέλος του έργου του, στο Le temps retrouve, στον χρόνο που έχει ξαναβρεθεί, όπου τελικά o ίδιος ο Προυστ προτείνει στον εαυτό του ως σκοπό, εδώ παραθέτω επί λέξει, «να βρει την ουσία των πραγμάτων».
 
Και από αυτή την άποψη ο Καντ είχε δει κάτι πολύ σημαντικό, παρ’ όλο που το παραμορφώνει, αν μπορώ να πω, όταν έλεγε ότι το έργο τέχνης είναι παρουσίαση μέσα στην ενόραση των ιδεών του νου. Είναι παρουσίαση του χάους ή της αβύσσου ή του απύθμενου στο οποίο δίνει μορφή. Και μέσω αυτής της παρουσίασης, η τέχνη είναι ένα είδος παραθύρου προς το χάος, και μέσα από αυτό το παράθυρο καταλύει για μας τους άλλους την άτυχη και ανόητη βεβαιότητα της καθημερινής μας ζωής. Και μας θυμίζει ότι ζούμε πάντοτε στην όχθη της αβύσσου – αυτό που είναι ακριβώς η πρώτη και τελευταία γνώση ενός αυτόνομου όντος. Γνώση που δεν το εμποδίζει να ζει, όπως, για να παραθέσω για τρίτη και τελευταία φορά τον Προυστ, «ο άθεος καλλιτέχνης που θεωρεί τον εαυτό του υποχρεωμένο να ξαναρχίσει είκοσι φορές ένα κομμάτι, ενώ ξέρει πολύ καλά ότι ο θαυμασμός που ενδεχομένως αυτό το κομμάτι θα προκαλέσει θα είναι τελείως αδιάφορος στο φαγωμένο από τα σκουλήκια σώμα του. Όπως το μικρό κομμάτι αυτού του κίτρινου τοίχου που με τόση σοφία και με τόση λεπτότητα ζωγράφισε ένας ζωγράφος που θα μας μείνει για πάντα άγνωστος και που απλώς τον επισημαίνουμε σήμερα με το όνομα Βερμέερ».
 
Το κοινό, από τη μεριά του, σ’ αυτή την εποχή συμμετέχει έμμεσα, με τη μεσολάβηση του καλλιτέχνη, σ’ αυτή την ελευθερία, αλλά ιδίως κυριεύεται από το καινούργιο νόημα που του παρουσιάζει το έργο. Και αυτό δεν μπορεί να συμβεί παρά μόνο διότι, παρά τις αδράνειες, τις καθυστερήσεις, τις αντιστάσεις, αυτό το κοινό, το Δυτικό κοινό αυτών των δύο αιώνων, όταν όλα λεχθούν και γίνουν όλοι οι λογαριασμοί, είναι ένα κοινό που είναι το ίδιο δημιουργικό. Η αποδοχή ενός καινούργιου έργου δεν είναι ποτέ και δεν μπορεί ποτέ να είναι απλώς παθητική αποδοχή, είναι αναδημιουργία. Οι άνθρωποι που για πρώτη φορά κατάλαβαν και χειροκρότησαν, παραδείγματος χάρη, τη μουσική του Βάγκνερ, του Βάγκνερ της δευτέρας περιόδου μετά τον Τριστάνο, αυτοί οι άνθρωποι, κατά κάποιον τρόπο κοινωνικά, αναδημιούργησαν κι αυτό που εννοούμε ως μουσική κι αυτό που είναι η μουσική.
 
Και μ’ αυτόν τον τρόπο, και η ελευθερία του καλλιτέχνη και τα προϊόντα της, τα έργα της, είναι κοινωνικά επενδυμένα. Και τελειώνω διερωτώμενος: Ζούμε ακόμα αυτή την εποχή; Ερώτηση επικίνδυνη, την όποια εντούτοις θα προσπαθήσω να μην αποφύγω. Νομίζω ότι, παρά τα φαινόμενα, αυτή η ρήξη του περιφράγματος που πραγματοποίησαν τα μεγάλα δημοκρατικά και πολιτικά κινήματα των δύο αιώνων ανάμεσα στο 1750 και το 1950 διατρέχει έναν θανάσιμο κίνδυνο συγκάλυψης, Εάν κοιτάξουμε την πραγματική λειτουργία της κοινωνίας, η εξουσία του λαού χρησιμοποιείται ως παραπέτασμα για να συγκαλύψει τη δύναμη και την κυριαρχία του χρήματος, της τεχνοεπιστήμης, της γραφειοκρατίας των κομμάτων και του κράτους, των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας. Αν θεωρήσουμε τα άτομα, ένα καινούργιο περίφραγμα εγκαθιδρύεται, που παίρνει τη μορφή ενός γενικευμένου κομφορμισμού. Ισχυρίζομαι πως ζούμε μιαν από τις πιο κομφορμιστικές φάσεις της ελληνοδυτικής ιστορίας. Μας λένε ότι κάθε άτομο είναι ελεύθερο, ενώ στην ουσία όλα τα άτομα δέχονται παθητικά το μόνο νόημα που οι θεσμοί και το κοινωνικό πεδίο τούς προτείνουν και στην ουσία τούς επιβάλλουν· το νόημα που μπορεί να ονομάσει κανείς τηλεκατανάλωση, όχι απλώς την κατανάλωση της τηλεόρασης, αλλά μια κατανάλωση η οποία η ίδια είναι τηλεκατανάλωση, διότι το αντικείμενό της διαρκώς απομακρύνεται.
 
Αν συζητήσουμε τώρα για την πολιτιστική δημιουργία, όπου ασφαλώς οι κρίσεις είναι οι πιο αβέβαιες κι οι πιο συζητήσιμες και επικίνδυνες, είναι αδύνατον νομίζω να υποτιμήσουμε την καταπληκτική άνοδο του εκλεκτικισμού, του κολλάζ με τη γενικότερη έννοια του όρου, ενός ασπόνδυλου συγκρητισμού, και ιδίως την απώλεια του αντικειμένου και την απώλεια του νοήματος, η οποία συμβαδίζει με την εγκατάλειψη της αναζήτησης της μορφής. Για τη μορφή και για το τί είναι μορφή -και τον όρο αυτό, ίσως το καταλάβατε, τον χρησιμοποίησα στη διάρκεια όλης αυτής της ομιλίας όχι με τη φορμαλιστική έννοια αλλά με την έννοια του πλατωνικού και του αριστοτελικού είδους, δηλαδή της ενότητας μιας εμφάνισης με κάτι που αυτή η εμφάνιση εκφράζει-, για τη μορφή έχει πει βαθύτατα ο Βίκτωρ Ουγκώ ότι είναι ο βυθός που ανεβαίνει στην επιφάνεια· και νομίζω δεν μπορεί κανείς να το πει καλύτερα ούτε να πει τίποτα περισσότερο από αυτό.
 
Μ’ αυτή την έννοια, όλοι οι απαισιόδοξοι προφήτες κι οι προφήτες της σύγχρονης εποχής, αυτής της μοντέρνας εποχής, φτάνουν περίπου στην πραγματοποίησή τους. Από τον Τοκβίλ, ο οποίος μιλούσε για τη μετριότητα, τη μέτρια αξία αυτού που αυτός ονόμαζε το δημοκρατικό άτομο, δηλαδή το σύγχρονο άτομο, περνώντας από τον Νίτσε και τον νιχιλισμό -όπως έλεγε ο Νίτσε, τι σημαίνει ο νιχιλισμός; ότι οι ύψιστες άξιες απαξιώνονται, λείπει ο σκοπός, λείπει η απάντηση στην ερώτηση «γιατί;»— μέχρι και τον Σπένγκλερ και τον Χάιντεγκερ. Ίσως μάλιστα όλες αυτές οι προφητείες, μπορεί να πει κανείς, έχουν αντιστραφεί, με την έννοια ότι γίνονται αντικείμενο θεωρητικοποίησης μέσα στην ανόητη τάση που λέγεται σήμερα μεταμοντερνισμός και με την οποία αυτοδοξολογείται η εποχή, αν μπορώ να πω, η μηδαμινότητα της εποχής.

Δεν θέλω να σας κουράσω πολύ περισσότερο, απλώς θα υπογραμμίσω και πάλι ότι ο λεγόμενος ατομικισμός σήμερα, του όποιου άδουν τον θρίαμβο διάφοροι δημοσιογραφίσκοι και πολιτικίσκοι, δεν είναι, ούτε μπορεί να είναι, κενή μορφή, διότι τα άτομα δεν κάνουν ότι θέλουν αλλά κάνουν αυτό που τους επιβάλλει η συγκροτημένη κοινωνία ή η θεσμισμένη κοινωνία. Το κατεστημένο όπως λέμε. Και ένας πραγματικός ατομικισμός δεν μπορεί ποτέ να είναι η κενή μορφή του ατομικισμού· όπως μια πραγματική δημοκρατία δεν μπορεί ποτέ να είναι απλώς διαδικαστική. Οι δημοκρατικές διαδικασίες σήμερα, παραδείγματος χάρη, ως μορφή, ως φόρμα, γεμίζουν με το ολιγαρχικό περιεχόμενο της σύγχρονης κοινωνικής συγκρότησης και οι ατομιστικές μορφές γεμίζουν με το καπιταλιστικό φαντασιακό της απεριόριστης εξάπλωσης της παραγωγής, της κατανάλωσης και μιας ψευδολογικής, ψευδοορθολογικής ψευδοκυριαρχίας πάνω στα πράγματα και απάνω στους ανθρώπους.
 
Αν αυτές οι διαπιστώσεις είναι έστω εν μέρει ακριβείς, τότε μπορούμε να πούμε ότι η παιδεία σε μια τέτοια δημοκρατική κοινωνία διατρέχει τους πιο μεγάλους κινδύνους. Όχι βέβαια η ψευδοπαιδεία που παίρνει τη μορφή της πολυγνωσίας ή των μουσείων ή του τουρισμού, όπου οι άνθρωποι επισκέπτονται την Ακρόπολη ή τους ναούς της Καμπότζης ή την Αγία Σοφία, που επισκέπτονται τα εστιατόρια της περιοχής με την ίδια διάθεση και με την ίδια σοβαρότητα, όχι λοιπόν απ’ αυτή την άποψη αλλά όσον αφορά τη δημιουργική της ουσία. Και νομίζω, σ’ ό,τι με αφορά, πως δεδομένου ότι η κοινωνία αποτελεί ένα «όλο» -ασφαλώς κομματιασμένο και ασφαλώς όπερ περίπλοκο, ασφαλώς αινιγματικό – κατά τον ίδιο τρόπο που η σημερινή εξέλιξη της παιδείας δεν είναι άσχετη με την αδράνεια και την παθητικότητα, την πολιτική και την κοινωνική, που χαρακτηρίζει τον σημερινό κόσμο μας, κατά τον ίδιο τρόπο η αναγέννηση της ζωτικότητάς της είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με την αναγέννηση ενός καινούργιου, μεγάλου πολιτικοκοινωνικού κινήματος που θα αναζωπυρώσει τη δημοκρατία και θα της δώσει ταυτόχρονα και τις μορφές και τα περιεχόμενα που απαιτεί η ιδέα της δημοκρατίας.
 
Φυσικά, θα με ρωτούσε κανείς ποιο θα μπορούσε να είναι το περιεχόμενο μιας τέτοιας καινούργιας δημιουργίας, αλλά η ερώτηση θα ήταν άτοπη. Όταν ο Κλεισθένης και οι σύντροφοί του εγκαθίδρυαν τη δημοκρατία, ούτε πρόβλεπαν ούτε μπορούσαν να προβλέψουν ούτε ήταν το θέμα τους να προβλέψουν τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη ή τον Παρθενώνα ή όλη την τεράστια δημιουργία των Αθηνών που επακολούθησε, Όπως ούτε όταν οι Γάλλοι Constituants ή ο Τζέφερσον και οι άλλοι Αμερικανοί εγκαθίδρυαν τα δημοκρατικά ή οιονεί δημοκρατικά καθεστώτα, μπορούσαν να προβλέψουν ούτε ήταν η δουλειά τους να προβλέψουν ότι μετά από 20, 30, 40 χρόνια θα εμφανίζονταν άνθρωποι σαν τον Σταντάλ, τον Μπαλζάκ, τον Φλωμπέρ ή σαν τον Πόε, τον Μέλβιλ και τον Γουίτμαν.
 
Η φιλοσοφία μάς δείχνει, και τελειώνω, ότι θα ήταν ανόητο και άτοπο να πιστεύουμε ότι θα μπορούσαμε ποτέ να εξαντλήσουμε το σκεπτό, το πρακτό ή το μορφώσιμο και, κατά τον ίδιο τρόπο, θα ήταν ανόητο και άτοπο να βάλουμε όρια στη δύναμη της μόρφωσης που πάντα υπάρχει μέσα στην ψυχική φαντασία των ατόμων και στο συλλογικό κοινωνικο-ιστορικό φαντασιακό. Αλλά η φιλοσοφία δεν μας εμποδίζει να διαπιστώνουμε ότι η ανθρωπότητα διέσχισε ήδη περιόδους κατάπτωσης και λήθαργου, πολύ περισσότερο ύπουλες στο βαθμό που συνοδεύτηκαν, όπως παραδείγματος χάρη οι αιώνες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, απ’ αυτό που ονομάζουμε συνήθως υλική ευμάρεια. Αλλά στο μέτρο, ασθενές ή όχι, που αυτό εξαρτάται από εμάς, και ιδιαίτερα από όσους σκεπτόμαστε και προσπαθούμε, εάν αυτό που σκεπτόμαστε και προσπαθούμε να κάνουμε και να δείξουμε στους άλλους μένει πιστό στην ιδέα της ανθρώπινης αυτονομίας, θα μπορούσε να συμβάλει, τουλάχιστον, στο να είναι η φάση αυτού του αργού λήθαργου η βραχύτερη δυνατή.

Λίγοι άνθρωποι μπορούν να χαίρονται χωρίς φθόνο

Δεν υπάρχει καλύτερη επένδυση από τη φιλία. Και δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην τη χρειάζεται στη ζωή του. Που να μην έχει δώσει κομμάτια του εαυτού του στ’ όνομά της.

Γιατί όταν είναι αληθινή, έχει την ικανότητα να ξεγυμνώνει χαρακτήρες και να γεμίζει ψυχές. Να γίνεται αισθητή ακόμη κι όταν επικρατεί η απόλυτη σιωπή, γιατί πολύ απλά μπορεί να εκφραστεί χωρίς την παρουσία λέξεων.

Αληθινός φίλος λοιπόν, είναι αυτός που χαίρεται μέσα απ’ τα βάθη της καρδιάς του για την ευτυχία σου. Χωρίς να δηλητηριάζεται η ψυχή του από ζήλια και φθόνο. Χωρίς να αποδοκιμάζει τις επιλογές σου και να αμφιβάλλει για όλα όσα έχεις καταφέρει στη ζωή σου. Αυτός ο ξεχωριστός άνθρωπος που πετάει στα ουράνια με τις χαρές σου και πέφτει απ’ τα σύννεφα με τις λύπες σου. Που είναι διατεθειμένος να κάνει τα πάντα για να σε δει να χαμογελάς και να βάλει στη θέση του όποιον τολμήσει να σε κάνει να δακρύσεις.

Δεν έχουν πολλοί το προνόμιο να έχουν δίπλα τους τέτοιους μοναδικούς ανθρώπους. Γιατί είναι όντως δυσεύρετοι. Κι αν έχεις την τύχη να μοιράζεσαι στιγμές και να δημιουργείς αναμνήσεις με φίλους πραγματικούς, μην τους αφήσεις ποτέ να φύγουν απ’ τη ζωή σου. Θα’ ναι πάντα εκεί για να σε ενθαρρύνουν όταν διστάζεις και να σε στηρίζουν όταν χάνεις τη γη κάτω απ’ τα πόδια σου. Είναι μέρος της ευτυχίας σου, γι’ αυτό και δε θα ζηλέψουν ποτέ την έντασή της.

Ήταν, είναι και θα είναι πάντα δίπλα σου γιατί έχουν ταιριάξει τα κομμάτια σας χωρίς πολλά-πολλά. Έχετε βρει αυτά που σας ενώνουν και δε θ’ αφήσετε ποτέ αυτά που σας χωρίζουν να μπουν στη μέση της φιλίας σας. Συμπληρώνετε με λίγα λόγια, ο ένας τον άλλο και μαζί, είστε ανίκητοι. Κι η φιλία να ξέρεις, γίνεται ακόμη πιο πολύτιμη με το πέρασμα του χρόνου. Γιατί σημαίνει πως αντέχει στη φθορά του και ξεπερνάει με πείσμα κάθε εμπόδιο που εμφανίζεται στο μονοπάτι της. Όποια μορφή κι αν έχει.

Κι είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, οι άνθρωποι που έχουν την ικανότητα να χαίρονται χωρίς ίχνος φθόνου για την ευτυχία των φίλων τους. Να το θυμάσαι όταν επιλέγεις τους ανθρώπους που θέλεις να κρατήσεις στο πλάι σου. Γιατί οι διεφθαρμένοι άνθρωποι είναι πολλοί κι οι μάσκες διαθέσιμες για όποιον τις κάνει κέφι, ακόμη περισσότερες. Ό,τι κι αν έχεις ζήσει, μη γίνεις ένας από αυτούς. Να παραμείνεις ο παλιός, καλός εαυτός σου και πίστεψέ με, αυτοί που έχουν σημασία θα το εκτιμήσουν.

Αν γνωρίζεις λοιπόν για τη θλίψη του φίλου σου, μη διστάσεις να την κάνεις δικιά σου. Να είσαι εκεί και για τις χαρές, αλλά και για τις λύπες του. Και θα σ’ το ανταποδώσει. Θα ξημερωθεί στο πλάι σου, ακούγοντάς σε να ονειροπολείς και να γκρινιάζεις για το παραμικρό. Θα είναι εκεί για να σε ταρακουνήσει όταν είσαι έτοιμος να ξεστρατήσεις και να σε επαναφέρει στο σωστό μονοπάτι. Γι’ αυτό να εμπιστεύεσαι αυτούς που δεν πρέπει να το ζητήσουν. Τους σπουδαίους ανθρώπους που κατάφεραν να εγκατασταθούν στην καρδιά σου και δε θα φύγουν ακόμη κι αν σε μια στιγμή τρέλας και απόγνωσης, τους το ζητήσεις.

Το πρόβλημα με το Ισλάμ

Όπως κάθε άλλη θρησκεία, το Ισλάμ έχει περάσει από διάφορες φάσεις. Μουσουλμάνοι διανοούμενοι, μετέφρασαν τα συγγράμματα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, και συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στην ανάπτυξη αρκετών επιστημών, που βρίσκονταν στα πρώτα τους βήματα, σε μία περίοδο που οι χριστιανοί της Ευρώπης ζούσαν μέσα σε απόλυτη άγνοια. Μόνο μέσα από την κατάχτηση της Ισπανίας από τους μουσουλμάνους, έφθασαν τα ελληνικά κείμενα να μεταφρασθούν στα Λατινικά και έδωσαν το έναυσμα για την Αναγέννηση στη Δυτική Ευρώπη.

Θα μπορούσε κανείς να γράψει χιλιάδες σελίδες απαριθμώντας τέτοιες περιπτώσεις σε σχέση με κάθε θρησκεία, ποιον σκοπό θα εξυπηρετούσε όμως; Μήπως αυτό θα σήμαινε ότι η θρησκευτική πίστη είναι κάτι καλό ή ακόμη και αγαθοεργές; Αποτελεί κοινοτοπία το να πει κανείς ότι σχεδόν όλα τα πράγματα που αξίζουν σε αυτόν τον κόσμο έχουν δημιουργηθεί από ανθρώπους της πίστης, διότι σχεδόν όλοι όσοι δούλεψαν με σφυριά ή όργωσαν τις θάλασσες υπήρξαν ευσεβείς οπαδοί κάποιας θρησκευτικής παράδοσης. Απλώς δεν υπήρχε κανένας άλλος για να κάνει αυτές τις δουλειές. Μπορούμε επίσης να πούμε ότι όλα τα ανθρώπινα επιτεύγματα πριν από τον 20ό αιώνα πραγματοποιήθηκαν από άνδρες και από γυναίκες που δεν είχαν ιδέα για τη μοριακή βάση της ζωής. Μήπως από αυτό προκύπτει ότι θα άξιζε να διατηρήσουμε μία αντίληψη για τη Βιολογία με βάση τον 19ο αιώνα;

Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πώς θα ήταν σήμερα ο κόσμος μας, αν κάποιο μεγάλο βασίλειο της Λογικής είχε εμφανισθεί την εποχή των σταυροφοριών και είχε επιβάλει την ειρήνη στα θρησκευόμενα πλήθη της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής. Ίσως να είχαμε αποκτήσει ένα σύγχρονο δημοκρατικό καθεστώς και να είχε εμφανισθεί το Διαδίκτυο από το 1600. Το γεγονός ότι η θρησκευτική πίστη έχει αφήσει τα ίχνη της σε κάθε τομέα του πολιτισμού μας, δεν αποτελεί επιχείρημα για τη στήριξή της, ούτε κάποια συγκεκριμένη πίστη μπορεί να απαλλαγεί από τις ευθύνες της επειδή ορισμένοι πιστοί της συνεισέφεραν τα μέγιστα στον ανθρώπινο πολιτισμό.

Πολλοί συγγραφείς, έχουν παρατηρήσει ότι είναι προβληματικό το να αναφέρεται κανείς σε μουσουλμανικό «φονταμενταλισμό», διότι αυτό υπονοεί ότι υπάρχουν σοβαρές δογματικές διαφορές ανάμεσα στους φονταμενταλιστές μουσουλμάνους και στο κύριο σώμα των πιστών. Η αλήθεια όμως είναι ότι οι περισσότεροι μουσουλμάνοι φαίνονται να είναι «φονταμενταλιστές» με τη δυτική έννοια της λέξης -ως προς το ότι ακόμη και βάσει «μετριοπαθών» ερμηνειών του Ισλάμ, το Κοράνιο θεωρείται ο κυριολεκτικός και αλάθητος λόγος του ενός και μοναδικού αληθινού Θεού. Η διαφορά ανάμεσα στους φονταμενταλιστές και στους μετριοπαθείς -και αναμφίβολα η διαφορά ανάμεσα στους κάθε είδους «εξτρεμιστές» και στους μετριοπαθείς- εντοπίζεται στον βαθμό στον οποίο προσεγγίζουν την πολιτική και στρατιωτική δράση, ως ένα οργανικό στοιχείο για την εφαρμογή της πίστης τους στην πράξη. Σε κάθε περίπτωση, όσοι πιστεύουν ότι το Ισλάμ πρέπει να καθορίζει κάθε διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης, συμπεριλαμβανομένων της πολιτικής και της νομοθεσίας, σήμερα δεν αποκαλούνται γενικότερα «φονταμενταλιστές» ή «εξτρεμιστές», αλλά μάλλον «ισλαμιστές».

Από την οπτική γωνία του Ισλάμ, ο κόσμος χωρίζεται στον «Οίκο του Ισλάμ» και στον «Οίκο του Πολέμου», και αυτή η δεύτερη περιγραφή θα έπρεπε να αποτελεί ένδειξη του τρόπου με τον οποίο πολλοί μουσουλμάνοι πιστεύουν ότι θα επιλυθούν τελικώς οι διαφορές τους, με όσους δεν συμμερίζονται την πίστη τους. Αν και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχουν κάποιοι «μετριοπαθείς» μουσουλμάνοι, που έχουν αποφασίσει να παραβλέψουν την αναπόδραστη μαχητικότητα της θρησκείας τους, το Ισλάμ είναι αναντίρρητα μία θρησκεία κατάκτησης. Το μοναδικό μέλλον που οραματίζονται οι ευσεβείς μουσουλμάνοι -ως μουσουλμάνοι- είναι ένα μέλλον στο οποίο όλοι οι άπιστοι έχουν ασπασθεί το Ισλάμ, έχουν υποταχθεί ή έχουν σκοτωθεί. Τα δόγματα του Ισλάμ, απλά δεν δέχονται τίποτε παραπάνω από μία προσωρινή διανομή της εξουσίας με τους «εχθρούς του Θεού».

Όπως και οι περισσότερες άλλες θρησκείες, στο Ισλάμ έχουν υπάρξει διαφόρων ειδών σχίσματα. Από τον 7ο αιώνα οι σουνίτες (που είναι η πλειονότητα) θεωρούν τους σιίτες ετεροδόξους, και οι σιίτες το αντίστροφο. Επιπλέον, στο εσωτερικό αυτών των δύο ομάδων έχουν εμφανισθεί διαφορές, ακόμη και στις τάξεις όσων είναι καθαρόαιμοι ισλαμιστές. Δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε λεπτομερώς με αυτό το μωσαϊκό αιρέσεων, πέρα από το να σημειώσουμε ότι αυτά τα σχίσματα είχαν το μάλλον ευνοϊκό αποτέλεσμα να χωρίσουν τον οίκο του Ισλάμ σε ομάδες που αντιμάχονται η μία την άλλη. Ενώ αυτό αμβλύνει την απειλή που αποτελεί σήμερα το Ισλάμ για τη Δύση, το Ισλάμ και ο δυτικός φιλελευθερισμός δεν παύουν να παραμένουν ασυμφιλίωτα κινήματα. Το μετριοπαθές Ισλάμ -το αληθινά μετριοπαθές, που ασκεί αληθινή κριτική στον μουσουλμανικό παραλογισμό- δεν φαίνεται να υπάρχει στην ουσία. Αν υπάρχει, κρύβεται πολύ καλά, όπως έκαναν και οι μετριοπαθείς χριστιανοί τον 14ο αιώνα (για τους ιδίους λόγους).

Το χαρακτηριστικό του Ισλάμ που ανησυχεί περισσότερο τους μη μουσουλμάνους και το οποίο οι απολογητές του Ισλάμ κάνουν ό,τι μπορούν για να αποκρύψουν, είναι η αρχή της τζιχάντ. Στην κυριολεξία, ο όρος αυτός μπορεί να μεταφρασθεί ως «αγώνας» ή «πάλη» ή «προσπάθεια», αλλά κατά κανόνα αποδίδεται ως «ιερός πόλεμος», και αυτό δεν είναι τυχαίο. Αν και οι μουσουλμάνοι σπεύδουν να παρατηρήσουν ότι υπάρχει μία εσωτερική (ή «μεγάλη» τζιχάντ), που συνεπάγεται τον πόλεμο κατά των ατομικών αμαρτημάτων, κανένα περίτεχνο λογικό οικοδόμημα δεν μπορεί να αποκρύψει το γεγονός ότι η εξωτερική (ή «μικρότερη») τζιχάντ -ο πόλεμος εναντίον των απίστων και των αποστατών- αποτελεί κεντρικό στοιχείο της πίστης. Ο στρατιωτικός αγώνας προς «υπεράσπιση του Ισλάμ», αποτελεί θρησκευτική υποχρέωση για όλους τους άρρενες μουσουλμάνους. Κάνουμε λάθος αν πιστέψουμε ότι η φράση «προς υπεράσπιση του Ισλάμ», υπονοεί ότι οι μουσουλμάνοι πρέπει να πολεμούν μόνο σε κατάσταση «αυτοάμυνας». Αντιθέτως, η υποχρέωση της τζιχάντ είναι μία ξεκάθαρη πρόσκληση για την κατάκτηση του κόσμου. Όπως γράφει ο Μπέρναρντ Λιούις: «Αυτό που υπονοείται, είναι ότι η υποχρέωση για τζιχάντ θα εξακολουθήσει να υφίσταται, διακοπτόμενη μόνο από προσωρινές ανακωχές, έως ότου όλος ο κόσμος, είτε ασπασθεί τη μουσουλμανική πίστη, είτε υποκύψει στη μουσουλμανική εξουσία» («Η κρίση του Ισλάμ»). Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι οι μουσουλμάνοι περιμένουν τη νίκη σε αυτόν τον κόσμο, καθώς και στον επόμενο.

Η εντολή για την κατάκτηση του κόσμου έχει ενδιαφέρον, με δεδομένο ότι ένα από τα κύρια αμαρτήματα που αποδίδουν σι μουσουλμάνοι στη Δύση είναι ο «ιμπεριαλισμός»:

    «Ο ιμπεριαλισμός είναι ένα ιδιαιτέρως σημαντικό ζήτημα στην επιχειρηματολογία των κατοίκων της Μέσης Ανατολής, και ειδικώς των ισλαμιστών, εναντίον της Δύσης. Γι’ αυτούς, ο όρος «ιμπεριαλισμός» έχει μία ειδική σημασία. Για παράδειγμα, αυτός ο όρος δεν χρησιμοποιείται ποτέ από μουσουλμάνους σε σχέση με τις μεγάλες μουσουλμανικές αυτοκρατορίες τις οποίες ίδρυσαν αρχικώς οι Άραβες, και σε μεταγενέστερες περιόδους οι Τούρκοι, οι οποίοι κατέκτησαν τεράστιες εκτάσεις και ενσωμάτωσαν τους πληθυσμούς τους στον οίκο του Ισλάμ. Για τους μουσουλμάνους ήταν απολύτως νόμιμο να κατακτούν μέρη της Ευρώπης και να υποτάσσουν τους πληθυσμούς τους, κι έτσι να τους δίνουν τη δυνατότητα, χωρίς όμως να τους υποχρεώνουν, να ασπασθούν την αληθινή πίστη. Αλλά, όταν οι Ευρωπαίοι προσπαθούσαν να κατακτήσουν και να υποτάξουν μουσουλμάνους, αυτό ήταν αμάρτημα, και ακόμη χειρότερο το να προσπαθήσουν να τους οδηγήσουν σε άλλη πίστη. Στη μουσουλμανική κοσμοαντίληψη, ο προσηλυτισμός στο Ισλάμ αποτελεί ευεργέτημα για τον νεοφώτιστο και αγαθοεργία για όσους τον προσηλυτίζουν. Σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο, η εγκατάλειψη του Ισλάμ ισοδυναμεί με αποστασία -ένα θεμελιώδους φύσεως έγκλημα γι’ αυτόν που παραπλανάται και για εκείνον που τον παραπλανά. Σε αυτό το σημείο ο νόμος είναι ξεκάθαρος: Αν ένας μουσουλμάνος αποκηρύξει το Ισλάμ, ακόμη και αν ένας νεοφώτιστος επανέλθει στην παλαιά του πίστη, η ποινή είναι θάνατος.» (Μπέρναρντ Λιούις ‘Crisis of Islam’)

Θα πρέπει να παρατηρήσουμε, ότι το σχόλιο του Λιούις, σχετικώς με τον μη καταναγκασμό του προσηλυτισμού στη νέα πίστη, είναι παραπλανητικό σε αυτήν την περίπτωση. Είναι αλήθεια ότι το Κοράνιο παρέχει ένα είδος «χειρόφρενου» για τους «μετριοπαθείς» μουσουλμάνους -«Δεν θα υπάρξει καταναγκασμός στη θρησκεία» (Κοράνιο 2: 256)- αλλά αν ρίξουμε μία ματιά στα υπόλοιπα μέρη του Κορανίου, και στη μουσουλμανική ιστορία, θα δούμε ότι δεν πρέπει να περιμένουμε πολλά από αυτή τη φράση. Όπως έχουν τα πράγματα, αυτή η φράση παρέχει μία πολύ αδύναμη βάση για μουσουλμανική ανεκτικότητα. Πρώτον, η μουσουλμανική αντίληψη για ανεκτικότητα περιορίζεται στους Εβραίους και στους χριστιανούς -τους λαούς των Γραφών- ενώ οι πρακτικές των βουδιστών, των ινδουιστών και άλλων ειδωλολατρών, θεωρούνται τόσο σαθρές πνευματικά, ώστε να ξεφεύγουν τελείως από κάθε όριο. Ακόμη και οι λαοί των Γραφών πρέπει να αυτοπεριορίζονται και να πληρώνουν με «ταπεινότητα» τον κεφαλικό φόρο «τζίζγια» στους μουσουλμάνους αυθέντες τους.

Από δογματική άποψη, ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνονται οι μουσουλμάνοι την ανοχή, είναι μία κατάσταση, στα πλαίσια της οποίας, όσοι δεν είναι μουσουλμάνοι θα έχουν υποταχθεί από πολιτική και οικονομική άποψη, θα έχουν προσηλυτισθεί ή θα έχουν σφαγιαστεί. Το γεγονός ότι ο μουσουλμανικός κόσμος δεν υπήρξε ενωμένος κάτω από μία ενιαία κυβέρνηση, για το μεγαλύτερο διάστημα της ιστορίας του, και μπορεί να μη βρεθεί ξανά ενωμένος στο μέλλον, είναι άσχετο με αυτήν την επιθυμία για κυριαρχία.

Ο Λιούις παρατηρεί ότι «για τους μουσουλμάνους, κανένα κομμάτι εδάφους, από τη στιγμή που προσετέθη στο βασίλειο του Ισλάμ, δεν μπορεί ποτέ να εγκαταλειφθεί οριστικά». Μπορούμε επίσης να προσθέσουμε ότι και καμία συνείδηση από τότε που προστίθεται στο βασίλειο του Ισλάμ, δεν μπορεί ποτέ να εγκαταλειφθεί οριστικά, διότι, όπως σημειώνει και πάλι ο Λιούις, η ποινή της αποστασίας είναι ο θάνατος. Θα κάναμε καλά να μέναμε σε αυτό το γεγονός για λίγο, διότι το μαύρο μαργαριτάρι της μισαλλοδοξίας είναι κάτι που κανένας βαθμός φιλελεύθερης ερμηνείας δεν θα μπορέσει ποτέ να εξουδετερώσει πλήρως. Μέσα στον Οίκο του Ισλάμ, η ποινή για την απόκτηση υπερβολικών γνώσεων σχετικώς με αυτόν τον κόσμο -ώστε να αμφισβητήσεις τα δόγματα της πίστης- είναι ο θάνατος. Αν ένας μουσουλμάνος τον 21ο αιώνα χάσει την πίστη του, ακόμη και αν είχε υπάρξει μουσουλμάνος για μία μόνο ώρα, η κανονική αντίδραση σε όλη την έκταση του μουσουλμανικού κόσμου είναι να τον θανατώσουν.

Ενώ το Κοράνι απλώς περιγράφει τις ποινές που απειλούν τον αποστάτη στον επόμενο κόσμο (Κοράνι 3: 86-91), τα χαντίθ περιγράφουν με έμφαση τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε αυτόν τον κόσμο: «Όποιον αλλάζει τη θρησκεία του, να τον σκοτώνεις». Δεν υπάρχει κάποια μεταφορική διατύπωση πίσω από την οποία μπορεί να κρυφτεί αυτή η εντολή, και φαίνεται ότι καμμία φιλελεύθερη ερμηνευτική διαδικασία δεν μπορεί να την αγνοήσει. Μπορεί να μπούμε στον πειρασμό να δώσουμε μεγάλη έμφαση στο γεγονός ότι η εντολή αυτή δεν εμφανίζεται στο ίδιο το Κοράνι, αλλά από πρακτική άποψη, φαίνεται ότι το χαντίθ διαμορφώνει σε παρόμοιο βαθμό την κοσμοαντίληψη των μουσουλμάνων. Με δεδομένο το γεγονός ότι το χαντίθ χρησιμεύει συχνά ως ο φακός μέσα από τον οποίο ερμηνεύεται το Κοράνι, πολλοί μουσουλμάνοι μελετητές το θεωρούν ακόμη μεγαλύτερη αυθεντία για την πρακτική του Ισλάμ. Είναι αλήθεια ότι κάποιοι φιλελεύθεροι νομομαθείς πιστεύουν ότι ο αποστάτης πρέπει να έχει μιλήσει εναντίον του Ισλάμ, πριν εγκρίνουν αυτή τη δολοφονία, αλλά η ίδια η ποινή δεν αξιολογείται γενικότερα ως ακραία. Το δικαίωμα του φόνου αποστατών είναι ζήτημα γενικής αποδοχής, αν όχι και πρακτικής. Αυτό εξηγεί το γιατί δεν υπήρξε ούτε ένας λογικός μουσουλμάνος επάνω στη γη όταν ο Αγιατολάχ Χομεϊνί επικήρυξε τον Σάλμαν Ρούσντι.

Τόσο ο Ιουδαϊσμός, όσο και ο Χριστιανισμός θα μπορούσαν να παρουσιασθούν ως εξ ίσου μισαλλόδοξοι -αλλά έχουν περάσει κάποιοι αιώνες από την τελευταία φορά που αυτές οι θρησκείες έπραξαν κάτι τέτοιο. Πάντως, αποτελεί πραγματικότητα στους κόλπους του Ισλάμ σήμερα το ότι, αν ανοίξεις τη λάθος πόρτα στην ερευνά σου για τον κόσμο, οι αδελφοί σου κρίνουν ότι, για αυτόν τον λόγο, πρέπει να πεθάνεις. Θα έπρεπε λοιπόν να διερωτηθούμε, με ποια έννοια πιστεύουν οι μουσουλμάνοι ότι δεν πρέπει να υπάρχει «καταναγκασμός στη θρησκεία».

Το Ισλάμ, περισσότερο από κάθε άλλη θρησκεία που έχουν επινοήσει οι άνθρωποι, έχει όλα τα χαρακτηριστικά μίας καθαρόαιμης λατρείας του θανάτου. Ο Σαγίντ Κουτμπ, ένας από τους πιο έγκυρους διανοητές στον ισλαμικό κόσμο και «πατέρας» του σύγχρονου Ισλαμισμού των σουνιτών, έγραψε: «Το Κοράνιο επισημαίνει ένα άλλο αξιοκατάκριτο χαρακτηριστικό των Εβραίων: Την άνανδρη επιθυμία τους να ζήσουν, ανεξαρτήτως τιμήματος, της τιμής τους, της ποιότητας ζωής ή της αξιοπρέπειας τους» («Τρομοκρατία και Φιλελευθερισμός», Π. Μπέρμαν). Αυτή η δήλωση αποτελεί στην πραγματικότητα ένα θαύμα περιεκτικότητας. Αν και μπορεί να φαίνεται ότι δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένας απλός υπαινιγμός κατά των Εβραίων, είναι στην πραγματικότητα ένα πυκνό απόσταγμα της κοσμοαντίληψης των μουσουλμάνων. Αν το εξετάσετε για ένα ή δύο λεπτά, θα εμφανισθεί εμπρός στα μάτια σας ένας ολόκληρος μηχανισμός μισαλλοδοξίας και αυτοκτονικής μεγαλοστομίας. Η αμφιλεγόμενη απαγόρευση της αυτοκτονίας από το Κοράνιο δείχνει να είναι εκτός συζητήσεως. Είναι βέβαιο ότι θα υπάρξουν μουσουλμάνοι νομομαθείς που θα πουν ότι οι βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας έρχονται σε αντίθεση με τα δόγματα του Ισλάμ (και πού είναι αυτοί οι νομομαθείς, επί τη ευκαιρία;) και ότι, επομένως, οι βομβιστές αυτοκτονίας δεν είναι μάρτυρες αλλά νεοφερμένοι δημότες της Κόλασης. Μία τέτοια αντίληψη της μειοψηφίας, ακόμη και αν υπάρχει, δεν αλλάζει το γεγονός ότι οι βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας έχουν εκλογικευθεί από μεγάλο μέρος του μουσουλμανικού κόσμου (όπου αποκαλούνται «ιερές εκρήξεις»). Και μάλιστα, η εκλογίκευση αυτού του είδους είναι εκπληκτικά εύκολη, με δεδομένα τα δόγματα του Ισλάμ. Στο φως όσων πιστεύουν οι ευσεβείς μουσουλμάνοι -για την τζιχάντ, για το μαρτύριο, για τον Παράδεισο και για τους απίστους-, οι βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας είναι απίθανο να τους φαίνονται παραβιάσεις της πίστης τους. Και δεν προκαλεί καμία έκπληξη το γεγονός ότι όσοι πεθαίνουν με αυτόν τον τρόπο θεωρούνται μάρτυρες από πολλούς ομοθρήσκους τους. Μία στρατιωτική ενέργεια, που συνεπάγεται μεγάλο κίνδυνο θανάτου, θα μπορούσε σε κάθε περίπτωση να θεωρηθεί «αποστολή αυτοκτονίας» απαλέίφοντας τη διάκριση ανάμεσα στην αυτοκτονία και στον θάνατο κατά την εκτέλεση του καθήκοντος, για κάποιον που θα πολεμούσε στο όνομα του Θεού. Το ουσιαστικό συμπέρασμα για τον επίδοξο μάρτυρα φαίνεται να είναι: Όσο σκοτώνεις απίστους και αποστάτες «υπερασπιζόμενος το Ισλάμ», ο Αλλάχ δεν ενδιαφέρεται αν θα σκοτωθείς κι εσύ ή όχι.

Ας φαντασθούμε, ότι κάποια ημέρα βασιλεύει η ειρήνη στη Μέση Ανατολή. Τί θα λένε οι μουσουλμάνοι, σχετικώς με τις βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας τις οποίες υποστήριξε η συντριπτική τους πλειονότητα; Θα πούνε ότι «η κατοχή των Ισραηλινών μάς έκανε να χάσουμε τα λογικά μας»; Θα πούνε «ήμασταν μία γενεά κοινωνικά ανώμαλων»; Πώς θα δικαιολογήσουν τους εορτασμούς που ακολουθούσαν αυτές τις «ιερές εκρήξεις»; Ένας νεαρός άνδρας, που ανήκει σε μία εύπορη οικογένεια, γεμίζει τα ρούχα του με εκρηκτικά και με ρουλεμάν και εξολοθρεύει τον εαυτό του μαζί με καμία εικοσαριά παιδιά σε μία ντισκοτέκ, και η μητέρα του αμέσως δέχεται τα συγχαρητήρια εκατοντάδων γειτόνων της. Τί θα σκέπτονται οι Παλαιστίνιοι για τέτοιου είδους συμπεριφορές, μετά την επικράτηση της ειρήνης; Αν εξακολουθούν να είναι ευσεβείς μουσουλμάνοι, να τι πρέπει να σκέφτονται: «Τα παιδιά μας είναι στον Παράδεισο, και έχουν προετοιμάσει το έδαφος για να τους ακολουθήσουμε. Για τους απίστους είναι έτοιμη η Κόλαση». Προσωπικά, μου φαίνεται ότι αποτελεί σχεδόν απαράβατη αρχή της ανθρώπινης φύσης το ότι καμμία ειρήνη, αν ποτέ επικρατήσει, δεν θα επιβιώσει για πολύ, με βάση πεποιθήσεις αυτού του είδους.

Δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι ένα αξιόλογο ποσοστό των μουσουλμάνων ανά τον κόσμο, πιστεύουν ότι οι άνθρωποι που γκρέμισαν το Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου κάθονται τώρα εκ δεξιών του Θεού, ανάμεσα «σε ποταμούς από πεντακάθαρο νερό και σε ποταμούς από γάλα που είναι φρέσκο για πάντα. Σε ποταμούς από υπέροχο κρασί για αυτούς που το πίνουν, και σε ποταμούς από πεντακάθαρο μέλι» (47: 15). Η ειρωνεία είναι σχεδόν ένα θαύμα από μόνο του: Ο πιο καταπιεστικός σεξουαλικά λαός που υπάρχει σήμερα στον κόσμο -άνθρωποι που καταλαμβάνονται από δολοφονική μανία όταν βλέπουν να προβάλλεται η τηλεοπτική σειρά «Baywatch»- μαγνητίζονται από την προοπτική του μαρτυρίου και από μία αντίληψη του Παραδείσου που θυμίζει περισσότερο υπαίθριο οίκο ανοχής.

Πέρα από τις φοβερές ηθικές επιπτώσεις που προκύπτουν από αυτή τη νοοτροπία που προέρχεται από κάποιον άλλο κόσμο, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ο Παράδεισος του Κορανίου είναι εξωπραγματικός. Το να πει ένας προφήτης του 7ου αιώνα ότι ο Παράδεισος είναι ένας κήπος, γαρνιρισμένος με ποταμούς από γάλα και από μέλι, ισοδυναμεί με το να πει ένας προφήτης του 21ου αιώνα ότι είναι μία αστραφτερή πόλη, όπου όλες οι ψυχές έχουν από ένα καινούργιο αυτοκίνητο Lexus. Αν το σκεφθεί κανείς έστω και για μία στιγμή, πρέπει να συμπεράνει ότι τέτοιες διακηρύξεις δεν δίνουν κανένα απολύτως μήνυμα για τη μετά θάνατον ζωή, αλλά λένε πολλά για τα όρια της ανθρώπινης φαντασίας.

Για τους ευσεβείς μουσουλμάνους, η θρησκευτική ταυτότητα φαίνεται να υπερισχύει απέναντι σε όλες τις άλλες… Στον διάλογό μας με τον μουσουλμανικό κόσμο, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ανθρώπους που εμφορούνται από πεποιθήσεις για τις οποίες δεν υπάρχει κάποια λογική στήριξη, άρα δεν μπορούν ούτε καν να συζητηθούν, και όμως αυτές είναι οι ίδιες οι πεποιθήσεις που υποκρύπτονται κάτω από πολλές από τις αξιώσεις που πρόκειται να προβάλλουν απέναντι μας.

Θα πρέπει να μας απασχολήσει ιδιαιτέρως το γεγονός, ότι τα πιστεύω των μουσουλμάνων θέτουν ένα ειδικό πρόβλημα για την πυρηνική αποτροπή. Δεν υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να έχουμε έναν ψυχρό πόλεμο με ένα ισλαμικό καθεστώς εξοπλισμένο με πυρηνικά όπλα μεγάλης εμβέλειας. Για να υπάρξει ψυχρός πόλεμος, χρειάζεται να υπάρχουν δύο πλευρές που τις αποτρέπει η αμοιβαία απειλή του θανάτου. Οι ιδέες του μαρτυρίου και της τζιχάντ υπερβαίνουν τη λογική που επέτρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Σοβιετική Ένωση να περάσουν μισό αιώνα κρεμασμένες με σχετική σταθερότητα στο χείλος του Αρμαγεδδώνα.

Τί θα κάνουμε, αν ένα ισλαμικό καθεστώς, το οποίο συγκινείται με μία απλή αναφορά του Παραδείσου, αποκτήσει κάποτε πυρηνικά όπλα; Βάσει ενός υποθετικού σεναρίου, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της γης μπορεί να εξοντωθεί λόγω κάποιων θρησκευτικών ιδεών που ανήκουν στο ίδιο ράφι με τον Μπάτμαν, τη φιλοσοφική λίθο και τους μονόκερους. Το γεγονός ότι θα ήταν ένας φρικτός παραλογισμός το να πεθάνουν πολλοί από εμάς για χάρη ενός μύθου, δεν συνεπάγεται απαραιτήτως πως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί.»

Ο Σάμιουελ Χάντινγκτον έχει περιγράψει τη σύγκρουση ανάμεσα στη Δύση και στο Ισλάμ με μία φράση που έγινε διάσημη, ως «σύγκρουση πολιτισμών». Ο Χάντινγκτον έκανε την παρατήρηση ότι όπου συνορεύουν μουσουλμανικές με μη μουσουλμανικές χώρες, υπάρχει η τάση ένοπλης σύγκρουσης. Ανακαλύπτοντας μία επιτυχημένη φράση για ένα ατυχές γεγονός, δήλωσε ότι το «Ισλάμ έχει αιματοβαμμένα σύνορα». Πάντως, πολλοί διανοητές έχουν στραφεί εναντίον της θέσης του Χάντινγκτον.

Είτε μας αρέσει, είτε όχι το κατασκεύασμα του Χάντινγκτον, ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο: Το κακό που έχει εν τέλει φθάσει στις ακτές μας δεν είναι απλώς και μόνο το κακό της τρομοκρατίας. Είναι το κακό της θρησκευτικής πίστης, στην ώρα της πολιτικής της κυριαρχίας. Φυσικά, το Ισλάμ δεν είναι το μόνο που υπόκειται σε τέτοιες φρικτές μεταμορφώσεις, αν και στην τωρινή περίοδο της ιστορίας, είναι το μόνο που βρίσκεται σε άνοδο. Είναι καιρός να παραδεχθούμε ότι όλοι οι λογικοί άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, έχουν έναν κοινό εχθρό. Είναι ένας εχθρός που βρίσκεται τόσο κοντά μας, και είναι τόσο απατηλός, ώστε εξακολουθούμε να ακούμε τις συμβουλές του, ακόμη και όταν απειλεί να καταστρέψει κάθε δυνατότητα ανθρώπινης ευτυχίας. Ο εχθρός μας αυτός δεν είναι άλλος από την ίδια την πίστη.

Ο Τόμας Φρίντμαν, ένας ακαταπόνητος μελετητής των δυσαρεστημένων του κόσμου για λογαριασμό των «Τάιμς της Νέας Υόρκης», έχει διακηρύξει ότι η ταπείνωση των μουσουλμάνων βρίσκεται στη ρίζα της μουσουλμανικής τρομοκρατίας. Και άλλοι έχουν υποστηρίξει την ίδια άποψη, και οι ίδιοι οι μουσουλμάνοι ισχυρίζονται συχνά ότι ο δυτικός ιμπεριαλισμός έχει προσβάλει την αξιοπρέπειά τους, την υπερηφάνεια και την τιμή τους. Τί συμπέρασμα θα πρέπει να βγάλουμε απ’ όλα αυτά; Υπάρχει κανείς που μπορεί να εντοπίσει μεγαλύτερη προσβολή για την ισλαμική αξιοπρέπεια από τον ίδιο τον ισλαμικό νόμο; Για να δώσω ένα σύγχρονο παράδειγμα του είδους της κοινωνίας που μπορεί να διαμορφωθεί αποκλειστικά με βάση τα δόγματα του Ισλάμ, δεν χρειάζεται παρά να θυμηθούμε πώς έμοιαζε το Αφγανιστάν κάτω από τους Ταλιμπάν. Ποιές είναι αυτές οι απίθανες υπάρξεις που κυκλοφορούσαν μέσα σε σάβανα και ετιμωρούντο τακτικά με ξυλοδαρμό επειδή φαινόταν ο αστράγαλός τους; Αυτές ήσαν οι αξιοπρεπείς (και αναλφάβητες) γυναίκες του οίκου του Ισλάμ.

Αν ερχόταν σε αυτές τις χώρες ξαφνικά η δημοκρατία, δεν θα ισοδυναμούσε με τίποτε περισσότερο από μία γέφυρα προς τη θεοκρατία. Δεν φαίνεται να υπάρχει τίποτε στις αρχές του Ισλάμ, με το οποίο να αντιταχθεί κανείς στη μετάβαση στη σαρία (ισλαμικό νόμο), ενώ υπάρχουν τα πάντα για να την ενθαρρύνουν. Αυτή είναι μία φοβερή αλήθεια την οποία οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε. Το μόνο πράγμα που στέκεται ανάμεσα σε εμάς και στον φουσκωμένο ωκεανό του μουσουλμανικού παραλογισμού, είναι ένα τείχος τυραννίας και παραβιάσεων των ατομικών δικαιωμάτων, το οποίο έχουμε βοηθήσει να οικοδομηθεί. Αυτή η κατάσταση πρέπει να αποκατασταθεί, αλλά δεν μπορούμε απλώς να διώξουμε τους μουσουλμάνους δικτάτορες από την εξουσία και να ανοίξουμε τις κάλπες. Θα είναι σαν να ανοίγουμε τις κάλπες για τους χριστιανούς του 14ου αιώνα.

Είναι επίσης αλήθεια ότι η φτώχεια και η έλλειψη μόρφωσης παίζουν έναν ρόλο σε όλα αυτά, αλλά δεν πρέπει να στεκόμαστε μόνο σε αυτό. Ο αραβικός κόσμος σήμερα λιμνάζει, τόσο από οικονομική όσο και από πνευματική άποψη, σε μία έκταση που λίγοι θα μπορούσαν να θεωρήσουν δυνατή, με δεδομένο τον ιστορικό του ρόλο στην πρόοδο, στην προώθηση και στη διατήρηση της ανθρώπινης γνώσης. Το έτος 2002, το ΑΕΠ όλων των αραβικών κρατών μαζί ήταν χαμηλότερο από αυτό της Ισπανίας. Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι κάθε χρόνο στην Ισπανία μεταφράζονται τόσα βιβλία όσα έχει μεταφράσει το σύνολο του αραβικού κόσμου από τον 9ο αιώνα.

Αυτός ο βαθμός απομόνωσης και οπισθοδρόμησης είναι συγκλονιστικός, αλλά δεν πρέπει να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η φτώχεια και η έλλειψη μόρφωσης βρίσκονται στη ρίζα του προβλήματος. Το γεγονός ότι μία γενιά από αναλφάβητα παιδιά διοχετεύεται στον φονταμενταλιστικό μηχανισμό των «μαντράσας» (θρησκευτικών σχολείων που χρηματοδοτούνται από τους Σαουδάραβες) πρέπει να μας προκαλεί μεγάλη ανησυχία. Αλλά οι μουσουλμάνοι τρομοκράτες δεν προέρχονται ως τώρα από τις τάξεις των φτωχών και αμόρφωτων. Πολλοί από αυτούς ανήκαν στη μέση τάξη, ήσαν μορφωμένοι και δεν υπήρχε κάποια ορατή δυσλειτουργία στην ιδιωτική τους ζωή. Οι μαχητές της Χεζμπολάχ, οι οποίοι σκοτώνονται σε αιματηρές συγκρούσεις, προέρχονται συνήθως από εύπορες οικογένειες και έχουν φοιτήσει σε γυμνάσιο. Οι ηγέτες της Χαμάς είναι όλοι πτυχιούχοι ανωτάτων σχολών, και ορισμένοι έχουν μάστερ. Αυτά τα γεγονότα μάλλον δείχνουν ότι, ακόμη και αν όλοι οι μουσουλμάνοι διέθεταν ένα επίπεδο ζωής συγκρίσιμο με αυτό του μέσου Αμερικανού, η Δύση θα εξακολουθούσε να κινδυνεύει εντόνως από μία σύγκρουση με το Ισλάμ. Υποπτεύομαι μάλιστα ότι η ευημερία των μουσουλμάνων, ίσως έκανε τα πράγματα χειρότερα, διότι το μόνο πράγμα που φαίνεται ικανό να πείσει τους μουσουλμάνους ότι η κοσμοαντίληψή τους είναι προβληματική, είναι η προφανής αποτυχία των κοινωνιών τους. Αν η μουσουλμανική ορθοδοξία ήταν, από οικονομική και τεχνολογική άποψη, εξ ίσου επιτυχημένη με τον δυτικό φιλελευθερισμό, θα ήμασταν πιθανώς καταδικασμένοι να γίνουμε μάρτυρες του εξισλαμισμού της οικουμένης.

Οι ισλαμιστές θα μπορούσαν να διασπάσουν τον κόσμο σε άτομα και ακόμη να μην είναι ένοχοι μηδενισμού, διότι τα πάντα μέσα στην κοσμοαντίληψή τους έχουν μεταμορφωθεί από το φως του Παραδείσου. Με δεδομένα τα όσα πιστεύουν οι ισλαμιστές, είναι απολύτως λογικό γι’ αυτούς να καταπιέζουν τον εκσυγχρονισμό όπου μπορούν. Είναι μάλιστα λογικό και για τις μουσουλμάνες μητέρες να ενθαρρύνουν την αυτοκτονία των τέκνων τους, εφ’ όσον πολεμούν στο όνομα του Θεού. Οι ευσεβείς μουσουλμάνοι απλώς γνωρίζουν ότι πηγαίνουν σε έναν καλύτερο τόπο. Ο Θεός είναι συγχρόνως παντοδύναμος και απολύτως δίκαιος. Για ποιόν λόγο λοιπόν, να χαίρεται κανείς μέσα στην επιθανάτια αγωνία ενός αμαρτωλού κόσμου; Υπάρχουν άλλες ιδεολογίες με τις οποίες μπορεί κάποιος να εξοβελίσει τα τελευταία ίχνη λογικής από τη συζήτηση μέσα σε μία κοινωνία, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Ισλάμ είναι μία από τις καλύτερες που διαθέτουμε.

Οι οπαδοί της κοσμικής σκέψης έχουν την τάση να ισχυρίζονται ότι ο ρόλος του Ισλάμ, ή της θρησκείας γενικότερα, έχει δευτερεύουσα σημασία έναντι της πολιτικής, για τον καθορισμό του χαρακτήρα μίας κοινωνίας. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, οι άνθρωποι κινούνται πρώτα από τα πολιτικά τους συμφέροντα και βρίσκουν μία θρησκευτική συλλογιστική που ταιριάζει στην περίσταση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχουν πολλά παραδείγματα πολιτικών ηγετών οι οποίοι επικαλούνται τη θρησκεία για καθαρά πρακτικούς, ακόμη και για κυνικούς, λόγους. Αλλά, δεν πρέπει να εξαγάγουμε λάθος συμπέρασμα σ’ αυτό το σημείο. Ένας μοχλός λειτουργεί μόνο όταν εφάπτεται σε κάτι. Κάποιος, σε τελική ανάλυση, πρέπει να πιστεύει στον Θεό, για να έχει πολιτική αποτελεσματικότητα η αναφορά στον Θεό. Και θεωρώ ότι είναι λίγο έως πολύ αυταπόδεικτο το ότι, οπουδήποτε ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων μετατρέπει τον εαυτό του σε βόμβα, ή στέλνει τα παιδιά του εθελοντικά να καθαρίσουν ναρκοπέδια (όπως συνέβαινε συχνά στον πόλεμο Ιράν-Ιράκ), η συλλογιστική πίσω από τις ενέργειές τους έχει παύσει να είναι καθαρά πολιτική. Αυτό δεν υπονοεί ότι ο επίδοξος μάρτυρας δεν ελκύεται από τη θορυβώδη πολιτική σπουδαιότητα της τελευταίας πράξης του, όπως τη φαντάζεται, αλλά, εκτός και αν κάποιος άνθρωπος πιστεύει σε κάποια απίθανα πράγματα σχετικώς με το σύμπαν, και ειδικώς για το τι συμβαίνει μετά θάνατον, είναι μάλλον απίθανο να έχει μία τέτοια συμπεριφορά. Τίποτε δεν εξηγεί τη δράση των μουσουλμάνων εξτρεμιστών και την ευρύτατη αποδοχή της συμπεριφοράς τους στον μουσουλμανικό κόσμο, καλύτερα από τα δόγματα του Ισλάμ.

Με δεδομένα τα όσα πιστεύουν πολλοί μουσουλμάνοι, είναι δυνατή μία αληθινή ειρήνη στον κόσμο; Μήπως η σχετική αδυναμία των μουσουλμανικών κρατών είναι το μοναδικό πράγμα που εμποδίζει έναν ανοικτό πόλεμο ανάμεσα στο Ισλάμ και στη Δύση; Φοβάμαι ότι είναι δύσκολο να βρει κανείς ενθαρρυντικές απαντήσεις σε ερωτήματα αυτού του είδους. Το φιλελεύθερο στοιχείο στο δόγμα του Ισλάμ φαίνεται πολύ αδύναμο, μέχρι σημείου να ανήκει τελείως στον χώρο της φαντασίας. Αν και έχουμε δει ότι και η ίδια η Βίβλος είναι μία μεγάλη δεξαμενή μισαλλοδοξίας, τόσο για τους χριστιανούς όσο και για τους Εβραίους -όπως δείχνουν τα πάντα, από τα κείμενα του Αυγουστίνου έως τη συμπεριφορά των Ισραηλινών αποίκων-, δεν είναι δύσκολο να βρει κανείς μεγάλα τμήματα της Γραφής, καθώς και χριστιανικές και εβραϊκές ερμηνείες, που προσφέρουν αντεπιχειρήματα. Ένας χριστιανός που επιθυμεί να ζήσει σε πλήρη αρμονία με τη λογική και με τις σύγχρονες αντιλήψεις, μπορεί να διατηρήσει τη διδασκαλία του Ιησού στο Όρος των Ελαιών και απλώς να αγνοήσει τη φλύαρη μωρολογία της Αποκάλυψης, στην οποία ο κόσμος φθάνει στην καταστροφή. Το Ισλάμ δεν φαίνεται να προσφέρει ένα τέτοιο καταφύγιο, για όποιον θελήσει να ζήσει ειρηνικά σε έναν πολυπολιτισμικό κόσμο.

Η τάση των φιλελευθέρων, είναι να κατηγορούν τη Δύση διότι έχει προκαλέσει την οργή του μουσουλμανικού κόσμου, μέσα από αιώνες κατακτήσεων, που εξυπηρετούσαν τα συμφέροντά τους, και επεμβάσεων, ενώ σι συντηρητικοί τείνουν να θεωρούν ότι ευθύνονται άλλα παρεμφερή χαρακτηριστικά της Μέσης Ανατολής, της αραβικής και της μουσουλμανικής ιστορίας. Το πρόβλημα φαίνεται να εντοπίζεται οπουδήποτε αλλού, εκτός από την καρδιά της μουσουλμανικής πίστης -αλλά η πίστη διαφοροποιεί κάθε μουσουλμάνο από τους απίστους. Χωρίς πίστη, τα περισσότερα παράπονα των μουσουλμάνων απέναντι στη Δύση θα ήταν αδύνατον να διαμορφωθούν και πολύ περισσότερο να προκαλέσουν την επιθυμία τους για εκδίκηση.

Είναι το Ισλάμ συμβατό με μία πολιτισμένη κοινωνία; Είναι δυνατόν να πιστεύεις όσα πρέπει να πιστεύεις για να είσαι καλός μουσουλμάνος, να έχεις στρατιωτική και οικονομική ισχύ, και να μην αποτελείς μία ασυνείδητη απειλή για τις πολιτισμένες κοινωνίες τρίτων; Πιστεύω ότι η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι όχι. Αν πρόκειται ποτέ να επιτευχθεί μία σταθερή ειρήνη ανάμεσα στο Ισλάμ και στη Δύση, το Ισλάμ πρέπει να υποστεί έναν ριζικό μετασχηματισμό. Αυτός ο μετασχηματισμός, για να είναι αποδεκτός από τους μουσουλμάνους, πρέπει επίσης να φαίνεται ότι προέρχεται από τους ιδίους τους μουσουλμάνους. Δεν είναι υπερβολικό το να πούμε ότι η μοίρα του πολιτισμού βρίσκεται κυρίως στα χέρια των «μετριοπαθών» μουσουλμάνων. Αν οι μουσουλμάνοι δεν μπορέσουν να μετατρέψουν τη θρησκεία τους σε μία ιδεολογία που είναι κατά βάση ειρηνική -ή να την αντιπαρέλθουν πλήρως-, είναι δύσκολο να εξετάσει κάποιος, το πώς το Ισλάμ και η Δύση θα καταφέρουν να αποφύγουν μία μόνιμη κατάσταση πολέμου μεταξύ τους σε αναρίθμητα μέτωπα. Τα πυρηνικά, βιολογικά και χημικά όπλα είναι μία πραγματικότητα που δεν μπορεί να ακυρωθεί.

Σαμ Χάρις – Το τέλος της πίστης

Ο μόνος που θα έχεις πάντα κοντά σου είναι ο εαυτός σου

Από τη στιγμή που γεννιόμαστε μέχρι τη στιγμή που πεθαίνουμε, ο μόνος άνθρωπος που έχουμε και θα έχουμε κοντά μας, είναι ο εαυτός μας. Όλοι οι άλλοι έρχονται και παρέρχονται κάποια στιγμή, ακόμα και οι πιο οικείοι κι όχι απαραίτητα από δική τους ή δική μας επιλογή. Η ζωή είναι από τη φύση της απρόβλεπτη, ρευστή, ευμετάβλητη. Και η στιγμή και της τελευταίας ανάσας μας ακόμα – όπως και της πρώτης – έχει έναν σίγουρο σύντροφο μόνο: τον εαυτό μας. Κι όμως, η σχέση που θα έπρεπε πρωταρχικά να δομήσουμε -σε στέρεες και υγιείς βάσεις- προκειμένου να μη νιώθουμε ποτέ μόνοι, ποτέ ανεπαρκείς, ποτέ ανικανοποίητοι, είναι αυτή που ιεραρχείται τελευταία στα πλαίσια της ανάπτυξής μας ως κοινωνικά όντα, μέλη ενός αρμονικού συνόλου.

Από τη στιγμή που γεννιόμαστε σχεδόν, διδασκόμαστε τρόπους για να ενταχθούμε στο κοινωνικό περιβάλλον. Μικρότερο στην αρχή και ευρύτερο αργότερα. Διαχωρίζουμε σωστές και λάθος συμπεριφορές και μαθαίνουμε εκείνες που θα μας βοηθήσουν να ταιριάξουμε και να ενσωματωθούμε σ’ αυτό, ενώ συνηθίζουμε να θεωρούμε φυσιολογικό να δημιουργούμε και να συντηρούμε προσωπεία που θα μας βοηθήσουν να πετύχουμε καλύτερα το σκοπό μας. Εστιάζουμε στη δημιουργία σχέσεων λειτουργικών που εξυπηρετούν στην ομοιόσταση του κοινωνικού συνόλου, είτε αυτό είναι ένα μικρό και οικείο σύνολο, είτε μεγάλο και απρόσωπο.

Διδασκόμαστε έτσι από πολύ νωρίς τους βασικούς κανόνες που πρέπει να διέπουν τις σχέσεις με τους άλλους, αφήνοντας συνήθως πίσω τους κανόνες που πρέπει να διέπουν την υγιή σχέση με τον εαυτό μας. Ξεχνώντας δυστυχώς, πως η πρώτη σχέση που δημιουργήσαμε ήταν αυτή (ακόμη και πριν τη σχέση με την μητέρα μας) και πως ανεξάρτητα με το πώς ζούμε τη ζωή μας και ποιες σχέσεις αναπτύσσουμε κατά τη διάρκειά της, ο μόνος που πάντα έχουμε και θα έχουμε ως το τέλος της ζωής μας κοντά μας, είναι ο εαυτός μας.

Μαθαίνουμε από πολύ νωρίς πως ο εγωισμός είναι κακός και πρέπει να τιμωρείται. Πως το κέντρο του σύμπαντος δεν είμαστε εμείς (αλλά κάποιοι άλλοι ίσως, που πρέπει να τους υπηρετούμε). Πως η μοναξιά είναι κατάρα και προκειμένου να την αποφύγει κανείς πρέπει να κάνει κάθε είδους υποχώρηση. Και πως η αποδοχή των άλλων είναι η μέγιστη (και ίσως η μοναδική) απόδειξη της αξίας μας.

Κι όμως, ο εγωισμός είναι απαραίτητος, αρκεί να είναι υγιής. Το κέντρο του σύμπαντος για τον καθένα είναι ο εαυτός του, αφού όλα τα αντιλαμβάνεται με κεντρικό άξονα την ύπαρξή του. Η μοναξιά είναι ανύπαρκτη για εκείνον που έχει φίλο και σύντροφο τον εαυτό του. Και η αποδοχή των άλλων δεν έχει καμία απολύτως σημασία για εκείνον που γνωρίζει ποιος είναι και ξέρει την αξία του.

Για να γνωρίσουμε κάποιον και να αποφασίσουμε αν μας αρέσει και αν ταιριάζουμε μαζί του, αρχικά τον παρατηρούμε, τον ρωτάμε να μάθουμε γι’ αυτόν και τελικά σταθμίζουμε τις ποιότητές του από τις συμπεριφορές του. Μια διαδικασία στην οποία μπαίνουμε με ευκολία συνήθως ξανά και ξανά προκειμένου να κάνουμε φίλους, συνεργάτες, δεσμούς, ακόμη κι αν έχουμε, πληγωθεί, απογοητευτεί, προδοθεί…

Πόσο συχνά όμως κάνουμε το ίδιο με εμάς; Πόσο χρόνο διαθέτουμε για αυτοπαρατήρηση, εκτίμηση και αξιολόγηση; Και πόσο επηρεασμένη είναι η οπτική και η κρίση μας από τις φοβίες και τις ανασφάλειές μας, προκειμένου να γίνουμε φίλοι με τον μοναδικό άνθρωπο που έχουμε κάθε στιγμή δίπλα μας; μαζί μας;

Συγχωρούμε συχνά με μεγαλύτερη ευκολία τους άλλους για τα λάθη τους από ότι εμάς για τα δικά μας, είμαστε πιο επιεικείς μαζί τους, τους δικαιολογούμε πιο εύκολα και αφήνουμε τις ενοχές να δηλητηριάζουν την ψυχή μας, ενώ φροντίζουμε να τις απαλύνουμε σε εκείνους που είναι έξω από εμάς. Επιτρέπουμε στις ανασφάλειές μας να κλονίζουν την ισορροπία μας και στις φοβίες να υπονομεύουν την ευτυχία μας. Κι έτσι σχετιζόμαστε με άλλους, δημιουργούμε δεσμούς, κάνουμε παιδιά και συχνά βάζουμε προτεραιότητα τη δική τους ζωή έναντι της δικής μας.

Γιατί κανείς δεν μπορεί να προσφέρει κάτι που δεν έχει πρώτα ο ίδιος. Κι αυτός που δεν είναι υγιής (ψυχικά ή σωματικά) δεν μπορεί να φροντίσει ουσιαστικά κανέναν.

Το να φροντίζει κάποιος τον εαυτό του και να ικανοποιεί τις ανάγκες του δεν είναι μόνο δικαίωμα (όπως ίσως νομίζουν κάποιοι). Είναι υποχρέωση και καθήκον του απέναντι στον ίδιο. Αρκεί να μην προσβάλλει, να μην πληγώνει και να μην κακοποιεί άλλους προκειμένου να το πετύχει αυτό. Γιατί όλες οι σχέσεις δομούνται με βάση τη σχέση μας με τον εαυτό μας. Και γιατί η μόνη σχέση που μένει άρρηκτη στη ζωή μας μέχρι την τελευταία της ανάσα, είναι αυτή.

Γι’ αυτό κοιτάξου στον καθρέφτη, αναρωτήσου πόσο καλά γνωρίζεις τον άνθρωπο που βλέπεις μέσα σ’ αυτόν, ποιες είναι οι ανάγκες του, πόσο φροντίζεις γι΄ αυτές, πόσο σου αρέσει να κάνεις παρέα μαζί του και όποιες κι αν είναι οι απαντήσεις σου, χαμογέλασέ του, απολογήσου αν τον έχεις παραμελήσει και υποσχέσου του πως θα γίνεις ο καλύτερός του φίλος. Ο σύντροφός του. Τόλμησε να τον γνωρίσεις από την αρχή αν χρειαστεί και δεσμεύσου να τον ελευθερώσεις από τα δεσμά στα οποία τον έχεις υποβάλει ίσως χωρίς να το θέλεις.

Γιατί, όποιες σχέσεις κι αν έχεις τώρα στη ζωή σου, ο μόνος που είχες πάντα κοντά σου και θα έχεις μέχρι την τελευταία σου ανάσα, είναι ο εαυτός σου!