Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ - Περὶ τῶν ἐν Χερρονήσῳ (24-37)

[24] Ὅ τι τοίνυν δύναται ταῦτα ποιεῖν, ἐνίους μαθεῖν ὑμῶν δεῖ. λέξω δὲ μετὰ παρρησίας· καὶ γὰρ οὐδ᾽ ἂν ἄλλως δυναίμην. πάντες ὅσοι πώποτ᾽ ἐκπεπλεύκασι παρ᾽ ὑμῶν στρατηγοί (ἢ ᾽γὼ πάσχειν ὁτιοῦν τιμῶμαι) καὶ παρὰ Χίων καὶ παρ᾽ Ἐρυθραίων καὶ παρ᾽ ὧν ἂν ἕκαστοι δύνωνται, τούτων τῶν τὴν Ἀσίαν οἰκούντων λέγω, χρήματα λαμβάνουσιν.

[25] λαμβάνουσι δ᾽ οἱ μὲν ἔχοντες μίαν ἢ δύο ναῦς ἐλάττονα, οἱ δὲ μείζω δύναμιν πλείονα. καὶ διδόασιν οἱ διδόντες οὔτε τὰ μικρὰ οὔτε τὰ πολλὰ ἀντ᾽ οὐδενός (οὐ γὰρ οὕτω μαίνονται), ἀλλ᾽ ὠνούμενοι μὴ ἀδικεῖσθαι τοὺς παρ᾽ αὑτῶν ἐκπλέοντας ἐμπόρους, μὴ συλᾶσθαι, παραπέμπεσθαι τὰ πλοῖα τὰ αὑτῶν, τὰ τοιαῦτα· φασὶ δ᾽ εὐνοίας διδόναι, καὶ τοῦτο τοὔνομ᾽ ἔχει τὰ λήμματα ταῦτα.

[26] καὶ δὴ καὶ νῦν τῷ Διοπείθει στράτευμ᾽ ἔχοντι σαφῶς ἐστι τοῦτο δῆλον ὅτι δώσουσι χρήματα πάντες οὗτοι· πόθεν γὰρ οἴεσθ᾽ ἄλλοθεν τὸν μήτε λαβόντα παρ᾽ ὑμῶν μηδὲν μήτ᾽ αὐτὸν ἔχονθ᾽ ὁπόθεν μισθοδοτήσει, στρατιώτας τρέφειν; ἐκ τοῦ οὐρανοῦ; οὐκ ἔστι ταῦτα, ἀλλ᾽ ἀφ᾽ ὧν ἀγείρει καὶ προσαιτεῖ καὶ δανείζεται, ἀπὸ τούτων διάγει.

[27] οὐδὲν οὖν ἄλλο ποιοῦσιν οἱ κατηγοροῦντες ἐν ὑμῖν ἢ προλέγουσιν ἅπασι μηδ᾽ ὁτιοῦν ἐκείνῳ διδόναι, ὡς καὶ τοῦ μελλῆσαι δώσοντι δίκην, μή τι ποιήσαντί γ᾽ ἢ καταπραξαμένῳ. τοῦτ᾽ εἰσὶν οἱ λόγοι· «μέλλει πολιορκεῖν,» «τοὺς Ἕλληνας ἐκδίδωσιν.» μέλει γάρ τινι τούτων τῶν τὴν Ἀσίαν οἰκούντων Ἑλλήνων; ἀμείνους μέντἂν εἶεν τῶν ἄλλων ἢ τῆς πατρίδος κήδεσθαι.

[28] καὶ τό γ᾽ εἰς τὸν Ἑλλήσποντον εἰσπέμπειν ἕτερον στρατηγὸν τοῦτ᾽ ἐστίν. εἰ γὰρ δεινὰ ποιεῖ Διοπείθης καὶ κατάγει τὰ πλοῖα, μικρόν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, μικρὸν πινάκιον ταῦτα πάντα κωλῦσαι δύναιτ᾽ ἄν, καὶ λέγουσιν οἱ νόμοι, ταῦτα τοὺς ἀδικοῦντας εἰσαγγέλλειν, οὐ μὰ Δί᾽ οὐ δαπάναις καὶ τριήρεσιν τοσαύταις ἡμᾶς αὐτοὺς φυλάττειν, ἐπεὶ τοῦτό γ᾽ ἐστὶν ὑπερβολὴ μανίας·

[29] ἀλλ᾽ ἐπὶ μὲν τοὺς ἐχθρούς, οὓς οὐκ ἔστι λαβεῖν ὑπὸ τοῖς νόμοις, καὶ στρατιώτας τρέφειν καὶ τριήρεις ἐκπέμπειν καὶ χρήματ᾽ εἰσφέρειν δεῖ καὶ ἀναγκαῖόν ἐστιν, ἐπὶ δ᾽ ἡμᾶς αὐτοὺς ψήφισμα, εἰσαγγελία, πάραλος ταῦτ᾽ ἔστιν. ταῦτ᾽ ἦν εὖ φρονούντων ἀνθρώπων, ἐπηρεαζόντων δὲ καὶ διαφθειρόντων τὰ πράγμαθ᾽ ἃ νῦν οὗτοι ποιοῦσιν.

[30] καὶ τὸ μὲν τούτων τινὰς εἶναι τοιούτους, δεινὸν ὂν οὐ δεινόν ἐστιν· ἀλλ᾽ ὑμεῖς οἱ καθήμενοι οὕτως ἤδη διάκεισθε, ὥστ᾽, ἂν μέν τις εἴπῃ παρελθὼν ὅτι Διοπείθης ἐστὶ τῶν κακῶν πάντων αἴτιος, ἢ Χάρης ἢ Ἀριστοφῶν ἢ ὃν ἂν τῶν πολιτῶν εἴπῃ τις, εὐθέως φατὲ καὶ θορυβεῖθ᾽ ὡς ὀρθῶς λέγει·

[31] ἂν δὲ παρελθὼν λέγῃ τις τἀληθῆ, ὅτι «ληρεῖτ᾽, Ἀθηναῖοι· πάντων τῶν κακῶν καὶ τῶν πραγμάτων τούτων Φίλιππός ἐστ᾽ αἴτιος· εἰ γὰρ ἐκεῖνος ἦγεν ἡσυχίαν, οὐδὲν ἂν ἦν πρᾶγμα τῇ πόλει,» ὡς μὲν οὐκ ἀληθῆ ταῦτ᾽ ἐστὶν οὐκ ἔχετ᾽ ἀντιλέγειν, ἄχθεσθαι δέ μοι δοκεῖτε καὶ ὥσπερ ἀπολλύναι τι νομίζειν.

[32] αἴτιον δὲ τούτων (καί μοι πρὸς θεῶν, ὅταν εἵνεκα τοῦ βελτίστου λέγω, ἔστω παρρησία)· παρεσκευάκασιν ὑμᾶς τῶν πολιτευομένων ἔνιοι ἐν μὲν ταῖς ἐκκλησίαις φοβεροὺς καὶ χαλεπούς, ἐν δὲ ταῖς παρασκευαῖς ταῖς τοῦ πολέμου ῥᾳθύμους καὶ εὐκαταφρονήτους. ἂν μὲν οὖν τὸν αἴτιον εἴπῃ τις ὃν ἴσθ᾽ ὅτι λήψεσθε παρ᾽ ὑμῖν αὐτοῖς, φατὲ καὶ βούλεσθε· ἂν δὲ τοιοῦτον λέγῃ τις, ὃν κρατήσαντας τοῖς ὅπλοις, ἄλλως δ᾽ οὐκ ἔστιν κολάσαι, οὐκ ἔχετ᾽, οἶμαι, τί ποιήσετε, ἐξελεγχόμενοι δ᾽ ἄχθεσθε.

[33] ἐχρῆν γάρ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τοὐναντίον ἢ νῦν ἅπαντας τοὺς πολιτευομένους ἐν μὲν ταῖς ἐκκλησίαις πράους καὶ φιλανθρώπους ὑμᾶς ἐθίζειν εἶναι (πρὸς γὰρ ὑμᾶς αὐτοὺς καὶ τοὺς συμμάχους ἐν ταύταις ἐστὶ τὰ δίκαια), ἐν δὲ ταῖς παρασκευαῖς ταῖς τοῦ πολέμου φοβεροὺς καὶ χαλεποὺς ἐπιδεικνύναι· πρὸς γὰρ τοὺς ἐχθροὺς καὶ τοὺς ἀντιπάλους ἐκεῖνός ἐσθ᾽ ἁγών.

[34] νῦν δὲ δημαγωγοῦντες ὑμᾶς καὶ χαριζόμενοι καθ᾽ ὑπερβολὴν οὕτω διατεθήκασιν, ὥστ᾽ ἐν μὲν ταῖς ἐκκλησίαις τρυφᾶν καὶ κολακεύεσθαι πάντα πρὸς ἡδονὴν ἀκούοντας, ἐν δὲ τοῖς πράγμασι καὶ τοῖς γιγνομένοις περὶ τῶν ἐσχάτων ἤδη κινδυνεύειν. φέρε γὰρ πρὸς Διός, εἰ λόγον ὑμᾶς ἀπαιτήσειαν οἱ Ἕλληνες ὧν νυνὶ παρείκατε καιρῶν διὰ ῥᾳθυμίαν, καὶ ἔροινθ᾽ ὑμᾶς,

[35] «ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πέμπεθ᾽ ὡς ἡμᾶς ἑκάστοτε πρέσβεις, καὶ λέγεθ᾽ ὡς ἐπιβουλεύει Φίλιππος ἡμῖν καὶ πᾶσι τοῖς Ἕλλησι, καὶ ὡς φυλάττεσθαι δεῖ τὸν ἄνθρωπον, καὶ πάντα τὰ τοιαυτί;» ἀνάγκη φάσκειν καὶ ὁμολογεῖν· ποιοῦμεν γὰρ ταῦτα. «εἶτ᾽, ὦ πάντων ἀνθρώπων φαυλότατοι, δέκα μῆνας ἀπογενομένου τἀνθρώπου καὶ νόσῳ καὶ χειμῶνι καὶ πολέμοις ἀποληφθέντος ὥστε μὴ ἂν δύνασθαι ἐπανελθεῖν οἴκαδε,

[36] οὔτε τὴν Εὔβοιαν ἠλευθερώσατε, οὔτε τῶν ὑμετέρων αὐτῶν οὐδὲν ἐκομίσασθε, ἀλλ᾽ ἐκεῖνος μὲν ὑμῶν οἴκοι μενόντων, σχολὴν ἀγόντων, ὑγιαινόντων (εἰ δὴ τοὺς τὰ τοιαῦτα ποιοῦντας ὑγιαίνειν φήσαιμεν), δύ᾽ ἐν Εὐβοίᾳ κατέστησε τυράννους, τὸν μὲν ἀπαντικρὺ τῆς Ἀττικῆς ἐπιτειχίσας, τὸν δ᾽ ἐπὶ Σκίαθον,

[37] ὑμεῖς δ᾽ οὐδὲ ταῦτ᾽ ἀπελύσασθε, εἰ μηδὲν ἄλλ᾽ ἐβούλεσθε, ἀλλ᾽ εἰάκατε; ἀφέστατε δῆλον ὅτι αὐτῷ, καὶ φανερὸν πεποιήκατε ὅτι οὐδ᾽ ἂν δεκάκις ἀποθάνῃ, οὐδὲν μᾶλλον κινήσεσθε. τί οὖν πρεσβεύετε καὶ κατηγορεῖτε καὶ πράγμαθ᾽ ἡμῖν παρέχετε;» ἂν ταῦτα λέγωσι, τί ἐροῦμεν ἢ τί φήσομεν, Ἀθηναῖοι; ἐγὼ μὲν γὰρ οὐχ ὁρῶ.

***
[24] Πρέπει λοιπόν μερικοί από σας να μάθουν ποιες μπορεί να είναι οι συνέπειες από αυτήν τη συμπεριφορά σας. Θα μιλήσω ανοιχτά, γιατί δεν θα μπορούσα άλλωστε να κάνω και αλλιώς. Όλοι οι στρατηγοί, όσοι μέχρι σήμερα έχουν αναχωρήσει με στόλο από την πόλη (αν δεν είναι έτσι, προτείνω να υποστώ οποιαδήποτε τιμωρία), παίρνουν χρήματα και από τους Χιώτες και από τους Ερυθραίους και από όσους ο καθένας τους μπορεί, εννοώ από τους Έλληνες που κατοικούν στη Μ. Ασία.

[25] Όσοι έχουν υπό την διοίκησή τους ένα ή δύο πλοία, παίρνουν λιγότερα χρήματα, όσοι διοικούν μεγαλύτερη δύναμη, παίρνουν περισσότερα. Όσοι εξάλλου δίνουν τα ποσά, είτε τα λίγα είτε τα πολλά, δεν τα δίνουν χωρίς κανένα αντάλλαγμα (γιατί δεν είναι τόσο τρελοί), αλλά επειδή με αυτά έχουν πετύχει να μην καθίστανται θύματα αδικιών οι έμποροι που αναχωρούν από τα λιμάνια τους, να μην γίνονται λεία πειρατών, να συνοδεύονται τα εμπορικά τους πλοία και όλα τα παρόμοια. Λένε ότι προσφέρουν δώρα, αυτό ακριβώς το όνομα έχουν αυτές οι εισφορές.

[26] Έτσι λοιπόν και τώρα εξυπακούεται ότι όλοι θα δώσουν χρήματα στον Διοπείθη, εφόσον έχει στρατό. Από πού αλλού δηλαδή φαντάζεστε ότι θα βρει πόρους για τη συντήρηση των στρατιωτών του ένας στρατηγός, αν δεν πάρει τίποτε από σας και αν δεν έχει ο ίδιος χρήματα για να δώσει τους μισθούς; Από τον ουρανό; Όχι βέβαια, αλλά από όσα συγκεντρώνει, ζητιανεύει και δανείζεται, από αυτά πορεύεται.

[27] Επομένως, όσοι τον κατηγορούν σε σας, δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά προειδοποιούν όλους εσάς να μην δώσετε σ᾽ εκείνον μήτε δραχμή τσακιστή, με το πρόσχημα ότι θα τιμωρηθεί ακόμη και γι᾽ αυτά που πρόκειται να κάνει, πόσο μάλλον γι᾽ όσα έκανε ή οικειοποιήθηκε. Αυτό σημαίνουν τα λόγια τους «σκοπεύει να πολιορκήσει τις πόλεις», «ξεσπιτώνει τους Έλληνες». Νοιάζεται πραγματικά κανείς από αυτούς για τους Έλληνες που κατοικούν στη Μ. Ασία; Τότε όμως θα θεωρούνταν πιο άξιοι να φροντίζουν για τις άλλες πόλεις παρά για την πατρίδα τους.

[28] Και η αποστολή δεύτερου στρατηγού στον Ελλήσποντο δεν αλλάζει το πράγμα. Αν δηλαδή ο Διοπείθης κάνει φοβερά πράγματα και κατακρατεί τα εμπορικά πλοία, ένα μικρό, Αθηναίοι, ένα μικρό «πινάκιο» θα μπορούσε να σταματήσει όλα αυτά. Σε αυτήν την περίπτωση οι νόμοι ορίζουν: να καταγγέλλουμε αυτούς που διαπράττουν αυτές τις αδικίες και όχι, μα τον Δία, όχι να επιτηρούμε τον ίδιο τον εαυτό μας με τόσο μεγάλες δαπάνες και με τόσες τριήρεις, γιατί αυτό τουλάχιστον είναι άκρον άωτον τρέλας.

[29] Εναντίον των εχθρών μας, που δεν είναι δυνατόν να τους πιάσει η τσιμπίδα των νόμων, είναι σωστό και απαραίτητο και στρατό να συντηρούμε και τριήρεις να στέλνουμε και χρήματα να εισφέρουμε, ενώ για μας τους ίδιους ένα ψήφισμα, μια καταγγελία, η Πάραλος, αυτά είναι αρκετά. Αυτά θα ήταν έργο ανθρώπων συνετών· ανθρώπων όμως που κάνουν κακό και καταστρέφουν τα πράγματα της πόλης είναι όσα τώρα κάνουν αυτοί.

[30] Το ότι κάποιοι από αυτούς είναι τέτοιοι, αν και είναι φοβερό, δεν είναι ό,τι χειρότερο. Αλλά εσείς που κάθεστε εδώ έχετε τώρα τέτοια διάθεση, ώστε, αν κάποιος ανεβεί στο βήμα και πει ότι αίτιος όλων των κακών είναι ο Διοπείθης ή ο Χάρης ή ο Αριστοφών ή όποιον από τους πολίτες κατονομάσει, αμέσως συμφωνείτε και φωνάζετε ότι καλά τα λέει.

[31] Αν όμως ανεβεί κάποιος άλλος στο βήμα και πει την αλήθεια, ότι «λέτε ανοησίες, Αθηναίοι· αίτιος όλων των κακών και όλων των προβλημάτων είναι ο Φίλιππος· γιατί, αν εκείνος έμενε ήσυχος, η πόλη δεν θα είχε κανένα πρόβλημα», σίγουρα δεν θα αρνηθείτε ότι αυτά είναι αληθινά, αλλά μου δίνετε την εντύπωση ότι δυσανασχετείτε και νιώθετε σαν κάτι να χάνετε.

[32] Όσον αφορά όμως την αιτία αυτών (και για όνομα των θεών, όταν μιλάω για ό,τι είναι καλύτερο για σας, ας μου επιτραπεί να μιλήσω ελεύθερα), μερικοί από τους πολιτικούς μας σας έχουν κάνει φοβερούς και σκληρούς στις συνελεύσεις, αλλά ράθυμους και άξιους περιφρόνησης για τις πολεμικές προετοιμασίες. Αν λοιπόν κανείς κατονομάσει ως αίτιο κάποιον που ξέρετε ότι μπορείτε να τον συλλάβετε εδώ ανάμεσά σας, συμφωνείτε και θέλετε να δράσετε· αν όμως κατονομάσει κανείς ως υπαίτιο κάποιον άλλον, που, μόνο αν τον νικήσετε με τη δύναμη των όπλων, μπορείτε να τον τιμωρήσετε, αλλιώς σας είναι αδύνατο, τότε δεν ξέρετε, πιστεύω, τι να κάνετε, και δυσανασχετείτε που αποκαλύπτεται η αδυναμία σας.

[33] Γιατί θα έπρεπε, Αθηναίοι, αντίθετα από όσα συμβαίνουν σήμερα, όλοι οι πολιτικοί μας να σας είχαν συνηθίσει να είστε στις συνελεύσεις πράοι και ανθρώπινοι (γιατί σ᾽ αυτές τα δίκαια αφορούν εσάς τους ίδιους και τους συμμάχους σας), αλλά στις πολεμικές προετοιμασίες να σας παρουσιάζουν φοβερούς και σκληρούς· γιατί ο αγώνας εκείνος γίνεται εναντίον εχθρών και αντιπάλων.

[34] Τώρα όμως με τη δημοκοπία και τα υπερβολικά χατίρια τους σας έχουν προδιαθέσει έτσι, ώστε στις συνελεύσεις να καλοπερνάτε και να κολακεύεστε ακούγοντας όλα αυτά που σας ικανοποιούν, ενώ με την πολιτική σας και με αυτά που γίνονται να αντιμετωπίζετε ήδη τον έσχατο κίνδυνο. Προς θεού, αν οι Έλληνες σας ζητούσαν τον λόγο για τις ευκαιρίες που από ραθυμία έχετε αφήσει ήδη να χαθούν και σας ρωτούσαν

[35] «Αθηναίοι, στέλνετε κάθε τόσο σ᾽ εμάς πρέσβεις και υποστηρίζετε ότι ο Φίλιππος καταστρώνει εχθρικά σχέδια εναντίον μας και εναντίον όλων των Ελλήνων και ότι πρέπει να φυλαγόμαστε από αυτόν τον άνθρωπο και όλα τα σχετικά;», είμαστε αναγκασμένοι να συμφωνήσουμε μαζί τους και να το παραδεχτούμε, γιατί αυτά ακριβώς κάνουμε. «Και όμως», θα έλεγαν, «εσείς ω επιπολαιότατοι όλων των ανθρώπων, όταν ο άνθρωπος είναι εξαφανισμένος δέκα μήνες και αποκομμένος είτε από αρρώστια είτε από τον χειμώνα είτε από πολέμους, και δεν μπορεί να επιστρέψει στην πατρίδα του,

[36] ούτε την Εύβοια ελευθερώσατε ούτε και ανακτήσατε κάποια από τα εδάφη σας; Αντίθετα, όσον καιρό εσείς καθόσασταν στα σπίτια σας, είχατε την άνεσή σας και την καλή σας υγεία (αν βέβαια θα μπορούσαμε να πούμε ότι άνθρωποι που κάνουν τέτοια πράγματα είναι καλά στην υγεία τους!), ο Φίλιππος εγκατέστησε δύο τυράννους στην Εύβοια, τον έναν ως τείχος απέναντι στην Αττική, τον άλλον ως απειλή της Σκιάθου,

[37] εσείς όμως ούτε και αυτά τα μέρη απαλλάξατε από τους τυράννους, εφόσον δεν επιθυμούσατε κάτι άλλο πιο σημαντικό, αλλά τον αφήσατε να δρα ανενόχλητος. Προφανώς, για καλή του τύχη έχετε απομακρυνθεί από αυτόν και του δώσατε να καταλάβει ότι, και αν ακόμη πεθάνει δέκα φορές, δεν πρόκειται να κάνετε καμιά παραπέρα κίνηση. Τότε, γιατί στέλνετε σε μας πρέσβεις, γιατί μας κατηγορείτε και μας δημιουργείτε προβλήματα;». Αν πουν αυτά, τι θα απαντήσουμε; Ποια δικαιολογία θα βρούμε, Αθηναίοι; Γιατί εγώ τουλάχιστον δεν βλέπω καμιά.

Η ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

«Η αισθητική είναι η επιστήμη του αισθήματος» Γκαίτε
 
Ο Όρος «Αισθητική» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Γερμανό Αλεξάντρ Μπάουμγκαρντεν, «Αισθητική» (1750—1758), ο οποίος με το έργο του αυτό συνέβαλε στο να αναγνωριστεί η αισθητική σαν ένας ξεχωριστός φιλοσοφικός κλάδος που θα ασχολείται με τη φύση της ομορφιάς και της τέχνης. Ο όρος «αισθητική» παράγεται από την «αίσθηση», την εμπειρία που προέρχεται από το «αισθάνομαι», αντιλαμβάνομαι, είναι η αίσθηση που προσλαμβάνουμε μέσω των αισθήσεων.
 
Η  αισθητική είχε κιόλας αρχίσει να αναπτύσσεται από τα αρχαία χρόνια στις πλούσιες χώρες της μεσογείου, της αρχαίας Ανατολής μέχρι και την  αρχαία Κίνα. Την πιο πλήρη όμως ολοκλήρωσης  της η Αισθητική, τη γνώρισε στην αρχαία Ελλάδα που ήταν η μήτρα πολιτικών  γεγονότων και σκέψης, μέσα σε συνεχείς αγώνες για ανάπτυξη, στην τέχνη, την λογοτεχνία, στα δρώμενα όλων των ελληνικών πόλεων – κρατών, κι ακόμη, οι πλατιές εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις των Ελλήνων με τους λαούς της Ανατολής. Αυτός ήταν  λόγος  που πήρε τις κατευθύνσεις από την αρχαία Ελλάδα.
 
Η ελληνική αισθητική σκέψη πρόβαλε σαν προσπάθεια να ερμηνευθεί θεωρητικά η καλλιτεχνική πρακτική της εποχής της. Η αρχαία ελληνική τέχνη από την εποχή που εμφανίστηκαν οι πρώτες αισθητικές αντιλήψεις, κατάφερε και ανέβηκε σε πολύ υψηλό επίπεδο ανάπτυξης. Δεν είναι τυχαίο που στις πολυποίκιλες φιλοσοφικές – αισθητικές θεωρίες της αρχαίας Ελλάδας υπάρχουν τα σπέρματα για όλους σχεδόν τους μέχρι σήμερα τύπους όλων των κοσμοθεωριών.
 
Το βασικό περιεχόμενο της εξέλιξης της φιλοσοφικής – αισθητικής σκέψης στην αρχαία Ελλάδα ήταν  κατ ουσία, ο αγώνας ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό. Ο αγώνας αυτός σε τελευταία ανάλυση αντανακλούσε την πάλη ανάμεσα στις προοδευτικές και τις συντηρητικές δυνάμεις της αρχαίας κοινωνίας. Οι θιασώτες του παλιού (παραδοσιακού) απέναντι σε κάθε μορφή νεοτερισμού. Η στασιμότητα απέναντι σε όποια αλλαγή.
  
ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ
 
Από τους πρώτους που ξέρουμε πως διατύπωσαν μια σειρά θέσεις πάνω στα προβλήματα της τέχνης στην αρχαία ‘Ελλάδα ήταν οι πυθαγόρειοι. Από την κοσμοθεωρία τους οι πυθαγόρειοι ήταν ιδεαλιστές. Είχαν διακηρύξει ότι η ουσία στα πράγματα αποτελεί αριθμό, και γι’ αυτό η γνώση του κόσμου ταυτίζεται με τη γνώση των αριθμών που τον κατευθύνουν. Αυτές τις βασικές φιλοσοφικές θέσεις τους τις χρησιμοποίησαν ως αφετηρίες για τις αισθητικές τους θεωρίες.
 
Οι Πυθαγόρειοι μέτραγαν ότι η αρμονία των αριθμών είναι αντικειμενική νομοτέλεια που κατευθύνει όλα τα φαινόμενα της ζωής. Και αυτή η αριθμητικά μετρητή αντικειμενική νομοτέλεια, κατά τη γνώμη των πυθαγορείων, βρίσκεται και στη βάση των αισθητικών φαινομένων. Ξέχωρη σημασία είχανε οι εργασίες των πυθαγορείων πάνω στη μουσική. Αυτοί οι οποίοι πρώτοι διατύπωσαν τη σκέψη ότι η ιδιομορφία του μουσικού τόνου εξαρτάται από το μήκος της χορδής που ηχεί. Πάνω σ’ αυτό ανέπτυξαν τη διδασκαλία για τις μαθηματικές βάσεις των μουσικών διαστημάτων.
 
Μα τη διδασκαλία τους για την αρμονία σαν «συμφωνία ασυμφωνούντος» οι πυθαγόρειοι θεμελίωσαν τη διαλεκτική ερμηνεία της ομορφιάς αν και βασίστηκαν στην χρησιμοποίηση των αντιθέσεων.
 
ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ
 
Πολύ πιο βαθιά το πρόβλημα της αντίθεσης όσον αναφορά τις κατηγορίες της Αισθητικής το έλυσε ο θεμελιωτής της διαλεκτικής Ηράκλειτος ο Έφέσιος (γύρω στα 530 — 470 π.χ). Ο Ηράκλειτος παίρνει για πρώτη αρχή σε καθετί που υπάρχει το «αιώνια ζωντανό πυρ». Στον κόσμο βασιλεύει αυστηρή νομοτέλεια, κι ωστόσο σ’ αυτόν δεν υπάρχει τίποτα το αμετάβλητο — το παν ρέει κι αλλάζει. Αντίθετα προς τους πυθαγόρειους ο Ηράκλειτος τονίζει όχι τη συμφιλίωση των αντιθέσεων, αλλά τον αγώνα μεταξύ τους. Η ομορφιά κατά τον Ηράκλειτο είναι ιδιότητα του πραγματικού κόσμου. Κι ωστόσο, η ομορφιά είναι ιδιότητα σχετική. Η σχετικότητα αυτή προσδιορίζεται από το ότι οι υπάρξεις ανήκουν σε διαφορετικά γένη. Ο πιο ωραίος πίθηκος είναι άσχημος σε σύγκριση με το γένος των ανθρώπων.
 
Ο Ηράκλειτος, όπως και οι πυθαγόρειοι θεωρεί ότι το ωραίο έχει αντικειμενική βάση, ωστόσο αυτή τη βάση δεν τη βλέπει στις αριθμητικές σχέσεις, αλλά στις ποιότητες των υλικών πραγμάτων. Μ’ αυτό τον τρόπο ο Ηράκλειτος ξεπερνάει τους πυθαγόρειους όχι μονάχα γιατί δίνει πιο βαθιά, διαλεκτική εξήγηση στην αρμονία και την ομορφιά, άλλα και γιατί, σ’ αυτόν, ο ίδιος ο κόσμος αποτιμάται ως υλικός. Δεν είναι φτιαγμένος από θεούς, άλλα υπάρχει αιώνια στην μορφή αέναου γίγνεσθαι. Έτσι, η ομορφιά έχει υλική βάση και αναπτύσσεται σαν ιδιότητα των πραγμάτων.
 
ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ
 
Από την πλουσιότατη συγγραφική κληρονομιά – που δυστυχώς δεν διασώθηκε τίποτα – ενός από τους πιο βαθείς στοχαστές της αρχαιότητας, που θεμελίωσε τον ατομικό υλισμό, ο Δημόκριτος (460 π.χ.) πολύ λίγα έφτασαν μέχρι σε μας. Από τα αποσπάσματα όμως που σώθηκαν από το έργο του μπορούμε να σχηματίσουμε μια εντύπωση για τις αισθητικές του αντιλήψεις.
 
Ο Δημόκριτος ξεκινάει από το ότι το ωραίο έχει αντικειμενική βάση στον υλικό κόσμο. Η ουσία της Ομορφιάς κατά το Δημόκριτο βρίσκεται στην κανονική διάταξη, στη συμμετρία, στην αρμονία των μερών, στης σωστές μαθηματικές σχέσεις. Τη μουσική τη θεωρούσε ως τη ανώτερη των τεχνών . Και βεβαίωνε ότι αυτή «δεν τη γέννησε η ανάγκη, αλλά την έφερε στον κόσμο η πολυτέλεια με την εξέλιξη της».
 
Όπως βλέπουμε, εδώ ο Δημόκριτος πλησιάζει στο πρόβλημα για τις κοινωνικές αιτίες στην ανάπτυξη της τέχνης. Τον Δημόκριτο τον απασχολεί επίσης και το πρόβλημα για τη φύση της έμπνευσης, που τη θεωρούσε απαραίτητη προϋπόθεση για την καλλιτεχνική δημιουργία.
 
ΣΩΚΡΑΤΗΣ
 
Ο Σωκράτης (469 — 399 π.χ.) στις αισθητικές του αποφάνσεις απομακρύνεται από τον υλισμό. Στις γενικές φιλοσοφικές αντιλήψεις του ο Σωκράτης είναι φανατικός ιδεαλιστής. Τα φυσικά προβλήματα για το Σωκράτη μένουν σε δεύτερο πλάνο. Η προσοχή του  συγκεντρώνεται γύρω στα προβλήματα της ηθικής. Ο άνθρωπος, κατά το Σωκράτη, είναι τόσο ηθικός όσο γνωρίζει τι είναι η αρετή, δηλαδή κατά πόσο αντιλαμβάνεται σε τι συνίσταται το ωραίο και το καλό. Άρα, το ακέριο ηθικό και το ακέριο ωραίο, κατά το Σωκράτη, ταυτίζονται. Για τη γνώση μπορούν να έχουν αξιώσεις μόνο «ευγενείς άνθρωποι» (καλός κάγαθός). Όσο για τον επαγγελματία και τον αγρότη, μιας τοις % είναι τέτοιας λογής οι απασχολήσεις τους δεν μπορούν να είναι καλλιεργημένοι, και γι’ αυτό αποδείχνονται ανίκανοι να νιώσουν την αρετή και την ομορφιά. «Έτσι, ξεκάθαρα προβάλλονται τα αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά στην ηθική του Σωκράτη.
 
Την κατηγορία του ωραίου ο Σωκράτης τη συνδέει με τη σκοπιμότητα, δηλαδή με την ωφελιμότητα για την επιτυχία ορισμένου σκοπού. Με αυτό για βάση, το ωραίο κατά το Σωκράτη είναι σχετικό: «Το καθετί είναι καλό και ωραίο σε σχέση μ’ αυτό για το οποίο χρησιμοποιείται καλά, και, αντίθετα είναι κακό και άσχημο σε σχέση μ’ αυτό για το οποίο χρησιμοποιείται κακά».
 
Η τέχνη κατά το Σωκράτη είναι μίμηση της φύσης. Βασικός σκοπός της απεικόνισης στην τέχνη πρέπει να είναι α ωραίος πνευματικά και σωματικά άνθρωπος. Αν και η γλυπτική και η ζωγραφική απεικονίζουν τον άνθρωπο εξωτερικά, πρέπει να μη περιορίζονται μονάχα σ’ αυτή την κατεύθυνση. Κατά το Σωκράτη όχι μονάχα η ποίηση, αλλά κ’ η γλυπτική μπορεί να εκφράσει «καταστάσεις της ψυχής». Και κάτι περισσότερο: και εδώ το «σωματικό» πρέπει να είναι υποταγμένο στο «πνευματικό». 
 
ΠΛΑΤΩΝ
 
Από αντικειμενικά ιδεαλιστικές θέσεις ανάπτυξε την αισθητική και ο μαθητής του Σωκράτη Πλάτων (427 — 347 π.χ.).
 
Κεντρικός στόχος του Πλάτωνα είναι το πρόβλημα του ωραίου. Στο διάλογο του «’Ιππιας Μείζων» ο Πλάτων απορρίπτει τις αντιλήψεις που εκείνο τον καιρό υπήρχανε για το ωραίο. Ο Πλάτων υποστηρίζει ότι ωραίο δεν είναι εκείνο που «μοιάζει», ωραίο, δεν είναι ούτε το «χρήσιμο», ούτε το «ωφέλιμο η το ευχάριστο στην δράση και την ακοή.
 
Το ωραίο, κατά τον Πλάτωνα, δεν υπάρχει σε τούτο τον κόσμο, αλλά στον κόσμο των ιδεών. Σε τούτο τον κόσμο, που είναι προσιτός με την αισθητηριακή αντίληψη, βασιλεύει η πολυμορφία. Εδώ όλα αλλάζουν και περνούν. Ενώ το ωραίο, γενικά, το ωραίο σαν ιδέα ούτε γεννιέται ούτε αφανίζεται. Υπάρχει έξω από τόπο και χρόνο, και του είναι ξένη η κίνηση κ’ η αλλαγή. Αυτό, θαρρείς και είναι αντίθετο στην ομορφιά των αισθητών πραγμάτων, τα οπαία δεν είναι πηγή ομορφιάς. Και μιας κ’ η ομορφιά έχει υπεραισθητό χαρακτήρα, λέει ο Πλάτων, γι’ αυτό δεν είναι προσιτή με τα αισθήματα, μα με το νου. Όντας «ομοιόμορφο με τον εαυτό του», το ωραίο βρίσκεται στο με τη νόηση μονάχα προσιτό βασίλειο των υπερκόσμιων ιδεών.  Όπως βλέπουμε, η έννοια της ομορφιάς στον Πλάτωνα αναπτύχθηκε  σε μυστικιστικά ιδεαλιστικό πλάνο.
 
Με τον ίδιο τρόπο ο Πλάτων ερμηνεύει και τα προβλήματα του δημιουργικού σχεδίου. Πριν απ’ όλα, αντιθέτει με οξύτατη την καλλιτεχνική έμπνευση στην γνωστική λειτουργία. Η έμπνευση του καλλιτέχνη είναι εξωλογική, αντιορθολογική, ο καλλιτέχνης δημιουργεί σε κατάσταση επιφοίτησης κ’ ενατένισης. ‘Υπονοείται ότι με τέτοιας λογής ερμηνεία της δημιουργικής λειτουργίας περισσεύει κάθε ανάγκη να μελετηθεί η καλλιτεχνική παράδοση, να αποκτηθούν επιδεξιοσύνη κ’ ικανότητες, μιας και ο καλλιτέχνης σαν «θεόπνευστος» είναι μόνο όργανο που διαμέσου του αποκαλύπτεται η ενέργεια των μυστικιστικών δυνάμεων της θεότητας. Στη θεωρία του για την έμπνευση ο Πλάτων αγκαλιάζει μια από τις πραγματικές πλευρές της τέχνης — τη δύναμη της μεταδοτικότητάς της. Άλλα αυτή η πλευρά της τέχνης στον Πλάτωνα γίνεται πέρα για πέρα μυστικιστική.
 
Ο Πλάτων είναι Οπαδός της θεωρίας της μίμησης, την όποια και ερμηνεύει ιδεαλιστικά. Ο καλλιτέχνης αναπαράγει αισθητά πράγματα. Άλλα τα πράγματα στην ουσία τους δεν είναι παρά ανταύγειες των Ιδεών. Σ’ αυτή την περίπτωση οι απεικονίσεις του καλλιτέχνη δεν είναι τίποτα άλλο από αντιγραφές αντιγραφών, μιμήσεις μιμήσεων, σκιές σκιών. Σαν δευτερεύον αντικαθρέφτισμα, σαν αντικαθρέφτισμα από άλλο αντικαθρέφτισμα, η τέχνη, κατά τον Πλάτωνα δεν έχει γνωστική άξια. Πέρα από αυτό, η τέχνη είναι απατηλή, ψεύτικη και παρεμποδίζει τη γνώση του πραγματικά αληθινού κόσμου.
 
Και ποιός είναι ο ζηλωτής της καλλιτεχνικής παραγωγής; Σ’ αυτό το ερώτημα ο Πλάτων διατυπώνει ξεκάθαρα την αριστοκρατική άποψη. Η Μούσα, λέει, πρέπει να παρέχει «την ευαρέσκεια της όχι στους πρώτους τυχόντες, αλλά στους πιο εξαιρετικούς και σε κείνους που έχουν αρκετά διαπαιδαγωγηθεί».
  
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
 
Η ιδεαλιστική Αισθητική του Πλάτωνα, όπως και η φιλοσοφία του στο σύνολό της, δέχτηκε την εξονυχιστική κριτική του μαθητή του Αριστοτέλη (384 -— 322 π.χ.). Ο ίδιος ο Αριστοτέλης και η κοσμοθεωρία του ταλαντεύονταν ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό, κλίνοντας σε τελευταία ανάλυση προς τον ιδεαλισμό.
 
Το κυριότερο αισθητικό έργο του Αριστοτέλη είναι το «Περί ποιητικής». Σ αυτό γενικεύει την καλλιτεχνική πρακτική του καιρού του και κάπως κωδικοποιεί τους κανόνες της δημιουργίας. Στο «Περί ποιητικής» αναφέρεται στον Όμηρο, στους δραματουργούς — Σοφοκλή, Ευριπίδη, στους καλλιτέχνες — Πολύγνωτο, Ζεύξη κ.α. Ο Αριστοτέλης γνωρίζει καλά το ελληνικό δράμα, το έπος, την αρχιτεκτονική, τη μουσική, το θέατρο, τη ζωγραφική. Αντίθετα προς τον Πλάτωνα που κατά προτίμηση κλίνει στη θεωρητική ερμηνεία των αισθητικών προβλημάτων, ο Αριστοτέλης προτιμάει και ξεκινάει από συγκεκριμένα γεγονότα. Το «Περί ποιητικής» του Αριστοτέλη δεν είναι μονάχα το πιο σπουδαίο θεωρητικό ντοκουμέντο, αλλά και αυθεντικό τεκμήριο για την εξέλιξη της ελληνικής τέχνης.
 
Ο Αριστοτέλης, το ίδιο όπως κ’ οι προγενέστεροι του, αναζητεί τον αντικειμενικό νόμο του ωραίου. Όμως αντίθετα από τον Πλάτωνα, αυτός τον αναζητεί όχι στον υπεραισθητό, αλλά στον πραγματικό κόσμο. Για τον Αριστοτέλη η ομορφιά είναι αντικειμενικά υπαρκτή ποιότητα, ιδιότητα που έχουν τα ίδια τα αντικείμενα, τα πράγματα. Ο Αριστοτέλης προβάλλει και συστηματοποιεί τα γνωρίσματα του ωραίου και δημιουργεί κανονιστική Αισθητική.
 
Και ποια είναι κατά τον Αριστοτέλη τα γνωρίσματα του ωραίου; Σχετικά με αυτό στα «Μεταφυσικά» του λέει το παρακάτω: «τα σπουδαιότερα γνωρίσματα του ωραίου είναι: συμμετρία [στο χώρο], αναλογία και ενάργεια» Στο «Περί ποιητικής» κοντά σ’ αυτά τα γνωρίσματα του ωραίου ο Αριστοτέλης προσθέτει και τα ακεραιότητα και ενότητα στην πολυμορφία. Πιο πέρα Ο Αριστοτέλης προσπαθεί να προσδιορίσει τη σχέση της ομορφιάς με το καλό. Στα «Μεταφυσικά» του παρατηρεί ότι το καλό πάντοτε εκφράζεται σε κίνηση, ενώ το ωραίο μπορεί να υπάρχει και σε ακίνητα πράγματα. Πάνω σ’ αυτό διακρίνει ομορφιά ηρεμίας και ομορφιά κίνησης.
 
Όπως βλέπουμε, ο Αριστοτέλης πριν απ’ όλα ενδιαφέρεται για τα τυπικά γνωρίσματα της ομορφιάς. ‘Ωστόσο τη βάση της ομορφιάς τη βλέπει στις ιδιότητες και στις σχέσεις των πραγματικών αντικειμένων. Έτσι ερμηνεύοντας  το πρόβλημα του ωραίου ο Αριστοτέλης βασικά, στέκει σε υλιστικές θέσεις.
 
Επίσης, στην πραγματεία του πάνω στη θεωρία της μίμησης ο Αριστοτέλης απομακρύνεται πολύ από τον Πλάτωνα. Σχετικά με αυτό, ο! παρακάτω παρατηρήσεις του Αριστοτέλη αποκτούν ξέχωρη σημασία: «Πρώτα – πρώτα, η μίμηση είναι έμφυτη στους ανθρώπους από την παιδική ηλικία, κι ότι τους κάνει να ξεχωρίζουν από τα άλλα ζώα είναι πως μπορούν πιο εύκολα από αυτά να μιμηθούν, κάτι που τους δίνει την ικανότητα να αποχτήσουν τις πρώτες γνώσεις. Έπειτα, τα προϊόντα της μίμησης προσφέρουν σε όλους ευχαρίστηση. Μ’ αυτό ο Αριστοτέλης προσπαθεί να εξηγήσει την ευχαρίστηση που νιώθουν οι άνθρωποι βλέποντας τα έργα τέχνης. Αυτή η ευχαρίστηση, κατά τη γνώμη του, βασίζεται στη χαρά της «γνώσης». Την πηγή των αισθητικών ευχαριστήσεων δεν την βλέπει στον κόσμο των ιδεών η σε άλλες ουρανοκατέβατες υπερκόσμιες υπάρξεις αλλά στο πραγματικό ενδιαφέρον των ανθρώπων για τη γνώση. Η τέχνη κατά τον Αριστοτέλη είναι μια από τις μορφές της γνωστικής δραστηριότητας των ανθρώπων.
 
Η τέτοιας λογής ερμηνεία της μίμησης έδωσε στο φιλόσοφο τη δυνατότητα να διατυπώσει με εκπληκτική βαθύτητα το πρόβλημα για την καλλιτεχνική αλήθεια. Ο Αριστοτέλης δε ζητάει από την τέχνη απόλυτη ομοιότητα στα πράγματα και τα φαινόμενα που αναπαράγει. Η διαφορά ανάμεσα στον ιστορικό και τον ποιητή δεν περιέχεται στο ότι ο ένας γράφοντας χρησιμοποιεί στίχους κι ο άλλος όχι. Η διαφορά βρίσκεται στο ότι «δ πρώτος μιλάει για πράγματα που συνέβησαν στην πραγματικότητα, ενώ ο άλλος γι’ αυτό που θα μπορούσε να συμβεί».
 
Ο ιστορικός μιλάει για το μοναδικό, ο ποιητής για το γενικό. Γι’ αυτό η ποίηση είναι «πιο φιλοσοφική και πιο σπουδαία από την ιστορία». Πιο πέρα ο Αριστοτέλης παραδέχεται ότι μπορεί η απεικόνιση να γίνει με ακρίβεια, αν με αυτό εξασφαλίζεται μεγαλύτερη εκφραστικότητα στο έργο τέχνης.
 
Συγκριτικά, στην εποχή του Αριστοτέλη τα είδη και γένη της τέχνης είχανε καθοριστεί με ακρίβεια κ’ έφτασαν σε υψηλή στάθμη εξέλιξης. Είχε συγκεντρωθεί αρκετό υλικό σε στοιχεία για να τεθεί το πρόβλημα της ταξινόμησης των τεχνών. Ο Αριστοτέλης διακρίνει την τέχνη κατά το αντικείμενο, τη μέθοδο και τα μέσα μίμησης. Διερευνά λεπτομερειακά ιδιαίτερα τη δομή της τραγωδίας. Η θεωρία του για την τραγωδία είχε μεγάλη επίδραση στη μεταγενέστερη εξέλιξη της αισθητικής και της καλλιτεχνικής πρακτικής.
 
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παρατηρήσεις του Αριστοτέλη πάνω στη διαδικασία  της δημιουργίας. Στην Αισθητική του Αριστοτέλη αυτό η διαδικασία χάνει το μυστικιστικό της χαρακτήρα. Η διαδικασία δημιουργίας των έργων τέχνης καθώς και η αφομοίωση τους κατά τον Αριστοτέλη είναι διανοητικές λειτουργίες. Κατά την άποψη του η διαδικασία της δημιουργίας είναι προσιτό στην νόηση και επιδέχεται έλεγχο, από αυτό ξεκάνει η προσπάθεια του Αριστοτέλη να διατυπώσει καθορισμένα αξιώματα, κανόνες κι αρχές. Από αυτή την αντίληψη για τη διαδικασία της δημιουργίας γίνεται ολότελα φυσικό το ότι ο Αριστοτέλης απαιτεί όχι μόνο να σπουδάζεται η καλλιτεχνική δημιουργία, αλλά και η αισθητική κρίση.
 
Σημαντική θέση στα έργα του Αριστοτέλη παίρνει το πρόβλημα για τον παιδαγωγικό ρόλο της Τέχνης. Η τέχνη, κατά τη γνώμη του, δεν έχει ανεξάρτητο κύρος. Συνδέεται με την ηθική ζωή των ανθρώπων και είναι υποταγμένη στα προβλήματα «τελειοποίησης στην αρετή». Τα έργα τέχνης εξευγενίζουν τον άνθρωπο, γιατί με μέσο τον εξαγνισμό («κάθαρση») της ψυχής τον ελευθερώνουν από τ’ αρνητικά του πάθη. Το ότι ο Αριστοτέλης υπόδειξε το δεσμό της τέχνης με την ηθική δραστηριότητα των ανθρώπων στάθηκε μεγάλη προσφορά του. Ωστόσο πρέπει να μνημονευθεί ότι για τον Αριστοτέλη το ηθικό ιδανικό είναι «θεωρητική λειτουργία του νου» που δεν επιδιώκει κανένα πρακτικό σκοπό. Στο έργο του Αριστοτέλη η αρχαία Ελληνική αισθητική σκέψη έφτασε στο κατακόρυφο της.
  
ΛΟΥΚΡΗΤΙΟΣ
 
Την παραπέρα ανάπτυξη τους οι αισθητικές ιδέες την πήρανε στην αρχαία Ρώμη. Με βάση την υλιστική αντίληψη για τον κόσμο, μερικά από τα αισθητικά προβλήματα εξετάζονται από το Ρωμαίο ατομιστή Λουκρήτιο (99 — 55 πχ.).
 
Στο ποίημα «Για τη φύση των πραγμάτων» εξετάζει την ιδέα για το αναλλοίωτο των νόμων της φύσης που είναι ανεξάρτητοι από τις επεμβάσεις των θεών. Επιβεβαιώνει την αρχή της αιωνιότητας και αφθαρσίας της ύλης, ακολουθώντας τον Επίκουρο διατυπώνει την ατομική θεωρία. Κατά την γνώμη του Λουκρήτιου η τέχνη επήγασε από τη «χρεία», δηλαδή από τις ανάγκες του ανθρώπου. Η τέχνη μιμείται τα διάφορα φαινόμενα της φύσης. Η τέχνη δεν προσφέρει μόνο «ηδονή», άλλα έχει και ωφελιμιστική αποστολή. Λόγου χάρη χρησιμοποιείται ως μέσο για τη διάδοση γνώσεων.
 
Ο Λουκρήτιος δεν είναι μόνο φιλόσοφος, άλλα και εξαίρετος ποιητής, «ακμαίος, θαρραλέος, ελικώνιος κυρίαρχος του κόσμου» (χαρακτήρισε ο Μαρξ). Το ποίημά του διακρίνεται τόσο για το βάθος των ιδεών που αυτός αναπτύσσει, όσο και για τη θαυμάσια ποιητική φόρμα.
 
Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ
 
Έτσι φθάσαμε στην ύστερη κλασική εποχή όπου και στη Ρώμη, την Ελλάδα, πολύ περισσότερο στη Μικρά Ασία, τη Συρία και Αίγυπτο, όπου,  ακόμη και το πιο άκριτο ανακάτωμα από τις πιο χυδαίες προκαταλήψεις των λαών γινόταν αποδεχτό ανεξέλεγκτα, και συμπληρώνονταν από θεοσεβούμενη απάτη και απερίφραστο τσαρλατανιά. Ήταν η εποχή όπου την πιο σημαντική θέση την κατείχαν τα θαύματα, οι εκστάσεις, τα οράματα, τα φαντάσματα, οι προφητείες, η τεχνητή κατασκευή χρυσού, ο Καβαλισμός και κάθε λογής ανοησίες. Είναι η εποχή της αποσύνθεσης της αρχαίας αισθητικής σκέψης του κάλους και του αντικειμενικά ωραίου, που θα το καταπιεί ο επερχόμενος χριστιανισμός που ήδη άρχισε να απλώνεται σαν αρρώστια στα σπλάχνα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
  
ΠΛΩΤΙΝΟΣ
 
Στο όνομα αυτής της επερχόμενης λαίλαπας, ενέδωσε και η  φιλοσοφία της παρακμής, αυτό έγινε αργότερα φανερό με τον  εξ  Αιγύπτου Πλωτίνο (204 — 270 μ.χ), διάσημο εκπρόσωπο του νεοπλατωνισμού που έγινε  γέφυρα των θρήσκων εθνικών στο πέρασμα τους από τον Πλατωνισμό στο Χριστιανισμό.
 
Τον κόσμο ο Πλωτίνος τον σκέφτεται ως εκπόρευση (απορροή) από το θεϊκό πλεόνασμα. Η πρωταρχική τελειότητα, απορρέοντας, σιγά – σιγά όλο και γίνεται πιο ατελής. Κατά τη γνώμη του Πλωτίνου, σκοπός του άνθρωπου είναι να ξαναγυρίσει στο θεό, κάτι που πραγματοποιείται με τον ασκητισμό και την έκσταση. Μόνο σε κατάσταση κατάνυξης και έκστασης πλησιάζουμε στο θεό.
 
Με τέτοιας λογής μυστικιστική διαδικασία ο Πλωτίνος ερμηνεύει και το πρόβλημα του ωραίου. Κατά τη γνώμη του τα πράγματα είναι ωραία«διαμέσου της επικοινωνίας προς την ιδέα». Η ομορφιά που γίνεται αντιληπτή με τα αισθήματα είναι κατώτερο είδος ωραίου. Όσο πιο πολύ η ψυχή ελευθερώνεται από το σωματικό, τόσο γίνεται πιο ωραία. Το αγαθό στέκει στη κορυφή του χορού των πραγμάτων. Είναι η ανώτατη, η πρώτη ομορφιά. Η ενατένιση αυτής της ομορφιάς δεσπόζει πάνω από το καθετί – πάνω από τα ωραία σώματα. Για χάρη της πρέπει να απαρνιέται κανείς βασίλεια και εξουσίες. Τα ωραία σώματα δεν είναι παρά ίχνη, εικόνες, σκιές, αναλαμπές της ανώτατης ομορφιάς. Για ν’ αντικρίσεις την ανώτατη ομορφιά πρέπει πρώτα να γλυτώσεις την ψυχή από το σωματικό ρύπο.
 
Το κήρυγμα για ασκητισμό, ή αποστροφή απέναντι στον αισθητό κόσμο, η απάρνηση του νου κ’ η προβολή σε πρώτο πλάνο του μυστικιστικού ρεμβασμού, η θέα της ανώτατης ομορφιάς στο θεό — όλες αυτές οι κατευθύνσεις της αισθητικής του Πλωτίνου ξεπερνάνε τις θεολογικές δοξασίες του σκοταδιστικού μεσαίωνα.(Για μερικά από αυτά τα μαργαριτάρια του, ακόμα ο ίδιος ο Πλάτων θα τραβούσε τα μαλλιά του!!!)
 
Η «φιλοσοφία» του εγκρίθηκε πλήρως από τους πατέρες της εκκλησίας Αμβρόσιο και  Αυγουστίνο.
 
Η προοδευτική ελληνορωμαϊκή αισθητική σκέψη έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην παραπέρα ανάπτυξη της αισθητικής. Είχανε κιόλας τεθεί πολλά από τα πιο σπουδαία προβλήματα για την ουσία της τέχνης και για την κοινωνική της αποστολή.
 
Η θεωρία της «μίμησης» τόνιζε την ουσία της τεχνικής δραστηριότητας σαν αληθινό αντικαθρέφτισμα,  τη μειονεκτικότητα της τέχνης σε σχέση με τον αντικειμενικό κόσμο. Είχε πλατιά αναπτυχθεί η ιδέα ότι η τέχνη έχει μορφωτική σημασία και δεσμούς με την πολιτική ζωή της κοινωνίας. Τα προβλήματα για τα είδη και τα γένη, το περιεχόμενο και η φόρμα στα έργα τέχνης καλλιεργούνται σε κάθε τους πλευρά. Επίσης είχανε διατυπωθεί βαθυστόχαστες κρίσεις για την ουσία της αισθητικής αφομοίωσης της πραγματικότητας γενικά.
 

Διάλογος με το παιδί: Η τεχνική για να παίρνετε απαντήσεις

Πώς το ενδιαφέρον δεν θα μετατρέπεται σε ανάκριση.

Οι ερωτήσεις είναι πολύ σημαντικές για τον διάλογο και την επικοινωνία. Ο γονιός θέτει ερωτήσεις στο παιδί για να αντλήσει πληροφορίες γι' αυτό που του αρέσει, για την καθημερινότητά του, για το σχολείο, για τους φίλους του, ενδιαφέρεται για τις ανάγκες και τις επιθυμίες του παιδιού του. Οι ερωτήσεις είναι το εργαλείο που τον βοηθά να εκδηλώσει αυτό το ενδιαφέρον του. Δυστυχώς, αρκετά συχνά, το ενδιαφέρον μετατρέπεται σε ανάκριση, με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η επικοινωνία. Ο διάλογος αποτελεί μια τεχνική που φαντάζει απλή, αλλά προϋποθέτει εκμάθηση και εξάσκηση.

Όλοι οι άνθρωποι κάνουν διάλογο όταν επικοινωνούν ή νομίζουν ότι συνδιαλέγονται. Ο διάλογος διεξάγεται με ερωτήσεις και απαντήσεις και συνεχή εναλλαγή ανάμεσα στους ρόλους πομπού-δέκτη. Ο πομπός διατυπώνει ένα μήνυμα ή ένα ερώτημα και ο δέκτης δίνει την απάντηση. Στη συνέχεια, ο δέκτης γίνεται πομπός και διατυπώνει με τη σειρά του ένα ερώτημα που ζητά την απάντησή του από τον πομπό, ο οποίος μετατρέπεται σε δέκτη. Κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας μεταξύ των δύο μερών διατυπώνονται δύο είδη ερωτήσεων: Οι κλειστές ή κλειστού τύπου ερωτήσεις και οι ανοικτές ή ανοικτού τύπου ερωτήσεις.

Οι κλειστές ερωτήσεις έχουν μονολεκτικές απαντήσεις, οι οποίες δίνονται γρήγορα και δε χρειάζονται πολλή σκέψη. Οι ανοικτές ερωτήσεις χρειάζονται πιο ολοκληρωμένες απαντήσεις και γι' αυτό εμπλουτίζουν την επικοινωνία και τροφοδοτούν τον διάλογο.

Όταν ο γονιός ρωτήσει το παιδί «πέρασες καλά;», το παιδί θα απαντήσει «ναι» ή «όχι». Συνεπώς θέτει μια κλειστή ερώτηση.

Αν ρωτήσει «θέλεις να μου πεις γιατί δεν πέρασες καλά;», πρόκειται για μια ανοικτή ερώτηση, δηλαδή μια ερώτηση που καλεί το παιδί να αναπτύξει τους λόγους για τους οποίους δεν πέρασε καλά. Βεβαίως το παιδί μπορεί και πάλι να απαντήσει «όχι» και να κλείσει τον διάλογο, δηλαδή να μετατρέψει μια ανοικτή ερώτηση σε κλειστή. Σε αυτή την περίπτωση ο ερωτώμενος δεν έχει νόημα να επιμείνει, αλλά απλώς να δηλώσει τη διαθεσιμότητά του για διάλογο όταν το παιδί θα είναι έτοιμο: «Θα ήθελα πολύ να το συζητήσουμε όταν θα το θέλεις κι εσύ». Αν και η ανοικτή ερώτηση κάποιες φορές μετατρέπεται σε κλειστή, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη δυναμική της (Γκάρνερ, 2014).

Ο γονιός χρειάζεται να γνωρίζει πώς να θέτει ανοικτές ερωτήσεις, λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη και τον τρόπο με τον οποίο τις θέτει, αλλά και να μην κάνει κατάχρηση γινόμενος φορτικός ή διωκτικός. Μην ξεχνάμε ότι κάθε ερώτηση περιμένει μια απάντηση και, όταν η απάντηση δεν έρχεται, καλύτερο είναι να σταματούν οι ερωτήσεις και όχι να συνεχίζονται, γιατί οι συνεχείς ερωτήσεις φράζουν, δεν προωθούν την επικοινωνία.

Συχνά, όταν τίθενται κλειστού τύπου ερωτήσεις, έχουμε την αίσθηση ότι το άλλο άτομο επιθυμεί μια συγκεκριμένη απάντηση. Τις περισσότερες φορές, οι ερωτήσεις που θέτουν οι άνθρωποι είναι δηλώσεις, γνώμες, κρίσεις παρά αυθεντικές ερωτήσεις. Με τις κλειστού τύπου ερωτήσεις συνήθως εκφράζουμε τη γνώμη με τα μη λεκτικά μηνύματα που εκπέμπουμε, τον τόνο της φωνής και τη στάση του σώματος. Όταν μια ερώτηση μπορεί να μεταφέρει πολύ περισσότερες πληροφορίες από την ερώτηση αυτή καθαυτή, ασκεί τότε πολύ μεγάλη επίδραση στην ποιότητα της σχέσης. Μια ανοικτού τύπου ερώτηση αποτελεί μια πολύ διαφορετική εμπειρία, καθώς είναι μια πρόσκληση για διάλογο, για μοίρασμα ιδεών και συναισθημάτων.

Οι ανοικτές ερωτήσεις σκοπό έχουν να ωθήσουν το άτομο να αποκαλύψει περισσότερα γι' αυτό και όχι να δώσει μια απάντηση που θα ικανοποιήσει τον άλλο. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό είναι ότι τίθενται με ουδέτερο τόνο, χωρίς συναισθηματική φόρτιση ή υπονοούμενα και χωρίς να εκφράζονται με αντιφατικά μη λεκτικά μηνύματα από αυτόν που τα εκπέμπει. Οι ανοικτές ερωτήσεις χρειάζονται σκέψη για προσεκτική διατύπωση και αποκαλύπτουν απόψεις και συναισθήματα, ενώ επιτρέπουν στον πομπό να κατευθύνει τη συζήτηση. Η διατύπωση ανοικτών ερωτήσεων απαιτεί κάποιες δεξιότητες, μια αίσθηση αυτοπεποίθησης, εμπιστοσύνη και σεβασμό στον συνομιλητή και τις απαντήσεις του και ανεκτικότητα στις απόψεις που είναι διαφορετικές από του άλλου ατόμου. Οι ανοικτές ερωτήσεις μεταφέρουν στον συνομιλητή την άποψη ότι οι απόψεις και οι εμπειρίες του είναι σημαντικές και ότι ο ερωτών επιθυμεί πολύ να τις ακούσει και δημιουργούν τη γέφυρα για επικοινωνία, κατανόηση και συνεργασία.

Ανοικτές είναι οι ερωτήσεις που ξεκινούν με τις λέξεις «ποιος», «πού», «πώς», «πότε», «τι», «γιατί». Οι ανοικτές ερωτήσεις αποτελούν πρόσκληση για επικοινωνία, για έκφραση των σκέψεων, των απόψεων, των επιθυμιών και των συναισθημάτων των ερωτώμενων. Μέσω των ανοικτών ερωτήσεων το παιδί διευκολύνεται να αποσαφηνίσει κάτι, διευκολύνεται «να ανοιχτεί» και να εκφραστεί.

Υπάρχουν ερωτήσεις που είναι υπερβολικά ανοικτές, για παράδειγμα η ερώτηση «πώς πέρασες τη μέρα σου;» είναι μια υπερβολικά ανοικτή ερώτηση και γι' αυτό συχνά παίρνει μια κλειστή απάντηση: «καλά». Πρόκειται για τη συνηθισμένη απάντηση που δίνει ένα παιδί στον γονιό του όταν του τίθεται το παραπάνω ερώτημα. Επιπλέον, ακούγεται σαν μια ερώτηση κλισέ που χρησιμοποιείται συνήθως ως μέσο για το άνοιγμα της συζήτησης και όχι ως πραγματική έκφραση ανάγκης αυτού που ρωτά για να μάθει. Στην επικοινωνία είναι σημαντικό ο ερωτών να ενδιαφέρεται για τις ανάγκες, τις σκέψεις και τις επιθυμίες του ερωτώμενου και να εκδηλώνει αυτό το ενδιαφέρον (Γκάρνερ, 2014).

Οι ερωτήσεις κλειστού τύπου είναι ερωτήσεις τις οποίες απαντάμε με ναι ή όχι, με σωστό ή λάθος.

Οι ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών, που συνήθως συναντάμε στα ερευνητικά ερωτηματολόγια, είναι ερωτήσεις κλειστού τύπου. Τις ερωτήσεις κλειστού τύπου, τις απαντάμε μονολεκτικά. Για παράδειγμα: «Από πού είσαι;» «Από την Αθήνα».

Οι ερωτήσεις ανοικτού τύπου είναι αυτές που προσδίδουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην επικοινωνία και κάνουν τη συζήτηση να διαρκεί περισσότερο . Για παράδειγμα: «Πώς της ήρθε αυτή η ιδέα;», «Πώς το σκεφτήκατε/φανταστήκατε αυτό;», «Ποια είναι τα σχέδιά για την επόμενη χρονιά;».

Οι κλειστού τύπου ερωτήσεις συνήθως ξεκινούν με τις λέξεις «είστε;», «θέλετε;», «ποιος;», «πότε;», «πού;», «ποιο;», ενώ οι ανοικτού τύπου ξεκινούν συνήθως με «πώς;» «γιατί;», «τι;», «με ποιον τρόπο;»

Με το «τι;» και το «ποιο/ποιος;» μπορεί να ξεκινήσει τόσο μια ανοικτή όσο και μια κλειστή ερώτηση. Πολλές φορές, οι άνθρωποι απαντούν σε μια κλειστού τύπου ερώτηση με ανοικτό τρόπο ή το αντίστροφο. Πιο συγκεκριμένα, παράμετροι που χρειάζεται να ληφθούν υπόψη ώστε να διατυπωθούν επιτυχημένες ανοικτές ερωτήσεις, είναι οι εξής:

1) Η αυτοδιαχείριση: Όταν κάποιος θέτει ένα ερώτημα, χρειάζεται να έχει σαφή κίνητρα. Θέλει να εκφράσει τις εμπειρίες και τις ανάγκες του ή ενδιαφέρεται για τις εμπειρίες του άλλου. Οι επιθυμίες του χρειάζεται να είναι διακριτές από εκείνες του συνομιλητή του. Όπως προαναφέρθηκε, συχνά η επικοινωνία σταματά όταν οι επιθυμίες του ερωτώντος έχουν προτεραιότητα.

2) Η εστίαση στη διατύπωση των ερωτήσεων: Είναι πιθανό ότι, παρόλο που η ερώτηση διατυπώνεται με φαινομενικά ανοικτό τρόπο («Τι έκανες σήμερα στο σχολείο;»), η απάντηση μπορεί να είναι κλειστού τύπου («Τίποτα»). Μια διαφορετική διατύπωση («Τι ήταν αυτό που σου άρεσε περισσότερο στο σχολείο σήμερα;») είναι πιθανό να έχει μια απάντηση πιο εκτενή και περιγραφική. Από την άλλη, μια πολύ γενική και ευρεία εστίαση μπορεί να δημιουργήσει σύγχυση («Τι σου άρεσε σήμερα;»).

3) Η προσεκτική ακρόαση: Πολλοί άνθρωποι, όταν ακούν, απλώς συγκεντρώνουν στοιχεία από τον συνομιλητή τους περιμένοντας τη σειρά τους για να πάρουν τον λόγο και δεν ακούν πραγματικά. Είναι πολύ σημαντικό όταν κάποιος συνδιαλέγεται, να ενδιαφέρεται να μάθει για τον άλλο και να μην είναι επικριτικός. Η ενεργητική ακρόαση βοηθά τον συνομιλητή να επικοινωνήσει σε βάθος.

4) Η αποδοχή της μη απάντησης: Κάθε ερώτηση δεν είναι απαραίτητο να λαμβάνει απάντηση. Μπορεί ο συνομιλητής να μην είναι έτοιμος να μιλήσει ή να μη θέλει να δώσει μια απάντηση αμέσως.

5) Η επικοινωνία χρειάζεται να ξεκινά με απλά, καθημερινά θέματα: Είναι πιο εύκολο να ρωτήσει κάποιος «Τι θα έλεγες αν σου πρότεινα να πάμε σινεμά το Σαββατοκύριακο;» αντί να ρωτήσει «Τι θα έλεγες αν πηγαίναμε διακοπές μαζί;». Τα απλά, καθημερινά θέματα βοηθούν να εξασκηθούμε στη χρήση των ανοικτών ερωτήσεων και σταδιακά να προχωρήσουμε σε πιο ζωτικής σημασίας θέματα (Gottman & Silver, 2012).

Eκείνοι οι αδύνατοι-δυνατοί που παραδίδουν μαθήματα ζωής

Είναι κάποιοι άνθρωποι που η δυναμικότητά τους  σε αναγκάζει να τους ξεχωρίσεις ανάμεσα σε πολλούς. Η ισχυρή προσωπικότητα τους είναι ευδιάκριτη ανάμεσα στο πλήθος. Και η έντονη αυτοπεποίθηση τους ορατή από μακριά.

Είναι εκείνοι που έχουν μάθει να μετατρέπουν την αδυναμία τους σε δύναμη από ανάγκη και όχι επιλογή. Που φτάνουν συχνά στον πάτο της ψυχής τους και αναδύονται στην επιφάνεια της χωρίς βοήθεια. Αιμορραγούν ακατάσχετα και κλείνουν μόνοι τους τις πληγές τους. Γίνονται παρανάλωμα στις φωτιές του κόσμου και αναγεννιούνται από τις στάχτες τους. Εκείνοι οι δυνατοί αυτού του κόσμου που σου προκαλούν δέος και θαυμασμό ταυτόχρονα. Που θα ήθελες να έχεις συμμάχους και όχι εχθρούς.

Είναι βλέπεις αυτή η στάση, η συμπεριφορά και  η αντοχή τους που γίνονται παράδειγμα ζωής για τους άλλους…
Δεν θα τους ακούσεις ποτέ να μεμψιμοιρούν ή να γκρινιάζουν. Δεν θα τους δεις ποτέ να δακρύζουν ή να χτυπιούνται. Δεν θα τους αντικρίσεις να παραπονιούνται και να μοιρολατρούν. Τους βλέπεις καθημερινά να  ορθώνουν το ύψος  τους πάνω από τη  λιποψυχία αυτού του κόσμου. Να μπαίνουν στο στίβο της ζωής χωρίς ελπίδα και να βγαίνουν νικητές. Να στέκονται παλικαρίσια σε κάθε λάβωμα εμψυχώνοντας τους άλλους. Στηρίζονται μόνο στον εαυτό τους και στηρίζουν τους γύρω τους. Παρατάσσονται στην πρώτη γραμμή πυρός σε κάθε αγώνα. Ατενίζουν το ατροφικό τους χέρι να βοηθήσουν τους πονεμένους. Υποβαστάζουν στους ασθενικούς τους ώμους το βάρος των αδύνατων και βασανισμένων. Τρέφουν από την ισχνή σάρκα τους τους πεινασμένους. Και δίνουν πάντα από το λιγοστό τους βιός στους φτωχούς και στερημένους. Γίνονται συχνά τα δεκανίκια των ανήμπορων και ταλαιπωρημένων. Κάνουν ομπρέλα την συμπόνοια τους σκεπάζοντας στωικά από τις καταιγίδες τους κατατρεγμένους. Στέκονται υπομονετικά δίπλα από τους απεγνωσμένους. Μεταγγίζουν την αισιοδοξία τους στους  απελπισμένους. Και γίνονται ολόκληροι μία αδιαπέραστη ασπίδα προστασίας για τους μικρούς και αδικημένους.

Κανείς δεν ξέρει πως εκείνες τις ώρες κλείνουν το φως της ύπαρξής τους αφήνουν τις αδυναμίες τους ελεύθερες να σεργιανίσουν στην οντότητα τους. Γίνονται ένα κουβάρι δάκρυα και γλείφουν τις ματωμένες τους πληγές εξαλείφοντας κάθε τους σημάδι. Τρυπάνε τις ψυχές τους  με τα νύχια τους αποκαλύπτοντας την  ανείπωτη μοναξιά που τους συντροφεύει. Σπαράζουν αντικρίζοντας τους φόβους που ρημάζουν τα σωθικά τους. Τρέμουν από την από την αδυναμία και λυγίζουν μαζεύοντας τα θρύψαλά τους. Κυριεύονται από τις ανασφάλειες και τους φόβους που τους πολιορκούν και παλεύουν με τα θεριά τους. Χτυπιούνται όταν κανείς δε βλέπει, φωνάζουν όταν κανείς δεν μπορεί να τους ακούσει. Και αιμορραγούν όταν κανείς δεν είναι εκεί να δει το  αίμα της ψυχής τους.

Και στο πρώτο φως της ημέρας ανακτούν την όμορφη και υπέρλαμπρη εικόνα τους φορώντας την αξιοπρέπεια τους. Στέκονται όρθιοι και αγέρωχοι, πρότυπα δύναμης και αντοχής.

Είναι αυτοί που τους διακρίνει ένα απύθμενο σθένος, μια ακούραστη επιμονή. Οι αδύνατοι-δυνατοί αυτής της γης που κρύβουν περίτεχνα τις αδυναμίες τους, κάτω από την δυναμική τους εικόνα.

Δεν ξεχνώ, συγχωρώ!

Θα μπορούσαν να ήταν τα πάντα αλλιώς…! Να ζούσαμε όλοι σ’ έναν κόσμο “αγγελικά” πλασμένο, που κανένας δε θα αδικούσε και δε θα έκανε κακό στον άλλο. Σ’ έναν κόσμο, που οι απιστίες, οι εγωισμοί, τα μίση και οι τρικλοποδιές θα εξέλιπαν από την ανθρώπινη φύση.

Θα μπορούσαν να είχαν γίνει όλα αλλιώς….! Να μη συναντούσαμε κάποιους ανθρώπους, να μην τους εμπιστευόμασταν και να μην αναγκαζόμασταν να φορτώσουμε τον “παρατατικό”  μας με τόσο πόνο, τόσο θυμό, τόσα λάθη. Από ‘κείνα τα μεγάλα. Τα μη ανατρέψιμα λάθη, που κρατούν την ψυχή αιχμάλωτη στο παρελθόν και ανοιχτές τις πληγές της.

Θα μπορούσαν, αλλά…
Πάνω σ’ αυτό το ‘’αλλά’’  οι άνθρωποι βιώνουμε την αδικία, ποτίζουμε τις νύχτες με τα δάκρυα της προδοσίας και πονάμε. Πονάμε πολύ και θυμώνουμε. Πονάμε βαθιά και οργιζόμαστε. Βουλιάζουμε στο μίσος και αυτοκαταστρεφόμαστε μέχρι να συνειδητοποιήσουμε ότι πρέπει να προχωρήσουμε. Ότι μπορεί να μας έκλεψαν μέρες, μήνες, ακόμα και χρόνια από τη ζωή μας, αλλά δε θα τους δώσουμε και την υπόλοιπη. Ότι πρέπει να απελευθερωθούμε.

Να απελευθερωθούμε από τα άσχημα βιώματα του παρελθόντος… να  τ’ αφήσουμε πίσω μας… να αποδεχτούμε τα πράγματα ως έχουν και να απαγκιστρωθούμε απ’ όσα μας πονάνε… Να συγχωρήσουμε…! Δεν είναι αδυναμία η συγχώρεση, όχι… αντιθέτως ,είναι για ψύχραιμους παίχτες και πολύ δυνατούς λύτες. Είναι η κορυφή του βουνού που απαιτεί χιλιόμετρα ματωμένες αγρύπνιες για να την κατακτήσεις.

Συγχωρώ, σημαίνει πεθαίνω και ξαναγεννιέμαι. Σημαίνει κοιμάμαι βράδια ατελείωτα με μαύρα πουλιά να φτερουγίζουν στο μαξιλάρι μου και ξυπνάω με περιστέρια. Όχι…!!! Δε ξεχνάω όσα πέρασα… ΣΥΓΧΩΡΩ…!!! Συγχωρώ την ατέλεια της ανθρώπινης φύσης, την ανοησία, τον εγωισμό. Συγχωρώ, γιατί αντέχω και μπορώ. Συγχωρώ, διαγράφω, προσπερνώ και γυρίζω στην καλή μου πλευρά.

Εγώ… Για μένα Συγχωρώ…!

Η κοινωνία δεν σε διδάσκει ποτέ να παρατηρείς…

Γιατί καταπιέζει τόσα πολλά πράγματα ο άνθρωπος και χάνει την υγεία του; Διότι η κοινωνία σε διδάσκει να ελέγχεις, όχι να μεταμορφώνεις, και ο τρόπος για την μεταμόρφωση είναι εντελώς διαφορετικός. Καταρχάς, δεν είναι καθόλου ο τρόπος του ελέγχου, είναι ακριβώς το αντίθετο.

Το πρώτο πράγμα: όταν ελέγχεις, καταπιέζεις, όταν μεταμορφώνεις, εκφράζεις.
Δεν υπάρχει όμως λόγος να εκφράζεις κάτι πάνω σε κάποιον άλλο, γιατί εκείνος ο ‘κάποιος άλλος’ δεν έχει σχέση. Την επόμενη φορά που νιώθεις θυμό, πήγαινε και τρέξε γύρω από το σπίτι επτά φορές κι έπειτα κάθισε κάτω από ένα δέντρο και παρατήρησε, πού έχει πάει ο θυμός. Δεν τον έχεις καταπιέσει, δεν τον έχεις ελέγξει, δεν τον έχεις ρίξει πάνω σε κάποιον άλλο -γιατί, αν τον ρίξεις πάνω σε κάποιον άλλο, δημιουργείται μια αλυσίδα, αφού κι ο άλλος είναι το ίδιο κουτός όσο κι εσύ, το ίδιο δίχως επίγνωση όπως κι εσύ. Αν τον ρίξεις πάνω σε κάποιον άλλο, κι ο άλλος είναι ένας άνθρωπος φωτισμένος, δεν θα υπάρχει πρόβλημα΄ θα σε βοηθήσει να τον ρίξεις και να τον εκτονώσεις και να περάσεις μέσα από μια κάθαρση. Ο άλλος όμως είναι το ίδιο αδαής όσο κι εσύ -αν του ρίξεις θυμό, θα αντιδράσει. Θα ρίξει περισσότερο θυμό πάνω σε σένα, είναι το ίδιο καταπιεσμένος όπως κι εσύ. Τότε δημιουργείται μια αλυσίδα: ρίχνεις επάνω του, ρίχνει εκείνος επάνω σου και γινόσαστε κι οι δυο εχθροί.

Μην το ρίχνεις πάνω σε κανέναν. Είναι το ίδιο όπως όταν θέλεις να κάνεις εμετό: δεν πας να κάνεις εμετό πάνω σε κάποιον άλλο. Ο θυμός χρειάζεται εμετό. Πήγαινε στην τουαλέτα και κάνε εμετό! Καθαρίζει όλο το σώμα΄ αν καταπιέσεις τον εμετό, θα είναι επικίνδυνο, κι όταν θα έχεις κάνει εμετό, θα νιώσεις φρέσκος, θα νιώσεις ότι έχεις απαλλαγεί από ένα βάρος, θα νιώσεις όμορφα, υγιής. Κάτι δεν ήταν εντάξει στο φαγητό που έφαγες και το σώμα το απορρίπτει. Μην το πιέζεις συνέχεια μέσα σου.

Ο θυμός είναι ένας νοητικός εμετός. Κάτι που έβαλες μέσα σου δεν είναι εντάξει και όλος σου ο ψυχισμός θέλει να το ρίξεις έξω, δεν υπάρχει όμως λόγος να το ρίξεις πάνω σε κάποιον άλλο.

Επειδή οι άνθρωποι το ρίχνουν πάνω στους άλλους, η κοινωνία τούς λέει να το ελέγχουν.
Δεν υπάρχει λόγος να ρίχνεις σε κανέναν το θυμό σου. Μπορείς να πας στο μπάνιο, μπορείς να βγεις για μια μεγάλη βόλτα -σημαίνει τούτο ότι υπάρχει κάτι μέσα σου που έχει ανάγκη από γρήγορη δραστηριότητα, έτσι ώστε να εκτονωθεί. Κάνε λίγο τζόγκιν και θα νιώσεις ότι εκτονώθηκε, ή πάρε ένα μαξιλάρι και χτύπα το μαξιλάρι, κάνε καυγά με το μαξιλάρι και δάγκωσε το μαξιλάρι, εωσότου χαλαρώσουν τα χέρια και τα δόντια σου. Με μια πεντάλεπτη κάθαρση, θα νιώσεις απαλλαγμένος από το βάρος και όταν θα το ξέρεις αυτό, δεν θα ρίχνεις τίποτε ποτέ πάνω στους άλλους, γιατί αυτό είναι τελείως κουτό.

Το πρώτο πράγμα για τη μεταμόρφωση λοιπόν είναι να εκφράσεις το θυμό, όχι όμως πάνω σε κάποιον, γιατί αν τον εκφράσεις πάνω σε κάποιον, δεν μπορείς να τον εκφράσεις τελείως. Μπορεί να θέλεις να σκοτώσεις, αλλά αυτό δεν είναι δυνατό΄ μπορεί να θέλεις να δαγκώσεις, αλλά αυτό δεν είναι δυνατό. Μπορείς όμως να κάνεις έτσι με το μαξιλάρι. Μαξιλάρι σημαίνει ΄΄ήδη φωτισμένο΄΄, το μαξιλάρι είναι φωτισμένο. Το μαξιλάρι δεν θα αντιδράσει και δεν θα πάει στα δικαστήρια και το μαξιλάρι δεν θα εμφανίσει εχθρότητα απέναντί σου και το μαξιλάρι δεν θα κάνει κάτι. Το μαξιλάρι θα είναι ευχαριστημένο και θα γελάει μαζί σου.

Το δεύτερο πράγμα που πρέπει να θυμάσαι: έχε επίγνωση.
Όταν ελέγχεις, δεν χρειάζεται καμιά επίγνωση΄ το κάνεις μηχανικά, σαν ρομπότ. Έρχεται ο θυμός κι υπάρχει ένας μηχανισμός -ξαφνικά όλη σου η ύπαρξη γίνεται στενή και κλειστή. Αν παρατηρείς, ο έλεγχος ίσως να μην είναι τόσο εύκολος.

Η κοινωνία δεν σε διδάσκει ποτέ να παρατηρείς, γιατί όταν παρατηρεί κάποιος, είναι εντελώς ανοικτός. Είναι μέρος της επίγνωσης αυτό -είναι ανοικτός κι αν θέλεις να καταπιέσεις κάτι και είσαι ανοικτός, πρόκειται για κάτι το αντιφατικό, μπορεί να έρθει στην επιφάνεια. Η κοινωνία σού μαθαίνει πώς να κλείνεσαι, πώς να κλείνεις τον εαυτό σου -να μην επιτρέπεις να υπάρχει ούτε καν ένα μικρό παράθυρο από όπου μπορεί να βγει κάτι έξω.

Να θυμάσαι όμως: όταν δεν βγαίνει τίποτε έξω, δεν μπαίνει και τίποτε μέσα. Όταν δεν μπορεί να βγει έξω ο θυμός, είσαι κλειστός. Αν αγγίξεις μια όμορφη πέτρα, δεν μπαίνει τίποτε μέσα σου΄ κοιτάς ένα λουλούδι, δεν μπαίνει τίποτε μέσα σου: τα μάτια σου είναι πεθαμένα και κλειστά. Φιλάς έναν άνθρωπο -τίποτε δεν μπαίνει μέσα σου, επειδή είσαι κλειστός. Ζεις μια ζωή αναίσθητη.

Η ευαισθησία αναπτύσσεται μαζί με την επίγνωση.
Με τον έλεγχο, γίνεσαι νωθρός και πεθαμένος -είναι μέρος του μηχανισμού του ελέγχου αυτό: αν είσαι νωθρός και πεθαμένος, τότε δεν θα σε επηρεάζει τίποτε, σαν να έχει γίνει το σώμα σου ένα φρούριο, ένα είδος άμυνας. Δεν θα σε επηρεάζει τίποτε, ούτε η προσβολή ούτε η αγάπη.

Έχει όμως μεγάλο κόστος εκείνος ο έλεγχος, κόστος μάταιο΄ γίνεται έπειτα αυτό η όλη προσπάθεια της ζωής: πώς θα ελέγξεις τον εαυτό σου -και μετά πεθαίνεις! Η όλη προσπάθεια για έλεγχο απορροφά ολόκληρη την ενέργειά σου κι έπειτα απλούστατα πεθαίνεις. Κι η ζωή γίνεται ένα πράγμα θαμπό και νεκρό΄ κάπως μπορείς και συνεχίζεις.

Η κοινωνία σε διδάσκει να ελέγχεις και να κατακρίνεις, γιατί το παιδί ελέγχει μόνον όταν αισθάνεται ότι κάτι επικρίνεται. Ο θυμός είναι κακός΄ το σεξ είναι κακό΄ ό,τι χρειάζεται να το ελέγχει πρέπει να το κάνουν να φαίνεται στο παιδί πως είναι αμάρτημα, πως είναι κακό πράγμα.

Ο γιος του είχε αρχίσει να μεγαλώνει. Ήταν δέκα χρονών κι έτσι σκέφτηκε: τώρα ήρθε η ώρα. Είναι αρκετά μεγάλος και πρέπει να του αποκαλύψω τα μυστικά της ζωής. Τον φώναξε λοιπόν στο γραφείο του και του εξήγησε για το σεξ που κάνουν τα πουλιά κι οι μέλισσες. Κι έπειτα στο τέλος του είπε, ΄΄Όταν νιώσεις ότι έχει μεγαλώσει αρκετά ο μικρότερος αδελφός σου, πες τα όλα αυτά και σε κείνον.΄΄

Λίγα λεπτά αργότερα, καθώς περνούσε από το δωμάτιο των παιδιών, άκουσε τον μεγαλύτερο, τον δεκάχρονο, να είναι ήδη επί το έργον. Έλεγε στον μικρότερο: ΄΄Κοίτα να δεις, ξέρεις τι κάνουν οι άνθρωποι, αυτό που κάνουν όταν θέλουν να αποκτήσουν ένα παιδί, ένα μωρό; Λοιπόν, ο μπαμπάς λέει ότι το ίδιο παλιόπραμα το κάνουν και τα πουλιά κι οι μέλισσες.΄΄

Εμφανίζεται μια βαθιά κατάκριση για κάθε τι που είναι ζωντανό.
Και το σεξ είναι το πιο ζωντανό πράγμα -αναγκαστικά είναι! Αποτελεί την πηγή. Και ο θυμός είναι επίσης ένα πολύ ζωντανό πράγμα, διότι αποτελεί προστατευτική δύναμη. Αν δεν μπορεί να θυμώνει καθόλου το παιδί, δεν θα μπορέσει να επιβιώσει. Πρέπει να θυμώνεις ορισμένες στιγμές. Το παιδί πρέπει να δείξει την ύπαρξή του, το παιδί πρέπει ορισμένες στιγμές να υποστηρίξει τη θέση του΄ αλλιώς δεν θα έχει καθόλου σθένος.

Ο θυμός είναι πολύ ωραίος΄ το σεξ είναι πολύ ωραίο. Αλλά τα ωραία πράγματα μπορεί να ασχημύνουν. Εξαρτάται από σένα. Αν τα κατακρίνεις, ασχημαίνουν΄ αν τα μεταμορφώνεις, γίνονται θεϊκά. Ο θυμός, αν μεταμορφωθεί, γίνεται ευσπλαχνία -διότι η ενέργεια είναι η ίδια. Κάθε άνθρωπος είναι ευσπλαχνικός: από πού προέρχεται η ευσπλαχνία του; Πρόκειται για την ίδια ενέργεια που πήγαινε στο θυμό΄ τώρα δεν πάει στο θυμό, η ίδια ενέργεια μεταμορφώνεται σε ευσπλαχνία. Από πού προέρχεται η αγάπη; Η ίδια ενέργεια που πάει στο σεξ γίνεται αγάπη.

Να θυμάσαι λοιπόν, αν κατακρίνεις ένα φυσικό φαινόμενο, γίνεται εκείνο δηλητηριώδες, σε καταστρέφει, γίνεται καταστροφικό και αυτοκτονικό. Αν το μεταμορφώσεις, γίνεται θεϊκό, γίνεται ελιξίριο΄ μέσω αυτού φτάνεις στην αθανασία, σε μια ύπαρξη δίχως θάνατο. Χρειάζεται όμως μεταμόρφωση.

Τα πουλιά δεν τραγουδούν ποτέ μέσα σε σπηλιές

Ο Θορώ λέει ότι:«Τα πουλιά δεν τραγουδούν ποτέ μέσα σε σπηλιές». Ούτε κι εμείς. Για να μπορέσουμε να μάθουμε, πρέπει να είμαστε ελεύθεροι. Πρέπει να είμαστε ελεύθεροι να δοκιμάζουμε, να πειραματιζόμαστε, να κάνουμε λάθη. Έτσι μαθαίνει κανείς. Καταλαβαίνω τα λάθη σου και κερδίζω από τα δικά μου. Το μυστικό είναι να μην κάνεις δυο φορές το ίδιο λάθος. Έχω όμως ανάγκη να είμαι ελεύθερος να πειραματίζομαι και να δοκιμάζω. Δώσε μου αυτή την ευκαιρία. Δώσε μου την ευκαιρία να ζήσω και να είμαι ο εαυτός μου και να βρω τη χαρά στην ανάγκη. Mη μου κολλάς τα ελαττώματα σου! Άσε με να βρω και να ξεπεράσω τα δικά μου!

Θα ‘θελα να κλείσω με μία παράγραφο του Λέο Ροστέν, που με το δικό του χαρακτηριστικό τρόπo τα λέει όλα:

Μ’ ένα τρόπο όμως περιορισμένο και μυστικό, όλοι μας είμαστε λίγο τρελοί… Όλοι μας είμαστε μοναχικοί στο βάθος και ζητάμε να μας καταλάβουν, ποτέ όμως δεν μπορούμε να καταλάβουμε απόλυτα τον άλλο και ο καθένας μας μένει κατά ένα μέρος ξένος ακόμη κι απέναντι σ’ αυτούς που τον αγαπούν… Οι αδύναμοι είναι σκληροί. Μόνο οι δυνατοί μπορούν να είναι καλοί. Αυτοί που δεν γνωρίζουν το φόβο δεν είναι πραγματικά θαρραλέοι, γιατί θάρρος είναι η ικανότητα να αντιμετωπίσεις αυτό που μπορείς να φανταστείς… Θα καταλάβεις καλύτερα τους ανθρώπους αν τους δεις σαν παιδιά, ανεξάρτητα από το πόσο μεγάλοι και επιβλητικοί μπορεί να είναι. Γιατί οι περισσότεροι από μας δεν ωριμάζουμε ποτέ, απλώς ψηλώνουμε… Η ευτυχία έρχεται μόνο όταν σπρώχνουμε το μυαλό και την καρδιά μας όσο πιο μακριά μπορούν να φτάσουν… Ο σκοπός της ζωής είναι να μετράς – να λογαριάζεσαι, να αντιπροσωπεύεις κάτι, να έχει κάποια σημασία το γεγονός ότι έζησες.

Η καρδιά γνωρίζει καλύτερα

«Ένα από τα πολλά πράγματα που έμαθα όσο έλειπα είναι ότι πρέπει να είμαστε αυθεντικοί».

«Να είμαστε αυθεντικοί;» ρώτησα, χωρίς να είμαι σίγουρη πού το πήγαινε.

«Ναι, Κάθριν. Οι περισσότεροι περνάμε όλη μας τη ζωή φορώντας κοινωνικά προσωπεία που κρύβουν τον πραγματικό μας εαυτό. Αντί να δείχνουμε τις αληθινές αποχρώσεις της προσωπικότητάς μας, πασχίζουμε να κατασκευάσουμε μια εικόνα που να ανταποκρίνεται στο πώς πιστεύουμε ότι θα ήθελαν οι άλλοι να είμαστε. Λέμε τα λόγια που θέλουν οι άλλοι να πούμε, φοράμε τα ρούχα που θέλουν οι άλλοι να φορέσουμε και γενικά κάνουμε ό,τι θέλουν οι άλλοι. Αντί να ζήσουμε τη ζωή που ήμασταν προορισμένοι να ζήσουμε, ακούγοντάς τους καταλήγουμε να ζούμε τη δική τους ζωή. Και με αυτόν τον τρόπο, αργοπεθαίνουμε. «Ο θάνατος είναι μόνο ένας από τους πολλούς τρόπους με τους οποίους μπορεί να πεθάνει κανείς», όπως είπε και ο εξερευνητής Άλβα Σάιμον. Έτσι τώρα ζω τη ζωή μου αποκλειστικά σύμφωνα με το ποιος μου λέει η καρδιά μου ότι είναι ο σωστός τρόπος να ζω.

Όταν αισθάνομαι ότι θέλω να κλάψω, όπως πριν, επειδή είμαι τόσο ευτυχισμένος που βρίσκομαι και πάλι κοντά σου, κλαίω. Όταν νιώθω ότι πλημμυρίζω χαρά, τραγουδάω. Όταν νιώθω αγάπη για κάποιον, την εκφράζω. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι τώρα εξωτερικεύω ελεύθερα τα συναισθήματά μου. Ζω στο τώρα και απολαμβάνω κάθε στιγμή του σπουδαίου αυτού δώρου που ονομάζουμε ζωή».

«Και αυτό σημαίνει ότι είσαι “αυθεντικός”;» ρώτησα.

«Ναι, σημαίνει ότι ζω όπως φτιαχτήκαμε να ζούμε. Πάρα πολλοί άνθρωποι έχουν εξημερωθεί».
«Εξημερωθεί;»

 «Ναι. Γίνονται τόσο καλοί στο να υποκρίνονται και να κάνουν ό,τι περιμένουν οι άλλοι από εκείνους, που εξημερώνονται, όπως οι εκπαιδευμένες φώκιες».

ROBIN SHARMA

Μεθύστε

Πρέπει να ‘σαι πάντα μεθυσμένος.
Εκεί είναι όλη η ιστορία: είναι το μοναδικό πρόβλημα.

Για να μη νιώθετε το φριχτό φορτίο του Χρόνου
που σπάζει τους ώμους σας και σας γέρνει στη γη,
πρέπει να μεθάτε αδιάκοπα. Αλλά με τι;

Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, όπως σας αρέσει.
Αλλά μεθύστε.

Και αν μερικές φορές, στα σκαλιά ενός παλατιού,
στο πράσινο χορτάρι ενός χαντακιού,
μέσα στη σκυθρωπή μοναξιά της κάμαράς σας,
ξυπνάτε, με το μεθύσι κιόλα ελαττωμένο η χαμένο,
ρωτήστε τον αέρα, το κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι,

το κάθε τι που φεύγει, το κάθε τι που βογκά,
το κάθε τι που κυλά, το κάθε τι που τραγουδά,
ρωτήστε τι ώρα είναι,
και ο αέρας, το κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι,
θα σας απαντήσουν:

– Είναι η ώρα να μεθύσετε!

Για να μην είσαστε οι βασανισμένοι σκλάβοι του Χρόνου,
μεθύστε, μεθύστε χωρίς διακοπή!

Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, όπως σας αρέσει.

ΣΑΡΛ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ

Φουσκωμένος εσωτερικός ποταμός

Κάθε άνθρωπος, εν δυνάμει, κουβαλάει εντός του μια βόμβα. Ωρολογιακή βόμβα με ακόμη μη ρυθμισμένη την ώρα της δικής του έκρηξης.

Αυτό πρέπει να το έχουμε κατά νου, να το φοβόμαστε, να το προσέχουμε και στον άγνωστο εντέλει εαυτό μας και στους άλλους. Οι συνθήκες, οι άλλοι και τα λόγια τους, τα όπλα βίας, και ό,τι λειτουργεί ως όπλο, κάθε ερεθισμός, παίζουν δραματικό ρόλο στο να τραβηχτεί το φράγμα ενός φουσκωμένου εσωτερικού ποταμού.

Ο ψυχίατρος Λέοναρντ Μπέρκοβιτς γράφει για την παρουσία ενός πιστολιού κοντά στον ερεθισμένο άνθρωπο, αλλά και για καθετί που μπορεί να αποτελεί προσφερόμενο πιστόλι: Το δάχτυλο τραβάει τη σκανδάλη, αλλά και η σκανδάλη τραβάει το δάχτυλο.

Προσέξετε συχνά την έκφραση που παίρνει ο γονιός όταν σε βρασμό ψυχής τιμωρεί το παιδί του. Το απροσδόκητο, άγνωστο πρόσωπο που βγάζει ο γονιός, είναι που κατατρομάζει το παιδί.

Και στα ζευγάρια, όμως, η κακοποίηση είναι κάτι που μαστίζει κοινωνίες και ζωές και όλο ανακαλύπτουμε πόσο απροσδόκητα συχνά είναι. Μέσα στην οικογένεια, ένας θυμωμένος με την κοινωνική κατάστασή του άντρας, ασυνείδητα, θα αισθανθεί πως αποκτά την τόσο στερημένη του ισχύ – και ανδρισμό – πάνω σε γυναίκα και παιδιά, και με κάποιες άσχετες αφορμές θα επιθυμήσει να την επιβεβαιώσει, προκειμένου να επιβεβαιώσει ταυτόχρονα τη θιγμένη του ύπαρξη.

Στα ανδρόγυνα τα πράγματα εμφανίζονται ακόμη πιο θολά, πιο παραπλανητικά. Βρίθουν από υποκρισίες, χειριστικές τακτικές και ψεύδη. Ο ρευστός κόσμος του έρωτα και του κάθε ζεύγους που έχει εθιστεί στους δικούς του αδιαπέραστους κώδικες κάνουν πιο ανεξερεύνητα αυτά τα παράλογα που τους συμβαίνουν. Είναι και ο πόθος, το πάθος, η εξάρτηση, επιπλέον παραισθησιογόνα που οδηγούν σε συνέργειες. Ένα ζευγάρι ρέπει στη βία, διότι ανάμεσά τους εκτός από την ερωτική έλξη παίζεται πάντα και ένα αδίστακτο παιχνίδι εξουσίας.

Ο έρωτας είναι πρωτόγονος και βάρβαρος, το έχουμε πει. Δραστηριοποιεί παράξενες και ανομολόγητες ανάγκες και ηδονές. Ο μισός ερωτευμένος άνθρωπος λειτουργεί με τη λογική του και ο άλλος μισός με την παράλογη νόσο του, το πάθος.

Δυο κακοποιημένοι στην ίδια στέγη υιοθετούν συμπεριφορές ζούγκλας, είναι φυσικό αυτό. Κι ύστερα, μετά την ηδονή των επιθέσεων, υπάρχει η ηδονή της επανασύνδεσης, όταν αρχίζουν τα αιώνια «σ’ αγαπώ» και τα προσωρινά «συγγνώμη»…

Το ανεξέλεγκτο! Με άλλα λόγια, ο άγνωστος εαυτός… Το χάος μας που μας τραβάει με ηδονή ιλίγγου, όταν οι καταστάσεις ανοίξουν προς το ζόφο του χαραμάδα. Όλοι απειλούμαστε από τον άγνωστό μας εαυτό.

Και συμβουλεύει λίγο πριν από το θάνατό του ο Στάρετς Ζωσιμάς του Ντοστογιέφσκι: Να θυμάσαι πως δεν μπορείς να γίνεις κριτής κανενός. Δεν μπορεί να υπάρξει δικαστής για έναν κακούργο, πριν νιώσει πως κι αυτός είναι το ίδιο κακούργος σαν κι αυτόν που έχει μπροστά του. Αυτό φαίνεται παράλογο αλλά είναι αληθινό. Γιατί, αν εγώ ήμουν αναμάρτητος, ίσως να μην υπήρχε αυτός ο εγκληματίας που πρέπει τώρα να δικάσω…

Tι όριζε ο Θησέας ως δημοκρατία;

Οι ιστορικοί βλέπουν στην ελληνική πόλη-κράτος το πρώτο είδος του σύγχρονου κράτους, καθώς τότε αναπτύχθηκε πολιτικές δομές όπως η κωδικοποίηση νόμων, ο διορισμός δικαστών, η καθιέρωση κοινοβουλίων και συνελεύσεων, ο προσδιορισμός των δικαιωμάτων των πολιτών, η δημοσίευση νόμων.

Όμως πριν ακόμα αναπτυχθεί η πολιτική τους συνείδηση σε τέτοιο βαθμό, η πόλη-κράτος οριζόταν ως η αναγνώριση των κοινών συμφερόντων από μία μικρή ομάδα που έχει εγκατασταθεί σε μικρή εδαφική έκταση και η οποία διαφέρει από τις παραπλήσιες ομάδες. Το ζήτημα είναι πώς αυτές οι ομάδες συνειδητοποίησαν την ταύτιση των συμφερόντων τους, πώς και πότε δημιουργήθηκαν, πώς και πότε έθεσαν οριστικά και αμετάκλητα τα κοινωνικά όριά τους.

Σήμερα, το πιο ατράνταχτο στοιχείο που εξηγεί τη γέννηση της πόλης-κράτους είναι η θρησκεία. Τον 8ο και 9ο π.Χ. αιώνα, όπου και τοποθετείται χρονικά η καθιέρωση της πόλης-κράτους, υπήρξε αλματώδης αύξηση των μνημείων σε χώρους που μοιάζουν αρκετά εξειδικευμένοι ώστε να χαρακτηρίζονται ως «ιερά».

Παρουσιάστηκε δηλαδή μία διαφοροποίηση μεταξύ κοσμικού και θρησκευτικού χώρου, που δεν υπήρχε πριν και δεν εμφανίζεται ούτε στα Ομηρικά έπη. Πολλά από αυτά τα μνημεία τοποθετούνται στην περιφέρεια κοινοτήτων, σαν να οριοθετούν το έδαφος της τοπικής αυτοδιοίκησης. Θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως μία προσπάθεια να πάρουν τον έλεγχο κατά κάποιoν τρόπο, που σήμαινε ότι συνειδητοποίησαν πως υπήρχε σύγκλιση συμφερόντων.

Θα πρέπει ασφαλώς να υπήρχαν ήδη κοινά στοιχεία μεταξύ των απογόνων που είχαν συγκεντρωθεί, παραδείγματος χάριν διαλεκτικά, όπως συνέβαινε στην περίπτωση των κατοίκων της Αττικής, που μιλούσαν διαφορετική διάλεκτο από τους Βοιωτούς ή τους Μεγαρείς.

Για πρώτη φορά όμως, παρατηρείται μία προσπάθεια να οριοθετήσουν γεωγραφικά κάθε ομάδα, να δηλώσουν από πού μέχρι πού εκτείνεται το έδαφος της. Άλλωστε πάντα επικρατούσε μία συγχώνευση του θρησκευτικού και του πολιτικού στις ελληνικές πόλεις.

Η αναφορά στους Θεούς και στις κοινές λατρείες, έρχεται σε πρώτη θέση σε όλους τους κλασικούς ορισμούς της πόλης. Η ένταξη ενός ξένου στην πόλη-κράτος δεν μεταφράζεται απλώς με την παραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων, αλλά με τη συμμετοχή του, κατ’ αρχήν στις κοινές λατρευτικές εκδηλώσεις και στην λατρεία των ίδιων Θεών.

Ο Θησέας συνενώνει τους κατοίκους της Αττικής

Αυτό το είδος οργάνωσης σε μικρές απομονωμένες κωμοπόλεις, ανεξάρτητες μεταξύ τους, στους κόλπους του ίδιου πολιτισμού, τη συναντάμε κι αλλού, πολύ πριν την υιοθετήσουν οι Αρχαίοι Έλληνες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Σουμέριοι κατά την 3η χιλιετία π.Χ. ή οι Φοίνικες στις ανατολικές ακτές της Μεσογείου, η διαίρεση των οποίων σε πόλεις πραγματοποιήθηκε τρεις ή τέσσερις αιώνες προτού υιοθετήσουν κι οι Έλληνες αυτή τη μορφή οργάνωσης.

Αλλά και στον ελλαδικό χώρο, είχε παρατηρηθεί η συνύπαρξη κωμοπόλεων με αυτονομία, όπως τα Κρητικά βασίλεια της πρώτης ανακτορικής εποχής και τα Μυκηναϊκά βασίλεια της 2ης χιλιετίας. Η καινοτομία λοιπόν στην ίδρυση των πόλεων-κρατών δεν έγκειται στην διάσπαση σε μικρότερες ομάδες, αλλά στη μορφή διάρθρωσής τους, την οποία περιέγραψε ο Πλούταρχος στο έργο του, «Βίοι Παράλληλοι». Ο Πλούταρχος χρησιμοποίησε τη βιογραφία ενός μυθικού ήρωα, του Θησέα, για ιστορικούς σκοπούς.

Ο Θησέας ήταν γιος του βασιλιά της Αθήνας, Αιγέα, και δοξάστηκε, όταν απήλλαξε την πόλη από τον δυσβάσταχτο φόρο που ήταν υποχρεωμένη να καταβάλλει στην Κρήτη, δηλαδή να προσφέρει επτά νέους και επτά νέες για να τους καταβροχθίσει ο Μινώταυρος.

Καθώς επέστρεφε απ’ την Κρήτη, ο Θησέας ξέχασε να σηκώσει τα λευκά πανιά που σηματοδοτούσαν τη νίκη του, και ο πατέρας του βλέποντας τα μαύρα πανιά, πίστεψε ότι ο γιος του πέθανε.

Από τη λύπη του αυτοκτόνησε, πηδώντας στη θάλασσα. Έτσι, από τον Αιγέα, πήρε το όνομά του το Αιγαίο πέλαγος. Ο Θησέας τότε διαδέχτηκε τον πατέρα του στον θρόνο και ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Αθήνας. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Θησέας δεν είναι ο ιδρυτής της Αθήνας, αλλά ο δημιουργός μιας συνένωσης κωμοπόλεων, ενός συνοικισμού, ο οποίος έδωσε ζωή στην έννοια της πόλης-κράτους.

Η αριστοκρατία του Θησέα

Η Αττική ήταν διαιρεμένη σε ένα πλήθος μικρών κωμοπόλεων, ανεξάρτητες μεταξύ τους, με τους δικούς τους θεσμούς, δικαστήριο και κοινοβούλιο. Ο Πλούταρχος δεν τις αποκαλεί πόλεις, αλλά δήμους, έχοντας συναίσθηση ότι τις συνδέουν ιδιαίτεροι δεσμοί. Ο Θησέας ξεκινά μια μεγάλη περιήγηση σε όλους τους δήμους και στους οίκους, όπου τους προτείνει να ενωθούν και υπόσχεται την κατάργηση της βασιλείας και την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας.

Οι αδύναμοι και οι φτωχοί συναινούν αμέσως με την πρόταση της ένωσης, γιατί πίστευαν ότι έτσι θα γλίτωναν από την οικονομική και πολιτική επιρροή των εύπορων οικογενειών που διοικούσαν την κοινότητα. Οι ισχυροί διχάζονται, αλλά υποχωρούν στην πρόταση. Οι υποσχέσεις του Θησέα προβλημάτισαν τους ιστορικούς.

Η πρώτη πρόταση είναι ευνόητη, δεδομένου ότι θα του ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αναγκάσει τις τοπικές αρχές να υποταχθούν σε έναν μοναδικό βασιλιά. Η δεύτερη όμως πρόταση φαίνεται εντελώς ασυνήθιστη για μια τόσο μακρινή εποχή.

Ο Πλούταρχος γνώριζε την ιστορία των Αθηνών και ότι η Δημοκρατία καθιερώθηκε πολύ αργότερα, στα χρόνια του Σόλωνα (596-594 π.Χ.), του Κλεισθένη (510-507 π.Χ.) και του Περικλή (460-430 π.Χ.) Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πίσω από αυτή τη λέξη κρύβεται ένας τρόπος για να προσδιορίσουμε την ισότητα των δικαιωμάτων.

Όχι όμως μια ισότητα που ισχύει για όλους. Ο Θησέας δεν την προτείνει σε όλους τους κατοίκους της καινούριας πόλης-κράτους, αλλά μόνο στους ισχυρούς. Καταργώντας της βασιλεία, τους ανοίγει τον δρόμο για να εκφραστούν πολιτικά. Παρέχοντας τους ισότητα δικαιωμάτων, τους επιτρέπει να δημιουργήσουν μία ομάδα παραδεκτή από όλους όσους προορίζονται να κυβερνήσουν την πόλη.

Γιατί, όπως γράφει ο Πλούταρχος, ο Θησέας δημιούργησε από τους Αθηναίους έναν μόνο λαό, γιατί δεν ήθελε να «βλέπει έναν όχλο αποδιοργανωμένο να εισρέει και να βουλιάζει την Δημοκρατία στη σύγχυση και την αταξία».

Διαχώρισε, κατά συνέπεια, τους ευγενείς (Ευπατρίδες) από τους αγρότες και τους τεχνίτες και επιφόρτισε τους πρώτους «να γνωρίζουν τα θεία, να παρέχουν τους δικαστές, να διδάσκουν τους νόμους και να ερμηνεύουν τους άγιους και ιερούς νόμους».

Η αφήγηση του Πλούταρχου παρουσιάζει την κατάσταση που επικρατεί στην Αθήνα την εποχή του Σόλωνα, στις αρχές του 6ου αιώνα: μία αριστοκρατία γαιοκτημόνων, που συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες.

Ο πολιτικός ρόλος του Θησέα

Ο παραλληλισμός της εγκαθίδρυσης της Δημοκρατίας με την αναφορά στην αριστοκρατία δεν είναι τυχαίος. Ο Θησέας απέκτησε «αξία» ως ήρωας πολύ αργότερα. Στην πραγματικότητα, ήταν αρχικά ένας τοπικός ήρωας της περιοχής του Μαραθώνα και το όνομά του δεν εμφανίζεται μεταξύ των δέκα ηρώων από τους οποίους πήραν την ονομασία τους οι δέκα καινούριες φυλές που δημιουργήθηκαν απ’ τον Κλεισθένη. Έρχεται σε πρώτο πλάνο μετά τους Περσικούς πολέμους και τότε απέκτησε εθνικό χαρακτήρα.

Περί το 475 π.Χ., ο Κίμων, ο πολιτικός που πήρε την εξουσία μετά την αποτυχία του Θεμιστοκλή, «ανακάλυψε» τα οστά του Θησέα στο νησί της Σκύρου και τα έστειλε στην Αθήνα με τιμές. Η συγκεκριμένη επιλογή είχε έντονη πολιτική χροιά.

Απέναντι σε αυτούς που επικαλούνταν την κληρονομιά του Κλεισθένη για να προωθήσουν ακόμη περισσότερο τις ευνοϊκές για τον λαό μεταρρυθμίσεις, ο εορτασμός του Θησέα υπενθύμιζε τους όρους του αρχικού συμβολαίου πάνω στο οποίο είχε ιδρυθεί η πόλη, την εξουσία των Αριστοκρατών, εκείνων που αρκούνταν «σε μια σχετική ισότητα: οι ευγενείς υπερίσχυαν σε δόξα, οι αγρότες σε χρησιμότητα και οι τεχνίτες σε αριθμός».

Όταν ο Διογένης αποκάλυψε την «μεγάλη ήπειρο πέρα από τον ωκεανό» στον Μ.Αλέξανδρο!

Όποιον και να ρωτήσεις, τι είπε ο Διογένης στον Αλέξανδρο, θα σου απαντήσει εκείνο.....το χιλιοειπωμένο «μη μου κρύβεις τον ήλιο» ή «μη μου στερείς αυτό που δεν μπορείς να μου χαρίσεις».

Οι νεοέλληνες ειδικοί κατά έναν περίεργο τρόπο, σταματούν εδώ χωρίς να επεκτείνονται στην υπόλοιπη συζήτηση του Αλεξάνδρου με τον Διογένη, η οποία είναι πραγματική διάλεξη πολιτικής κοινωνιολογίας. Ο Διογένης συμφωνεί με την Σωκρατική αντίληψη περί γνώσεως. Δηλαδή δεν μπορεί να ασχοληθεί κάποιος επιτυχώς και επωφελώς με κάτι αν το αγνοεί.

Νομίζεις λέει στον Μέγα Αλέξανδρο πως είναι ηνίοχος εκείνος που δεν μπορεί να κρατήσει τα ηνία; Ή εκείνος που δεν ξέρει να κυβερνήσει είναι κυβερνήτης; Ο Αλέξανδρος τότε, ανήσυχος μήπως θεωρηθεί ότι δεν γνωρίζει να βασιλεύει, ρωτά πολύ εύστοχα: Ποιος διδάσκει την βασιλική τέχνη που πρέπει να μεταβεί κανείς για να την μάθει;
Στο ερώτημα ο Διογένης απαντά, πως η μόρφωση είναι δυο ειδών. Εκείνη που διαθέτει ο άνθρωπος από την φύση, την «θεία», και εκείνη που αποκτά από τους ανθρώπους την «ανθρώπινη». Δηλαδή η έμφυτη και η επίκτητη. Για να γίνει όμως κάποιος σωστά μορφωμένος, είναι απαραίτητο να προστεθεί η ανθρώπινη στην θεια.

Δηλαδή ο κυβερνήτης ο βασιλεύς ο ιατρός πρέπει να έχει το ταλέντο, την έμφυτο κλίση να κυβερνήσει να βασιλεύει να ιατρεύει κλπ. Η άποψη αυτή του Διογένους επικρατεί σήμερα στην παιδαγωγική επιστήμη και αποτελεί την βάση του επαγγελματικού προσανατολισμού. Ο Διογένης βεβαιώνει τον Αλέξανδρο, ότι όποιος έχει την θεϊκή-έμφυτη μόρφωση, εύκολα αποκτά και την άλλη, την ανθρώπινη, αφού ακούσει λίγα και λίγες φορές.

Απορίας άξιο είναι, γιατί περιορίζουν τον Διογένη στα αστεία και στα πειράγματά του και «αγνοούν» την προσφορά του στην επιστήμη της πολιτικής κοινωνιολογίας. Άλλωστε δεν είπε τυχαία στο τέλος την κουβέντα ο Αλέξανδρος, πως, «Αν δεν ήμουν Αλέξανδρος θα ήθελα να ήμουν Διογένης».

Ολοκληρώνοντας τον διάλογό του ο Διογένης, με τον Μέγιστο της οικούμενης, λέει: «Ακόμη κι αν κατακτήσεις όλον τον κόσμο, ακόμη κι αν περάσεις τις ηράκλειες στήλες και κατακτήσεις την μεγάλη ήπειρο που βρίσκεται πέρα από τον μεγάλο ωκεανό που είναι μεγαλύτερη από την Ασία, δεν θα είσαι μεγάλος βασιλιάς, αν πρώτα δεν είσαι καλός άνθρωπος. «Μείζω της Ασίας ήπειρον, τον Ωκεανόν διανηξάμενος».

Σε ποιά Ήπειρο αναφερόταν ο Διογένης άραγε;

Εντείνεται η αναζήτηση για ανιχνεύσιμες σκουληκότρυπες ανάμεσα σε δύο άστρα

Αρκετό καιρό τώρα, τόσο η επιστημονική φαντασία όσο και η θεωρητική φυσική έχουν προτείνει την ύπαρξη μιας θεωρητικής κατασκευής που προέρχεται από τη Γενική Σχετικότητα, γνωστής ως σκουληκότρυπα, η οποία λειτουργεί σαν πύλη που ενώνει δύο περιοχές του διαστήματος με απευθείας σύνδεση. Τελευταία, αυτή η έρευνα με κάποια πρόσθετα χαρακτηριστικά καταγράφεται σε διάφορες μελέτες.
 
Στο παρελθόν, οι θεωρητικοί φυσικοί πρότειναν ότι οι σκουληκότρυπες είναι δομές που συνδέουν περιοχές του κενού χώρου σε όλο το σύμπαν. Άλλοι πάλι έχουν προτείνει ότι οι μαύρες τρύπες αποτελούν το σημείο εισόδου σε αυτές τις δομές, αλλά μέχρι στιγμής τίποτε δεν έχει αποδειχθεί με βεβαιότητα.

Όμως, σε μια πρόσφατη μελέτη ειδικοί στο Καζακστάν υποθέτουν ότι οι σκουληκότρυπες μπορούν στην πραγματικότητα να αναπτύσσονται και μεταξύ πολύ μακρινών άστρων, συνδέοντας τα δύο ουράνια σώματα με ένα μέσο που περιέχει ένα τέλειο υγρό.
 
Επειδή η εξωτική ύλη μέσα στην σκουληκότρυπα θα μπορούσε να ρέει σαν ένα υγρό ανάμεσα στ ‘αστέρια, και τα δύο άστρα πιθανόν θα πάλλονταν με ένα ασυνήθιστο τρόπο. Αυτού του είδους ο παλμός θα μπορούσε να οδηγήσει στην απελευθέρωση διαφόρων ειδών ενέργειας, όπως κοσμικές ακτίνες υπερβολικής υψηλής ενέργειας.
 
Με άλλα λόγια, αυτές οι δομές μπορεί να μην είναι κενοί ‘διάδρομοι’, αλλά μάλλον ένα μέσο επικοινωνίας μεταξύ των μεγάλων άστρων ή των άστρων νετρονίων. Αν όντως αυτό συμβαίνει, τότε μια τέτοια διαδρομή θα άφηνε πίσω της ανιχνεύσιμα ίχνη.
 
Η θεωρία αυτή αναπτύχθηκε από τον θεωρητικό φυσικό Vladimir Dzhunushaliev, του  Πανεπιστημίου του Καζακστάν (Vladimir Dzhunushaliev, et al. "A Star Harbouring a Wormhole at its Center.").
 
Σε μια σχετική έρευνα Ρώσοι που ασχολούνται με την ολοκλήρωση του πρότζεκτ Millimetron το οποίο έχει σαν στόχο να κατασκευαστεί ένα νέο διαστημικό τηλεσκόπιο. Ο στόχος αυτού του παρατηρητηρίου είναι να ψάξει για την υπογραφή του ίχνους που μείνει πίσω από τις σκουληκότρυπες, που συνδέουν δύο μεγάλα άστρα.
 
Το παρατηρητήριο θα έχει κυρίως ως στόχο τους πυρήνες των απόμακρων γαλαξιών, λένε οι ερευνητές που ασχολούνται με το πρότζεκτ. Θα έχει ένα κάτοπτρο των 10 μέτρων, για την παρατήρηση  σε μήκη κύματος της τάξης του χιλιοστού αλλά και κάτω από το χιλιοστό, οπότε θα επιτρέψει στο τηλεσκόπιο να έχει μια εξαιρετική ακρίβεια.
 
"Είναι μια ενδιαφέρουσα προσπάθεια αυτών που πιστεύουν ότι υπάρχει πράγματι η υπογραφή αυτής της μορφής της σκουληκότρυπας, αυτή όμως είναι περισσότερο υποθετική από ότι παρατηρητική”, λέει για την ρώσικη πρωτοβουλία ο Lawrence Krauss στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Αριζόνα.
"Χωρίς καμία ιδέα για το τι είναι η ύλη φάντασμα και τις πιθανές αλληλεπιδράσεις της με το φως, δεν είναι σαφές πως μπορεί κανείς να προχωρήσει στο πιο πάνω γενικό επιχείρημα”, προσθέτει ο Lawrence Krauss.
 
Η ύλη φάντασμα είναι το είδος της ύλης που οι ειδικοί πιστεύουν ότι θα μπορούσε να βρεθεί μέσα στις σκουληκότρυπες που θα συνδέουν δύο μακρινά αστέρια. Αν την  βρούμε τότε θα ήταν μια ισχυρή ένδειξη ότι οι πιο πρόσφατες θεωρίες σχετικά με αυτές τις κοσμικές δομές είναι σωστές.

Σκουληκότρυπες και κβαντική διεμπλοκή

Σε δύο ξεχωριστά άρθρα που δημοσιεύονται στο περιοδικό Physical Review Letters, τρεις ερευνητές υποστηρίζουν πως το φαινόμενο της κβαντικής διεμπλοκής, συνεπάγεται τη δημιουργία μίας σκουληκότρυπας μεταξύ των εμπλεκόμενων σωματιδίων, ανοίγοντας νέους ορίζοντες στην έρευνα για μία κβαντική θεωρία βαρύτητας.
 
Διάγραμμα που απεικονίζει την σκουληκότρυπα, δηλαδή συντομεύσεις που παρακάμπτουν το χώρο μεταξύ δύο διαφορετικών σημείων και προβλέπονται από τη θεωρία της Γενικής Σχετικότητας.

H κβαντική διεμπλοκή υποστηρίζει πως όταν δύο σωματίδια έχουν αλληλεπιδράσει και βρίσκονται σε διαφορετικές κβαντικές καταστάσεις (αντίθετη φορά σπιν για παράδειγμα), διατηρούν αυτή την ιδιότητα σε οποιοδήποτε σημείο του Σύμπαντος και αν βρίσκονται.

Αλλάζοντας τη κβαντική κατάσταση ενός από τα δύο σωματίδια, επηρεάζουμε ταυτόχρονα και την κατάσταση του άλλου, κάτι όμως που αντιτίθεται στη κεντρική ιδέα της θεωρίας της σχετικότητας πως τίποτε δεν κινείται (ή μεταδίδεται) ταχύτερα από το φως.
 
Τι είναι όμως αυτό που προκαλεί την άμεση μετάδοση μιας ιδιότητας από ένα σημείο του χωροχρόνου σε ένα άλλο;
 
Νωρίτερα οι διάσημοι φυσικοί Χουάν Μαλντασένα και Λέοναρντ Σούσκιντ είχαν δείξει πως δύο μαύρες τρύπες που βρίσκονται αρχικά σε κατάσταση διεμπλοκής και στη συνέχεια απομακρύνονται η μία από την άλλη, τότε μεταξύ τους σχηματίζεται ένα βαρυτικό τούνελ, γνωστό και ως σκουληκότρυπα. Οι σκουληκότρυπες είναι στην ουσία συντομεύσεις που παρακάμπτουν το χώρο μεταξύ δύο διαφορετικών σημείων και προβλέπονται από τη θεωρία της Γενικής Σχετικότητας.
 
Ο ερευνητής Τζούλιαν Σόνερ από το ΜΙΤ, και ανεξάρτητα οι Κρίστιαν Γένσεν και Αντρέας Καρχ από τα πανεπιστήμια Βικτόρια και Ουάσινγτον αντίστοιχα, μέσα από το πρίσμα της θεωρίας χορδών εξέλιξαν περαιτέρω τη συγκεκριμένη ιδέα, βρίσκοντας πως σκουληκότρυπες δημιουργούνται ακόμη και μεταξύ δύο σωματιδίων που έχουν μπλεχτεί κβαντικά.
 
Οι ερευνητές περιέγραψαν δύο κουάρκ (τους δομικούς λίθους των πρωτονίων και των νετρονίων), που έχουν δημιουργηθεί από το κενό σύμφωνα με το φαινόμενο Σβίνγκερ, τα οποία κατοικούν σε ένα τετραδιάστατο χωροχρόνο. Σύμφωνα με τη θεώρησή τους, η βαρύτητα κατοικεί σε μία πέμπτη διάσταση, από όπου και δρα για να καμπυλώσει τις υπόλοιπες τέσσερις διαστάσεις. Χρησιμοποιώντας τεχνικές τις θεωρίες χορδών προέκυψε πως η δημιουργία των δύο κουάρκ συνεπάγεται και μία ταυτόχρονη δημιουργία μιας σκουληκότρυπας που τα συνδέει. Σε βαθύτερο επίπεδο οι ερευνητές ανακάλυψαν και μία γεωμετρία που περιέγραφε τη συγκεκριμένη κατάσταση, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε μία νέα θεωρία βαρύτητας.  
 
Εάν ευσταθεί η θεώρηση αυτή, ίσως η βαρύτητα να μην είναι θεμελιώδης δύναμη της φύσης, αλλά να προκύπτει ως αποτέλεσμα της κβαντικής διεμπλοκής. Κάτι τέτοιο θα ήταν αναμφίβολα ένα μεγάλο βήμα για την επιστήμη, καθώς η ενοποίηση της Γενικής Σχετικότητας με τη κβαντική μηχανική σε μία ενιαία θεωρία κβαντικής βαρύτητας, αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη πρόκληση της σύγχρονης φυσικής.