Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΑΙΣΧΙΝΗΣ - Κατὰ Κτησιφῶντος (242-254)

[242] Ἀπὸ μὲν οὖν τῆς ἀναισχύντου πραγματείας, ἐὰν σωφρονῇς, ἀποστήσῃ, ποίησαι δέ, ὦ Κτησιφῶν, διὰ σαυτοῦ τὴν ἀπολογίαν. Οὐ γὰρ δή που τοῦτό γε σκήψῃ ὡς οὐ δυνατὸς εἶ λέγειν. Καὶ γὰρ ἂν ἄτοπόν σοι συμβαίνοι, εἰ πρώην μέν ποθ᾽ ὑπέμεινας πρεσβευτὴς ὡς Κλεοπάτραν τὴν Φιλίππου θυγατέρα χειροτονεῖσθαι, συναχθεσθησόμενος ἐπὶ τῇ τοῦ Μολοττῶν βασιλέως Ἀλεξάνδρου τελευτῇ, νυνὶ δὲ οὐ φήσεις δύνασθαι λέγειν. Ἔπειτα γυναῖκα μὲν ἀλλοτρίαν πενθοῦσαν δύνασαι παραμυθεῖσθαι, γράψας δὲ μισθοῦ ψήφισμα οὐκ ἀπολογήσῃ;

[243] ἢ τοιοῦτός ἐστιν ὃν γέγραφας στεφανοῦσθαι οἷος μὴ γιγνώσκεσθαι ὑπὸ τῶν εὖ πεπονθότων, ἂν μή τίς σοι συνείπῃ; ἐπερώτησον δὴ τοὺς δικαστὰς εἰ ἐγίγνωσκον Χαβρίαν καὶ Ἰφικράτην καὶ Τιμόθεον, καὶ πυθοῦ παρ᾽ αὐτῶν διὰ τί τὰς δωρεὰς αὐτοῖς ἔδοσαν καὶ τὰς εἰκόνας ἔστησαν. Ἅπαντες γὰρ ἅμα ἀποκρινοῦνται ὅτι Χαβρίᾳ μὲν διὰ τὴν περὶ Νάξον ναυμαχίαν, Ἰφικράτει δὲ ὅτι μόραν Λακεδαιμονίων ἀπέκτεινε, Τιμοθέῳ δὲ διὰ τὸν περίπλουν τὸν εἰς Κέρκυραν, καὶ ἄλλοις, ὧν ἑκάστῳ πολλὰ καὶ καλὰ κατὰ πόλεμον ἔργα πέπρακται.

[244] Δημοσθένει δ᾽ ἀντεροῦ διὰ τί; ὅτι δωροδόκος, ὅτι δειλός, ὅτι τὴν τάξιν ἔλιπε; καὶ πότερον τοῦτον τιμήσετε, ἢ ὑμᾶς αὐτοὺς ἀτιμωρήτους ἐάσετε καὶ τοὺς ὑπὲρ ὑμῶν ἐν τῇ μάχῃ τελευτήσαντας; οὓς νομίσαθ᾽ ὁρᾶν σχετλιάζοντας, εἰ οὗτος στεφανωθήσεται. Καὶ γὰρ ἂν εἴη δεινόν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, εἰ τὰ μὲν ξύλα καὶ τοὺς λίθους καὶ τὸν σίδηρον, τὰ ἄφωνα καὶ τὰ ἀγνώμονα, ἐάν τῳ ἐμπεσόντα ἀποκτείνῃ, ὑπερορίζομεν, καὶ ἐάν τις αὑτὸν διαχρήσηται, τὴν χεῖρα τὴν τοῦτο πράξασαν χωρὶς τοῦ σώματος θάπτομεν,

[245] Δημοσθένην δέ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τὸν γράψαντα μὲν τὴν πανυστάτην ἔξοδον, προδόντα δὲ τοὺς στρατιώτας, τοῦτον ὑμεῖς τιμήσετε. Οὐκοῦν ὑβρίζονται μὲν οἱ τελευτήσαντες, ἀθυμότεροι δὲ οἱ ζῶντες γίγνονται, ὁρῶντες τῆς ἀρετῆς ἆθλον τὸν θάνατον κείμενον, τὴν δὲ μνήμην ἐπιλείπουσαν· τὸ δὲ μέγιστον, ἐπερωτῶσιν ὑμᾶς οἱ νεώτεροι πρὸς ὁποῖον χρὴ παράδειγμα αὐτοὺς τὸν βίον ποιεῖσθαι.

[246] Εὖ γὰρ ἴστε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὅτι οὐχ αἱ παλαῖστραι οὐδὲ τὰ διδασκαλεῖα οὐδ᾽ ἡ μουσικὴ μόνον παιδεύει τοὺς νέους, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον τὰ δημόσια κηρύγματα. Κηρύττεταί τις ἐν τῷ θεάτρῳ ὅτι στεφανοῦται ἀρετῆς ἕνεκα καὶ ἀνδραγαθίας καὶ εὐνοίας, ἄνθρωπος ἀσχημονῶν τῷ βίῳ καὶ βδελυρός· ὁ δέ γε νεώτερος ταῦτ᾽ ἰδὼν διεφθάρη. Δίκην τις δέδωκε πονηρὸς καὶ πορνοβοσκός, ὥσπερ Κτησιφῶν· οἱ δέ γε ἄλλοι πεπαίδευνται. Τἀναντία τις ψηφισάμενος τῶν καλῶν καὶ δικαίων, ἐπανελθὼν οἴκαδε παιδεύει τὸν υἱόν· ὁ δέ γε εἰκότως οὐ πείθεται, ἀλλὰ τὸ νουθετεῖν ἐνοχλεῖν ἐνταῦθα ἤδη δικαίως ὀνομάζεται.

[247] Ὡς οὖν μὴ μόνον κρίνοντες, ἀλλὰ καὶ θεωρούμενοι, οὕτω τὴν ψῆφον φέρετε, εἰς ἀπολογισμὸν τοῖς νῦν μὲν οὐ παροῦσι τῶν πολιτῶν, ἐπερησομένοις δὲ ὑμᾶς τί ἐδικάζετε. Εὖ γὰρ ἴστε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὅτι τοιαύτη δόξει ἡ πόλις εἶναι ὁποῖός τις ἂν ᾖ ὁ κηρυττόμενος· ἔστι δὲ ὄνειδος μὴ τοῖς προγόνοις ὑμᾶς, ἀλλὰ τῇ Δημοσθένους ἀνανδρίᾳ προσεικασθῆναι. Πῶς οὖν ἄν τις τὴν τοιαύτην αἰσχύνην ἐκφύγοι;

[248] ἐὰν τοὺς προκαταλαμβάνοντας τὰ κοινὰ καὶ φιλάνθρωπα τῶν ὀνομάτων, ἀπίστους ὄντας τοῖς ἤθεσι, φυλάξησθε. Ἡ γὰρ εὔνοια καὶ τὸ τῆς δημοκρατίας ὄνομα κεῖται μὲν ἐν μέσῳ, φθάνουσι δ᾽ ἐπ᾽ αὐτὰ καταφεύγοντες τῷ λόγῳ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ οἱ τοῖς ἔργοις πλεῖστον ἀπέχοντες.

[249] Ὅταν οὖν λάβητε ῥήτορα στεφάνων καὶ κηρυγμάτων ἐν τοῖς Ἕλλησιν ἐπιθυμοῦντα, ἐπανάγειν αὐτὸν κελεύετε τὸν λόγον, ὥσπερ καὶ τὰς βεβαιώσεις τῶν κτημάτων ὁ νόμος κελεύει ποιεῖσθαι, εἰς βίον ἀξιόχρεων καὶ τρόπον σώφρονα. Ὅτῳ δὲ ταῦτα μὴ μαρτυρεῖται, μὴ βεβαιοῦτε αὐτῷ τοὺς ἐπαίνους, καὶ τῆς δημοκρατίας ἐπιμελήθητε ἤδη διαφευγούσης ὑμᾶς.

[250] Ἢ οὐ δεινὸν ὑμῖν εἶναι δοκεῖ, εἰ τὸ μὲν βουλευτήριον καὶ ὁ δῆμος παρορᾶται, αἱ δ᾽ ἐπιστολαὶ καὶ αἱ πρεσβεῖαι ἀφικνοῦνται εἰς ἰδιωτικὰς οἰκίας, οὐ παρὰ τῶν τυχόντων ἀνθρώπων, ἀλλὰ παρὰ τῶν πρωτευόντων ἐν τῇ Ἀσίᾳ καὶ τῇ Εὐρώπῃ; καὶ ἐφ᾽ οἷς ἐστιν ἐκ τῶν νόμων ζημία θάνατος, ταῦτά τινες οὐκ ἐξαρνοῦνται πράττειν, ἀλλ᾽ ὁμολογοῦσιν ἐν τῷ δήμῳ, καὶ τὰς ἐπιστολὰς ἀλλήλοις παραναγιγνώσκουσιν· παρακελεύονται δ᾽ ὑμῖν οἱ μὲν βλέπειν εἰς τὰ ἑαυτῶν πρόσωπα ὡς φύλακες τῆς δημοκρατίας, ἕτεροι δ᾽ αἰτοῦσι δωρεὰς ὡς σωτῆρες τῆς πόλεως ὄντες.

[251] Ὁ δὲ δῆμος ἐκ τῆς ἀθυμίας τῶν συμβεβηκότων ὥσπερ παραγεγηρακὼς ἢ παρανοίας ἑαλωκὼς αὐτὸ μόνον τοὔνομα τῆς δημοκρατίας περιποιεῖται, τῶν δ᾽ ἔργων ἑτέροις παρακεχώρηκεν. Ἔπειτ᾽ ἀπέρχεσθε ἐκ τῶν ἐκκλησιῶν οὐ βουλευσάμενοι, ἀλλ᾽ ὥσπερ ἐκ τῶν ἐράνων, τὰ περιόντα νειμάμενοι.

[252] Ὅτι δ᾽ οὐ ληρῶ, ἐκεῖθεν τὸν λόγον θεωρήσατε. Ἐγένετό τις, ἄχθομαι δὲ πολλάκις μεμνημένος, ἀτυχία τῇ πόλει. Ἐνταῦθ᾽ ἀνὴρ ἰδιώτης ἐκπλεῖν μόνον εἰς Σάμον ἐπιχειρήσας ὡς προδότης τῆς πατρίδος αὐθημερὸν ὑπὸ τῆς ἐξ Ἀρείου πάγου βουλῆς θανάτῳ ἐζημιώθη. Ἕτερος δ᾽ ἐκπλεύσας ἰδιώτης εἰς Ῥόδον, ὅτι τὸν φόβον ἀνάνδρως ἤνεγκε, πρώην ποτὲ εἰσηγγέλθη καὶ ἴσαι αἱ ψῆφοι αὐτῷ ἐγένοντο· εἰ δὲ μία ψῆφος μετέπεσεν, ὑπερώριστ᾽ ἂν ἢ ἀπέθανεν.

[253] Ἀντιθῶμεν δὴ τὸ νυνὶ γιγνόμενον. Ἀνὴρ ῥήτωρ, ὁ πάντων τῶν κακῶν αἴτιος, ἔλιπε μὲν τὴν ἀπὸ στρατοπέδου τάξιν, ἀπέδρα δ᾽ ἐκ τῆς πόλεως· οὗτος στεφανοῦσθαι ἀξιοῖ καὶ κηρύττεσθαι οἴεται δεῖν. Οὐκ ἀποπέμψεσθε τὸν ἄνθρωπον ὡς κοινὴν τῶν Ἑλλήνων συμφοράν; Ἢ συλλαβόντες ὡς λῃστὴν τῶν πραγμάτων, ἐπ᾽ ὀνομάτων διὰ τῆς πολιτείας πλέοντα, τιμωρήσεσθε;

[254] καὶ τὸν καιρὸν μέμνησθε ἐν ᾧ τὴν ψῆφον φέρετε. Ἡμερῶν μὲν ὀλίγων μέλλει τὰ Πύθια γίγνεσθαι καὶ τὸ συνέδριον τὸ τῶν Ἑλλήνων συλλέγεσθαι· διαβέβληται δ᾽ ἡ πόλις ἐκ τῶν Δημοσθένους πολιτευμάτων περὶ τοὺς νυνὶ καιρούς· δόξετε δ᾽ ἐὰν μὲν τοῦτον στεφανώσητε, ὁμογνώμονες εἶναι τοῖς παραβαίνουσι τὴν κοινὴν εἰρήνην, ἐὰν δὲ τοὐναντίον τούτου πράξητε, ἀπολύσετε τὸν δῆμον τῶν αἰτιῶν.

***
[242] Αν έχεις μυαλό, Κτησιφώντα, μακριά από μας τέτοια αδιάντροπη ενέργεια· κάνε μόνος σου την απολογία για τον εαυτό σου. Γιατί, προφανώς, δεν θα προβάλεις την δικαιολογία ότι δεν έχεις την ικανότητα να μιλάς. Καθόσον δεν συμβιβάζεται από τη μια να έχεις δεχτεί πριν από λίγο να εκλεγείς απεσταλμένος για την Κλεοπάτρα, τη θυγατέρα του Φιλίππου, για να τη συλλυπηθείς για τον θάνατο του Αλέξανδρου, του βασιλιά των Μολοσσών, και τώρα να λες ότι δεν έχεις την ικανότητα να μιλάς. Μπορείς να παρηγορείς μια ξένη γυναίκα που πενθεί και δεν είσαι σε θέση να υποστηρίξεις το ψήφισμα που πρότεινες για ανταμοιβή; Δεν είναι αστείο;

[243] Ή μήπως αυτός που έχεις προτείνει να στεφανωθεί είναι άγνωστος στους ευεργετηθέντες; Εκτός και αν χρειάζεσαι συνήγορο. Ρώτησε λοιπόν τους δικαστές αν ήξεραν τον Χαβρία, τον Ιφικράτη και τον Τιμόθεο και μάθε από αυτούς για ποιο λόγο έδωσαν σ᾽ αυτούς δωρεές και έστησαν προς τιμήν τους ανδριάντες. Όλοι θα απαντήσουν με ένα στόμα ότι τον μεν Χαβρία τίμησαν για τη ναυμαχία στη Νάξο, τον δε Ιφικράτη επειδή εξολόθρεψε στρατιωτική μονάδα των Λακεδαιμονίων, και τον Τιμόθεο για τον περίπλου στην Κέρκυρα. Και σε άλλους δόθηκαν τιμές για τα πολλά και ωραία κατορθώματα του καθενός στους πολέμους.

[244] Ρώτησέ τους τώρα γιατί να τιμηθεί ο Δημοσθένης. Επειδή χρηματίζεται; Επειδή είναι δειλός; Επειδή λιποτάκτησε; Και σας ρωτώ. Θα τιμήσετε αυτόν ή θα αφήσετε χωρίς εκδίκηση τους εαυτούς σας και τους πεσόντες στη μάχη για χάρη σας; Φανταστείτε πως τους βλέπετε να αγανακτούν, αν αυτός τιμηθεί με στεφάνι. Πράγματι, θα ήταν φοβερό, Αθηναίοι, που, ενώ τα ξύλα, τις πέτρες και τα σιδερικά, πράγματα άφωνα και άψυχα, αν πέσουν και σκοτώσουν κάποιον, τα πετάμε έξω από τα σύνορα, και, αν κάποιος αυτοκτονήσει, θάβουμε χωριστά από το υπόλοιπο σώμα το χέρι που έκανε την πράξη αυτή,

[245] θα τιμήσετε, Αθηναίοι, τον Δημοσθένη, που πρότεινε την ύστατη αυτή εκστρατεία και πρόδωσε τους στρατιώτες! Σε μια τέτοια περίπτωση οι νεκροί περιφρονούνται, ενώ οι ζώντες απογοητεύονται όταν βλέπουν ότι η ανταμοιβή της παλικαριάς είναι ο θάνατος και, όταν πεθάνουν, κανείς δεν τους θυμάται πια. Και το πιο σπουδαίο· σας ρωτούν οι νεότεροι ποιον πρέπει να έχουν ως παράδειγμα στη ζωή τους.

[246] Γιατί γνωρίζετε καλά, Αθηναίοι, ότι δεν είναι μόνο οι παλαίστρες ούτε και τα διδασκαλεία ούτε και η μουσική που μορφώνουν τους νέους αλλά πολύ περισσότερο η δημόσια επιβράβευση των ενάρετων ανδρών. Για παράδειγμα· αναγγέλλει στο θέατρο ο κήρυκας ότι στεφανώνεται κάποιος για την αρετή του, την ανδραγαθία και τη φιλοπατρία του, ενώ ζει βίο ακόλαστο και βδελυρό· οι νέοι, τουλάχιστον, που θα δουν αυτό διαφθείρονται· αντίθετα, τιμωρείται κάποιος κακοήθης και πορνοβοσκός, όπως ο Κτησιφών· οι υπόλοιποι έχουν πάρει το μάθημά τους. Αν κάποιος δικαστής ψηφίσει αντίθετα προς κάθε ηθικό και δίκαιο και, γυρίζοντας σπίτι του, προσπαθεί να διαπαιδαγωγήσει τον γιο του, αυτός εύλογα αρνείται να υπακούσει· έτσι, στην προκειμένη περίπτωση η νουθεσία καταντά δίκαια να θεωρείται ενόχληση.

[247] Γι᾽ αυτό, ψηφίστε όχι μόνο ως κρίνοντες αλλά και ως άνθρωποι που θα κριθείτε, ώστε να μπορείτε να απολογηθείτε στους πολίτες που τώρα απουσιάζουν αλλά που θα σας ρωτήσουν ποια απόφαση πήρατε. Γιατί, να είστε σίγουροι, Αθηναίοι, ότι, ό,τι λογής είναι αυτός που στεφανώνεται, ανάλογη θα είναι και η εντύπωση που θα σχηματιστεί για την πόλη. Και είναι ντροπή για σας να σας παρομοιάσουν όχι με τους προγόνους σας αλλά με τον άνανδρο τον Δημοσθένη. Πώς λοιπόν θα μπορούσε κανείς να αποφύγει μια τέτοια ντροπή;

[248] Πολύ απλά, εάν φυλαχθείτε από ανθρώπους που οικειοποιούνται τα ονόματα των φίλων του λαού και των φιλανθρώπων, ενώ λόγω του χαρακτήρα τους είναι αναξιόπιστοι. Γιατί, ενώ η έννοια της φιλοπατρίας και της δημοκρατίας διεκδικείται εξίσου από όλους, τις οικειοποιούνται ως επί το πλείστον καταφεύγοντας σε ρητορικά σχήματα εκείνοι που με τα έργα τους απέχουν πάρα πολύ από αυτές.

[249] Όταν λοιπόν συναντήσετε πολιτικό να επιθυμεί στεφάνια και ανακηρύξεις ενώπιον των Ελλήνων, διατάξτε τον να βασίσει το αίτημά του στον έντιμο βίο και στον ακέραιο χαρακτήρα του, όπως ακριβώς ορίζει ο νόμος να παρουσιάζει κανείς τις αποδείξεις για τις αγοραπωλησίες κτημάτων. Όποιος δεν πιστοποιήσει αυτά, μην επιβεβαιώσετε τους επαίνους και φροντίστε για τη δημοκρατία, που έχει ήδη γλιστρήσει μέσα από τα χέρια σας.

[250] Ή μήπως έχετε τη γνώμη ότι δεν είναι φοβερό που η Βουλή και η Εκκλησία του Δήμου περιφρονούνται και καταλήγουν σε σπίτια ιδιωτών οι διπλωματικές επιστολές και αποστολές από πρόσωπα όχι τυχαία αλλά από τα πρώτα ονόματα στην Ασία και στην Ευρώπη; Και μάλιστα πράξεις για τις οποίες η ποινή σύμφωνα με τους νόμους είναι θάνατος δεν αρνούνται κάποιοι ότι τις διαπράττουν, αλλά το παραδέχονται μπροστά στον λαό, ενώ διαβάσουν ο ένας στον άλλον τις επιστολές και τις συγκρίνουν. Άλλοι πάλι σας προτρέπουν να προσβλέπετε σ᾽ αυτούς σαν σε φύλακες της δημοκρατίας, και άλλοι αξιώνουν δωρεές σαν να είναι τάχα σωτήρες της πόλης.

[251] Έτσι ο λαός απογοητευμένος από τα όσα έχουν συμβεί, σαν να έχει γεράσει πριν την ώρα του ή ξεμωραθεί, κρατά για τον εαυτό του μόνο το όνομα της δημοκρατίας, ενώ τη διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων την έχει παραχωρήσει σε άλλους. Έτσι, αποχωρείτε κάθε φορά από τις συνελεύσεις όχι ως άνθρωποι που πήρατε αποφάσεις, αλλά σαν να έχετε μοιράσει μεταξύ σας τα απομεινάρια συμποσίου.

[252] Ότι δεν φλυαρώ εξετάστε το επιχείρημά μου με βάση τα εξής: Συνέβη —στενοχωριέμαι που το θυμάμαι πολλές φορές— κάποια ατυχία στην πόλη μας. Τότε ένας απλός πολίτης επιχείρησε απλώς να αποπλεύσει για τη Σάμο· αυτός ο πολίτης ούτε λίγο ούτε πολύ την ίδια εκείνη ημέρα δικάστηκε και καταδικάστηκε από τη Βουλή του Αρείου Πάγου σε θάνατο ως προδότης της πατρίδας. Κάποιος άλλος απλός πολίτης, που είχε πάει στη Ρόδο επειδή φέρθηκε άνανδρα μπροστά στον κίνδυνο, κατηγορήθηκε πριν από λίγο καιρό για δημόσιο αδίκημα. Οι ψήφοι, αθωωτικές και καταδικαστικές, μοιράστηκαν· εάν όμως έπεφτε έστω και μία ψήφος στις καταδικαστικές, θα εξοριζόταν ή θα εκτελούνταν.

[253] Ας συγκρίνουμε λοιπόν με αυτά αυτό που γίνεται σήμερα. Ένας πολιτικός άνδρας, ο αίτιος όλων των κακών, εγκατέλειψε τη θέση του στη μάχη και δραπέτευσε από την πόλη. Αυτός ο άνθρωπος αξιώνει να στεφανωθεί και νομίζει ότι πρέπει να γίνει η ανακήρυξή του στο θέατρο. Δεν θα στείλετε στον αγύριστο αυτόν τον άνθρωπο ως κοινή συμφορά των Ελλήνων; Δεν θα συλλάβετε ως πειρατή της πολιτικής και δεν θα τιμωρήσετε αυτόν που πλέει με την τέχνη των λόγων πάνω στη θάλασσα της πολιτείας;

[254] Τώρα που θα πάρετε την απόφαση, να λάβετε υπόψη σας και την εποχή. Σε λίγες ημέρες πρόκειται να αρχίσουν τα Πύθια και να συγκληθεί το συνέδριο των Ελλήνων. Εξαιτίας της πολιτικής του Δημοσθένη σχετικά με τη σημερινή περίσταση, η πόλη έχει διαβληθεί. Εάν τον στεφανώσετε, θα δώσετε την εντύπωση ότι είστε σύμφωνοι με όσους παραβιάζουν την κοινή ειρήνη· εάν όμως κάνετε το αντίθετο, θα απαλλάξετε τον λαό από αυτές τις κατηγορίες.

ΔΥΟ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΙΝΔΑΡΟ

Ὁ Μυστικός Χαραχτήρας τῆς Ἀποστολῆς τοῦ Πινδάρου
 
Κα­νέ­νας Ἕλ­λη­νας ποι­η­τής δέν ἔ­χει μι­λή­σει γιά τήν τέ­χνη του μέ τό­ση ἐ­πι­μο­νή καί μέ τό­ση ἀ­γά­πη ὁσο ὁ Πίν­δα­ρος. Κα­νέ­νας δέν ἔ­χει πο­τέ βε­βαι­ώ­σει τό­σο θαρ­ρε­τά τή σπου­δαι­ό­τη­τα καί τό λάμ­πος τῆς ἀ­πο­στο­λῆς του σάν κοι­νω­νι­κῆς καί ἱ­ε­ρῆς ἀν­τά­μα. Οἱ ὅ­ροι πού ὁ Πίν­δα­ρος με­τα­χει­ρί­ζε­ται για νά χα­ρα­χτη­ρί­σει τόν ἑ­αυ­τό του πα­ρα­σα­στί­ζουν. Ἡ λέ­ξη ποι­η­τής λεί­πει ἀ­πό τό ἔρ­γο του· εἶ­ναι φο­ρές πού ξα­να­παίρ­νει τόν ὅ­ρο τῶν ἐ­πι­κῶν ποι­η­τῶν ἀοι­δό­ς· μά προ­τι­μᾶ νά λέ­ει τόν ἑαυ­τό του θε­ρά­πον­τα ἤ κήρυκα τῶν θε­ῶν καί, πιό συ­χνά, μάν­τιν ἤ προ­φή­την (=Ἀπ. 52f, 6. 104c καί 150 Schroeder : μαν­τεύε­ο, Μ­οῖσ­α, προ­φα­τεύ­σω δ’­ἐ­γώ). Ἀπό τήν ἄλ­λη δέν ἀν­τι­λο­γι­έ­ται κα­θό­λου πῶς ὁ ΙΙίνδαρος — κι ὄχι μο­νά­χα στά πε­ρι­λά­λη­τα ἀ­πο­σπά­σμα­τα τῶν «­θρή­νω­ν» καί στό 2ο Ὀ­λυμ­πι­ο­νί­κη — κρα­τεῖ μ’ ὅλη τήν ἀ­κρί­βεια τό λει­τούρ­γη­μα τοῦ κή­ρυκα τῶν θε­ῶν, τοῦ ἐ­πι­φορ­τι­σμέ­νου νά δι­α­λα­λή­σει, ἀ­πό μέ­ρους τους, τίς ἀ­λή­θει­ες πού θέ­λουν νά δι­δά­ξουν στά πλή­θη. Ἐ­πι­φορ­τι­σμέ­νος νά με­τα­βι­βά­σει μί­α γνώ­ση — σο­φί­α (ὅρος πού στόν Πίν­δα­ρο ση­μαί­νει πο­λύ συ­χνά τήν ποί­η­ση) — δ­έν εἶ­ναι δι­ό­λου πα­ρά­ξε­νο πού ὁ ποι­η­τής λέ­γε­ται συ­χνά σο­φός ἀ­νήρ ἤ ἁ­πλᾶ σο­φός ἤ κά­πο­τε καί σο­φισ­τής ἀ­κό­μη. Τό Ἀ­πό­σπα­σμα 133, γιά τή με­τεμ­ψύ­χω­ση, ἑ­νώ­νει κά­του ἀ­πό τόν κοι­νό ὅρο σο­φί­ᾳ μέ­γι­στοι, ἄν­δρες, τούς βα­σι­λιά­δες, τούς ἀ­νί­κη­τους μα­χη­τές, καί τούς ποι­η­τές. Οἱ ποι­η­τές, μέ τή χά­ρη τῶν θε­ῶν, δα­σκα­λεύ­ουν­ται πά­νου στά ἱ­ε­ρά θέ­μα­τα, ὅπως ἡ ἀρ­χή τῶν ἀ­θα­νά­των, ­πού οἱ θε­οί μπο­ροῦν νά τά δι­δά­ξουν στούς ποι­η­τές — σο­φούς —, μά πού οἱ θνη­τοί δέν ἔ­χουν τρό­πο νά τά βροῦ­νε (—Ἀπ. 52f, 22/23)· Πραγ­μα­τι­κά, ὁ Πίνδαρος λο­γιά­ζει τόν ἑ­αυ­τό του γιά ἱε­ρό ἐ­ξη­γη­τή. Εἴ­δα­με τούς ὅρους πού με­τα­χει­ρί­ζε­ται γιά λό­γου του· κι ἄς φτά­σει νά πα­ραλ­λη­λί­σου­με μ’ αὐ­τούς ἐ­κεί­νους πού με­τα­χει­ρί­ζε­ται γιά ἕ­να πρω­το­μάν­τη, τόν Τει­ρε­σί­α: Διός ὑψίσ­του προ­φά­ταν ἔ­ξο­χον, ὀ­ρθ­ό­μαν­τιν Τει­ρε­σί­αν (Νε­με­ον. Ι, 60). Ὅ,τι τό δῶ­ρο τῆς ποί­η­σης εἶ­ναι ἕ­να προί­κι­σμα καί δέν μπο­ρε­ϊ ν’ ἀ­πο­χτη­θε­ῖ μέ τήν προ­σπά­θεια μο­να­χά, εἶ­ναι μιά ἰ­δέ­α πού μᾶς τή βε­βαι­ώ­νει ἡ πε­ρι­λά­λη­τη πε­ρι­κο­πή τοῦ 2ου  Ὀ­λυμ­πι­ο­νί­κη (στί. 86κέ Ι 124 κε Ι), ὅ­που ὁ Πίν­δα­ρος ἀν­τι­πα­ρα­θέ­τει τόν σ­ο­φόν, ­πού ἔ­χει ἀ­πό τή φύ­ση τή με­γά­λη γνώ­ση του— πολ­λά εἰ­δώς φυᾷ — μ’ ἐ­κεί­νους πού δέν ξέ­ρουν πα­ρά ὅ,τι μά­θα­νε’—μα­θ­όν­τες—καί πού πα­ρο­μοι­ά­ζουν­ται μέ κό­ρα­κες πού «­τού κά­κου κρώ­ζου­νε μπρο­στά στό θε­ϊ­κό που­λί τοῦ Δί­α». Προ­σω­πι­κά πι­στεύ­ω πώς ὅλη αὐ­τή ἡ ἱ­ε­ρο­πρέ­πεια τῆς ὁ­ρο­λο­γίας καί ἡ ἰ­δέ­α τῆς ἱ­ε­ρό­τη­τας τῆς ποι­η­τι­κῆς ἀ­πο­στο­λῆς τοῦ Πιν­δά­ρου βγαί­νουν ἀ­πό τή γλώσ­σα τῆς δελ­φι­κῆς λα­τρεί­ας, πού ὁ Πίν­δα­ρος εἶ­ναι ἐ­πί­ση­μος ἀ­πό­στο­λός της. Ἡ σχέ­ση ὅ­μως τοῦ Ἀπόλλωνα καί τῶν Μου­σῶν δέν εἶ­ναι τε­χνη­τή: Εἶ­ναι ἡ προ­βο­λή τοῦ κο­ρυ­φαί­ου μου­σι­κοῦ πού βρί­σκε­ται ἐ­πι­κε­φα­λῆς τοῦ ἀρ­χαι­ό­τε­ρου γυ­ναι­κεί­ου χοροῦ καί πού δι­ά­δο­χός του εἶ­ναι ὁ ποι­η­τής, κλη­ρο­νό­μος καί τῆς ἀρ­χαί­ας ἱ­ε­ρο­λει­τουρ­γι­κῆς ἰ­δι­ό­τη­τάς του. Ἔ­τσι καί ἡ χρή­ση τῆς δελ­φι­κῆς ἱ­ε­ρο­λο­γι­κῆς γλώσ­σας, μα­κριά ἀ­πό νά εἶ­ναι τυ­πι­κή καί συμ­βα­τι­κή, εἶ­ναι φο­ρέ­ας τῆς συ­νεί­δη­σης μιᾶς λει­τουρ­γί­ας καί ἀ­πο­στο­λῆς τοῦ ποι­η­τή πού ἀ­νε­βαί­νει σέ πρω­τό­γο­νες ρί­ζες. Μιά φω­τει­νή ἐ­δῶ με­λέ­τη, τῆς J. Duchemin, Mission Sociale et Pouvoirs Magiques du Poete compares a ceux du Roi dans k Lyrisme de Pindare, ἀ­π’ ὅπου με­τα­φρά­ζω τήν πα­ρα­πά­νου πε­ρι­κο­πή, τρα­βᾶ τήν ἑρ­μη­νεί­α πα­ρα­πέ­ρα. Τήν ἔμ­πνευ­σή του ὁ ποι­η­τής δέν τήν ἀν­τλεῖ ἀ­πό τίς Μο­ῦ­σες μο­να­χά, μά κι ἀ­πό τίς Ὧρες κι ἀ­πό τίς Χά­ρι­τες, Χο­ρούς γο­νι­μι­κῶν θε­αι­νῶν, πού ἀ­νά­με­σά τους εἶ­ναι κ’ οἱ Μοῦ­σες πα­λα­ιό­τε­ρα, μά πού, κα­θώς συν­δέ­ουν­ται μέ τή «μνή­μη» καί τή Μνη­μο­σύ­νη, μο­νο­πω­λοῦν ἀρ­γό­τε­ρα τή λει­τουρ­γί­α. Ἀπό τήν ἄλ­λη δ Πίν­δα­ρος πα­ρου­σι­ά­ζε­ται μέ κά­ποι­α ἀ­ξί­ω­ση στή θε­ρα­πευ­τι­κή, μέ τό μα­γι­κόν ἀ­κό­μη χα­ρα­χτή­ρα της (Πυ­θιον. 3, Νε­με­ον. 4), ἰ­δι­ό­τη­τα πού τήν ἀ­πο­δί­νει με­τα­φο­ρι­κά καί σέ βα­σι­λιά­δες (4ος Πυ­θι­ο­νί­κης). Τήν ἀ­ξί­ω­σή του στή μαν­τι­κή καί τήν «­προ­φη­τι­κή» (ἐ­ξη­γη­τι­κή τῶν βου­λῶν τῶν θε­ῶν ἤ τῆς γνώ­σης πού δί­νουν οἱ Μοῦ­σες), τήν εἴ­δα­με στούς ὅρους πού με­τα­χει­ρί­ζε­ται γιά νά δη­λώ­σει τό λει­τούρ­γη­μά του. Ἀπό τήν ἄλ­λη, συν­θέ­τει παιά­να γιά νά στο­μώ­σει τά δει­νά πού μιά ἔ­κλει­ψη τοῦ Ἡ­λί­ου φο­βε­ρί­ζει νά χτυ­πή­σουν τή Θή­βα (—Ἀπ. 52k), παίρ­νον­τας τή θέ­ση καί τή λει­τουρ­γί­α ἐ­κεί­νου πού ἔ­χει τή μπό­σε­ση νά ἀ­σκεῖϊ μιάν ἐ­πι­ρο­ή πά­νου στήν τά­ξη τοῦ κό­σμου. Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ ἀρ­χαῖ­ος δη­μό­σιος μά­γος πού ταυ­τί­ζε­ται μέ τόν βα­σι­λιά σ’ ἀρ­χαι­ό­τα­τα στά­δια τῆς βα­σι­λεί­ας. Κα­τά τή φρα­ζε­ρια­νή θε­ω­ρί­α πού δέ­χε­ται ἡ συγ­γρα­φέ­ας, ὁ βα­σι­λιάς εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ δη­μό­σιος μά­γος πού ἐ­ξε­λίσ­σε­ται σέ μά­γο βα­σι­λιά, μά ἡ θέ­ση τού­τη στε­νεύ­ει τή βά­ση. Σή­με­ρα ξέ­ρου­με πώς εἶ­ναι ὁ κο­ρυ­φαῖ­ος μα­γι­κο­λει­τουρ­γι­κῶν θιά­σων, ἀ­π’ ὅπου βγαί­νουν καί οἱ μά­γοι καί οἱ μάν­τες καί οἱ θε­ρα­πευ­τές καί οἱ ποι­η­τές, κι ἀ­κό­μα πῶς εἶ­ναι ὁ ἀρ­σε­νι­κός σύγκοι­τος τῶν βα­σι­λι­κῶν γυ­ναι­κών, θιά­σου ἤ γέ­νους, πού συγ­κεν­τρώ­νει στόν ἑ­αυ­τό του τίς μα­γι­κές τῶν γυ­ναι­κών αὐ­τῶν λει­τουρ­γί­ες. Τό λει­τούρ­γη­μά του εἶ­ναι συν­δε­μέ­νο μέ τήν γο­νι­μό­τη­τα τῆς γῆς, τῶν γυ­ναι­κών καί τῶν ζώ­ων, καί μέ τό ρυθ­μό τῆς κο­σμι­κῆς τά­ξης· οἱ θε­ρα­πευ­τι­κές ἰ­δι­ό­τη­τες δέν τοῦ λεί­που­νε· καί μέ τίς μα­γι­κές δυ­νά­μες του ἐ­ναρ­μο­νί­ζει γε­νι­κά τή ζω­ή τῆς κοι­νό­τη­τας μέ τή φύ­ση. Ὅ­ταν ἀ­πό τό γή­ι­νο αὐ­τό πρό­τυ­πο πλά­θε­ται ἡ βα­σι­λι­κή πα­ρά­στα­ση τοῦ οὐ­ρά­νιου θε­οῦ, ὁ βα­σι­λιάς γί­νε­ται ὁ ἀν­τι­πρό­σω­πος κι ὁ δι­ά­με­σος τῶν θε­ῶν καί τῆς κοι­νό­τη­τας, ἱ­ε­ρέ­ας καί ἐ­ξη­γη­τής τῶν βου­λῶν τους. Ὁ μά­γος αὐ­τός καί ὕ­στε­ρα δι­ά­με­σος τῶν θε­ῶν καί τῆς κοι­νό­τη­τας βα­σι­λιάς εἶ­ναι γνώ­ρι­μο στήν προ­ϊ­στο­ρι­κή Ἑλ­λά­δα φαι­νό­με­νο: προ­δί­νε­ται ἀ­πό ἀ­θρό­ες λα­τρεῖ­ες καί μύ­θους, ἀλ­λά κι ἀ­πό ρη­τές μαρ­τυ­ρί­ες, ὅπως ἀ­πό τήν πε­ρι­λά­λη­τη πε­ρι­κο­πή τῆς ­Ὀ­δύσ­σειας 19, 109­κέ. Ὑ­πάρ­χει καμ­μιά σχέ­ση ἀ­νά­με­σα στόν ἀρ­χαῖ­ο αὐ­τό μά­γο βα­σι­λιά καί στόν ποι­η­τή; Ἡ συγ­γρα­φέ­ας πα­ρου­σιά­ζει δύ­ο στοι­χεῖ­α: Τό ἕνα εἶ­ναι τό χω­ρί­ο τῆς θε­ο­γο­νί­ας 80/103, ὅπου οἱ Μοῦ­σες ἐμ­πνέ­ουν τόν βα­σι­λιά, καί τό ἄλ­λο εἶ­ναι ἡ πε­ρι­κο­πή τοῦ ἴ­διου ἔ­πους (στί. 22κέ), ὅπου οἱ Μοῦ­σες, γιά νά δώ­σουν τό ποι­η­τι­κό χά­ρι­σμα στόν ποι­μέ­να Ἡσίοδο, τοῦ δί­νουν ἕ­να σκῆ­πτρον, πού ἐ­δῶ ση­μαί­νει ἕ­να κλα­ρί δάφ­νης, μά πού δη­λώ­νει καί τό βα­σι­λι­κό σκῆ­πτρο, ἀρ­χι­κά ἕ­να κλα­ρί κ’ ἐ­τοῦ­το. Ἡ ἀ­ξί­α τῶν πε­ρι­κο­πῶν αὐ­ταῶν, πού ἀλ­λη­λο­συμ­πλη­ρώνουν­ται γιά νά δεί­ξουν τό­σο κον­τά τό βα­σι­λιά στόν ποι­η­τή καί τόν ποι­η­τή τό­σο κον­τά στό βα­σι­λιά, εἶ­ναι τό­σο με­γα­λύ­τε­ρη, ὅσο κα­τε­βαί­νουν ἀ­πό βοι­ωτι­κό θρη­σκευ­τι­κό ἔ­πος· κ’ ἡ σύν­θε­σή τους βρί­σκει τή βε­βαί­ω­ση τοῦ ἀρ­χι­κοῦ συν­δέ­σμου, πού δη­λώ­νει, στόν ἱ­ε­ρό χα­ρα­χτή­ρα τῆς ἀ­πο­στο­λῆς τοῦ ποι­η­ταῆ πού ἀ­ξι­ώ­νει ὁ Πίν­δα­ρος, βοι­ω­τός κι αὐτός ποι­η­τής, γιά τόν ἑ­αυ­τό του. Μάν­της, προ­φή­της, θε­ρα­πευ­τής, δη­μό­σιος μά­γος γιά τήν ἀ­πο­τρο­πή συμ­φο­ρῶν πού πρόσ­η­μα­δεύ­ουν ἀ­νω­μα­λί­ες τῆς κο­σμι­κῆς τά­ξης, ἐμ­πνε­ό­με­νος ἀ­πό θε­ό­τη­τες γο­νι­μι­κές, τίς Ὧρες καί τίς Χά­ρι­τες, δέ­κτης μιᾶς σο­φί­ας ἤ μυ­στι­κῆς γνώ­σης καί δι­ερ­μη­νέ­ας τῶν θε­ῶν, ἀρ­χι­τέ­κτο­νας τῆς ἀ­θα­να­σί­ας καί βα­θυ­στό­μα ὑ­πε­ρή­φα­νος γιά μιάν ὑ­πε­ραν­θρώ­πι­νη ἀ­πο­στο­λή, πού τον κά­νει νά μι­λᾶ στοῦς ἴ­διους τούς κο­σμι­κούς πιά βα­σι­λιά­δες ἀ­πό ψη­λά, ὁ Πίν­δα­ρος πα­ρου­σι­ά­ζε­ται νά συ­νε­χί­ζει μέ τό λει­τούρ­γη­μα τοῦ ποι­η­τή, μέ­σα σ’ ἕνα κό­σμο πο­λύ­πλευ­ρα δι­α­φο­ρι­σμέ­νο πιά, τό λει­τούρ­γη­μα τοῦ ἀρ­χαί­ου μά­γου βα­σι­λιᾶ, μάν­τη, προ­φή­τη θε­ρα­πευ­τῆ, δη­μό­σιου μά­γου, συ­νερ­γά­τη τῆς κυ­κλι­κῆς ἐ­ναλ­λα­γῆς τῶν Ἐ­πο­χῶν (Ὡ­ρῶν καί Χα­ρί­των) καί τῆς κο­σμι­κή; πο­ρεί­ας, δέ­κτη μί­ας μυ­στι­κῆς σο­φί­ας, δι­ερ­μη­νέ­α τῶν θε­ῶν καί, ἄς προ­σθέ­σω ἀ­κό­μη, ἀρ­χι­τέ­κτο­να, μέ τίς τε­λε­τές τῆς βα­σι­λι­κῆς στέ­ψης, μί­ας ἠ­λυ­σιακῆς ἀ­θα­να­σί­ας. Ἐ­κεῖ­νο πού δι­α­σώ­ζει τή συ­νέ­χι­ση εἶ­ναι, κα­τά μέ­γα μέ­ρος, οἱ μα­γι­κές ἀρ­χές τῆς ποί­η­σης, τό ξε­κί­νη­μά της ἀ­πό τίς ἐπωδές, τούς ἔμ­με­τρους λό­γους τῆς μα­γι­κῆς πρά­ξης. Μί­α ἐ­πι­μο­νή στήν πί­στη τοῦ μα­γι­κοῦ καί πα­ρα­πέ­ρα τοῦ ἱ­ε­ρο­λει­τουρ­γι­κοῦ χα­ρα­χτή­ρα της, εἶ­ναι φυ­σι­κή γιά τή Χο­ρι­κή, πού δέν ξε­κορ­μί­ζε­ται ἀ­πό τή δη­μό­σια καί ἱε­ρο­λει­τουρ­γι­κή ἀ­ποστο­λή τη­ςς κι ἀ­κό­μη πιό φυ­σι­κή γιά ποι­η­τή πού γεν­νι­έ­ται καί θρέ­φε­ται μέ­σα στή θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα τῆς Βοι­ω­τί­ας καί πού ἀ­πό τά νέ­α του χρό­νια συν­δέ­ε­ται μέ τό δελ­φι­κό ἱ­ε­ρα­τεῖ­ο καί τήν ἀ­πολ­λώ­νεια λα­τρεί­α. Στήν ἴ­δια γραμ­μή ἑρ­μη­νεί­ας μπο­ρεῖ, θαρ­ρῶ, νά δεί­χνου­νε κι ἄλ­λα στοι­χεῖ­α. Εἶ­ναι οἱ γυ­ναι­κεῖ­ες ἀρ­χές τό­σο τῆς προ­ϊ­στο­ρι­κῆς βα­σι­λεί­ας ὁσο καί τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ποί­η­σης. Καί οἱ οὐ­ό αὐ­τές ρί­ζες κρα­τι­οῦν­ται στή Βοι­ω­τί­α, οἱ πρῶ­τες στή λα­τρεί­α μέ τά Δαφ­νηφό­ρια, καί οἱ ἄλ­λες στό ποι­η­τι­κό πε­ρί­γυ­ρο ὅπου ὁ Πίνδαρος με­γα­λώ­νει. Τά Λαφ­νη­φό­ρια, δπού πομ­πή παρ­θέ­νων ὁ­δη­γα σέ μαν­τι­κό ἱ­ε­ρό τοῦ Ἀπόλλωνα ἕ­να πα­λη­κά­ρι, εἶ­ναι μιά γι­ορ­τή πού ἀ­νακρα­τεῖ τήν πομ­πι­κή ἀ­νάδ­ει­ξη τοῦ ἀρ­χαί­ου βα­σι­λιᾶ· καί τό τρα­γού­δι πού στή­νει ὁ Χο­ρός τῶν παρ­θέ­νων, τό Πα­ρθέ­νιον, ἔ­χει ἀν­τί­στοι­χό του τά ἀλ­κμανι­κά παρ­θέ­νια, ὅπου ὁ κο­ρυ­φαῖ­ος δέν εἶ­ναι πιά ὁ δαφ­νη­φό­ρος ἐ­πο­χι­κός βα­σι­λιάς, μά ὁ ἴ­διος ὁ ποι­η­τής σάν ὀρ­γα­νο­παί­κτης. Ἀν­τί­στοι­χο τῶν θη­βα­ϊκῶν Δαφ­νη­φο­ρί­ων εἶ­ναι τό δελ­φι­κό Στε­πτήρ­ιον, ὁ­πού, ὕ­στε­ρα ἀ­πό μιά δρα­μα­τι­κή κα­τα­στρο­φή ἑνὀς ὁ­μοι­ώ­μα­τος βα­σι­λι­κοῦ ἀ­να­κι­ό­ρου, πού θυ­μί­ζει τό θε­σμό τῆς βα­σι­λο­κτο­νί­ας, ὁ ἐ­πι­κε­φα­λῆς νέ­ος φεύ­γει γιά κα­θαρ­μό στά Τέμ­πη, ἀ­π’ ὅπου γυ­ρί­ζει ἐ­πι­κε­φα­λῆς μιᾶς πομ­πῆς (ὄ­χι ἀ­πο­κλει­στι­κά γυ­ναι­κεί­ας, ἄν καί στήν τε­λε­τή ἔ­χουν ση­μαν­τι­κό μέ­ρος οἱ Ὀ­λεῖ­αι, βοι­ω­τι­κός δι­ο­νυ­σια­κός θί­α­σος), χρυ­σο­στό­λι­στος καί κρα­τών­τας κλα­ρί τῆς ἱ­ε­ρῆς δάφ­νης. Καί στίς δυ­ό γι­ορ­τές, τά πα­λη­κά­ρια πού ἐ­κτυ­πώ­νουν τόν ἀρ­χαῖ­ο ἐ­πο­χι­κό βα­σι­λιά, κρα­τοῦν τό κλα­ρί τῆς δάφ­νης πού δί­νουν οἱ Μοῦ­σες μα­ζί μέ τό ποι­η­τι­κό χά­ρι­σμα στόν Ἡ­σί­ο­δο· κ’ ἐν­σαρ­κώ­νου­νε πιά τόν Ἀπόλλωνα, πού ἀ­πό τήν ἄλ­λη τόν βλέ­που­με ἐ­πι­κε­φα­λῆς του παρ­θε­νι­κο­ῦ χο­ροῦ τῶν Μου­σῶν ὀργα­νο­παί­κτη. Ἔ­τσι καί ἡ δελ­φι­κή ἱ­ε­ρή ὁ­ρο­λο­γί­α, πού χρη­σι­μο­ποι­εῖ ὁ Πίν­δα­ρος, ρι­ζώ­νε­ται μέ­σα ἀ­πό τή λα­τρεί­α σ’ ἀρ­χαι­ό­τε­ρους σχε­τι­σμούς τοῦ ποι­η­τή, τοῦ βα­σι­λιά, τοῦ προ­φή­τη.
 
‘Ο θρη­σκευ­τι­κός Χα­ρα­χτή­ρας τῆς ΙΙινδαρικής IIοίησης
 
Τήν κύ­ρια λει­τουρ­γί­α τῆς Χο­ρι­κῆς νά δι­α­συν­δέ­σει τό σή­με­ρα μέ τό χθές, νά ἀ­νε­βά­σει τό ἀ­το­μι­κό καί με­ρι­κό στό κα­θο­λι­κό, καί νά ἐ­πι­βά­λει, μέ τό με­γα­λεῖ­ο τοῦ ὄγκου, τόν κό­σμο τῶν πα­ρ­α­δο­μέ­νων ἀρ­χῶν κι ἀ­ξι­ῶν, μέ κα­νέ­ναν ἄλ­λο ποι­η­τή δέν τή βρί­σκου­με, ὅσο μέ τόν Πίν­δα­ρο, στήν ἀ­κρό­τε­ρη δυ­να­μι­κό­τη­τά της. Κα­θώς ἔ­τσι ὁ κό­σμος αὐ­τός τῶν ἀρ­χῶν καί τῶν ἀ­ξιῶν ἀ­κουμ­πᾶ σέ ἰ­δέ­ες θρη­σκευ­τι­κές, σέ κα­νέ­ναν ἄλ­λο, πά­λι, ποι­η­τή ἡ Χο­ρι­κή δέν κρά­τη­σε, ὅσο στόν Πίν­δα­ρο, τόν θρη­σκευ­τι­κά χα­ρα­χτή­ρα. Ξέ­ρου­με πό­σο ὄ­μορ­φα ὁ ρή­το­ρας Σε­νέ­κας χα­ρα­χτή­ρι­ζε - ­ἀρ­γό­τε­ρα τά τρί­α κύ­ρια ἑλ­λη­νι­κά κέν­τρα: Ἀ­θῆ­ναι μέν ἐν λό­γοις δι­άσ­η­μοι, θῆ­βαι δ’­ ἐν ἱ­ε­ρο­ῖς, Σπάρ­τη δ’ ἐν ὅ­πλοις. Χά­ρη στή στε­νό­τα­τη ἀ­γρο­τι­κή οἰ­κο­νο­μί­α της, ἤ Βοι­ω­τί­α στά­θη­κε ἀ­λη­θι­νά ἡ ἐν­το­νό­τε­ρα θρη­σκευ­τι­κή πε­ρι­ο­χή τῆς Ἑλ­λά­δας. Μη­τέ­ρα λο­γίς θε­ῶν καί θε­αι­νῶν κι ἀ­πο­κλειστι­κά τοῦ Δι­ό­νυ­σου - γει­τό­νισ­σα τῶν Δελ­φῶν· κέν­τρο πα­ναρ­χαί­ων λα­τρει­ῶν τοῦ Ἔ­ρω­τα, τῶν Χα­ρί­των, τοῦ Ἀπόλλωνα· πε­ρή­φα­νη γιά τόν Καδ­μεια­κό καί τόν Ἡράκλειο μυ­θι­κό κύ­κλο· τό­πος συ­νάν­τη­σης ὅλων τῶν θε­ο­τή­των κι ὅλων τῶν λα­τρει­ῶν κα­τοι­κη­τή­ριο δαι­μό­νων πού κά­να­νε τήν δπαι­θρο ν’ ἀ­να­τρι­χιά­ζει καί πέ­ρα ἀ­πό τά χρό­νια τοῦ Ἀ­λέ­ξαν­δρου· κα­τά­σπαρ­τη ἀ­πό μυ­στι­κό­πα­θα ἱ­ε­ρά πού στά πα­ρα­μι­κρά ση­μεῖ­α τους οἱ Βοι­ω­τοί ἀ­να­ζη­τοῦ­σαν τήν τύ­χη τους, καί κοι­μη­τή­ριο ἀ­πό τούς τά­φους ἀ­να­ρίθ­μη­των ἁ­γί­ων (μιά ἐ­ρώ­τη­ση Κω­μι­κοῦ εἶ­ναι καί τί οὐκ ἀ­πήγ­ξω ἵνα θή­βῃ­σιν ἥ­ρως γέ­νῃ), ἡ Βοι­ω­τί­α, ὅπως ἦ­ταν ἡ κα­τάλη­λό­τε­ρη νά δώ­σει τό ἔπος τῆς θε­ο­γο­νί­ας, τήν ἱ­ε­ρή βί­βλο τῶν Ἑλ­λή­νων ἄν οἱ Ἕλ­λη­νες μπο­ροῦ­σαν νά­’­χοῦν βί­βλο ἱ­ε­ρή, ἔ­τσι κι αὐ­τή μο­νά­χα μπο­ροῦ­σε νά βά­λει τό­σο θρη­σκευ­τι­κό στη­μό­νι στό ὕφα­σμα τῆς συ­νεί­δη­σης ἑ­νός με­γά­λου ποι­η­τῆ μέ τήν κα­τα­βο­λή τῶν πρώ­των ἰ­δε­ῶν καί βι­ω­μά­των. Ἡ βα­θειά θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα τοῦ ποι­η­τῆ φα­νε­ρώ­νε­ται κι­ό­λας μέ τόν ἀρ­χαι­ό­τε­ρο γιά μᾶς ἐ­πί­νι­κό του, τόν 10ο  Πυ­θι­ο­νί­κη, καί κρα­τι­έ­ται μ’ ἀ­κα­τέ­βα­τη στάθ­μη σ’ ὅλη τήν κα­το­πι­νή ποί­η­σή του. Τά ἱ­ε­ρα­τεῖ­α τῶν Δελ­φῶν καί τοῦ Ἄμ­μω­να, καί σί­γου­ρα κι ἄλ­λων δευ­τε­ρο­τέ­ρων ἱ­ε­ρῶν, ἐ­πι­ση­μο­ποί­η­σαν τήν ποί­η­σή του. Στούς Δελ­φούς πῆ­ρε, μο­νά­χα αὐ­τός ἀ­πό τους θνη­τούς, τό προ­νό­μιο νά­’­ναι συν­τρά­πε­ζος στό δεῖ­πνο τοῦ θε­οῦ τους. Ὁ ἴ­διος στή­νει ἱ­ε­ρά στή Με­γά­λη Μη­τέ­ρα, στόν Ἀπόλλωνα, στόν Ἑρ­μῆ τόν Ἀ­γραῖ­ο. Τά χρό­νια πού οἱ φι­λό­σο­φοι το­ξεύ­α­νε τά πρῶ­τα βέ­λη τῆς ἀ­πι­στί­ας, ἡ ποί­η­ση τοῦ Πιν­δά­ρου ἀ­γω­νί­ζε­ται νά κα­θα­ρί­σει τή θρη­σκεί­α ἀ­πό τίς ἀ­τέ­λει­ες καί νά στη­ρί­ξει, σέ πνευ­μα­τι­κό­τε­ρο ἐ­πί­πε­δο, τήν πί­στη. Ὁ ἴ­διος δέν προ­χώ­ρη­σε βέ­βαι­α σέ μιά σύλ­λη­ψη κα­θα­ρῆς πνευ­μα­τι­κῆς ὑ­πό­στα­σης τοῦ θεί­ου, ὅπως ὁ Ξε­νο­φά­νης, γιά τό λό­γο πώς, σά Βοι­ω­τός, εῖ­ταν προ­ση­λω­μέ­νος στίς ἱ­ε­ρο­τυ­πι­κές λα­τρεῖ­ες. Οἱ θε­οί του εἶ­ναι πλά­σμα­τα, ὅπως καί οἱ θε­οί τοῦ Ὁμήρου· καί οἱ ἔ­ρω­τες κ’ οἱ φθό­νοι καί τ’ ἄλ­λα πά­θη τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ψυ­χῆς δέν τούς εἶ­ναι ξέ­να· εἶ­ναι καί ὡ­ραῖ­οι καί λαμ­προ­φάν­τα­χτοι μα­ζί - μά πό­σο δι­α­φο­ρε­τι­κοί ἀ­πό τους θε­ούς τοῦ Ὁ­μή­ρου, ἀ­πό τους θε­ούς πού ἡ Ἐ­πο­ποι­ί­α δέν ἔ­κα­με μο­νά­χα τή φύ­ση τους μά καί τή δυ­στυ­χί­α τούς αἰ­ώ­νια. Ὁ Πίν­δα­ρος ρί­χνει στόν ὁμη­ρι­κόν Ὄ­λυμ­πο τό λάμ­πος τῆς τε­λει­ό­τη­τας τῶν θε­ῶν του. Μο­νά­χα οἱ θε­οί δέν ἀ­στο­χοῦϋ­νε σ’ ὅ,τι ἐ­πι­χει­ρή­σου­νε· κι οὔ­τε τί­πο­τα τοῦ φαί­νε­ται ἀ­πί­στευ­το, ἄν ἔρ­χε­ται ἀ­πό τους θε­ούς, για­τί δέ βλέ­πει που­θε­νά τά ὅρια τῆς δύ­να­μής τους. Αὐ­τοί μο­νά­χα ἀ­πο­σώ­νουν ὅ,τι θε­λή­σου­νε, αὐ­τοί εἶ­ναι οἱ κυ­ρί­αρ­χοι τῶν σκο­πῶν, τῶν ἀρ­χῶν, τῶν τερ­μά­των οἱ θε­οί πού συ­ναν­τοῦ­νε στά νέ­φη τόν ἀ­ε­τό, πού προ­σπερ­νο­ῦν τό δελ­φί­νι στή θά­λασ­σα, πού σω­ρο­βο­λιάζου­νε τούς πε­ρί­τρα­νους κι ἀ­νε­βά­ζουν σ’ ἀ­θά­να­τη δό­ξα τούς δί­κιους. Ἡ ἐ­νέργεια τῶν Μοι­ρῶν, ἡ Ἀνάγκη, τό Πε­πρω­μέ­νο, ξα­κο­λου­θο­ῦν νά μέ­νου­νε χω­ρι­σμέ­να ἀ­πό τους θε­ούς πού ἐ­νερ­γοῦ­νε πάν­τα μέ­σα στά βρι­σμέ­να ἀ­πό τίς Μοῖ­ρες. Ὡστόσο μιά στα­θε­ρή ἀ­φαί­ρε­ση τοῦ Πιν­δά­ρου, πού συ­χνά ἀ­πο­μα­κραί­νει τήν ἔκ­φρα­σή του ἀ­πό τή δή­λω­ση τῆς πολ­λό­τη­τας τῶν θε­ῶν γιά νά τή συγ­κο­ρυ­φώ­σει στήν ἑ­νό­τη­τα τοῦ θεοῦ (θε­ό­τη­τας, θεί­ου), τόν βο­η­θᾶ νά ταυ­τί­ζει τά κα­θο­ρι­σμέ­να ἀ­πό τή Μοί­ρα μέ τή θέ­λη­ση τοῦ θεί­ου· καί σέ μιά μο­νά­χα με­ριά, ὅπου ὁ ποι­η­τής δε­σμεύ­ε­ται φα­νε­ρά ἀπό τήν ἐ­πι­κή πα­ρά­δο­ση, στόν VIο  Παιά­να (=Ἀπ. 52f, 54/61), ἡ θέ­λη­ση τῆς Μοί­ρας πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἀν­τί­θε­τη μέ τή θέ­λη­ση τοῦ θε­ο­ῦ (μά καί πά­λι ἕ­νος μο­να­χά), κι ὁ θε­ός, ἄς εἶ­ναι κι δ Δί­ας αὐ­τός, ἀ­δύ­να­μος νά με­ταλ­λά­ξει τά πε­πρω­μέ­να. Ἡ πα­ρά­δο­ση ὡ­στό­σο, κα­τε­βαί­νον­τας ἀ­πό και­ρούς πού οἱ Θε­οί δέν πο­λυ­ξε­χω­ρί­ζαν ἀ­πό τούς ἀν­θρώ­πους, εἶ­χε δώ­σει τῶν θε­ῶν πρό­στυ­χα πά­θη καί τα­πει­νω­τι­κές ἀ­δυ­να­μί­ες. Ὁ Πίν­δα­ρος ἀν­τι­με­τω­πί­ζει θαρ­ρε­τά τήν πα­ρά­δο­ση τού­τη. Ὅ­που ὁ μύ­θος πει­ρά­ζει τήν ἰ­δέ­α τῆς τε­λει­ό­τη­τας τῶν θε­ῶν, τόν ἀ­να­σκε­υά­ζει ἤ τόν πα­ρα­πε­τά­ει. Οἱ θε­οί δέν γεύ­τη­καν ἀν­θρω­πι­νά κρέ­α­τα στό πο­λυ­βό­η­το δεῖ­πνο τοῦ Ταν­τά­λου. Δέ μή­νυ­σε ἄλ­λος τήν ἀ­πι­στί­α τῆς Κο­ρω­νί­δας στόν Ἀπόλλωνα, μά μο­να­χός του ὁ παν­το­γνώ­στης θε­ός νι­ώ­θει τό κρί­μα. Μό­νον ἄ­ξια γιά τούς θε­ούς χρω­στοῦ­νε νά λέ­νε οἱ θνη­το· καί πε­τά­ει μέ δέ­ος ἀ­πό τό στό­μα του ὁ ποι­η­τής τήν ἱ­στό­ρη­ση τῶν πο­λέ­μων τοῦ Ἡρακλῆ καί τῶν θε­ῶ­νε. Ὅ­σο ὅ­μως πε­ρισ­σό­τε­ρο τέ­λει­οι κι ἀ­πει­ρο­δύ­να­μοι εἶ­ναι οἱ θε­οί, τό­σο ἄ­τε­λοι καί πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νοι στή δύ­να­μη οἱ ἄν­θρω­ποι. Ἡ μικρο­ποί­η­ση πραγ­μα­τι­κά του ἀν­θρώ­που εἶ­ναι φυ­σι­κή συ­νέ­πεια ὅ­λων τῶν τά­σε­ων γιά τήν ὑ­πε­ρε­ξύ­ψω­ση τοῦ θεί­ου, θε­οί καί ἄν­θρω­ποι, κα­τά τό προ­οί­μιο τοῦ 6ου Νε­με­ο­νί­κη πού ἀ­πη­χεῖ τήν ἰ­δέ­α τῆ­ς ἡ­σιό­δειας θε­ο­γο­νί­ας, ἀπό τήν ἴ­δια μά­να, τή Γῆ, γεν­νη­θῆ­καν. Ἐ­κεῖ­νοι ὅμως ἀ­νε­βῆ­καν ἀ­θά­να­τοι κι ἀ­πει­ρο­δύ­να­μοι στόν ἀ­ξε­σά­λευ­το οὐ­ρα­νό, κ’ ἐ­με­ῖς πή­ρα­με τή λι­γό­ζω­η καί λι­γο­δύ­να­μη ὕ­παρ­ξη πού τρα­βο­ῦ­με ἀπό τό χῶ­μα. Πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νοι στή δύ­να­μη καί στό πνεῦ­μα, οἱ θνη­τοί δέν ξέ­ρουν τά γραμ­μέ­να τῶν Μοι­ρῶν, δέν ξέ­ρουν τίς βου­λές τῶν θε­ῶν, δέν ξέ­ρουν τήν πο­ρεί­α τῶν πε­ρι­στα­τι­κῶν, δέν ξέ­ρουν τίς αἰ­τί­ες τῶν συμ­φο­ρῶν, δέν ξέ­ρου­νε τό αὔ­ριό τους. Ἀ­με­τα­σά­λευ­τη γραμ­μή τούς ἔ­χει κα­θο­ρί­σει καί τά μέ­τρο πού μπο­ροῦ­νε νά φτά­σουν. Εἶ­ναι ἡ ἀ­ρι­στο­κρα­τι­κή ἰ­δέ­α τοῦ μέ­τρου πού κα­το­χυ­ρώ­νει τήν κοι­νω­νι­κή τά­ξη, μιά τά­ξη πού τήν ἔ­χουν στή­σει καί τή φρου­ροῦ­νε οἱ ἴ­διοι οἱ θε­οί, οἱ ἔ­φο­ροι καί τη­ρη­τές τῆς κο­σμι­κῆς (πα­να­πεῖ τῆς κοι­νω­νι­κῆς) ἁρ­μο­νί­ας, πού συν­τρί­βου­νε κά­θε ὑ­περ­βα­σί­α. Ὁ ἄν­θρω­πος δέν μπορεῖΐ νά τρα­βή­ξει πέ­ρα ἀ­π’ τίς στῆ­λες τοῦ Ἡρακλῆ, ὁ οὐ­ρα­νός εἶ­ναι ἄ­βα­τος γιά δα­ῦ­τον : Ὁ Πή­γα­σος γκρέ­μι­σε τόν Βελ­λε­ρο­φόν­τη πού βάλ­θη­κε ν’ ἀ­νε­βεῖ στῶν θε­ῶν­ τη χαλ­κό­στρω­την ἕ­δρα. Ὁ Ἀσκληπιός πού ἀ­νά­στη­σε νε­κρό κε­ραυ­νώ­θη­κε, ὁ Τάν­τα­λος κι ὁ Ἰ­ξί­ων, πού βάλ­θη­καν νά ξε­γε­λά­σουν τούς θε­ούς, πα­ρα­δο­θῆ­καν σέ μαρ­τύ­ρια πού δέν τε­λει­ώ­νουν. Οἱ τε­ρα­τι­κές δυ­νά­μες, πού ἐ­πι­χεί­ρη­σαν νά κα­τα­λύ­σουν τό κρά­τος τῆς ἁρ­μο­νί­ας, ὁ Τυ­φώ­νας, οἱ Τι­τά­νες, ὁ βα­σι­λιάς τῶν Γι­γάν­των, κα­τα­λυ­θῆ­καν. Μιά παγ­κό­σμια ἁρ­μο­νί­α, πού ἡ ἔκ­φρα­σή της εἶ­ναι ἡ κο­σμι­κή καί κοι­νω­νι­κή τά­ξη, ἔ­χει κα­θο­ρί­σει τή θέ­ση, τόν κύ­κλο, τίς δυ­να­τό­τη­τες τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἐ­φή­με­ρα πλά­σμα­τα, πού εἶ­ναι καί δέν εἶ­ναι, οἱ ἄν­θρω­ποι, ὀ­νει­ρο­φά­σμα­τα σκι­ῶν, ἄς γυ­ρεύ­ου­νε τή σκέ­πη τῶν θε­ῶν, κρα­τών­τας τή λα­τρεί­α τους καί τούς ὁρι­σμούς, μή ξε­περ­νών­τας τή στρά­τα πού τούς ἔ­χουν ἐ­κεῖ­νοι χα­ρά­ξει.Ἡ ἀ­ρι­στο­κρα­τι­κή, ὡ­στό­σο, ἰ­δε­ο­λο­γί­α δέν ἐ­ξι­σώ­νει τούς ἀν­θρώ­πους.Ὑπάρχουν κ’ οἱ εὐ­νο­ού­με­νοι τῶν θε­ῶν, πού δέν εἶ­ναι φυ­σι­κά πα­ρά οἱ γό­νοι τῶν ἀ­ρι­στο­κρα­τι­κῶν σο­γι­ῶν, πού μέ­σα ἀ­πό τή γραμ­μή ἡ­μί­θε­ων προ­γό­νων πλη­σιά­ζουν τή φύ­ση τῶν θε­ῶν, ἤ μέ τό με­γά­λο τό νο­ῦ ἤ μέ ὑ­πέ­ρο­χο σέ κάλ­λος ἤ δύ­να­μη κορ­μί, στοι­χεῖ­α πού συγ­κρο­τοῦν ἕ­να ἰ­σό­θε­ο πλά­σμα. Σ’ αὐ­τούς κα­τε­βαί­νει ἡ χά­ρη τῶν θε­ῶν, δί­νον­τας τους­ τήν ἀ­ρε­τήν, πα­να­πεῖ τήν ἡ­ρω­ι­κή ἀ­ξι­ο­σύ­νη, καί στε­φα­νώ­νον­τας μέ τήν ἐ­πι­τυ­χί­α τή δο­ξα­στι­κή ἐ­πι­δο­σή τους. Ὄ­νει­ρα σκιῶν οἱ ἄν­θρω­ποι, μά σάν ἔρ­θει θε­ό­σταλ­το πά­νω τους φῶς, λαμ­πον­τύ­νε­ται καί γλυ­καί­νει ἡ ζω­ή τους. Τά θε­ο­δο­τά ἀ­λη­θι­νά χα­ρί­σμα­τα, το «­θε­ό­σταλ­το» φῶς, οἱ ἔμ­φυ­τες ἀ­ξι­ο­σύ­νες, μο­νά­χα αὐ­τά εἶ­ναι πού ἔ­χουν ἀ­λη­θι­νή τήν ἀ­ξία: Πα­ρά­δειγ­μα οἱ πο­λυ­θρύ­λη­τοι ἥ­ρω­ες, καί στήν κορ­φή τούς ὁ­ ­Ἡ­ρα­κλῆς κι ὁ Ἀ­χιλ­λέ­ας. Ὅ­σα μα­θαί­νουν­ται χω­ρίς τή θε­ό­θε­τη τού­τη βά­ση, εἶ­ναι ἄ­πλε­ρα καί λει­ψά, καί δέν ὁ­δη­γά­νε στό με­γά­λο κα­τόρ­θω­μα πο­τέ τους. Τό συμ­πέ­ρα­σμα φυ­σι­κά εἶ­ναι πώς τά θε­ο­δο­τά χα­ρί­σμα­τα τά­’­χουν μο­νά­χα οἱ φύ­τρες­των εὐ­γε­νῶν, πού ση­μαί­νει πώς ὁ λα­ϊ­κό­τε­ρος ἄν­θρω­πος δέν ἔ­χει νά πε­ρι­μέ­νει πα­ρά τή λει­ψή ἀ­πό­δο­ση πού τοῦ δί­νουν οἱ μα­θη­τές ἀ­ξι­ο­σύ­νες. Ὡστόσο καί τά ἔμ­φυ­τα χα­ρί­σμα­τα τῶν εὐ­νο­η­μέ­νων ἀ­πό τούς θε­ούς δέ φτά­νουν μό­να τους ν’­ἀ­πο­δώ­σουν. Χρει­ά­ζουν­ται τό μό­χτο καί τόν κίν­τυ­νο τῆς ἄ­σκη­σης, τό θαρ­ρε­τό κα­τέ­βα­σμα στούς ἀ­γῶ­νες τῆς τι­μῆς· για­τί ἀλ­λι­ῶς ἀ­το­νοῦν καί μα­ραί­νουν­ται, ὅταν ὁ μό­χτος τῆς ἄ­σκη­σης, ὅταν ¨η φι­λό­τι­μη σύγ­κρου­ση μέ τά στοι­χεῖ­α πού τά ἀ­ναι­ροῦν, δέν ἔρ­χε­ται νά τά ζω­ο­ποι­ή­σει καί νά τά ἀ­κο­νί­σει. Ὄ­νει­ρα σκι­ῶν οἱ ἄν­θρω­ποι, ναί, μά ὅταν ἔρ­θει ἀ­πά­νού τους μί­α θε­ό­σταλ­τη ἀ­χτί­δα φω­τός, ἀ­πο­μέ­νει σ’ αὐ­τούς νά ὑ­ποστα­τώ­σουν τήν ὕ­παρ­ξή τους. Ἡ φι­λό­τι­μη «­ἀ­ρε­τη», πού τή βρα­βεύ­ει ὁ θρί­αμ­βος, σι­γου­ρεύ­ει, ὕ­στε­ρα ἀ­πό τίς μπό­ρες, με­λι­στά­λα­χτη τήν αἰ­θρί­α τῆς εὐ­δαι­μο­νί­ας σ’ ὅση ἀ­πο­μέ­νει ζω­ή· καί πα­ρα­πέ­ρα χω­ρί­ζει τήν ὕ­παρ­ξη σέ δυ­ό αἰ­ώ­νι­ες, τή μιά, τι­μη­μέ­νη ἀ­πό τους χθό­νιους θε­ούς, ἀ­νά­με­σα στούς ἠ­λυ­σια­κούς ἥ­ρω­ες, τήν ἄλ­λη ἀ­νά­με­σα στούς ζων­τα­νούς, μέ τά χα­ρα­χτη­ρι­στι­κά πού τῆς δώ­σαν οἱ ποι­η­τές, θε­ο­κί­νη­τοι κ’ ἐ­τοῦ­τοι λει­τουρ­γοί της ἀ­θα­να­σί­ας, καί πού ἀν­θο­βο­λεῖ, σπέρ­μα ἀ­ρε­ταῆς, στή στορ­γή τῶν ἀν­θρώ­πων πού θα ’ρ­θοῦν. Ἡ ἀ­να­κύ­κλη­ση τῶν ἰ­δε­ῶν αὐ­τῶν, μέ­σα ἀ­πό ἕ­να ἱ­ε­ρό­πρε­πο ὕ­φος, ὅπου τό κά­θε νό­η­μα βα­θαί­νει μέ τή φω­το­σκί­α­ση, μέ τό ζυ­γά­ρι­σμα καί μέ τούς ἀ­πό­η­χους ἑ­νός προ­φη­τι­κοῦ λό­γου, δί­νει στόν Πίν­δα­ρο τόν χα­ρα­χτή­ρα τοῦ ἀ­πο­στό­λου μί­ας νέ­ας θρη­σκευ­τι­κό­τη­τας, τόν χα­ρα­χτή­ρα τοῦ προ­φή­τη, θά λέ­γα­με, ἤ δι­ερ­μη­νέ­α τῶν «­ζών­των θε­ώ­ν», χα­ρα­χτή­ρα ἀ­κό­μη πού ρη­τά τόν ἀ­ξι­ώ­νει γιά λό­γου του καί πού τόν κυ­ρώ­νει σάν δω­ρη­τής, ὁ ἴ­διος, τῆς ἀ­θα­να­σί­ας. Ἡ οὐ­σί­α τῆς ἀ­πο­στο­λῆς αὐ­τής φαί­νε­ται νά κα­τε­βαί­νει ἀ­πό πο­λύ ἀρ­χαι­ό­τε­ρες πη­γές, ἀ­π’ ὅ­που καί τό προ­ελ­λη­νι­κό ὄνο­μά­ του.

Δεν υπάρχει χειρότερο από το να σε γνωρίζει κάποιος αλλά να μη σε ξέρει

Να σε γνωρίζει ο άλλος αλλά να μη σε ξέρει.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη κατάρα από αυτό. Να τον έχεις δίπλα σου, να τον λες φίλο/η σου κι όμως σε μια δύσκολη στιγμή να αμφιβάλλει για σένα. Να σου προσάπτει πράγματα που δε θα έκανες ποτέ.

Πράγματα που κι εκείνος/η δε θα έπρεπε να σκεφτεί ότι θα μπορούσες να κάνεις ποτέ.
Θα έπρεπε να σε ξέρει που να πάρει, όχι να σε αμφισβητεί.
Πονάει η αμφισβήτηση από ανθρώπους που αγαπάς. Από φίλους που ποτέ δε θα πρόδιδες, ποτέ δε θα πείραζες.
Πονάει να βλέπεις στα μάτια τους θυμό για κάτι που δεν είσαι, κατηγορία για κάτι που δεν έκανες.

Θυμώνεις, λυπάσαι, φωνάζεις, κλαις.
Διεκδικείς το δίκιο σου. Λες το παράπονό σου.
Αλλά τι με αυτό; Αλλάζει τίποτα;
Και τα πράγματα να φτιάξουν, το αγκάθι που μπήκε ανάμεσά σας τη ζημιά του την έκανε.
Άνοιξε μια τόση δα τρυπίτσα κατευθείαν στην καρδιά. Μια τρύπα αμφισβήτησης, μια τρύπα απόστασης.
Κρίμα να σε αμφισβητούν άνθρωποι που δε θα πρόδιδες ποτέ.
Κρίμα να μη σε πιστεύουν.
Κρίμα να μη σε ξέρουν κι ας προσπάθησες γι’ αυτό.
Λες να έκανες κάτι λάθος;
Μπορεί. Μπορεί να μην ήσουν τόσο ξεκάθαρος στη δήλωση του χαρακτήρα σου με πράξεις.
Ίσως να φταις κι εσύ, όχι μόνο αυτοί.

Δεν ξέρεις. Κι όσο σε πνίγει το παράπονο κι ο θυμός δε θα μάθεις κιόλας.
Πάρε το χρόνο σου. Πάρε λίγο τις αποστάσεις σου και σκέψου.
Τι πήγε λάθος, τι ξέφυγε, τι δεν έγινε από όσα έπρεπε να γίνουν.

Κάνε την αυτοκριτική σου κι ύστερα κρίνε το φίλο που δεν πίστεψε σε σένα.
Είναι αλήθεια φίλος/η ή μήπως όχι;
 
Κι αφού βγάλεις πόρισμα, κάνε τα κουμάντα σου.
Μένεις ή φεύγεις; Το ξεπερνάς και διορθώνεις το κακό ή την κάνεις και το ξεχνάς;
Οι άνθρωποι έρχονται όταν θέλουν και φεύγουν όταν είναι η ώρα τους να φύγουν. Δεν τους κρατάς, δε σε κρατάνε με το ζόρι. Αποφασίζει ο καθένας και πράττει.

Αυτό κάνε κι εσύ.
Αποφάσισε.

Η γαλήνη βρίσκεται μέσα σας

Πολλοί άνθρωποι θέλουν να αλλάξουν. Ειδικότερα θέλουν να αλλάξουν τις καταστάσεις μόνιμης δυσφορίας, αγωνίας και δυστυχίας. Ωστόσο, χωρίς να κάνουν μια πραγματική αλλαγή στον εαυτό τους. Ένα μεγάλο μέρος της αρχικής αντίστασης για την ψυχοθεραπεία που παρουσιάζουν αυτοί οι άνθρωποι έχει να κάνει με τον φόβο τους να αποδεχθούν αυτό που πραγματικά συμβαίνει στην ζωή τους. Αρκετά αστείο, επειδή οι περισσότερες από τις σωστές αλλαγές συνέβησαν γιατί το άτομο αναγνώρισε αυτή την αφετηρία.

Πάρα πολλοί άνθρωποι υπερεκτιμούν αυτό που δεν είναι και υποτιμούν αυτό που πραγματικά είναι. Μέρος του πόνου τους παράγεται από τον τρόπο που αξιολογούν τον εαυτό τους. Την ίδια στιγμή, αυτά τα άτομα σκέφτονται πως αυτός ο πόνος που βιώνουν θα μπορούσε να τους μεταμορφώσει σε ευάλωτους και πολεμοχαρείς.

Οι ερμηνείες που σχετίζονται με τις συναισθηματικές μας αντιδράσεις είναι αυτές που μας κάνουν να υποφέρουμε και να ερχόμαστε σε σύγκρουση με τον εαυτό μας. Τελικά, εμείς είμαστε η αιτία- ή τουλάχιστον οι «συνένοχοι»- του δικού μας αυτοτραυματισμού.

Το να επιλέξετε να υιοθετήσετε συμπεριφορά αντίστασης σε πολλές περιπτώσεις θα εμποδίσει την πρόοδο σας. Θα σας κρατά από το να καταλάβετε πως η αιτία της ταλαιπωρίας δεν έχει να κάνει με το εν λόγω ερέθισμα. Αντιθέτως, έχει να κάνει με την σχέση που έχετε με αυτό το ερέθισμα. Εκείνοι που αντιστέκονται στο να αλλάξουν, απλώς ελπίζουν πως τα προβλήματα τους θα βελτιωθούν. Ότι θα το κάνουν αυτοβούλως στο μέλλον χωρίς να αναλάβουν καμία ενεργητική στάση. Περιμένουν να αποζημιωθούν με κάποιο τρόπο χωρίς να αλλάξουν την συμπεριφορά που στην πραγματικότητα προκάλεσε το πρόβλημα.

Η ευτυχία μπορεί να υπάρξει μόνο στην αποδοχή. Όταν αποδέχεσαι κάτι, σε μεταμορφώνει.

Η ΓΑΛΗΝΗ ΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΜΕΣΑ ΣΑΣ, ΜΗΝ ΤΗΝ ΑΝΑΖΗΤΑΤΕ ΕΞΩ
Πολλοί πιστεύουν το ίδιο πράγμα. Πως η πηγή των παθήσεων τους μπορεί να βρεθεί σε εξωτερικούς παράγοντες, κάτι που τους δυσκολεύει στο να το διαχειριστούν. Επίσης, ένα μεγάλο μέρος της απόγνωσης τους απελευθερώνεται και διατηρείται λόγω της υπερβολικής σταθερότητας σε μια άδικη κατάσταση. Σε μιας κατάστασης που δεν έχουν κανένα έλεγχο.
 
Όταν δεν είμαστε ικανοί να ρυθμίσουμε την διάθεση μας, καταφεύγουμε εύκολα στο να ρίξουμε την ευθύνη στους άλλους για την δική μας συναισθηματική ανησυχία. Με το να εστιάζουμε στους άλλους, θέτουμε τον έλεγχο των συναισθημάτων μας στα χέρια τους.

Όσο αναφορά για την ουσία τους, κανείς δε θα έδινε συνειδητά και εθελοντικά τον έλεγχο των συναισθημάτων του σε κάποιον άλλον. Ωστόσο, απογοητευόμαστε κάθε φορά που κάποιος δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες που είχαμε γι' αυτόν. Το να μάθουν οι άνθρωποι να αντιμετωπίζουν την πίεση και την απογοήτευση είναι μια θεμελιώδης πτυχή στην ψυχική δυναμική ενός ατόμου. Αυτό το έργο ξεκινά κάνοντας τον ασθενή να αποδεχθεί την κατάσταση και επίσης την ικανότητα του να παρέμβει σε αυτή.

ΟΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΠΡΟΗΓΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΣ
Όταν οι πεποιθήσεις μας συγκρούονται με αυτές άλλων ανθρώπων ή με καταστάσεις που διαφέρουν από τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα, τείνουμε να αναπτύσσουμε μια επαναλαμβανόμενη ψυχολογική δυσφορία. Η έναρξη μιας διαδικασίας προσωπικής αλλαγής θα μας βοηθήσει να επικεντρωθούμε στον εαυτό μας και θα μας αποτρέψει από το να κάνουμε θύμα τον εαυτό μας. Επίσης, θα αποτρέψει την αγανάκτηση και την παραίτηση.

Το να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας ίσως είναι επίπονο στην αρχή αλλά μεσοπρόθεσμα είναι πολύ απελευθερωτικό. Μας επιτρέπει να αντιμετωπίσουμε την αλήθεια για το ποιοι είμαστε και για το πώς αλληλεπιδρούμε με τον εσωτερικό μας κόσμο. Στην πραγματικότητα, είμαστε οι μόνοι που μπορούμε να διαταράξουμε τον εαυτό μας.

Είμαστε οι μόνοι που έχουμε την δύναμη να βλάψουμε τον εαυτό μας. Παρά το γεγονός ότι έχουμε απελευθερώσει το μυαλό μας, αυτός ο προσωπικός απατηλός πόλεμος μας προκαλεί ένα σύνολο συναισθηματικών φορτίων. Μεταξύ αυτών είναι η ενοχή, η μνησικακία, η δυσαρέσκεια, το μίσος, η τιμωρία και την επιθυμία για εκδίκηση. Όλα αυτά τα συναισθήματα είναι αυτά που μας οδηγούν στην θεραπεία, μερικές φορές μεταμφιεσμένα ως συγκρούσεις με άλλους.

Αυτά τα συναισθήματα είναι το αποτέλεσμα της ερμηνείας των γεγονότων και των συναισθημάτων του παρελθόντος με υπερβολικά εξωτερικό τρόπο. Το πρόβλημα αναδύεται όταν αυτά τα γεγονότα του παρελθόντος θέτουν τις σχέσεις του παρόντος. Παρουσιάζουν ένα πρόβλημα που μας εμποδίζει από το να προχωρήσουμε. Θυμηθείτε: μόνο όταν αποδεχθείτε το παρελθόν θα είστε ικανοί να ζήσετε στο παρόν.

«Μην αφήσεις τα πράγματα που δεν μπορείς να κάνεις να παρέμβουν σε αυτά που μπορείς.» -John Wooden

Η αποδοχή δεν είναι υποταγή

Η ζωή είναι γεμάτη αλλαγές. Άλλες έρχονται να μας βρουν και άλλες τις επιδιώκουμε για το καλύτερο της καθημερινότητάς μας. Όταν κάποιος προσεγγίζει τη διαδικασία της αλλαγής, έχει να περάσει από κάποια απαραίτητα στάδια.

Στάδιο Α: Χρειάζεται να θέλει! Να επιθυμεί! Χρειάζεται να αποφασίζει ο ίδιος και όχι με την επιβολή τρίτου να μπει στην διαδικασία της αλλαγής. Στην περίπτωση που κάποιος ξεκινά τη διαδικασία της αλλαγής από επιβολή άμεση ή έμμεση (ακόμη και χειριστική) ελλοχεύει ο κίνδυνος της διακοπής της προσπάθειας στην πρώτη δυσκολία. Άρα απαραίτητη συνθήκη η αυτενέργεια.

Στάδιο Β: Χρειάζεται να ξέρει τι θέλει να αλλάξει. Πολλές φορές νοιώθουμε πως κάτι δεν πάει καλά, στη σχέση μας, στη συμπεριφορά μας, στην ατμόσφαιρα γύρω μας αλλά δεν ξέρουμε τι. Για να το αλλάξουμε χρειάζεται να το εντοπίσουμε. Η διαδικασία αυτή μπορεί να είναι γρήγορη, εύκολη, επίπονη, μοναχική, με την βοήθεια ενός ειδικού ή ενός εμπειρότερου, πάντως είναι από μόνη της μια διαδικασία εφικτή εφόσον προηγείται το Στάδιο Α. Εφόσον κάποιος θέλει δεν μπορεί παρά να βρει τον τρόπο, τον δρόμο, τη διαδικασία.

Στάδιο Γ: Χρειάζεται να έχει ή να αναπτύξει Αποδοχή. Είναι το πιο δύσκολο στάδιο. Είναι σ’ αυτή τη φάση που μη μπορώντας να αντιληφθεί κανείς πόσο σημαντικό είναι να αποδεχτεί αυτό που συμβαίνει χάνεται το παιχνίδι. Είναι μια τόσο βασική προϋπόθεση που όμως επειδή είναι ξεχασμένη και παρεξηγημένη γίνεται ακόμη δυσκολότερη. Αποδοχή! Μεγάλη έννοια, σπουδαία συνθήκη και ενισχυτικός κώδικας εξέλιξης. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που συναντάται ο όρος αυτός σε όλες τις προσεγγίσεις προσωπικής ανάπτυξης, σε όλες τις φιλοσοφίες και αποτελεί μαθητεία μακρόχρονη και επίπονη για εκείνους που ακολουθούν Πνευματικά μονοπάτια.

Όταν εδώ χρησιμοποιούμε τη λέξη «αποδοχή» δεν εννοούμε «παράδοση» δεν εννοούμαι «υποταγή» δεν εννοούμαι «παραδοχή». Η γλώσσα μας είναι ιδιαίτερα πλούσια αλλά και σοφή: «Από + δέχομαι» σημαίνει κινούμαι προς την λήψη κάτι ή κάποιου που προσφέρεται. Δηλαδή λαμβάνω, δέχομαι, αυτό που προέρχεται από τον άλλο, διότι η πρόθεση «από» εμπεριέχει την έννοια της εκκίνησης. Αποδοχή ακόμη θα πει συγκατάθεση, έγκριση, επιδοκιμασία, επικρότηση, θετική απάντηση σε κάποιον σε κάτι που του προσφέρουν ή του προτείνουν, θετική κρίση, απόφανση για κάποιον ή για κάτι.

Ας δούμε τώρα την έννοια πώς διαμορφώνεται στο φάσμα της Προσωπικής Ανάπτυξης
 
Αποδοχή είναι η ικανότητα να ξεχωρίζει κανείς τις σκέψεις του, τα συναισθήματά του και τις πράξεις του από την πραγματική αξία που αποδίδει στον εαυτό του. Ζητούμενο να ισχύσει το ίδιο και για τον άλλο. Άλλο λοιπόν οι σκέψεις και τα συναισθήματα και άλλο η αξία του εαυτού. Μπορεί να έχω κακές σκέψεις αλλά αυτό δεν με κάνει απαραίτητα κακό άνθρωπο. Μπορεί να έχω συναισθήματα σαν την ζήλια, ή τον θυμό αυτό όμως δεν μειώνει την αξία μου σαν άνθρωπο οπωσδήποτε. Χρειάζεται να μάθουμε να αποδεχόμαστε και τον σκιώδη εαυτό μας γιατί και αυτός είναι κομμάτι μας. Το τι θα κάνουμε μ’ αυτό είναι άλλη ιστορία.

Κατ’ αρχήν ας το δούμε και ας αποδεχτούμε την υπάρξή του χωρίς να μπαίνουμε σε αξιολόγηση και κριτική. Αυτό είναι αποδοχή να δεις τα πράγματα έτσι ακριβώς όπως είναι. Είναι απλά η ικανότητα να βλέπεις την πραγματικότητα και όχι το τι θα έπρεπε να είχε γίνει (το παρελθόν) ή το τι θα θέλαμε να γίνει (το μέλλον). Ας έχουμε κατά νου πως χωρίς την αποδοχή η αλλαγή μπορεί να είναι μόνο πρόσκαιρη. Μόνο αποδεχόμενοι μπορούμε να περπατήσουμε σε πιο καθαρά μονοπάτια αυτογνωσίας.

Αν φύγουμε τώρα από τον εαυτό και προχωρήσουμε με στόχο τις καλύτερες σχέσεις και δούμε την αποδοχή να επεκτείνεται και για τον άλλον, αμέσως το τοπίο της καθημερινότητας αλλάζει. Αν καταφέρω να δω τον άλλο χωρίς κριτική, χωρίς διάθεση σύγκρισης και απόδοσης δικαίου ή αδίκου, αποδεχόμενη πως ενεργεί έτσι, γιατί δεν ξέρει να ενεργήσει αλλιώς και αγκαλιάσω την πραγματικότητά του όπως ακριβώς είναι, διευκολύνοντάς τον με κάθε τρόπο να αντιληφθεί την άλλη οπτική, ίσως τα πράγματα να άλλαζαν ριζικά. Ίσως να καταφέρει και ο άλλος να επανατοποθετηθεί.

Φυσικά δεν σημαίνει ότι, ιδιαίτερα στις στενές σχέσεις, αν ο άλλος αρνείται να επανατοποθετηθεί, χρειάζεται να παραμείνω αποδεχόμενη συνθήκες που γίνονται ακραίες ή προσβλητικές ή κακοποιητικές. Όλες οι έννοιες έχουν όρια. Δυσδιάκριτα τις περισσότερες φορές αλλά υπαρκτά. Μόλις περάσει το όριο που «κάτι» είναι «κάτι» , αυτό το «κάτι» γίνεται «κάτι άλλο». Μόλις η αποδοχή υπερβεί το όριό της μπορεί πολύ εύκολα να γίνει υποταγή και τότε η συνθήκη αλλάζει δόνηση. Αλλάζει χροιά και χρώμα. Άλλο άρωμα αναδύεται. Αν παραμείνω στην αποδοχή θα χρειαστεί να δω ότι χρειάζεται να έχει προηγηθεί η κατανόηση. Μόνον όταν κατανοήσω τις συνθήκες του άλλου μπορώ να τον αποδεχτώ και πιθανά σύντομα να μπορέσω και να τον συγχωρέσω (συν+χωρώ).

Κλείνοντας ας έχουμε συνεχώς στο νου πως η αποδοχή δεν είναι υποταγή. Είναι η δεκτική εκείνη κατάσταση που πηγάζει από την καλή πρόθεση να λειτουργήσουν τα πράγματα έτσι που να διευκολύνουν τις καλές και αγαθές σχέσεις

Απόφυγε να υιοθετείς τις αρνητικές απόψεις των άλλων

Οι απόψεις και τα προβλήματα των άλλων μπορεί να είναι κολλητικά. Μην υπονομεύεις τον εαυτό σου υιοθετώντας από άγνοια αρνητικές, μη παραγωγικές στάσεις και τρόπους δια μέσου των συναναστροφών σου με άλλους.

Αν έρθεις σε επαφή με έναν απογοητευμένο φίλο, ένα θλιμμένο γονιό, η ένα συνάδελφο που η τύχη του έχει ξαφνικά αντιστραφεί, πρόσεχε να μην αποκαρδιωθείς ο ίδιος από την προφανή αυτήν ατυχία. Θυμήσου να κάνεις διάκριση ανάμεσα στα ίδια τα γεγονότα και στις ερμηνείες σου για αυτά.

Υπενθύμισε στον εαυτό σου: «Αυτό που πληγώνει το άτομο αυτό δεν είναι το ίδιο το περιστατικό, γιατί ένα άλλο άτομο μπορεί να μην αισθάνονταν καθόλου κατάθλιψη από την κατάσταση αυτή. Αυτό που πληγώνει το άτομο αυτό είναι η συμπεριφορά του ίδιου που την έχει υιοθέτηση χωρίς κρίση».

Το να προσχωρούμε στις παραπλανημένες αποφάσεις τους και να υιοθετούμε τα αρνητικά συναισθήματα των ατόμων για τα οποία νοιαζόμαστε, δεν αποτελεί επίδειξη ευγενείας η φίλιας. Παραμένοντας αδέσμευτοι και αποφεύγοντας τις μελοδραματικές αντιδράσεις προσφέρουμε καλύτερη υπηρεσία στον εαυτό μας και στους άλλους.

Ωστόσο, αν βρεις τον εαυτό σου να συνομιλεί με κάποιον που βρίσκεται σε κατάθλιψη, η που είναι απογοητευμένος , να είσαι ευγενικός και να τον ακούσεις με συμπόνια, αλλά μην επιτρέπεις στον εαυτό σου να παρασυρθεί μαζί του προς τα κάτω.

Επίκτητος

Gandhi: Κανείς δεν μπορεί να σε πειράξει χωρίς την άδειά σου!

1. Άλλαξε τον εαυτό σου.

«Πρέπει εσύ να αποτελείς την αλλαγή που θέλεις να δεις στον κόσμο»

Εάν αλλάξεις τον εαυτό σου, θα αλλάξεις τον κόσμο σου. Εάν αλλάξεις τον τρόπο σκέψης σου, τότε θα αλλάξουν οι ενέργειές σου, αλλά και το πώς αισθάνεσαι. Και με αυτόν τον τρόπο ο κόσμος γύρω σου θα αλλάξει. Όχι μόνο γιατί πλέον θα βλέπεις το περιβάλλον σου μέσω νέων «φακών» σκέψης και συναισθημάτων, αλλά και γιατί η αλλαγή μέσα σου μπορεί να σου επιτρέψει να αναλάβεις δράση με τρόπους που δεν είχες ποτέ φανταστεί.

2. Εσύ έχεις τον έλεγχο.
«Κανείς δεν μπορεί να με πειράξει χωρίς την άδειά μου»
Το τι νιώθεις και το πώς αντιδράς σε κάτι, είναι πάντα δική σου επιλογή. Μπορεί να υπάρχει ένας «κανονικός» ή ένας κοινός τρόπος αντίδρασης σε διαφορετικά πράγματα. Το σίγουρο είναι ότι μπορείς να επιλέξεις τις δικές σου σκέψεις, αντιδράσεις και συναισθήματα σχεδόν στα πάντα. Δεν χρειάζεται να πανικοβάλλεσαι, να αντιδράς υπερβολικά ή αρνητικά. Τουλάχιστον όχι κάθε φορά και όχι άμεσα. Μερικές φορές, αντιδρούμε αντανακλαστικά και όχι συνειδητά.

3. Συγχώρησε και άφησε το να φύγει.
«Ο αδύναμος δεν μπορεί ποτέ να συγχωρήσει. Η συγχώρεση είναι το χαρακτηριστικό του ισχυρού»
«Το ‘οφθαλμόν αντί οφθαλμού’ μπορεί να οδηγήσει μόνο στο να τυφλωθεί όλος ο κόσμος».
Το να καταπολεμάς το κακό με κακό δε πρόκειται να σε βοηθήσει. Μπορείς πάντα να επιλέγεις τον τρόπο αντίδρασής σου στις καταστάσεις. Όταν ενσωματώσεις αυτόν τον τρόπο σκέψης στη ζωή σου, τότε θα μπορείς να αντιδράς με ένα τρόπο που θα είναι πιο χρήσιμος για εσένα και για τους άλλους. Έχεις συνειδητοποιήσει ότι με το να συγχωρείς και να ξεχνάς το παρελθόν, θα προσφέρεις σε εσένα και τους γύρω σου μία μεγάλη υπηρεσία; Το να σπαταλάς το χρόνο σου σε αρνητικές εμπειρίες, από τη στιγμή που έχεις πάρει όλα τα μαθήματα από αυτές, δεν θα σου προσφέρει τίποτα. Το πιο πιθανό θα είναι να προκαλέσεις στο εαυτό σου περισσότερο πόνο και να τον παραλύσεις καθιστώντας τον ανίκανο να αναλάβει δράση όταν θα πρέπει.

4. Χωρίς δράση δεν πρόκειται να φτάσεις πουθενά.
«Μια οκά δράσης αξίζει όσο τόνοι θεωρίας.»
Εάν δεν δράσεις πολύ λίγα πράγματα θα πραγματοποιηθούν. Ωστόσο η ανάληψη δράσης μπορεί να είναι επίπονη και δύσκολη, εκεί μπορεί να συναντήσεις αρκετή εσωτερική αντίσταση. Και έτσι μπορεί να καταφύγεις στη θεωρία ή στη μελέτη και τη σπουδή χωρίς κατάληξη. Έτσι μπορεί να νοιώθεις ότι εξελίσσεσαι χωρίς όμως να εισπράττεις κάποιο πραγματικό αποτέλεσμα στη ζωή σου. Για να φτάσεις πραγματικά εκεί που θέλεις και να κατανοήσεις πραγματικά τον εαυτό σου και τον κόσμο γύρω σου χρειάζεσαι δράση, πρακτική εξάσκηση. Η όποια μελέτη μπορεί να σου φέρει γνώση. Η πρακτική εξάσκηση όμως, η δράση είναι που θα μετατρέψει αυτή τη γνώση σε αποτέλεσμα και διευρυμένη αντίληψη για τον κόσμο.

5. Έχε το νου σου σε αυτή τη στιγμή.
«Δεν θέλω να προβλέπω το μέλλον. Είμαι αφοσιωμένος στην παρούσα στιγμή. Ο Θεός δεν μου έδωσε τον έλεγχο της επόμενης στιγμής, αλλά αυτής»
Ο καλύτερος τρόπος για να ξεπεράσεις την εσωτερική αντίσταση που συχνά σε σταματά από την ανάληψη δράσης, είναι να μείνεις στο παρόν όσο το δυνατόν περισσότερο και να είσαι δεκτικός. Γιατί; Επειδή, όταν ζεις στο παρόν, δεν ανησυχείς για την επόμενη στιγμή που ούτως ή άλλως δεν μπορείς να ελέγξεις.

6. Η ανθρώπινη φύση είναι κοινή για όλους μας.
«Είναι ανόητο να είσαι πολύ σίγουρος για την σοφία σου. Είναι υγιές να υπενθυμίζεις στον εαυτό σου ότι και οι ισχυρότεροι μπορεί να αποδυναμωθούν και οι σοφότεροι μπορεί να σφάλλουν»
Όταν θεοποιείς ανθρώπους -ακόμη κι αν έχουν καταφέρει εκπληκτικά πράγματα- κινδυνεύεις να αποστασιοποιηθείς από αυτούς. Συχνά αρχίζεις να αισθάνεσαι ότι εσύ δεν θα μπορούσες ποτέ να πετύχεις παρόμοια κατορθώματα. Είναι σημαντικό να θυμάσαι ότι κι αυτοί είναι ανθρώπινα πλάσματα όπως εσύ, άσχετα με το τι έχουν καταφέρει.

7. Να επιμένεις.
«Πρώτα θα σε αγνοήσουν, μετά θα γελάσουν με σένα, μετά θα σε πολεμήσουν, και τότε κέρδισες»
Να είσαι ανθεκτικός στα σαμποτάζ που σου στήνει ο ίδιος σου ο εαυτός. Μόνο τότε, η εσωτερική σου αντίσταση θα ασθενήσει και θα σε επισκέπτεται όλο και λιγότερο. Βρες αυτό που πραγματικά θέλεις να κάνεις και τότε θα βρεις και το εσωτερικό κίνητρο για να συνεχίσεις. Ένας λόγος που ο Γκάντι είχε τόσο μεγάλη επιτυχία με την μέθοδό της μη βίας, ήταν ότι ο ίδιος και οι οπαδοί του δεν παραιτήθηκαν ποτέ.

8. Να βλέπεις το καλό μέσα στους ανθρώπους και να βοηθάς.
«Βλέπω μόνο τις αρετές των ανθρώπων. Αφού δεν είμαι αλάθητος, δεν θα αναλύσω τα λάθη των άλλων»
Όλοι έχουμε κάτι καλό μέσα μας. Αν στοχεύεις στη βελτίωση τότε είναι χρήσιμο να επικεντρώνεσαι στις καλές πλευρές των ανθρώπων. Όταν εστιάζεις στα θετικά στοιχεία των άλλων, έχεις ακόμα ένα κίνητρο για να τους βοηθήσεις. Με το να βοηθάς τους άλλους δεν κάνεις μόνο την δική τους ζωή καλύτερη. Με τον καιρό παίρνεις πίσω ότι έδωσες, ενώ οι άνθρωποι που βοήθησες τείνουν περισσότερο να βοηθήσουν άλλα άτομα. Έτσι, όλοι μαζί, δημιουργείτε μια θετική αλλαγή που δυναμώνει.

9. Να είσαι αυθεντικός, ο αληθινός εαυτός σου.
«Ευτυχία είναι όταν αυτά που σκέπτεσαι, αυτά που λες και αυτά που κάνεις, βρίσκονται σε αρμονία μεταξύ τους»
«Πάντα να στοχεύεις στην πλήρη αρμονία της σκέψης, των λόγων και των πράξεων. Πάντα να στοχεύεις στο να εξαγνίζεις τις σκέψεις σου και όλα θα είναι καλά».
Μία από τις καλύτερες συμβουλές για την βελτίωση των κοινωνικών δεξιοτήτων είναι να συμπεριφέρεσαι με συνέπεια και να επικοινωνείς με αυθεντικό τρόπο. Στους ανθρώπους αρέσει αυτό και ο νους γαληνεύει όταν οι σκέψεις, τα λόγια και οι πράξεις είναι απόλυτα ευθυγραμμισμένες. Όταν είσαι αληθινός δεν χρειάζεται να αποδείξεις τίποτα γιατί η γλώσσα του σώματός σου και ο τόνος της φωνής σου -τα οποία κάποιοι λένε ότι είναι το 90% της επικοινωνίας- είναι συντονισμένα με τις σκέψεις σου.

10. Συνέχισε την ανάπτυξη και εξέλιξη του εαυτού σου.
«Η συνεχής ανάπτυξη είναι ο νόμος της ζωής. Αυτός που προσπαθεί να διατηρήσει τα δόγματά του για να φαίνεται συνεπής στους άλλους, οδηγεί τον εαυτό του σε λάθος δρόμο».
Υπάρχουν φορές που είσαι ασυνεπής ή που δίνεις την εντύπωση πως δεν ξέρεις τι κάνεις. Αυτό είναι προτιμότερο από το να προσπαθείς να διατηρείς παλιές απόψεις που ξέρεις ότι είναι λανθασμένες από φόβο μην σε κρίνουν οι άλλοι. Μην το κάνεις. Επέλεξε να αναπτύξεις την σκέψη σου και να εξελιχθείς.

Ο φόβος της αυτογνωσίας

Προστατεύουμε τον εαυτό μας και την ιδανική εικόνα του εαυτού μας

Από τη δική μας οπτική γωνία, η μεγαλύτερη ανακάλυψη του Freud είναι ότι η μεγάλη αιτία πολλών ψυχολογικών ασθενειών είναι ο φόβος να γνωρίσει κανείς τον εαυτό του, τα συναισθήματα, τις παρορμήσεις, τις αναμνήσεις, τις ικανότητες, τις δυνατότητες, το πεπρωμένο του….

Γενικά, αυτού του είδους ο φόβος είναι αμυντικός, με την έννοια ότι είναι μια προστασία της αυτοεκτίμησης μας, της αγάπης και του σεβασμού που τρέφουμε για τον εαυτό μας. Τείνουμε να φοβόμαστε οποιαδήποτε γνώση θα μπορούσε να μας κάνει να απεχθανόμαστε τον εαυτό μας ή να μας κάνει να νιώθουμε κατώτεροι, αδύναμοι, ανάξιοι, κακοί, επονείδιστοι.

Προστατεύουμε τον εαυτό μας και την ιδανική εικόνα του εαυτού μας με την απώθηση και παρόμοιους αμυντικούς μηχανισμούς, οι οποίοι είναι κυρίως τεχνικές μέσω των οποίων αποφεύγουμε να συνειδητοποιήσουμε δυσάρεστες ή επικίνδυνες αλήθειες.

Και στην ψυχοθεραπεία, τις μανούβρες με τις οποίες εξακολουθούμε να αποφεύγουμε αυτή τη συνειδητοποίηση της οδυνηρής αλήθειας, τους τρόπους με τους οποίους πολεμάμε τις προσπάθειες του θεραπευτή να μας βοηθήσει να δούμε την αλήθεια, τους ονομάζουμε «αντίσταση». Όλες οι τεχνικές του θεραπευτή αποκαλύπτουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την αλήθεια, ή είναι τρόποι για να δυναμώσει ο ασθενής έτσι ώστε να μπορεί να αντέξει την αλήθεια. «Το να είναι απόλυτα ειλικρινής με τον εαυτό του, είναι η σπουδαιότερη προσπάθεια που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος» S. Freud.

Αλλά υπάρχει ένα άλλο είδος αλήθειας το οποίο τείνουμε να αποφεύγουμε. Όχι μόνο μένουμε προσκολλημένοι στην ψυχοπαθολογία μας, αλλά επίσης τείνουμε να αποφεύγουμε την προσωπική ανάπτυξη γιατί και αυτή, επίσης, μπορεί να επιφέρει ένα άλλο είδος φόβου, δέους, αισθημάτων αδυναμίας και ανεπάρκειας. Κι έτσι, χρησιμοποιούμε ένα άλλο είδος αντίστασης, μια άρνηση της καλύτερης πλευράς μας, των ταλέντων μας, των καλύτερων ενορμήσεών μας, των ανώτερων δυνατοτήτων μας, της δημιουργικότητας μας. Με δυο λόγια, αυτή είναι η μάχη με το δικό μας μεγαλείο, ο φόβος της ύβρεως.

Αυτό μας θυμίζει ότι ο μύθος μας του Αδάμ και της Εύας, με το επικίνδυνο δέντρο της Γνώσης που πρέπει κανείς να αγγίξει, έχει το αντίστοιχό του σε πολλές άλλες κουλτούρες, οι οποίες πιστεύουν επίσης ότι η ύψιστη γνώση είναι προνόμιο των θεών. Οι περισσότερες θρησκείες έχουν μια τάση αντί-νοησιαρχίας (μαζί με διάφορες άλλες τάσεις, φυσικά), κάποιο ίχνος προτίμησης για την πίστη και όχι τη γνώση, ή το αίσθημα ότι ορισμένες μορφές γνώσης είναι υπερβολικά επικίνδυνες για να ανακατεύονται οι άνθρωποι με αυτές και καλό είναι να απαγορευτούν ή να διαφυλαχτούν με τους λίγους εκλεκτούς.

Στις περισσότερες κουλτούρες, οι επαναστάτες εκείνοι που αψήφησαν τους θεούς αναζητώντας τα μυστικά τους, τιμωρούνταν αυστηρά, όπως ο Αδάμ και η Εύα, ο Προμηθέας και ο Οιδίποδας και έμειναν στην μνήμη των ανθρώπων σαν προειδοποιήσεις ότι δεν πρέπει να προσπαθούν να μοιάσουν στον θεό.

Και, αν μου επιτρέπετε να το θέσω πολύ συνοπτικά, είναι ακριβώς αυτό το κομμάτι μας, που έχει κάτι το θεϊκό, για το οποίο έχουμε αντιφατικά συναισθήματα, το οποίο μας γοητεύει αλλά και μας φοβίζει, μας προσελκύει αλλά και μας κάνει να παίρνουμε αμυντική στάση. Αυτή είναι μια όψη του ανθρώπινου πεπρωμένου, ότι είμαστε ταυτόχρονα σκουλήκια και θεοί. Όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί μας, οι άνθρωποι που πλησιάζουν περισσότερο στο θείο, πιστοποιούν ότι χρειάζεται τρομερό κουράγιο στη μοναχική στιγμή της δημιουργίας, της επιβεβαίωσης ενός καινούριου πράγματος (που είναι αντιφατικό με το παλιό).

Αυτό είναι ένα είδος τόλμης, να βγαίνεις μπροστά, να ξεχωρίζεις από τους άλλους, να στέκεσαι ολομόναχος, μια πράξη περιφρόνησης, μια πρόκληση. Η στιγμή του φόβου είναι αρκετά κατανοητή αλλά πρέπει παρόλα αυτά να ξεπεραστεί αν πρόκειται να υπάρξει δημιουργία. Έτσι, το να ανακαλύψει κανείς στον εαυτό του ένα μεγάλο ταλέντο μπορεί αναμφίβολα να φέρει ευφορία αλλά φέρνει επίσης και ένα φόβο των κινδύνων, των ευθυνών και των καθηκόντων του να είσαι ηγέτης και του να είσαι μόνος σου.

Η υπευθυνότητα φαίνεται κάποτε βαρύ φορτίο και τότε προσπαθεί το άτομο να την αποφύγει όσο περισσότερο είναι δυνατό. Σκεφτείτε το μίγμα των συναισθημάτων δέους, ταπεινοφροσύνης, ακόμα και φόβου που μας έχουν αναφέρει άνθρωποι.

Εκείνοι που σε κοιτούν στα μάτια

Κατά την επαφή με τα μάτια θα δεις στο βλέμμα των ανθρώπων αλήθειες που διαφορετικά δε θα μπορούσες ποτέ να κατανοήσεις. Αλήθειες που παραμένουν καλά κρυμμένες απ’ την πλευρά τους, αλλά κι αλήθειες που θα καταλάβεις κι εσύ με τη σειρά σου για τον εαυτό σου. Φωλιάζουν στην καρδιά σου μέχρι να βρουν το κατάλληλο ερέθισμα για να εξωτερικευτούν και να βγουν στην επιφάνεια.

Οι άνθρωποι γύρω μας κουβαλούν μαζί τους εμπειρίες και βιώματα του παρελθόντος τους. Αυτά είναι αναπόσπαστα κομμάτια της ταυτότητάς τους και του χαρακτήρα τους. Δυστυχώς, όμως, δεν είναι όλα τους τα βιώματα χαρούμενα. Από κάποια απ’ αυτά, πηγάζει ένας πόνος που συχνά μπλοκάρει όσα νιώθουν για τους ανθρώπους της ζωής τους. Υψώνουν τείχη γύρω τους κι υποκύπτουν στο σφάλμα του να κρύβουν και να καμουφλάρουν όσα πραγματικά αισθάνονται. Από φόβο ίσως να ξεγυμνώσουν τον εαυτό τους μπροστά σε κάποιον άλλον. Έτσι, καταπνίγουν τον αυθορμητισμό τους για να μην κριθούν αρνητικά από κανέναν.

Αποφεύγουν λοιπόν να σε κοιτάξουν κατάματα για να μην μπορέσεις να δεις μέσα τους. Από φόβο να μην τους καταλάβεις ή γιατί δεν επιθυμούν να σου δώσουν καμιά εξήγηση. Είτε σε συμπαθούν είτε όχι δε θα μπορέσεις ποτέ να το καταλάβεις με σιγουριά. Έχουν συνηθίσει να λένε ψέματα και δεν τους ξενίζει κάτι τέτοιο πλέον.

Υπάρχει ωστόσο μια μερίδα ανθρώπων που διαφέρει απ’ τους υπόλοιπους δραματικά. Η διαφορά τους απαντάται στο γεγονός ότι όταν βρίσκονται μπροστά σου και σου απευθύνουν το λόγο σε κοιτούν πάντα στα μάτια. Σε κάθε περίπτωση. Η καθαρότητα του βλέμματός τους σε αφοπλίζει και ταυτόχρονα σε διαβεβαιώνει για την ειλικρίνειά τους και τις προθέσεις τους. Ό,τι σου πουν θα το εννοούν κι αυτό θα ισχύει κιόλας.

Δε χρειάζεται να τους φοβάσαι γιατί η ειλικρίνειά τους είναι η μόνη εγγύηση που χρειάζεσαι από εκείνους. Είναι ντόμπροι σαν χαρακτήρες και θα σου πουν οτιδήποτε θετικό σκέφτονται για σένα, αλλά κι οτιδήποτε αρνητικό. Μπορεί να μη σου αρέσει, αλλά εκείνοι αισθάνονται υποχρεωμένοι απέναντί σου και δε θα μπορούσαν ποτέ να σου χαϊδέψουν τ’ αυτιά μόνο και μόνο για να κανακέψουν τον εγωισμό σου. Δεν τους το επιτρέπει η συνείδησή τους.

Το μόνο που χρειάζεται να ψάξεις για να μάθεις κατά πόσο είναι ειλικρινής αυτός που έχεις απέναντί σου, είναι η αλήθεια που μπορεί να κρύβεται στο βλέμμα του. Μπορεί στα χείλη τους να έχουν επιστρατεύσει το πιο λαμπερό χαμόγελό τους, αλλά πολλές φορές σε ξεγελούν. Επιστρατεύονται τα χαμόγελα σαν ένα είδος μάσκας. Σαν ένα προσωπείο που φοράμε όταν θέλουμε να κρύψουμε τον πόνο κι όλα τ’ άσχημα που μπορεί να νιώθουμε. Δεν επιθυμούμε να ξέρουν όλοι το πώς νιώθουμε και προσπαθούμε να το σκεπάσουμε και να το κρύψουμε όσο πιο βαθιά γίνεται μέσα στο ξεχασμένο σεντούκι μας.

Λίγοι είναι αυτοί που μπορούν πραγματικά να διακρίνουν όσα νιώθει κάποιος. Κι αυτοί είναι οι άνθρωποι που σε κοιτούν στα μάτια όταν σου μιλούν. Σε καρφώνουν με το βλέμμα τους και σε αφοπλίζει η ειλικρίνεια με την οποία σε κοιτούν. Δε φοβούνται να σε αντιμετωπίσουν και να σε κοιτάξουν κατάματα. Ξέρεις ότι κάθε τους λέξη είναι αλήθεια. Δε θα σου πουν ένα σωρό ψέματα απλά και μόνο για να σε καθησυχάσουν. Προτιμούν την ειλικρίνεια σε κάθε πτυχή της ζωής τους και μ’ αυτή πορεύονται κι αντιμετωπίζουν κάθε άνθρωπο που εισέρχεται στο μικρόκοσμό τους.

Θα σου δώσουν αμέσως να καταλάβεις αν σε συμπαθούν ή όχι γιατί πολύ απλά δεν τους ενδιαφέρει ποτέ να εντυπωσιάσουν ή να εμπλακούν σε λυκοφιλίες προκειμένου να κερδίσουν κάτι στην προσωπική τους ζωή ή ν’ αναρριχηθούν στην ιεραρχία των επαγγελματικών τους επιδιώξεων.

Τα μάτια να κοιτάς, σου λένε οι μεγαλύτεροι. Κι έχουν δίκιο. Δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής. Προκειμένου να καταλάβεις αν οι πράξεις και τα λόγια κάποιου ευσταθούν, κοίτα τον στα μάτια. Όλα εκεί διασταυρώνονται κι εκεί επικυρώνονται. Τα χαμόγελα δεν είναι πάντα αυθεντικά, εκτός κι αν μαζί τους γελούν και τα μάτια. Όσα κι αν ειπωθούν, δεν έχουν καμία απολύτως σημασία εκτός κι αν η φλόγα των ματιών ταυτίζεται με τις λέξεις που ξεστομίζουμε.

Αν κάποτε σταθείς τυχερός και βρεις έναν τέτοιο άνθρωπο στο δρόμο σου, μην τον αφήσεις να φύγει μακριά. Κράτα τον κοντά σου σαν το πολυτιμότερο διαμάντι του κόσμου. Είτε πρόκειται για φίλο είτε για σύντροφο, άτομα σαν κι αυτούς σπανίζουν κι είναι δυσεύρετοι. Δείξ’ τους με όλη τη δύναμη της ψυχής σου πόσο μεγάλη σημασία έχουν για σένα και πόσο τους χρειάζεσαι κοντά σου προτού χαθούν.

Τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής. Αντικατοπτρίζουν σαν την κρυστάλλινη επιφάνεια μιας λίμνης όλα όσα κρύβονται στον πυθμένα της ψυχής μας. Γι’ αυτό μη σταματάς ποτέ να τα εμπιστεύεσαι. Είναι ο καλύτερος γνώμονας που θα έχεις ποτέ για να καταλάβεις με τι άτομο έχεις να κάνεις.

Ο Δρόμος της Γνώσης

Μάζευε τη Γνώση κομμάτι - κομμάτι με αγάπη και πάθος. Μην παραπετάς και μην αγνοείς τα κομμάτια της που σήμερα δεν καταλαβαίνεις την αξία τους, ή τα κομμάτια που διακρίνεις μεν, αλλά δεν σε συμφέρει να τα βρεις και για αυτό τα προσπερνάς κάνοντας ότι δεν τα αναγνωρίζεις.

Μην βιάζεσαι όταν περπατάς στα μοναχικά μονοπάτια της απόλυτης γνώσης. Αν δεν δειλιάζεις μπροστά στις ανθρώπινες αδυναμίες και πόνους, ο χρόνος της άσκησης κάποτε θα συμπληρωθεί και τότε, μέσα σε μια μόνο στιγμή, θα νιώσεις να κατακλύζει κάθε πόρο της φθαρτής σου ύπαρξης, η αιώνια ένωσή σου με την υπέρτατη γνώση.

Τα κομματάκια της Γνώσης που με τόση αγάπη κα υπομονή θα έχεις μαζέψει διασχίζοντας τον έρημο κόσμο σου, θα βρουν τη σωστή τους θέση στο πάζλ της ψυχής σου. Τότε, το σώμα σου, οι περιορισμένες δυνατότητες των αισθήσεών σου, δεν θα είναι πια η πηγή της αδυναμίας σου να ταξιδέψεις προς τη γνώση του κόσμου, αλλά η ευλογημένη δυνατότητά που θα σου έχει δοθεί, για να βιώσεις αξιοθαύμαστες εκδηλώσεις της ψυχής σου.

Κάποιος σου είπε κάτι πριν καιρό κι εσύ ακόμη το κουβαλάς

Εγώ δεν λέω να εγκαταλείψεις την πραγματική μνήμη σου. Αυτό θα ήταν ανόητο! Η πραγματική μνήμη σου είναι αναγκαία. Πρέπει να γνωρίζεις το όνομά σου, ποιος είναι ο πατέρας σου και ποια είναι η μητέρα σου και ποια είναι η γυναίκα σου και ποιο είναι το παιδί σου και ποια είναι η διεύθυνσή σου. Θα πρέπει να επιστρέψεις στο ξενοδοχείο, θα πρέπει να βρεις και πάλι το δωμάτιό σου. Εγώ δεν μιλάω για την πραγματική μνήμη, αλλά για την ψυχολογική μνήμη. Το πρόβλημα δεν είναι η πραγματική μνήμη, αλλά το να επηρεάζεσαι ψυχολογικά απ’ αυτήν. Προσπάθησε να καταλάβεις τη διαφορά.

Εχθές κάποιος σε πρόσβαλλε. Σήμερα τον ξανασυναντάς. Η πραγματική μνήμη είναι ότι «αυτός ο άνθρωπος με πρόσβαλλε χθες.» Η ψυχολογική μνήμη είναι ότι με το που βλέπεις αυτόν τον άνθρωπο, θυμώνεις. Με το που βλέπεις αυτόν τον άνθρωπο, αρχίζεις να βράζεις μέσα σου. Κι ο άνθρωπος μπορεί να έρχεται για να απολογηθεί. Ο άνθρωπος μπορεί να έρχεται να σου ζητήσει συγγνώμη. Μπορεί να έχει αντιληφθεί το λάθος του. Μπορεί να έχει αντιληφθεί την ασυνείδητη συμπεριφορά του. Μπορεί να έρχεται να συμφιλιωθεί μαζί σου, εσύ όμως έβρασες, θύμωσες κι άρχισες να φωνάζεις.

Δεν βλέπεις το πρόσωπό του εδώ και τώρα. Εξακολουθείς να επηρεάζεσαι από το χθες. ’Όμως το χθες είναι χθες! Πόσο νερό έχει κυλήσει στον Γάγγη; Αυτός ο άνθρωπος δεν είναι ο ίδιος άνθρωπος. Είκοσι τέσσερις ώρες έχουν φέρει πολλές αλλαγές. Κι ούτε κι εσύ δεν είσαι ο ίδιος άνθρωπος.

Η πραγματική μνήμη λέει: «Αυτός ο άνθρωπος με πρόσβαλλε χθες.» Αυτό το «με» όμως έχει αλλάξει. Αυτός ο άνθρωπος έχει αλλάξει. Έτσι, είναι σαν να συνέβη ένα περιστατικό ανάμεσα σε δύο ανθρώπους με τους οποίους δεν έχεις πια καμία σχέση. Τότε, είσαι ψυχολογικά ελεύθερος. Δεν λες, «εξακολουθώ να είμαι θυμωμένος.» Δεν έχει ξεμείνει καθόλου θυμός. Η μνήμη υπάρχει, αλλά δεν έχει καμία ψυχολογική επιρροή. Συναντάς τον άνθρωπο έτσι όπως είναι τώρα και τον συναντάς έτσι όπως είσαι κι εσύ τώρα.

Η συνειδητότητα είναι ένα συνεχές ποτάμι.
Όταν λέω να εγκαταλείψεις τη μνήμη σου, εννοώ την ψυχολογική μνήμη, δεν εννοώ την πραγματική μνήμη. Το χθεσινό κεφάλαιο έκλεισε. Δεν αξίζει να το κουβαλάς όλη σου τη ζωή. Εσύ όμως συνεχίζεις να το κουβαλάς. Κάποιος σου είπε κάτι πριν από δέκα χρόνια κι εσύ ακόμη το κουβαλάς. Η μητέρα σου είχε θυμώσει κάποτε μαζί σου, όταν ήσουν παιδί, κι εσύ ακόμη το κουβαλάς. Ο πατέρας σου σε είχε χαστουκίσει όταν ήσουν μικρός κι εσύ ακόμη το κουβαλάς — και μπορεί να είσαι εβδομήντα ετών.

Αυτές οι ψυχολογικές μνήμες σε βαραίνουν. Καταστρέφουν την ελευθερία σου, καταστρέφουν τη ζωντάνια σου, σε παγιδεύουν. Η πραγματική μνήμη είναι πολύ χρήσιμη.

Και κάτι ακόμη πρέπει να γίνει κατανοητό: Όταν δεν υπάρχει ψυχολογική μνήμη, η πραγματική μνήμη είναι πολύ ακριβής, επειδή η ψυχολογική μνήμη τη βαραίνει και την ταράζει.

Όταν είσαι πολύ φορτωμένος ψυχολογικά, πώς μπορείς να θυμάσαι με ακρίβεια; Αυτό είναι ανέφικτο! Τρέμεις, μέσα σου γίνεται σεισμός. Πώς μπορείς να θυμάσαι τι ακριβώς συνέβη; Θα υπερβάλεις. Θα προσθέσεις κάτι, θα διαγράψεις κάτι, θα το θυμάσαι κάπως διαφορετικά. Δεν μπορείς να βασιστείς σ’ αυτό που θυμάσαι.

Ο άνθρωπος που δεν έχει ψυχολογική μνήμη είναι αξιόπιστος. Γι’ αυτό τα κομπιούτερ είναι πιο αξιόπιστα από τους ανθρώπους, επειδή τα κομπιούτερ δεν έχουν ψυχολογική μνήμη. Απλώς καταγράφουν τα γεγονότα, τα ξερά, τα γυμνά γεγονότα.

Όταν μιλάς εσύ για ένα γεγονός, ακόμη και τότε δεν είναι γεγονός. Έχει υπεισέλθει πολλή φαντασία. Το έχεις παραποιήσει, το έχεις αλλάξει, το έχεις ζωγραφίσει, έχεις βάλεις δικά σου χρώματα. Αυτό που θυμάσαι, δεν έχει πια καμία σχέση με το ίδιο το γεγονός.

Η αριστεία της προϊστορικής Αθήνας «θεμέλιος λίθος» της ένδοξης συνέχειάς της

Ο Κριτίας είναι φιλοσοφικός διάλογος του Πλάτωνα και γράφτηκε ανάμεσα στο 360 π.κ.χ. - 353 π.κ.χ.Στην αρχή της αφήγησής του ο Κριτίας εκθέτει τα σχετικά με την αρχαία πόλη των Αθηνών, εννέα χιλιάδες χρόνια πριν από τον διαδραματιζόμενο διάλογο, απώτερη πηγή των οποίων είναι οι πληροφορίες που έδωσαν στον Σόλωνα οι ιερείς της Αιγύπτου.

Η αρχαία Αττική, χώρα προστατευόμενη από την Αθηνά και τον Ήφαιστο, περιγράφεται ως εύφορη και με φυσικές καλλονές περιοχή, στην οποία οι γηγενείς κάτοικοι δημιούργησαν πολιτικό σύστημα με βασικούς θεσμούς αυτούς που περιγράφονται στο πρώτο μέρος του Τίμαιου και απηχούν τις σχετικές ρυθμίσεις της Πολιτείας.

Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην περιγραφή της γεωλογικής μορφολογίας και σύστασης του εδάφους της Αττικής, πριν αυτό αλλοιωθεί από σειρά φυσικών καταστροφών που ακολούθησαν

Πλάτων - Κριτίας
Πρώτα απ' όλα, πρέπει να θυμηθούμε ότι πέρασαν συνολικά εννέα χιλιάδες χρόνια από τότε που έγινε ο πόλεμος ανάμεσα σ' εκείνους που ζούσαν έξω από τις στήλες του Ηρακλή και σ' όλους εκείνους που κατοικούσαν στο μέσα μέρος. Οφείλω λοιπόν να σας μιλήσω για τον πόλεμο με όλες τις λεπτομέρειες.

Στην αρχηγία όσων κατοικούσαν μέσα λέγεται πως είχε αυτή η πόλη μέχρι το τέλος του πολέμου, ενώ των άλλων αρχηγοί ήταν οι βασιλιάδες της νήσου Ατλαντίδας, που, όπως είπαμε, ήταν κάποτε μεγαλύτερη από τη Λιβύη και την Ασία μαζί. Τώρα που βυθίστηκε από σεισμούς, έχει καλυφθεί από λάσπη, η οποία εμποδίζει όσους θέλουν να ταξιδέψουν στον ωκεανό που βρίσκεται πιο πέρα.

Στα πολυάριθμα βαρβαρικά έθνη και όλα τα Ελληνικά γένη που υπήρχαν εκείνη την εποχή, θα τα φανερώσει ο λόγος σαν να σηκώνει ότι συναντά σε κάθε σημείο πρέπει όμως στην αρχή να πω πρώτα για τους Αθηναίους εκείνης της εποχής και τους εχθρούς, που πολέμησαν μεταξύ τους, για τη στρατιωτική δύναμη και τα πολιτεύματα τους. Από αυτά λοιπόν πρέπει να προτιμήσω ν' αναφέρω πρώτα τα εξής.

Κάποτε οι θεοί έβαλαν σε κλήρο τις διάφορες περιοχές όλης της γης και τις μοιράστηκαν μεταξύ τους, χωρίς τσακωμούς. Δεν θα ήταν ασφαλώς σωστό να μην ξέρουν τι ανήκει στον καθένα τους ούτε να θέλουν να πάρουν με έριδες κάτι, αν και ξέρουν ότι ανήκει σε κάποιον άλλο.

Αφού λοιπόν έγινε η διανομή με κλήρο, πήρε καθένας το μερίδιο του και κατοίκησαν στην περιοχή που κέρδισαν. Κι όταν εγκαταστάθηκαν, μας έτρεφαν σαν κοπάδια, δικά τους αποκτήματα και ζωντανά, χωρίς να χρησιμοποιούν όμως σωματική βία, σαν τους βοσκούς που οδηγούν τα κοπάδια στη βοσκή χτυπώντας τα.

Επειδή ο άνθρωπος είναι ευκολοκυβέρνητο πλάσμα, κατευθύνουν, όπως το πλοίο από την πρύμνη με το πηδάλιο, αγγίζοντας την ψυχή με την πειθώ ανάλογα με τις διαθέσεις τους, και δίνοντας κατεύθυνση μ' αυτό τον τρόπο κυβερνούσαν όλους τους θνητούς.

Άλλοι λοιπόν από τους θεούς, αφού πήραν με κλήρο διάφορους τόπους, τους τακτοποίησαν. Tον Ήφαιστο και την Αθηνά όμως, επειδή είχαν κοινή φύση, σαν αδέλφια από τον ίδιο πατέρα, και είχαν την ίδια κατεύθυνση στη σοφία και τις καλές τέχνες, έτυχε να πέσει στον κλήρο αυτή εδώ η περιοχή, η οποία από τη φύση της τους ταίριαζε και ήταν κατάλληλη για την αρετή και τη φρόνηση τους.

Έφτιαξαν λοιπόν εκεί καλούς κατοίκους και τους βοήθησαν ν' αντιληφθούν ποιος ήταν ο σωστότερος τρόπος για τη διακυβέρνηση της πολιτείας τους. Τα ονόματα των ντόπιων εκείνης της εποχής έχουν διατηρηθεί μέχρι σήμερα, έχουν όμως χαθεί τα έργα τους από τις πολλές καταστροφές που έκαναν οι διάδοχοι τους και από τη φθορά του χρόνου.

Όπως ήδη έχει αναφερθεί, όσοι επιζούσαν μετά από κάθε καταστροφή ήταν αγράμματοι βουνίσιοι, που είχαν ακούσει μόνο τα ονόματα των παλιών ηγετών αλλά γνώριζαν ελάχιστα πράγματα για τα έργα τους.

Έτσι, προτιμούσαν να δίνουν αυτά τα ονόματα στα παιδιά τους, αγνοούσαν όμως τις αρετές και τους νόμους των προγενέστερων, εκτός από κάποιες ασαφείς πληροφορίες που είχε τύχει ν' ακούσουν για τον καθένα.

Και επειδή ακόμα οι ίδιοι και τα παιδιά τους επί πολλές γενιές δεν είχαν τα αναγκαία μέσα για τη συντήρηση τους, σκέφτονταν συνεχώς για τα πράγματα που τους έλειπαν, χωρίς να δίνουν καμιά σημασία σε όσα είχαν συμβεί προηγουμένως τα περασμένα χρόνια.

Οι ιστορικές γνώσεις και η έρευνα του παρελθόντος ήρθαν και τα δυο στις πόλεις αργότερα, όταν οι άνθρωποι είχαν εξασφαλίσει τα απαραίτητα για τη ζωή τους, και όχι πριν". Με αυτό τον τρόπο διατηρήθηκαν τα ονόματα των αρχαίων αλλά όχι και τα έργα τους.

Αναφέρω αυτά συμπεραίνοντας από το ότι ο Σόλωνας είπε πως οι Αιγύπτιοι ιερείς, περιγράφοντας τον πόλεμο εκείνης της εποχής, με αυτά ως επί το πλείστον ονόμαζαν εκείνους, όπως του Κέκροπα, του' Ερεχθέα, του Εριχθόνιου, του Ερυσίχθονα, καθώς και πολλά άλλα που αναφέρονταν σε ήρωες παλαιότερους από τον Θησέα.

Με τον ίδιο τρόπο διατηρήθηκαν και τα ονόματα των γυναικών. Ακόμα, η εικόνα και το άγαλμα της θεάς δείχνουν ότι εκείνη την εποχή οι πολεμικές ασχολίες ήταν κοινές και για τις γυναίκες και για τους άνδρες.

Έτσι, σύμφωνα μ' εκείνο το έθιμο, η θεά οπλισμένη ήταν αφιέρωμα για τους τότε κατοίκους, απόδειξη ότι όλα τα ζώα, αρσενικά και θηλυκά, που ζουν μαζί, είναι ικανά από τη φύση τους να εξασκούν τις ικανότητες που έχει το γένος του καθενός.

Μ' εκείνο τον τόπο κατοικούσαν τότε και οι άλλες τάξεις των πολιτών που ασχολούνταν με τις τέχνες και τη γεωργία, υπήρχε επίσης και η τάξη των πολεμιστών από άνδρες που είχαν θεϊκή καταγωγή.

Η τάξη αυτή χωρίστηκε από την αρχή και κατοικούσε σε ιδιαίτερη περιοχή, έχοντας ότι χρειαζόταν για την τροφή και την εκπαίδευση της, χωρίς κανένας τους να έχει τίποτα δικό του αλλά όλα τα πράγματα θεωρούνταν κοινά για όλους.

Δεν δέχονταν από τους άλλους πολίτες τίποτα πέρα από αρκετή τροφή κι έκαναν όλες τις δουλειές που αναφέραμε χθες, όταν μιλήσαμε για τους διορισμένους φύλακες.

Ακόμα, λεγόταν για τη χώρα μας το εξής πιθανό και πιστευτό, ότι δηλαδή τα σύνορα της τότε έφθαναν μέχρι τον Ισθμό, και από το άλλο μέρος της ξηράς μέχρι τον Κιθαιρώνα και την Πάρνηθα, κι ότι κατέβαιναν τα σύνορα μέχρι τον Ασωπό ποταμό έχοντας στα δεξιά την Ωρωπία και στ' αριστερά τη θάλασσα.

Αυτός ο τόπος ξεπερνούσε κάθε άλλον στη γονιμότητα,γι' αυτό και μπορούσε τότε να τρέφει πολύ στρατό που προερχόταν από γειτονικά μέρη. Μεγάλη μάλιστα απόδειξη της γονιμότητας του είναι το γεγονός ότι το μέρος που απέμεινε σήμερα από εκείνη την περιοχή ξεπερνάει οποιονδήποτε άλλο τόπο στην παραγωγή και την αφθονία καρπών, ενώ επίσης είναι πλούσιο σε βοσκοτόπια για όλα τα είδη ζώων.

Εκείνη την εποχή, εκτός από τις φυσικές καλλονές, αυτά όλα τα είχε σε αφθονία. Πώς όμως μπορούν ν' αποδειχτούν όλ' αυτά και για ποιο λόγο πρέπει ο τόπος μας να χαρακτηριστεί αληθινά απομεινάρι εκείνης της πλούσιας γης; Η περιοχή μας ξεχωρίζει από την υπόλοιπη στεριά και χώνεται σαν ακρωτήριο μέσα στο πέλαγος, τυχαίνει μάλιστα όλη η θάλασσα γύρω της να έχει μεγάλο βάθος.

Επειδή όμως έγιναν πολλοί μεγάλοι κατακλυσμοί στη διάρκεια των εννέα χιλιάδων ετών —τόσα πέρασαν από τότε μέχρι σήμερα— το χώμα σ' αυτά τα χρόνια και εξαιτίας αυτών των γεγονότων απομακρυνόταν από τα υψώματα και δεν συγκεντρωνόταν πάνω στο έδαφος, όπως συμβαίνει σε άλλους τόπους, αλλά πάντοτε γλιστρούσε σε μεγάλες ποσότητες και εξαφανιζόταν στα βάθη της θάλασσας.

Έτσι, όπως συμβαίνει στα μικρά νησιά, αυτό που έχει απομείνει, συγκρινόμενο με εκείνο που υπήρχε στο παρελθόν, μοιάζει με σκελετό άρρωστου κορμιού, αφού το χώμα, όσο ήταν εύφορο και μαλακό, παρασύρθηκε μακριά κι απέμεινε μόνο ο ρηχός φλοιός της γης.

Εκείνη όμως την παλαιά εποχή ο τόπος μας,επειδή διατηρούσε την ακεραιότητα του, αντί για βουνά και τους σημερινούς ξερότοπους είχε ψηλούς χωμάτινους λόφους, και αυτές οι πεδιάδες που σήμερα ονομάζονται φελλέες ήταν γεμάτες εύφορο χώμα και τα βουνά είχαν πολλά δάση, από τα οποία ακόμα και σήμερα φαίνονται σημάδια.

Υπάρχουν δηλαδή μερικά βουνά που παράγουν μόνο τροφή για μέλισσες, ενώ παλαιότερα είχαν τεράστια δέντρα από τα οποία έχουν γίνει οι στέγες πολλών κτιρίων που εξακολουθούν να είναι άθικτες μέχρι τις μέρες μας.

Ακόμα, υπήρχαν πολλά άλλα καρποφόρα δέντρα και άφθονα βοσκοτόπια για τα κοπάδια. Πλουτιζόταν επίσης κάθε χρόνο με το νερό που έπεφτε από τον Δία, το οποίο δεν χανόταν όπως σήμερα που κυλάει πάνω στην αποψιλωμένη γη και καταλήγει στη θάλασσα, αλλά έχοντας πολλά χώματα το συγκρατούσε η ίδια, αποθηκεύοντας το κάτω από τη λάσπη που σκέπαζε τη γη, επειδή το άφηνε να τρέχει από τα υψώματα στις λεκάνες που βρίσκονταν πιο χαμηλά έτσι όλα τα μέρη είχαν τρεχούμενα νερά από πηγές και ποτάμια.

Οι βωμοί που έχουν απομείνει μέχρι σήμερα στα μέρη όπου υπήρχαν πηγές είναι σημάδια που επιβεβαιώνουν ότι είναι αληθινά όσα λέγονται τώρα γι' αυτή.

Έτσι λοιπόν φτιάχτηκαν από τη φύση τα υπόλοιπα μέρη, τα οποία, όπως είναι φυσικό, καλλιεργούνταν από πραγματικούς γεωργούς, που ασχολούνταν μόνιμα με τη γη, που αγαπούσαν το ωραίο και ήταν έξυπνοι. Είχαν πλούσιο έδαφος, άφθονα νερά και ακόμα εποχές με εύκρατο το κλίμα. Όσο για την πόλη, είχε οργανωθεί τότε με τον εξής τρόπο:

Κατ' αρχάς, η Ακρόπολη τότε δεν ήταν σαν τη σημερινή. Κάποια νύχτα έτυχε να πέσει ασυνήθιστα δυνατή βροχή που παρέσυρε όλο το χώμα γύρω της και την άφησε γυμνή, ενώ στη συνέχεια ακολούθησαν σεισμοί και τρεις καταστρεπτικές πλημμύρες πριν από τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα.

Πιο πριν όμως, σε άλλες εποχές, η έκταση της έφθανε μέχρι τον Ηριδανό και τον Ιλισό, περιλάμβανε την Πνύκα και είχε για σύνορο τον Λυκαβηττό απέναντι από την Πνύκα. Ολόκληρη είχε πλούσιο χώμα και, εκτός από ελάχιστα σημεία, ήταν επίπεδη στο πάνω μέρος της.

Στα εξωτερικά της σημεία, κάτω από τις πλαγιές, κατοικούσαν τεχνίτες και αγρότες που καλλιεργούσαν τις γύρω περιοχές. Στο πάνω μέρος, γύρω από το ιερό της Αθηνάς και του Ηφαίστου, κατοικούσε η τάξη των πολεμιστών, περίκλειστη από φράχτη, όπως ο κήπος σπιτιού.

Στο βόρειο μέρος βρίσκονταν οι κοινές κατοικίες των πολεμιστών και οι χειμερινές εγκαταστάσεις για τα συσσίτια τους και όσα κτίρια ήταν αναγκαία για τις κοινές ανάγκες της πολιτείας, να κατοικούν οι ίδιοι και οι ιερείς, χωρίς να έχουν χρυσάφι ή ασήμι απ' αυτά τίποτα και καθόλου δεν χρησιμοποιούσαν, αλλά, επιδιώκοντας το ενδιάμεσο της σπατάλης και της φιλαργυρίας, έχτιζαν όμορφα σπίτια, όπου έμεναν οι ίδιοι και τα παιδιά τους μέχρι να γεράσουν και στη συνέχεια τα έδιναν στις επόμενες γενιές χωρίς ν' αλλάζουν τίποτα.

Όσο για τα νότια σημεία της Ακρόπολης, αυτά χρησιμοποιούνταν ως κήποι, γυμναστήρια και χώροι συσσιτίων. Στο καλοκαίρι, πάντως, τα εγκατέλειπαν. Στο μέρος όπου βρίσκεται σήμερα η Ακρόπολη υπήρχε μια πηγή που καταστράφηκε από τους σεισμούς, και το μόνο που απομένει απ' αυτή είναι μερικά ρυάκια ολόγυρα.

Τότε όλοι έπαιρναν τρεχούμενο νερό απ' αυτή τη βρύση, που ήταν αρκετά ζεστό τον χειμώνα και δροσερό το καλοκαίρι. Μ' αυτό τον τρόπο λοιπόν ζούσαν οι πολεμιστές που ήταν φύλακες των συμπολιτών τους και ηγέτες των άλλων Ελλήνων, με τη θέληση των τελευταίων. Φρόντιζαν να κρατούν πάντοτε σταθερό αριθμό ανδρών και γυναικών ικανών να φέρουν όπλα, δηλαδή περίπου ήταν εκείνη την εποχή είκοσι χιλιάδες.

Αυτοί λοιπόν τέτοιοι ήταν οι Αθηναίοι και κυβερνούσαν δίκαια τη γη τους και ολόκληρη την Ελλάδα πάντοτε με τον τρόπο αυτό. Ήταν πασίγνωστοι στην Ευρώπη και την Ασία, όπου τους θαύμαζαν για τα όμορφα κορμιά και τα κάθε είδους ψυχικά τους χαρίσματα.

Πότε δημιουργήθηκε η λέξη «δημοκρατία»;

Όπως έχει επισημανθεί πολλές φορές στην έρευνα, στις αισχύλειες Ικέτιδες (463 π.Χ.) έχουμε την αρχαιότερη εικόνα μιας δημοκρατίας σε δράση.

Η εικόνα αυτή δεν μπορεί παρά να είναι επηρεασμένη από τη δημοκρατία της σύγχρονης Αθήνας, αφού ποιητής και κοινό δε θα μπορούσαν να κατασκευάσουν και να κατανοήσουν αντίστοιχα μια δημοκρατική κοινωνία της ηρωικής εποχής παρά μόνο με βάση τη δική τους καθημερινή εμπειρία. Έτσι το λεξιλόγιο της δημοκρατίας διαπερνά το έργο και χρησιμοποιείται και από (ή για) πρόσωπα που καταρχήν δε θα το περιμέναμε, όπως λ.χ. οι Δαναΐδες που καταφτάνουν από τη δεσποτική Αίγυπτο. Στις Ικέτιδες, όμως, δεν έχουμε απλά μια γενική εικόνα της δημοκρατίας σε δράση, αλλά και στοιχεία από την τεχνική ορολογία των δημοκρατικών διαδικασιών που ήταν σε χρήση την εποχή παράστασης του έργου.

Μάλιστα, στις Ικέτιδες έχουμε την αρχαιότερη περίφραση που πλησιάζει πάρα πολύ στην ίδια τη λέξη δημοκρατία (604):δήμου κρατοῦσα χεὶρ. Η φράση δε σημαίνει «η πλειοψηφία των ψήφων του λαού», ούτε «το νικητήριο χέρι του δήμου» ή το «το χέρι του δήμου που αποφασίζει», ούτε οἱ κρατοῦντες τῇ χειροτονίᾳ, επειδή μια τέτοια ερμηνεία προϋποθέτει και μια δήμου ἠττωμένη χείρ, δηλαδή θα υπονοούνταν μια πλειοψηφία και μια μειοψηφία μεταξύ του λαού. Ωστόσο την έννοια αυτή την αναλαμβάνει το ρήμα πληθύεται που ακολουθεί και το οποίο υποδηλώνει την τόσο βασική για τη δημοκρατία αρχή της πλειοψηφίας.[1] Hπιθανότερη απόδοση της έκφρασης δήμου κρατοῦσα χεὶρ είναι «το κυρίαρχο χέρι του δήμου» και δηλώνει το λαό στην έμπρακτη εφαρμογή της κυριαρχίας του μέσω της δια χειρός ψηφοφορίας. Το χωρίο φαίνεται να υποδεικνύει ότι η λέξη δημοκρατία και η έννοιά της δεν ήταν κάτι άγνωστο στον Αισχύλο.
Αυτή η υπόθεση φαίνεται να επιβεβαιώνεται από ένα δεύτερο χωρίο των Ικετίδων (699-700), όπου ο χορός κάνει λόγο για τὸ δήμιον͵ τὸ πτόλιν κρατύνει. Η λέξη δήμιονισοδυναμεί με τη λέξη δημόσιον και δηλώνει το κράτος ως κοινότητα του λαού, ενώ με την προσθήκη του χαρακτηρισμού ἀρχά (στίχος 700), ο οποίος σημαίνει «διακυβέρνηση, εξουσία», γίνεται φανερό ότι με τη λέξη δήμιονπρέπει να εννοήσουμε εδώ κυρίως την εκτελεστική εξουσία. Η ασάφεια που δημιουργούν οι δύο αφηρημένες έννοιες (δήμιον, ἀρχά. Πβ. και την έννοια του κράτους στο ρήμα κρατύνει) έχει ως συνέπεια να μην ξεχωρίζει ο βασιλιάς ή η συνέλευση ή το συμβούλιο των γερόντων (667-673), αλλά να περιλαμβάνονται όλοι στο χαρακτηρισμό προμαθὶς εὐκοινόμητις (700): έτσι ο βασιλιάς, μολονότι τυπικά περιλαμβάνεται στην αρχή, στην πράξη είναι απόλυτα ενσωματωμένος σε μια ευρύτερη πλουραλιστική εξουσία (βασιλιάς, συνέλευση του λαού, συμβούλιο γερόντων), η οποία είναι γεμάτη προνοητικότητα (προμαθίς) και επιμέλεια για το κοινό καλό (εὐκοινόμητις).

Την ίδια αίσθηση πλουραλισμού και μαζικής συμμετοχής στον τρόπο άσκησης εξουσίας και λήψης αποφάσεων δίνουν και οι λέξεις πληθύεται(604), πανδημίᾳ (607) και εὐκοινόμητις (700): εδώ στο δεύτερο συνθετικό -κοινό- δεν αποκλείεται να λανθάνει η έννοια που έχει η λέξη «τό κοινόν» σε σύνθετα όπως κοινοτελής και κοινοπολιτεία. Γενικά η λέξη κοινόν σε πολιτικά συμφραζόμενα αναφέρεται στο κράτος, φέροντας συνάμα την ιδέα της ενότητας. Η πολιτική διάσταση των δύο χωρίων που σχολιάστηκαν εδώ (στ. 604, 699-700) αποκαλύπτεται επίσης από το ότι έχουν στενή αντιστοιχία με εκφράσεις που απαντούν στη γνωστή συζήτηση για τα πολιτεύματα στον Ηρόδοτο (3.80-82): πλῆθος ἄρχον (80.6), δῆμος ἄρχων (82.4) – τὸ δήμιον… ἀρχά(699-700), δήμου… πληθύεται (604). Επίσης τὸ πλῆθος… φέρειν τὸ κράτος (81.4) – τὸ δήμιον… κρατύνει (699), δήμου κρατοῦσα (604).

Αληθεύει ότι παραμένει δυσαπόδεικτο το αν ο Αισχύλος γνώριζε πραγματικά το αφηρημένο ουσιαστικό δημοκρατία ή αν την εποχή του υπήρχε μια έκφραση όπως το δῆμος κρατεῖ (ή κάτι παρόμοιο),[2] η οποία εντούτοις περιέγραφε μια μορφή πολιτεύματος, όπου κυριαρχεί ο λαός. Σε μια αξεπέραστη ακόμη και σήμερα μελέτη της λέξης δημοκρατία από γλωσσολογική άποψη ο Debrunner το 1947 απέδειξε ότι η λέξη δημοκρατία ήταν η μόνη δυνατή έκφραση που μπορούσε να περιγράψει την κυριαρχία του λαού. Συντέθηκε υπό την επίδραση των λέξεων μοναρχία και ολιγαρχία. Από τις τρεις λέξεις η μοναρχία φαίνεται ως η αρχαιότερη και είναι γνωστή ήδη από την εποχή του Αλκαίου (απ. 6a 27 Lobel-Page), ενώ χρησιμοποιείται και από τον Αισχύλο (Επτά 881).

Τόσο η μοναρχία όσο και η ολιγαρχία είναι σύνθετα, στα οποία το 1ο συνθετικό αναφέρεται στο υποκείμενο και όχι στο αντικείμενο της εξουσίας. Για την έκφραση της κυριαρχίας του λαού το αντίστοιχο σύνθετο θα ήταν η δημαρχία.[3] Αυτό όμως το σύνθετο χρησιμοποιούνταν ήδη για να εκφράσει την κυριαρχία επί του λαού (βλ. τους Αθηναίους δημάρχους, οι οποίοι ήταν αξιωματούχοι των δήμων της Αττικής). Αυτή η δυσκολία λύθηκε με την επινόηση του ουσιαστικούδημοκρατία.[4]

Η λέξη με τη σειρά της δημιούργησε πολλά παράγωγα, όπως π.χ. το επίθετο δημοκρατικός και το παθητικό ρήμα δημοκρατεῖσθαι. ΟDebrunner απέδειξε επίσης ότι ο όρος δημοκρατία αποτελεί ένα τεχνητό κατασκεύασμα (Kunstwort), χωρίς άμεσο γλωσσικό πρόγονο: επειδή δεν υπάρχει η λέξη *κρατία, ο όρος δημοκρατία δεν αποτελεί ένα άμεσο σύνθετο από το δήμος ₊ κρατία, αλλά θυμίζει παρασύνθετες λέξεις όπως η λέξη «φιλολογία», η οποία παράγεται από τον τύπο «φιλόλογος». Συνεπώς θα περιμέναμε την παράλληλη ύπαρξη ενός τύπου «δημοκράτης». Πράγματι, ένας άνθρωπος γεννημένος γύρω στα 470 π.Χ. φέρει σε επιγραφή το όνομα «Δημοκράτης».

Έτσι, οι νεότερες έρευνες τείνουν να δεχτούν ότι στο χωρίο των Ικετίδων πράγματι υπόκειται η λέξη δημοκρατία, η οποία μπορεί να υπήρχε τουλάχιστον από τη δεκαετία 470-460, ενώ δεν υπάρχει ειδικός λόγος που να μας κάνει να αρνούμαστε την ακόμη πρωιμότερη ύπαρξή της:[5] δεν αποκλείεται αυτή την εποχή η λέξη να αποτελούσε ακόμη ένα είδος συνθήματος που το χρησιμοποιούσαν με υπερηφάνεια τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία της πόλης.[6] To argumentum ex silentio που θα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί είναι πολύ αδύναμο: αν και ο όρος δε χρησιμοποιείται πριν τον Ηρόδοτο ή τον Ψευδο-Ξενοφώντα στην Αθηναίων πολιτεία,[7] πρέπει να σημειωθεί ότι δεν έχει διασωθεί η παλιότερη πολιτική πεζογραφία, ενώ η δυσκολία να ενταχθεί η λέξη δημοκρατία στα περισσότερα ποιητικά μέτρα εξηγεί την έλλειψή της από την ποίηση, όπου η παλιότερη μαρτυρία γι’ αυτήν είναι ο στίχος 618 στους Αχαρνείς του Αριστοφάνη.[8]
----------------------
[1] Να σημειωθεί εδώ ότι το ρήμα πληθύεται (ή πληθύνεται) χρησιμοποιείται στις επιγραφές για τις συνελεύσεις που συνεκλήθησαν νόμιμα.
[2] Ορισμένοι μελετητές δέχονται ότι η αρχική λέξη που περιέγραφε τη νέα λαϊκή διακυβέρνηση των μεταρρυθμίσεων του Κλεισθένη ήταν ισονομία. Ωστόσο οι νεότερες έρευνες έδειξαν ότι δεν μπορούμε εύκολα να συνδέσουμε τη λέξη «ισονομία» με τον Κλεισθένη, ενώ, ακόμη κι αν αυτός την χρησιμοποίησε, είναι αβέβαιο το αν ο πολύσημος αυτός όρος μας λέει κάτι σημαντικό για τις μεταρρυθμίσεις του: η σημασία του όρου ταιριάζει τόσο σε αριστοκρατικά συμφραζόμενα, όπου θα σήμαινε «ίση κατανομή δικαιωμάτων» μεταξύ των αριστοκρατών, όσο και σε δημοκρατικά. Πβ. επίσης τους συναφείς όρους ισηγορία, ισοκρατία.
[3] Επίσης υπήρχε η δυνατότητα να είχε σχηματιστεί ένας τύπος πληθαρχία(πβ. Ηρόδ. 3.80.6, πλῆθος ἄρχον. Βλ. όμως 3.81.1, τὸ πλῆθος… φέρειν τὸ κράτος).
[4] Ο τεχνητός χαρακτήρας της λέξης φαίνεται και από το γεγονός ότι η κανονική σημασία του όρου από γλωσσολογική άποψη θα έπρεπε να είναι «κυριαρχία επί του λαού» (die Macht über das Volk besitzend) ή «κατοχή της εξουσίας μέσω του λαού» (durch das Volk die Macht besitzend). Debrunner1947, 13. Παρόλα αυτά η λέξη δηλώνει τελικά το πολίτευμα, στο οποίο την εξουσία έχει ο λαός: “Demokratia ist aber die Staatsform, in der das Volk dieMacht besitzt”.
[5] Ένας από τους ήρωες της μάχης των Πλαταιών είχε το όνομα Δαμοκράτης κατά τον Πλούταρχο, Αριστ. 11.3. Ορισμένοι δέχονται μια πρώτη εμφάνιση του όρου στη δεκαετία 470-460 π.Χ. σε σχέση με τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη και πιστεύουν ότι κάθε πλευρά χρησιμοποιούσε τη λέξη με διαφορετικό νόημα: οι δημοκρατικοί εννοώντας την ευρεία έννοια όλου του αθηναϊκού λαού στη λέξη δήμος, ενώ οι συντηρητικοί εννοώντας τη στενή έννοια του δήμου ως «οι κατώτερες τάξεις». Άλλοι ανάγουν τη δημιουργία του όρου στις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη, αλλά πιστεύουν ότι η αρχική σημασία της λέξης δεν ήταν «πολίτευμα, στο οποίο εξουσιάζει ο λαός», αλλά «μορφή διακυβέρνησης μέσω των δήμων». Επίσης για ορισμένους η λέξη δήλωνε αρχικά την κατοχή εξουσίας από ένα άτομο ή μια ομάδα, της οποίας η δύναμη βασιζόταν στην υποστήριξη του πλήθους.
[6] Άλλοι θεωρούν αντίθετα ότι η λέξη δημοκρατία είχε υποτιμητική χροιά εξαρχής και εφευρέθηκε από τους αντιπάλους της με μια έννοια που πλησιάζει πολύ αυτή της «δικτατορίας του προλεταριάτου», γι’ αυτό και δεν την χρησιμοποιεί ο Οτάνης στον Ηρόδοτο 3.80.6. Κατά μια άποψη η έννοια του «κράτους» στις λέξεις δημοκρατία, αριστοκρατία κ.τ.λ έχει την έννοια της ισχύος και του εξαναγκασμού, ενώ το ρήμα ἄρχειν που υπονοείται στις λέξειςμοναρχία, ολιγαρχία παραπέμπει σε μια περισσότερο παραδοσιακή και νομιμοποιημένη εξουσία.
[7] Η Αθηναίων πολιτεία χρονολογείται συνήθως μεταξύ 440 και 420 π.Χ., επομένως είναι περίπου σύγχρονη με το έργο του Ηροδότου.
[8] Η παλαιότερη επιγραφική μαρτυρία για τον όρο είναι η επιγραφή IG I337.49, η οποία χρονολογείται στα 447/6 π.Χ.